ετ'
οὐ πολὺν δὲ χρόνον ἐξαπέστειλεν
ὁ βασιλεὺς γέροντα Ἀθηναῖον
ἀναγκάζειν τοὺς Ἰουδαίους μεταβαίνειν
ἐκ τῶν πατρῴων νόμων καὶ τοῖς
τοῦ Θεοῦ νόμοις μὴ πολιτεύεσθαι,
|
πειτα
ἀπὸ ὀλίγον χρόνον ὁ βασιλεὺς
ἔστειλε κάποιον γέροντα Ἀθηναῖον,
διὰ νὰ ἐξαναγκάσῃ τοὺς
Ἰουδαίους νὰ ἀποπηδήσουν ἀπὸ
τοὺς πατροπαραδότους νόμους καὶ νὰ
μὴ ζοῦν πλέον σύμφωνα μὲ τὰς
ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ.
|
λίγον
χρόνον μετὰ τὰ ἀνωτέρω γεγονότα ὁ
βασιλιᾶς Ἀντίοχος Δ' ὁ Ἐπιφανὴς
ἔστειλεν ἕνα γέροντα Ἀθηναῖον, διὰ
νὰ ἑξαναγκάσῃ τοὺς Ἰουδαίους
νὰ ἐγκαταλείψουν καὶ ἀποστατήσουν
ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν πατέρων των καὶ
νὰ μὴ ζοῦν πλέον σύμφωνα μὲ τὶς
ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
|
2
μολῦναι δὲ καὶ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις
νεὼν καὶ προσονομάσαι Διὸς Ὀλυμπίου
καὶ τὸν ἐν Γαριζίν, καθὼς ἐτύγχανον
οἱ τὸν τόπον οἰκοῦντες, Διὸς
Ξενίου. |
2
Ἔδωσεν ἐπίσης ἐντολὴν εἰς
τὸν Ἀθηναῖον αὐτόν, νὰ
μολύνῃ τὸν ναὸν τῆς Ἱερουσαλὴμ
καὶ νὰ τὸν μετονομάσῃ ναὸν
τοῦ Ὀλυμπίου Διός, τὸν δὲ
εἰς Γαριζὶν ναὸν νὰ τὸν μετονομάσῃ
ναὸν τοῦ Ξενίου Διός, σύμφωνα
μὲ τὸν φιλόξενον χαρακτῆρα τῶν
κατοίκων τῆς περιοχῆς.
|
2
Ἐπὶ πλέον ὁ βασιλικὸς ἐκεῖνος
ἀπεσταλμένος ἔλαβε τὴν ἐντολὴν
νὰ μολύνῃ τὸν Ναόν, ποὺ εὑρίσκετο
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ νὰ τὸν
ἀφιερώσῃ εἰς τὸν Ὀλύμπιον Δία·
τὸν δὲ ναὸν τῶν Σαμαρειτῶν,
ποὺ ἦταν κτισμένος εἰς τὸ ὄρος
Γαριζίν, νὰ τὸν ἀφιερώσῃ εἰς
τὸν Ξένιον Δία, σύμφωνα μὲ τὸν φιλόξενον
χαρακτῆρα τῶν κατοίκων τοῦ τόπον ἐκείνου.
|
3
Χαλεπὴ δὲ καὶ τοῖς ὅλοις ἦν
καὶ δυσχερὴς ἡ ἐπίτασις τῆς
κακίας. |
3
Ἡ ἐπίτασις τῶν δεινῶν ὑπῆρξε
καὶ δι' αὐτὸ τὸ πολὺ πλῆθος
καταθλιπτικὴ καὶ ἀνυπόφορος.
|
3
Ὅλα δὲ αὐτὰ τὰ δεινά, ποὺ
ἐπέπεσαν κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ἀπεδείχθησαν
δι' ὅλους σκληρά, ὀδυνηρὰ καὶ ἀφόρητα.
|
4
Τὸ μὲν γὰρ ἱερὸν ἀσωτίας
καὶ κώμων ἐπεπλήρωτο ὑπὸ
τῶν ἐθνῶν ραθυμούντων μεθ' ἑταιρῶν
καὶ ἐν τοῖς ἱεροῖς περιβόλοις
γυναιξὶ πλησιαζόντων, ἔτι δὲ τὰ
μὴ καθήκοντα ἔνδον φερόντων.
|
4
Διότι ὁ ἱερὸς ναὸς ἐγέμισεν
ἀπὸ ἀσωτίας καὶ μέθας
ὑπὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ
ὁπρῖοι διεσκέδαζον μὲ ἑταίρας
καὶ ἐπλησίαζον τὰς γυναῖκας
μέσα εἰς τοὺς ἱεροὺς περιβόλους
τοῦ ναοῦ. Ἔφερον δὲ αὐτοὶ
ἐντὸς τοῦ ναοῦ πράγματα, τὰ
ὁποῖα δὲν ἐπετρέπετο.
|
4
Διότι ὁ Ναὸς εἶχε γεμίσει ἀπὸ
ἀσωτίες, ἀκολασίες καὶ ὄργια ἐκ
μέρους τῶν ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι
ἐρωτοτροποῦσαν καὶ διεσκέδαζαν μὲ
διεφθαρμένες γυναῖκες καὶ εἰς τοὺς
ἱεροὺς περιβόλους τοῦ Ναοῦ διεφθείροντο
μὲ γυναῖκες ἐταῖρες. Ἀκόμη οἱ
διεφθαρμένοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ἔφερναν
μέσα εἰς τοὺς ἱεροὺς περιβόλους ἀπαγορευμένα
καὶ ἀκάθαρτα ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸν
νόμον ἀντικείμενα καὶ ζῶα·
|
5
Τὸ δὲ θυσιαστήριον τοῖς ἀποδιεσταλμένοις
ἀπὸ τῶν νόμων ἀθεμίτοις
ἐπεπλήρωτο· |
5
Καὶ αὐτὸ τὸ θυσιαστήριον τῶν
ὁλοκαυτωμάτων ἦτο γεμᾶτον ἀπὸ
ἀντικείμενα καὶ σφάγια, τὰ ὁποῖα
ἀπηγορεύοντο ἀπὸ τὸν Νόμον.
