Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
νῦν ἡ ἐντολὴ αὕτη πρὸς
ὑμᾶς, οἱ ἱερεῖς·
|
αὶ
τώρα αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολή
μου πρὸς σᾶς, ὦ ἱερεῖς.
|
αὶ
τώρα ἡ ἀπειλητική μου πρὸς σᾶς προειδοποίησις
καὶ ἀπόφασις, ὦ ἱερεῖς, εἶναι
αὕτη: |
2
ἐὰν μὴ ἀκούσητε, καὶ ἐὰν
μὴ θῆσθε εἰς τὴν καρδίαν ὑμῶν
τοῦ δοῦναι δόξαν τῷ ὀνόματί
μου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ
ἐξαποστελῶ ἐφ' ὑμᾶς τὴν
κατάραν καὶ ἐπικαταράσομαι τὴν
εὐλογίαν ὑμῶν καὶ καταράσομαι
αὐτήν· καὶ διασκεδάσω τὴν
εὐλογίαν ὑμῶν, καὶ οὐκ
ἔσται ἐν ὑμῖν, ὅτι ὑμεῖς
οὐ τίθεσθε εἰς τὴν καρδίαν ὑμῶν.
|
2
Ἐὰν δὲν ὑπακούσετε καὶ
δὲν πάρετε ἀπόφασιν μὲ ὅλην
σας τὴν καρδιά, νὰ δώσετε εἰλικρινῶς
δόξαν εἰς τὸ Ὄνομά μου, λέγει
Κύριος ὁ Παντοκράτωρ, θὰ ἀποστείλω
ἐναντίον σας τὴν κατάραν, θὰ
καταρασθῶ καὶ θὰ μεταβάλω τὴν
εὐλογίαν σας, ὥστε νὰ γίνῃ
κατάρα. Θὰ καταρασθῶ αὐτήν,
θὰ διαλύσω τὴν εὐλογίαν σας,
ὥστε νὰ μὴ εἶναι πλέον μαζῆ
σας, διότι σεῖς οὔτε εἰς αὐτὴν
οὔτε εἰς τὸν Νόμον μου ἀποδίδετε
πλέον σημασίαν.
|
2
Ἐὰν δὲν ἀκούσητε αὐτὰ
ποὺ σᾶς εἶπα καὶ ἐὰν δὲν
τὰ βάλετε εἰς τὴν καρδίαν σας, διὰ
νὰ δώσετε δόξαν εἰς τὸ ὄνομά μου,
παύοντες νὰ ἀτιμάζετε αὐτό, λέγει ὁ
παντοκράτωρ Κύριος, ὠρισμένως θὰ ἐξαποστείλω
ἐπάνω σας τὴν κατάραν καὶ θὰ καταράσθω
τὴν εὐλογίαν σας καὶ τὰ προνομία σας,
ποὺ σᾶς ἔδωκα ξεχωρίσας τὴν φυλήν
σας ἀπὸ τὸν ἄλλον Ἰσραὴλ
καὶ ἀναθέσας εἰς αὐτὴν νὰ
μὲ ὑπηρετῇ· καὶ θὰ καταράσθω
τὴν εὐλογίαν αὐτὴν τὴν ἐξαιρετικήν,
ποὺ σᾶς ἔδωκα, καὶ θὰ διασκορπίσω
αὐτήν, ὥστε νὰ μὴ τὴν ἔχετε
πλέον καὶ δὲν θὰ εἶναι εἰς τὸ
ἑξῆς εἰς σᾶς, διότι σεῖς δὲν
βάζετε εἰς τὴν καρδίαν σας αὐτά, ποὺ
σᾶς εἶπα, διὰ νὰ μετανοήσετε καὶ
μὲ δοξάσετε. |
3
Ἰδοὺ ἐγὼ ἀφορίζω ὑμῶν
τὸν ὦμον καὶ σκορπιῶ ἔνυστρον
ἐπὶ τὰ πρόσωπα ὑμῶν, ἔνυστρον
ἑορτῶν ὑμῶν, καὶ λήψομαι
ὑμᾶς εἰς τὸ αὐτό·
|
3
Ἰδού, ἐγὼ θὰ σᾶς ἀφαιρέσω
καὶ θὰ σᾶς στερήσω ἀπὸ
τὸν ὦμον τῶν θυσιαζομένων ζώων,
τὸν ὁποῖον σύμφωνα μὲ τὸν
Νόμον τοῦ Μωϋσέως ἐδικαιοῦσθε
νὰ λαμβάνετε. Κατὰ δὲ τὰς ἑορτάς
σας θὰ σκορπίσω εἰς τὸ πρόσωπόν
σας τὸν ἀκάθαρτον στόμαχον τῶν
θυσιαζομένων ζώων. Θὰ σᾶς πάρω
καὶ θὰ σᾶς πετάξω εἰς αὐτὸν
τὸν τόπον τῶν ἀπορριμμάτων.
