Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ῆς
ἁγίας τοίνυν πόλεως
κατοικουμένης μετὰ πάσης εἰρήνης
καὶ τῶν νόμων ἔτι κάλλιστα συντηρουμένων
διὰ τὴν Ὀνίου τοῦ ἀρχιερέως
εὐσέβειαν τε καὶ μισοπονηρίαν,
|
ατὰ
τὴν ἐποχήν ἐκείνην, τότε
ποὺ οἱ κάτοικοι τῆς ἁγίας
πόλεως ἀπελάμβανον εἰρήνην,
οἱ δὲ νόμοι ἐτηροῦτο ἄριστα
καὶ κάλλιστα χάρις εἰς τὴν εὐσέβειαν
τοῦ ἀρχιερέως Ὀνίου καὶ
τὴν ἀποστροφήν του πρὸς τὸ κακόν,
|
αθ’
ὃν χρόνον οἱ κάτοικοι τῆς ἁγίας πόλεως
Ἱερουσαλὴμ ἀπελάμβαναν πλήρη καὶ διαρκῆ
εἰρήνην καὶ οἱ νόμοι ἐτηροῦντο
ἀκόμη μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν, πιστότητα
καὶ εὐσυνειδησίαν, χάρις εἰς τὴν εὐσέβειαν
τοῦ ἀρχιερέως Ὀνία Γ' καὶ τοῦ
μίσους, τὸ ὁποῖον ὁ ἀρχιερεὺς
ἐκεῖνος ἔτρεφεν ἐναντίον τῆς
κακοηθείας καὶ πονηρίας, |
2
συνέβαινε καὶ αὐτοὺς τοὺς βασιλεῖς
τιμᾶν τὸν τόπον, καὶ τὸ ἱερὸν
ἀποστολαῖς ταῖς κρατίσταις δοξάζειν
|
2
συνέβαινεν ὥστε καὶ οἱ βασιλεῖς
ἀκόμη νὰ τιμοῦν τὸν ἅγιον
τόπον καὶ νὰ μεγαλύνουν τὸν
ἱερὸν ναὸν μὲ σπουδαιότατα δῶρα,
|
2
συνέβαινεν ὥστε καὶ αὐτοὶ ἀκόμη
οἱ εἰδωλολάτραι βασιλεῖς νὰ τιμοῦν
τὸν ἱερὸν τόπον καὶ νὰ ἐκφράζουν
πρὸς αὐτὸν τὸν βαθὺν σεβασμόν
των καὶ τὴν τιμὴν μὲ τὰ πλέον
πολύτιμα καὶ θαυμάσια ἀφιερώματα - δῶρα,
|
3
ὥστε καὶ Σέλευκον τὸν τῆς Ἀσίας
βασιλέα χορηγεῖν ἐκ τῶν ἰδίων
προσόδων πάντα τὰ πρὸς τὰς λειτουργίας
τῶν θυσιῶν ἐπιβάλλοντα δαπανήματα.
|
3
ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ Σέλευκος,
ὁ βασιλεὺς τῆς Ἀσίας, νὰ
χορηγῇ ἀπὸ τὰ ἰδικά του
εἰσοδήματα ὅλας τὰς δαπάνας,
αἱ ὁποῖαι ἐχρειάζοντο διὰ
τὰς θυσίας.
|
3
μέχρι σημείου, ὥστε καὶ αὐτὸς ἀκόμη
ὁ Σέλευκος Δ' Φιλοπάτωρ, ὁ βασιλιᾶς τῆς
Ἀσίας, νὰ καταβάλλῃ ἀπὸ
τὰ ἰδικά του ἔσοδα ὅλα τὰ ἔξοδα,
ποὺ ἀπῃτοῦντο διὰ τὶς
δαπάνες τῶν θυσιῶν. |
4
Σίμων δέ τις ἐκ τῆς Βενιαμὶν
φυλῆς προστάτης τοῦ ἱεροῦ καθεσταμένος
διηνέχθη τῷ ἀρχιερεῖ περὶ τῆς
κατὰ τὴν πόλιν ἀγορανομίας·
|
4
Ἀλλὰ κάποιος Σίμων, ποὺ κατήγετο
ἀπὸ τὴν φυλὴν
Βενιαμίν, προϊστάμενος τοῦ ναοῦ, ἦλθεν
εἰς φιλονεικίαν μὲ τὸν
ἀρχιερέα διὰ
τὴν ἐπίβλεψιν τῆς δημοσίας
ἀγορᾶς εἰς τὴν πόλιν.
|
4
Ἀλλὰ κάποιος Σίμων, ποὺ κατήγετο ἀπὸ
τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμίν, ὁ ὁποῖος
εἶχεν ὁρισθῇ διοικητής (προϊστάμενος)
τοῦ Ναοῦ, ἐφιλονίκησε μὲ τὸν
ἀρχιερέα διὰ τὸ ζήτημα τῆς ἐπιβλέψεως
τῆς δημοσίας ἀγορᾶς τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
5
καὶ νικῆσαι τὸν Ὀνίαν μὴ
δυνάμενος, ἦλθε πρὸς Ἀπολλώνιον
Θρασαίου τὸν κατὰ ἐκεῖνον τὸν
καιρὸν Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης
στρατηγὸν |
5
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἠδύνατο
νὰ ὑπερισχύσῃ ἀπέναντι
τοῦ Ὀνίου, ἦλθε
πρὸς τὸν
Ἀπολλώνιον, υἱὸν τοῦ
Θρασαίου, ὁ ὁποῖος
κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἦτο
στρατιωτικὸς διοικητὴς τῆς Συρίας
καὶ τῆς Φοινίκης.
|
5
Ἐπειδὴ ὅμως κατὰ τὴν φιλονικίαν
δὲν ἠμπόρεσε νὰ νικήσῃ τὸν
ἀρχιερέα Ὀνίαν, μετέβη εἰς τὸν Ἀπόλλωνων,
τὸν υἱὸν τοῦ Θρασαίου, ὁ ὁποῖος
τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦταν στρατιωτικὸς
διοικητὴς τῆς Κοίλης Συρίας καὶ τῆς
Φοινίκης, |
6
καὶ προανήγγειλε περὶ τοῦ χρημάτων
ἀμυθήτων γέμειν τὸ ἐν Ἱεροσολύμοις
γαζοφυλάκιον, ὥστε τὸ πλῆθος τῶν
διαφόρων ἐναρίθμητον εἶναι, καὶ
μὴ προσήκειν αὐτὰ πρὸς τὸν
τῶν θυσιῶν λόγον, εἶναι δὲ δυνατὸν
ὑπὸ τὴν τοῦ βασιλέως ἐξουσίαν
πεσεῖν ἄπαντα ταῦτα. |
6
Ἀνέφερε, λοιπόν, εἰς αὐτόν,
ὅτι τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ ναοῦ
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἦτο γεμᾶτον
ἀπὸ ἀναρίθμητα χρηματικὰ
ποσά, τῶν ὁποίων
τὸ πλῆθος ἦτο ἀδύνατον
νὰ ὑπολογισθῇ, καὶ ὅτι τὰ
χρήματα αὐτὰ δὲν εἶναι ὅλα
ἀπαραίτητα διὰ τὰς προσφερομένας
ἐκεῖ θυσίας.
