Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ακκαβαῖος
δὲ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, τοῦ
Κυρίου προάγοντος
αὐτούς, τὸ μὲν ἱερὸν
ἐκομίσαντο καὶ τὴν πόλιν,
|
Μακκαβαῖος
καὶ οἱ ἄνδρες του ἀνακατέλαβαν,
μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, τὸν
ἱερὸν ναὸν καὶ τὴν πόλιν
Ἱερουσαλήμ.
|
δὲ
Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ ἄνδρες
του, μὲ τὴν καθοδήγησιν καὶ τὴν βοήθειαν
τοῦ Θεοῦ, κατέλαβαν πάλιν τὸν Ναὸν
καὶ τὴν πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
2
τοὺς δὲ κατὰ τὴν ἀγορὰν
βωμοὺς ὑπὸ τῶν ἀλλοφύλων
δεδημιουργημένους, ἔτι δὲ τεμένη καθεῖλον.
|
2
Κατέστρεψαν τοὺς βωμούς, ποὺ εἶχαν
οἰκοδομήσει οἱ εἰδωλολάτραι
εἰς τὴν ἀγοράν, ὅπως ἐπίσης
καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ἱερούς
των χώρους.
|
2
Κατεδάφισαν δὲ καὶ κατέστρεψαν τοὺς βωμούς,
ποὺ εἶχαν κτίσει οἱ εἰδωλολάτραι εἰς
τὴν ἀγοράν· κατέστρεψαν ἐπίσης
τοὺς ἱερούς των χώρους. |
3
Καὶ τὸν νεὼν καθαρίσαντες ἕτερον
θυσιαστήριον ἐποίησαν καὶ πυρώσαντες
λίθους καὶ πῦρ ἐκ τούτων λαβόντες,
ἀνήνεγκαν θυσίαν μετὰ διετῆ
χρόνον καὶ θυμίαμα καὶ λύχνους
καὶ τῶν ἄρτων τὴν πρόθεσιν ἐποιήσαντο.
|
3
Ἀφοῦ δὲ κατόπιν ἐκαθάρισαν
τὸν ναόν, οἰκοδόμησαν ἄλλο θυσιαστήριον
ὁλοκαυτωμάτων. Ἤναψαν πῦρ ἀπὸ
τὴν προστριβὴν εἰδικῶν λίθων,
ἐπῆραν αὐτὸ τὸ πῦρ καὶ
προσέφεραν θυσίαν, ἡ ὁποία εἶχεν
ἀπὸ δύο ἐτῶν διακοπῆ.
Ἔκαυσαν ἐπίσης θυμίαμα εἰς τὸ
θυσιαστήριον τῶν θυμιαμάτων, ἤναψαν
τοὺς λύχνους τῆς λυχνίας καὶ
ἔθεσαν τοὺς ἄρτους εἰς τὴν τράπεζαν
τῆς προθέσεως.
|
3
Ἀφοῦ δὲ ἐκάθαρισαν καὶ
ἐξήγνισαν τὸν Ναόν, ἔκτισαν ἄλλο
θυσιαστήριον ὁλοκαυτωμάτων κατόπιν, ἀφοῦ
ἄναψαν φωτιὰ μὲ τὸ τρίψιμο λίθων,
ὅπως οἱ τσακμακόπετρες, προσέφεραν θυσίαν διὰ
πρώτην φορὰν ἔπειτα ἀπὸ δύο ὁλόκληρα
ἔτη· ἐπίσης ἔκαυσαν θυμίαμα εἰς τὸ
Θυσιαστήριον τῶν Θυμιαμάτων, ἀνάψαν τοὺς
λύχνους τῆς Λυχνίας καὶ ἐτοποθέτησαν
τοὺς ἄρτους εἰς τὴν Τράπεζαν τῆς
Προθέσεως. |
4
Ταῦτα δὲ ποιήσαντες ἠξίωσαν
τὸν Κύριον πεσόντες ἐπὶ κοιλίαν
μηκέτι περιπεσεῖν τοιούτοις κακοῖς,
ἀλλ' ἐὰν ποτε καὶ ἁμάρτωσιν,
ὑπ' αὐτοῦ μετ' ἐπιεικείας παιδεύεσθαι
καὶ μὴ βλασφήμοις καὶ βαρβάροις
ἔθνεσι παραδίδοσθαι. |
4
Ἀφοῦ δὲ ἔκαμαν ὅλα αὐτά,
ἔπεσαν πρηνεῖς εἰς τὸ ἔδαφος
καὶ παρεκάλεσαν τὸν Κύριον, νὰ
μὴ περιπέσουν πλέον εἰς τοιαύτας
συμφοράς. Ἀλλά, ἐὰν ποτὲ
καὶ ἁμαρτήσουν ὡς ἄνθρωποι,
νὰ παιδαγωγηθοῦν ἀπὸ αὐτὸν
μὲ εὐσπλαγχνίαν καὶ νὰ μὴ
παραδοθοῦν εἰς τὰ βάρβαρα καὶ
βλάσφημα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη.
|
4
Ὅταν δὲ ἔκαμαν ὅλα αὐτά, ἔπεσαν
μπρούμυτα, μὲ τὴν κοιλιὰ κατὰ γῆς,
καὶ ἱκέτευσαν θερμὰ καὶ ταπεινὰ
τὸν Κύριον, νὰ μὴ ἐπιτρέψῃ νὰ
τοὺς κτυπήσουν ποτὲ πλέον τέτοιες ὀλέθριες
συμφορές· ἀλλ’ ἐάν ποτὲ συμβῇ
νὰ ἁμαρτήσουν, νὰ τιμωρηθοῦν
ἀπὸ Αὐτὸν παιδαγωγικῶς μὲ
εὐσπλαγχνίαν καὶ ἐπιείκειαν καὶ νὰ
μὴ παραδοθοῦν εἰς βλασφήμους καὶ βαρβάρους
εἰδωλολατρικοὐς λαούς. |
5
Ἐν δὲ ᾗ ἡμέρᾳ ὁ
νεὼς ὑπὸ ἀλλοφύλων ἐβεβηλώθη,
συνέβη κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν
τὸν καθαρισμὸν γενέσθαι τοῦ ναοῦ,
τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ
αὐτοῦ μηνός, ὅς ἐστι Χασελεῦ.
|
5
Συνέβη δὲ καὶ τοῦτο τὸ παράδοξον·
κατὰ τὴν ἡμέραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν
ὁ ναὸς εἶχε βεβηλωθῆ ἀπὸ
τοὺς εἰδωλολάτρας, κατὰ τὴν
ἰδίαν ἡμέραν συνέπεσε νὰ
γίνῃ καὶ ὁ καθαρισμὸς αὐτοῦ.
