Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐξῆλθε ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν
εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ·
καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ. |
αὶ
ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν
εἰς τὴν Ναζαρέτ, τὴν πατρίδα
του. Καὶ τὸν ἠκολούθησαν οἱ
μαθηταί του. |
αὶ
ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν
εἰς τὴν πατρίδα του τὴν Ναζαρέτ, καὶ
ἠκολούθησαν αὐτὸν οἱ μαθηταί του.
|
2
Καὶ γενομένου σαββάτου ἤρξατο ἐν
τῇ συναγωγῇ διδάσκειν· καὶ πολλοὶ
ἀκούοντες ἐξεπλήσσοντο λέγοντες·
πόθεν τούτῳ ταῦτα; Καί τίς
ἡ σοφία ἡ δοθεῖσα αὐτῷ,
καὶ δυνάμεις τοιαῦται διὰ τῶν
χειρῶν αὐτοῦ γίνονται;
|
2
Ὅταν δὲ ἦλθε τὸ Σάββατον, ἤρχισε
νὰ διδάσκῃ εἰς τὴν συναγωγὴν
καὶ πολλοί, ποὺ τὸν ἤκουαν,
ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν· <ἀπὸ
ποῦ ἦλθε εἰς αὐτὸν ἡ δύναμις
καὶ ἡ ἐξουσία νὰ κάμνῃ
τὰ ὅσα βλέπομεν καὶ ἀκούομεν;
Καὶ τί εἶναι αὐτὴ ἡ σοφία
ποὺ τοῦ ἐδόθη καὶ πῶς
ἐξηγοῦνται τὰ τόσα καὶ τόσα
θαύματα, ποὺ γίνονται μὲ τὰ
χέρια του; |
2
Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ ἡμέρα τοῦ
Σαββάτου ἤρχισε νὰ διδάσκῃ εἰς τὴν
συναγωγήν, καὶ πολλοὶ ποὺ τὸν ἤκουαν
ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν· Ἀπὸ ποὺ
ἦλθαν εἰς αὐτὸν αὐτά, ποὺ
βλέπομεν καὶ ἀκούομεν, καὶ τὶ πρᾶγμα
εἶναι ἡ σοφία αὐτή, ποὺ τοῦ
ἐδόθη, καὶ μὲ τὴν βοήθειαν ποίας δυνάμεως
γίνονται τέτοια θαύματα μὲ τὰ χέρια του;
|
3
Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τέκτων
ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας, ἀδελφὸς
δὲ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ καὶ
Ἰούδα καὶ Σίμωνος; Καὶ οὐκ
εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ
ὧδε πρὸς ἡμᾶς; Καὶ ἐσκανδαλίζοντο
ἐν αὐτῷ.
|
3
Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ξυλουργός,
τὸ παιδὶ τῆς Μαρίας, ὁ ἀδελφὸς
δὲ τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ
Ἰωσῆ καὶ τοῦ Ἰούδα καὶ
τοῦ Σίμωνος; Καὶ αἱ ἀδελφαί
του δὲν εἶναι ἐδῶ μαζῆ μας;
Καὶ ἐσκανδαλίζοντο καὶ δὲν ἤθελαν
νὰ πιστεύσουν εἰς αὐτόν.
|
3
Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ μαραγκός,
ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας, καὶ ὁ
ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ
Ἰωσῆ καὶ τοῦ Ἰούδα καὶ
τοῦ Σίμωνος; Καὶ δὲν εἶναι ἐδῶ
μαζί μας αἱ ἀδελφαί του; Καὶ ἐσκανδαλίζοντο
δι’ αὐτὸν καὶ δὲν ἤθελαν νὰ
τὸν παραδεχθοῦν ὡς προφήτην, ἀλλὰ
τὸν παρηκολούθουν μὲ ὑποψίαν.
|
4
Ἔλεγε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς
ὅτι οὐκ ἐστὶ προφήτης ἄτιμος
εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ
καὶ ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν
τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ.
|
4
Ἔλεγε δὲ εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς ὅτι πουθενὰ ἀλλοῦ
δὲν ἀρνοῦνται νὰ τιμήσουν ἕνα
προφήτην, εἰ μὴ μόνον εἰς τὴν
πατρίδα του μεταξὺ τῶν συγγενῶν του
καὶ τῶν οἰκιακῶν του.
