Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐσῆλθεν πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν·
καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην
ἔχων τὴν χεῖρα. |
αὶ
εἰσῆλθεν πάλιν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὴν συναγωγήν· ἦτο δὲ
ἐκεῖ ἔνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε
ἀκίνητο καὶ ξηρὸ τὸ χέρι
του. |
αὶ
ἐμβῆκε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν. Καὶ
ἦτο ἐκεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ
εἶχε ξηρὸν καὶ ἀκίνητον τὸ χέρι
του. |
2
Καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς
σάββασι θεραπεύσει αὐτόν, ἵνα
κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. |
2
Καὶ κατεσκόπευαν αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι
μὲ μεγάλην προσοχήν, ἐὰν θὰ
τὸν θεραπεύσῃ κατὰ τὴν ἡμέραν
τοῦ Σαββάτου, διὰ νὰ ἔχουν ἀφορμὴν
νὰ τὸ κατηγορήσουν. |
2
Καὶ τὸν παρηκολούθουν προσεκτικὰ νὰ
ἴδουν, ἐὰν θὰ τὸν θεραπεύσῃ
κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, διὰ
νὰ τὸν κατηγορήσουν ὅτι κατέλυε τὸ
Σάββατον. |
3
Καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ
ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα·
ἔγειρε εἰς τὸ μέσον. |
3
Λέγει δὲ εἰς τὸν ἄνθρωπον μὲ
τὸ ξηρὸ χέρι· <σήκω καὶ
στάσου εἰς τὸ μέσον>. |
3
Καὶ λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ
εἶχε τὸ ξηρὸν καὶ ἀκίνητον χέρι·
Σήκω καὶ στάσου εἰς τὸ μέσον τῆς συναγωγῆς.
|
4
Καὶ λέγει αὐτοῖς· ἔξεστι
τοῖς σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι ἢ
κακοποιῆσαι; Ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι;
Οἱ δὲ ἐσιώπων. |
4
Καὶ λέγει πρὸς αὐτούς·
<ἐπιτρέπεται κατὰ τὸ Σάββατον
νὰ κάμῃ κανεὶς τὸ καλὸν
ἢ νὰ κάμῃ τὸ κακόν; Νὰ
σώσῃ τὴν ζωὴν τοῦ πλησίον
ποὺ κινδυνεύει ἢ νὰ τὸν ἀφήσῃ
ἀβοήθητον καὶ ἔτσι νὰ γίνῃ
ἀφορμὴ τοῦ θανάτου του;> ᾿Εκεῖνοι
δὲ ἐσιωποῦσαν. |
4
Καὶ τοὺς λέγει· Εἶναι ἐπιτετραμμένον
κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου νὰ
κάνῃ ὁ ἄνθρωπος καλὸν καὶ νὰ
εὐεργετήσῃ μὲ αὐτὸ τὸν
πλησίον του ἢ μπορεῖ νὰ παραλείψῃ
τὴν εὐεργεσίαν καὶ ἔτσι νὰ γίνῃ
αἴτιος κακοῦ καὶ βλάβης εἰς τὸν
πλησίον; Ἐπιτρέπεται κατὰ τὸ Σάββατον νὰ
σώσῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν ζωὴν τοῦ
πλησίον ἢ ἐπιτρέπεται νὰ μὴ τὸν
βοηθήσῃ κινδυνεύοντα καὶ ἔτσι ἐμμέσως
νὰ τὸν φονεύσῃ; Αὐτοὶ δὲ
ἐσιώπων. |
5
Καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ' ὀργῆς,
συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει
τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ
ἀνθρώπῳ· ἔκτεινον τὴν χεῖρά
σου. Καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη
ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς
ἡ ἄλλη. |
5
Καὶ ἀφοῦ περιέφερε γύρω εἰς
αὐτοὺς μὲ ὀργὴν τὸ βλέμμα
του, ἐνῶ συγχρόνως τοὺς ἐλυπεῖτο
εἰλικρινῶς διὰ τὴν πώρωσιν τῆς
καρδιᾶς των, λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον·
<ἄπλωσε τὸ χέρι σου>. Καὶ ἀμέσως
ἐκεῖνος τὸ ἄπλωσε καὶ ἔγινε
πάλιν γερὸ τὸ χέρι του, ὅπως
