Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δὲ
Νικάνωρ μεταλαβὼν τοὺς περὶ τὸν
Ἰούδαν ὄντας ἐν τοῖς κατὰ
Σαμάρειαν τόποις, ἐβουλεύσατο τῇ
τῆς καταπαύσεως ἡμέρᾳ μετὰ
πάσης ἀσφαλείας αὐτοῖς ἐπιβαλεῖν.
|
Μικάνωρ
ἐπληροφορήθη, ὅτι ὁ Ἰούδας
καὶ οἱ σύντροφοί του εὑρίσκοντο
εἰς τοὺς περὶ τὴν Σαμάρειαν
τόπους. Ἐσκέφθη, λοιπόν, νὰ
ἐπιτεθῇ ἐναντίον τῶν ἐκεῖ
κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀργίας
τοῦ Σαββάτου, διὰ νὰ ἔχῃ
ἔτσι ἀσφαλῆ τὴν ἐπιτυχίαν.
|
ταν
ὁ Νικάνωρ ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ Ἰούδας
καὶ οἱ ἄνδρες τοῦ εὑρίσκοντο
εἰς τὴν πέριξ τῆς Σαμαρείας περιοχήν, ἀπεφάσισε
νὰ τοὺς ἐπιτεθῇ κατὰ τὴν
ἡμέραν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, διότι
ἡ ἐπίθεσις κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
θὰ ἐγινετο μὲ ἀσφάλειαν, ἀφού
οἰ Ἰουδαῖοι δὲν θὰ προέτασσαν
ἀντίδρασιν. |
2
Τῶν δὲ κατ' ἀνάγκην συνεπομένων
αὐτῷ Ἰουδαίων λεγόντων·
μηδαμῶς οὕτως ἀγρίως καὶ βαρβάρως
ἀπολέσῃς, δόξαν δὲ ἀπομέρισον
τῇ προτετιμημένῃ ὑπὸ τοῦ
πάντα ἐφορῶντος μεθ' ἁγιότητος
ἡμέρᾳ. |
2
Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι
ἐξ ἀνάγκης τὸν ἀκολουθοῦσαν,
τοῦ εἶπαν· <μὴ θελήσῃς
ποτὲ νὰ φονεύσῃς αὐτοὺς
κατὰ τὸν ἄγριον καὶ
βάρβαρον αὐτὸν τρόπον, ἀλλὰ
τίμησε καὶ σὺ τὴν ἡμέραν
αὐτήν, ἡ ὁποία
ἔχει ἁγιασθῆ ἀπὸ τὸν τὰ
πάντα ἐπιβλέποντα Θεόν>.
|
2
Ὅμως οἰ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι
εἶχαν ἑξαναγκασθῆ διὰ τῆς βίας
νὰ ἀκολουθήσουν τὸν στρατόν του, τοῦ
εἶπαν: <Μὲ κανένα τρόπον μὴ τοὺς
ἐξοντώσῃς ἔτσι ἄγρια καὶ
βάρβαρα· ἀλλὰ τίμησε καὶ δεῖξε
σεβασμὸν εἰς τὴν ἡμέραν, ἡ ὁποία
ἔχει ξεχωρισθῇ καὶ ἁγιασθῇ ἀπὸ
Ἐκεῖνον, ποὺ ἐπιβλέπει καὶ ἐποπτεύει
τὰ πάντα>. |
3
Ὁ δὲ τρισαλιτήριος ἐπηρώτησεν,
εἰ ἔστιν ἐν οὐρανῷ δυνάστης
ὁ προστεταχὼς ἄγειν τὴν τῶν
σαββάτων ἡμέραν; |
3
Τότε ὁ τρισαλιτήριος Νικάνωρ ἠρώτησε
νὰ πληροφορηθῇ, ἐὰν
πράγματι ὑπάρχῃ εἰς τὸν
οὐρανὸν Κύριος, ὁ ὁποῖος
διέταξε νὰ ἐορτάζεται ἡ ἡμέρα
αὐτὴ τοῦ Σαββάτου.
|
3
Ὁ δὲ τρισκατάρατος, παγκάκιστος, ἀσεβὴς
καὶ φθοροποιὸς Νικάνωρ ἐρώτησε μὲ
σκληρότητα καὶ ἀναίδειαν, ἐὰν ὑπάρχῃ
εἰς τὸν οὐρανὸν κυβερνήτης (κυρίαρχος),
ὁ ὁποῖος ἔχει διατάξει τὴν τήρησιν
τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου.
|
3
Τὸν δὲ ἀποφηναμένων· ἔστιν
ὁ Κύριος ζῶν αὐτὸς ἐν
οὐρανῷ δυνάστης ὁ κελεύσας ἀσκεῖν
τὴν ἑβδομάδα· |
4
Ἐκεῖνοι ἀπήντησαν· <μάλιστα
ὑπάρχει. Εἶναι ὁ Κύριος, ὁ
ζῶν καὶ πραγματικὸς Θεός, ὁ
Δεσπότης τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ὁποῖος
διέταξε νὰ ἐορτάζεται ἡ ἑβδόμη
αὐτὴ ἡμέρα>.
|
4
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι τοῦ ἀπάντησαν:
<Ὁ Κύριος, ὁ ζωντανός, πραγματικὸς καὶ
μόνος ἀληθινὸς Θεός, αὐτὸς εἶναι
κυβερνήτης (κυρίαρχος) εἰς τὸν οὐρανόν,
ὁ Ὁποῖος διέταξε νὰ ἐορτάζεται
ὡς ἁγία ἡ ἑβδόμη ἡμέρα,
ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου>.
|
5
ὁ δὲ ἕτερος· κἀγώ, φησί,
δυνάστης ἐπὶ τῆς γῆς ὁ
προστάσσων αἴρειν ὅπλα καὶ τὰς
βασιλικὰς χρείας ἐπιτελεῖν. Ὅμως
οὐ κατέσχεν ἐπιτελέσαι τὸ σχέτλιον
αὐτοῦ βούλημα |
5
<Καὶ ἐγώ, ἀπήντησεν ἐκεῖνος,
εἶμαι ὁ κύριος ἐπάνω εἰς
τὴν γῆν καὶ διατάσσω νὰ πάρετε
τὰ ὅπλα, διὰ νὰ ἐκτελέσετε
τὴν ἐντολὴν τοῦ βασιλέως>.