|
3
Ἰδοὺ ἐγὼ ξεχωρίζω εἰς σᾶς
τὸν ὦμον, ὥστε μὴ ἔχοντες χέρια
νὰ μὴ δύνασθε πλέον νὰ ἱερουργῆτε,
καὶ θὰ σκορπίσω κάπρον εἰς τὰ πρόσωπά
σας, τὴν κόπρον τῶν κατὰ τὰς
ἑορτάς σας σφαζομένων ζῴων, καὶ θὰ
συμπεριλάβω καὶ σᾶς εἰς τὴν κάπρον
αὐτήν. |
4
καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι ἐγὼ
ἐξαπέσταλκα πρὸς ὑμᾶς τὴν
ἐντολὴν ταύτην τοῦ εἶναι τὴν
διαθήκην μου πρὸς τοὺς Λευίτας, λέγει
Κύριος παντοκράτωρ. |
4
Ἔτσι δὲ τιμωρούμενοι θὰ μάθετε,
ὅτι ἐγὼ ἔχω δώσει τὴν
ἐντολήν, διὰ νὰ μένῃ στερεὰ
καὶ ἀμετακίνητος ἡ διαθήκη μου
μὲ τοὺς Λευΐτας, λέγει Κύριος ὁ
Παντοκράτωρ. |
4
Καὶ θὰ βάλετε γνῶσιν τότε, ἂν καὶ
πολὺ ἀργά, διότι ἐγὼ καὶ ὄχι
ἄνθρωπός τις ἔχω ἀποστείλει εἰς σᾶς
τὴν ἀπειλητικὴν αὐτὴν προειδοποίησιν,
τοῦ νὰ εἶναι ὑπὸ ὅλας
της τὰς ἐπόψεις ἰσχυρὰ ἡ διαθήκη
καὶ συμφωνία, ποὺ ἔκαμα μὲ τοὺς
Λευΐτας, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος.
|
5
Ἡ διαθήκη μου ἦν μετ' αὐτοῦ
τῆς ζωῆς καὶ τῆς εἰρήνης,
καὶ ἔδωκα αὐτῷ ἐν φόβῳ
φοβεῖσθαί με καὶ ἀπὸ προσώπου
ὀνόματός μου στέλλεσθαι αὐτόν.
|
5
Ἡ συνθήκη μου μὲ τὴν φυλὴν Λευῒ
ἦτο συγχρόνως καὶ ὑπόσχεσις
μακροζωΐας καὶ εἰρήνης. Ἐδίδαξα
τὴν φυλὴν Λευῒ νὰ μὲ φοβῆται
καὶ νὰ μὲ σέβεται καὶ νὰ
συστέλλεται καὶ ἁπλῶς ὅταν ἀκούῃ
τὸ Ὄνομά μου.