τὸ ἄλλο. |
5
Καὶ ἀφοῦ ἔρριψεν ὁ Ἰησοῦς
τριγύρω τους βλέμμα, ποὺ ἐφανέρωνε τὴν ἱερὰν
ἀγανάκτησίν του, ἐνῶ συγχρόνως ἐλυπεῖτο
ἐκ συμπαθείας πρὸς αὐτούς, διότι ἡ
καρδία των ἦτο πεπωρωμένη καὶ σκληρὰ καὶ
ἐκινδύνευαν νὰ μείνουν ἀδιόρθωτοι, λέγει
εἰς τὸν ἄνθρωπον· Ἐξάπλωσε τὸ
χέρι σου. Αὐτὸς δέ, μολονότι ἀπὸ τὴν
ἀσθένειάν του ἠμποδίζετο νὰ πράξῃ
τοῦτο, ὅμως φανερώνων τὴν πίστιν του κατέβαλε
προσπάθειαν καὶ τὸ ἑξάπλωσε. Καὶ ἔγινε
πάλιν ὑγιὲς τὸ χέρι του, σὰν τὸ
ἄλλο. |
6
Καὶ ἐξελθόντες οἱ Φαρισαῖοι
εὐθέως μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν
συμβούλιον ἐποίουν κατ' αὐτοῦ,
ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσι.
|
6
Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν οἱ Φαρισαῖοι
ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἔκαμαν ἀμέσως
συμβούλιον μαζῆ μὲ ἐκείνους,
ποὺ ἀνῆκαν εἰς τὸ κόμμα
τοῦ Ἡρῴδου, καὶ συνεσκέφθησαν,
πῶς νὰ ἐξοντώσουν τὸν Ἰησοῦν.
|
6
Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ
τὴν συναγωγὴν οἱ Φαρισαῖοι, ἀμέσως
ἔκαναν ἐναντιόν του συμβούλιον μὲ τοὺς
Ἡρῳδιανούς, ποὺ ἦσαν τὸ κόμμα
τοῦ βασιλέως Ἡρῴδου, καὶ συνεσκέφθησαν
μὲ ποῖον τρόπον θὰ κατώρθωναν νὰ τὸν
ἐξοντώσουν. |
7
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησε
μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς
τὴν θάλασσαν· καὶ πολὺ πλῆθος
ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἠκολούθησαν
αὐτῷ, |
7
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησε
μαζῆ μὲ τοὺς μαθητάς του πρὸς
τὴν θάλασσαν. Καὶ πολὺ πλῆθος
ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς Γαλιλαίας
τὸν ἠκολούθησεν. |
7
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησε μὲ
τοὺς μαθητάς του πρὸς τὸ μέρος τῆς
θαλάσσης, καὶ τὸν ἠκολούθησε πολὺ
πλῆθος ἀπὸ τὴν Γαλιλαῖαν,
|
8
καὶ ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας
καὶ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καὶ
ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας καὶ
πέραν τοῦ Ἰορδάνου καὶ οἱ
περὶ Τύρον καὶ Σιδῶνα, πλῆθος
πολύ, ἀκούσαντες ὅσα ἐποίει,
ἦλθον πρὸς αὐτόν. |
8
Ἀκόμη δὲ καὶ ἀπὸ τὴν
Ἰουδαίαν καὶ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ ἀπὸ τὴν Ἰδουμαίαν
καὶ ἀπὸ τὰς περιοχάς, ποὺ
ἦσαν πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην,
ὅπως ἐπίσης καὶ αὐτοὶ
ποὺ κατοικοῦσαν τὰ περίχωρα τῆς
Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος, πλῆθος
πολύ ποὺ εἶχαν ἀκούσει τὰ
θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔκανε, ἦλθαν
πρὸς αὐτόν. |
8
καὶ ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, καὶ
ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ
τὴν Ἰδουμαίαν καὶ ἀπὸ τὴν
Περαίαν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν χώραν, ποὺ
εἶναι πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην
πρὸς ἀνατολὰς αὐτοῦ. Καὶ
ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν
εἰς τὰ περίχωρα τῆς Τύρου καὶ Σιδῶνος
πλῆθος πολύ, ποὺ ἤκουσαν τὰς θαυματουργίας
ὅσας ἔκανεν, ἦλθον πρὸς αὐτόν.