Ἀλλὰ δὲν ἐπέτυχε νὰ πραγματοποίησῃ
τὴν κακήν του αὐτὴν ἀπόφασιν.
|
5
Καὶ ὁ Νικάνωρ ἀνταπήντησε μὲ ἐγωϊσμὸν
καὶ σκληρότητα: <Καὶ ἐγὼ ὡς
κυβερνήτης (κυρίαρχος) ἐπὶ τῆς γῆς
εἶμαι ἐκεῖνος, ποὺ σᾶς διατάσσω
νὰ ἀναλάβετε τὰ ὅπλα σας καὶ
νὰ ἐπιτελέσετε τὸ χρέος σας πρὸς τὸν
βασιλιᾶ>. Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν
ἐπέτυχε νὰ φέρεις πέρας τὸ ἀποτρόπαιον,
μοχθηρόν, ἄθλιον καὶ ἐλεεινόν του σχέδιον.
|
6
καὶ ὁ μὲν Νικάνωρ μετὰ πάσης
ἀλαζονείας ὑψαυχένων, διεγνώκει
κοινὸν τῶν περὶ τὸν Ἰούδαν
συστήσασθαι τρόπαιον. |
6
Καὶ ὁ μὲν Νικάνωρ ἀλαζονευόμενος
καὶ ὑπερηφανευόμενος εἶχε κατὰ
νοῦν νὰ στήσῃ ἕνα κοινὸν
τρόπαιον διὰ τὴν νίκην του ἐναντίον
τοῦ Ἰούδα καὶ τῶν συντρόφων
του. |
6
Καὶ ἐνῷ ὁ μὲν Νικάνωρ μὲ
κομπασμὸν καὶ ὑπερηφάνειαν καὶ μὲ
ἀπεριόριστον ἀλαζονείαν εἶχε σχεδιάσει νὰ
στήσῃ κοινὸν μνημεῖον διὰ τὴν
νίκην του κατὰ τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ
στρατοῦ του, |
7
Ὁ δὲ Μακκαβαῖος ἦν ἀδιαλείπτως
πεποιθὼς μετὰ πάσης ἐλπίδος
ἀντιλήψεως τεύξασθαι παρὰ τοῦ
Κυρίου |
7
Ὁ Ἰούδας ὅμως ὁ Μακκαβαῖος
μὲ ἀκλόνητον τὴν πεποίθησίν
του εἰς τὸν Θεόν, ἐστήριζε τὴν
βέβαιον ἐλπίδα του ὅτι θὰ λάβῃ
βοήθειαν ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου.
|
7
ὁ Μακκαβαῖος ἔμενε σταθερὸς εἰς
τὴν μετὰ πάσης βεβαιότητος πεποίθησίν του, ὅτι
θὰ ἐλάμβανε βοήθειαν ἀπὸ τὸν
Κύριον. |
8
καὶ παρεκάλει τοὺς σὺν αὐτῷ
μὴ δειλιᾶν τὴν τῶν ἐθνῶν
ἕφοδον, ἔχοντας δὲ κατὰ νοῦν
τὰ προγεγονότα αὐτοῖς ἀπ' οὐρανοῦ
βοηθήματα καὶ τανῦν προσδοκᾶν τὴν
παρὰ τοῦ Παντοκράτορος ἐσομένην
αὐτοῖς νίκην καὶ βοήθειαν.
|
8
Ἐνεθάρρυνε δὲ καὶ ἐνίσχυε
τοὺς ἄνδρας του, νὰ μὴ δειλιάσουν
ἀπὸ τὴν ἔφοδον τῶν εἰδωλολατρῶν,
ἀλλὰ νὰ
ἐνθυμοῦνται τὰ προγενέστερα
γεγονότα, κατὰ τὰ
ὁποῖα εἶχον λάβει ἀπὸ
τὸν οὐρανὸν βοήθειαν καὶ νὰ
περιμένουν βεβαίαν τὴν βοήθειαν καὶ
τὴν νίκην, ἡ ὁποία θὰ
δοθῇ εἰς αὐτοὺς ἀπὸ τὸν
Παντοκράτορα Θεόν.
|
8
Ἐτόνωνε δὲ καὶ ἐνεθάρρυνε
τοὺς ἄνδρας του νὰ μὴ φοβηθοῦν
καὶ ἀποθαρρυνθοῦν ἀπὸ τὴν
ἕφοδον τῶν ἐθνικῶν ἀλλ’ ἐνθυμούμενοι
τὴν βοήθειαν, ποὺ εἶχαν λάβει εἰς
τὸ παρελθὸν ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
νὰ περιμένουν καὶ τώρα μὲ βεβαίαν
ἐλπίδα τὴν νίκην καὶ τὴν βοήθειαν,
ἡ ὁποία θὰ ἐχαρίζετο εἰς αὐτοὺς
ἀπὸ τὸν παντοκράτορα Κύριον.
|
9
Καὶ παραμυθούμενος αὐτοὺς ἐκ
τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν,
προσυπομνήσας δὲ αὐτοὺς καὶ
τοὺς ἀγῶνας, οὓς ἦσαν ἐκτετελεκότες,
προθυμοτέρους αὐτοὺς κατέστησε.
|
9
Ἐνίσχυε δὲ αὐτοὺς μὲ τὴν
ἀνάγνωσιν καταλλήλων τεμαχίων ἀπὸ
τὸν Νόμον καὶ τοὺς προφήτας
καὶ ὑπενθύμιζεν εἰς αὐτοὺς
τοὺς νικηφόρους ἀγῶνας, τοὺς
ὁποίους εἶχαν πραγματοποιήσει. Ἔτσι
τοὺς κατέστησε προθυμοτέρους
καὶ γενναιοτέρους διὰ τὴν μάχην.
|
9
Ἐπαρηγοροῦσε δὲ καὶ ἐνίσχυε
τοὺς ἄνδρας του μὲ ἀποσπάσματα καταλλήλων
κειμένων ἀπὸ τὸν Νόμον καὶ τοὺς
Προφήτας καί, ἀφοῦ ἐπὶ πλέον τοὺς
ὑπενθύμισε τὶς μάχες, τὶς ὅποιες
εἶχαν ἤδη κερδίσει μὲ ἐπιτυχίαν, τοὺς
ἐγέμισε μὲ νέον ἐνθουσιασμὸν καὶ
τοὺς κατέστησε προθυμοτέρους διὰ τὴν ἐπικειμένην
μάχην. |
10
καὶ τοῖς θυμοῖς
διεγείρας αὐτοὺς παρήγγειλεν ἅμα
παρεπιδεικνὺς τὴν τῶν ἐθνῶν
ἀθεσίαν καὶ τὴν τῶν ὅρκων
παράβασιν. |
10
Ἀφοῦ δὲ διήγειρε καὶ ἐνίσχυσεν
αὐτῶν τὸν ἐνθουσιασμὸν
καὶ τὸ θάρρος, καὶ ἀφοῦ
ταυτοχρόνως παρουσίασε τὴν ἀπιστίαν
τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τὴν καταπάτησιν
τῶν ὅρκων των, τοὺς
ἔδωσε τὰς δεούσας ἐντολάς.
|
10
Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς παρεκίνησε, τοὺς
διήγειρε τὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ τοὺς
ἐνέπνευσε θάρρος, τοὺς ἔδωκε διαταγὰς
καὶ ταυτοχρόνως τοὺς ὑπενθύμισε καὶ
τοὺς ὑπέδειξε τὴν ἀναξιοπιστίαν καὶ
δολιότητα τῶν ἐθνικῶν καὶ τὴν
ἀθέτησιν τῶν συνθηκῶν καὶ τῶν
ὅρκων των. |
11
Ἕκαστον δὲ αὐτῶν καθοπλίσας
οὐ τὴν ἀσπίδων καὶ λογχῶν
ἀσφάλειαν, ὡς τὴν ἐν τοῖς
ἀγαθοῖς λόγοις παράκλησιν, καὶ
προσεξηγησάμενος ὄνειρον ἀξιόπιστον
ὕπερ τι πάντας εὔφρανεν.