Ἄρα ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ
περιέλθουν ὅλα αὐτὰ
εἰς τὴν ἐξουσίαν
του βασιλέως.
|
6
καὶ τοῦ ἀνήγγειλεν ὅτι τὸ θησαυροφυλάκιον,
ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ ἀμύθητα χρηματικὰ
ποσά· τόσα, ὥστε τὸ ποσόν, ποὺ ἔχει
συσσωρευθῇ, νὰ εἶναι ἀναρίθμητον καὶ
ἀνυπολόγιστον. Ὁ Σίμων ὑπέβαλεν ἀκόμη
πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον τὴν ἰδέαν,
ὅτι τὰ ἀναρίθμητα αὐτὰ πλούτη
δὲν ἦσαν ἀπαραίτητα διὰ τὶς
θυσίες. Τοῦ εἰσηγήθῃ δὲ ὅτι
τὰ πλούτη αὐτὰ εἶναι δυνατὸν
νὰ περιέλθουν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ
βασιλιᾶ. |
7
Συμμείξας δὲ ὁ Ἀπολλώνιος τῷ
βασιλεῖ περὶ τῶν μηνυθέντων αὐτῷ
χρημάτων ἐνεφάνισεν· ὁ δὲ
προχειρισάμενος Ἡλιόδωρον τὸν ἐπὶ
τῶν πραγμάτων ἀπέστειλε δοὺς
ἐντολὰς τὴν τῶν προειπηρημένων
χρημάτων ἐκκομιδὴν ποιήσασθαι.
|
7
Ὁ Ἀπολλώνιος συναντήσας
πρὸς τοῦτο τὸν
βασιλέα κατέστησεν
εἰς αὐτὸν γνωστὰ τὰ περὶ
τῶν ἀναφερθέντων χρημάτων. Ὁ
βασιλεὺς ἐξέλεξε τὸν Ἠλιόδωρον,
ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀναλάβει
τὰς ὑποθέσεις τοῦ κράτους, καὶ
τὸν ἀπέστειλε μὲ τὴν
ἐντολήν, νὰ πάρῃ τὰ
προαναφερθέντα ἐκεῖνα χρήματα.
|
7
Ἔτσι, ὅταν ὁ Ἀπολλώνιος συνήντησε
τὸν βασιλιᾶ, τὸν ἐπληροφόρησε διὰ
τὰ χρήματα, περὶ τῶν ὁποίων τοῦ
ἀνεφέρθησαν. Κατόπιν τούτων ὁ βασιλιᾶς,
ἀφοῦ ἐξέλεξε τὸν Ἡλιόδωρον,
τὸν πρωθυπουργὸν τοῦ κράτους, τὸν
ἀπέστειλεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
μὲ ἐντολὴν νὰ λάβῃ καὶ
νὰ μεταφέρῃ τὰ προαναφερθέντα χρήματα.
|
8
Εὐθέως δὲ ὁ Ἡλιόδωρος
ἐποιεῖτο τὴν πορείαν, τῇ μὲν
ἐμφάσει ὡς τὰς κατὰ Κοίλην
Συρίαν καὶ Φοινίκην πόλεις ἐφοδεύσων,
τῷ πράγματι δὲ τὴν τοῦ βασιλέως
πρόθεσιν ἐπιτελέσων. |
8
Ὁ Ἡλιόδωρος ἀμέσως ἀνέλαβε
πορείαν προφάσει μέν,
διὰ νὰ ἐπιθεωρήσῃ
τὰς πόλεις τῆς Κοίλης Συρίας
καὶ τῆς Φοινίκης, πράγματι δὲ
διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ νὰ ἐκτελέσῃ
τὰς ἐντολὰς τοῦ
βασιλέως.
|
8
Ὁ δὲ Ἡλιόδωρος εὐθὺς ἀμέσως,
χωρὶς καμμίαν καθυστέρησιν, ἐξεκίνησε φαινομενικῶς
μὲν διὰ νὰ ἐπιθεωρήσῃ τὶς
πόλεις τῆς Κοίλης Συρίας καὶ τῆς Φοινίκης,
εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως διὰ νὰ
φέρῃ εἰς πέρας τὴν ἐντολὴν καὶ
τὸν σκοπὸν τοῦ βασιλιᾶ.
|
9
Παραγενηθεὶς δὲ εἰς Ἱεροσόλυμα
καὶ φιλοφρόνως ὑπὸ τοῦ ἀρχιερέως
τῆς πόλεως ἀποδεχθεὶς, ἀνέθετο
περὶ τοῦ γεγονότος ἐμφανισμοῦ,
καὶ τίνος ἕνεκεν πάρεστι διεσάφησεν·
ἐπυνθάνετο δέ, εἰ ταῖς ἀληθείαις
ταῦτα οὕτως ἔχοντα τυγχάνει.
|
9
Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν
Ἱερουσαλήμ, ἔγινε δεκτὸς μὲ
φιλοφροσύνην ἐκ μέρους τοῦ ἀρχιερέως
καὶ τῶν κατοίκων τῆς
πόλεως. Ἔπειτα διηγήθη εἰς
τὸν ἀρχιερέα ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα τοῦ εἶχαν ἀποκαλύψει
καὶ τὸν σκοπόν, διὰ
τὸν ὁποῖον εἶχεν ἔλθει. Ἐζητοῦσε
δὲ νὰ μάθῃ, ἐὰν ὅλα
αὐτὰ εἶναι πράγματι
ἀληθινά.
|
9
Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ ἔγινε δεκτὸς φιλοφρόνως ἀπὸ
τὸν ἀρχιερέα Ὀνίαν Γ' καὶ τοὺς
πολίτες τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀνήγγειλεν εἰς
αὐτοὺς περὶ τῶν πληροφοριῶν,
ποὺ τοῦ εἶχαν παρασχεθῆ, καὶ
ἐξήγησεν εἰς αὐτοὺς τὸν
σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἦλθεν
ἐπὶ πλέον ἐζητοῦσε νὰ μάθῃ,
ἐὰν ὅλα αὐτὰ ἔχουν πράγματι
ἔτσι, ὅπως τὸν ἐπληροφόρησαν.
|
10
Τοῦ δὲ ἀρχιερέως ὑποδείξαντος
παραθήκας εἶναι χηρῶν τε καὶ ὀρφανῶν.
|
10
Ὁ ἀρχιερεὺς κατέστησε
γνωστὸν εἰς τὸν Ἡλιόδωρον, ὅτι
αἱ καταθέσεις αὐταὶ εἶναι τῶν
χηρῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν.