|
9
Καὶ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ
ἵνα πλοιάριον προσκαρτερῇ αὐτῷ
διὰ τὸν ὄχλον, ἵνα μὴ θλίβωσιν
αὐτόν· |
9
Καὶ εἶπε εἰς τοὺς μαθητάς του
νὰ παραμένῃ ἐκεῖ δι' αὐτὸν
ἕνα πλοιάριον, ὥστε νὰ μπαίνῃ
εἰς αὐτό, ὅταν ἡ συρροὴ
τοῦ λαοῦ εἶναι μεγάλη, διὰ νὰ
μὴ τὸν πιέζουν καὶ τὸν συνθλίβουν
τὰ πλήθη. |
9
Καὶ παρήγγειλεν εἰς τοὺς μαθητάς του λόγῳ
τοῦ πλήθους νὰ παραμένῃ ἐκεῖ
διαρκῶς δι’ αὐτὸν πλοιάριον διὰ νὰ
ἔμβαίνῃ εἰς αὐτό, ὅταν ἡ
συρροὴ ἐγίνετο μεγαλυτέρα, ὥστε νὰ
μὴ τὸν πιέζουν τὰ πλήθη.
|
10
πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν, ὥστε
ἐπιπίπτειν αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ
ἅψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας·
|
10
Ἐμαζεύετο δὲ τόσον πλῆθος, διότι
πολλοὺς ἐθεράπευσε, ὥστε νὰ
πίπτουν ἐπάνω του ὅσοι ἐβασανίζοντο
ἀπὸ ἀσθενείας, διὰ νὰ
τὸν ἐγγίσουν καὶ πάρουν τὴν
θεραπείαν. |
10
Ἐμαζεύετο δὲ πλῆθος πολύ, διότι πολλοὺς
ἐθεράπευσε, ὥστε ἔπιπταν ἐπάνω του
ὅσοι εἶχαν ἀσθενείας βασανιστικάς, διὰ
νὰ τὸν ἐγγίσουν καὶ εὕρουν ἔτσι
τὴν θεραπείαν των. |
11
καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα,
ὅταν αὐτὸν ἐθεώρουν, προσέπιπτον
αὐτῷ καὶ ἔκραζον λέγοντα ὅτι
σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
|
11
Καὶ τὰ πονηρὰ καὶ ἀκάθαρτα
δαιμόνια, ὅταν τὸν ἀντίκρυζαν
ἔπιπταν μὲ τρόμον εἰς τὰ πόδια
του, ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ ἔλεγον
ὅτι <σὺ εἶσαι
ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ>.
|
11
Καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα καὶ
πονηρά, ὅταν τὸν ἔβλεπαν, ἔπιπταν
ἐμπρός του καὶ ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ
ἔλεγαν· ὅτι σὺ εἶσαι ὁ
Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. |
12
Καὶ πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς
ἵνα μὴ φανερὸν αὐτὸν ποήσωσι.
|
12
Καὶ τὰ ἐπέπληττε αὐστηρῶς
καὶ τὰ διέτασσε νὰ μὴ φανερώσουν
ὅτι εἶναι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Δὲν εἶχε καμμίαν ἀνάγκην ἀπὸ
τὴν μαρτυρίαν τῶν πονηρῶν δαιμονίων
(τὰ ὁποῖα ἄλωστε ὑπέκρυπταν
πάντοτε καὶ κάποιον δόλιον σκοπόν).
