Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης
εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν.
|
αὶ
ἦλθον εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος
τῆς θαλάσσης, εἰς τὴν χώραν
τῶν Γεργεσηνῶν. |
αὶ
ἦλθον εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς
λίμνης, εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνών.
|
2
Καὶ ἐξελθόντος αὐτοῦ ἐκ
τοῦ πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν
αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων ἄνθρωπος
ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ,
|
2
Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκεν
ἀπὸ τὸ πλοῖον, τὸν ἀπάντησε
κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ ἤρχετο ἀπὸ
τὰ μνημεῖα, κυριευμένος ἀπὸ
πνεῦμα ἀκάθαρτον.
|
2
Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκεν
ἀπὸ τὸ πλοῖον, ἀμέσως τὸν
συνήντησε κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ ἤρχετο ἀπὸ
τὰ μνημεῖα καὶ εἶχε πνεῦμα ἀκάθαρτον.
|
3
ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς
μνήμασι, καὶ οὔτε ἀλύσεσιν οὐδεὶς
ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι,
|
3
Αὐτὸς τόπον κατοικίας καὶ παραμονῆς
εἶχε τὰ μνήματα καὶ κανεὶς δὲν
ἠμποροῦσε οὔτε μὲ σιδερένιες
ἁλυσίδες νὰ τὸν κρατήσῃ
δεμένον. |
3
Αὐτὸς τὴν κατοικίαν του εἶχε μέσα
εἰς τὰ μνήματα καὶ οὔτε μὲ ἁλύσεις
σιδηρᾶς δὲν ἠμποροῦσε κανεὶς
νὰ τὸν δέσῃ, |
4
διὰ τὸ αὐτὸν πολλάκις πέδαις
καὶ ἀλύσεσι δεδέσθαι, καὶ διεσπάσθαι
ὑπ' αὐτοῦ τὰς ἀλύσεις
καὶ τὰς πέδας συντετρῖφθαι, καὶ
οὐδεὶς ἴσχυεν αὐτὸν δαμάσαι·
|
4
Διότι πολλὲς φορὲς τὸν εἶχαν
δέσει μὲ δεσμὰ εἰς τὰ πόδια
καὶ μὲ σιδερένιες ἁλυσίδες εἰς
τὰ χέρια καὶ αὐτὸς ἔσπαζε
τὶς ἁλυσίδες καὶ συνέτριβε τὰ
δεσμὰ καὶ κανεὶς δὲν εἶχε τὴν
δύναμιν νὰ τὸν δαμάσῃ.
|
4
διότι αὐτὸς πολλὰς φορὰς εἶχε
δεθῆ μὲ σιδηρᾶ δεσμὰ εἰς τὰ
πόδια καὶ μὲ ἁλυσίδας εἰς τὰ
χέρια καὶ εἶχαν διασπασθῆ ἀπὸ
αὐτὸν αἱ ἁλυσίδες καὶ εἶχαν
συντριβῆ τὰ δεσμὰ τῶν ποδιῶν
καὶ κανεὶς δὲν εἶχε τὴν δύναμιν
νὰ τὸν δαμάσῃ. |
5
καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας
ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς
ὄρεσι ἦν κράζων καὶ κατακόπτων
ἑαυτὸν λίθοις.
|
5
Καὶ συνεχῶς νύκτα καὶ ἡμέραν
ἦτο εἰς τὰ μνήματα καὶ τὰ
ὅρη, ἐφώναζε, κατέκοπτε καὶ
κατεπλήγωνε τὸν εὐατόν του μὲ
λίθους. |
5
Καὶ πάντοτε νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς τὰ
μνήματα καὶ εἰς τὰ ὅρη ἐξηκολούθει
νὰ φωνάζῃ δυνατὰ καὶ νὰ κατακόπτῃ
καὶ καταπληγώνῃ τὸν ἑαυτόν του μὲ
λιθάρια. |
6
Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ
μακρόθεν ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτόν,
|
6
Ὅταν δὲ εἶδε τὸν Ἰησοῦν
ἀπὸ μακρυά, ἔτρεξε πρὸς αὐτὸν
καὶ τὸν ἐπροσκύνησε.
|
6
Ὅταν δὲ εἶδε τὸν Ἰησοῦν
ἀπὸ μακρυά, ἔτρεξε καὶ τὸν προσεκύνησε.
|
7
καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει·
τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ,
υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου;
Ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, μὴ με βασανίσῃς.