|
5
τὸ δὲ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων
εἶχε γεμίσει μὲ νομικῶς ἀκάθαρτες
προσφορὲς καὶ θυσίες. |
6
ἦν δ' οὔτε σαββατίζειν οὔτε πατρῴους
ἑορτὰς διαφυλάττειν οὔτε ἁπλῶς
Ἰουδαῖον ὁμολογεῖν εἶναι.
|
6
Δὲν ἦτο δυνατὸν δὲ οὔτε τὰ
Σάββατα καὶ τὰς ἄλλας ἑορτὰς
νὰ τηροῦν οἱ Ἰσραηλῖται οὔτε
καὶ ἁπλῶς κἂν νὰ ὁμολογοῦν
ὅτι ἦσαν Ἰουδαῖοι.
|
6
Ἐπὶ πλέον δὲν ἐπετρέπετο εἰς
τοὺς Ἰουδαίους νὰ τηροῦν τὴν
ἀργίν τοῦ Σαββάτου, οὔτε νὰ ἐορτάζουν
τὶς ἐορτὲς τῶν πατέρων των, ἀλλ’
οὔτε καὶ νὰ ὁμολογοῦν κἀν
ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι.
|
7
Ἤγοντο δὲ μετὰ πικρᾶς ἀνάγκης
εἰς τὴν κατὰ μῆνα τοῦ βασιλέως
γενέθλιον ἡμέραν ἐπὶ σπλαγχνισμόν·
γενομένης δὲ Διονυσίων ἑορτῆς
ἠναγκάζοντο οἱ Ἰουδαῖοι κισσοὺς
ἔχοντες πομπεύειν τῷ Διανύσῳ.
|
7
Ἐξηναγκάζοντο δὲ ὑπὸ τῆς
πίκρας ἀνάγκης νὰ συμμετέχουν
κάθε μῆνα εἰς τὸν ἐορτασμὸν
τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ βασιλέως
καὶ νὰ τρώγουν ἀπὸ τὰ
σπλάγχνα τῶν προσφερομένων εἰς θυσίαν
ζώων. Κατὰ δὲ τὴν ἑορτὴν
τοῦ Διονύσου ἠναγκάζοντο οἱ
Ἰουδαῖοι, νὰ μετέχουν εἰς τὴν
πομπὴν στεφανωμένοι μὲ κισσοὺς πρὸς
τιμὴν τοῦ Διονύσου.
|
7
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ὡδηγοῦντο,
εξαναγκαζομενοι μὲ σκληρὸν καὶ ἀπάνθρωπον
τρόπον, εἰς τὶς ἐορτές, ποὺ ἐγίνοντο
κάθε μῆνα διὰ τὰ γενέθλια τοῦ βασιλιᾶ,
καὶ ἐπιέζοντο νὰ φάγουν ἀπὸ
τὰ σπλάγχνα τῶν θυσιαζομένων ζώων κατὰ δὲ
τὴν ἑορτὴν τοῦ Διονύσου, ποὺ
ἑωρτάζετο μὲ ὀχλοκρατικὸν καὶ
ἀνηθικὸν τρόπον, ἐξηναγκάζοντο νὰ
φοροῦν στεφάνια ἀπὸ κισσοὺς καὶ
νὰ λαμβάνουν μέρος εἰς τὴν πομπώδη λιτανείαν,
ποὺ ἐγίνετο πρὸς τιμὴν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ
θεοῦ Διονύσου. |
8
Ψήφισμα δὲ ἐξέπεσεν εἰς τὰς
ἀστυγείτονας πόλεις Ἑλληνίδας
Πτολεμαίου ὑποτιθεμένου τὴν αὐτὴν
ἀγωγὴν κατὰ τῶν Ἰουδαίων
ἄγειν καὶ σπλαγχνίζειν,
|
8
Ἐκοινοποιήθη δὲ διάταγμα εἰς
τὰς γειτονικὰς ἑλληνικὰς πόλεις
τῇ προτροπῇ τῶν ἀνθρώπων τοῦ
Πτολεμαίου νὰ ἐφαρμοσθοῦν τὰ
αὐτὰ μέτρα ἐναντίον τῶν
Ἰσραηλιτῶν καὶ νὰ ὁδηγοῦνται
αὐτοὶ καὶ εἰς τὰ συμπόσια
καὶ νὰ τρώγουν ἀπὸ τὰ
σπλάγχνα τῶν ζώων τῶν εἰδωλολατρικῶν
θυσιῶν·
|
8
Ἔπειτα ἀπὸ ὑποκίνησιν τοῦ Πτολεμαίου
(κατ’ ἄλλην γραφήν: Τῶν Πτολεμαίων ἢ τῶν
κατοίκων τῆς Πτολεμαΐδος) ἐξεδόθη καὶ ἐκοινοποιήθη
διάταγμα εἰς τὶς γειτονικὲς ἑλληνικὲς
πόλεις, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖον θὰ
ἔπρεπε νὰ υἱοθετήσουν καὶ αὐτὲς
τὴν ἰδίαν τακτικὴν καὶ πολιτικὴν
ἔναντι τῶν Ἰουδαίων· νὰ τοὺς
ὑποχρεώνουν δηλαδή, ὥστε νὰ λαμβάνουν μέρος
εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ συμπόσια καὶ
νὰ τρώγουν ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῶν
θυσιαζομένων ζώων. |
9
τοὺς δὲ μὴ προαιρουμένους μεταβαίνειν
ἐπὶ τὰ Ἑλληνικὰ κατασφάζειν,
παρῆν οὖν ὁρᾶν τὴν ἐνεστῶσαν
ταλαιπωρίαν. |
9
νὰ κατασφάζωνται δὲ ἐκεῖνοι
ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ
ὁποῖοι δὲν θὰ συνεμορφώνοντο
πρὸς τὰ ἑλληνικὰ ἔθιμα. Κοινὸν
θέαμα εἶχε καταντήσει ἡ παροῦσα
ἀθλιεστάτη κατάστασις τῶν Ἰουδαίων.
|
9
Ὅσους δὲ ἠρνοῦντο νὰ μεταβαίνουν
καὶ νὰ συμμετέχουν εἰς τὰ ἑλληνικὰ
ἔθιμα, νὰ τοὺς θανατώνουν δι' ἐκτελέσεως.