|
4
Ἔλεγε δὲ εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς, ὅτι πουθενὰ δὲν ἀρνοῦνται
νὰ τιμήσουν ἕνα προφήτην, παρὰ μόνον εἰς
τὴν πατρίδα του καὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν
του καὶ μεταξὺ αὐτῶν, ποὺ μένουν
εἰς τὸ σπίτι του. |
5
Καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν
δύναμιν ποιῆσαι, εἰ μὴ ὀλίγοις
ἀρρώστοις ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας
ἐθεράπευσε· |
5
Καὶ διὰ τὴν ἀπιστίαν τῶν
Ναζαρηνῶν δὲν ἠμπόρεσε ἐκεῖ
κανένα θαῦμα νὰ κάμῃ, παρὰ
μόνον ὀλίγους ἀρρώστους ἐθεράπευσε
διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν
του. |
5
Καὶ ἐπειδὴ αὐτοὶ ἠπίστησαν,
ἡ ἀπιστία των ἠμπόδιζε τὴν ἐνέργειαν
τῆς θαυματουργικῆς του δυνάμεως καὶ δὲν
ἠδύνατο ἐκεῖ νὰ κάμῃ κανὲν
ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματά του, παρὰ μόνον
ἐθεράπευσεν ὀλίγους ἀρρώστους, ἀφοῦ
ἔθεσεν ἐπ’ αὐτῶν τὰς χεῖρας
του. |
6
καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν
αὐτῶν. Καὶ περιῆγε τὰς κώμας
κύκλῳ διδάσκων. |
6
Ἀποροῦσε δὲ καὶ ὁ ἴδιος
διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν
τῶν ἀνθρώπων. Καὶ περιώδευε
τριγύρω τὰ χωριά διδάσκων τὸν
λόγον τοῦ Εὐαγγελίου. |
6
Καὶ ἠπόρει ὁ Κύριος μὲ τὴν ἀπιστίαν
των, τὴν ὁποίαν ὡς διακρίνων τὰ βάθη
τῆς καρδίας των εὕρισκεν ἀδικαιολόγητον
καὶ βαρεῖαν. Καὶ περιώδευε τριγύρω εἰς
τὰ χωρία καὶ ἐδίδασκε.
|
7
Καὶ προσκαλεῖται τοὺς δώδεκα, καὶ
ἤρξατο αὐτοὺς ἀποστέλλειν δύο
δύο, καὶ ἐδίδου αὐτοῖς
ἐξουσίαν τῶν πνευμάτων τῶν ἀκαθάρτων,
|
7
Προσεκάλεσε δὲ τοὺς δώδεκα καὶ
ἤχισε νὰ τοὺς στέλνῃ δύο-δύο,
καὶ ἔδιδε εἰς αὐτοὺς ἐξουσίαν
νὰ διώχνουν τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα.
|
7
Καὶ προσκαλεῖ τοὺς δώδεκα καὶ ἤρχισε
νὰ τοὺς ἀποστέλλῃ εἰς περιοδείαν
δύο δύο, καὶ τοὺς ἔδιδεν ἐξουσίαν
καὶ δύναμιν νὰ βγάζουν ἀπὸ τοὺς
πάσχοντας τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα.
|
8
καὶ παρήγγειλεν αὐτοῖς ἵνα μηδὲν
αἴρωσιν εἰς ὁδὸν εἰ μὴ
ράβδον μόνον, μὴ πήραν, μὴ ἄρτον,
μὴ εἰς τὴν ζώνην χαλκόν,
|
8
Καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ παίρνουν
τίποτε εἰς τὸν δρόμον, εἰ μὴ
μόνον μία ράβδον, οὔτε σακκούλι
οὔτε ψωμὶ οὔτε χρήματα εἰς τὴν
ζώνην των. |
8
Καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ παίρνουν
τίποτε εἰς τὸν δρόμον τους παρὰ τὸ
πολὺ - πολὺ μίαν ράβδον μόνον· οὔτε
σάκκον οὔτε ψωμὶ οὔτε κὰν χάλκινα
νομίσματα εἰς τὴν ζώνην τους,
|
9
ἀλλ' ὑποδεδεμένους σανδάλια, καὶ
μὴ ἐνδεδύσθαι δύο χιτῶνας.
|
9
Ἀλλὰ νὰ ἔχουν εἰς τὰ πόδια
των ἁπλᾶ πέδιλα καὶ νὰ μὴ
φοροῦν δύο χιτῶνας (ὅπως συνηθίζουν
οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἐπίσημοι).
|
9
ἀλλὰ νὰ πηγαίνουν ὑποδεμένοι μὲ
ἁπλᾶ πέδιλα. Καὶ νὰ μὴ εἶναι
ἐνδεδυμένοι μὲ δύο ὑποκάμισα, ὅπως
ἐφόρουν τὰ ἐπίσημα πρόσωπα.