|
7
Καὶ ἀφοῦ ἐκραύγασε μὲ
μεγάλην φωνὴν εἶπε· ποία σχέσις
ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ μεταξὺ
ἐμοῦ καί σοῦ, Ἰησοῦ, Υἱὲ
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ
ἐξορκίζω εἰς τὸ ὄνομα τοῦ
Θεοῦ νὰ μὴ μὲ βασανίσῃς>.
|
7
Καὶ ἀφοῦ ἐφώναξε μὲ μεγάλην
φωνήν, εἶπε· Ποία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ
ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ τὶ ζητεῖς
ἀπὸ ἐμέ, Ἰησοῦ, Υἱὲ
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ ἐξορκίζω
ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
μὲ ἀφῆκεν ἐλεύθερον κατὰ τὴν
περίοδον τοῦ παρόντος αἰῶνος, νὰ μὴ
μὲ βασανίσῃς καὶ μὴ μὲ διώξῃς
ἀπ’ ἐδῶ, ποὺ ἔχω εὐχάριστον
διαμονήν. |
8
Ἔλεγε γὰρ αὐτῷ· ἔξελθε
τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ
τοῦ ἀνθρώπου. |
8
Διότι ὁ Ἰησοῦς ἔλεγεν εἰς
αὐτό· <τὸ πνεῦμα τὸ
ἀκάθαρτον ἔβγα ἀπὸ τὸν
ἄνθρωπον αὐτόν>. |
8
Τοῦ εἶπε δὲ μὴ μὲ βασανίσῃς,
διότι ὁ Κύριος ἔλεγεν εἰς αὐτόν·
Ἔβγα, σὺ τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον,
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον.
|
9
Καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί
ὄνομά σοι; Καὶ ἀπεκρίθη λέγων·
λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί
ἐσμεν. |
9
Καὶ ἠρώτησεν αὐτόν· ποῖον
εἶναι τὸ ὄνομά σου;> Καὶ
ἐκεῖνο ἀπεκρίθη καὶ εἶπε·
<λεγεὼν εἶναι τὸ ὄνομά μου,
διότι εἴμεθα πολλοὶ ἐδῶ μέσα>.
|
9
Καὶ τὸν ἠρώτα ὁ Ἰησοῦς·
Ποῖον εἶναι τὸ ὄνομά σου; Καὶ
ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Λεγεών, δηλαδὴ
σύνταγμα στρατιωτῶν, εἶναι τὸ ὄνομά
μου. Καὶ ἔχω αὐτὸ τὸ ὄνομα,
διότι ἐδῶ μέσα εἴμεθα πολλοί.
|
10
Καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα
μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω
τῆς χώρας. |
10
Καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἰησοῦν,
μὲ πολλὰς παρακλήσεις, νὰ μὴ
τοὺς διώξῃ ἔξω ἀπὸ τὴν
χώραν αὐτήν. |
10
Καὶ παρεκάλει τὸν Ἰησοῦν πολὺ
νὰ μὴ τοὺς στείλῃ ἔξω ἀπὸ
τὴν χώραν ἐκείνην. |
11
Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων
μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ ὄρει·
|
11
Εὑρίσκετο δὲ ἐκεῖ πλησίον
εἰς τὸ ὅρος ἕνα μεγάλο κοπάδι
χοίρων, ποὺ ἔβοσκε. |
11
Ἦτο δὲ ἐκεῖ πλησίον τοῦ ὅρους
ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων, ποὺ ἔβοσκε.
|
12
καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν πάντες
οἱ δαίμονες λέγοντες· πέμψον
ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα
εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν.
|
12
Καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν ὅλοι οἱ
δαίμονες καὶ εἶπαν· <στεῖλε
μας νὰ μποῦμε εἰς αὐτοὺς τοὺς
χοίρους>. |
12
Καὶ τὸν παρεκάλεσαν ὅλοι οἱ δαίμονες
καὶ τοῦ εἶπαν· Στεῖλε μας εἰς
τοὺς χοίρους, διὰ νὰ ἔμβωμεν εἰς
αὐτούς. |
13
Καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς εὐθέως
ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ἐξελθόντα
τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον
εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ὥρμησεν
ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ
εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν δὲ
ὡς δισχίλιοι καὶ ἐπνίγοντο ἐν
τῇ θαλάσσῃ |
13
Καὶ τοὺς ἐπέτρεψε ἀμέσως
ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀφοῦ ἐξῆλθαν
τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἐμπῆκαν
εἰς τοὺς χοίρους καὶ ὅλο τὸ
κοπάδι ὥρμησε ἀσυγκράτητο ἐπάνω
εἰς τὸν κρημνὸν καὶ ἔπεσε εἰς
τὴν θάλασσαν. Ἦσαν δὲ περίπου
δύο χιλιάδες οἱ χοίροι καὶ ἐπνίγοντο
μέσα εἰς τὴν θάλασσαν. (Καὶ
ἔτσι ἐτιμωρήθησαν οἱ Γεργεσηνοί,
οἱ ὁποῖοι ἔτρεφαν χοίρους, μολονότι
τὸ ἀπηγόρευε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος).
