Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
υνέβη
δὲ καὶ ἑπτὰ ἀδελφοὺς μετὰ
τῆς μητρὸς συλληφθέντας ἀναγκάζεσθαι
ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἀπὸ τῶν
ἀθεμίτων ὑείων κρεῶν ἐφάπτεσθαι
μάστιξι καὶ νευραῖς αἰκιζομένους.
|
υνέβη
δὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον
νὰ συλληφθοῦν ἑπτὰ
ἀδελφοὶ μαζῆ μὲ τὴν μητέρα
των καὶ νὰ ἐξαναγκάζωνται ὑπὸ
τοῦ βασιλέως νὰ φάγουν τὰ ἀπαγορευομένα
ἀπὸ τὸν Νόμον χοιρινὰ κρέατα,
βασανιζόμενοι διὰ κτυπημάτων μὲ μαστίγια
καὶ μὲ νευράς.
|
ότε
συνέβη ἐπίσης καὶ τὸ ἀκόλουθον γεγονός:
Ἑπτὰ ἀδελφοί, ἀφοῦ συνελήφθησαν
μαζὶ μὲ τὴν μητέρα των, ἐξηναγκάζοντο
ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ νὰ φάγουν χοιρινὸν
κρέας, τὸ ὁποῖον ἀπηγόρευεν ὁ
μωσαϊκὸς Νόμος καὶ τὸ ἐχαρακτήριζεν
ἀκάθαρτον. Ἐπιέζοντο δὲ νὰ φάγουν
τὸ ἀπαγορευμένον κρέας μαστιγούμενοι μὲ
μαστίγια καμωμένα ἀπὸ σχοινία καὶ ἀπὸ
δερμάτινες λωρίδες καμωμένες ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν.
|
2
Εἷς δὲ αὐτῶν γενόμενος προήγορος
οὕτως ἔφη· τί μέλλεις ἐρωτᾶν
καὶ μανθάνειν παρ' ἡμῶν; Ἔτοιμοι
γὰρ ἀποθνήσκειν ἐσμὲν ἢ
παραβαίνειν τοὺς πατρίους νόμους.
|
2
῞Ενας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ὁ
πρῶτος, ἐξ ὀνόματος καὶ τῶν
ἄλλων ἀδελφῶν ὁμιλῶν, εἶπε
πρὸς τὸν βασιλέα· <τί θέλεις
νὰ ἐρωτᾷς καὶ νὰ μάθῃς
ἀπὸ ἡμᾶς; Ἡμεῖς εἴμεθα
ἕτοιμοι νὰ ἀποθάνωμεν, παρὰ
νὰ παραβῶμεν τοὺς πατροπαραδότους
νόμους μας>.
|
2
Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ
ἀδελφοὺς ἔλαβε πρῶτος τὸν λόγον
καὶ ἐξ ὀνόματος τῶν ἄλλων εἶπε
πρὸς τὸν βασιλιᾶ: Τί περιμένεις νὰ
μάθῃς ἀπὸ ἡμᾶς μὲ αὐτὴν
τὴν ἀνάκρισιν καὶ τὶς ἐρωτήσεις,
ποὺ μᾶς ὑποβάλλεις; Εἴμεθα ἕτοιμοι
νὰ ἀποθάνωμεν μᾶλλον, παρὰ νὰ
παραβῶμεν τοὺς νόμους τῶν πατέρων μας>.
|
3
Ἔκθυμος δὲ γενόμενος ὁ βασιλεὺς
προσέταξε τήγανα καὶ λέβητας ἐκπυροῦν.
|
3
Ἀπὸ μεγάλην ὀργὴν ἐκυριεύθη
ὁ βασιλεὺς καὶ διέταξε νὰ θέσουν
εἰς τὴν φωτιὰν καὶ νὰ πυρακτώσουν
τηγάνια καὶ λέβητας.
|
3
Ὁ δὲ βασιλιᾶς εἰς τὸ ἄκουσμα
τῶν λόγων αὐτῶν ἔγινε ἐκτὸς
ἑαυτοῦ ἀπὸ τὴν μεγάλην ὀργήν
του καὶ διέταξε νὰ πυρακτώσουν ἐπάνω εἰς
τὴν φωτιὰ μεγάλα τηγάνια καὶ καζάνια.
|
4
Τῶν δὲ παραχρῆμα ἐκπυρωθέντων,
παραχρῆμα τὸν γενόμενον αὐτῶν
προήγορον προσέταξε γλωσσοτομεῖν καὶ
περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν, τῶν
λοιπῶν ἀδελφῶν καὶ τῆς μητρὸς
συνορώντων. |
4
Ὅταν αὐτὰ ἀμέσως ἐπυρακτώθησαν,
διέταξεν ὁ βασιλεὺς νὰ κόψουν
τὴν γλῶσσαν ἐκείνου, ὁ ὁποῖος
ἔτσι πρῶτος εἶχεν ὁμιλήσει,
ἔπειτα δὲ διέταξε καὶ ἀφῃρέθη
τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς του καὶ
τοῦ ἔκοψαν χέρια καὶ πόδια ὑπὸ
τὰ βλέμματα τῶν ἄλλων ἀδελφῶν
του καὶ τῆς μητρός του. |
4
Ὅταν αὐτὰ ἐπυρακτώθησαν εὐθὺς
ἀμέσως, ὁ βασιλιᾶς διέταξε νὰ κόψουν
τὴν γλῶσσαν ἐκείνου, ποὺ ἐμίλησε
πρῶτος ἐκ μέρους ὅλων καὶ ἀφοῦ
τοῦ γδάρουν τὴν κεφαλήν, ὅπως ἔκαμναν
οἱ Σκύθαι, ὅταν ἤθελαν νὰ βασανίσουν
κάποιον, νὰ τοῦ κόψουν τὰ ἄκρα τοῦ
σώματος (χέρια, πόδια, μύτην, αὐτιά κλπ.) ἐμπρὸς
εἰς τὰ μάτια τῶν ὑπολοίπων ἀδελφῶν
καὶ τῆς μητέρας του, ποὺ παρακολουθοῦσαν
τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου.
|
5
Ἄχρηστον δὲ αὐτὸν τοῖς ὅλοις
γενόμενον ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν
ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν. Τῆς δὲ
ἀτμίδος ἐφ' ἱκανὸν διαδιδούσης
τοῦ τηγάνου, ἀλλήλους παρεκάλουν
σὺν τῇ μητρὶ γενναίως τελευτᾶν
λέγοντες οὕτως· |
5
Ὅταν δὲ αὐτὸς δὲν ἠμποροῦσε
πλέον καθόλου νὰ κινηθῇ, μόλις
δὲ καὶ ἀνέπνεε, διέταξεν ὁ
βασιλεὺς νὰ τὸν ρίψουν εἰς τὴν
πυράν, διὰ νὰ τὸν τηγανίσουν.