Ἤτοι τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ
ἰδίου μηνός, δηλαδὴ
τοῦ Χασελεῦ.
|
5
Τὴν ἰδίαν δὲ ἡμέραν, κατὰ τὴν
ὁποίαν ὁ Ναὸς ἐβεβηλώθη ἄλλοτε
ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας, κατὰ
τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς ἡμέραν ἔγινε
τώρα ὁ καθαρισμὸς καὶ ἐξαγνισμὸς
τοῦ Ναοῦ, δηλαδὴ τὴν εἰκοστὴν
πέμπτην (25ην) τοῦ ἰδίου μηνός, ὁ ὁποῖος
εἶναι ὁ Χασελεῦ (ἀντιστοιχεῖ
πρὸς τὸν ἰδικόν μας Νοέμβριον /Δεκέμβριον
). |
6
Καὶ μετ' εὐφροσύνης ἦγον ἡμέρας
ὀκτὼ σκηνωμάτων τρόπον, μνημονεύοντες
ὡς πρὸ μικροῦ χρόνου τὴν τῶν
σκηνῶν ἑορτὴν ἐν τοῖς ὅρεσι
καὶ ἐν τοῖς σπηλαίοις θηρίων
τρόπον ἦσαν νεμόμενοι.
|
6
Ἑώρτασαν δὲ ἐπὶ ὀκτὼ
ἡμέρας μὲ πολλὴν χαρὰν κατὰ
τὸν ἴδιον τρόπον, ποὺ ἐόρταζαν
τὴν ἑορτὴν τῆς
Σκηνοπηγίας, ἐνθυμούμενοι
ὅτι πρὸ ὀλίγου χρόνου
εἶχαν ἑορτάσει τὴν ἑορτὴν
τῆς Σκηνοπηγίας, παραμένοντες καὶ
τρεφόμενοι εἰς τὰ ὅρη καὶ εἰς
τὰ σπήλαια, ὅπως τὰ ἄγρια θηρία.
|
6
Ὁ εὐφρόσυνος ἐορτασμὸς διήρκεσεν ὀκτὼ
ἡμέρες καὶ ἦταν ὅμοιος μὲ
τὸν ἐορτασμὸν τῆς ἑορτῆς
τῆς Σκηνοπηγίας, διότι ἐνεθυμήθησαν πῶς,
πρὶν ἀπὸ ἐλάχιστον μόνον χρόνον,
ἑώρτασαν τὴν ἑορτὴν ἐκείνην,
ἐνῷ ἐζοῦσαν ὅπως τὰ ἄγρια
θηρία ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ καὶ
μέσα εἰς τὶς σπηλιές. |
7
Διὸ θύρσους καὶ κλάδους ὡραίους,
ἔτι δὲ φοίνικας ἔχοντες ὕμνους
ἀνέφερον τῷ εὐοδώσαντι καθαρισθῆναι
τὸν ἑαυτοῦ τόπον.
|
7
Διὰ τοῦτο ἔχοντες εἰς τὰ χέρια
των ράβδους
στολισμένας μὲ φύλλα καὶ κρατοῦντες
ὡραίους πράσινους κλάδους, καθὼς
ἐπίσης καὶ φοίνικας, ἔψαλλαν
ὕμνους πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ,
ὁ ὁποῖος τοὺς κατευώδωσε νὰ
πραγματοποιήσουν τὸν καθαρισμὸν τοῦ
ναοῦ του.
|
7
Διὰ τοῦτο, κρατῶντας εἰς τὰ
χέρια των ράβδους στολισμένες μὲ φύλλα· κρατῶντας
ἐπίσης ὡραῖα πράσινα κλαδιά (κατ’ ἄλλην
ἑρμηνείαν: Κλαδιὰ μὲ τοὺς καρπούς
των), καθὼς ἐπίσης καὶ κλαδιὰ ἀπὸ
χουρμαδιές, ἀνέπεμπαν ὕμνους πρὸς Ἐκεῖνον,
ὁ Ὁποῖος μὲ τόσον θριαμβευτικὸν
τρόπον ἔφερεν εἰς αἴσιον πέρας τὰ
πράγματα, ὥστε νὰ καθαρισθῇ καὶ νὰ
ἑξαγνισθῇ ὁ Ναός του.
|
8
Ἐδογμάτισαν δὲ μετὰ κοινοῦ προστάγματος
καὶ ψηφίσματος παντὶ τῷ τῶν
Ἰουδαίων ἔθνει κατ' ἐνιαυτὸν
ἄγειν τάδε τὰς ἡμέρας.
|
8
Καθιέρωσαν δὲ μὲ ἕνα δημόσιον
διάταγμα, ποὺ ἐψηφίσθη ἀπὸ
ὅλον τὸν λαόν,
ὅτι ὅλον τὸ ἰουδαϊκὸν ἔθνος
κάθε ἔτος θὰ πανηγυρίζῃ
τὰς ἡμέρας αὐτάς.
|
8
Ὥρισαν δὲ καὶ ἐθέσπισαν μὲ
δημόσιον διάταγμα, τὸ ὁποῖον ἐπεκυρώθη
μὲ ψήφισμα, ὅτι ὅλον τὸ Ἰουδαϊκὸν
ἔθνος πρέπει νὰ ἐορτάζῃ κάθε
ἔτος τὶς ἡμέρες αὐτές.
|
9
Καὶ τὰ μὲν τῆς Ἀντιόχου
του προσαγορευθέντος Ἐπιφανοῦς τελευτῆς
οὕτως εἶχε. |
9
Καὶ αὐτὰ μὲν ἦσαν τὰ γεγονότα
τὰ συμβάντα περὶ τὸν θάνατον
τοῦ Ἀντιόχου τοῦ ἐπονομασθέντος
Ἐπιφανοῦς.
|
9
Ἔτσι λοιπὸν συνέβησαν τὰ γεγονότα, τὰ
σχετικὰ μὲ τὸν θάνατον τοῦ βασιλιᾶ
Ἀντιόχου Δ', ὁ ὁποῖος εἶχεν
ἐπονομασθῆ Ἐπιφανής. |
10
Νυνὶ δὲ τὰ κατὰ τὸν Εὐπάτορα
Ἀντίοχον, υἱὸν δὲ τοῦ
ἀσεβοῦς γενόμενον δηλώσομεν, αὐτὰ
συντέμνοντες τὰ τῶν πολέμων κακά.
|
10
Τώρα δὲ θὰ κάμωμεν λόγον διὰ
τὰ ἀφορῶντα τὸν Ἀντίοχον
τὸν Εὐπάτορα, υἱὸν τοῦ
ἀσεβοῦς ἐκείνου βασιλέως, ἐκθέτοντες
μὲ συντομίαν τὰ ἐκ
τῶν πολέμων κακὰ ἐπὶ
τῆς βασιλείας του.