|
12
Καὶ πολὺ τὰ ἐπέπληττε, διὰ νὰ
μὴ τὸν φανερώσουν, ὅτι αὐτὸς
ἦτο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. (Καὶ
τοὺς ἀπηγόρευε νὰ φανερώνουν τοῦτο,
διότι οὔτε ἦτο ἀκόμη ὁ καιρὸς
διὰ νὰ γνωστοποιηθῇ εἰς τοὺς
ἀνθρώπους ὁλόκληρος ἡ περὶ τοῦ
Χριστοῦ ἀλήθεια, καὶ ἐρεθισθοῦν
ἀπὸ αὐτὴν περισσότερον οἱ ἄπιστοι
ἐχθροί του, οὔτε οἰ πονηροὶ δαίμονες
ἦσαν ἄξιοι νὰ γίνουν κήρυκες αὐτῆς).
|
13
Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὅρος,
καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός,
καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν.
|
13
Καὶ ἀνεβαίνει ἐπάνω εἰς
τὸ ὅρος, προσκαλεῖ δὲ ἐκεῖ
ἐκείνους τοὺς ὁποίους αὐτὸς
ἤθελε καὶ ἦλθαν πρὸς αὐτόν.
|
13
Καὶ ἀναβαίνει εἰς κάποιο γειτονικὸ
βουνὸ τῆς ὀροσειρᾶς, ποὺ κεῖται
πρὸς δυσμὰς τῆς Καπερναούμ, καὶ προσεκάλεσεν
ἐκείνους ποὺ ἤθελε καὶ ἐπῆγαν
πρὸς αὐτόν. |
14
Καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι
μετ' αύτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ
αὐτοὺς κηρύσσειν |
14
Καὶ ἐξέλεξε δώδεκα, διὰ νὰ
εἶναι μαζῆ του καὶ διὰ
νὰ τοὺς στέλλῃ νὰ κηρύττουν
|
14
Καὶ ἐξέλεξε δώδεκα μαθητάς, διὰ νὰ
εἶναι μαζί του καὶ διὰ νὰ τοὺς
ἀποστέλλῃ νὰ κηρύττουν, |
15
καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν
τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ
δαιμόνια· |
15
καὶ νὰ ἔχουν ἐξουσίαν, ὥστε
νὰ θεραπεύουν τὰς ἀσθενείας
καὶ νὰ ἐκδιώκουν τὰ δαιμόνια.
|
15
καὶ νὰ ἔχουν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν
νὰ θεραπεύουν τὰς ἀσθενείας καὶ νὰ
βγάζουν τὰ δαιμόνια. |
16
καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι
Πέτρον, |
16
Καὶ ἔβαλε νέον ὄνομα εἰς τὸν
Σίμωνα, τὸ ὄνομα Πέτρος. |
16
Καὶ ἔβαλεν εἰς τὸν Σίμωνα νέον ὄνομα
καὶ τὸν ὠνόμασε Πέτρον, |
17
καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου
καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν
τοῦ Ἰακώβου· καὶ ἐπέθηκεν
αὐτοῖς ὀνόματα Βοανεργές, ὅ
ἐστιν υἱοὶ βροντῆς· |
17
Καὶ ἐξέλεξε τὸν Ἰάκωβον
τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ
τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν
τοῦ Ἰακώβου· καὶ ἔβαλε
εἰς αὐτοὺς νέα ὀνόματα
Βοαναργές, ποὺ σημαίνει υἱοὶ
βροντῆς (καὶ τοῦτο διὰ τὸν ὁρμητικὸν
χαρακτῆρα των, ποὺ παρουσίαζαν ἐνίοτε).