|
11
Ἔπειτα ἐξώπλισεν ἕνα ἕκαστον
ἀπὸ αὐτούς, ὄχι τόσον
μὲ τὴν ἀσφάλειαν τῶν ἀσπίδων
καὶ τῶν τόξων, ὅσον πρὸ παντὸς
καὶ κυρίως μὲ τὴν τόνωσιν καὶ
πίστιν διὰ τῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ
λόγων. Κατόπιν διηγήθη καὶ ἐξήγησεν
εἰς αὐτοὺς ἕνα ἀξιόπιστον
ὄνειρον, τὸ ὁποῖον σὰν νὰ
ἐγέμισεν ἀπὸ εὐφροσύνην
ὅλους.
|
11
Ὅταν δὲ πλέον ὥπλισε καθένα ἀπὸ
τοὺς ἄνδρας του ὄχι τόσον μὲ τὴν
ἀσφάλειαν, ποὺ προσφέρουν οἱ ἀσπίδες,
οἱ λόγχες καὶ τὰ ξίφη, ὅσον κυρίως
καὶ πρὸ παντὸς μὲ τὴν παράκλησιν
καὶ ἐνθάρρυνσιν, ποὺ ἐμπνέουν
οἱ γενναῖοι λόγοι, τοὺς διηγήθη ἕνα
ἀπολύτως ἀξιόπιστον ὄνειρον (εἶδος
πραγματικῆς ὀπτασίας), τὸ ὁποῖον
πάρα πολὺ (ἢ πράγματι) ἐγέμισε ὅλους
μὲ χαρὰν καὶ τοὺς ἐνθουσιασε.
|
12
Ἦν δὲ ἡ τούτου θεωρία τοιάδε·
Ὀνίαν τὸν γενόμενον ἀρχιερέα
ἄνδρα καλὸν καὶ ἀγαθόν, αἰδήμονα
μὲν τὴν ἀπάντησιν, πρᾷον δὲ
τὸν τρόπον καὶ λαλιὰν προϊέμενον
πρεπόντως καὶ ἐκ παιδὸς ἐκμεμελετηκότα
πάντα τὰ τῆς ἀρετῆς οἰκεῖα,
τοῦτον τὰς χεῖρας προτείνοντα κατεύχεσθαι
τῷ παντὶ τῶν Ἰουδαίων συστήματι.
|
12
Τὸ ὄνειρον, ἢ μᾶλλον ἡ ὀπτασία
τὴν ὁποίαν εἶδεν, ἦτο ἡ
ἐξῆς· Εἶδε τὸν ἀρχιερέα
Ὀνίαν, τὸν καλὸν καὶ ἀγαθὸν
αὐτὸν ἄνθρωπον, μὲ τὴν σεβαστὴν
αὐτοῦ ἐμφάνισιν, τὸν πρᾷον
κατὰ τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὴν
ὁμιλίαν. Τὸν ἀπὸ τῆς παιδικῆς
ἡλικίας μὲ ἐπιμέλειαν
ἐπιδοθέντα εἰς
ὅλα τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς,
αὐτὸν λοιπὸν τὸν εἶδε νὰ
ἔχη ἀνυψωμένας τὰς χεῖρας πρὸς
τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ
προσεύχεται θερμῶς
δι' ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων.
|
12
Ἦταν δὲ ἡ ὑπερφυσικὴ ὀπτασία,
ποὺ εἶδεν ὁ Ἰούδας, ἡ ἀκόλουθη:
Παρουσιάσθη εἰς αὐτὸν ὁ πρώην
ἀρχιερεὺς Ὀνίας, ὁ καλὸς καὶ
ἀγαθὸς ἐκεῖνος ἄνδρας, μὲ
τὴν σεβασμίαν ἐμφάνισιν, τὴν πραότητα
εἰς τοὺς τρόπους καὶ τὴν ἀξιοπρέπειαν
καὶ γλυκύτητα εἰς τὰ λόγια· ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν παιδικήν
τοῦ ἡλικίαν εἶχεν ἐπιδοθῇ καὶ
γυμνάσει τὸν ἑαυτόν του εἰς κάθε εἶδος
ἀρετῆς. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν
Ὀνίαν τὸν εἶδε νὰ ἀνυψώνῃ
τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸν
καὶ νὰ εὔχεται μὲ θέρμην ἀπὸ
τὸ βάθος τῆς καρδίας του δι’ ὁλόκληρον τὴν
Ἰουδαϊκὴν κοινότητα. |
13
Εἶθ' οὕτως ἐπιφανῆναι ἄνδρα
πολιᾷ καὶ δόξῃ διαφέροντα, θαυμαστὴν
δὲ τινα καὶ μεγαλοπρεπεστάτην εἶναι
τὴν περὶ αὐτὸν ὑπεροχήν.
|
13
Ἔπειτα παρουσιάσθη εἰς αὐτὸν
κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἔνας ἀνὴρ
πολὺ ἀξιοπρόσεκτος διὰ τὴν λευκήν
του κόμην καὶ τὴν δόξαν, περιβεβλημένος
μίαν ἀξιοθαύμαστον μεγαλοπρέπειαν
καὶ ὑπεροχήν.
|
13
Κατόπιν παρουσιάσθη εἰς τὸν Ἰούδαν, κατὰ
τὸν ἴδιον τρόπον, ἕνας ἄνδρας ἀξιόλογος
καὶ ἐξέχων διὰ τὸ σεβαστὸν τῆς
ἡλικίας του καὶ τὴν ἀξιοπρέπειάν του,
ὁ ὁποῖος παρουσιάζετο μὲ θαυμαστήν,
ἐντυπωσιακὴν καὶ ὑπέροχον μεγαλοπρέπειαν.
|
14
Ἀποκριθέντα δὲ τὸν Ὀνίαν
εἰπεῖν· ὁ φιλάδελφος οὗτός
ἐστιν ὁ πολλὰ προσευχόμενος περὶ
τοῦ λαοῦ καὶ τῆς ἁγίας
πόλεως Ἱερεμίας ὁ τοῦ Θεοῦ
προφήτης. |
14
Ὁ Ὀνίας λαβὼν τὸν λόγον
εἶπε τότε πρὸς τὸν Ἰούδαν·
<αὐτὸς ἀγαπᾷ τοὺς ἀδελφούς
του τοὺς Ἰουδαίους, προσεύχεται θερμῶς
διὰ τὸν λαὸν καὶ τὴν ἁγίαν
πόλιν πρὸς τὸν Θεόν.
Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἱερεμίας,
ὁ προφήτης τοῦ
Θεοῦ>.
|
14
Τότε ὁ Ὀνίας, ἀφοῦ ἔλαβε τὸν
λόγον, εἶπεν: <Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ
τοὺς ἀδελφούς του Ἰουδαίους, ὁ ὁποῖος
ἀναπέμπει πολλὲς προσευχὲς ὑπὲρ
τοῦ λαοῦ μας καὶ ὑπὲρ τῆς
ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλήμ, εἶναι ὁ Ἱερεμίας,
ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ>.
|
15
Προτείνοντα δὲ τὸν Ἱερεμίαν
τὴν δεξιὰν παραδοῦναι τῷ Ἰούδᾳ
ρομφαίαν χρυσῆν, διδόντα δὲ προσφωνῆσαι
τάδε· |
15
Ἔπειτα ὁ Ἱερεμίας ἄπλωσε τὸ
δεξί του χέρι, ἔδωκεν εἰς τὸν
Ἰούδαν χρυσῆν ρομφαίαν καὶ καθ'
ὃν χρόνον τοῦ τὴν ἔδιδε τοῦ
εἶπε τὰ ἐξῆς·
|
15
Κατόπιν ὁ Ἱερεμίας ἄπλωσε τὸ δεξί
του χέρι καὶ παρέδωκεν εἰς τὸν Ἰούδαν
ἕνα πλατύ, μεγάλο ἀμφίστομο σπαθί, χρυσό·
καθὼς δὲ τοῦ τὸ προσέφερε, τοῦ
εἶπε τὰ ἀκόλουθα: |
16
λάβε τὴν ἁγίαν ρομφαίαν δῶρον
παρὰ τοῦ Θεοῦ, δι' ἧς θραύσεις
τοὺς ὑπεναντίους. |
16
<πάρε τὴν ἁγίαν αὐτὴν
ρομφαίαν, τὸ δῶρον τοῦτο τοῦ
Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖον καὶ
θὰ συντρίψῃς τοὺς ἐχθρούς
σου>. |
16
<Λάβε τὸ ἅγιον αὐτὸ σπαθὶ
ὡς δῶρον τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ
ὁποίου θὰ συντρίψῃς τοὺς ἐχθρούς
σου>. |
17
Παρακληθέντες δὲ τοῖς Ἰούδα
λόγο εἰς πάνυ καλοῖς καὶ δυναμένοις
ἐπ' ἀρετὴν παρορμῆσαι καὶ ψυχὰς
νέων ἐπανορθῶσαι, διέγνωσαν μὴ
στρατοπεδεύεσθαι, γενναίως δὲ ἐμφέρεσθαι
καὶ μετὰ πάσης εὐανδρίας ἐμπλακέντες
κρῖναι τὰ πράγματα, διὰ τὸ καὶ
τὴν πόλιν καὶ τὰ ἅγια καὶ
τὸ ἱερὸν κινδυνεύειν.
|
17
Ἐνθαρρυνθέντες οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ
τοὺς ἐξαιρετικὰ ὡραίους αὐτοὺς
λόγους τοῦ Ἰούδα,
τοὺς ἱκανοὺς νὰ ἐνθαρρύνουν
καὶ νὰ παρορμήσουν εἰς πράξεις
ἡρωϊκὰς καὶ νὰ ἐνισχύσουν
τὰς καρδίας τῶν νέων ἀνδρῶν,
ἀπεφάσισαν νὰ μὴ μένουν στρατοπεδευμένοι,
ἀλλὰ νὰ ριφθοῦν μὲ γενναιότητα
εἰς τὴν μάχην
καὶ νὰ συμπλακοῦν μὲ κάθε ἡρωϊσμὸν
ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, διὰ
νὰ κριθοῦν ἔτσι τὰ
πράγματα. Διότι ἡ πόλις, τὰ
ἱερὰ καὶ τὰ ὅσιά των,
καὶ ὁ ἱερὸς ναὸς
εὑρίσκονται ἐν κινδύνῳ.
|
17
Οἱ δὲ ἄνδρες τοῦ Ἰούδα, ἀφοῦ
ἐνεθαρρύνθησαν καὶ ἐνισχύθησαν
ἀπὸ τὰ πάρα πολὺ εὐγενικὰ
καὶ γεμᾶτα μεγαλοφροσύνην αὐτὰ λόγια
τοῦ Ἰούδα, τὰ ὁποῖα εἶχαν
τὴν δύναμιν νὰ παρακινήσουν καὶ νὰ
ἐμπνεύσουν ἀνδρείαν καὶ γενναιότητα
καὶ νὰ ἀναπτερώσουν εἰς τὶς
ψυχὲς τῶν νέων ἀγωνιστικὸν φρόνημα
ὡρίμων ἀνδρῶν, ἀπεφάσισαν νὰ
μὴ σταθμεύσουν εἰς στρατόπεδον. Ἔκριναν
καλὸν νὰ λάβουν ἐπιθετικὴν στάσιν,
νὰ ριφθοῦν μὲ γενναιότητα εἰς τὴν
μάχην καὶ νὰ ἐμπλακοῦν μὲ τὸν
ἐχθρὸν μὲ θάρρος καὶ φρόνημα ἀνδρικόν,
μέχρις ὅτου κριθῇ ἡ ἔκβασις τοῦ
ὅλου ζητήματος· διότι ἡ Ἱερουσαλήμ, ἡ
ἁγία θρησκεία των καὶ ὁ Ναός
των ἐκινδύνευαν. |
18
Ἦν γὰρ ὁ περὶ γυναικῶν καὶ
τέκνων, ἔτι δὲ ἀδελφῶν καὶ
συγγενῶν ἐν ἥττονι μέρει κείμενος
αὐτοῖς ἀγών, μέγιστος δὲ
καὶ πρῶτος ὁ περὶ τοῦ καθαγιασμένου
ναοῦ φόβος. |
18
Ἐν ὄψει δὲ τοῦ ἐπικειμένου
ἀγῶνος ἐτέθη εἰς δευτέραν
μοῖραν ἡ σκέψις περὶ τῶν γυναικῶν
καὶ τῶν τέκνων, περὶ τῶν ἀδελφῶν
καὶ συγγενῶν, διότι ὁ μέγιστος
φόβος των ἦτο διὰ τὸν ἅγιον
ναόν.
|
18
Τὸ ἐνδιαφέρον δὲ καὶ ὁ
φόβος των δὲν ἦταν τόσον διὰ τὶς γυναῖκες
καὶ τὰ τέκνα των, οὔτε ἀκόμη διὰ
τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς συγγενεῖς
τν, ἀλλ’ ἦταν κατὰ πρῶτον καὶ
κύριον λόγον διὰ τὸν ἅγιον καὶ ἱερὸν
Ναόν. |
19
Ἦν δὲ καὶ τοῖς ἐν τῇ πόλει
κατειλημμένοις οὐ πάρεργος ἀγωνία
ταρασσομένοις τῆς ἐν ὑπαίθρῳ
προσβολῆς. |
19
Ταυτοχρόνως δὲ ἡ ἀγωνία τῶν
πολιτῶν, ποὺ εἶχαν
ἐναπομείνει μέσα εἰς τὴν πόλιν,
δὲν ἦτο μικρὰ καὶ ἀσήμαντος,
διότι ἦσαν τεταραγμένοι καὶ ἁνήσυχοι
διὰ τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, ποὺ
θὰ ἐδίδετο εἰς τὸ ὕπαιθρον,
ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν.