Καθ' ὃν δὲ χρόνον
ὁ ἀτμὸς ἀπὸ
τὸ τηγάνι ἀνεδίδετο ἐπὶ
μακρὸν εἰς τὴν γύρω περιοχήν,
οἱ ἀδελφοί του
μαζῆ μὲ τὴν μητέρα του παρακινοῦσαν
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον νὰ
ἀποθάνουν ἡρωϊκῶς λέγοντες
τὰ ἐξῆς:
|
5
Ἀφοῦ ὁ βασανιζόμενος κατήντησεν ἕνα
ἀνθρώπινον ράκος, ἀνίκανος ἐντελῶς
δι’ ὀτιδήποτε, ὁ βασιλιᾶς διέταξε νὰ
τὸν ὁδηγήσουν εἰς τὴν φωτιά, ἐνῷ
ἀκόμη ἀνέπνεε, καὶ νὰ τὸν τηγανίσουν
μέσα εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ πυρακτωμένα
τηγάνια. Καθὼς δὲ ὁ καπνός - ἡ μυρωδιὰ
τοῦ σώματος ποὺ ἐψήνετο εἰς τὸ
τηγάνι - ἀνέβαινε καὶ ἐσκορπίζετο γύρω -
γύρω καὶ μακριά, οἱ ἄλλοι ἕξι ἀδελφοὶ
παρακινοῦσαν καὶ ἐνεθάρρυναν ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον μαζὶ μὲ τὴν μητέρα
των νὰ ἀποθάνουν μὲ γενναιότητα· ἔλεγαν
δὲ τὰ ἀκόλουθα: |
6
ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἐφορᾷ
καὶ ταῖς ἀληθείαις ἐφ' ἡμῖν
παρακαλεῖται, καθάπερ διὰ τῆς κατὰ
πρόσωπον ἀντιμαρτυρούσης ᾠδῆς
διεσάφησε Μωυσῆς λέγων· καὶ ἐπὶ
τοῖς δούλοις αὐτοῦ παρακληθήσεται.
|
6
<Κύριος ὁ Θεὸς βλέπει καὶ
εἶναι πράγματι ἐλεήμων καὶ εὐσυμπάθητος
πρὸς ἡμᾶς, ὅπως ὁ Μωϋσῆς
σαφῶς διεκήρυξεν εἰς τὴν ᾠδήν,
εἰς τὴν ὁποίαν ἐνώπιον
ὅλου τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ διελάλησε
λέγων· ὁ Κύριος σπλαγχνίζεται
καὶ ἐλεεῖ τοὺς
δούλους του>.
|
6
<Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἐποπτεύει καὶ
ἀναμφιβόλως λυπεῖται καὶ εἶναι συμπαθὴς
πρὸς ἡμᾶς, ὅπως ἀκριβῶς
ὁ Μωϋσῆς διεκήρυξεν ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλιτῶν
εἰς τὴν ωδήν του, μὲ τὴν ὁποίαν
διεμαρτύρετο διὰ τὴν ἀποστασίαν τοῦ
λαοῦ καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἔλεγεν:
(Ὁ Θεὸς δὲν θὰ παραβλέψῃ τὸν
λαόν του, ὅταν πολεμῆται ἀπὸ τοὺς
ἐχθρούς του, οὔτε θὰ τὸν τιμωρήσῃ
σύμφωνα μὲ τὶς ἁμαρτίες του, ἀλλὰ
θὰ γίνῃ εὐσπλαγχνικὸς καὶ εὐμενὴς
εἰς αὐτόν)>. |
7
Μεταλλάξαντος δὲ τοῦ πρώτου τὸν
τρόπον τοῦτον, τὸν δεύτερον ἦγον
ἐπὶ τὸν ἐμπαιγμὸν καὶ
τὸ τῆς κεφαλῆς δέρμα σὺν ταῖς
θριξὶ περισύραντες ἐπηρώτων·
εἰ φάγεσαι πρὸ τοῦ τιμωρηθῆναι
τὸ σῶμα κατὰ μέλος;
|
7
Ὅταν κατ' αὐτὸν τὸν μαρτυρικὸν
τρόπον ἐξεδήμησεν ὁ πρῶτος ἀδελφός,
ὠδήγησαν οἱ ἄνθρωποι
τοῦ βασιλέως τὸν δεύτερον ἀδελφὸν
πρὸς τὸ μαρτύριον. Ἀφοῦ δὲ
ἐξερρίζωσαν τὸ δέρμα
τῆς κεφαλῆς μὲ τὰς τρίχας, τὸν
ἐρωτοῦσαν ἐὰν συγκατατίθεται
νὰ φάγῃ χοιρινὸν κρέας, πρὶν
βασανισθῇ καὶ εἰς ἕνα ἕκαστον
ἀπὸ τὰ ἄλλα μέλη
τοῦ σώματός του.
|
7
Ἀφοῦ ὁ πρῶτος ἀδελφὸς
ἀπέθανε μὲ αὐτὸν τὸν μαρτυρικὸν
θάνατον, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλιᾶ ὠδήγησαν
εἰς τὸ μαρτύριον τὸν δεύτερον ἀδελφόν.
Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔγδαραν τὴν
κεφαλὴν καὶ τοῦ ἀφήρεσαν τὸ
δέρμα μαζὶ μὲ τὶς τρίχες, τὸν ἐρωτοῦσαν:
<Θὰ φάγῃς χοιρινὸν κρέας, πρὶν
βασανίσωμεν τὸ σῶμα σου καὶ τὸ κάμωμεν
κομμάτια - κομμάτια;> |
8
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τῇ πατρίῳ
φωνῇ εἶπεν· οὐχί· διόπερ
καὶ οὗτος τὴν ἐξῆς ἔλαβε
βάσανον ὡς ὁ πρῶτος. |
8
Αὐτὸς ἀπεκρίθη εἰς τὴν
πατρικήν του γλῶσσαν καὶ εἶπεν·
<ὄχι>. Διὰ τοῦτο καὶ
αὐτὸς ὑπέστη
μὲ τὴν σειράν του τὸ μαρτύριον,
ὅπως καὶ ὁ πρῶτος.
|
8
Αὐτὸς δὲ ἀπάντησε εἰς τὴν
γλῶσσαν τῶν πατέρων του καὶ εἶπεν:
<Ὄχι! Ποτέ!> Ἕνεκα τούτου ὑπεβλήθη
καὶ αὐτὸς εἰς τὴν συνέχειαν
εἰς τὰ ἴδια βασανιστήρια, ποὺ ὑπεβλήθη
καὶ ὁ πρῶτος. |
9
Ἐν ἐσχάτῃ δὲ πνοῇ γενόμενος
εἶπε· σὺ μὲν ἀλάστωρ ἐκ
τοῦ παρόντος ἡμᾶς ζῆν ἀπολύεις,
ὁ δὲ τοῦ κόσμου βασιλεὺς ἀοθανόντος
ἡμᾶς ὑπὲρ τῶν αὐτοῦ
νόμων εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν
ζωῆς ἡμᾶς ἀναστήσει.
|
9
Ὅταν δὲ ἔπνεε πλέον τὰ λοίσθια,
εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· <σὺ
μέν, ἀλιτήριε, ἀφαιρεῖς ἀπὸ
ἡμᾶς τὴν παροῦσαν ζωήν, ὁ
βασιλεὺς ὅμως τοῦ κόσμου θὰ
μᾶς ἀναστήσῃ εἰς μίαν
αἰωνίαν ζωήν, ἐφ' ὅσον ἡμεῖς
ἀπεθάνομεν, διὰ νὰ μείνωμεν
πιστοὶ εἰς τοὺς νόμους
του>.