Τοιουτοτρόπως καθένας ἠμποροῦσε νὰ ἰδῇ
τὴν ἐπικειμένην καὶ ἐπαπειλουμένην
ἀθλιεστάτην κατάστασιν. |
10
Δύο γὰρ γυναῖκες ἀνηνέχθησαν
περιτετμηκυῖαι τὰ τέκνα αὐτῶν·
τούτων δὲ ἐκ τῶν μαστῶν κρεμάσαντες
τὰ βρέφη καὶ δημοσίᾳ περιαγαγόντες
αὐτὰς τὴν πόλιν μετὰ τοῦ
τείχους ἐκρήμνισαν. |
10
Δύο γυναῖκες συνελήφθησαν, διότι εἶχον
κάμει περιτομὴν εἰς τὰ τέκνα
των. Αὐτὰ τὰ βρέφη οἱ εἰδωλολάτραι
τὰ ἐκρέμασαν ἀπὸ τοὺς
μαστοὺς τῶν μητέρων, τὰς περιέφεραν
δημοσίᾳ ἀνὰ τὴν πόλιν
καὶ κατόπιν τὰς ἐκρήμνισαν ἀπὸ
τὰ τείχη.
|
10
Ἐπὶ παραδείγματι, δύο γυναῖκες συνελήφθησαν
μὲ τὴν κατηγορίαν ὅτι εἶχαν ὑποβάλει
εἰς περιτομὴν τὰ παιδιά τῶων. Οἱ
εἰδωλολάτραι λοιπὸν ἐκρέμασαν τὰ βρέφη
αὐτὰ ἀπὸ τοὺς μαστοὺς
τῶν μητέρων των, τὶς ὁποῖες, ἀφοῦ
περιέφεραν εἰς τὴν πόλιν, τὶς κατεκρήμνισαν
κατόπιν ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
11
Ἕτεροι δὲ πλησίον συνδραμόντες εἰς
τὰ σπήλαια λεληθότως ἄγειν τὴν
ἑβδομάδα, μηνυθέντες τῷ Φιλίππῳ
συνεφλογίσθησαν διὰ τὸ εὐλαβῶς
ἔχειν βοηθῆσαι ἑαυτοῖς κατὰ
τὴν δόξαν τῆς σεμνοτάτης ἡμέρας.
|
11
Ἄλλοι δὲ οἱ ὁποῖοι εἶχαν
καταφύγει εἰς τὰ ἐκεῖ πλησίον
σπήλαια, διὰ νὰ τηρήσουν κρυφίως
τὴν ἀργίαν τοῦ Σαβάτου, κατηγγέλθησαν
εἰς τὸν Φίλιππον καὶ ἐκάησαν
ὅλοι, χωρὶς νὰ θελήσουν νὰ ἀμυνθοῦν
διὰ λόγους τιμῆς καὶ σεβασμοῦ
πρὸς τὴν ἁγιότητα τῆς ἡμέρας.
|
11
Ἄλλοι Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι
εἶχαν καταφύγει καὶ συγκεντρωθῆ εἰς
τὰ σπήλαια, ποὺ εὑρίσκοντο κοντὰ εἰς
τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ ἐορτάσουν
κρυφὰ τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου, ἀφοῦ
κατηγγέλθησαν εἰς τὸν Φίλιππον, ἐκάησαν
ὅλοι μαζὶ ζωντανοί, ἐπειδὴ ἐδίστασαν
νὰ ὑπερασπίσουν τοὺς ἑαυτούς των,
ἕνεκα τοῦ σεβασμοῦ ποὺ ἔτρεφαν
πρὸς τὴν ἁγιότητα τῆς ἡμέρας
τοῦ Σαββάτου, ποὺ ἐπέβαλλε γενικὴν
ἀργίαν. |
12
Παρακαλῶ οὖν τοὺς ἐντυγχάνοντας
τῇδε τῇ βίβλῳ, μὴ συστέλλεσθαι
διὰ τὰς συμφοράς, λογίζεσθαι δὲ
τὰς τιμωρίας μὴ πρὸς ὄλεθρον
ἀλλὰ πρὸς παιδείαν τοῦ γένους
ἡμῶν εἶναι· |
12
Παρακαλῶ ὅμως ὅσους θὰ μελετήσουν
ὅσα ἀναγράφονται εἰς τὸ βιβλίον
αὐτό, νὰ μὴ ἀποκαρδωθοῦν
ἐξ αἰτίας τῶν συμφορῶν, ἀλλὰ
νὰ θεωρήσουν αὐτὰς ὅτι εἶναι
ὄχι πρὸς καταστροφὴν ἀλλὰ πρὸς
παιδαγωγίαν τοῦ γένους μας.