|
17
καὶ ἐξέλεξεν ἀκόμη τὸν Ἰάκωβον
τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν
Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου
καὶ τοὺς ἔβαλεν ὀνόματα Βοανεργές,
τὸ ὁποῖον εἰς τὴν ἑλληνικὴν
σημαίνει υἱοὶ βροντῆς (λόγῳ τοῦ
χαρακτῆρος των, ποὺ ἐνῷ συνήθως ἦτο
ἤρεμος, εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις ἐξέσπα
ἔξαφνα σὰν βροντή). |
18
καὶ Ἀνδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ
Βαρθολομαῖον καὶ Ματθαῖον καὶ Θωμὰν
καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἀλφαίου
καὶ Θαδδαῖον καὶ Σίμωνα τὸν
Κανανίτην |
18
Ἐξέλεξε ἀκόμη καὶ τὸν
Ἀνδρέαν καὶ τὸν Φίλιππον καὶ
τὸν Βαρθολομαῖον καὶ τὸν Ματθαῖον
καὶ τὸν Θωμᾶν, καὶ τὸν Ἰάκωβον,
τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Αλφαίου,
καὶ τὸν Κανανίτην, δηλαδὴ τὸν
Ζηλωτήν. |
18
Ἐξέλεξε καὶ τὸν Ἀνδρέαν καὶ
τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Βαρθολομαῖον
καὶ τὸν Ματθαῖον καὶ τὸν Θωμᾶν
καὶ τὸν Ἰάκωβον τὸν υἱὸν
τοῦ Ἀλφαίου καὶ τὸν Θαδδαῖον,
καὶ τὸν Σίμωνα τὸν Κανανίτην, ὄνομα,
τὸ ὁποῖον εἰς τὴν ἑλληνικὴν
μεταφράζεται Ζηλωτῆς. |
19
καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς
καὶ παρέδωκεν αὐτόν. |
19
Καὶ τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην,
ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρέδωκε
ἀργότερα εἰς τοὺς ἐχθρούς
του. |
19
Καὶ τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην,
ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς
τοὺς ἐχθρούς του. |
20
Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ
συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ
δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν.
|
20
Καὶ ἔρχονται εἰς κάποιο σπίτι
τῆς Καπερναούμ. Καὶ συγκεντρώνεται
πάλιν ἐκεῖ λαὸς πολύς, ὥστε
νὰ μὴ μποροῦν καὶ νὰ μὴ
εὐρίσκουν εὐκαιρίαν οὔτε ψωμὶ
νὰ φάγουν. |
20
Καὶ ἔρχονται εἰς κάποιο σπίτι τῆς
Καπερναοὺμ καὶ ἐμαζεύθη πάλιν λαὸς
πολύς, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν αὐτοὶ
οὔτε ἄρτον νὰ φάγουν, διότι καὶ τὸ
σπίτι ὁλόκληρον εἶχε καταλάβει ὁ λαὸς
καὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν δὲν
ἔδιδαν καιρὸν νὰ φάγῃ. |
21
Καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ' αὐτοῦ
ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν·
ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη.
|
21
Ὅταν δὲ ἤκουσαν αὐτὰς τὰς
ὑπερβολὰς εἰς τὸ ἔργον οἱ
ἰδικοί του, δηλαδὴ οἱ θεωρούμενοι
ὡς ἀδελφοί του (οἱ ὁποῖοι
καὶ δὲν εἶχαν πιστεύσει εἰς
αὐτόν), ἐξῆλθαν διὰ νὰ
τὸν πιάσουν καὶ τὸν περιορίσουν
εἰς τὸ σπίτι, διότι ἐνόμιζαν
ὅτι ἡ τόση ὑπερβολικὴ προσήλωσις
καὶ ἀπασχόλησις εἰς τὸ ἔργον
του εἶναι ἀποτέλεσμα ψυχικῆς διεγέρσεως,
καὶ ἔλεγαν ὅτι ἐβγῆκεν ἀπὸ
τὸν εὐατόν του. |
21
Καὶ ὅταν ἤκουσαν οἱ (δικοί του, ὅτι
εἶχεν ἀπορροφηθῆ ἀπὸ τὸ
ἔργον τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων
μέχρι σημείου, ποὺ νὰ μὴ τρώγῃ, ἐβγῆκαν
νὰ τὸν πιάσουν καὶ νὰ τὸν περιορίσουν,
διότι ἐνόμιζαν, ὅτι ἡ τόση προσήλωσις εἰς
τὸ ἔργον του ἦτο ἀποτέλεσμα ψυχικῆς
ἀσθενείας καὶ ἔλεγον, ὅτι εἶναι
ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ
διεταράχθη ὁ νοῦς του. |
22
Καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ ἀπὸ
Ἱεροσολύμων καταβάντες ἔλεγον ὅτι
Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ ὅτι ἐν
τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει
τὰ δαιμόνια. |
22
Καὶ οἱ γραμματεῖς, ποὺ εἶχαν
ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ,
ἔλεγαν ὅτι ἔχει μέσα του τὸν
βελζεβοὺλ καὶ ὅτι διώχνει τὰ
δαιμόνια μὲ τὴν συνεργασίαν τοῦ
ἄρχοντος τῶν δαιμονίων. |
22
Καὶ οἱ γραμματεῖς, ποὺ εἶχαν
καταβῆ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔλεγαν
ὅτι ἔχει μέσα του τὸν Βεελζεβοὺλ καὶ
ὅτι μὲ τὴν βοήθειαν καὶ συνεργασίαν
τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμονίων βγάζει ἀπὸ
τοὺς δαιμονιζομένους τὰ δαιμόνια.