|
13
Καὶ ἐπειδὴ αὐτοί, ποὺ ἔτρεφαν
τοὺς χοίρους, ἔπραττον τοῦτο παρὰ
τὸν μωσαϊκὸν νόμον, ποὺ ἀπηγόρευεν
ὡς ἀκάθαρτον τὸ χοιρινὸν κρέας καὶ
συνεπῶς εὑρίσκοντο ἐν τῇ παραβάσει
καὶ ἁμαρτία, ὁ Ἰησοῦς ἔδωκεν
ἀμέσως τὴν ἄδειαν εἰς τὰ δαιμόνια.
Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπον τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα,
ἐμβῆκαν μέσα εἰς τοὺς χοίρους. Καὶ
ἔτρεξεν ἀσυγκράτητα καὶ μὲ μανίαν
τὸ κοπάδι ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος
τοῦ κρημνοῦ πρὸς τὰ κάτω εἰς
τὴν θάλασσαν. Ἦσαν δὲ περίπου δύο χιλιάδες
οἱ χοῖροι, καὶ ἐπνίγοντο μέσα εἰς
τὴν θάλασσαν. |
14
Καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους
ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν
πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς·
καὶ ἐξῆλθον ἰδεῖν τί ἐστι
τὸ γεγονός. |
14
Καὶ οἱ χοιροβοσκοὶ (κυριευμένοι ἀπὸ
θαυμασμὸν καὶ τρόμον διὰ τὰ
δύο καταπληκτικὰ θαύματα, ποὺ εἶδαν)
ἔφυγαν καὶ ἀνήγγειλαν τὸ γεγονὸς
εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς ὅσους
εὐρῆκαν εἰς τὰ χωράφια·
καὶ ἐβγῆκαν οἱ κάτοικοι νὰ
ἰδοῦν, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ
συνέβη. |
14
Αὐτοὶ δέ, ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους,
ἔφυγαν. Καὶ ἀνήγγειλαν τὸ συμβὰν
εἰς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ
εἰς αὐτοὺς ποὺ ἔμεναν εἰς
τὰ χωράφια. Καὶ ἐβγῆκαν οἱ κάτοικοι
νὰ ἴδουν, τὶ εἶναι αὐτὸ
ποὺ συνέβη. |
15
Καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν,
καὶ θεωροῦσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον
καὶ ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα,
τὸν ἐσχηκότα τὸν λεγεῶνα, καὶ
ἐφοβήθησαν. |
15
Ἔρχονται πλησίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ
βλέπουν τὸν δαιμονιζόμενον νὰ κάθεται
ντυμένος καὶ μὲ πλῆρες τὸ λογικόν
του, αὐτὸν ποὺ εἶχε προηγουμένως
τὸν λεγεῶνα τῶν δαιμονίων. Καὶ
ἐφοβήθησαν. |
15
Καὶ ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰησοῦν
καὶ εἶδαν τὸν δαιμονιζόμενον νὰ κάθηται
ἐνδεδυμένος καὶ μὲ σωστὰ τὰ
μυαλά του, αὐτὸν ποὺ εἶχε προτήτερα
τὴν λεγεῶνα. Καὶ ἐφοβήθησαν έξ αἰτίας
τῆς παρουσίας τοῦ θαυματουργοῦ αὐτοῦ,
ποὺ τὸν ᾐσθάνοντο πολὺ ἀνώτερόν
τους. |
16
Καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς οἱ ἰδόντες
πῶς ἐγένετο τῷ δαιμονιζομένῳ
καὶ περὶ τῶν χοίρων.