|
12
Καὶ τώρα παρακαλῶ ἐκείνους, ποὺ θὰ
μελετήσουν ὅσα ἱστοροῦνται εἰς τὸ
βιβλίον αὐτό, νὰ μὴ ἀπογοητευθοῦν
ἀπὸ τὶς συμφορὲς αὐτές, ἀλλὰ
νὰ μελετήσουν καὶ νὰ ἐμβαθύνουν εἰς
ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ βεβαιωθοῦν
ὅτι οἱ τιμωρίες αὐτὲς μᾶς ἐπεβλήθησαν
ὄχι διὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ
ἰουδαϊκοῦ γένους μας, ἀλλὰ διὰ
τὴν διαπαιδαγώγησίν μας. |
13
καὶ γὰρ τὸ μὴ πολὺν χρόνον
ἐᾶσθαι τοὺς δυσσεβοῦντας, ἀλλ'
εὐθέως περιπίπτειν ἐπιτιμίοις,
μεγάλης εὐεργεσίας σημεῖόν ἐστιν.
|
13
Διότι τὸ νὰ μὴ ἀφήνῃ
ὁ Θεὸς ἐπὶ πολὺν χρόνον
τοὺς ἁμαρτάνοντας ἀτιμωρήτους,
ἀλλὰ νὰ ἀποστέλλῃ ἐναντίον
αὐτῶν τιμωρίας, εἶναι δεῖγμα
μεγάλης εὐεργεσίας ἐκ μέρους
τοῦ Θεοῦ.
|
13
Διότι τὸ νὰ μὴ ἀφήνη ὁ Θεὸς
ἐπὶ μακρὸν χρόνον ἀτιμωρήτους τοὺς
παρανόμους καὶ δυσσεβεῖς, ἀλλὰ νὰ
ἐπιτρέπῃ, ὥστε νὰ τοὺς συναντοῦν
εὐθὺς ἀμέσως οἱ πρέπουσες τιμωρίες,
εἶναι ἀπόδειξις μεγάλης εὐεργεσίας τοῦ
Θεοῦ. |
14
Οὐ γὰρ καθάπερ καὶ ἐπὶ
τῶν ἄλλων ἐθνῶν ἀναμένει
μακροθυμῶν ὁ δεσπότης μέχρι τοῦ
καταντήσαντας αὐτοὺς πρὸς ἐκπλήρωσιν
ἁμαρτιῶν κολάσαι, οὕτω καὶ ἐφ'
ἡμῶν ἔκρινεν εἶναι. |
14
Διότι ὁ Κύριος καὶ Δεσπότης
δὲν φέρεται πρὸς ἡμᾶς, ὅπως
καὶ πρὸς τὰ ἄλλα ἔθνη, διὰ
τὰ ὁποῖα ἀναμένει μὲ ὑπομονὴν
νὰ ἐκπληρώσουν τὸ μέτρον τῶν
ἀδικιῶν των καὶ κατόπιν νὰ τοὺς
τιμωρήσῃ. Δὲν κρίνει καὶ δὲν
ἐνεργεῖ κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον
καὶ πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεὸν
|
14
Διότι ὁ Κύριος δὲν θεωρεῖ πρέπον νὰ
συμπεριφέρεται πρὸς ἡμᾶς, ὅπως συμπεριφέρεται
ἀπέναντι τῶν ἄλλων ἐθνῶν ἐκεῖνα
τὰ περιμένει ὑπομονητικὰ καὶ μακροθυμεῖ,
μέχρις ὅτου φθάσουν εἰς τὸ ἀκρότατον
ὅριον τῆς ἁμαρτωλότητός των καὶ ὠριμάσὴ
πλήρως ἡ κακία των, ὁπότε ἐπεμβαίνει αἰφνιδίως
καὶ τὰ τιμωρεῖ. Μὲ ἡμᾶς
τοὺς Ἰσραηλίτες ὅμως κρίνει καὶ ἐνεργεῖ
διαφορετικά. |
15
Ἵνα μὴ πρὸς τέλος ἀφικομένων
ἡμῶν τῶν ἁμαρτιῶν ὕστερον
ἡμᾶς ἐκδικᾷ. |
15
Καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ
φθάσωμεν εἰς τὸ ὕψος τῆς κακίας
ἐκείνων, ὕστερον δὲ νὰ μᾶς
τιμωρήσῃ. |
15
Δι’ ἠμᾶς δὲν περιμένει νὰ κορυφωθῇ
ἡ ἁμαρτωλότης μας καὶ νὰ φθάσῃ
ἡ κακία μας εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν
καὶ κατόπιν νὰ ἐπέμβῃ διὰ νὰ
μᾶς τιμωρήσῃ. |
16
Διόπερ οὐδέποτε μὲν τὸν ἔλεον
αὐτοῦ ἀφ' ἡμῶν ἀφίστησι,
παδεύων δὲ μετὰ συμφορᾶς οὐκ
ἐγκαταλείπει τὸν ἑαυτοῦ λαόν.
|
16
Δι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ποτὲ
δὲν ἀπομακρύνει τὸ ἔλεος αὐτοῦ
ἀπὸ ἡμᾶς καὶ δὲν ἐγκαταλείπει
τὸν λαόν του.
|
16
Διὰ τοῦτο λοιπὸν οὐδέποτε μὲν
ἀποσύρει τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν
του ἀπὸ ἡμᾶς· ὅταν δὲ
μᾶς τιμωρῇ μὲ κάποιαν συμφοράν, ποτὲ
δὲν ἐγκαταλείπει τὸν λαόν του.
|
17
Πλὴν ἕως ὑπομνήσεως ταῦθ' ἡμῖν
εἰρήσθω· δι' ὀλίγων δ' ἐλευστέον
ἐπὶ τὴν διήγησιν.
|
17
Αὐτὰ λέγονται εἰς ὑπόμνησιν
τῆς μεγάλης αὐτῆς ἀληθείας.