|
19
Ἐξ ἄλλου ἡ ἀγωνία, ὁ πόνος,
ἡ ταραχὴ καὶ ἐκείνων, ποὺ εἶχαν
ἀπομείνει κλεισμένοι εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
δὲν ἦσαν ὀλιγώτερα, διότι ἀνησυχοῦσαν
διὰ τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, ποὺ
ἐπρόκειτο νὰ δοθῇ εἰς ἀνοικτὸν
χῶρον, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
20
Καὶ πάντων ἤδη προσδοκώντων τὴν
ἐσομένην κρίσιν καὶ ἤδη συμμειξάντων
τῶν πολεμίων καὶ τῆς στρατιᾶς
ἐκταγείσης καὶ τῶν θηρίων ἐπὶ
μέρος εὔκαιρον ἀποκατασταθέντων τῆς
τε ἵππου κατὰ κέρας τεταγμένης,
|
20
Ὅλοι ἐπερίμεναν τὴν ἔκβασιν
τῆς προσεχοῦς μάχης. Οἱ ἐχθροὶ
εἶχαν ἤδη συγκεντρωθῆ, ὁ στρατός
των παρετάχθη εἰς τάξιν μάχης, τὰ
θηρία, δηλαδὴ οἱ ἐλέφαντες,
ἐτοποθετήθησαν εἰς τὰς καταλλήλους
θέσεις, τὸ δὲ ἱππικὸν
κατέλαβε τὰ ἑκατέρωθεν τῆς παρατάξεως
ἄκρα. |
20
Ὅλοι πλέον ἐπερίμεναν τὴν ἐπικειμένην
ἀποφασιστικὴν καὶ κρίσιμον σύγκρουσιν. Οἱ
ἐχθροὶ εἶχαν ἤδη συγκεντρώσει τὴν
δύναμίν των ὁ στρατός των εἶχε λάβει
παράταξιν μάχης, οἱ πολεμικοὶ ἐλέφαντες
εἶχαν τοποθετηθῆ εἰς στρατηγικὲς θέσεις
καὶ τὸ ἱππικὸν ἐτακτοποιήθη
ἔτσι, ὥστε νὰ λάβῃ θέσιν εἰς
τὶς ἑκατέρωθεν πτέρυγες τοῦ στρατοῦ.
|
21
συνιδὼν ὁ Μακκαβαῖος τὴν τῶν
πληθῶν παρουσίαν καὶ τῶν ὅπλων
τὴν ποικίλην παρασκευὴν τήν τε τῶν
θηρίων ἀγριότητα, προτείνας τὰς
χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπεκαλέσατο
τὸν τερατοποιὸν Κύριον, τὸν κατόπτην,
γινώσκων ὅτι οὔκ ἔστι δι' ὅπλων
ἡ νίκη, καθὼς δὲ ἂν αὐτῷ
κριθείη, τοῖς ἀξίοις περιποιεῖται
τὴν νίκην. |
21
Ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος, ὅταν
εἶδε τοὺς πολυαρίθμους ἐχθρούς,
τὰ ποικίλης κατασκευῆς ὅπλα, τοὺς
ἀγρίους ἐλέφαντας, ὕψωσε τὰς
χεῖρας αὐτοῦ εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ παρεκάλεσε τὸν
Κύριον, ὁ ὁποῖος κάμνει
μεγάλα θαύματα καὶ ἐπιβλέπει
ἐπὶ ὅλον τὸν κόσμον. Ἐζήτησε
τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου, διότι
ἐγνώριζεν, ὅτι ἡ νίκη δὲν
προέρχεται ἀπὸ τὴν ἰσχὺν
τῶν ὅπλων, ἀλλὰ ὅπου καὶ
ὅπως κρίνει ὁ
Θεὸς τὴν δίδει εἰς
τοὺς ἀξίους αὐτῆς.
|
21
Ὅταν ὁ Μακκαβαῖος ἀντελήφθη τὴν
ἀνάπτυξιν καὶ παρουσίαν τοῦ μεγάλου πλήθους
τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοῦ, τὴν ποικιλίαν
τοῦ ὁπλισμοῦ των καὶ τὴν ἀγρίαν
ὅψιν τῶν πολεμικῶν ἐλεφάντων, ἀφοῦ
ὕψωσε τὰ χέρια του εἰς τὸν οὐρανόν,
ἱκέτευσε τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος
ἐργάζεται μεγάλα θαύματα καὶ ὀ ὁποῖος
ἐποπτεύει καὶ ἐπιβλέπει τὸ σύμπαν.
Διότι ἐγνώριζεν ὅτι ἡ νίκη δὲν κερδίζεται
μὲ τὴν δύναμιν τῶν ὅπλων, ἀλλ'
ὅπως ὁ Κύριος κρίνει πρέπον, ὁ Ὁποῖος
καὶ προσφέρει τὴν νίκην εἰς ὅσους
τὴν ἀξίζουν. |
22
Ἔλεγε δὲ ἐπικαλούμενος τόνδε
τὸν τρόπον· σὺ Δέσποτα, ἀπέστειλας
τὸν ἄγγελόν σου ἐπὶ Ἐζεκίου
το βασιλέως τῆς Ἰουδαίας καὶ
ἀνεῖλεν ἐκ τῆς παρεμβολῆς Σενναχηρεὶμ
εἰς ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας·
|
22
Ἔλεγε δὲ κατὰ τὴν προσευχήν
του τὰ ἐξῆς· <σύ, Δέσποτα,
ἀπέστειλας τὸν ἄγγελόν
σου ἐπὶ τῆς
ἐποχῆς τοῦ Ἐζεκίου
τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας, καὶ
ἐφόνευσεν ἀπὸ τὸ στρατόπεδον
τοῦ Σενναχηρεὶμ
ἑκατὸν ὀγδοήκοντα πέντε
χιλιάδας. |
22
Προσηύχετο δὲ ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸν
μὲ τὸν ἀκόλουθον τρόπον: <Σύ, Δέσποτα
Κύριε, ἀπέστειλες τὸν ἄγγελόν Σου κατὰ
τοὺς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰουδαῖας
Ἐζεκία καὶ ἐφόνευσεν ἀπὸ
τὸ στρατόπεδον τοῦ Σενναχηρεὶμ ἑκατὸν
ὀγδόντα πέντε χιλιάδες (185.000) στρατιῶτες.
|
23
καὶ νῦν, δυνάστα τῶν οὐρανῶν,
ἀπόστειλον ἄγγελον ἀγαθὸν ἔμπροσθεν
ἡμῶν εἰς δέος καὶ τρόμον·
|
23
Καὶ τώρα Κυρίαρχε τῶν
οὐρανῶν, στεῖλε τὸν ἀγαθὸν
ἄγγελόν σου ἐνώπιόν μας, διὰ
νὰ ἐμβάλῃ φόβον καὶ τρόμον
εἰς τοὺς ἐχθρούς. Ἀπὸ
τὴν ἰσχὺν τῆς παντοδυνάμου δεξιᾶς
σου ἂς καταπλαγοῦν ἐκεῖνοι, ποὺ
ἔχουν ἔλθει νὰ βλάψουν καὶ κατεξευτελίσουν
τὸν ἅγιον λαόν σου.
|
23
Καὶ τώρα λοιπόν, Κυρίαρχε τῶν οὐρανῶν,
ἀπόστειλε ἀκόμη μίαν φορὰν ἄγγελον
ἀγαθὸν ἐνώπιόν μας, διὰ νὰ
σκορπίσῃ τὸν τρόμον καὶ τὸν πανικὸν
εἰς τοὺς ἐχθρούς μας. |
24
μεγέθει βραχίονός σου καταπλαγείησαν
οἱ μετὰ βλασφημίας παραγενόμενοι ἐπὶ
τὸν ἅγιόν σου λαόν. Καὶ οὗτος
μὲν ἐν τούτοις ἔληξεν.
|
24
Ἂς καταπλαγοῦν ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον
τῆς παντοδυνάμου δεξιᾶς σου ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι ἦλθαν
ἐδῶ διὰ νὰ βλασφημήσουν καὶ
βλάψουν τὸν ἅγιόν σου λαόν>.