|
10
Τώρα θὰ παρουσιάσωμεν καὶ θὰ περιγράψωμεν
τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορίαν τοῦ
Ἀντιόχου Ε' Εὐπάτορος, υἱὸν
τοῦ ἀσεβοῦς ἐκείνου βασιλιᾶ·
θὰ τὰ ἱστορήσωμεν, ἐκθέτοντες
μὲ συντομίαν τὰ δεινά, ποὺ ἐπροξενήθησαν
ἀπὸ τοὺς πολέμους κατὰ τὴν διάρκειαν
τῆς βασιλείας του. |
11
Αὐτὸς γὰρ παραλαβὼν βασιλείαν
ἀνέδειξεν ἐπὶ τῶν πραγμάτων
Λυσίαν τινά, Κοίλης δὲ Συρίας
καὶ Φοινίκης στρατηγὸν πρώταρχον.
|
11
Αὐτός, ἀφοῦ παρέλαβε τὴν
βασιλείαν, κατέστησεν ἐπικεφαλῆς τῶν
πραγμάτων τοῦ βασιλείου του κάποιον
Λυσίαν, ἀνώτατον στρατιωτικὸν διοικητὴν
τῆς Κοίλης Συρίας καὶ τῆς Φοινίκης.
|
11
Μόλις ὁ Εὐπάτωρ ἀνέβη εἰς τὸν
βασιλικὸν θρόνον, διώρισεν ὡς κυβερνήτην (πρωθυπουργόν)
τῶν ὑποθέσεων τοῦ βασιλείου του κάποιον
ὀνόματι Λυσίαν, ἀνώτατον διοικητὴν (ἀρχηγόν)
του στρατοῦ τῆς Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης.
|
12
Πτολεμαῖος γὰρ ὁ καλούμενος Μάκρων
τὸ δίκαιον σηντηρεῖν προηγούμενος
εἰς τοὺς Ἰουδαίους διὰ τὴν
γεγονυῖαν εἰς αὐτοὺς ἀδικίαν
ἐπειρᾶτο τὰ πρὸς αὐτοὺς
εἰρηνικῶς διεξάγειν |
12
Διότι ὁ Πτολεμαῖος,
ὁ ἐπονομαζόμενος Μάκρων, πρῶτος
αὐτὸς ἀνεγνώρισε
τὸ δίκαιον τῶν Ἰουδαίων καὶ
διὰ τὴν ἐπανόρθωσιν τῶν ἀδικιῶν,
ποὺ εἶχαν γίνει εἰς αὐτούς,
προσεπάθει νὰ τοὺς κυβερνήσῃ
κατὰ τρόπον εἰρηνικόν.
|
12
Διότι ὁ Πτολεμαῖος, ὁ ἐπονομαζόμενος
Μάκρων καὶ ὁ πρῶτος ποὺ μετεχειρίσθη
μὲ δικαιοσύνην τοὺς Ἰουδαίους, ἔκαμεν
ὅ,τι τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ τοὺς
κυβερνήσῃ εἰρηνικῶς καὶ νὰ
ἐπανορθώσῃ τὶς ἀδικίες, ποὺ
ἔγιναν εἰς βάρος των κατὰ τὸ παρελθόν.
|
13
Ὅθεν κατηγορούμενος ὑπὸ τῶν
φίλων πρὸς τὸν Εὐπάτορα καὶ
προδότης παρέκαστα ἀκούων διὰ
τὸ τὴν Κύπρον ἐμπιστευθέντα
ὑπὸ τοῦ Φιλομήτορος ἐκλιπεῖν
καὶ πρὸς Ἀντίοχον τὸν Ἐπιφανῆ
ἀναχωρῆσαι μήτ' εὐγενῆ τὴν
ἐξουσίαν ἔχων, ὑπ' ἀθυμίας
φαρμακεύσας ἑαυτὸν ἐξέλιπε τὸν
βίον. |
13
Διὰ τὸ γεγονὸς ὅμως
αὐτὸ κατηγορήθη ἀπὸ τοὺς
φίλους τοῦ βασιλέως ἐνώπιον
τοῦ Εὐπάτορος. Διὰ τὸν λόγον
αὐτόν, ἀλλὰ καὶ διότι
εἰς κάθε περίστασιν ὠνομάζετο
προδότης ἐπειδὴ εἶχεν ἐγκαταλείψει
τὴν Κύπρον, ποὺ
τοῦ εἶχεν ἐμπιστευθῆ ὁ Φιλομήτωρ
καὶ εἶχε προσχωρήσει μὲ τὸ μέρος
τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Ἐπιφανοῦς,
καὶ ἐπειδὴ δὲν κατεῖχε πλέον
καμμίαν θέσιν, ὅπως ἁρμόζει
εἰς ἕνα εὐγενῆ,
κατελήφθη ἀπὸ μελαγχολίαν ἐδηλητηρίασε
τὸν ἑαυτόν του καὶ
ἔθεσε τέρμα εἰς τὴν
ζωήν του.
|
13
Ἕνεκα τούτου ὅμως κατηγορήθη καὶ κατηγγέλθη
ἀπὸ τοὺς <Φίλους> τοῦ βασιλέως
εἰς τὸν Εὐπάτορα. Ἀλλὰ
καὶ διότι ἀπὸ κάθε πλευρὰν καὶ
εἰς κάθε περίστασῃ· ὠνομάζετο
προδότης, ἐπειδὴ εἶχεν ἐγκαταλείψει
τὴν Κύπρον, τὴν ὁποίαν τοῦ εἶχεν
ἐμπιστευθῆ ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου,
Πτολεμαῖος ΣΤ' ὁ Φιλομήτωρ, καὶ εἶχε
προσχωρήσει πρὸς τὸν βασιλιᾶ τῆς Συρίας,
Ἀντίοχον Δ' τὸν Ἐπιφανῆ. Καὶ
ἐπειδὴ κατεῖχε μὲν ἀκόμη
δύναμιν, δὲν διέθετεν ὅμως καὶ τὴν
ἐκτίμησιν, ποὺ ἔπρεπε νὰ διαθέτῃ
ἕνεκα τῆς ὑψηλῆς του θέσεως, ἐκυριεύθη
ἀπὸ μελαγχολίαν καὶ αὐτοκτόνησε μὲ
τὸ νὰ δηλητηριάσῃ τὸν ἑαυτόν
του. |
14
Γοργίας δὲ γενόμενος στρατηγὸς τῶν
τόπων ἐξενοτρόφει καὶ παρέκαστα
πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἐπολεμοτρόφει.