|
16
Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ εἶχαν ἴδει
τί συνέβη μὲ τὸν δαιμονιζόμενον
καὶ τοὺς χοίρους, τὰ διηγήθηκαν
εἰς αὐτούς. |
16
Καὶ τοὺς διηγήθησαν ἐκεῖνοι, ποὺ
εἶδαν τὰ συμβάντα, τί συνέβη εἰς τὸν
δαιμονιζόμενον καὶ διὰ τοὺς χοίρους πῶς
ἐπνίγησαν. |
17
Καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν αὐτὸν
ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν ὁρίων
αὐτῶν. |
17
Ἐπειδὴ δὲ ἐφοβήθησαν καὶ
διὰ τὰς ἄλλας παραβάσεις τοῦ
Μωσαϊκοῦ νόμου, ἤρχισαν νὰ παρακαλοῦν
τὸν Ἰησοῦν νὰ ἀναχωρήσῃ
ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορά των.
|
17
Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο, μήπως
πάθουν καὶ ἄλλο μεγαλύτερον κακόν, ἤρχισαν
νὰ τὸν παρακαλοῦν νὰ φύγῃ ἀπὸ
τὰ σύνορά των. |
18
Καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς
τὸ πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ
δαιμονισθεὶς ἵνα μετ' αὐτοῦ ᾖ.
|
18
Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνέβαινε
εἰς τὸ πλοῖον, τὸν παρακαλοῦσε
ὁ τέως δαιμονισμένος νὰ τοῦ
ἐπιτρέψῃ νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ
καὶ νὰ μένῃ μαζῆ του.
|
18
Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐμβῆκεν
εἰς τὸ πλοῖον διὰ νὰ φύγῃ,
τὸν παρεκάλει ἐκεῖνος ποὺ προτήτερα
εἶχε δαιμονισθῇ, νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ
διὰ νὰ μένῃ μαζί του.
|
19
Καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν,
ἀλλὰ λέγει αὐτῷ· ὕπαγε
εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς
σοὺς καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς
ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ
ἠλέησέ σε. |
19
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δὲν τὸν
ἀφῆκεν, ἀλλὰ τοῦ εἶπε·
<πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου πρὸς
τοὺς δικού σου καὶ νὰ διηγηθῇς
ὅσα ὁ Κύριος σοῦ ἔκαμε καὶ
πόσο σὲ ἠλέησε>.
|
19
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δὲν τὸν
άφῆκεν, ἀλλ’ εἶπεν εἰς αὐτόν·
Πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου πρὸς τοὺς
ἰδικούς σου καὶ διηγήσου εἰς αὐτοὺς
ὅσα σοῦ ἔχει κάμει ὁ Κύριος καὶ
πόσον σὲ ἠλέησε ἐλευθερώσας σε ἀπὸ
πλῆθος πολὺ δαιμόνων. |
20
Καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν
ἐν τῇ Δεκαπόλει ὅσα ἐποίησεν
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ πάντες
ἐθαύμαζον. |
20
Καὶ πράγματι ἐκεῖνος ἐπέστρεψε
καὶ ἤρχισε νὰ κηρύσσῃ πρὸς
τὰς δέκα ἑλληνικὰς πόλεις, ποὺ
εὑρίσκοντο ἀνατολικὰ τοῦ Ἰορδάνου,
ὅσα ὁ Ἰησοῦς ἔκαμεν εἰς
αὐτόν· καὶ ὅλοι ἐθαύμαζαν.(Εὐεργετημένοι
πνευματικῶς καὶ ὑλικῶς ἀπὸ
τὸν Κύριον ἔχομεν καθῆκον νὰ
διηγούμεθα εἰς ὅλους τὰ μεγαλεῖα
του). |
20
Καὶ ἔφυγεν ἐκεῖνος, καὶ ἤρχισε
νὰ διακηρύττῃ εἰς τὰς δέκα ἑλληνικὰς
πόλεις, ποὺ εἶχαν κτισθῇ πρὸς ἀνατολὰς
τοῦ Ἰορδάνου, τὰ ὅσα τοῦ ἔκαμεν
ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅλοι, ὅσοι
τὰ ἤκουον, ἐθαύμαζον.
|
21
Καὶ διαπεράσαντος τοῦ Ἰησοῦ
ἐν τῷ πλοίῳ πάλιν εἰς
τὸ πέραν συνήχθη ὄχλος πολὺς
ἐπ' αὐτόν, καὶ ἦν παρὰ
τὴν θάλασσαν. |
21
Καὶ ὅταν πάλιν ἐπέρασε ὁ
Ἰησοῦς μὲ τὸ πλοῖον εἰς
τὸ ἀπέναντι μέρος συνεκεντρώθη
πλῆθος πολὺ κοντὰ του. Ἦτο δὲ
πλησίον εἰς τὴν θάλασσαν.