Ἔτσι ὁ Ἰούδας
προσηυχήθη καὶ ἐσταμάτησεν.
|
24
Εἴθε διὰ τῆς παντοδυνάμου χειρός Σου νὰ
κατατρομάξουν καὶ νὰ κτυπηθοῦν κατακέφαλα
αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν μὲ
βλάσφημα λόγια καὶ ἀπειλὲς νὰ ἐπιτεθοῦν
ἐναντίον τοῦ λαοῦ σου!> Καὶ μὲ
τὶς λέξεις αὐτὲς ὁ Ἰούδας ἐτελείωσε
τὴν προσευχήν του. |
25
Οἱ δὲ περὶ τὸν Νικάνορα μετὰ
σαλπίγγων καὶ παιάνων προσῆγον.
|
25
Ὁ στρατὸς τοῦ Νικάνορος ἐπροχώρησε
διὰ τὴν μάχην, μὲ τὸν ἦχον
τῶν σαλπίγγων καὶ τῶν πολεμικῶν
ἀσμάτων.
|
25
Ὁ δὲ Νικάνωρ μὲ τὸν στρατόν
του ἐπροχώρησαν διὰ τὴν μάχην κάτω ἀπὸ
τοὺς ἤχους τῶν σαλπίγγων καὶ μὲ
πολεμικὰ ᾄσματα. |
26
Οἱ δὲ περὶ τὸν Ἰούδαν
μετ' ἐπικλήσεως καὶ εὐχῶν συνέμειξαν
τοῖς πολεμίοις. |
26
Ὁ δὲ περὶ τὸν Ἰούδαν στρατὸς
προσῆλθε καὶ συνεπλάκησαν ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν των, μὲ ἐπικλήσεις
καὶ προσευχὰς πρὸς τὸν Θεόν.
|
26
Ὅμως ὁ Ἰούδας καὶ ὁ στρατός
του ἐρρίφθησαν εἰς τὴν μάχην καὶ συνεπλάκησαν
μὲ τὸν ἐχθρὸν μὲ ἐπικλήσεις
εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὲ προσευχές.
|
27
Καὶ ταῖς μὲν χερσὶν ἀγωνιζόμενοι,
ταῖς δὲ καρδίαις πρὸς τὸν Θεὸν
εὐχόμενοι κατέστρωσαν οὐδὲν
ἧττον μυριάδων τριῶν καὶ πεντακισχιλίων,
τῇ τοῦ Θεοῦ μεγάλως εὐφρανθέντες
ἐπιφάνειᾳ. |
27
Μαχόμενοι μὲ τὰς χεῖρας των, καὶ
ἐπικαλούμενοι τὸν Θεὸν μὲ τὰς
καρδίας των, ἔστρωσαν κάτω εἰς τὸ
ἔδαφος ὄχι ὀλιγωτέρους ἀπὸ
τριάκοντα πέντε χιλιάδας ἄνδρας καὶ
εὐφράνθησαν μεγάλως ἀπὸ τὴν
φανερὰν αὐτὴν προστασίαν τοῦ
Θεοῦ. |
27
Καὶ ἐνῷ μὲ τὰ χέρια ἐπολεμοῦσαν,
μὲ τὴν καρδιά των ὅμως προσηύχοντο
εἰς τὸν Θεὸν ἔτσι ἔστρωσαν κατὰ
γῆς νεκροὺς ὄχι ὀλιγωτέρους
τῶν τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ἀνδρῶν
καὶ ἐδοκίμασαν μεγάλην χαρὰν διὰ τὴν
φανερὰν αὐτὴν ἐπέμβασιν τοῦ
Θεοῦ. |
28
Γενόμενοι δὲ ἀπὸ τῆς χρείας
καὶ μετὰ χαρᾶς ἀναλύοντες, ἐπέγνωσαν
προπεπτωκότα Νικάνορα σὺν τῇ πανοπλίᾳ.
|
28
Ὅταν ἐτελείωσεν ἡ μάχη καὶ
οἱ Ἰουδαῖοι μὲ χαρὰν μεγάλην
ἀπεχώρουν ἀπὸ τὸ πεδίον
τῆς συρράξεως, ἀνεγνώρισαν ὅτι
ὁ Νικάνωρ εἶχε φονευθῇ φορῶν
ὑλόκληρον τὴν πανοπλίαν αὐτοῦ.
|
28
Ὅταν ἡ σύγκρουσις τῶν δύο στρατῶν
ἐτελείωσε καὶ οἱ Ἰουδαῖοι
ἀποχωροῦσαν μὲ χαρὰν ἀπὸ
τὸ πεδίον τῆς μάχης, ἀνεγνώρισαν τὸν
Νικάνορα, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο κάτω
νεκρὸς μὲ ὅλην τὴν πανοπλίαν του.
|
29
Γενομένης δὲ κραυγῆς καὶ ταραχῆς,
εὐλόγουν τὸν Δυνάστην τῇ πατρίῳ
φωνῇ. |
29
Τότε δὲ ἔγινε μεγάλη κραυγὴ
καὶ πολὺς θόρυβος καὶ ἐδόξαζαν
τὸν Κυρίαρχον τοῦ κόσμου εἰς
τὴν πατρικήν των γλῶσσαν.
|
29
Τότε μὲ θυελλώδεις κραυγὲς εὐλογοῦσαν
καὶ ἐδόξαζαν τὸν κυρίαρχον Δεσπότην
εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν πατέρων των.
|
30
Καὶ προσέταξεν ὁ καθ' ἅπαν σώματι
καὶ ψυχῇ πρωταγωνιστὴς ὑπὲρ
τῶν πολιτῶν, ὁ τὴν τῆς ἡλικίας
εὔνοιαν εἰς ὁμοεθνεῖς διαφυλάξας,
τὴν τοῦ Νικάνορος κεφαλὴν ἀποτεμόντας
καὶ τὴν χεῖρα σὺν τῷ ὤμῳ
φέρειν εἰς Ἱεροσόλυμα.
|
30
Ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος, ὁ
ὁποῖος εἶχε τάξει ὁλόκληρον
τὸν ἑαυτόν του, σῶμα καὶ ψυχήν,
διὰ νὰ ἀγωνισθῇ ὡς πρῶτος
ὑπὲρ τῶν συμπολιτῶν του, ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος εἶχε διαθέσει διὰ
τοὺς ὁμοεθνεῖς του τὸ ἄνθος
τῆς νεότητός του, διέταξε νὰ
κόψουν τὴν κεφαλὴν
τοῦ Νικάνορος καὶ
τὸ χέρι του ἀπὸ τὸν ὦμον
του καὶ νὰ φέρουν αὐτὰ εἰς
τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
30
Καὶ ὁ Ἰούδας, ὁ ἡγέτης καὶ
κορυφαῖος ἀγωνιστής, ὁ ὁποῖος
εἶχεν ἀφιερωθῆ ὁλόκληρος, μὲ
τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, εἰς τὸν
ἀγῶνα ὑπὲρ τῶν συμπολιτῶν
τοῦ Ἰουδαίων καὶ διετήρησε καὶ διέθεσε
τὸ ἄνθος τῆς νεότητός του χάριν τῶν
ὁμοεθνῶν του, διέταξε νὰ ἀποκόψουν
τὴν κεφαλὴν τοῦ Νικάνορος καὶ τὸ
χέρι μαζὶ μὲ τὸν (ἢ ἀπὸ
τόν) ὦμον καὶ νὰ τὰ φέρουν εἰς
τὰ Ἱεροσόλυμα. |
31
Παραγενόμενος δὲ ἐκεῖ καὶ συγκαλέσας
τοὺς ὁμοεθνεῖς καὶ τοὺς ἱερεῖς
πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου στήσας, μετεπέμψατο
τοὺς ἐκ τῆς ἄκρας.