|
9
Ἔνῷ δὲ ἐπρόκειτο νὰ ἐκπνεύσῃ,
εἶπε πρὸς τὸν βασιλιᾶ: <Σὺ
μέν, κακοποιὲ καὶ ἄνθρωπε ἄθλιε, μᾶς
ἀφαιρεῖς τὴν παροῦσαν ζωὴν ὅμως
ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου, ὁ Θεός, ἐφ’
ὅσον ἡμεῖς ἀποθάνωμεν ἕνεκα
τῆς πιστότητος καὶ τῆς ἐμμονῆς
μας εἰς τοὺς ἰδικούς Του νόμους, θὰ
μᾶς ἀναστήσῃ διὰ νὰ ζήσωμεν
καὶ πάλιν εἰς αἰωνίαν ζωήν>.
|
10
Μετὰ δὲ τοῦτον ὁ τρίτος ἐνεπαίζετο
καὶ τὴν γλῶσσαν αἰτηθεὶς ταχέως
προέβαλε καὶ τὰς χεῖρας εὐθαρσῶς
προέτεινε |
10
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ αὐτὸν ἐβασανίσθη
ὁ τρίτος ἀδελφός. ῞Οταν δὲ
ὁ δήμιος τοῦ ἐζήτησε νὰ
ἐξαγάγῃ ἀμέσως τὴν γλῶσσαν
του καὶ τὰς χεῖρας του, διὰ νὰ
τοῦ τὰ κόψουν,
ἐκεῖνος τὰ ἐπρότεινε μὲ
θάρρος |
10
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ἐβασανίσθη
ὁ τρίτος ἀδελφός. Ὅταν ὁ δήμιος τοῦ
ἐζήτησε νὰ βγάλῃ ἔξω τὴν γλῶσσαν
του, αὐτὸς τὴν ἔβγαλε ἀμέσως
καὶ ἐπρότεινε τὰ χέρια του μὲ θάρρος,
διὰ νὰ τοῦ τὰ κόψουν,
|
11
καὶ γενναίως εἶπεν· ἐξ οὐρανοῦ
ταῦτα κέκτημαι καὶ διὰ τοὺς
αὐτοῦ νόμους ὑπερορῶ ταῦτα
καὶ παρ' αὐτοῦ ταῦτα πάλιν ἐλπίζω
κομίσασθαι· |
11
καὶ ἡρωϊκῶς εἶπεν· <ἔχω
πάρει τὰ μέλη αὐτὰ ἀπὸ
τὸν οὐράνιον Θεὸν καὶ χάριν
τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ δὲν τὰ
λογαριάζω, διότι πιστεύω ὅτι ἀπὸ
τὸν Θεὸν θὰ τὰ ἀποκτήσω
πάλιν κάποτε>.
|
11
καὶ εἶπε μὲ γενναιότητα: <Ἀπὸ
τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἔχω
λάβει τὰ μέλη αὐτὰ τοῦ σώματός μου
καὶ χάριν τῶν Νόμων Του τὰ περιφρονῶ·
καὶ ἀπὸ Αὐτὸν ἐλπίζω νὰ
τὰ λάβω καὶ πάλιν>. |
12
ὥστε αὐτὸν τὸν βασιλέα καὶ
τοὺς σὺν αὐτῷ ἐκπλήσσεσθαι
τὴν τοῦ νεανίσκου ψυχήν, ὡς
ἐν οὐδενὶ τὰς ἀλγηδόνας
ἐτίθετο. |
12
Ἦτο δὲ τόσον τὸ θάρρος του,
ὥστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ βασιλεὺς
καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι
τὸν ἀκολουθοῦσαν, ἐξεπλάγησαν
μὲ τὸν ἠρωϊσμὸν
τοῦ νέου
αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος εἰς
οὐδὲν ὑπελόγιζε τοὺς
πόνους ἀπὸ
τὰ βασανιστήρια.
|
12
Αὐτὰ τὰ εἶπε μὲ τόσον θάρρος,
ὥστε, ὅταν τὰ ἄκουσαν ὁ βασιλιᾶς
καὶ ἡ ἀκολουθία του, ἐξεπλάγησαν διὰ
τὴν ψυχικὴν γενναιότητα τοῦ νέου, ὁ
ὁποῖος δὲν ἐλάμβανε καθόλου ὑπ’
ὄψιν τοὺς πόνους ἀπὸ τὰ βασανιστήρια,
ἀλλὰ τὰ ἐπεριφρονοῦσε ἐντελῶς.
|
13
Καὶ τούτου δὲ μεταλλάξαντος, τὸν
τέταρτον ὠσαύτως ἐβασάνιζον
αἰκιζόμενοι. |
13
Ὅταν αὐτὸς ἐξεδήμησεν, ἔφεραν
καὶ μὲ τὸν ἴδιον τρόπον ἤρχισαν
νὰ βασανίζουν μὲ
πληγὰς τὸν τέταρτον υἱόν.
|
13
Ἀφοῦ δὲ ἀπέθανε καὶ αὐτός,
ἐβασάνισαν κατὰ τὸν ἴδιον σκληρὸν
τρόπον τὸν τέταρτον ἀδελφόν.
|
14
Καὶ γενόμενος πρὸς τὸ τελευτᾶν
οὕτως ἔφη· αἱρετὸν μεταλλάσσοντα
ὑπ' ἀνθρώπων τὰς ὑπὸ τοῦ
Θεοῦ προσδοκᾶν ἐλπίδας πάλιν
ἀναστήσεσθαι ὑπ' αὐτοῦ·
σοὶ μὲν γὰρ ἀνάστασις εἰς
ζωὴν οὐκ ἔσται. |
14
Ὅταν δὲ καὶ
ἐκεῖνος ἐπλησίαζε νὰ ἀποθάνῃ,
ὁμίλησε κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον
πρὸς τὸν βασιλέα· <εἶναι προτιμότερον
νὰ πεθαίνῃ κανεὶς ἀπὸ
τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων
μὲ τὴν ἐλπίδα ποὺ ἔχει
πρὸς τὸν Θεὸν ὅτι
καὶ πάλιν θὰ ἀναστηθῇ
ἀπὸ ἐκεῖνον. Διὰ σὲ ὅμως,
βασιλεῦ, ἡ ἀνάστασίς σου
δὲν θὰ εἶναι πρὸς ζωήν>.
|
14
Καθὼς ὅμως ἐπλησίαζε καὶ αὐτὸς
νὰ ἐκπνεύσῃ, ἐμίλησε πρὸς τὸν
βασιλιᾶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον
καὶ τοῦ εἶπεν: <Εἶναι προτιμότερον
νὰ ἀποθνῄσκῃ κανείς, ὁδηγούμενος
εἰς θάνατον ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων,
μὲ τὴν προσδοκίαν καὶ τὴν ἐλπίδα,
ποὺ ἔχει πρὸς τὸν Θεόν, ὅτι
θὰ ἀναστηθῇ καὶ πάλιν ἀπὸ
Αὐτόν. Διότι διὰ σὲ δὲν θὰ ὑπάρξῃ
ἀνάστασις δι’ αἰωνίαν καὶ μακαρίαν ζωήν>.
|
15
Ἐχομένως δὲ τὸν πέμπτον προσάγοντες
ᾐκίζοντο. |
15
Ἐν συνεχείᾳ δὲ ὠδηγήθη
ὁ πέμπτος υἱός, τὸν ὁποῖον
καὶ ἤρχισαν νὰ βασανίζουν.