|
10
Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς ὑπέδειξε καὶ
ἐξήγησεν εἰς τὸν Ἡλιόδωρον,
ὅτι οἱ καταθέσεις αὐτὲς ἀνήκουν
εἰς χήρας καὶ ὀρφανά·
|
11
Τινὰ δὲ καὶ Ὑρκανοῦ τοῦ
Τωβίου σφόδρα ἀνδρὸς ἐν ὑπεροχῇ
κειμένου - οὐχ ὥσπερ ἦν διαβάλλων
ὁ δυσεβὴς Σίμων - τὰ δὲ πάντα
ἀργυρίου τετρακόσια τάλαντα, χρυσίου
δὲ διακόσια· |
11
Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ χρήματα
ἀνήκουν εἰς τὸν Ὑρκανόν,
υἱὸν τοῦ Τωβίου, ἔνδοξον καὶ
ἐπίσημον ἄνδρα. Πάντως τὰ χρήματα
αὐτὰ δὲν ἦσαν τόσα ὅσα
ὁ συκοφάντης καὶ
ἀσεβὴς Σίμων εἶχε
καταγγείλει, ἀλλὰ ἀνήρχοντο
μόνον εἰς τετρακόσια τάλαντα ἀργυρίου
καὶ διακόσια τάλαντα χρυσίου.
|
11
ἐκτὸς ἀπὸ τὶς καταθέσεις αὐτὲς
ὑπῆρχαν καὶ ὡρισμένα χρήματα, τὰ
ὁποῖα ἀνῆκαν εἰς τὸν Ὑρκανόν,
τὸν υἱὸν τοῦ Τωβία, ὁ ὁποῖος
κατεῖχε κατ’ ἐξοχὴν ἐπίσημον καὶ
ὑψηλὴν θέσιν - πάντως τὸ ζήτημα τῶν
χρημάτων δὲν εἶχε κατ’ οὐδένα τρόπον ὅπως
κατήγγειλαν εἰς αὐτὸν ὁ ἀσεβῆς
Σίμων διαβάλλων τὴν ὅλην ὑπόθεσιν - ὅλα
δὲ τὰ χρήματα, ποὺ ὑπῆρχαν εἰς
τὸ θησαυροφυλάκιον, ἀνήρχοντο εἰς τετρακόσια
τάλαντα ἀργυρίου καὶ διακόσια τάλαντα χρυσοῦ.
|
12
ἀδικηθῆναι δὲ τοὺς πεπιστευκότας
τῇ τοῦ τόπου ἁγιωσύνῃ
καὶ τῇ τοῦ τετιμημένου κατὰ
τὸν σύμπαντα κόσμον ἱεροῦ σεμνότητι
καὶ ἀσυλίᾳ παντελῶς ἀμήχανον
εἶναι. |
12
Προσέθεσε δέ, ὅτι εἶναι ἀπολύτως
ἀδύνατον νὰ ἀδικηθοῦν
οἱ καταθέται, οἱ ὁποῖοι
ἐνεπιστεύθησαν τὰ χρήματά των
εἰς τὸν ἱερὸν ναόν, τὸν
ὁποῖον ναὸν
σέβεται ὅλος ὁ κόσμος διὰ
τὴν ἱερότητα αὐτοῦ καὶ
τὸ ἀπαραβίαστον. |
12
Ὁ ἀρχιερεὺς Ὀνίας προσέθεσεν εἰς
τὸν Ἡλιόδωρον, ὅτι ἦταν ἐντελῶς
ἀδύνατον καὶ παντελῶς ἀδιανόητον νὰ
ἀδικηθοῦν οἱ καταθέται τῶν χρημάτων,
οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐμπιστευθῇ
τὶς καταθέσεις των εἰς τὴν ἱερότητα
τοῦ τόπου καὶ εἰς τὴν μεγαλοπρέπειαν
καὶ τὸ ἀπαραβίαστον τοῦ ἁγίου
Ναοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τιμημένος
καὶ σεβαστὸς ἀπὸ ὅλον τὸν
κόσμον. |
13
Ὁ δὲ Ἡλιόδωρος, δι' ἂς εἶχε
βασιλικὰς ἐντολάς, πάντως ἔλεγεν
εἰς τὸ βασιλικὸν ἀναληπτέα ταῦτα
εἶναι.
|
13
Ὁ Ἡλιόδωρος ὅμως ἔλεγεν, ὅτι
πρέπει ὀπωσδήποτε νὰ πάρῃ
τὰ χρήματα αὐτὰ διὰ τὸ
βασιλικὸν ταμεῖον, διότι τοιαύτας
διαταγὰς εἶχε παρὰ τοῦ βασιλέως.
|
13
Ἀλλ' ὁ Ἡλιόδωρος, στηριζόμενος εἰς
τὶς ἐντολές, ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ
τὸν βασιλιᾶ, ἐπέμενε σταθερῶς ὅτι
οἱ καταθέσεις αὐτὲς πρέπει νὰ παρθοῦν
καὶ νὰ παραδοθοῦν εἰς τὸ βασιλικὸν
ταμεῖον. |
14
Ταξάμενος δὲ ἡμέραν εἰσῄει
τὴν περὶ τούτων ἐπίσκεψιν οἰκονομήσων·
ἦν δὲ οὐ μικρὰ καθ' ὅλην τὴν
πόλιν ἀγωνία. |
14
Εἰς ὁρισθεῖσαν, λοιπόν, ἀπὸ
αὐτὸν ἡμέραν μετέβη εἰς
τὸν ναόν, διὰ νὰ λάβῃ
προσωπικὴν γνῶσιν περὶ τῶν χρημάτων
ἐκείνων. Καθ' ὅλην δὲ τὴν πόλιν
ἐπικρατοῦσε μεγάλη ἀγωνία.
|
14
Ἔτσι ὁ Ἡλιόδωρος, ἀφοῦ ὥρισεν
εἰς τὸν ἀρχιερέα συγκεκριμένην ἡμέραν,
μετέβη διὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν
Ναόν, ὥστε νὰ ἴδῃ προσωπικῶς
καὶ νὰ ἀπογράψῃ τοὺς θησαυροὺς
τοῦ Ναοῦ. Ἕνεκα τοῦτου ὑπῆρχε
μεγάλη ἀγωνία καὶ ταραχὴ εἰς ὅλην
τὴν πόλιν. |
15
Οἱ δὲ ἱερεῖς πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου
ἐν ταῖς ἱερατικαῖς στολαῖς ρίψαντες
ἑαυτούς, ἐπεκαλοῦντο εἰς οὐρανὸν
τὸν περὶ παραθήκης νομοθετήσαντα τοῖς
παρακαταθεμένοις ταῦτα σῷα διαφυλάξαι.
|
15
Οἱ ἱερεῖς ἔπεσαν ἐνώπιον
τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων·
εἶχαν φορέσει τὰς ἱερὰς στολάς
των καὶ ἐπεκαλοῦντο Ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος εἶχε νομοθετήσει σχετικῶς
μὲ τὰς καταθέσεις αὐτάς, ἵνα
τὰ χρήματα τῶν καταθετῶν παραμένουν
ἄθικτα.