|
31
Ὅταν ἦλθεν ἐκεῖ, συνεκάλεσε
τοὺς ὁμοεθνεῖς του,
ἔθεσε τοὺς ἱερεῖς ἐμπρὸς
εἰς τὸ θυσιαστήριον, ἔστειλε καὶ
ἐκάλεσε καὶ ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι εὑρίσκοντο εἰς τὴν
ἀκρόπολιν.
|
31
Ὅταν δὲ ὁ Ἰούδας ἔφθασεν ἐκεῖ
καὶ ἀφοῦ συνεκάλεσε τοὺς ὁμοεθνεῖς
του καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἱερεῖς
νὰ σταθοῦν ἐμπρὸς εἰς τὸ
θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ἔστειλε
καὶ ἐκάλεσε τοὺς Σύρους, ποὺ εὑρίσκοντο
ὡς φρουρὰ εἰς τὴν ἀκρόπολιν
τῆς Ἱερουσαλήμ. |
32
Καὶ ἐπιδειξάμενος τὴν τοῦ μιαροῦ
Νικάνορος κεφαλὴν καὶ τὴν χεῖρα
τοῦ δυσφήμου, ἣν ἐκτείνας ἐπὶ
τὸν ἅγιον τοῦ Παντοκράτορος οἶκον
ἐμεγαλαύχησε, |
32
Ἔδειξε τὴν κεφαλὴν
καὶ τὴν χεῖρα τοῦ μιαροῦ
Νικάνορος, τὴν ὁποίαν αὐτὸς
εἶχεν ἀπλώσει ἐναντίον τοῦ
ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Παντοκράτορος
καὶ εἶχεν ἐκστομίσει
ἀλαζονικὰ λόγια.
|
32
Εἰς ὅλους δὲ αὐτοὺς ἔδειξε
τὴν κεφαλὴν τοῦ σιχαμεροῦ καὶ
ἀχρείου Νικάνορος καὶ τὸ χέρι τοῦ
βλασφήμου καὶ ὑβριστοῦ, τὸ ὁποῖον
εἶχεν ἀπλώσει μὲ τρόπον κομπαστικὸν
εἰς τὸν ἅγιον Ναὸν τοῦ Παντοκράτορος
Θεοῦ. |
33
καὶ τὴν γλῶσσαν τοῦ δυσσεβοῦς
Νικάνορας ἐκτεμὼν ἔφη κατὰ μέρος
δώσειν τοῖς ὀρνέοις, τὰ δὲ
ἐπιχειρα τῆς ἀνοίας κατέναντι
τοῦ ναοῦ κρεμάσαι. |
33
Ἀφοῦ δὲ ἀπέκοψε τὴν γλῶσσαν
τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοῦ Νικάνορος,
εἶπε νὰ τὴν τεμαχίσουν εἰς μικρὰ
κομμάτια καὶ νὰ τὴν δώσουν εἰς
τὰ ὄρνεα. Καὶ τὸν μισθὸν τῆς
παραφροσύνης καὶ ἀσεβείας του, τὰ
ἀποκοπέντα δηλαδὴ
τεμάχια τοῦ σώματός του, νὰ
τὰ κρεμάσουν ἀπέναντι ἀπὸ
τὸν ναόν.
|
33
Ἀφοῦ δὲ ἀπέκοψε τὴν γλῶσσαν
τοῦ παρανόμου καὶ θεομισήτου Νικάνορος,
εἶπε νὰ τὴν δώσουν κομματάκι - κομματάκι
ὡς τροφὴν εἰς τὰ ὄρνεα·
καὶ να κρεμάσουν τὰ δείγματα τῆς ἀφροσύνης
του (τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ χέρι τοῦ
Νικάνορος), ποὺ ἦσαν καὶ ὁ μισθὸς
τῆς παραφροσύνης του, ἀπέναντι ἀπὸ
τὸν Ναόν. |
34
Οἱ δὲ πάντες εἰς τὸν οὐρανὸν
εὐλόγησαν τὸν ἐπιφανῆ Κύριον
λέγοντες· εὐλογητὸς ὁ διατηρήσας
τὸν ἑαυτοῦ τόπον ἀμίαντον.
|
34
Ὅλοι δὲ ἀνέπεμψαν εὐλογίας
πρὸς τὸν οὐρανόν, εἰς τὸν
ἔνδοξον Κύριον, λέγοντες· <δοξασμένος
ἂς εἶναι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
διετήρησεν ἀμόλυντον τὸν ἱερόν
του τόπον>.
|
34
Καὶ ὅλοι μὲ τὰ βλέμματα καὶ
τὶς καρδιὲς στραμμένα εἰς τὸν οὐρανὸν
ἀνέπεμψαν εὐλογίες καὶ δοξολογίες πρὸς
τὸν ἔνδοξον Κύριον καὶ ἔλεγαν: <Εὐλογημένος
καὶ δοξασμένος ἂς εἶναι Ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος διετήρησε τὸν ἰδικόν
του τόπον, τὸν Ναόν, καθαρὸν ἀπὸ τὸν
μολυσμὸν τῆς εἰδωλολατρίας!> |
35
Ἐξέδησε δὲ τὴν τοῦ Νικάνορας
κεφαλὴν ἐκ τῆς ἄκρας ἐπίδηλον
πᾶσι καὶ φανερὸν τῆς τοῦ Κυρίου
βοηθείας σημεῖον. |
35
Ὁ Ἰούδας ἔδεσε
καὶ ἐκρέμασε
τὴν κεφαλὴν τοῦ Νικάνορος ἀπὸ
τὴν ἀκρόπολιν, ὥστε νὰ
εἶναι καταφανὴς εἰς
ὅλους, καὶ νὰ εἶναι ὁλοφάνερον
σημεῖον τῆς βοηθείας τοῦ Κυρίου.
|
35
Ὁ δὲ Ἰούδας ἔδεσε καὶ ἐκρέμασε
τὴν κεφαλὴν τοῦ Νικάνορος ἀπὸ
τὴν ἀκρόπολιν, ὡς σημεῖον πρόδηλον
εἰς ὅλους καὶ ὁλοφάνερον τῆς
βοηθείας τοῦ Θεοῦ. |
36
Καὶ ἐδογμάτισαν πάντες μετὰ
κοινοῦ ψηφίσματος μηδαμῶς ἐᾶσαι
ἀπαρασήμαντον τήνδε τὴν ἡμέραν,
ἔχειν δὲ ἐπίσημον τὴν τρισκαιδεκάτην
τοῦ δωδεκάτου μηνός - Ἄδαρ λέγεται
τῇ Συριακῇ φωνῇ - πρὸ μιᾶς ἡμέρας
τῆς Μαρδοχαϊκῆς ἡμέρας.