|
23
Καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν
παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς· πῶς
δύναται σατανᾶς σατανᾶν ἐκβάλειν;
|
23
Καὶ ἀφοῦ ἐπροσκάλεσεν αὐτοὺς
ὁ Ἰησοῦς, τοὺς ἔλεγε μὲ
παραβολάς· <πῶς εἶναι δυνατὸν
ἔνας σατανᾶς νὰ διώχνη ἄλλον
σατανᾶν; |
23
Καὶ ἀφοῦ τοὺς προσεκάλεσε, τοὺς
ἔλεγε μὲ συγκρίσεις καὶ παραδείγματα·
Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἕνας σατανᾶς
νὰ βγάζει διὰ τῆς βίας καὶ νὰ
διώκῃ ἄλλον σατανᾶν; |
24
Καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ' ἑαυτὴν
μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ
βασιλεία ἐκείνη· |
24
Ἐὰν ἕνα βασίλειον χωρισθῇ εἰς
ἐχθρικὰς παρατάξεις ἀλληλοπολεμουμένας,
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ καὶ
νὰ ζήσῃ αὐτὸ τὸ βασίλειον.
|
24
Καὶ ἐὰν ἕνα βασίλειον χωρισθῇ
εἰς κόμματα ἐχθρικά, ὥστε δι’ ἐμφυλίου
πολέμου νὰ στραφῇ ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ
του, δὲν δύναται νὰ σταθῇ τὸ βασίλειον
ἐκεῖνο. |
25
καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ' ἑαυτὴν
μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ
οἰκία ἐκείνη. |
25
Καὶ ἐὰν εἰς μίαν οἰκογένειαν
διαιρεθοῦν τὰ μέλη μεταξύ των καὶ
πολεμοῦν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ καὶ νὰ
ζήσῃ ἡ οἰκογένεια ἐκείνη.
|
25
Καὶ ἐὰν μία οἰκογένεια διαιρεθῇ
ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ της, δὲν
δύναται νὰ σταθῇ, ἀλλὰ θὰ διαλυθῇ
ἡ οἰκογένεια ἐκείνη. |
26
Καὶ εἰ ὁ σατανᾶς ἀνέστη
ἐφ' ἑαυτὸν καὶ μεμέρισται, οὐ
δύναται σταθῆναι, ἀλλὰ τέλος
ἔχει. |
26
Καὶ ἐὰν ὁ σατανᾶς ἐπανεστάτησε
ἐναντίον τοῦ εὐατοῦ του, δηλαδὴ
ἐναντίον τῶν ὀργάνων του καὶ
τῆς ἐξουσίας του καὶ ἔχει χωρισθῇ
εἰς κόμματα, ποὺ ἀλληλοπολεμοῦνται,
δὲν ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ, ἀλλὰ
παίρνει τέλος τὸ κράτος του.
|
26
Καὶ ἐὰν ὁ σατανᾶς ἐσηκώθη
κατὰ τῶν ὀργάνων του καὶ ἔχῃ
χωρισθῇ εἰς κόμματα, τὰ ὁποῖα
πολεμοῦνται μεταξύ των, δὲν δύναται νὰ σταθῇ,
ἀλλὰ τελειώνει πλέον ἡ δύναμίς του καὶ
τὸ κράτος του. |
27
Οὐδεὶς δύναται τὰ σκεύη τοῦ
ἰσχυροῦ εἰσελθὼν εἰς τὴν
οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσαι, ἐὰν
μὴ πρῶτον τὸν ἰσχυρὸν δήσῃ,
καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ
διαρπάσει.