|
21
Καὶ ὅταν ἐπέρασεν ὁ Ἰησοῦς
μὲ τὸ πλοῖον πάλιν εἰς τὸ ἀπέναντι
μέρος, ἐμαζεύθη λαὸς πολὺς πλησίον του,
καὶ ἦτο κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν.
|
22
Καὶ ἔρχεται εἰς τῶν ἀρχισυναγώγων,
ὀνόματι Ἰάειρος, καὶ ἱδὼν
αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας
αὐτοῦ |
22
Καὶ ἔρχεται ἐκεῖ ἔνας ἀπὸ
τοὺς ἀρχισυναγώγους, ὀνόματι
Ἰάειρος, ὁ ὁποῖος ὅταν
τὸν εἶδεν, ἔπεσε γονατιστὸς ἐμπρὸς
εἰς τὰ πόδια του
|
22
Καὶ ἰδοὺ ἔρχεται ἕνας ἀπὸ
τοὺς ἀρχισυναγώγους, ποὺ ἐλέγετο Ἰάειρος,
καὶ ὅταν τὸν εἶδεν ἔπεσε γονατιστὸς
ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια του.
|
23
καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλά, λέγων
ὅτι τὸ θυγάτριόν μου ἐχάτως
ἔχει ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς
αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ
καὶ ζήσεται. |
23
καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ πολλὰς
καὶ θερμὰς παρακλήσεις καὶ ἔλεγε,
ὅτι <ἡ μικρά
μου κόρη εὑρίσκεται εἰς τὰ πρόθυρα
τοῦ θανάτου. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν
νὰ ἔλθῃς εἰς τὸ σπίτι,
νὰ βάλῃς ἐπάνω της τὰς
χεῖρας, διὰ νὰ σωθῇ καὶ ζήσῃ>.
|
23
Καὶ τὸν παρεκάλει πολὺ καὶ ἔλεγεν·
ὅτι ἡ μικρά μου θυγατέρα εὑρίσκεται εἰς
τὰ τελευταῖα της. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν
νὰ ἔλθῃς καὶ νὰ βάλῃς
ἐπάνω της τὰς χεῖρας σου, διὰ νὰ
σωθῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν καὶ
ζήσῃ. |
24
Καὶ ἀπῆλθε μετ' αὐτοῦ·
καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος
πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν.
|
24
Καὶ ἀνεχώρησε μαζῆ του. Λαὸς
δὲ πολὺς τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ
οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐστρύμωχναν.
|
24
Καὶ ἐπῆγε μαζί του καὶ τὸν ἠκολούθει
πολὺς λαὸς καὶ τὸν ἐστρίμωχναν
ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη.
|
25
Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ρύσει αἵματος
ἔτη δώδεκα, |
25
Καὶ μιὰ γυναῖκα, ἡ ὁποία
ἔπασχεν ἐπὶ δώδεκα ἔτη ἀπὸ
αἱμορραγίαν |
25
Καὶ μία γυναῖκα, ποὺ ἔπασχεν ἀπὸ
αἱμορραγίαν ἐπὶ ἔτη δώδεκα,
|
26
καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν
ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ'
ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα,
ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον
ἐλθοῦσα. |
26
καὶ εἶχε ταλαιπωρηθῇ πολὺ ἀπὸ
πολλοὺς ἰατρούς, εἶχε δὲ ἐξοδεύσει
ὅλα τὰ ὑπάρχοντά της, χωρὶς
νὰ ἵδῃ καμμίαν ὠφέλειαν,
ἀλλὰ μᾶλλον εἶχε ἔλθει εἰς
τὸ χειρότερον, |
26
καὶ ἡ ὁποία πολλὰ ὑπέφερεν ἀπὸ
τὴν κακὴν θεραπείαν πολλῶν ἰατρῶν
καὶ ἐξώδευσεν ὅλα, ὅσα ἠμπόρεσε
νὰ ἐξοικονομήση, καὶ δὲν ὠφελήθη
τίποτε, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπῆγεν εἰς
τὸ χειρότερον, |
27
Ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ,
ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν
ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· |
27 ὅταν ἤκουσε διὰ
τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς,
ἀνεμίχθη μὲ τὸ πλῆθος, ἦλθε
πίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν καὶ
ἤγγισε τὸ ἔνδυμά του.