|
36
Ὥρισαν δὲ ὅλοι,
κατόπιν κοινῆς ἀποφάσεως, νὰ
μὴ ἐπιτρέψουν καὶ παρέρχεται
ἡ ἡμέρα αὐτὴ ὡς ἀσήμαντος,
νὰ τὴν ἔχουν ὡς ἐπίσημον
καὶ ἐόρτιον τὴν ἡμέραν
αὐτήν, τὴν δεκάτην τρίτην
τοῦ δωδεκάτου μηνός - Ἄδαρ λέγεται
ὁ μῆνας αὐτὸς εἰς τὴν
Συριακὴν γλῶσσαν - Αὐτὴ δὲ ἡ
ἡμέρα εἶναι ἡ προηγουμένη ἀπὸ
τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς
τοῦ Μαρδοχαίου.
|
36
Ὅλοι δὲ διεκήρυζαν καὶ καθώρισαν μὲ
κοινὴν ἀπόφασιν νὰ μὴ ἀφήσουν
κατ’ οὐδένα τρόπον νὰ περάσῃ ἡ
ἡμέρα αὐτὴ ἀπαρατήρητος καὶ
ὡς ἀσήμαντος, ἀλλὰ νὰ τὴν
ἐορτάζουν τακτικῶς καὶ κατὰ τρόπον
ἐπίσημον τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ δωδεκάτου
μηνός - ὁ μῆνας αὐτὸς Ὀνομάζεται
εἰς τὴν Συριακὴν γλῶσσαν Ἄδαρ.
Ἡ ἡμέρα αὐτὴ προηγεῖται τῆς
ἡμέρας τῆς ἑορτῆς τοῦ Μαρδοχαίου
(τῆς ἑορτῆς τῶν <Φρουραὶ>
ἢ Πουρίμ). |
37
Τῶν οὖν κατὰ Νικάνορα χωρησάντων
οὕτω καὶ ἀπ' ἐκείνων τῶν
καιρῶν κρατηθείσης τῆς πόλεως ὑπὸ
τῶν Ἑβραίων, καὶ αὐτὸς
αὐτόθι καταπαύσω τὸν λόγον.
|
37
Τὰ μὲν λοιπὸν κατὰ τὸν Νικάνορα
πράγματα ἔτσι ἐξειλίχθησαν. Ἐπειδὴ
δὲ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης
καὶ ἐντεῦθεν ἡ πόλις Ἱερουσαλὴμ
εὑρίσκετο ἀπὸ τὴν κυριότητα
τῶν Ἑβραίων, διὰ τοῦτο καὶ
ἐγὼ θὰ σταματήσω ἐδῶ τὴν
ἱστορίαν μου.
|
37α
Ἔτσι λοιπὸν ἐπροχώρησαν καὶ ἐξειλίχθησαν
τὰ γεγονότα τὰ σχετικὰ μὲ τὸν
Νικάνορα. Ἀπὸ ἐκείνην δὲ τὴν
ἐποχὴν ἡ Ἱερουσαλὴμ παρέμεινεν
εἰς τὴν κατοχὴν τῶν Ἑβραίων.
37β
Θὰ τελειώσω δὲ καὶ ἐγὼ τὸν
ἰδικόν μου λόγον εἰς αὐτὸ τὸ
σημεῖον. |
38
Καὶ εἰ μὲν καλῶς καὶ εὐθίκτως
τῇ συντάξει, τοῦτο καὶ αὐτὸς
ἤθελον· εἰ δὲ εὐτελῶς καὶ
μετρίως, τοῦτο ἐφικτὸν ἦν μοι.
|
38
Ἐὰν ἡ ἐξιστόρησις τῶν
γεγονότων ἔγινε καλῶς καὶ ἐπιτυχῶς,
αὐτὸ καὶ ἐγὼ ἐπεδίωξα.
Ἐὰν ὅμως ἡ ἔκθεσις αὐτὴ
εἶναι ἀτελὴς καὶ μετρία, αὐτὸ
ἠμποροῦσα νὰ κάμω καὶ ἔκαμα.
|
8
Ἐάν, ὅσα ἐξέθεσα, τὰ παρουσίασα
μὲ τρόπον καλὰν καὶ ἀποτελεσματικόν,
τότε ἐπραγματοποιήθη αὐτό, τὸ ὁποῖον
καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἐπιθυμοῦσα
ἐὰν ὅμως ἡ παρουσίασις καὶ ἡ
ἔκθεσίς των ἔγινε κατὰ τρόπον πτωχόν,
συνηθισμένον καὶ ἀσήμαντον, τότε αὐτὸ
μόνον ἦταν ἐκεῖνο, ποὺ ἠμποροῦσα
νὰ ἐπιτύχω! |
39
Καθάπερ γὰρ οἶνον καταμόνας πίνειν,
ὠσαύτως δὲ καὶ ὕδωρ πάλιν
πολέμιον· ὃν δὲ τρόπον οἶνος
ὕδατι συγκερασθεὶς ἡδὺς καὶ
ἐπιτερπῆ τὴν χάριν ἀποτελεῖ,
οὕτω καὶ τὸ τῆς κατασκευῆς τοῦ
λόγου τέρπει τὰς ἀκοὰς τῶν
ἐντυγχανόντων τῇ συντάξει. Ἐνταύθα
δὲ ἔσται ἡ τελευτή. |
39
Ὅπως δὲ εἶναι ἐπιβλαβὲς νὰ
πίνῃ κανεὶς ἄκρατον οἶνον ἢ
μόνον ὕδωρ, ἐνῷ ὁ οἶνος
ὁ ἀνάμικτος μὲ τὸ ὕδωρ
εἶναι ὠφέλιμος καὶ προξενεῖ
τέρψιν εἰς τὴν αἴσθησιν, ἔτσι
καὶ ἐγὼ μὲ κάποιαν τέχνην
ἐξέθεσα τὴν διήγησιν, ὥστε νὰ
τέρπῃ τὰς ἀκοὰς ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι διαβάζουν τὴν ἱστορίαν
αὐτήν. Ἐδῶ τελειώνει ἡ
ἱστορία μου. |
39
Διότι, ὅπως εἶναι βλαβερὸν τὸ νὰ
πίνῃς μόνον του τὸ κρασί, δηλαδὴ ἄκρατον,
ἁγνὸν οἶνον, ἢ μόνον νερό, ἐνῷ
τὸ κρασί ἀναμεμειγμένον μὲ νερὸ προσφέρει
εὐχαρίστησιν, τέρψιν καὶ ἀπόλαυσιν,
ἔτσι καὶ ἡ ποικιλία τοῦ ὕφους
εἰς τὸν λόγον γοητεύει καὶ θέλει τὴν
ἀκοὴν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
ἀκούουν τὸ πόνημα, τὴν ἄλφα ἢ
βῆτα διήγησιν. Καὶ ἐδῶ εἶναι
τὸ τέλος τοῦ βιβλίου. |