|
15
Κατόπιν ὠδήγησαν τὸν πέμπτον ἀδελφὸν
καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν βασανίζουν.
|
16
Ὁ δὲ πρὸς αὐτὸν ἰδὼν
εἶπεν· ἐξουσίαν ἐν ἀνθρώποις
ἔχων φθαρτὸς ὤν, ὃ θέλεις ποιεῖς·
μὴ δόκει δὲ τὸ γένος ἡμῶν
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καταλελεῖφθαι.
|
16
Αὐτὸς ἀτενίσας πρὸς τὸν
βασιλέα εἶπεν· <ἔχεις τὴν
δύναμιν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων,
ἂν καὶ εἶσαι θνητός, καὶ ἠμπορεῖς
νὰ πράξῃς ὅ,τι
θέλεις. Μὴ
νομίσῃς ὅμως ὅτι τὸ γένος
μας ἔχει ἐγκαταλειφθῇ ἀπὸ τὸν
Θεόν. |
16
Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ προσήλωσε τὸ
βλέμμα του πρὸς τὸν βασιλιᾶ, τοῦ εἶπε:
<Μὲ τὸ νὰ ἔχῃς τὴν
ἐξουσίαν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἂν
καὶ εἶσαι θνητός, ἠμπορεῖς νὰ
κάμῃς ὅ,τι θέλεις. Ὅμως μὴ φαντάζεσαι
ὅτι τὸ γένος μας ἔχει ἐγκαταλειφθῇ
ἀπὸ τὸν Θεόν. |
17
Σὺ δὲ καρτέρει καὶ θεώρει τὸ
μεγαλεῖον αὐτοῦ κράτος, ὡς σὲ
καὶ τὸ σπέρμα σου βασανίζει.
|
17
Περίμενε δὲ σὺ καὶ
θὰ ἴδῃς τὴν μεγαλειώδη
δύναμιν τοῦ Θεοῦ, πόσον
σὲ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου θὰ
βασανίσῃ>.
|
17
Μόνον περίμενε καὶ θὰ ἰδῇς πῶς
ἡ παντοκρατορική του δύναμις θὰ βασανίσῃ
σὲ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου>.
|
18
Μετὰ δὲ τοῦτον ἦγον τὸν ἕκτον,
καὶ μέλλων ἀποθνήσκειν ἔφη·
μὴ πλανῶ μάτην, ἡμεῖς γὰρ
δι' ἑαυτοὺς ταῦτα πάσχομεν ἁμαρτάνοντες
εἰς τὸν ἑαυτῶν Θεόν, διὸ
ἄξια θαυμασμοῦ γέγονε. |
18
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν
ἔφεραν πρὸς τὸ μαρτύριον τὸν
ἕκτον ἀδελφόν. Ὅταν
δὲ καὶ αὐτὸς
ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνῃ,
εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· <μὴ
πλανᾶσαι ματαίως. Ἡμεῖς
ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας ὑποφέρομεν
αὐτά, διότι ἔχομεν ἁμαρτήσει
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
μας, διὰ τοῦτο ἐπῆλθον ἐναντίον
μας τὰ καταπληκτικὰ
αὐτὰ κακά.
|
18
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ἔφεραν
τὸν ἕκτον ἀδελφόν, διὰ νὰ τὸν
βασανίσουν. Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνῃ
καὶ αὐτός, εἶπε πρὸς τὸν βασιλιᾶ:
<Μὴ ἀπατᾷς μάταια τὸν ἑαυτόν
σου διότι ἡμεῖς ὑποφέρομεν αὐτὰ
ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας, ἐπειδὴ
ἔχομεν ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
μας. Διὰ τοῦτο συνέβησαν φοβερὰ καὶ
ἐκπληκτικὰ γεγονότα εἰς τὴν ζωήν μας.
|
19
Σὺ δὲ μὴ νομίσῃς ἀθῷος
ἔσεσθαι θεομαχεῖν ἐπιχειρήσας.
|
19
Ἀλλὰ καὶ σὺ μὴ φαντασθῇς,
ὅτι θὰ μείνῃς ἀτιμώρητος,
ἐφ' ὅσον ἀνέλαβες καὶ ἔκαμες
πόλεμον ἐναντίον τοῦ Θεοῦ>.
|
19
Σὺ δὲ μὴ νομίσῃς ὅτι εἶσαι
ἀθῶος καὶ ὅτι θὰ μείνῃς
ἀτιμώρητος, ἐφ’ ὅσον ἐτόλμησες νὰ
γίνῃς θεομάχος, πολέμιος τοῦ Θεοῦ>.
|
20
Ὑπεραγόντως δὲ ἡ μήτηρ θαυμαστὴ
καὶ μνήμης ἀγαθῆς ἀξία,
ἥτις ἀπολλυμένους υἱοὺς ἑπτὰ
συνορῶσα μιᾶς ὑπὸ καιρὸν ἡμέρας
εὐψύχως ἔφερε διὰ τὰς ἐπὶ
Κύριον ἐλπίδας. |
20
Πάρα πολὺ ἀξιοθαύμαστος
καὶ ἀξία τῆς πλέον
ἀγαθῆς μνήμης ἦτο ἡ μητέρα,
ἡ ὁποία, καίτοι ἔβλεπε νὰ
ἀποθνήσκουν τὰ παιδιά
της εἰς διάστημα μιᾶς ἡμέρας,
ἀπέμεινε γενναίως τὰ μαρτύρια
τῶν παιδιῶν της, διότι ἐστήριζε
τὰς ἐλπίδας της εἰς τὸν Κύριον.
|
20
Ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα τῶν νέων ὑπῆρξεν
ὑπερβολικὰ ἀξιοθαύμαστος καὶ ἄξια
ἀγαθῆς μνήμης. Αὐτή, ἐνῷ ἔβλεπε
νὰ ἀποθνήσκουν μαρτυρικῶς καὶ οἱ
ἑπτὰ υἱοί της εἰς διάστημα μιᾶς
καὶ μόνον ἡμέρας, ἐν τούτοις ὑπέμεινε
μὲ γενναιότητα τὰ μαρτύρια τῶν παιδιῶν
της, διότι εἶχε στηρίξει καὶ ἐναποθέσει
τὶς ἐλπίδες της εἰς τὸν Κύριον.
|
21
Ἕκαστον δὲ αὐτῶν παρεκάλει τῇ
πατρίῳ φωνῇ γενναίῳ πεληρωμένη
φρονήματι καὶ τὸν θῆλυν λογισμὸν
ἄρσενι θυμῷ διεγείρασα, λέγουσα πρὸς
αὐτούς· |
21
Αὐτή, εἰς τὴν πατρικήν της γλῶσσαν
ὠμιλοῦσε καὶ παρακινοῦσε τὸ
καθένα ἀπὸ τὰ παιδιά της καὶ
πλήρης ἀπὸ εὐγενέστατα
αἰσθήματα καὶ φρονήματα τὰ ἐνεθάρρυνε
πρὸς τὸ μαρτύριον, μεταβάλλουσα τὴν
γυναικείαν τρυφερότητα εἰς ἀνδρικὸν
θάρρος καὶ ἔλεγε πρὸς αὐτούς·
|
21
Αὐτὴ ἐνεθάρρυνε κάθε ἕνα ἀπὸ
τοὺς υἱούς της εἰς τὴν γλῶσσαν
τῶν πατέρων των, γεμάτη ἀπὸ γενναῖον
καὶ ὑψηλὸν φρόνημα· ἐνισχύουσα
δὲ τὴν γυναικείαν σκέψιν μὲ ἀνδρικὴν
διάθεσιν καὶ διεγείρουσα τὴν ψυχοσύνθεσίν της
μὲ ἀνδρικὴν γενναιότητα, ἔλεγε πρὸς
αὐτούς: |
22
οὐκ οἶδ' ὅπως εἰς τὴν ἐμὴν
ἐφάνητε κοιλίαν, οὐδὲ ἐγὼ
τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωὴν ὑμῖν
ἐχαρισάμην, καὶ τὴν ἑκάστου
στοιχείωσιν οὐκ ἐγὼ διερρύθμισα.