|
14
Ὁ δὲ Γοργίας, ὅταν ἔγινε στρατηγὸς
τῶν περιοχῶν ἐκείνων,
ἐστρατολόγησε μισθοφορικὰ στρατεύματα
καὶ εἰς κάθε παρουσιαζομένην
εὐκαιρίαν ἐπολεμοῦσε ἐναντίον
τῶν Ἰουδαίων.
|
14
Ὅταν δὲ ἔγινε στρατηγὸς τῶν
τόπων ἐκείνων ὁ Γοργίας, συνεκέντρωσε καὶ
διατηροῦσε μισθοφορικὸν στρατὸν καὶ
ἐξεμεταλλεύετο κάθε εὐκαιρίαν, ποὺ
τοῦ ἐδίδετο, καὶ εὑρίσκετο εἰς
συνεχῆ πόλεμον κατὰ τῶν Ἰουδαίων.
|
15
Ὁμοῦ δὲ τούτῳ καὶ οἱ
Ἰδουμαῖοι ἐγκρατεῖς ἐπικαίρων
ὀχυρωμάτων ὄντες ἐγύμναζον τοὺς
Ἰουδαίους καὶ τοὺς φυγαδευθέντας
ἀπὸ Ἱεροσολύμων προσλαβόμενοι
πολεμοτροφεῖν ἐπεχείρουν.
|
15
Συγχρόνως δὲ μὲ αὐτὸν καὶ
οἱ Ἰδουμαῖοι ἐκυρίευαν σπουδαῖα
ὀχυρώματα καὶ παρενοχλοῦσαν τοὺς
Ἰουδαίους· ἐπίσης ἐδέχοντο
καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἐξωρίζοντο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ,
καὶ ἐφρόντιζαν μὲ αὐτοὺς
νὰ διατηροῦν τὸν πόλεμον.
|
15
Ταυτοχρόνως καὶ οἱ Ἰδουμαῖοι, οἱ
ὁποῖοι ἤλεγχαν στρατηγικὰ ὀχυρώματα,
παρενωχλοῦσαν τοὺς Ἰουδαίους ἀφοῦ
δὲ προσέφεραν ἄσυλον εἰς ὅσους ἦσαν
ἐξόριστοι καὶ φυγάδες ἀπὸ τὴν
Ἱερουσαλήμ, ἐπροσπαθοῦσαν νὰ εὑρίσκωνται
εἰς συνεχῆ κατάστασιν πολέμου ἐναντίον τῶν
Ἰουδαίων. |
16
Οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ποιησάμενοι
λιτανείαν καὶ ἀξιώσαντες τὸν
Θεὸν σύμμαχον αὐτοῖς γενέσθαι,
ἐπὶ τὰ τῶν Ἰδουμαίων ὀχυρώματα
ὥρμησαν, |
16
Ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ ἄνδρες του,
ἀφοῦ προσηυχήθησαν μὲ εὐλάβειαν
πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν παρεκάλεσαν
μὲ πίστιν νὰ συμπαρασταθῇ ὡς
σύμμαχός των, ὥρμησαν ἐναντίον
τῶν ὀχυρωμάτων, ποὺ κατεῖχαν
οἱ Ἰδουμαῖοι.
|
16
Ὁ δὲ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος καὶ
οἱ ἄνδρες του, ἀφοῦ ἀνέπεμψαν
δημοσίαν ἱκεσίαν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ
τοῦ ἐζήτησαν μὲ πίστιν νὰ γίνῃ
σύμμαχος καὶ βοηθός των, ὥρμησαν ἐναντίον
τῶν φρουρίων τῶν Ἰδουμαίων.
|
17
οἷς καὶ προσβαλόντες εὐρώστως
ἐγκρατεῖς ἐγένοντο τῶν τόπων
πάντας τε τοὺς ἐπὶ τῷ τείχει
μαχομένους ἠμύναντο κατέσφαζόν
τε τοὺς ἐμπίπτοντας, ἀνεῖλον
δὲ οὐχ ἧττον τῶν δισμυρίων.
|
17
Ἐπετέθησαν ἐναντίον αὐτῶν
μὲ μεγάλην εὐρωστίαν καὶ δύναμιν,
ἐκυρίευσαν ὅλους τοὺς τόπους
των, κατεπολέμησαν τοὺς ὑπερασπιστὰς
τῶν τειχῶν καὶ ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι ἔπιπτον εἰς τὰ χέρια
των, τοὺς κατέσφαζαν. Ἐφόνευσαν δὲ
ἔτσι ὄχι ὀλιγωτέρους ἀπὸ
εἴκοσι χιλιάδας.
|
17
Ἀφοῦ δὲ ἐφώρμησαν ἐναντίον των
μὲ γενναιότητα καὶ σθένος, ἐκυρίευσαν τὶς
ὀχυρὲς θέσεις τῶν Ἰδουμαίων·
καὶ ἐπετίθεντο ἐναντίον τῶν μαχητῶν,
ποὺ ἐπήνδρωνάαν τὶς ἐπάλξεις τῶν
τειχῶν, τοὺς ἀπωθοῦσαν καὶ κατέσφαξαν,
ὅσους ἔπεφταν εἰς τὰ χέρια τους·
ἔτσι ἐφόνευσαν ὄχι ὀλιγωτέρους
τῶν εἴκοσι χιλιάδων (20.000).
|
18
Συμφυγόντων δὲ οὐκ ἔλαττον τῶν
ἐνακισχιλίων εἰς δύο πύργους
ὀχυροὺς εὖ μάλα καὶ πάντα
τὰ πρὸς πολιορκίαν ἔχοντας,
|
18
Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς,
τουλάχιστον ἐννέα χιλιάδες, κατέφυγαν
εἰς δυο ὀχυρωτάτους πύργους, ποὺ
εἶχαν μέσα ὅλα ὅσα τοὺς ἐχρειάζοντο,
διὰ νὰ κρατήσουν τὴν πολιορκίαν
καὶ νὰ ἀμυνθοῦν.
|
18
Τουλάχιστον ἐννέα χιλιάδες (9.000) ἀπὸ τοὺς
ἐχθροὺς κατέφυγαν εἰς δύο κατ’ ἐξοχὴν
ὀχυροὺς πύργους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν
ἐφωδιασμένοι μὲ ὅλα, ὅσα ἐχρειάζοντο
οἱ ἀγωνιζόμενοι διὰ νὰ ἀμυνθοῦν
ἐναντίον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
τοὺς ἐπολιορκοῦσαν. |
19
ὁ Μακκαβαῖος εἰς ἐπείγοντας
τόπους ἀπολιπὼν Σίμωνα καὶ Ἰώσηφον,
ἔτι δὲ καὶ Ζακχαῖον καὶ τοὺς
σὺν αὐτῷ ἱκανοὺς πρὸς
τὴν τούτων πολιορκίαν, αὐτὸς
ἐχωρίσθη. |
19
Ὁ Μακκαβαῖος ἀφήσας τὸν Σίμωνα
καὶ τὸν Ἰώσηφον, ὅπως ἐπίσης
καὶ τὸν Ζακχαῖον καὶ μαζῆ μὲ
αὐτοὺς ἀρκετοὺς ἄνδρας διὰ
τὴν πολιορκίαν τῶν δύο πύργων,
αὐτὸς ἀπεμακρύνθη ἀπὸ
τὴν περιοχὴν εἰς σπουδαιοτέρας τοποθεσίας.