|
27
ἐπειδὴ ἤκουσε διὰ τὸν Ἰησοῦν,
ὅτι ἐνεργεῖ θαυματουργικὰς θεραπείας,
ἦλθε μέσα εἰς τὸν λαὸν ἀπὸ
πίσω του καὶ ἤγγισε τὸ ἔνδυμά του.
|
28
ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι
ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων
αὐτοῦ, σωθήσομαι. |
28
Διότι ἔλεγε μέσα της, ὅτι
<ἐὰν καὶ μόνον ἐγγίσω
τὰ ἐνδύματά του, θὰ σωθῶ>.
|
28
Ἤγγισε δὲ τὸ ἔνδυμά του, διότι ἔλεγε
μέσα της, ὅτι καὶ ἐὰν μόνον τὰ
ἐνδύματά του ἐγγίσω, θὰ σωθῶ ἀπὸ
τὴν ἀσθένειάν μου. |
29
Καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ
πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ
ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ
τῆς μάστιγος. |
29
Καὶ ἀμέσως ἐξηράθηκε καὶ
ἔκλεισεν ἡ πηγή, ἀπὸ τὴν
ὁποίαν ἔτρεχε τὸ αἷμα της, καὶ
ἀντελήφθη ἀπὸ τὴν βελτίωσίν
που ἦλθε εἰς τὸ σῶμα της, ὅτι
ἰατρεύθη ἀπὸ τὸ βάσανον
ἐκεῖνο. |
29
Καὶ ἀμέσως ἐστείρευσε καὶ ἐξηράνθη
τὸ μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον
ἔτρεχε τὸ αἷμα της, καὶ ἐκατάλαβεν
ἀπὸ τὴν μεταβολὴν ποὺ ἐπῆρε
τὸ σῶμα της, ὅτι ἐθεραπεύθη ἀπὸ
τὴν βασανιστικὴν ἀρρώστιαν της.
|
30
Καὶ εὐθέως ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς
ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ
δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς
ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· τίς
μου ἥψατο τῶν ἱματίων; |
30
Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη
πολὺ καλά, ὡς παντογνώστης, τὴν
δύναμιν ποὺ ἐβγῆκεν ἀπὸ
αὐτὸν καὶ στραφεὶς εἰς τὸ
πλῆθος ἔλεγε· <ποιὸς ἤγγισε
τὰ ἐνδύματά μου; |
30
Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἐπληροφορήθη
ἐσωτερικῶς ἀπὸ τὴν θείαν του
φύσιν τὴν δύναμιν, ποὺ ἐβγῆκεν ἀπὸ
αὐτόν, καὶ ἀφοῦ ἐστράφη πρὸς
τὸν λαόν, εἶπε· Ποῖος ἤγγισε
τὰ ἐνδύματά μου; |
31
Καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ· βλέπεις τὸν ὄχλον
συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις τίς
μου ἥψατο; |
31
Καὶ ἔλεγον εἰς αὐτὸν οἱ
μαθηταί του· <βλέπεις τὸν ὄχλον
νὰ σὲ σπρώχνῃ ἀπὸ ὅλα
τὰ σημεῖα καὶ ἐρωτᾷς ποιὸς
σὲ ἤγγισε;> |
31
Καὶ τοῦ ἔλεγον οἱ μαθηταί του·
Βλέπεις, ὅτι ὁ ὄχλος σὲ σπρώχνει ἀπὸ
ὅλα τὰ μέρη καὶ λέγεις· ποῖος
μὲ ἤγγισε; |
32
Καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο
ποιήσασαν. |
32
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως περιέφερε γύρω
τὸ βλέμμα του, διὰ νὰ ἴδῃ
αὐτήν, ποὺ εἶχε κάμει αὐτό. |
32
Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς παρετήρει γύρω διὰ
νὰ ἴδῃ αὐτήν, ποὺ ἔκαμεν
αὐτό. |
33
Ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα,
εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ' αὐτῇ,
ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ
εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. |
33
Ἡ δὲ γυναῖκα φοβισμένη καὶ τρέμουσα,
ἐπειδὴ εἶχε πλέον ἀντιληφθῇ
πολὺ καλὰ τὴν θεραπείαν, ποὺ
τῆς εἶχε γίνει, ἦλθε καὶ ἔπεσεν
εἰς τὰ γόνατα ἐμπρός του καὶ
τοῦ εἶπεν ὅλην τὴν αλήθειαν. |
33
Ἡ γυνὴ δὲ μὲ φόβον καὶ τρόμον,
ἐπειδὴ ἐγνώριζε τὴν θεραπείαν, ποὺ
τῆς εἶχε γίνει, ἦλθε καὶ ἔπεσε
γονατιστὴ ἐμπρός του καὶ τοῦ εἶπεν
ὅλην τὴν ἀλήθειαν. |
34
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτή· θύγατερ,
ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε
εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς
ἀπὸ τῆς μάστιγός σου. |
34
Ἐκεῖνος δὲ τῆς εἶπε· <κόρη
μου, ἡ πίστις σου σὲ ἔχει σώσει·
πήγαινε μὲ εἰρήνην εἰς τὴν
ψυχήν σου καὶ νὰ εἶσαι γιὰ πάντα
ὑγιὴς καὶ ἀπηλλαγμένη ἀπὸ
τὴν βασανιστικὴν ἀσθένειάν σου>.