|
15
Οἱ ἱερεῖς, ἐνδεδυμένοι μὲ
τὶς ἐπίσημες ἱερατικές των στολές,
ἀφοῦ ἔπεσαν κατὰ γῆς ἐμπρὸς
εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων,
παρεκάλουν Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
κατοικεῖ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ
ὁ ὁποῖος εἶχε καθορίσει τοὺς
νόμους διὰ τὶς ἱερὲς καταθέσεις, νὰ
διατηρήσῃ τὰ χρήματα τῶν καταθέσεων ἀνέπαφα
διὰ λογαριασμὸν τῶν νομίμων καταθετῶν.
|
16
Ἦν δὲ ὁρῶντα τὴν τοῦ ἀριχερέως
ἰδέαν τιτρώσκεσθαι τὴν διάνοιαν·
ἡ γὰρ ὄψις καὶ τὸ τῆς
χρόας παρηλλαγμένον ἐνέφαινε τὴν
κατὰ ψυχὴν ἀγωνίαν.
|
16
Ἦτο δὲ δυνατόν, ὅταν ἔβλεπε
κανεὶς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀρχιερέως,
νὰ ἀντιληφθῇ, ὅτι αὐτὸς
ἐπληγώνετο βαθύτατα εἰς τὴν
καρδίαν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ἐκεῖνο.
Διότι ἡ μορφή του καὶ τὸ ἀλλοιωμένον
χρῶμα τοῦ προσώπου του ἐμαρτύρουν
τὴν ψυχικήν του ἀγωνίαν.
|
16
Ὁποιοσδήποτε δὲ ἔβλεπε τὸ πρόσωπον
τοῦ ἀρχιερέως, θὰ διεπίστωνεν ὅτι
ἐπληγώνετο ἡ καρδιά του· διότι ἡ ὄψις
τοῦ προσώπου του καὶ ἡ ἀλλαγὴ
τοῦ χρώματός του ἐδήλωναν ὁλοκάθαρα
τὴν ἀγωνίαν, ποὺ συνεῖχε τὴν
ψυχήν του. |
17
Περιεκέχυτο γὰρ περὶ τὸν ἄνδρα
δέος τι καὶ φρικασμὸς σώματος, δι'
ὧν πρόδηλον ἐγίνετο τοῖς θεωροῦσι
τὸ κατὰ καρδίαν ἐνεστὸς ἄλγος.
|
17
Ἐφαίνετο, ὡς ἐὰν εἶχε
περιχυθῆ γύρω ἀπὸ τὸν ἄνδρα
ἕνα δέος, μία φρικίασις τοῦ
σώματος, διὰ τῶν ὁποίων ἐγίνετο
φανερὸν εἰς τὰ βλέμματα ἐκείνων,
ποὺ τὸν ἔβλεπαν, ἡ βαθεῖα θλῖψις
ποὺ κατεῖχε τὴν καρδίαν του.
|
17
Ὁ ἀρχιερεὺς ἐφαίνετο ὅτι εἶχε
κατακλυσθῆ καὶ κατακυριευθῇ τόσον πολὺ
ἀπὸ φόβον, κατάπληξιν καὶ φρίκην, ὥστε
ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἔβλεπαν, δὲν
ἐδυσκολεύοντο καθόλου νὰ ἐννοήσουν
τὸν βαθὺν πόνον καὶ τὴν θλῖψιν,
ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὑπέφερε καὶ
τὰ ὁποῖα συνεκλόνιζαν τὸν ἐσωτερικόν
του κόσμον. |
18
Οἱ δὲ ἐκ τῶν οἰκιῶν ἀγεληδὸν
ἐξεπήδων ἐπὶ πάνδημον ἱκετείαν,
διὰ τὸ μέλλειν εἰς καταφρόνησιν
ἔρχεσθαι τὸν τόπον. |
18
Οἱ κάτοικοι καθ' ὁμάδας ἐξεχύνοντο
ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ παρεκάλουν
ὅλοι μαζῆ τὸν Θεόν, νὰ μὴ
ἐπιτρέψῃ καὶ βεβηλωθῇ καὶ
καταφρονηθῇ ὁ ἱερὸς τόπος.
|
18
Οἱ δὲ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ
ὡρμοῦσαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους
καθ' ὁμάδες καὶ ἐξεχύνοντο φύρδην
- μίγδην, ὅπως τὸ κοπάδι, διὰ νὰ λάβουν
μέρος εἰς παλλαϊκὴν παράκλησιν καὶ ἱκεσίαν
εἰς τὸν Θεόν, ἕνεκα τῆς προσβολῆς
καὶ τῆς ὕβρεως, ποὺ ἀπειλοῦσαν
τὸν ἅγιον τόπον, τὸν Ναόν.
|
19
Ὑπεζωσμέναι δὲ ὑπὸ τοὺς
μαστοὺς αἱ γυναῖκες σάκκους κατὰ
τὰς ὁδοὺς ἐπλήθυον· αἱ
δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων, αἱ
μὲν συνέτρεχον ἐπὶ τοὺς πυλῶνας,
αἱ δὲ ἐπὶ τὰ τείχη, τινὲς
δὲ διὰ τῶν θυρίδων διεξέκυπτον·
|
19
Αἱ γυναῖκες εἶχαν ζωσθῆ καὶ
ἐφοροῦσαν ὑπὸ τὸ στῆθος
σάκκους εἰς ἔνδειξιν πένθους καὶ
ἐγέμισαν τοὺς δρόμους. Αἱ δὲ
παρθένοι, αἱ ὁποῖαι ἕως τότε
ἔμεναν κλεισμέναι εἰς τὰ σπίτια,
ἔτρεχαν ἄλλαι μὲν εἰς τὰς θύρας
τῶν οἰκιῶν των, ἄλλαι δὲ ἀνέβαιναν
εἰς τοὺς τοίχους τῶν αὐλῶν
καὶ μερικαὶ ἄλλαι ἔσκυβαν ἀπὸ
τὰ παράθυρα.
|
19
Οἱ ὕπανδρες γυναῖκες, μὲ τὰ
στήθη των περιζωσμένα μὲ χονδρὰ τρίχινα ἐνδύματα
εἰς ἔνδειξιν πένθους καὶ μετανοίας, ἐπλημμύρισαν
τοὺς δρόμους. Οἱ δὲ παρθένες, ποὺ
συμφώνως πρὸς τὸ ἔθιμον ἦσαν κατάκλειστες
εἰς τὰ σπίτια, ἄλλες μὲν ἔτρεχαν
εἰς τὶς ἐξώπορτες, ἄλλες δὲ
ἀνέβαιναν εἰς τοὺς τοίχους τῶν αὐλῶν
(κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Εἰς τὰ τείχη
τῆς πόλεως), ἐνῷ ἄλλες ἔσκυβαν
πρὸς τὰ ἔξω ἀπὸ τὰ παράθυρα.
|
20
πᾶσαι δὲ προτείνουσαι τὰς χεῖρας
εἰς τὸν οὐρανὸν ἐποιοῦντο
τὴν λιτανείαν· |
20
Ὅλαι δὲ μὲ ἀνυψωμένας τὰς
χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανὸν ἔκαμναν
θερμὴν δέησιν πρὸς τὸν Θεόν.