|
27
Κανείς, ἐὰν εἰσέλθῃ εἰς
τὸ σπίτι τοῦ ἰσχυροῦ οἰκοδεσπότου,
δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἁρπάξῃ
τὰ ἔπιπλα καὶ τὰ σκεύη, ἐὰν
πρῶτον δὲν δέσῃ αὐτὸν
τὸν ἰσχυρὸν καὶ τότε θὰ
διαρπάσῃ τὸ σπίτι του. (Καὶ
ἐγὼ δὲν θὰ ἠμποροῦσα νὰ
ἐλευθερώσω ἀπὸ τὰ χέρια
τοῦ σατανᾶ τοὺς δαιμονιζομένους, ἐὰν
πρῶτον δὲν ἐνικοῦσα καὶ δὲν
ἔδενα τὸν σατανᾶν). |
27
Κανεὶς δὲν μπορεῖ, ὅταν ἔμβῃ
εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ
καὶ δυνατοῦ οἰκοδεσπότου, νὰ ἁρπάσῃ
τὰ ἔπιπλα καὶ σκεύη του, ἐὰν
δὲν δέσῃ προτήτερα τὸν ἰσχυρόν, καὶ
τότε θὰ διαρπάσῃ τὸ σπίτι του. Ἔτσι
καὶ ἐγώ, ἐὰν προτήτερα δὲν ἔδενα
τὸν σατανᾶν μὲ τὴν κατ’ αὐτοῦ
νίκην μου, δὲν θὰ μπορούσα νὰ ἀρπάσω
ἀπὸ τὰ χέρια του τοὺς δαιμονιζομένους,
ποὺ σὰν ἄψυχα σκεύη διετήρει ὑπὸ
τὴν κατοχήν του. |
28
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα
ἁφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν
ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ
αἱ βλασσφημίαι ὅσας ἐὰν βλασφημήσωσιν·
|
28
Ἀληθινὰ σᾶς λέγω ὅτι θὰ
συγχωρηθοῦν εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν
ἀνθρώπων ὅλα τὰ ἁμαρτήματα
καὶ ὅλαι αἱ βλασφημίαι, ὅσας
τυχὸν ἤθελον ἐκστομίσει.
|
28
Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ὅλα τὰ
ἁμαρτήματα θὰ συγχωρηθοῦν εἰς τοὺς
υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, ἐφ’ ὅσον
μετανοήσουν οὖτοι. Καὶ αἱ βλασφημίαι, ὅσας
τυχὸν θὰ βλασφημήσουν, θὰ συγχωρηθοῦν.
|
29
ὃς δ' ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἁγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν
εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ' ἒνοχός
ἐστιν αἰωνίου κρίσεως·
|
29
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀπὸ κακότητα
ψυχῆς θὰ βλασφημήσῃ εἰς τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα (δηλαδὴ θὰ ἀποδώσῃ
τὰς φανερὰς καὶ λυτρωτικὰς ἐνεργείας
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὸν
διάβολον) αὐτὸς δὲν ἔχει ἄφεσιν
εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων,
ἀλλὰ εἶναι ἔνοχος αἰωνίας
καταδίκης>. |
29
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ ἀποδώσῃ
τὰς φανερὰς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος εἰς τὸ πονηρὸν πνεῦμα καὶ
ἀπὸ ἐσωτερικὴν πώρωσιν θὰ συκοφαντήσῃ
τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ
ἔτσι θὰ βλασφημήσῃ εἰς τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα, δὲν ἔχει συγχώρησιν οὗτος
εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ’ εἶναι
ἔνοχος αἰωνίας κατακρίσεως καὶ τιμωρίας.
|
30
ὅτι ἔλεγον, πνεῦμα ἀκάθαρτον
ἔχει. |
30
Εἶπε δὲ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς,
διότι ἐκεῖνοι τὸν συκοφαντοῦσαν
ὅτι ἔχει ἀκάθαρτον πνεῦμα.