|
22
<Δὲν γνωρίζω πῶς ἔχετε γεννηθῆ
εἰς τὴν κοιλίαν μου, δὲν εἶμαι
ἐγὼ ἐκείνη ποὺ
σᾶς ἔδωσα τὸ πνεῦμα
καὶ τὴν ζωήν,
δὲν εἶμαι ἐγὼ ἐκείνη ἡ
ὁποία ὠργάνωσα τὰ στοιχεῖα,
ποὺ ἀποτελοῦν τὸ σῶμα σας. Αὐτὰ
εἶναι τοῦ Θεοῦ δῶρα.
|
22
<Δὲν γνωρίζω πῶς ἐμφανισθήκατε, ἐλάβατε
ὑπόστασιν, ἐσχηματισθήκατε καὶ ἐμορφοποιηθήκατε
εἰς τὴν κοιλίαν μου· οὔτε ἐγὼ
ὑπῆρξα ἐκείνη, ἡ ὁποία σᾶς
ἔδωκα καὶ σᾶς ἐχάρισα τὸ πνεῦμα
καὶ τὴν ζωὴν καὶ δὲν εἶμαι
ἐγὼ ἐκείνη, ἡ ὁποία ἐμάζευσα
καὶ ἐταξινόμησα τὰ στοιχεῖα, ποὺ
ἀπετέλεσαν τοὺς σκελετοὺς καὶ τὰ
ὄργανα καὶ γενικῶς τὰ ἀνθρώπινα
σώματά σας. |
23
Τοιγαροῦν ὁ τοῦ κόσμου κτίστης,
ὁ πλάσας ἀνθρώπου γένεσιν καὶ
πάντων ἐξευρὼν γένεσιν καὶ τὸ
πνεῦμα καὶ τὴν ζωὴν ὑμῖν
πάλιν ἀποδώσει μετ' ἐλέους,
ὡς νῦν ὑπερορᾶτε ἑαυτοὺς
διὰ τοὺς αὐτοῦ νόμους.
|
23
Διὰ τοῦτο, λοιπόν, ὁ Δημιουργὸς
τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἔπλασε
τὸν ἄνθρωπον καὶ ἐμόρφωσε τὸ
ἀνθρώπινον γένος, ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος ἔδωσεν ἀρχὴν
καὶ ὕπαρξιν εἰς ὅλα τὰ πράγματα,
αὐτὸς καὶ πάλιν ἐν τῇ
εὐσπλαγχνίᾳ του θὰ ἀποδώσῃ
εἰς σᾶς τὸ πνεῦμα καὶ τὴν
ζωήν, διότι τώρα σεῖς καταφρονεῖτε
τὸν ἑαυτόν σας πρὸς χάριν τῶν
νόμων του>.
|
23
Ὁ Δημιουργὸς λοιπὸν τοῦ κόσμου, ὁ
ὁποῖος ἔπλασεν ἐξ ἀρχῆς
τὸν ἄνθρωπον καὶ ἔδωκεν ἀρχὴν
καὶ ὔπαρξιν εἰς ὅλα τὰ δημιουργήματα,
Αὐτὸς θὰ σᾶς ἀποδώσῃ καὶ
πάλιν, κατὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν του, καὶ
τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωήν, ἐφ’
ὅσον τώρα σεῖς περιφρονεῖτε τοὺς ἑαυτούς
σας καὶ θέτετε ὑπεράνω τοῦ ἑαυτοῦ
σας τοὺς Νόμους του>. |
24
Ὁ δὲ Ἀντίοχος οἰόμενος
καταφρονεῖσθαι καὶ τὴν ὀνειδίζουσαν
ὑφορώμενος φωνήν, ἔτι τοῦ νεωτέρου
περιόντος, οὐ μόνον διὰ λόγων
ἐποιεῖτο τὴν παράκλησιν, ἀλλὰ
καὶ δι' ὅρκων ἐπίστου ἅμα πλουτιεῖν
καὶ μακαριστὸν ποιήσειν μεταθέμενον
ἀπὸ τῶν πατρίων νόμων καὶ
φίλον ἕξεις καὶ χρείας ἐμπιστεύσειν.
|
24
Ὁ Ἀντίοχος ἐπειδὴ ἐνόμιζεν
ὅτι κατεφρονεῖτο καὶ ἐξηυτελίζετο,
καὶ ἐπειδὴ ὑπωπτεύετο ὅτι
ὑβρίζεται μὲ τὰ λόγια αὐτῆς
τῆς μητέρας, ἐνῷ ἀκόμη
ὁ νεώτερος υἱὸς ἐζοῦσεν,
ὄχι μόνον μὲ
ἁπλᾶ λόγια τὸν ἐνεθάρρυνε
καὶ τὸν ἐκολάκευε, ἀλλὰ
καὶ μὲ ὅρκους ὑπέσχετο
εἰς αὐτὸν νὰ τὸν κάμῃ
πλούσιον καὶ εὐτυχῆ, νὰ τὸν
καταστήσῃ φίλον του, νὰ τοῦ
ἐμπιστευθῇ μεγάλα ἀξιώματα,
ἐὰν ἐγκαταλείψῃ τοὺς νόμους
τῶν πατέρων του.
|
24
Ὁ δὲ Ἀντίοχος, ποὺ δὲν εἶχεν
ἐννοήσει τὰ λόγια τῆς μητέρας, ἀφοῦ
αὐτὰ ἐλέχθησαν εἰς τὴν γλῶσσαν
τῶν πατέρων τῆς, ἐνόμισεν ὅτι ἐπεριφρονεῖτο
ὁ ἴδιος καὶ ὑπωψιάζετο ὅτι ὑβρίζετο
διὰ τῶν λόγων τῆς μητέρας. Ἕνεκα τούτου
καὶ ἐπειδὴ ὁ νεώτερος (ὁ ἕβδομος
καὶ τελευταῖος) υἱὸς εὑρίσκετο
ἀκόμη εἰς τὴν ζωήν, ὁ βασιλιᾶς
δὲν ἀρκέσθηκε εἰς τὸ νὰ τὸν
παροτρύνῃ ἁπλῶς μόνον μὲ λόγια, ἀλλὰ
τοῦ ὑπέσχετο μὲ ὅρκους ὅτι θὰ
τὸν κάμῃ πλούσιον καὶ εὐτυχισμένον,
θὰ τὸν ἀναδείξῃ Φίλον του καὶ
θὰ τοῦ ἐμπιστευθῇ μεγάλες καὶ
ὑψηλὲς θέσεις, ἐὰν ἐγκατέλειπε
τοὺς νόμους τῶν πατέρων του.