|
20
Καὶ γενικῶς ὅλες μὲ ὑψωμένα
τὰ χέρια των πρὸς τὸν οὐρανὸν
ἀνέπεμπαν τὴν θερμὴν ἱκεσίαν τῶν
πρὸς τὸν Θεόν. |
21
ἐλεεῖν δ' ἦν τὴν τοῦ πλήθους
παμμιγῆ πρόπτωσιν τήν τε τοῦ μεγάλου
διαγωνιῶντος ἀρχιερέως προσδοκίαν.
|
21
Ἦτο δὲ ἄξιον ἐλέους καὶ
οἴκτου, νὰ βλέπῃ κανεὶς τὸ
γονατισμένον αὐτὸ καὶ συγκεχυμένον
πλῆθος, καθὼς καὶ τὸν φόβον
καὶ τὴν ἐναγώνιον προσμονὴν
τοῦ ἀρχιερέως.
|
21
Ἦταν δὲ κάτι, ποὺ σοῦ ἐπροκαλοῦσε
πόνον ψυχῆς, νὰ βλέπης ὅλον τὸ πλῆθος
τῶν ἀνθρώπων νὰ εἶναι ὁ ἕνας
πλησίον τοῦ ἄλλου πεσμένος ἐπὶ τῶν
γονάτων εἰς κατάστασιν πλήρους ταραχῆς καὶ
συγχύσεως καὶ τὸν ἀρχιερέα εἰς κατάστασιν
βαθείας καὶ ἀγωνιώδους ἀναμονῆς.
|
22
Οἱ μὲν οὖν ἐπεκαλοῦντο τὸν
παντοκράτορα Θεὸν τὰ πεπιστευμένα
τοῖς πεπιστευκόσι σῶα διαφυλάσσειν
μετὰ πάσης ἀσφαλείας,
|
22
Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ἱκέτευον
τὸν παντοδύναμον Θεόν, νὰ διαφυλάξῃ
ἄθικτα καὶ εἰς κάθε ἀσφάλειαν
ὅσα εἶχαν κατατεθῆ εἰς τὸν ναόν.
|
22
Ὁ λαὸς λοιπὸν ἱκέτευε τὸν παντοκράτορα
Θεὸν νὰ διαφυλάξῃ ἄθικτες καὶ
ἀσφαλεῖς τὶς καταθέσεις ἐκείνων, οἱ
ὁποῖοι τὶς εἶχαν ἐμπιστευθῆ
εἰς τὸν Ναόν. |
23
ὁ δὲ Ἡλιόδωρος τὸ διεγνωσμένον
ἐπετέλει. |
23
Ὁ δὲ Ἡλιόδωρος ἔθεσεν εἰς
ἐφαρμογὴν τὸ προαποφασισμένον σχέδιόν
του. |
23
Ὁ δὲ Ἡλιόδωρος ἡτοιμάζετο νὰ
προχωρήσῃ, ὥστε νὰ φέρῃ εἰς
πέρας τὴν ἀπόφασίν του. |
24
Αὐτόθι δὲ αὐτοῦ σὺν τοῖς
δορυφόροις κατὰ τὸ γαζοφυλάκιον ἤδη
παρόντος, ὁ τῶν πατέρων Κύριος
καὶ πάσης ἐξουσίας δυνάστης
ἐπιφάνειαν μεγάλην ἐποίησεν,
ὥστε παντὸς τοὺς κατατολμήσαντας συνελθεῖν,
καταπλαγέντας τὴν τοῦ Θεοῦ δύναμιν,
εἰς ἔκλυσιν καὶ δειλίαν τραπῆναι.
|
24
Ὅταν δὲ ὁ Ἡλιόδωρος μαζῆ
μὲ τοὺς στρατιώτας δορυφόρους του
ἦλθε πλησίον τοῦ θησαυροφυλακίου,
τότε ὁ Κύριος τῶν πατέρων, ὁ
παντοδύναμος Θεὸς ἔκαμε φοβερὰν τὴν
ἐμφάνισίν του, ὥστε ὅλοι ἐκεῖνοι,
ποὺ εἶχαν τὴν θρασύτητα νὰ εἰσέλθουν
μὲ τὸν Ἡλιόδωρον εἰς τὸ
θησαυροφυλάκιον, ἐκτυπήθησαν ἀπὸ
τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καὶ περιέπεσαν
εἰς παράλυσιν καὶ δειλίαν.
|
24
Ἀλλὰ μόλις ἔφθασε μαζὶ μὲ τοὺς
σωματοφύλακες του πλησίον τοῦ θησαυροφυλακίου τοῦ
Ναοῦ, ὁ Κύριος τῶν πατέρων καὶ ὁ
ἀπόλυτος κυρίαρχος πάσης ἐξουσίας καὶ δυνάμεως,
ἔκαμε μεγάλην καὶ συγκλονιστικὴν ἐμφάνισιν,
ὥστε ὅλοι, ὅσοι ἐτόλμησαν νὰ
εἰσέλθουν θρασύτατα μαζὶ μὲ τὸν
Ἡλιόδωρον εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον,
κατεκεραυνώθησαν ἀπὸ τρόμον ὑπὸ τῆς
δυνάμεως τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκυριεύθησαν
ἀπὸ ἀθυμίαν, λιποψυχίαν καὶ πανικόν.
|
25
Ὤφθη γάρ τις ἵππος αὐτοῖς φοβερὸν
ἔχων τὸν ἐπιβάτην καὶ καλλίστῃ
σαγῇ διακεκοσμημένος, φερόμενος δὲ
ρύδην ἐνέσεισε τῷ Ἡλιοδώρῳ
τὰς ἐμπροσθίους ὁπλάς·
ὁ δὲ ἐπικαθήμενος ἐφαίνετο
χρυσῆν πανοπλίαν ἔχων.
|
25
Διότι παρουσιάσθη ἐμπρὸς εἰς
τὰ μάτια των ἕνας ἵππος, ἐπάνω
εἰς τὴν ὡραιοτάτην καὶ πλουσίως
κεκοσμημένην σαγὴν τοῦ ὁποίου
ἐκάθητο ἕνας φοβερὸς ἰππευς.
Ὁ ἵππος αὐτὸς ὡρμοῦσε
ἐναντίον τοῦ Ἡλιοδώρου καὶ
τὸν συνεκλόνιζε μὲ τοὺς δύο
ἐμπροσθίους πόδας του. Ὁ δὲ
ἰππεύς, ποὺ ἐκάθητο ἐπάνω
εἰς αὐτόν, ἐφαίνετο νὰ
ἔχῃ χρυσῆν πανοπλίαν.
|
25
Διότι παρουσιάσθη ἐνώπιόν των ἕνας ἵππος,
ὁ ὁποῖος ἦταν στολισμένος μὲ
πλούσιον καὶ θαυμάσιον σάγμα καὶ εἶχεν εἰς
τὴν ράχιν του ἱππέα μὲ ὄψιν φοβεράν.