Μετὰ δὲ τὰ ὀλίγα αὐτὰ
ἂς ἐπανέλθωμεν τώρα εἰς τὴν
διήγησίν μας. |
17
Ἀρκετὰ ὅμως τὰ ὅσα ἐλέχθησαν
διὰ τὴν ὑπομονὴν τῆς ἀληθείας
αὐτῆς. Μετὰ τὴν σύντομον λοιπὸν
αὐτὴν παρέκβασιν ἂς ἔλθωμεν καὶ
πάλιν εἰς τὴν ἐξιστόρησιν τῶν γεγονότων.
|
18
Ἐλεάζαρός τις τῶν πρωτευόντων
γραμματέων, ἀνὴρ ἤδη προβεβηκὼς
τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν πρόσοψιν
τοῦ προσώπου κάλλιστος τυγχάνων, ἀναχανὼν
ἠναγκάζετο φαγεῖν ὕειον κρέας.
|
18
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους γραμματεῖς
τῆς χώρας, Ἐλεάζαρος ὀνόματι,
ἐτύχαινε νὰ εἶναι προχωρημένος
πλέον εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ
μὲ ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν ἐπιβλητικήν.
Αὐτὸς ἐξηναγκάζετο βιαίως νὰ
ἀνοίξῃ τὸ στόμα του, διὰ
νὰ φάγῃ κρέας χοιρινόν.
|
18
Ὁ Ἐλεάζαρος, ἕνας ἀπὸ τοὺς
ἔχοντας τὰ πρωτεῖα γραμματεῖς, ἄνδρας
προχωρημένος ἤδη εἰς τὴν ἡλικίαν,
μὲ πρόσωπον φωτεινὸν καὶ μὲ ἐμφάνισιν
πάρα πολὺ εὐγενῆ καὶ ἐπιβλητικήν,
ἐξηναγκάζετο νὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα
του καὶ νὰ φάγῃ χοιρινὸν κρέας, τὸ
ὁποῖον ἀπηγόρευεν ὁ Μωσαϊκὸς
νόμος. |
19
Ὁ δὲ τὸν μετ' εὐκλείας θάνατον
μᾶλλον ἢ τὸν μετὰ μύσους βίον
ἀναδεξάμενος, αὐθαιρέτως ἐπὶ
τὸ τύμπανον προσῆγε, προπτύσας δὲ
|
19
Ἀλλ' αὐτὸς ἐπροτίμησε μᾶλλον
τὸν ἔνδοξον
θάνατον παρὰ μίαν
βδελυρὰν ζωήν, καὶ ἐβάδισεν
αὐτοπροαιρέτως πρὸς τὸ βασανιστικὸν
ὄργανον τοῦ
μαρτυρικοῦ θανάτου καὶ ἀπέπτυσε
τὸ κρέας.
|
19
Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ ἐπροτίμησε
νὰ δεχθῇ μᾶλλον τὸν ἔνδοξον
θάνατον, παρὰ τὴν βδελυρὰν καὶ γεμάτην
ἐντροπὴν καὶ ἐξευτελισμὸν ζωήν,
ἔπτυσε τὸ χοιρινὸν κρέας καὶ ἐπροχώρησε
θεληματικῶς εἰς τὸ βασανιστικὸν ὄργανον,
ποὺ ἐλέγετο τύμπανον. |
20
καθ' ὃν ἔδει τρόπον προσέρχεσθαι τοὺς
ὑπομένοντας ἀμύνεσθαι, ὧν οὐ
θέμις γεύσασθαι διὰ τὴν πρὸς
τὸ ζῆν φιλοστοργίαν.
|
20
Ἐπροχώρησε δὲ πρὸς τὸν
θάνατον, ὅπως ἐκεῖνοι
ποὺ ἔχουν πάρει
σταθερὰν τὴν ἀπόφασιν νὰ ἀρνηθοῦν
ὅ,τι δὲν ἐπιτρέπεται
νὰ γευθῇ
κανείς, ὅσην ἀγάπην καὶ
ἂν ἔχουν πρὸς τὴν ζωήν.
|
20
Καὶ ἐπροχώρησεν εἰς τὸ μαρτύριον μὲ
τὸν τρόπον, ποὺ ἔπρεπε νὰ βαδίσουν
ὅλοι, ὅσοι εἶχαν τὴν ἀπόφασιν
καὶ τὸ θάρρος νὰ ἀμυνθοῦν καὶ
νὰ ἀρνηθοῦν νὰ φάγουν τροφές, τὶς
ὁποῖες δὲν τοὺς ἐπετρέπετο ἀπὸ
τὸν Νόμον νὰ γευθοῦν, ἔστω καὶ
ἂν αὐτὸ τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ
ἀγάπη πρὸς τὴν ζωήν. |
21
Οἱ δὲ πρὸς τῷ παρανομῶ σπλαγχνισμῷ
τεταγμένοι διὰ τὴν ἐκ τῶν παλαιῶν
χρόνων πρὸς τὸν ἄνδρα γνῶσιν
ἀπολαβόντες αὐτὸν κατ' ἰδίαν
παρεκάλουν ἐνέγκαντα κρέας οἷς
καθῆκον αὐτῷ χρήσασθαι, δι' αὐτοῦ
παρασκευασθέντα, ὑποκριθῆναι δὲ ὡς
ἐσθίοντα τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέως
προστεταγμένα τῶν ἀπὸ τῆς θυσίας
κρεῶν, |
21
Οἱ τεταγμένοι δὲ εἰδωλολάτραι,
ποὺ προΐσταντο εἰς τὰ παράνομα αὐτὰ
συμπόσια τῶν θυσιῶν, ἐπειδὴ
ἀπὸ μακροῦ χρόνου εἶχαν γνωρίσει
καὶ ἐκτιμήσει τὸν
ἄνδρα, τὸν παρέλαβαν
ἰδιαιτέρως καὶ τὸν παρεκάλουν
νὰ φέρῃ αὐτὸς κρέατα ἀπὸ
ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐπιτρέπεται
νὰ φάγῃ καὶ ἀφοῦ τὰ
παρασκευάσουν ἐπίτηδες δι' αὐτόν,
νὰ ὑποκριθῇ ὅτι τρώγει
τὰ ὑπὸ τοῦ