|
25
Τοῦ δε νεανίου μηδαμῶς
προσέχοντος, προσκαλεσάμενος ὁ βασιλεὺς
τὴν μητέρα παρῄνει τοῦ μειρακίου
γενέσθαι σύμβουλον ἐπὶ σωτηρίᾳ.
|
25
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ
νεαρὸς αὐτὸς
δὲν ἔδιδε καμμίαν προσοχὴν εἰς
τὰς δελεαστικὰς προσφορὰς τοῦ βασιλέως,
ἐκεῖνος ἐκάλεσε τὴν μητέρα
καὶ τὴν παρακινοῦσε νὰ συμβουλεύσῃ
τὸ παιδί της, ποὺ ἦτο μειράκιον
ἀκόμη, καὶ νὰ ἀποφύγῃ
ἔτσι τὸν μαρτυρικὸν θάνατον.
|
25
Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ νεαρὸς δὲν
ἔδιδε καμμίαν προσοχὴν εἰς τὰ λόγια
καὶ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ βασιλιᾶ,
ὁ Ἀντίοχος, ἀφοῦ ἐπροσκάλεσε
τὴν μητέρα του, τὴν παρακινοῦσε νὰ
συμβουλεύσῃ τὸν υἱόν της, ποὺ ἦταν
ἀκόμη μικρὸ παιδί, διὰ τὴν σωτηρίαν
τῆς ζωῆς του. |
26
Πολλὰ δὲ αὐτοῦ παραινέσαντος
ἐπεδέξατο πείσειν τὸν υἱόν.
|
26
Ἐπειδὴ ὁ βασιλεὺς μὲ πολλοὺς
λόγους τὴν παρακινοῦσε, ἡ μητέρα
ἐδέχθη νὰ πείσῃ τὸ παιδί
της. |
26
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ πολλὲς καὶ
ἐπίμονες παραινέσεις τοῦ βασιλιᾶ, ἡ
μητέρα ἐδέχθη νὰ πείσῃ τὸν υἱόν
της. |
27
Προσκύψασα δὲ αὐτῷ, χλευάσασα
τὸν ὠμὸν τύραννον οὕτως ἔφησε
τῇ πατρῴᾳ φωνῇ· υἱέ,
ἐλέησόν με τὴν ἐν γαστρὶ
περιενέγκασάν σε μῆνας ἐννέα
καὶ θηλάσασάν σε ἔτη τρία καὶ
ἐκθρέψασαν σε καὶ ἀγαγοῦσαν
εἰς τὴν ἡλικίαν ταύτην καὶ
τροφοφορήσασαν. |
27
Ἐκείνη ἔσκυψε πρὸς τὸ παιδί
της, ἐνέπαιξε τὸν σκληρὸν βασιλέα
καὶ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον ὁμίλησε
πρὸς τὸ παιδί της εἰς τὴν γλῶσσαν
τῶν πατέρων της· <παιδί μου, λυπήσου
ἐμέ, ἡ ὁποία ἐπὶ
ἐννέα μῆνας σὲ ἔφερα εἰς
τὴν κοιλίαν μου. Ἐμέ, ἡ ὁποία
σὲ ἐθήλασα ἐπὶ τρία ἔτη,
σὲ ἀνέθρεψα καὶ σὲ ἔφερα
ἕως εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτήν,
ποὺ εἶσαι.
|
27
Ἀφοῦ δὲ αὐτὴ ἔσκυψε πρὸς
τὸν υἱόν της καὶ ἀφοῦ ἐχλεύασε
τὸν σκληρὸν καὶ ἀπάνθρωπον τύραννον
(βασιλιᾶ), ἐμίλησε εἰς τὴν γλῶσσαν
τῶν πατέρων της πρὸς τὸν υἱόν της
μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ τοῦ
εἶπε: <Παιδί μου, λυπήσου ἐμέ, ἡ ὁποία
σὲ ἐκράτησα ἐννέα μῆνες εἰς
τὴν κοιλίαν μου καὶ σὲ ἐθήλασα τρία
ἔτη καὶ σὲ ἀνέθρεψα καὶ σὲ
ἔφερα εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν
καὶ σοῦ ἔδιδα τὴν ἀπαραίτητον
τροφὴν διὰ νὰ ζῇς.
|
28
Ἀξιῶ σε, τέκνον, ἀναβλέψαντα
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν
γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα
ἰδόντα, γνῶναι ὅτι ἐξ οὐκ
ὄντων ἐποίησεν αὐτὰ ὁ
Θεὸς καὶ τὸ τῶν ἀνθρώπων
γένος οὕτως γεγένηται.
|
28
Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, καὶ σὲ
ἐξορκίζω, παιδί μου, νὰ ἀναβλέψῃς
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς
τὴν γῆν καὶ νὰ ἴδῃς ὅλα
ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά.
Νὰ γνωρίσῃς δὲ καλά, ὅτι
Θεὸς ἐδημιούργησεν ὅλα αὐτὰ
ἐκ τοῦ μηδενός. Ἐπίσης καὶ
τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων παρὰ
τοῦ Θεοῦ ἔλαβε τὴν ὕπαρξιν.
|
28
Σὲ παρακαλῶ, παιδί μου, καὶ τὸ ἀπαιτῶ
ὡς δίκαιον, σήκωσε τὰ μάτια σου ψηλὰ καὶ
κύτταξε τὸν οὐρανόν, κύτταξε καὶ τὴν
γῆν καὶ ἴδε ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν
εἰς αὐτά· καὶ ἐννόησε καλὰ ὅτι
ὁ Θεὸς ἐδημιούργησεν ὅλα αὐτὰ
ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ ὅτι καὶ
τὸ ἀνθρώπινον γένος ἐπλάσθη ἀπὸ
τὸν Θεὸν κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον.
|
20
Μὴ φοβηθῇς τὸν δήμιον τοῦτον,
ἀλλὰ τῶν ἀδελφῶν ἄξιος
γενόμενος, ἐπίδεξαι τὸν θάνατον,
ἵνα ἐν τῷ ἐλέει σὺν τοῖς
ἀδελφοῖς σου κομίσωμαί σε.
|
29
Μὴ φοβηθῇς, λοιπόν, αὐτὸν τὸν
δήμιον, ἀλλὰ νὰ φανῇς ἀντάξιος
τῶν ἀδελφῶν σου. Δέξαι ἡρωϊκῶς
τὸν μαρτυρικὸν θάνατον, διὰ νὰ
σὲ ἐπαναποκτήσω πάλιν μαζῆ μὲ
τοὺς ἀδελφούς σου εἰς τὸν καιρὸν
τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τῆς
ἀναστάσεως δηλαδὴ τῶν νεκρῶν>.
|
29
Μὴ φοβηθῇς αὐτὸν τὸν δήμιον,
ἀλλ’ ἀφοῦ φανῇς ἀντάξιος τῶν
ἀδελφῶν σου, ποὺ ἐμαρτύρησαν γενναία,
δέξου τὸν θάνατον, ὥστε νὰ σὲ δεχθῶ
καὶ πάλιν μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς
σου κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ ὁ Θεὸς
θὰ ἐκδηλώσῃ τὸ ἔλεός του, δηλαδὴ
κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς γενικῆς
ἐξαναστάσεως τῶν νεκρῶν (ἢ κατ’ ἄλλην
ἑρμηνείαν: Ὥστε νὰ σὲ δεχθῶ
καὶ πάλιν... χάρις εἰς τὸ ἔλεος τοῦ
Θεοῦ, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς γενικῆς
ἐξαναστάσεως τῶν νεκρῶν)>.