Ὁ ἵππος αὐτὸς ὥρμησε μὲ
ἀγριότητα κατὰ τοῦ Ἡλιοδώρου
καί, ἀφοῦ ἀνεσηκώθη εἰς τὰ πισινά
του πόδια, ἐκτυποῦσε τὸν Ἡλιόδωρον
μὲ τὶς ὁπλὲς τῶν δύο ἐμπροσθίων
ποδιῶν του. Ὁ ἱππεύς, ποὺ ἐκάθητο
ἐπὶ τοῦ ἵππου, ἐφαίνετο νὰ
φορῇ χρυσῆν πανοπλίαν. |
26
Ἕτεροι δὲ δύο προεφάνησαν αὐτῷ
νεανίαι τῇ ρώμῃ μὲν ἐκπρεπεῖς,
κάλλιστοι δὲ τῇ δόξῃ, διαπρεπεῖς
δὲ τὴν περιβολήν, οἳ καὶ παραστάντες
ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐμαστίγουν
αὐτὸν ἀδιαλείπτως, παλλὰς ἐπιρριπτοῦντες
αὐτῷ πληγάς, |
26
Συγχρόνως δὲ παρουσιάσθησαν ἐμπρὸς
εἰς τὸν
Ἡλιόδωρον δύο νέοι μὲ
ἀκατανίκητον δύναμιν, ὡραιότατοι
κατὰ τὴν ἐμφάνισιν, ἐνδεδυμένοι
μεγαλοπρεπῆ ἀπαστράπτουσαν
στολήν, οἱ ὁποῖοι ἐστάθησαν
ἑκατέρωθεν ἀπὸ
τὸν Ἡλιόδωρον, τὸν ἐμαστίγωναν
συνεχῶς καὶ τοῦ ἐπροξένησαν
πολλὰς πληγάς.
|
26
Παρουσιάσθησαν ἐπίσης ἐμπρὸς εἰς τὸν
Ἡλιόδωρον καὶ ἄλλοι δύο νέοι ἄνδρες
μὲ ἐντυπωσιακὴν καὶ ἀκατανίκητον
σωματικὴν δύναμιν, μὲ ἀκτινοβόλον ὡραιότητα
καὶ ὑπερψυσικὴν λάμψιν καὶ μὲ
μεγαλοπρεπῆ καὶ ἔνδοξον ἐνδυμασίαν.
Οἱ δύο ἐκεῖνοι ἄνδρες (ποὺ ἦσαν
ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ) ἐστάθησαν ἑκατέρωθεν
τοῦ Ἡλιοδώρου καὶ τὸν ἐμαστίγωναν
ἀσταμάτητα, προξενοῦντες εἰς αὐτὸν
πολλὲς πληγές. |
27
Ἄφνω δὲ πεσόντα πρὸς τὴν γῆν
καὶ πολλῷ σκότει περιχυθέντα συναρπάσαντες
καὶ εἰς φορεῖον ἐνθέντες.
|
27
Ὁ Ἡλιόδωρος ἔπεσεν ἔξαφνα κάτω
εἰς τὴν γῆν βυθισθεὶς εἰς πολὺ
σκοτάδι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ περιβάλλοντός
του τὸν ἥρπασαν καὶ τὸν ἔθεσαν
εἰς ἕνα φορεῖον.
|
27
Ἔξαφνα ὁ Ἡλιόδωρος ἔπεσε κατὰ
γῆς, τὸν ἐτύλιξε δὲ ἀμέσως
πυκνὸ καὶ βαθὺ σκοτάδι. Τότε οἱ σωματοφύλακές
του τὸν ἅρπαξαν, τὸν ἐσήκωσαν
καὶ τὸν ἐτοποθέτησαν εἰς ἕνα
φορεῖον. |
28
Τὸν ἄρτι μετὰ πολλῆς παραδρομῆς
καὶ πάσης δορυφορίας εἰς τὸ
προειρημένον εἰσελθόντα γαζοφυλάκιον
ἔφερον ἀβοήθητον ἑαυτῷ καθεστῶτα,
φανερῶς τὴν τοῦ Θεοῦ δυναστείαν
ἐπεγνωκότες. |
28
Καὶ ἔτσι τὸν ἄνθρωπον αὐτόν,
ὁ ὁποῖος πρὸ ὀλίγου εἶχεν
εἰσέλθει εἰς τὸ προειρημένον
θησαυροφυλάκιον τοῦ ναοῦ περιστοιχιζόμενος
ἀπὸ συνοδοὺς καὶ ἀπὸ ἄνδρας
ὀπλισμένους, τὸν μετέφεραν τώρα
εἰς τέτοιαν κατάστασιν, ὥστε νὰ
τοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ βοηθήσῃ
τὸν ἑαυτόν του. Ἔτσι δὲ αὐτὸς
καὶ οἱ περὶ
αὐτὸν ἐγνώρισαν
κατὰ ἕνα τρόπον ὁλοφάνερον
τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
|
28
Ἔτσι τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ὁ ὁποῖος
μόλις πρὸ ὀλίγου εἶχεν εἰσέλθει
εἰς τὸ προαναφερθὲν θησαυροφυλάκιον τοῦ
Ναοῦ συνοδευόμενος ἀπὸ πλῆθος κολάκων
καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς σωματοφύλακές
του, τώρα τὸν μετέφεραν εἰς τέτοιαν κατάστασιν,
ὥστε τοῦ ἦταν ἀπολύτως ἀδύνατον
νὰ βοηθήσῃ τὸν ἑαυτόν του. Δι’
ὅλων αὐτῶν τόσον ὁ Ἡλιόδωρος,
ὅσον καὶ οἱ ἄνδρες του, ἠσθάνθησαν
καὶ ἀνεγνώρισαν φανερὰ τὴν κυριαρχίαν
καὶ παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ.
|
29
Καὶ ὁ μὲν διὰ τὴν θείαν
ἐνέργειαν ἄφωνος καὶ πάσης ἐστερημένος
ἐλπίδος καὶ σωτηρίας ἔρριπτο,
|
29
Καὶ ὁ μὲν Ἡλιόδωρος χάρις
εἰς τὴν θαυματουργικὴν θείαν αὐτὴν
ἐνέργειαν κατέκειτο ἄφωνος, χωρὶς
καμμίαν ἐλπίδα σωτηρίας.
|
29
Ὁ μὲν Ἡλιόδωρος, ἕνεκα τῆς θαυματουργικῆς
αὐτῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, εὑρίσκετο
ξαπλωμένος ἄφωνος καὶ στερημένος ἀπὸ
κάθε ἐλπίδα σωτηρίας. |
30
οἱ δὲ τὸν Κύριον εὐλόγουν
τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῦ
τόπον, καὶ τὸ μικρῷ πρότερον
δέους καὶ ταραχῆς γέμον ἱερὸν
τοῦ παντοκράτορος ἐπιφανέντος Κυρίου
χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης ἐπεπλήρωτο.