|
5
Ἡ διαθήκη μου ἦτο μαζί του, διαθήκη ὑποσχομένη
καὶ ἑξασφαλίζουσα εἰς αὐτὸν
ζωὴν καὶ εἰρήνην καὶ ἐνισχύων
τὴν ἀγαθήν του διάθεσιν τοῦ ἔδωκα
μὲ σεβασμὸν βαθὺν νὰ μὲ φοβῆται
καὶ νὰ συστέλλεται ταπεινούμενος πρὸ τοῦ
ὀνόματός μου. |
6
Νόμος ἀληθείας ἦν ἐν τῷ
στόματι αὐτοῦ, καὶ ἀδικία
οὐχ εὑρέθη ἐν χείλεσιν αὐτοῦ·
ἐν εἰρήνῃ κατευθύνων ἐπορεύθη
μετ' ἐμοῦ καὶ πολλοὺς ἐπέστρεψεν
ἀπὸ ἀδικίας. |
6
Εἰς τοὺς Λευΐτας, κατὰ τὸν παλαιὸν
καιρόν, ὁ Νόμος αὐτὸς τῆς
ἀληθείας ἦτο πάντοτε εἰς τὸ
στόμα των, καὶ ἡ ἀδικία δὲν
ἀνεφέρετο κἂν εἰς τὰ χείλη
αὐτῶν. Οὗτοι ἐπορεύοντο τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς των ἐν εἰρήνῃ
μαζῆ μου καὶ πολλοὺς ἐπανέφεραν
διὰ τῆς μετανοίας ἀπὸ τὸν
δρόμον τοῦ κακοῦ εἰς τὸν Θεόν.
|
6
Ὁ νόμος τῆς ἀληθείας ἦτο εἰς
τὸ στόμα τῶν παλαιοτέρων ἀπογόνων
τοῦ Λευὶ καὶ δόλος δὲν εὑρέθη
εἰς τὰ χείλη των εἰς τὸν εὐθὺν
καὶ ἴσιον δρόμον βαδίζοντες, ἐβάδισαν μὲ
εἰρήνην μαζί μου, καὶ πολλοὺς διὰ
τῆς ὀρθῆς διδασκαλίας τῶν καὶ
τοῦ ἁγίου βίου τῶν ἐπέστρεψαν ἀπὸ
τὴν ἀδικίαν καὶ ἁμαρτίαν.
|
7
Ὅτι χείλη ἱερέως φυλάξεται γνῶσιν,
καὶ νόμον ἐκζητήσουσιν ἐκ στόματος
αὐτοῦ, διότι ἄγγελος Κυρίου
παντοκράτορός ἐστιν.
|
7
Διότι τὰ χείλη τοῦ ἱερέως
πρέπει νὰ φυλάττουν καὶ νὰ ἐκφράζουν
πάντοτε τὴν ἀληθῆ γνῶσιν. Διότι
οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ στόμα
αὐτοῦ ἀναζητοῦν νὰ μάθουν
τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ
ἱερεὺς εἶναι ἀγγελιαφόρος Κυρίου
τοῦ Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
|
7
Ἐπέστρεψαν δὲ πολλοὺς εἰς μετάνοιαν
οἱ ἱερεῖς, διότι τὰ χείλη τοῦ
ἱερέως θὰ φυλάττουν τὴν γνῶσιν τοῦ
θείου θελήματος καὶ θὰ διδάσκουν αὐτήν,
καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἱερέως
θὰ ζητήσουν οἱ πιστοὶ τὴν ἐξήγησιν
καὶ διδασκαλίαν τοῦ νόμου, διότι ὁ ἱερεὺς
εἶναι ἄγγελος καὶ ἀπεσταλμένος τοῦ
παντοδυνάμου καὶ παντοκράτορος Κυρίου.
|
8
Ὑμεῖς δὲ ἐξεκλίνατε
ἐκ τῆς ὁδοῦ
καὶ ἠσθενήσατε πολλοὺς ἐν νόμῳ,
διεφθείρατε τὴν διαθήκην τοῦ Λευί,
λέγει Κύριος παντοκράτωρ. |
8
Σεῖς ὅμως σήμερον παρεξεκλίνατε ἀπὸ
τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, ἐσκανδαλίσατε
πολλοὺς καὶ τοὺς ἐκάματε ἀδυνάτους
εἰς τὴν γνῶσιν καὶ τὴν τήρησιν
τοῦ Νόμου καὶ ἔτσι ἠκυρώσατε
τὴν συνθήκην τῆς φυλὴς Λευΐ, λέγει
Κύριος ὁ Παντοκράτωρ.