|
19
Κατόπιν τούτου ὁ Μακκαβαῖος, ἀφοῦ
ἀφῆκε τὸν Σίμωνα καὶ τὸν Ἰώσηφον,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν Ζακχαῖον
μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του, ἀρκετοὺς
εἰς ἀριθμόν, διὰ νὰ πολιορκήσουν τοὺς
ἐχθρούς, ἐχωρίσθη ἀπὸ αὐτοὺς
καὶ ἀνεχώρησεν εἰς ἄλλους τόπους,
οἱ ὁποῖοι ἐκινδύνευαν καὶ
ἐχρειάζοντο ἐπείγουσαν βοήθειαν.
|
20
Οἱ δὲ περὶ τὸν Σίμωνα φιλαργυρήσαντες
ἀπὸ τίνων τῶν ἐν τοῖς
πύργοις ἐπείσθησαν ἀργυρίῳ·
ἑπτάκις δὲ μυριάδας δραχμὰς
λαβόντες εἴασάν τινας διαρρυῆναι.
|
20
Οἱ στρατιῶται ὅμως τοῦ Σίμωνος,
φιλάργυροι καθὼς ἦσαν, ἐδελεάσθησαν
ἀπὸ τὰ ἀργύρια, ποὺ τοὺς
ἐπρότειναν οἱ ἔγκλειστοι εἰς
τοὺς πύργους. Ἀφοῦ δὲ ἔλαβαν
ἑβδομήκοντα χιλιάδες δραχμάς, ἐπέτρεψαν
εἰς μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πολιορκημένους
νὰ διαφύγουν.
|
20
Ἀλλ’ οἱ ἄνδρες τοῦ Σίμωνος, ἄπληστοι
καθὼς ἦσαν διὰ χρήματα, ἐδέχθησαν
νὰ δωροδοκηθοῦν καὶ νὰ ἑξαγορασθοῦν
ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ εὑρίσκοντο
μέσα εἰς τοὺς ὀχυροὺς πύργους. Ἀφοῦ
δὲ ἔλαβαν ἀπὸ αὐτοὺς ἑβδομῆντα
χιλιάδες (70.000) δραχμές, ἐπέτρεψαν εἰς ὡρισμένους
ἀπὸ τοὺς πολιορκημένους νὰ διαφύγουν.
|
21
Προσαγγελθέντος δὲ τῷ Μακκαβαίῳ
περὶ τοῦ γεγονότος, συναγαγὼν τοὺς
ἡγουμένους τοῦ λαοῦ κατηγόρησεν
ὡς ἀργυρίου πεπράκασι τοὺς ἀδελφούς,
τοὺς πολεμίους κατ' αὐτῶν ἀπολύσαντες.
|
21
Ὅταν ὁ Μακκαβαῖος ἐπληροφορήθη
τὸ γεγονός, συνεκέντρωσε τοὺς ἀρχηγοὺς
τοῦ λαοῦ καὶ κατηγόρησε τοὺς
ἀνθρώπους αὐτούς, ὅτι ἐπώλησαν
ἀντὶ ἀργυρίου τοὺς ἀδελφούς
των, ἐφ' ὅσον ἀφῆκαν ἐλευθέρους
τοὺς ἐχθρούς των νὰ διαφύγουν
ὡπλισμένοι καὶ τοὺς ἔδωσαν τὴν
εὐκαιρίαν νὰ στραφοῦν ἐναντίον
των. |
21
Ὅταν ὁ Μακκαβαῖος ἐπληροφορήθη περὶ
τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, συνεκέντρωσε τοὺς
ἄρχοντας τοῦ λαοῦ καὶ κατηγόρησε τοὺς
ἀνθρώπους ἐκείνους, ὅτι ἐπώλησαν τοὺς
ἀδελφούς των χάριν χρημάτων, ἐφ' ὅσον
ἀφῆκαν ἐλευθέρους τοὺς ἐχθρούς
των νὰ διαφύγουν. |
22
Τούτους μὲν οὖν προδότας γενομένους
ἀπέκτεινε καὶ παραχρῆμα τοὺς
δύο πύργους κατελάβετο.
|
22
Αὐτοὺς μέν, λοιπόν, οἱ ὁποῖοι
ἀντὶ χρημάτων ἔγιναν προδόται,
ἐθανάτωσε, κατέλαβε δὲ ἀμέσως
τοὺς δύο πύργους.
|
22
Αὐτοὺς λοιπόν, οἱ ὁποῖοι χάριν
χρημάτων ἔγιναν προδόται τῶν ἀδελφῶν
των, τοὺς ἐξετέλεσε καὶ εὐθὺς
ἀμέσως ἐκυρίευσε τοὺς δύο ὀχυροὺς
πύργους. |
23
Τοῖς δὲ ὅπλοις τὰ πάντα ἐν
ταῖς χερσὶν εὐοδούμενος ἀπώλεσεν
ἐν τοῖς δυσὶν ὀχυρώμασι πλείους
τῶν δισμυρίων. |
23
Ἐπιτυχῶς δὲ πάντοτε διεξάγων
τὰς πολεμικάς του ἐπιχειρήσεις ἐφόνευσεν
εἰς τὰ δύο αὐτὰ φρούρια
πλέον τῶν εἴκοσι χιλιάδων ἀνδρῶν.
|
23
Ἔχων δὲ ἐπιτυχίες εἰς ὅλες τὶς
πολεμικές του ἐπιχειρήσεις, ἐφόνευσεν εἰς
τοὺς δύο ἐκείνους ὀχυροὺς πύργους
περισσοτέρους ἀπὸ εἴκοσι χιλιάδες (20.000)
ἐχθρούς! |
24
Τιμόθεος δὲ ὁ πρότερον ἡττηθεὶς
ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων συναγαγὼν
ξένας δυνάμεις παμπληθεῖς καὶ τοὺς
τῆς Ἀσίας γενομένους ἵππους
συναθροίσας οὐκ ὀλίγους, παρῆν
ὡς δορυάλωτον ληψόμενος τὴν Ἰουδαίαν.