βασιλέως διαταχθέντα κρέατα ἀπὸ
τὰς εἰδωλολατρικὰς θυσίας·
|
21
Ἐκεῖνοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς,
οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν ἀνωτέραν
ἐξουσίαν καὶ ὡρίσθησαν ὑπεύθυνοι διὰ
τὴν ἐπιστασίαν εἰς τὴν παράνομον καὶ
ἱερόσυλον διὰ τοὺς Ἰουδαίους εἰδωλολατρικὴν
ἑορτὴν μὲ θυσίες εἰς τὰ εἴδωλα
καὶ συμπόσια, ἐπειδὴ ἐγνώριζαν ἀπὸ
πολλὰ χρόνια τὸν Ἐλεάζαρον, τὸν ἐπῆραν
ἰδιαιτέρως καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ
τοῦ φέρουν κρέατα, τὰ ὁποῖα ὁ
Νόμος τοῦ ἐπέτρεπε νὰ φάγῃ· ἀφοῦ
δὲ τὰ παρασκευάσῃ ὁ ἴδιος, νὰ
ὑποκριθῇ ἁπλῶς ὅτι τρώγει τὰ
κρέατα τῶν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν,
ὅπως εἶχε διαταχθῇ ἀπὸ τὸν
βασιλιᾶ. |
22
ἵνα τοῦτο πράξας ἀπολυθῇ τοῦ
θανάτου καὶ διὰ τὴν ἀρχαίαν
πρὸς αὐτοὺς φιλίαν τύχῃ
φιλανθρωπίας. |
22
ὥστε νὰ πράξῃ τοῦτο
καὶ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ
τὴν θανατικὴν καταδίκην. Αὐτὸ
δὲ τοῦ τὸ ἐπρότειναν
διὰ τὴν ἀρχαίαν πρὸς αὐτοὺς
φιλίαν του καὶ ἤθελαν νὰ τύχη
τῆς φιλανθρώπου αὐτῆς συμπεριφορᾶς.
|
22
Ἔτσι ὁ Ἐλεάζαρος, ἀφοῦ θὰ
ἔπραττε τοῦτο, θὰ ἐγλύτωνε ἀπὸ
τὸν θάνατον καί, χάρις εἰς τὴν παλαιὰν
πρὸς αὐτοὺς φιλίαν, θὰ ἐπωφελεῖτο
τῆς ἐπιεικείας καὶ φιλανθρώπου εὐσπλαγχνίας
των. |
23
Ὁ δὲ λογισμὸν ἀστεῖον ἀναλαβὼν
καὶ ἄξιον τῆς ἡλικίας καὶ
τῆς τοῦ γήρως ὑπεροχῆς καὶ
τῆς ἐπικτήτου καὶ ἐπιφανοῦς
πολιᾶς καὶ τῆς ἐκ παιδὸς καλλίστης
ἀναστροφῆς, μᾶλλον δὲ τῆς ἁγίας
καὶ θεοκτίστου νομοθεσίας ἀκολούθως
ἀπειρήνατο, ταχέως λέγων προπέμπειν
εἰς τὸν ᾅδην. |
23
Αὐτὸς ὅμως ἐσκέφθη
μὲ πολλὴν σύνεσιν καὶ ἔλαβεν
ἀπόφασιν ἀξίαν τῆς ἡλικίας
του, τῆς ὑπεροχῆς ποὺ τοῦ
ἔδιδαν τὰ γηρατεῖα του, τῆς λευκανθείσης
κόμης του εἰς τοὺς
ἀγῶνας τῆς ἀρετῆς,
τῆς ἀγωγῆς τῆς
ἀρίστης ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ
τῆς παιδικῆς του ἡλικίας καὶ
πρὸ παντὸς ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν
τὴν ἁγίαν νομοθεσίαν, ποὺ ἐδόθη
ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιον τὸν
Θεόν, ἀπήντησεν
ὡς ἀκολούθως, λέγων νὰ τὸν
στείλουν χωρὶς ἀργοπορίαν εἰς
τὸν ᾅδην.
|
23
Ἀλλ’ ὁ Ἐλεάζαρος ἐσκέφθη μὲ
σοφίαν καὶ σύνεσιν καὶ ἔλαβεν ἀπόφασιν
ἔντιμον καὶ ἐξαίρετον ἀπόφασιν ἀνταξίαν
τῆς μεγάλης ἡλικίας του καὶ τῆς ὑπεροχῆς,
τοῦ κύρους καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας, ποὺ
τοῦ προσέδιδε τὸ γῆρας· ἀπόφασιν ἀνταξίαν
τῆς ἀποκτηθείσης πλέον ἀρετῆς καὶ
πείρας, ποὺ τοῦ προσέδιδαν τὰ λευκὰ
μαλλιά. Ἦταν ἐπίσης σύμφωνος πρὸς τὴν
ἀρίστην ἀναστροφήν, ποὺ ἔδειξεν ἀπὸ
μικρὸ παιδί, ἀλλὰ περισσότερον ὅλων
ἦταν σύμφωνος πρὸς τὴν ἁγίαν νομοθεσίαν,
ἡ ὁποία ὡρίσθη καὶ ἐδόθη ἀπὸ
τὸν Θεόν. Διὰ τοῦτο ἀπάντησε ἀμέσως:
<Στεῖλτε με γρήγορα εἰς τὸν ἅδην
(τὸν τάφον). |
24
Οὐ γὰρ τῆς ἡμετέρας ἡλικίας
ἄξιόν ἐστιν ὑποκριθῆναι, ἵνα
πολλοὶ τῶν νέων ὑπολαβόντες
Ἐλεάζαρον τὸν ἐνενηκονταετῆ
μεταβεβηκέναι εἰς ὀλλοφυλισμὸν
|
24
<Δὲν εἶναι ἀξιοπρεπὲς
διὰ τὴν ἡλικίαν μου νὰ
ὑποκριθῶ· καὶ
τοῦτο διὰ νὰ μὴ νομίσουν
πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νεαροὺς Ἰουδαίους,
ὅτι ἐγὼ ὁ ἐνενηκοντούτης
Ἐλεάζαρος μετεπήδησα καὶ ἠσπάσθην
τὰς εἰδωλολατρικὰς συνηθείας.