|
8
Σεῖς ὅμως, ἀντιθέτως πρὸς τὴν
συμπεριφοράν των προγενεστέρων, ἐβγήκατε
ἔξω καὶ ἀπεπλανήθητε ἀπὸ τὴν
εὐθεῖαν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς
καὶ μὲ τὸ κακὸν παράδειγμα σᾶς
ἐκλονίσατε εἰς τὴν πίστιν καὶ
εἰς τὴν ὑπακοήν του νόμου πολλούς, καὶ
κατεστήσατε ἀνίσχυρον τὴν διαθήκην, ποὺ
συνῆψα μὲ τὴν φυλὴν τοῦ Λευΐ,
λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος. |
9
Κἀγὼ δέδωκα ὑμᾶς ἐξουδενουμένους
καὶ ἀπερριμμένους εἰς πάντα
τὰ ἔθνη, ἀνθ' ὧν ὑμεῖς
οὐκ ἐφυλάξασθε τὰς ὁδούς
μου, ἀλλὰ ἐλαμβάνετε πρόσωπα
ἐν νόμῳ. |
9
Διὰ τοῦτο ἐγὼ σᾶς παρέδωκα,
ἐξουδενωμένους καὶ ἀπερριμμένους,
εἰς ὅλα τὰ ἔθνη, διότι σεῖς
δὲν ἐτηρήσατε τὰς ἐντολάς
μου, ἀλλὰ ἐδείχθητε προσωπολῆπται
εἰς τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ Νόμου
μου. |
9
Καὶ ἐγὼ σᾶς ἔχω παραδώσει ἐξουθενωμένους
καὶ περιφρονημένους ἀπὸ ὅλα τὰ
ἔθνη, διότι δὲν ἐφυλάξατε τοὺς δρόμους
τῶν ἐντολῶν μου, ἄλλα προετιμούσατε
ἀπὸ τὸν νόμον μου νὰ ἀρέσκετε
εἰς πρόσωπα ἀνθρώπων. |
10
Οὐχὶ πατὴρ εἷς πάντων ὑμῶν;
Οὐχὶ Θεὸς εἷς ἔκτισεν ὑμᾶς;
Τί ὅτι ἐγκατελίπετε ἕκαστος
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τοῦ
βεβηλῶσαι τὴν διαθήκην τῶν πατέρων
ὑμῶν; |
10
Ἕνας δὲν εἶναι ὁ πατὴρ ὅλων
σας; Ἕνας δὲν εἶναι ὁ Κύριος
καὶ Θεός, ὁ ὁποῖος σᾶς
ἐδημιούργησε; Διατὶ ἐγκατελείψατε
καὶ ἐχωρίσθητε ὁ ἔνας ἀδελφὸς
ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ ἐβεβηλώσατε
τὴν συνθήκην, τὴν ὁποίαν ὁ
Κύριος εἶχε συνάψει μὲ τοὺς
προπάτοράς σας;
|
10
Δὲν εἶναι ἕνας Πατέρας ὅλων σας; Δὲν
σᾶς ἔκτισεν ἕνας Θεός; Διατὶ ἐγκατελείψατε
ὁ καθένας σας τὸν ἀδελφόν του διὰ
νὰ βεβηλώσητε καὶ παραβῆτε τὴν διαθήκην,
ποὺ ἔκαμεν ὁ Θεὸς μὲ τοὺς
προγόνους σας; |
11
Ἐγκατελείφθη Ἰούδας, καὶ βδέλυγμα
ἐγένετο ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ
ἐν Ἱερουσαλήμ, διότι ἐβεβήλωσεν
Ἰούδας τὰ ἅγια Κυρίου, ἐν
οἷς ἠγάπησε, καὶ ἐπετήδευσεν
εἰς θεοὺς ἀλλοτρίους.