|
24
Ὁ Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος προηγουμένως
εἶχε νικηθῆ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους,
συνεκέντρωσε πλῆθος ξένων στρατιωτῶν,
ὅπως ἐπίσης καὶ πολυάριθμον
ἱππικὸν ἀπὸ τὴν Ἀσίαν
καὶ παρουσιάσθη ἐντὸς ὀλίγου
εἰς τὴν Ἰουδαίαν, διὰ νὰ
τὴν κατακτήσῃ μὲ τὰ ὅπλα.
|
24
Ὁ δὲ Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος εἶχεν
ἡττηθῇ προηγουμένως ἀπὸ τοὺς
Ἰουδαίους, ἀφοῦ συνεκέντρωσε καταπληκτικὴν
στρατιωτικὴν δύναμιν μισθοφόρων καὶ ἀφοῦ
συνήθροισε σημαντικὸν ἀριθμὸν ἱππικοῦ
ἀπὸ τὴν Ἀσίαν, ἐπροχώρησε
καὶ παρουσιάσθη εἰς τὴν Ἰουδαίαν,
διὰ νὰ ἐπιτεθῇ καὶ τὴν
καταλάβῃ με τὴν δύναμιν τῶν ὅπλων.
|
25
Οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον συνεγγίζοντος
αὐτοῦ, πρὸς ἱκετείαν τοῦ
Θεοῦ ἐτράπησαν γῇ τὰς κεφαλὰς
καταπάσαντες καὶ τὰς ὀσφύας
σάκκοις ζώσαντες, |
25
Ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ περὶ αὐτόν,
ὅταν ἔφθασεν ὁ Τιμόθεος, ἐστράφησαν
εἰς θερμὴν προσευχὴν πρὸς τὸν
Θεόν. Ἔρριψαν χῶμα εἰς τὴν κεφαλήν
των, ἐζώσθησαν σάκκους εἰς τὴν
μέσην των,
|
25
Ἐνῷ δὲ ὁ Τιμόθεος ἐπλησίαζεν,
ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ ἄνδρες του
ἐστράφησαν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ
θερμὴν προσευχὴν ἀφοῦ δὲ ἐπασπάλισαν
τὴν κεφαλήν των μὲ χῶμα καὶ
ἔζωσαν τὴν μέσην των μὲ τρίχινον πένθιμον
ἔνδυμα εἰς ἔνδειξιν ταπεινώσεως καὶ
πένθους, |
26
ἐπὶ τὴν ἀπέναντι τοῦ θυσιαστηρίου
κρηπῖδα προσπεσόντες, ἠξίουν ἴλεων
αὐτοῖς γενόμενον ἐχθρεῦσαι τοῖς
ἐχθροῖς αὐτῶν καὶ ἀντικεῖσθαι
τοῖς ἀντικειμένοις, καθὼς ὁ
νόμος διασαφεῖ. |
26
ἐγονάτισαν εἰς τὴν βάσιν τοῦ
θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ
παρεκάλεσαν τὸν Κύριον νὰ φανῇ
ἵλεως εἰς αὐτούς, νὰ γίνῃ
δὲ ἐχθρὸς εἰς τοὺς ἐχθρούς
των καὶ πολέμιος εἰς τοὺς πολεμίους
των, ὅπως καὶ ὁ Νόμος
σαφῶς ἀναφέρει.
|
26
ἐγονάτισαν ἰκετευτικῶς εἰς τὴν
βάσιν καὶ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ
θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων. Ἐπαρακαλοῦσαν
δὲ τὸν Θεὸν νὰ τοὺς εὐσπλαγχνισθῆ
καὶ <νὰ γίνῃ ἐχθρὸς πρὸς
ὅσους εἶναι ἐχθροί των καὶ νὰ
σταθῇ ἀντιμέτωπος πρὸς τοὺς ἀντιπάλους
των>, ὅπως καθορίζει μὲ σαφήνειαν ὁ Νόμος.
|
27
Γενόμενοι δὲ ἀπὸ τῆς δεήσεως,
ἀναλαβόντες τὰ ὅπλα προῆγον
ἀπὸ τῆς πόλεως ἐπὶ πλεῖον·
συνεγγίσαντες δὲ τοῖς πολεμίοις ἐφ'
ἑαυτῶν ἦσαν. |
27
Μετὰ δὲ τὴν προσευχήν των ἐπῆραν
τὰ ὅπλα καὶ ἐξῆλθαν ἀπὸ
τὴν πόλιν εἰς μακρυνὴν ἀπόστασαν.
Ὅταν ἔφθασαν κοντὰ εἰς τοὺς
ἐχθρούς, ἐσταμάτησαν.
|
27
Ὅταν δὲ ἐτελείωσαν τὴν προσευχήν
των, ἔλαβαν τὰ ὅπλα των καὶ ἐπροχώρησαν
ἀρκετὴν ἀπόστασιν ἀπὸ τὴν
πόλιν (τὴν Ἱερουσαλήμ)· ὅταν
δὲ ἐπλησίασαν τοὺς ἐχθρούς, ἐσταμάτησαν.
|
28
Ἄρτι δὲ τῆς ἀνατολῆς διαδεχομένης
προσέβαλαν ἑκάτεροι, οἱ μὲν
ἔγγυον ἔχοντες εὐημερίας καὶ
νίκης μετ' ἀρετῆς τὴν ἐπὶ
τὸν Κύριον καταφυγήν, οἱ δὲ
καθηγεμόνα τῶν ἀγώνων ταττόμενοι
τὸν θυμόν. |
28
Μόλις δὲ ὑπέφωσκεν ἡ ἀνατολή,
ἦλθον εἰς σύρραξιν οἱ δύο ἀντίπαλοι
ἐχθροί, οἱ μὲν Ἰουδαῖοι
εἶχον ὡς ἐγγύησιν
τῆς ἐπιτυχίας
τῆς νίκης των, ἐκτὸς τῆς
ἀνδρείας των, τὴν βοήθειαν πρὸ
παντὸς τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖον
κατέφυγαν, οἱ
ἄλλοι δὲ εἶχον τὸν θυμόν
των ὡς ὁδηγὸν κατὰ τὴν μάχην.
|
28
Μόλις ἄρχισε νὰ ὑποφώσκῃ τὸ
πρῶτον φῶς τοῦ πρωινοῦ, οἱ δύο
στρατοὶ συνεκρούσθησαν καὶ οἱ μὲν
Ἰουδαῖοι εἶχαν ὡς ἐγγύησιν
τῆς εὐοδώσεως, τῆς ἐπιτυχίας
καὶ τῆς νίκης των, ἐκτὸς ἀπὸ
τὴν ἀρετὴν τῆς ἀνδρείας των,
τὴν καταφυγήν των εἰς τὸν Κύριον·
οἱ δὲ ἐχθροί των, οἱ ἐθνικοί,
εἶχαν ὡς ὁδηγὸν καὶ κυριώτερον
στήριγμά των εἰς τὸν ἀγῶνα τὴν
ὁρμὴν καὶ τὴν ὀργήν των.