|
30
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ὑμνολογοῦσαν
τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος εἶχε
δοξάσει τὸν ἱερὸν τόπον. Καὶ
ὁ ἱερὸς ναός, ὁ ὁποῖος
πρὸ ὀλίγου ἦτο γεμᾶτος φόβον
καὶ ταραχήν, μὲ τὴν θαυματουργικὴν
ἐμφάνισιν τοῦ παντοδυνάμου Κυρίου
ἐγέμισε χαρὰν καὶ
εὐφροσύνην.
|
30
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι εὐλογοῦσαν
καὶ ἐδόξαζαν τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος
μὲ τέτοιο θαῦμα ἐτίμησε καὶ ἐδόξασε
τὸν ἰδικόν του ἱερὸν τόπον καὶ
ὁ Ναός, ὁ ὁποῖος μόλις πρὶν
ἀπὸ ὀλίγον χρόνον ἦταν γεμᾶτος
ἀπὸ φόβον, κίνδυνον, ταραχὴν καὶ σύγχυσιν,
τώρα, χάρις εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ
παντοκράτορος Κυρίου, κυριολεκτικὰ ἐπλημμύρισεν
ἀπὸ χαρὰν καὶ εὐφροσύνην.
|
31
Ταχὺ δὲ τινες τῶν τοῦ Ἡλιοδώρου
συνήθων ἠξίουν τὸν Ὀνίαν
ἐπικαλέσασθαι τὸν Ὕψιστον καὶ
τὸ ζῆν χαρίσασθαι τῷ παντελῶς
ἐν ἐσχάτῃ πνοῇ κειμένῳ.
|
31
Ἀμέσως δὲ μερικοὶ ἀπὸ
τὴν συνοδείαν τοῦ Ἠλιοδώρου
παρεκάλεσαν θερμῶς τὸν Ὀνίαν
νὰ προσευχηθῇ πρὸς τὸν Ὕψιστον
νὰ χαρίσῃ τὴν ζωὴν εἰς
τὸν πνέοντα τὰ λοίσθια
Ἡλιόδωρον.
|
31
Εὐθὺς ἀμέσως μερικοὶ ἀπὸ
τοὺς στενοὺς συντρόφους τοῦ Ἡλιοδώρου
παρακαλοῦσαν τὸν Ὀνίαν να προσευχηθῆ
εἰς τὸν Θεὸν τὸν Ὕψιστον καὶ
νὰ χαρίσῃ τὴν ζωὴν εἰς τὸν
ἐτοιμοθάνατον κύριόν των.
|
32
Ὕποπτος δὲ γενόμενος ὁ ἀρχιερεύς,
μήποτε διάληψιν ὁ βασιλεὺς σχῇ
κακουργίαν τινὰ περὶ τὸν Ἡλιόδωρον
ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων συντετελέσθαι,
προσήγαγε θυσίαν ὑπὲρ τῆς τοῦ
ἀνδρὸς σωτηρίας. |
32
Ὁ ἀρχιερεύς, ἐπειδὴ ὑπωπτεύθη,
μήπως τυχὸν ὁ βασιλεὺς
νομίσῃ ὅτι ἔγινε
κανένα ἔγκλημα ἐναντίον τοῦ
Ἡλιοδώρου ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων,
προσέφερε θυσίαν διὰ τὴν σωτηρίαν
τοῦ ἀνθρώπου
ἐκείνου.
|
32
Ὁ δὲ ἀρχιερεύς, φοβούμενος μήπως ὁ
βασιλιᾶς νομίσῃ, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι
διέπραξαν κάποιαν ἀχρειότητα καὶ κακοήθειαν
εἰς βάρος τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Ἡλιοδώρου,
ἐδέχθη τὴν αἴτησιν καὶ προσέφερε θυσίαν
ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνδρός.
|
33
Ποιουμένου δὲ τοῦ ἀρχιερέως
τὸν ἱλασμόν, οἱ αὐτοὶ
νεανίαι πάλιν ἐνεφάνησαν τῷ
Ἡλιοδώρῳ ἐν ταῖς αὐταῖς
ἐσθήσεσιν ἐστολισμένοι καὶ στάντες
εἶπον· παλλὰς τῷ Ὀνία τῷ
ἀρχιερεῖ χάριτος ἔχε, διὰ γὰρ
αὐτόν σοι κεχάρισται τὸ ζῆν
ὁ Κύριος |
33
Καθ' ὃν δὲ χρόνον ὁ ἀρχιερεὺς
προσέφερε τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν,
παρουσιάσθησαν εἰς τὸν Ἡλιόδωρον
οἱ ἴδιοι νεανίαι στολισμένοι μὲ
τὰς ἰδίας λαμπρὰς στολὰς καὶ
ὄρθιοι κοντά του τοῦ εἶπαν· <νὰ
εὐχαριστῇς τὸν ἀρχιερέα, διότι
χάριν αὐτοῦ ὁ Θεὸς
σοῦ ἐχάρισε τὴν ζωήν.
|
33
Ἐνῷ δὲ ὁ ἀρχιερεὺς προσέφερε
τὴν ἐξιλεωτικὴν αὐτὴν θυσίαν,
οἱ ἴδιοι νέοι ἄνδρες παρουσιάσθησαν καὶ
πάλιν εἰς τὸν Ἡλιόδωρον ντυμένοι μὲ
τὸν ἴδιον λαμπρὸν καὶ μεγαλοπρεπῆ
στολισμὸν καὶ ἀφοῦ ἐστάθησαν
ὄρθιοι ἐνώπιόν του, τοῦ εἶπαν:
<Νὰ ὀφείλῃς πολλὴν εὐγνωμοσύνην
καὶ πολλὲς χάριτες εἰς τὸν ἀρχιερέα
Ὀνίαν, διότι χάριν αὐτοῦ ὁ Κύριος
σοῦ ἔχει χαρίσει τὴν ζωὴν
|
34
σὺ δὲ ὑπ' αὐτοῦ μεμαστιγωμένος
διάγγελλε πᾶσι τὸ μεγαλεῖον τοῦ
Θεοῦ κράτος, ταῦτα δὲ εἰπόντες
ἀφανεῖς ἐγένοντο. |
34
Σὺ δέ, ὁ ὁποῖος διὰ τὴν
ἀσέβειάν σου ἐμαστιγώθης ἀπὸ
τὸν Θεόν, νὰ διακηρύξῃς εἰς
ὅλους τὴν ἀκατανίκητον δύναμιν
τοῦ Θεοῦ>. Αὐτὰ δὲ
ἀφοῦ εἶπαν οἱ
νεανίαι ἐξηφανίσθησαν.