|
11
Ἐγκατελείφθη ἀπὸ τὸν Θεὸν
τὸ ἰουδαϊκὸν ἔθνος, διότι βδελυρὰ
πράγματα ἐπραγματοποιήθησαν εἰς τὸ
ἰσραηλιτικὸν βασίλειον καὶ εἰς
αὐτὴν τὴν Ἱερουσαλήμ. Διότι
ἐβεβήλωσαν οἱ Ἰουδαῖοι τὰ
ἅγια τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, τὰ
ὀποῖα ἄλλοτε εἶχαν ἀγαπήσει
καὶ σεβασθῆ καὶ κατεσκεύασαν ἀγάλματα
καὶ θυσιαστήρια πρὸς τιμὴν ξένων
θεῶν. |
11
Ἐγκατελείφθη εἰς ἐπιγαμίας εἰδωλολατρικὰς
ὁ λαὸς τοῦ Ἰούδα καὶ ἔγιναν
πράξεις καὶ γάμοι βδελυροὶ καὶ σιχαμένοι
εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διότι ὁ Ἰούδας
ἐβεβήλωσε μὲ τὰς ἐπιγαμίας του
αὐτὰς τὸν ἅγιον Ναὸν τοῦ
Κυρίου, τὸν ὁποῖον ἠγάπησε κατὰ
τὸ παρελθόν, καὶ διεπραγματεύθη συνοικέσια καὶ
δεσμοὺς μὲ ξένους θεούς. |
12
Ἐξολοθρεύσει Κύριος τὸν ἄνθρωπον
τὸν ποιοῦντα τοῦτα, ἕως καὶ
ταπεινωθῇ ἐκ σκηνωμάτων Ἰακώβ
καὶ ἐκ προσαγόντων θυσίαν τῷ
Κυρίῳ παντοκράτορι. |
12
Θὰ ἐξολοθρεύσῃ ὁ Κύριος
τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
διαπράττει τοιαύτας βδελυρότητας καὶ
θὰ τὸν ταπεινώσῃ μεταξὺ τῶν
ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ, ὅπως
καὶ τὸν ἐκτρεπόμενον Λευΐτην τὸν
ἀνήκοντα εἰς τὴν τάξιν τῶν
Λευϊτῶν, οἱ ὁποῖοι προσφέρουν
θυσίαν εἰς Κύριον τὸν Παντοκράτορα.
|
12
Θὰ ἐξολοθρεύσῃ ὁ Κύριος τὸν
ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ποιεῖ τὰς
βδελυκτὰς αὐτὰς ἐπιγαμίας, μέχρι πλήρους
ταπεινώσεως καὶ ἐξαφανίσεως ἀπὸ
τὰ μέρη, ὅπου διαμένουν οἱ ἀπόγονοι
τοῦ Ἰακώβ, καὶ ἐκ μέσου ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι προσφέρουν θυσίαν εἰς τὸν
παντοκράτορα Κύριον. |
13
Καὶ ταῦτα, ἃ ἐμίσουν, ἐποιεῖτε·
ἐκαλύπτετε δάκρυσι τὸ θυσιαστήριον
Κυρίου καὶ κλαυθμῷ καὶ στεναγμῷ
ἐκ κόπων. Ἔτι ἄξιον ἐπιβλέψαι
εἰς θυσίαν ἢ λαβεῖν δεκτὸν ἐκ
τῶν χειρῶν ὑμῶν;
|
13
Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ὁποῖα
ἐγὼ ἐμίσουν, σεῖς τὰ ἐπράττατε.
Μὲ ὑποκριτικὰ δάκρυα ἐκαλύπτατε
τὸ θυσιαστήριον τοῦ Κυρίου, μὲ
κλαυθμοὺς καὶ στεναγμοὺς καὶ κοπετούς.
Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ ἐπιβλέψω
ἐγὼ εἰς τὰς ὑποκριτικάς
σας θυσίας ἢ νὰ κάμω αὐτὰς
δεκτὰς ἀπὸ τὰ χέρια σας;
|
13
Καὶ ἐπράττετε αὐτά, τὰ ὁποῖα
ἐμισοῦσα· ὅταν δὲ σᾶς εὕρισκαν
δυσχερεῖς περιστάσεις, ἐκαλύπτατε μὲ
ἄφθονα δάκρυα τὸ θυσιαστήριον τοῦ Κυρίου
καὶ μὲ κλαυθμὸν καὶ στεναγμὸν
παρατεταμένον καὶ κοπιαστικόν. Κατόπιν αὐτοῦ
εἶναι ἄξιον νὰ ἐπιβλέψω εὐμενῶς
εἰς τὴν ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις προσφερομένην
ἀπὸ σᾶς θυσίαν ἢ νὰ λάβω δῶρον
εὐπρόσδεκτον ἀπὸ τὰς χεῖρας
σας; |
14
Καὶ εἴπατε· ἕνεκεν τίνος; Ὅτι
Κύριος διεμαρτύρατο ἀναμέσον σοῦ
καὶ ἀναμέσον γυναικὸς νεότητός
σου, ἣν ἐγκατέλιπες, καὶ αὕτη
κοινωνός σου καὶ γυνὴ διαθήκης σου.