|
29
Γενομένης δὲ καρτερᾶς μάχης, ἐφάνησαν
τοῖς ὑπεναντίοις ἐξ οὐρανοῦ
ἐφ' ἵππων χρυσοχαλίνων ἄνδρες πέντε
διαπρεπεῖς, καὶ ἀφηγούμενοι τῶν
Ἰουδαίων, |
29
Κατὰ τὴν ἔντασιν δὲ τῆς μεγάλης
ἐκείνης μάχης
ἐφάνησαν ἀπὸ
τὸν οὐρανὸν εἰς τοὺς
ἐχθροὺς πέντε ἄνδρες
ποὺ ἄστραφταν ἐπάνω εἰς ἵππους
μὲ χρυσᾶ χαλινάρια καὶ οἱ ὁποῖοι
ἐφαίνοντο ὡσὰν ἀρχηγοὶ
τῶν Ἰουδαίων.
|
29
Ἐνῷ δὲ ὁ πόλεμος ἐμαίνετο καὶ
ἡ μάχῃ εὑρίσκετο εἰς τὸ ἀποκορύφωμα
καὶ εἰς τὸ πλέον κρίσιμον σημεῖον
της, παρουσιάσθησαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἐχθροὺς
πέντε λαμπεροί, ἀκτινοβόλοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς
ἄνδρες ἐπάνω εἰς ἵππους μὲ
χρυσᾶ χαλινάρια, οἱ ὁποῖοι ἦσαν
ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἰουδαίων.
|
30
οἳ καὶ τὸν Μακκαβαῖον μέσον
λαβόντες καὶ σκεπάζοντες ταῖς ἑαυτῶν
πανοπλίαις ἄτρωτον διεφύλαττον, εἰς
δὲ τοὺς ὑπεναντίους τοξεύματα
καὶ κεραυνοὺς ἐξερρίπτουν· διὸ
συγχυθέντες ἀορασίᾳ κατεκόπτοντο
ταραχῆς πεπληρωμένοι. |
30
Αὐτοὶ εἶχαν καὶ τὸν Μακκαβαῖον
εἰς τὸ μέσον αὐτῶν καὶ
σκεπάζοντες αὐτὸν μὲ τὰς πανοπλίας
των τὸν διεφύλαττον ἄτρωτον ἀπὸ
τὰ βέλη, ἐνῷ συγχρόνως ἔρριπτον
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν βέλη
καὶ κεραυνούς.
Οἱ ἐχθροὶ ἕνεκα τυφλώσεως περιέπεσαν
εἰς σύγχυσιν καὶ κυριευθέντες
ἀπὸ ταραχὴν κατεκόπτοντο
ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
|
30
Αὐτοὶ περιεκύκλωσαν τὸν Μακκαβαῖον
καί, ἀφοῦ τὸν ἐσκέπασαν μὲ
τὶς πανοπλίες των, τὸν διεφύλατταν ἀπρόσβλητον
ἀπὸ τὰ βέλη καὶ τὰ δόρατα τῶν
ἐχθρῶν. Ταυτοχρόνως ἔρριπταν ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν βέλη καὶ κεραυνούς. Ἕνεκα
τούτου οἱ ἐχθροί, ἀφοῦ ἔπαθαν
σύγχυσιν λόγῳ τυφλώσεως, περιῆλθαν εἰς πλήρη
ταραχὴν καὶ ἀμηχανίαν καὶ κατεσφάζοντο
ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
|
31
Κατεσφάγησαν δὲ δισμύριοι πρὸς τοῖς
πεντακοσίοις, ἱππεῖς δὲ ἑξακόσιοι.
|
31
Ἐφονεύθησαν εἴκοσι χιλιάδες πεντακόσιοι
πεζοὶ καὶ ἑξακόσιοι ἱππεῖς.
|
31
Τότε κατεσφάγησαν ἀπὸ τὴν παράταξιν τῶν
ἐχθρῶν εἴκοσι χιλιάδες πεντακόσιοι (20.500)
πεζοὶ καὶ ἑξακόσιοι (600) ἱππεῖς.
|
32
Αὐτὸς δὲ ὁ Τιμόθεος συνέφυγεν
εἰς Γάζαρα λεγόμενον ὀχύρωμα,
εὖ μάλα φρούριον, στρατηγοῦντος ἐκεῖ
Χαιρέου. |
32
Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Τιμόθεος, διὰ
νὰ σωθῇ, κατέφυγεν
εἰς μίαν ὀχυρὰν θέσιν
λεγομένην Γάζαρα· εἰς φρούριον
δηλαδὴ πολὺ ἰσχυρόν, τοῦ ὁποίου
διοικητὴς ἦτο ὁ Χαιρέας.
|
32
Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Τιμόθεος κατέφυγεν εἰς
ὀχυρὸν φρούριον ὀνομαζόμενον Γάζαρα, τὸ
ὁποῖον ἦταν πολὺ καλὰ ὠχυρωμένον
καὶ τοῦ ὁποίου διοικητὴς ἦταν
ὁ Χαιρέας. |
33
Οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἄσμενοι
περιεκάθισαν τὸ φρούριον ἡμέρας
τέσσαρας. |
33
Ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν
χαρούμενοι καὶ βέβαιοι διὰ τὴν
νίκην περιεκύκλωσαν τὸ
φρούριον αὐτὸ ἐπὶ τέσσαρας
ἡμέρας.
|
33
Οἱ δὲ ἄνδρες τοῦ Μακκαβαίου μὲ
πολλὴν χαρὰν καὶ ἐνθουσιασμὸν
περιεκύκλωσαν καὶ ἐπολιόρκησαν ἐπὶ
τέσσερις ἡμέρες τὸ φρούριον ἐκεῖνο.
|
34
Οἱ δὲ ἔνδον τῇ ἐρυμνότητι
τοῦ τόπου πεποιθότες ὑπεράγαν
ἐβλασφήμουν καὶ λόγους ἀθεμίτους
προΐεντο. |
34
Οἱ πολιορκούμενοι ἔχοντες πεποίθησιν
εἰς τὸ ὀχυρὸν καὶ ἀπόκρημνον
τῆς θέσεως αὐτῆς ἐξεστόμιζεν
φοβερὰς βλασφημίας καὶ ἐξεσφενδόνιζαν
ἀσεβεῖς φράσεις
ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
|
34
Οἱ δὲ πολιορκούμενοι, ἔχοντες πεποίθησιν
εἰς τὴν ὀχύρωσιν καὶ τὴν ἀσφάλειαν
τοῦ ὀχυροῦ των, διότι τοῦτο εὑρίσκετο
εἰς ἀπόκρημνον τοποθεσίαν, ἐξεστόμιζαν
φοβερὲς καὶ βαρύτατες βλασφημίες καὶ
ἐπρόφεραν ἀσεβεῖς καὶ προσβλητικὲς
ὕβρεις κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν
πολιορκητῶν. |
35
Ὑποφαινούσης δὲ τῆς πέμπτης
ἡμέρας, εἴκοσι νεανίαι τῶν περὶ
τὸν Μακκαβαῖον πυρωθέντες τοῖς θυμοῖς
διὰ τὰς βλασφημίας, προσβαλόντες τῷ
τείχει ἀρρενωδῶς καὶ θηριώδει
θυμῷ τὸν ἐμπίπτοντα ἔκκοπτον.