|
34
σὺ δέ, ποὺ ἔχεις μαστιγωθῇ ἀπὸ
τὸν Κύριον ἐξ αἰτίας τῆς ἀσεβείας
σου, διακήρυσσε καὶ διάδιδε εἰς ὅλους
τὴν μεγάλην καὶ κραταιὰν δύναμιν τοῦ
Θεοῦ>. Καὶ μόλις οἱ δύο ἄνδρες
εἶπαν αὐτὰ εἰς τὸν Ἡλιόδωρον,
ἐξηφανίσθησαν. |
35
Ὁ δὲ Ἡλιόδωρος θυσίαν ἀνενέγκας
τῷ Κυρίῳ καὶ εὐχὰς μεγίστας
εὐξάμενος τῷ τὸ ζῆν περιποιήσαντι
καὶ τὸν Ὀνίαν ἀποδεξάμενος,
ἀνεστρατοπέδευσε πρὸς τὸν βασιλέα
|
35
Ὁ Ἡλιόδωρος προσέφερε τότε θυσίαν
πρὸς τὸν Θεόν, ἔκαμε μεγάλα
τάματα εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
τοῦ ἐχάρισε τὴν ζωήν, ἐχαιρέτησε
φιλικώτατα τὸν Ὀνίαν καὶ ἐπανῆλθε
μὲ τοὺς στρατιώτας του πρὸς τὸν
βασιλέα. |
35
Ὁ δὲ Ἡλιόδωρος, ἀφοῦ προσέφερε
θυσίαν εἰς τὸν Κύριον καὶ ἀφοῦ
ἔκαμε πλούσια ταξίματα εἰς τὸν Θεόν, ὁ
ὁποῖος τοῦ ἐχάρισε τὴν
ζωήν, καὶ ἀφοῦ ἀπεχαιρέτισε φιλικῶς
τὸν Ὀνίαν, ἀνεχώρησε μὲ τὰ στρατεύματά
του καὶ ἦλθε πίσω εἰς τὸν βασιλιᾶ·
|
36
ἐξεμαρτύρει δὲ πᾶσιν ἅπερ ἦν
ὑπ' ὄψιν τεθεαμένος ἔργα τοῦ
μεγίστου Θεοῦ. |
36
Διεκήρηττε δὲ καὶ διεβεβαίωνε εἰς
ὅλους τὰ ἔργα τοῦ μεγίστου Θεοῦ,
τὰ οποῖα εἶχεν ἴδει μὲ τὰ
ἴδια του τὰ μάτια. |
36
ὡμολογοῦσε δὲ φανερὰ εἰς ὅλους
τὰ θαύματα τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, τὰ
ὁποῖα εἶχεν ἰδεῖ μὲ τὰ
ἴδια του τὰ μάτια. |
37
Τοῦ δὲ βασιλέως ἐπερωτήσαντος
τὸν Ἡλιόδωρον ποῖός τις εἴη
ἐπιτήδειος ἔτι ἅπαξ διαπεμφθῆναι
εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔφησεν·
|
37
Ὅταν δὲ βασιλεὺς ἠρώτησε τὸν
Ἡλιόδωρον ποιὸς τάχα εἶναι ἱκανὸς,
διὰ νὰ τὸν στείλῃ ἀκόμη
μίαν φορὰν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
ὁ Ἡλιόδωρος ἀπήντησεν·
|
37
Ὅταν δὲ ὁ βασιλιᾶς ἐρώτησε
τὸν Ἡλιόδωρον ποῖος θὰ ἦταν
κατὰ τὴν ἄποψίν του κατάλληλος νὰ
σταλῇ καὶ πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα,
ὁ Ἡλιόδωρος ἀπάντησεν:
|
38
εἴ τινα ἔχεις πολέμιον ἢ πραγμάτων
ἐπίβουλον, πέμψον αὐτὸν ἐκεῖ,
καὶ μεμαστιγωμένον αὐτὸν προσδέξῃ,
ἐάν περ καὶ διασωθείη, διὰ τὸ
περὶ τὸν τόπον ἀληθῶς εἶναι
τινα Θεοῦ δύναμιν· |
38
<ἐὰν ἔχεις
κανένα ἐχθρὸν ἢ κανένα ἐπίβουλον
ἄνθρωπον, στεῖλε τον ἐκεῖ καὶ
θὰ τὸν δεχθῇς μαστιγωμένον, ἐάν
βέβαια κατωρθώσῃ καὶ διασωθῇ.
Διότι γύρω ἀπὸ τὸν ἱερὸν
ἐκεῖνον τόπον ὑπάρχει ἡ
δύναμις τοῦ Θεοῦ.
|
38
<Ἐᾶν, βασιλιᾶ, ἔχῃς κανένα
ἐχθρὸν ἢ κάποιον, ὁ ὁποῖος
ἐπιβουλεύεται τὴν ἐξουσίαν σου, αὐτὸν
νὰ στείλῃς ἐκεῖ καὶ νὰ
εἶσαι βέβαιος ὅτι θὰ τὸν δεχθῇς
πίσω γερὰ μαστιγωμένον, ἐὰν βεβαίως τελικῶς
κατορθώσῃ νὰ σωθῇ· καὶ τοῦτο
θὰ συμβῇ, διότι ἀναμφιβόλως ὑπάρχει
θεία δύναμις, ἡ ὁποία περιβάλλει καὶ προστατεύει
τὸν τόπον ἐκεῖνον. |
39
αὐτὸς γὰρ τὴν κατοικίαν ἐπουράνιον
ἔχων, ἐπόπτης ἐστὶ καὶ
βοηθὸς ἐκείνου τοῦ τόπου καὶ
τοὺς παραγινομένους ἐπὶ κακώσει
τύπτον ἀπόλλυσι. |
39
Διότι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
ὡς οἶκον του ἔχει τὸν οὐρανόν,
ἐπιβλέπει καὶ προστατεύει τὸν
τόπον ἐκεῖνον. Ἐκείνους δὲ
ποὺ θὰ πλησιάσουν τὸν τόπον
μὲ ἀσεβεῖς καὶ κακὰς διαθέσεις,
τοὺς κτυπᾷ καὶ τοὺς θανατώνει>.
|
39
Διότι Αὐτός, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ
εἰς τοὺς οὐρανούς, ἐποπτεύει τὸν
τόπον ἐκεῖνον, τὸν ἀφιερωμένον
εἰς τὸν Θεόν, καὶ τὸν προστατεύει·
ὅσους δὲ ἐπέρχονται ἐναντίον τοῦ
τόπου ἐκείνου μὲ σκοπὸν νὰ τὸν
κακοποιήσουν, τοὺς κτυπᾷ σκληρὰ καὶ
τοὺς καταστρέφει>. |
40
Καὶ τὰ μὲν κατὰ Ἡλιόδωρον
καὶ τὴν τοῦ γαζοφυλακίου τήρησιν
οὕτως ἐχώρησεν. |
40
Ἔτσι ἐξελίχθησαν τὰ γεγονότα,
τὰ ἀφορῶντα τὸν Ἡλιόδωρον
καὶ τὴν διατήρησιν τοῦ γαζοφυλακίου
τοῦ ναοῦ. |
40
Ἔτσι ἐξελίχθηκαν τὰ γεγονότα καὶ
αὐτὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς
ἐπιχειρήσεως τοῦ Ἡλιοδώρου καὶ τῆς
θαυμαστῆς προστασίας καὶ διατηρήσεως τοῦ
θησαυροφυλακίου τοῦ Ναοῦ. |