|
30
Ἔτι δὲ ταύτης καταλεγούσης ὁ
νεανίας εἶπε· τίνα μένετε; Οὐχ
ὑπακούω τοῦ προστάγματος τοῦ
βασιλέως, τοῦ δὲ προστάγματος ἀκούω
τοῦ νόμου τοῦ δοθέντος τοῖς
πατράσιν ἡμῶν διὰ Μωυσέως.
|
30
Ἐνῷ δὲ ἀκόμη ἔλεγεν αὐτὰ
ἐντόνως ἡ μητέρα, ὁ νεώτερος
αὐτὸς ἀδελφὸς εἶπε πρὸς
τοὺς δημίους· <τί περιμένετε;
Δὲν ὑπακούω εἰς τὴν προσταγὴν
τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ ὑπακούω
εἰς τὰς ἐντολὰς τοῦ Νόμου,
ὁ ὁποῖος ἐδόθη παρὰ τοῦ
Θεοῦ διὰ τοῦ Μωϋσέως εἰς τοὺς
πατέρας μας.
|
30
Ἐνῷ δὲ ἀκόμη ἡ μητέρα του ἐμιλοῦσε,
ὁ νεαρός, διάπυρος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν
νὰ μαρτυρήσῃ, εἶπε πρὸς τοὺς
δημίους του: <Ποιὸν περιμένετε; Δὲν ὑπακούω
εἰς τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλιᾶ·
ἐγὼ ὑπακούω εἰς τὶς ἐντολὲς
τοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος ἐδόθη ἀπὸ
τὸν Θεὸν εἰς τοὺς προπάτορές μας διὰ
τοῦ Μωυσέως. |
31
Σὺ δὲ πάσης κακίας εὑρετὴς
γενόμενος εἰς τοὺς Ἑβραίους,
οὐ μὴ διαφύγῃς τὰς χεῖρας
τοῦ Θεοῦ. |
31
Σὺ δέ, βασιλεῦ, ὁ ὁποῖος
ἔγινες αἰτία καὶ ἐπινοητὴς
ὅλων αὐτῶν τῶν συμφορῶν ἐναντίον
τῶν Ἑβραίων, δὲν θὰ διαφύγῃς
τὴν τιμωρὸν χεῖρα τοῦ Θεοῦ.
|
31
Σὺ δέ, βασιλιᾶ Ἀντίοχε, ὁ ὁποῖος
ἔγινες ὁ ἐφευρέτης καὶ αἴτιος
ὅλων τῶν συμφορῶν, ποὺ ἐκτύπησαν
τοὺς Ἑβραίους, δὲν πρόκειται νὰ γλυτώσῃς
ἀπὸ τὰ τιμωρητικὰ χέρια τοῦ
Θεοῦ. |
32
Ἡμεῖς γὰρ διὰ τὰς ἑαυτῶν
ἁμαρτίας πάσχομεν. |
32
Ἡμεῖς πάσχομεν ἐξ αἰτίας
τῶν ἁμαρτιῶν μας.
|
32
Διότι ἡμεῖς ὑποφέρομεν διὰ τὶς
ἁμαρτίες μας. |
33
Εἰ δὲ χάριν ἐπιπλήξεως καὶ
παιδείας ὁ ζῶν Κύριος ἡμῶν
βραχέως ἐπώργισται, καὶ πάλιν
καταλλαγήσεται τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις.
|
33
Ἐὰν δὲ ὁ αἰωνίως ζῶν
Κύριος μας, διὰ νὰ μᾶς τιμωρήσῃ
καὶ παιδαγωγήσῃ, ἔδειξε πρὸς
στιγμὴν μόνον τὴν ὀργήν του
ἐναντίον μας, πάλιν θὰ συμφιλιωθῇ
μὲ ἡμᾶς τοὺς δούλους του.
|
33
Ἐὰν δὲ ὁ Θεός μας, ὁ Ὁποῖος
ζῇ καὶ βλέπει τὰ πάντα, ἔχει ὀργισθῇ
ἐναντίον μας διὰ σύντομον χρονικὸν διάστημα,
ὥστε νὰ μᾶς τιμωρήσῃ καὶ παιδαγωγήσῃ,
ὅμως θὰ συνδιαλλαγῇ καὶ πάλιν καὶ
θὰ συμφιλιωθῇ μὲ ἡμᾶς τοὺς
δούλους του. |
34
Σὺ δέ, ὦ ἁνόσιε καὶ πάντων
ἀνθρώπων μιαρώτατε, μὴ μάτην
μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν,
ἐπὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ
ἐπαιρόμενος χεῖρα·
|
34
Σὺ δέ, ὦ ἁνόσιε καὶ μιαρώτατε
μεταξὺ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μὴ
ἀλαζονεύεσαι ματαίως καυχώμενος καὶ
στηριζόμενος εἰς ψευδεῖς ἐλπίδας
καὶ ὑψώνων τὸ φονικόν σου χέρι
ἐναντίον τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ.
|
34
Ἀλλὰ σύ, ἀσεβέστατε καὶ πιὸ
σιχαμερὲ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
μὴ ὑπερηφανεύεσαι μάταια καὶ μὴ κομπάζῃς
γεμᾶτος αὐθάδειαν στηριζόμενος εἰς ἀβέβαιες
καὶ ἀμφίβολες ἐλπίδες καὶ ὑψώνων
τὸ φονικόν σου χέρι ἐναντίον τῶν δούλων
τοῦ Θεοῦ· |
35
οὔπω γὰρ τὴν τοῦ Παντοκράτορας
ἐπόπτου Θεοῦ κρίσιν ἐκπέφευγας.
|
35
Διότι δὲν ἐξέφυγες ἀκόμη
τὴν καταδίκην ἐκ μέρους τοῦ
παντοκράτορος Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
ἐποπτεύει ὅλον τὸν κόσμον καὶ
ἡμᾶς.
|
35
διότι δὲν ἔχεις ξεφύγει ἀκόμη ἀπὸ
τὴν κρίσιν καὶ τιμωρίαν τοῦ Παντοκράτορος
Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐποπτεύει τὰ
πάντα. |
36
Οἱ μὲν γὰρ νῦν ἡμέτεροι
ἀδελφοὶ βραχὺν ὑπενέγκαντες
πόνον ἀεννάου ζωῆς ὑπὸ
διαθήκην Θεοῦ πεπτώκασι· σὺ δὲ
τῇ τοῦ Θεοῦ κρίσει δίκαια τὰ
πρόστιμα τῆς ὑπερηφανίας ἀποίσῃ.
|
36
Οἱ ἀδελφοί μας ὑπέμειναν ὀλιγοχρόνιον
πόνον καὶ ἔχουν πέσει μαρτυρικῶς,
διὰ νὰ κερδήσουν τὴν αἰωνίαν
ζωήν, σύμφωνα μὲ τὴν Διαθήκην
τοῦ Θεοῦ.