|
24
Διότι δὲν εἶναι ἀντάξιον τῆς ἰδικῆς
μας ἡλικίας νὰ ὑποκριθῶ, ὥστε
νὰ ὑποθέσουν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς
νέους ὅτι ὁ ἡλικίας ἐνενῆντα
ἐτῶν Ἐλεάζαρος ἔχει ἀποστατήσει
καὶ ἔχει ἀποδεχθῇ τὰ ἤθη,
τὰ ἔθιμα καὶ τὴν θρησκείαν τῶν
εἰδωλολατρῶν, |
25
Καὶ αὐτοὶ διὰ τὴν ἐμὴν
ὑπόκρισιν καὶ διὰ τὸ μικρὸν
καὶ ἀκαριαῖον ζῆν πλανηθῶσι
δι' ἐμέ, καὶ μύσος καὶ κηλῖδα
τοῦ γήρως κατακτήσομαι.
|
25
Ἐὰν κάτι τέτοιο πράξω, αὐτοὶ
λόγῳ τῆς ἰδικῆς μου ὑποκρισίας,
διὰ νὰ ζήσω ἕνα μικρὸν ὑπόλοιπον
τῆς παρούσης ζωῆς, θὰ παραπλανηθοῦν
ἐξ αἰτίας μου καὶ ἔτσι ἐγὼ
θὰ ἀποκτήσω τὴν βδελυρὰν αὐτὴν
κηλῖδα εἰς τὸν καιρὸν τῶν γηρατείων
μου. |
25
ὁπότε οἰ νέοι αὐτοί, ἐξ αἰτίας
τῆς ἰδικῆς μου ὑποκρισίας καὶ
προκειμένου νὰ ζήσω ἀκόμη διὰ μικρὸν
καὶ ἐλαχιστότατον χρόνον, νὰ παραπλανηθοῦν
ἐξ αἰτίας μου, καὶ ἔτσι νὰ κερδήσω
τώρα εἰς τὴν γεροντικήν μου ἡλικίαν ἀηδίαν,
βδελυγμίαν καὶ κηλῖδα. |
26
Εἰ γὰρ καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος
ἐξελοῦμαι τὴν ἐξ ἀνθρώπων
τιμωρίαν, ἀλλὰ τὰς τοῦ Παντοκράτορος
χεῖρας οὔτε ζῶν οὔτε ἀποθανὼν
ἐκφεύξομαι. |
25
Ἐὰν κάτι τέτοιο πράξω, αὐτοὶ
λόγῳ τῆς ἰδικῆς μου ὑποκρισίας,
διὰ νὰ ζήσω ἕνα μικρὸν ὑπόλοιπον
τῆς παρούσης ζωῆς, θὰ παραπλανηθοῦν
ἐξ αἰτίας μου καὶ ἔτσι ἐγὼ
θὰ ἀποκτήσω τὴν βδελυρὰν αὐτὴν
κηλῖδα εἰς τὸν καιρὸν τῶν γηρατείων
μου. |
26
Διότι καὶ ἂν ἀκόμη γλυτώσω πρὸς τὸ
παρὸν τὴν τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων, δὲν
θὰ ξεφύγω ὅμως ἀπὸ τὰ χέρια
τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ οὔτε εἰς τὴν
ζωὴν αὐτὴν οὔτε μετὰ θάνατον.
|
27
Διόπερ ἀνδρείας μὲν νῦν διαλλάξας
τὸν βίον τοῦ μὲν γήρως ἄξιος
φανήσομαι, |
27
Διὰ τοῦτο, ἐὰν τώρα ἡρωϊκῶς
καὶ ἀνδρείως διὰ τὴν πίστιν
μου τελειώσω τὴν ζωήν
μου, θὰ
ἀναδειχθῶ ἄξιος
τῶν γηρατείων μου,
|
27
Διὰ τοῦτο λοιπόν, ἐὰν μὲν τώρα
ἀνταλλάξω τὴν ζωὴν αὐτὴν μὲ
γενναῖον θάνατον, θὰ ἀποδειχθῶ ἄξιος
τῶν γηρατειῶν μου, |
28
τοῖς δὲ νέοις ὑπόδειγμα γενναῖον
καταλελοιπὼς εἰς τὸ προθύμως καὶ
γενναίως ὑπὲρ τῶν σεμνῶν καὶ
ἁγίων νόμων ἀπευθανατίζειν.
Τοσαῦτα δὲ εἰπὼν ἐπὶ τὸ
τύμπανον εὐθέως ἦλθε.
|
28
εἰς δὲ τοὺς νέους θὰ ἀφήσω
γενναῖον παράδειγμα, ὥστε αὐτοὶ
προθύμως καὶ γενναίως νὰ θυσιάζουν
ἐνδόξως τὴν ζωήν των, ὑπὲρ
τῶν σεμνῶν καὶ ἁγίων νόμων>.
Αὐτὰ δὲ ἀφοῦ εἶπε ἐβάδισε
κατ' εὐθεῖαν πρὸς τὸ τύμπανον,
τὸ μαρτυρικὸν ὄργανον.
|
28
εἰς δὲ τοὺς νέους θὰ ἔχω ἀφήσει
παράδειγμα ἡρωϊκὸν καὶ λαμπρόν, τὸ
ὁποῖον θὰ τοὺς διδάσκῃ νὰ
ἀποθνήσκουν προθύμως καὶ γενναίως ὑπὲρ
τῶν σεμνῶν καὶ ἁγίων νόμων μας>.