|
30
Εἶπε δὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ
Κύριος, διότι ἔλεγον ἐκεῖνοι, ὅτι
ὁ Ἰησοῦς ἔχει πνεῦμα ἀκάθαρτον
καὶ ἐσυκοφάντουν ἀπὸ πώρωσιν καὶ
θεληματικὴν τύφλωσιν τὰ ἔργα καὶ θαύματα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ τὰ
ἀπέδιδον εἰς τὸν διάβολον. |
31
Ἔρχονται οὖν ἡ μήτηρ αὐτοῦ
καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ,
καὶ ἔξω ἑστῶτες ἀπέστειλαν
πρὸς αὐτὸν φωνοῦντες αὐτόν. |
31
Ἔρχονται τότε ἡ μητέρα του καὶ
αὐτοί ποὺ ἐνομίζοντο ἀδελφοί
του καὶ ἀφοῦ ἐστάθησαν ἔξω
ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔστειλαν πρὸς
αὐτὸν καὶ τὸν ἐφώναξαν
νὰ βγῇ. |
31
Ἔρχονται λοιπὸν ἡ μητέρα του καὶ αὐτοί,
ποὺ ἐνομίζοντο ἀπὸ τοὺς πολλοὺς
ἀδελφοί του, καὶ ἀφοῦ ἐστέκοντο
ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔστειλαν εἰς
αὐτὸν καὶ τὸν ἐφώναξαν.
|
32
Καὶ ἐκάθητο περὶ αὐτὸν
ὄχλος· εἶπον δὲ αὐτῷ·
ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ
ἀδελφοί σου ἔξω ζητοῦσί σε. |
32
Ἐκάθητο δὲ γύρω του πολὺς λαός·
εἶπον δὲ εἰς αὐτόν· <ἰδοὺ
ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί
σου σὲ ζητοῦν ἔξω>.
|
32
Καὶ ἐκάθητο γύρω του πολὺς λαός. Εἶπον
δὲ πρὸς αὐτόν· Ἰδού, ἡ
μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου στέκονται
ἀπ’ ἔξω καὶ σὲ ζητοῦν.
|
33
Καὶ ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων·
τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ οἱ
ἀδελφοί μου; |
33
Καὶ ἀπάντησε εἰς αὐτοὺς
λέγων· <ποιὰ εἶναι ἡ μητέρα
μου ἢ ποῖοι εἶναι οἱ ἀδελφοί
μου;> |
33
Καὶ ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς καὶ
εἶπε· Ποία εἶναι ἡ μητέρα μου ἢ
ποῖοι εἶναι οἱ ἀδελφοί μου;
|
34
Καὶ περιβλεψάμενος κύκλῳ τοὺς
περὶ αὐτὸν καθημένους λέγει·
ἲδε ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί
μου· |
34
Καὶ ἀφοῦ περιέφερε ὁλόγυρα
τὰ μάτια του εἰς ἐκείνους ποὺ
ἐκάθηντο γύρω του, εἶπε· <ἰδοὺ
ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδελφοί
μου. |
34
Καὶ ἀφοῦ ἔρριψεν ὁλόγυρα τὰ
μάτια του εἰς ἐκείνους, ποὺ ἐκάθηντο
τριγύρω ἀπὸ αὐτόν, λέγει· Ἰδοὺ
ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου.
|
35
ὃς γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου
καὶ ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστί.
|
35
Διότι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
θὰ ἐφαρμόσῃ τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς εἶναι ἀδελφός
μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μητέρα
μου>. |
35
Εἶναι αὐτοί, καίτοι δὲν ἔχω σαρκικὴν
συγγένειαν πρὸς τούτους· διότι ἐκεῖνος,
ποὺ θὰ ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ, αὐτὸς εἶναι ἀδελφός μου
καὶ ἀδελφή μου καὶ μητέρα μου. Καὶ
ἡ μητέρα μου ἂν ἠξιώθη νὰ μὲ
γεννήσῃ, προτήτερα ὑπῆρξε πιστὴ καὶ
ἀφωσιωμενη δούλη τοῦ Θεοῦ καὶ δι’
αὐτὸ ὁ Θεὸς τὴν ἐξέλεξεν
ὡς ὄργανόν του. |