|
14
Σεῖς ὅμως εἴπατε· <διὰ ποῖον
λόγον, ποῖαν ἁμαρτίαν ἐπράξαμεν;>
Λησμονεῖτε ὅμως ὅτι ὁ Κύριος
ἐντόνως διεμαρτυρήθη ἐναντίον
σου, μάρτυς κατηγορίας, ἀναμέσον σοῦ
καὶ τῆς γυναικὸς τῆς νεότητός
σου, τὴν ὁποίαν χωρὶς λόγον
ἐγκατέλιπες αὐτήν, ποὺ ὑπῆρξεν
ἕως τώρα σύντροφός σου καὶ σύζυγός
σου, σύμφωνα μὲ τὸν Νόμον τοῦ
Θεοῦ. |
14
Καὶ ἠρωτήσατε διαποροῦντες: Διατὶ
ὁ Θεὸς δὲν δέχεται τὴν θυσίαν μας;
Διότι ὁ Κύριος ὑπῆρξε μάρτυς μεταξύ σου
καὶ μεταξὺ τῆς γυναικός, ποὺ τὴν
ἐπῆρες κατὰ τὸν καιρὸν τῆς
νεότητάς σου σύζυγον καὶ τὴν ὁποίαν ἐγκατέλιπες.
Καὶ ὅμως αὐτὴ ἦτο σύντροφος
τῆς ζωῆς σου μὲ ἴσα πρὸς σὲ
δικαιώματα καὶ γυνὴ ἀνήκουσα εἰς τὴν
αὐτὴν θρησκείαν μὲ σέ.
|
15
Καὶ οὐκ ἄλλος ἐποίησε, καὶ
ὑπόλειμμα πνεύματος αὐτοῦ. Καὶ
εἴπατε· τί ἄλλο ἀλλ' ἢ
σπέρμα ζητεῖ ὁ Θεός; Καὶ φυλάξασθε
ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, καὶ
γυναῖκα νεότητός σου μὴ ἐγκαταλίπῃς·
|
15
Δὲν εἶναι ἄλλος ἐκεῖνος, ποὺ
ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, καὶ ἄλλος
ποὺ ἔπλασε τὴν Εὔαν. Ἀλλὰ
ὁ αὐτὸς Θεός ἀπὸ τὸ
ὑπόλειμμα τοῦ θείου ἐμφυσήματος
ἔπλασεν, ἐζωογόνησε καὶ τὴν
γυναῖκα. Ἀλλὰ σεῖς εἴπατε·
τί ἄλλο παρὰ ἀπογόνους ζητεῖ
ἀπὸ ἡμᾶς ὁ Θεός; Ὁ
Θεὸς ζητεῖ νὰ προσέξετε τὴν
καθαρότητα τοῦ πνεύματός σας καὶ
τὴν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν εἶχες
ἐκ νεότητός σου νὰ μὴ ἐγκαταλίπῃς.
|
15
Εἰς καὶ ὁ αὐτὸς Θεὸς καὶ
οὐχὶ ἄλλος τις ἐποίησε τὸν ἄνδρα
καὶ τὴν γυναῖκα, καὶ εἰς τοὺς
δύο ὑπάρχει ὑπόλοιπον ἐκ τῆς αὐτῆς
θείας καὶ ζωοποιοῦ πνοῆς του. Καὶ
ὅμως σεῖς εἴπατε: Τί ἄλλο ζητεῖ
ὁ Θεὸς διὰ τοῦ γάμου παρὰ ἀπογόνους;
Καὶ ὅταν λοιπὸν γεννηθοῦν τέκνα, δικαιούμεθα
νὰ ἀπολύσωμεν τὴν γυναῖκα. Ὄχι·
μὴ πράξετε τοιοῦτόν τι, ἀλλὰ σεβασθῆτε
καὶ φυλάξατε μὲ τιμὴν τὴν ζωὴν
καὶ τὴν πνοήν, ποὺ σᾶς μετέδωκεν ἐξ
ἴσου ὁ Θεός, καὶ σὺ ὁ ἀνὴρ
μὴ ἐγκαταλίπῃς τὴν γυναῖκα,
ποὺ ἐνυμφεύθης ἀπὸ τὰ
νειάτα σου. |
16
ἀλλὰ ἐὰν μισήσας
ἐξαποστείλῃς λέγει Κύριος
ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, καὶ
καλύψει ἀσέβεια ἐπὶ τὰ
ἐνθυμήματά σου, λέγει Κύριος
παντοκράτωρ. Καὶ φυλάξασθε ἐν τῷ
πνεύματι ὑμῶν καὶ οὐ μὴ
ἐγκαταλίπητε. |
16
Ἐὰν λοιπὸν μισίσῃς τὴν
γυναῖκα σου καὶ τὴν διώξῃς,
λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, τότε ἀσέβεια θὰ καλύψῃ
ὅλας τὰς ἀναμνήσεις τῆς προγενεστέρας
ζωῆς σου, λέγει Κύριος ὁ Παντοκράτωρ.