Καὶ ἀφοῦ εἶπεν ὅλα αὐτά,
ἐβάδισεν εὐθὺς ἀμέσως εἰς τὸ
βασανιστικὸν ὄργανον, ποὺ ἐλέγετο
τύμπανον. |
29
Τῶν δὲ ἀγόντων τὴν μικρῷ
πρότερον εὐμένειαν πρὸς αὐτὸν
εἰς δυσμένειαν μεταβαλόντων διὰ τὸ
τοὺς προειρημένους λόγους, ὡς αὐτοὶ
διελάμβανον, ἀπόνοιαν εἶναι,
|
29
Ἐκεῖνοι δέ, ποὺ θὰ τὸν
ὠδηγοῦσαν εἰς τὸ μαρτύριον μετέβαλαν
τὴν προτέραν αὐτῶν εὐμένειαν
εἰς σκληρότητα, ἐπειδὴ ἐθεώρησαν
τοὺς λόγους, ποὺ προηγουμένως ἐλέχθησαν,
ὡς προϊόντα γεροντικῆς ἀνοίας.
|
29
Ἐκεῖνοι δέ, οἱ ὁποῖοι τὸν
ὠδηγοῦσαν καὶ οἱ ὁποῖοι
πρὶν ἀπὸ λίγο τοῦ ἔδειξαν φιλίαν
καὶ εὐμένειαν, τώρα ἐστράφησαν ἐναντίον
του μετὰ ἀπὸ τὴν προαναφερθεῖσαν
ὁμολογίαν καὶ διακήρυξίν του, τὴν ὁποίαν
αὐτοὶ ἐξελάμβαναν ὡς καθαρὰν
τρέλλα καὶ γεροντικὴν ἄνοιαν.
|
30
μέλλων δὲ ταῖς πληγαῖς τελευτᾶν,
ἀναστενάξας εἶπε· τῷ Κυρίῳ
τῷ τὴν ἁγίαν γνῶσιν ἔχοντι
φανερόν ἐστιν ὅτι δυνάμενος ἀπολυθῆναι
τοῦ θανάτου, σκληρὰς ὑποφέρω
κατὰ τὸ σῶμα ἀλγηδόνας μαστιγούμενος,
κατὰ ψυχὴν δὲ ἡδέως διὰ
τὸν αὐτοῦ φόβον ταῦτα πάσχω.
|
30
Ὅταν δὲ ἔφθασεν ἡ στιγμὴ νὰ
ἀποθάνῃ ἀπὸ τὰς μαρτυρικὰς
πληγὰς ἀνεστέναξε καὶ εἶπεν·
<Εἶναι ὁλοφάνερον εἰς τὸν
Κύριον, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν
ἁγίαν καὶ ἀληθῆ γνῶσιν,
ὅτι καίτοι ἠμποροῦσα νὰ διαφύγω
τὸν μαρτυρικὸν θάνατον, ὑποφέρω
σκληροὺς πόνους κατὰ τὸ σῶμα
μαστιγούμενος, ἀλλὰ κατὰ τὴν
ψυχὴν εὐχαρίστως ὑπομένω αὐτὰ
διὰ τὸν σεβασμόν μου πρὸς τὸν
Θεόν>.
|
30
Ἐκεῖνος ὅμως, ὅταν ἦταν πλέον
σχεδὸν νεκρὸς ἀπὸ τὶς πληγές,
ποὺ τοῦ ἐπροξένησε τὸ μαρτύρων εἰς
τὸ τύμπανον, ἀφοῦ ἀναστέναξε βαθιά,
εἶπεν: <Εἰς τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος
κατέχει ὅλην τὴν ἁγίαν γνῶσιν, εἶναι
φανερὸν καὶ γνωστὸν ὅτι, ἂν
καὶ ἠμποροῦσα νὰ σωθῶ ἀπὸ
τὸν θάνατον, ἐν τούτοις ὑποφέρω κατὰ
τὸ σῶμα μου τοὺς φοβεροὺς πόνους ἀπὸ
τὶς μαστιγώσεις εἰς τὸ τύμπανον ὅμως
Ἐκεῖνος γνωρίζει ὅτι τὰ ὑποφέρω
ὅλα αὐτὰ μὲ εὐχάριστον διάθεσιν
διὰ τὸν ἅγιον φόβον καὶ τὸν
βαθύτατον σεβασμόν, ποὺ τρέφω πρὸς Αὐτόν>.
|
31
Καὶ οὗτος οὖν τοῦτον τὸν τρόπον
μετήλλαξεν, οὐ μόνον τοῖς νέοις,
ἀλλὰ καὶ τοῖς πλείστοις τοῦ
ἔθνους τὸν ἑαυτοῦ θάνατον ὑπόδειγμα
γενναιότητας καὶ μνημόσυνον ἀρετῆς
καταλιπών. |
31
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ γέρων ἔτσι
ἐξεδήμησεν ἀφήσας μὲ τὸν
ἠρωϊκόν του θάνατον παράδειγμα θάρρους
καὶ ἀρετὴν ἄξιον μνήμης καὶ
μιμήσεως, ὄχι δὲ μόνον διὰ τοὺς
νεαροὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ
διὰ τοὺς πλείστους τοῦ ἔθνους,
δι' ὅλον τὸν λαόν. |
31
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ γέρων Ἐλεάζαρος
ἀπέθανε μὲ τέτοιον τρόπον. Καὶ ἀφῆκεν
ἔτσι ὄχι μόνον εἰς τοὺς νεαροὺς
Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς
περισσοτέρους τοῦ ἔθνους του τὸν μαρτυρικὸν
του θάνατον ὡς παράδειγμα θάρρους καὶ γενναιότητος
καὶ ὡς μνημόσυνον ἀρετῆς καὶ
ὁσιότητος. |