|
35
Ὅταν ὅμως ἤρχισε νὰ ὑποφώσκῃ
ἡ πέμπτη ἡμέρα, εἴκοσι νεαροὶ
ἄνδρες ἀπὸ τὸ στράτευμα τοῦ
Μακκαβαίου. Τῶν ὁποίων ἡ ψυχὴ
εἶχεν ἀνάψει ἀπὸ
θυμὸν διὰ τὰς βλασφημίας αὐτοῦ
ἐπετέθησαν μὲ
γενναιότητα ἐναντίον
τοῦ τείχους καὶ μὲ θάρρος θηρίων
ἔσφαζαν καθένα, ποὺ εὑρίσκετο
ἐμπρός των.
|
35
Μόλις ὅμως ἄρχισε νὰ ὑποφώσκη ἡ
πέμπτη ἡμέρα, εἴκοσι νέοι ἄνθρωποι ἀπὸ
τὸν στρατὸν τοῦ Μακκαβαίου, τῶν ὁποίων
ἡ ψυχὴ ἄναψε ἀπὸ ὀργὴν
καὶ θυμὸν διὰ τὶς βλασφημίες τῶν
πολιορκουμένων, ἐπετέθησαν καὶ ὥρμησαν πρὸς
τὸ τεῖχος μὲ ἀνδρείαν, καὶ μὲ
θάρρος καὶ θυμὸν θηριώδη ἔσφαζαν ὅποιον
ἔπεφτε εἰς τὰ χέρια των.
|
36
Ἕτεροι δὲ ὁμοίως προσαναβάντες
ἐν τῷ περισπασμῶ πρὸς τοὺς ἔνδον,
ἐνεπίμπρων τοὺς πύργους καὶ
πυρὰς ἀνάψαντες ζῶντας τοὺς
βλασφήμους κατέκαιον. Οἱ δὲ τὰς
πύλας διέκοπτον, εἰσδεξάμενοι οἱ
τὴν λοιπὴν τάξιν προκατελάβοντο τὴν
πόλιν, |
36
Καθ' ὃν χρόνον αὐτοὶ ἦσαν ἀπησχολημένοι
μὲ τοὺς ἐντὸς τοῦ φρουρίου
ἐχθρούς, ἄλλοι Ἰουδαῖοι στρατιῶται
ἀνήρχοντο κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον
ὄπισθεν ἀπὸ αὐτοὺς εἰς
τὸ τεῖχος καὶ
ἔκαιαν τοὺς πύργους καὶ ἀνάπτοντες
πυρὰς ἔκαιαν ζωντανοὺς
τοὺς βλασφήμους. Ἄλλοι ἔσπαζαν τὰς
πύλας, διὰ νὰ
ἀνοίξουν δρόμον εἰς τὸν ὑπόλοιπον
στρατόν, καὶ ἔτσι κατέλαβαν τὴν
πόλιν.
|
36
Ἄλλοι δέ, ἀφοῦ ἀνέβησαν κατὰ
τὸν ἴδιον ἀνδρεῖον τρόπον ἔπειτα
ἀπὸ αὐτούς, καὶ ἐνῷ οἱ
πρῶτοι ἦσαν ἀπασχολημένοι μὲ τὴν
φρουρὰν ποὺ ἦταν εἰς τὸ ἐσωτερικὸν
τοῦ ὀχυροῦ, ἔβαζαν φωτιὰ εἰς
τοὺς πύργους. Καὶ ἀφοῦ ἄναψαν
φωτιές, κατέκαιαν ἐπάνω εἰς αὐτοὺς
ζωντανοὺς τοὺς βλασφήμους. Ἄλλοι πάλιν ἔσπαζαν
καὶ συνέτριβαν τὶς πύλες καὶ ἔτσι,
ἀφοῦ ἐλευθέρωσαν τὶς εἰσόδους,
ὑπεδέχθησαν μέσα καὶ τὸν ὑπόλοιπον
στρατὸν καὶ μὲ αὐτὸν τὸν
τρόπον κατέλαβαν τὴν πόλιν. |
37
καὶ τὸν Τιμόθεον ἀποκεκρυμμένον
ἐν τινι λάκκῳ κατέσφαξαν καὶ
τὸν τούτου ἀδελφὸν Χαιρέαν καὶ
τὸν Ἀπολλοφάνην.
|
37
Καὶ τὸν Τιμόθεον κρυμμένον εἰς
κάποιον λάκκον τὸν ἐφόνευσαν,
ὅπως ἐπίσης τὸν ἀδελφόν
του Χαιρέαν καὶ τὸν Ἀπολλοφάνην.
|
37
Τὸν δὲ Τιμόθεον, ποὺ εἶχε κρυφθῇ
εἰς κάποιαν δεξαμενήν, τὸν εὑρῆκαν
καὶ τὸν κατέσφαξαν, ὅπως ἐπίσης καὶ
τὸν ἀδελφόν του Χαιρέαν καὶ τὸν Ἀπολλοφάνην.
|
38
Ταῦτα δὲ διαπραξάμενοι μεθ' ὕμνων
καὶ ἐξομολογήσεων εὐλόγουν τῷ
Κυρίῳ τῷ μεγάλως εὐεργετοῦντι
τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸ νῖκος
αὐτοῖς διδόντι. |
38
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὰ ἠρωϊκὰ
αὐτὰ κατορθώματα εὐλογοῦσαν
μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίας τὸν
Κύριον, ὁ ὁποῖος πλουσίως εὐεργετοῦσε
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ ἔδιδεν
εἰς αὐτοὺς τὴν νίκην.
|
38
Ἀφοῦ δὲ ἔκαμαν ὅλα αὐτά,
ἐδοξολογοῦσαν μὲ ὕμνους καὶ
εὐχαριστίες τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος
εὐεργετοῦσε μὲ πλῆθος εὐεργεσιῶν
τὸν Ἰσραὴλ καὶ ἔδιδιν εἰς
αὐτοὺς τὴν νίκην. |