Προσέξατε, λοιπόν, τὴν καθαρότητα
τοῦ πνεύματός σας καὶ μὴ ἐγκαταλείψετε
τὴν σύζυγόν σας.
|
16
Ἀλλ’ ἐὰν μισήσας τὴν γυναῖκά
σου τὴν ἀποπέμψῃς, λέγει ὁ Κύριος,
ὅστις εἶναι καὶ ὁ Θεὸς τοῦ
Ἰσραήλ, τότε ἁμαρτία οὐ μόνον ἀδικοῦσα
ταύτην, ἀλλὰ καὶ ἀσεβοῦσα πρὸς
τὸν Θεὸν θὰ σκεπάσῃ τὰς σκέψεις
καὶ τὰς ἀποφάσεις σου, λέγει ὁ παντοκράτωρ
Κύριος. Διὰ νὰ μὴ ἐμπέσητε λοιπὸν
εἰς τὴν ἀσέβειαν ταύτην καὶ ὑποστῆτε
τὰς συνεπείας της, σεβασθῆτε καὶ φυλάξατε
μὲ τιμὴν τὴν ζωήν, ποὺ σᾶς ἐνεφύσησεν
ὁ Θεός, καὶ τότε ἀσφαλῶς δὲν
θὰ ἐγκαταλείψετε τὴν σύζυγον, μὲ τὴν
ὁποίαν αὐτὸς ποὺ σᾶς ἔπλασε,
σᾶς ἥνωσεν εἰς ἕν.
|
-17
Οἱ παροξύναντες τὸν Θεὸν ἐν
τοῖς λόγοις ὑμῶν καὶ εἴπατε·
ἐν τίνι παρωξύναμεν αὐτόν; Ἐν
τῷ λέγειν ὑμᾶς· πᾶς ποιῶν
πονηρόν, καλὸν ἐνώπιον Κυρίου,
καὶ ἐν αὐτοῖς αὐτὸς εὐδόκησε·
καὶ ποῦ ἐστιν ὁ Θεὸς τῆς
δικαιοσύνης; |
17
Σεῖς παροργίζετε τὸν Θεὸν μὲ
τοὺς λόγους σας καὶ ἐρωτᾶτε·
εἰς τί πρωργίσαμεν τὸν Θεόν;
Τὸν παρωργίσατε διότι λέγετε, ὅτι
κάθε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διαπράττει
τὸ κακόν, εὑρίσκει καλὸν ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τοὺς παρανόμους
καὶ ἁμαρτωλοὺς αὐτοὺς εὐαριστεῖται
ὁ Κύριος. Καὶ ποῦ λοιπὸν εἶναι
ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης; |
17
Καὶ σεῖς, ποὺ ἐξωργίσατε μὲ
τοὺς λόγους σας τὸν Θεὸν καὶ εἴπατε:
Μὲ τί τὸν παρωργίσαμεν; Τὸν παρωργίσατε
μὲ τὸ να λέγετε, ὅτι καθένας ποὺ
κάνει κακὸν καὶ πονηρόν, πράττει καλὸν ἐμπρὸς
εἰς τὸν Κύριον, καὶ εἰς αὐτοὺς
ποὺ πράττουν τὰ πονηρά, εὐηρεστήθη
ὁ Κύριος· καὶ ποὺ λοιπὸν εἶναι
ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης, ἀφοῦ
τόση ἀδικία ἐπικρατεῖ καὶ οἱ
κακοὶ εὐτυχοῦν; |