|
34
Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε· Κόρη
μου, ἡ πίστις καὶ πεποίθησις ποὺ εἶχες,
ὅτι θὰ ἐθεράπευεσο, ἐὰν ἤγγιζες
τὸ ἔνδυμά μου, σὲ ἔχει σώσει ἀπὸ
τὴν ἀσθένειάν σου. Πήγαινε εἰς τὸ
καλὸ εἰρηνικὴ καὶ ἥσυχος καὶ
ἔσο γιὰ πάντα ὑγιὴς ἀπὸ
τὸ βάσανόν σου. |
35
Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχονται
ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες
ὅτι ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε·
τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον;
|
35
Ἐνῶ δὲ αὐτὸς ἀκόμη
ὠμιλοῦσε, ἔρχονται ἀπὸ τὸ
σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου ἄνθρωποι
λέγοντες ὅτι <ἡ
θυγάτηρ σου ἀπέθανε· διατὶ ἐνοχλεῖς
ἀκόμη τὸν διδάσκαλον;>
|
35
Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ὡμίλει
ἀκόμη, ἔρχονται ἀπὸ τὸ
σπίτι του ἀρχισυναγώγου ἄνθρωποι καὶ εἶπαν
ὅτι ἡ κόρη σου ἀπέθανε. Πρὸς τί
ἐνοχλεῖς ἀκόμη τὸν Διδάσκαλον
καὶ τὸν βάζεις εἰς τὸν κόπον νὰ
ἔλθῃ ἐκεῖ; |
36
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εὐθέως ἀκούσας
τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ
ἀρχισυναγώγῳ· μὴ φοβοῦ,
μόνον πίστευε. |
36
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀμέσως, μόλις
ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, λέγει
εἰς τὸν ἀρχισυνάγωγον· <μὴ
φοβεῖσαι, μόνο πίστευε>. |
36
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀμέσως, ὅταν
ἤκουσε νὰ λέγεται ὁ λόγος αὐτός, λέγει
εἰς τὸν ἀρχισυνάγωγον· Μὴ φοβεῖσαι,
μόνον ἑξακολούθει νὰ πιστεύῃς εἰς
τὴν δύναμίν μου. |
37
Καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτῷ οὐδένα
συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ
Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν
ἀδελφὸν Ἰακώβου. |
37
Καὶ δὲν ἀφῆκε κανένα νὰ
τὸν ἀκολουθήσῃ παρὰ μόνον
τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον
καὶ τὸν Ἰωάννην, τὸν ἀδελφὸν
τοῦ Ἰακώβου. |
37
Καὶ δὲν ἀφῆκε κανένα νὰ τὸν
ἀκολουθήσῃ παρὰ μόνον τὸν Πέτρον καὶ
τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην
τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου.
|
38
Καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ
ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον,
καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας
πολλά, |
38
Καὶ ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι τοῦ
ἀρχισυναγώγου καὶ ἀκούει θόρυβον
καὶ βλέπει πολλοὺς νὰ κλαίουν
καὶ νὰ ὀλοφύρωνται πολύ. |
38
Καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ
ἀρχισυναγώγου καὶ βλέπει θόρυβον, καὶ κόσμον,
ποὺ ἔκλαιαν καὶ ἐμοιρολογοῦσαν
δυνατά. |
39
καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς·
τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; Τὸ
παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ
καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. |
39
Καὶ εἰσελθὼν λέγει εἰς αὐτούς·
<διατὶ κάνετε τόσον θόρυβον μὲ
τὰς κραυγάς σας καὶ διατὶ κλαίετε;
Τὸ παιδὶ δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ
κοιμᾶται>. Καὶ ἐκεῖνοι τὸν
περιγελοῦσαν. |
39
Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸν
οἶκον, τοὺς εἶπε· Διατὶ μὲ
τὰ μοιρολόγια σας κάνετε θόρυβον καὶ κλαίετε;
Τὸ παιδίον δὲν ἀπέθανεν, ἀλλὰ
κοιμᾶται. Καὶ τὸν περιγελοῦσαν.
|
40
Ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει
τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν
μητέρα καὶ τοὺς μετ' αὐτοῦ.
Καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ
παιδίον ἀνακείμενον, |
40
Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ ἔβγαλε
ἔξω ὅλους, ἐπῆρε τὸν πατέρα
τοῦ παιδιοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ
τοὺς τρεῖς μαθητάς, ποὺ ἦσαν
μαζῆ του, καὶ ἐμπῆκε ἐκεῖ,
ὅπου ἦτο ἐξηπλωμένο τὸ παιδί.
|
40
Αὐτὸς ὅμως ἀφοῦ ἔβγαλεν
ἔξω ὅλους, παίρνει μαζί του τὸν πατέρα τοῦ
κορασίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς τρεῖς
μαθητὰς ποὺ ἦσαν μαζί του, καὶ ἐμβαίνει
ἐκεῖ, ὅπου ἦτο ἑξαπλωμένον τὸ
παιδίον. |
41
καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ
παιδίου λέγει αὐτῇ· ταλιθά,
κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον,
τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω ἔγειρε.
|
41
Καὶ ἀφοῦ ἔπιασε τὸ χέρι
τοῦ παιδιοῦ, εἶπε πρὸς αὐτό·
<ταλιθὰ κοῦμι>· πρᾶγμα τὸ
ὁποῖον ἑρμηνευόμενον σημαίνει·
<τὸ κοράσιον, εἰς σὲ ἐγὼ
ὁμιλῶ, σήκω>. |
41
Καὶ ἀφοῦ ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ
παιδίου, λέγει εἰς αὐτό· <Ταλιθά, κούμι>,
τὸ ὁποῖον, ὅταν ἐξηγήθη εἰς
τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, σημαίνει·
Τὸ κοράσιον, εἰς σὲ ὁμιλῶ, σήκω.
|
42
Καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ κοράσιον
καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν
δώδεκα. Καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει
μεγάλῃ. |
42
Καὶ ἀμέσως τὸ κοράσιον ἐσηκώθη
καὶ ἐντελῶς ὑγιὲς περιπατοῦσε·
διότι ἦτο δώδεκα ἐτῶν. Καὶ
κατελήφθησαν ὅλοι ἀπὸ ἔκπληξιν
καὶ μεγάλον θαυμασμόν.
|
42
Καὶ ἀμέσως ἀνεστήθη τὸ κοράσιον καὶ
ἐπεριπάτει. Διότι δὲν ἦτο πολὺ μικρόν,
ἀλλ’ ἦτο ἐτῶν δώδεκα καὶ εἶχεν
ἡλικίαν ἀρκετήν, ὥστε νὰ περιπατῇ
ἐλεύθερα. Καὶ τοὺς κατέλαβεν ἔκπληξις
καὶ θαυμασμὸς μεγάλος. |
43
Καὶ διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ
ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ
εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν.
|
43
Καὶ τοὺς εἶπε καὶ τοὺς ξαναεῖπε
καὶ τοὺς ἔδωσε ἐντολὴν μὲ
ἕνα τρόπον ἔντονον, κανεὶς νὰ
μὴ μάθῃ αὐτὸ τὸ θαῦμα.
Καὶ εἶπε νὰ τῆς δώσουν νὰ
φάγῃ. (Διὰ νὰ βεβαιωθοῦν ἔτσι
ὅτι ἦτο καὶ πλήρως ὑγιὴς
ἡ κόρη των).
|
43
Καὶ τοὺς παρήγγειλεν αὐστηρὰ καὶ
ἔντονα νὰ μὴ μάθῃ κανεὶς τὸ
θαῦμα αὐτό. Καὶ ἐπειδὴ τὸ
κοράσιον λόγῳ τῆς ἀσθενείας του εἶχε
μείνει ἀρκετὰς ἡμέρας νηστικόν, εἶπε
νὰ δώσουν εἰς αὐτὸ νὰ φάγῃ.
|