|
36
Διότι οἰ ἀδελφοί μας, ἀφοῦ ὑπέμειναν
σύντομον καὶ πρόσκαιρον σωματικὸν πόνον, ἔχουν
πέσει διὰ τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεόν,
ὁ Ὁποῖος ὑπόσχεται τὴν αἰώνιον
ζωήν, τὴν ὁποίαν καὶ ἀπολαμβάνουν
ἤδη. Ἐνῷ σύ, διὰ τῆς καταδίκης
τοῦ Θεοῦ, θὰ ὑποστῇς τὴν
δικαίαν τιμωρίαν τῆς σκληρότητος καὶ τῆς
ὑπερηφανείας σου. |
37
Ἐγὼ δὲ καθάπερ οἱ ἀδελφοί
μου καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν προδίδωμι
περὶ τῶν πατρίων νόμων, ἐπικαλούμενος
τὸν Θεὸν ἵλεων ταχὺ τῷ ἔθνει
γενέσθαι καὶ σὲ μετὰ ἐτασμῶν
καὶ μαστίγων ἐξομολογήσασθαι, διότι
μόνος αὐτὸς Θεός ἐστιν,
|
37
Ἐγώ, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι
ἀδελφοί μου, παραδίδω τὸ σῶμα
καὶ τὴν ψυχὴν πρὸς χάριν τῶν
πατροπαραδότων νόμων, παρακαλῶν τὸν
Θεὸν νὰ φανῇ συντομώτατα ἵλεως
πρὸς τὸν λαόν του, νὰ κάμῃ
δὲ καὶ σέ, μὲ βάσανα καὶ
μὲ θλίψεις, εἰς τὸ νὰ ὁμολογήσῃς
τὸν ἀληθινὸν Θεόν, διότι αὐτὸς
μόνος εἶναι Θεός.
|
37
Ἐγὼ δέ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ
οἱ ἄλλοι ἀδελφοί μου, παραδίδω τὸ
σῶμα μου καὶ τὴν ζωήν μου χάριν τῶν
νόμων τῶν πατέρων μου, παρακαλῶν τὸν Θεὸν
νὰ γίνῃ γρήγορα εὐσπλαγχνικὸς εἰς
τὸ ἔθνος μου, νὰ ἀναγκάσῃ δὲ
καὶ σὲ μὲ βάσανα καὶ θλίψεις νὰ
ὁμολογήσεις ὅτι αὐτὸς εἶναι
ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός.
|
38
ἐν ἐμοὶ δὲ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς
μου στῆναι τὴν τοῦ Παντοκράτορος ὀργὴν
τὴν ἐπὶ τὸ σύμπαν ἡμῶν
γένος δικαίως ἐπηγμένην.
|
38
Παρακαλῶ δὲ καὶ εὔχομαι, εἰς
ἐμὲ καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς
μου νὰ σταματήση ὁ Θεός τὴν
ὀργήν του, ἡ ὁποία κατὰ
λόγον δικαιοσύνης ἐξέσπασεν ἐναντίον
τοῦ γένους μας>.
|
38
Εἴθε δὲ εἰς ἐμὲ καὶ εἰς
τοὺς ἀδελφούς μου νὰ σταματήσῃ ἡ
ὀργὴ του παντοκράτορος Θεοῦ, ἡ ὁποία
δικαίως ἐστράφη ἐναντίον ὅλου τοῦ
ἰουδαϊκοῦ μας γένους>. |
39
Ἔκθυμος δὲ γενόμενος ὁ βασιλεύς,
τούτῳ παρὰ τοὺς ἄλλους χειρίστως
ἀπήντησε πικρὼς φέρων ἐπὶ
τῷ μυκτηρισμῷ. |
39
Ἔξαλλος ἀπὸ ὀργὴν ἔγινεν
ὁ βασιλεὺς καὶ διέταξε νὰ βασανισθῇ
ὁ νεώτερος αὐτὸς ἀδελφὸς
σκληρότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους
ἀδελφούς, διότι βαρέως ἔφερε
τὴν περιφρόνησιν ἐκ μέρους αὐτοῦ.
|
39
Ὁ βασιλιᾶς εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν
λόγων αὐτῶν, ἀφοῦ ἔγινε ἐκτὸς
ἑαυτοῦ ἀπὸ τὴν μεγάλην ὀργήν
του, τὸν ἕβδομον αὐτὸν υἱὸν
τὸν ἐβασάνισε περισσότερον καὶ σκληρότερα
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ
(ὁ βασιλιᾶς) πικράθηκε καὶ ἔφερε βαρέως
τὰ εἰρωνικὰ καὶ περιφρονητικὰ
λόγια τοῦ νέου. |
40
Καὶ οὗτος οὖν καθαρὸς τὸν βίον
μετήλλαξε παντελῶς ἐπὶ τῷ Κυρίῳ
πεποιθώς.
|
40
Ἔτσι δὲ ἁγνὸς καὶ καθαρὸς
ἐξεδήμησεν καὶ ὁ νεώτερος αὐτὸς
ἀδελφὸς πλήρως ἀφωσιωμένος καὶ
πιστὸς εἰς τὸν Θεόν.
|
40
Ἔτσι καὶ ὁ ἕβδομος αὐτὸς
νέος ἀπέθανε καθαρὸς ἀπὸ κάθε εἶδος
εἰδωλολατρίας, ἔχων τὴν ἐλπίδα καὶ
τὴν πεποίθησίν του εἰς τὸν Κύριον.
|
41
Ἐσχάτη δὲ τῶν υἱῶν ἡ
μήτηρ ἐτελεύτησε. |
41
Τελευταία δὲ ἀπὸ τὰ παιδιά
της ἐξεδήμησε μαρτυρικῶς καὶ ἡ
μητέρα. |
41
Τελευταία δὲ μετὰ τοὺς υἱούς της ἀπέθανε
(μαρτυρικῶς) καὶ ἡ μητέρα.
|
42
Τὰ μὲν οὖν περὶ τοὺς σπλαγχνισμοὺς
καὶ τὰς ὑπερβαλλούσας αἰκίας
ἐπὶ τοσούτον δεδηλώσθω. |
42
Αὐτὰ μὲν λοιπὸν ποὺ ἐλέχθησαν
διὰ τὸν ἐξαναγκασμὸν τῶν πιστῶν
πρὸς συμμετοχὴν εἰς εἰδωλολατρικὰς
θυσίας καὶ τὰς ὑπερβολικὰς σκληρότητας
τοῦ Ἀντιόχου ἐναντίον τῶν
ἰουδαίων, εἶναι ἀρκετά.
|
42
Ἀρκετὰ ὅμως τὰ ὅσα ἀνεφέρθησαν
διὰ τὰ ἀνωτέρω γεγονότα, ὡς πρὸς
τὶς εἰδωλολατρικὲς ἑορτές, κατὰ
τὶς ὁποῖες οἱ Ἰουδαῖοι
ἐπιέζοντο νὰ φάγουν ἀπὸ τὰ σπλάγχνα
τῶν θυσιαζομένων ζώων, καὶ διὰ τὰ
ὑπερβολικὰ εἰς σκληρότητα μαρτύρια, εἰς
τὰ ὁποῖα ὑπεβάλλοντο ἀπὸ
τὸν βασιλιᾶ Ἀντίοχον Δ' τὸν Ἐπιφανῆ.
|