|
10
Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὅπου
ἐὰν εἰσέλθητε εἰς οἰκίαν,
ἐκεῖ μένετε ἕως ἂν ἐξέλθητε
ἐκεῖθεν· |
10
Καὶ ἔλεγεν ἀκόμη εἰς αὐτούς·
<Ὀπουδήποτε πᾶτε καὶ εἰσέλθετε
ὡς φιλοξενούμενοι εἰς ἕνα σπίτι,
εἰς αὐτὸ τὸ σπίτι νὰ μένετε,
ἕως ὅτου φύγετε ἀπὸ τὸ
μέρος ἐκεῖνο. (Νὰ μὴ εἶσθε
ἀκατάστατοι καὶ νὰ μὴ ἐπιδιώκετε
τὰς πολλὰς φιλοξενίας). |
10
Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· ὁπουδήποτε
ἐμβῆτε εἰς οἱκία, νὰ μένετε,
ἕως ὅτου φύγετε ἀπὸ τὸ μέρος
ἐκεῖνο, διὰ μὴ σχηματίζουν οἱ
ἄνθρωποι διὰ σᾶς ἰδέαν, ὅτι
εἶσθε ἄστατοι ἐπιπόλαιοι ἢ ὅτι
ἐπιζητεῖτε τὴν καλοπέρασιν.
|
11
καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται
ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσωσιν ὑμῶν,
ἐκπορευόμενοι ἐκεῖθεν ἐκτινάξατε
τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω τῶν
ποδῶν ὑμῶν εἰς μαρτύριον αὐτοῖς·
ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον
ἔσται Σοδόμοις ἢ Γομόρροις ἐν
ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει
ἐκείνῃ. |
11
Καὶ ὅσοι τυχὸν δὲν θελήσουν
νὰ σᾶς δεχθοῦν οὔτε καὶ νὰ
σᾶς ἀκούσουν, καθὼς θὰ φεύγετε
ἀπὸ ἐκεῖ τινάξατε καὶ
αὐτὸ τὸ χῶμα, ποὺ ἔχει
κολλήσει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια
εἰς τὰ πέδιλά σας, διὰ νὰ
δηλώσετε ἔτσι καὶ νὰ διαμαρτυρηθῆτε,
ὅτι τίποτε δὲν ἐπήρατε ἀπὸ
ἐκεῖ. Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι κατὰ
τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως θὰ
εἶναι ἐπιεικεστέρα ἡ κρίσις
διὰ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα
μᾶλλον παρὰ διὰ τὴν πόλιν ἐκείνην>.
|
11
Καὶ ὅσοι τυχὸν δὲν σᾶς δεχθοῦν
οὔτε σᾶς ἀκούσουν ὅταν φεύγετε ἀπ’
ἐκεῖ, εἰς δήλωσιν τοῦ ὅτι δὲν
ἐπήρατε τίποτε μαζί σας ἀπὸ αὐτούς,
οὔτε ἔχετε καμμίαν σχέσιν μαζί των, τινάξατεν
καλὰ ὡς ἀκάθαρτον καὶ μολυσματικὸν
τὸ χῶμα, ποὺ ἀπὸ τὸ μέρος
ἐκεῖνο ἐκόλλησε κάτω ἀπὸ τὰ
πόδια σας εἰς τὰ σανδάλια σας. Τινάξατέ το διὰ
νὰ χρησιμεύσῃ ὡς διαμαρτυρία καὶ ἔλεγχος
κατὰ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Ἀληθῶς
σᾶς λέγω ὅτι θὰ εἶνα περισσότερον
ἐπιεικὴς ἡ τιμωρία εἰς τὰ Σόδομα
καὶ Γόμορρα κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς
κρίσεως παρὰ εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην.
|
12
Καὶ ἐξελθόντες ἐκήρυσσον ἵνα
μετανοήσωσι, |
12
Καὶ ἐξελθόντες οἱ μαθηταὶ ἐκήρυτταν
εἰς τοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουν.
(Ἡ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος,
ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ
πρὸς τὸν Χριστὸν εἶναι ἡ ἀπαραίτητος
ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιον τῆς
νέας κατὰ Χριστὸν ζωῆς). |
12
Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν εἰς περιοδείαν
ἐκήρυττον εἰς τοὺς κατοίκους τῶν διαφόρων
χωρίων νὰ μετανοήσουν. |
13
καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλλον,
καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς
ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον.
|
13
Καὶ δαιμόνια πολλὰ ἔδιωχναν καὶ
ἤλειφον μὲ λάδι πολλοὺς ἀρρώστους,
τοὺς ὁποίους καὶ ἐθεράπευαν.
|
13
Καὶ ἔβγαζαν πολλὰ δαιμόνια καὶ ἤλειφαν
πολλοὺς ἀρωστους μὲ ἔλαιον, ποὺ
ἐσυμβόλιζε τὴν ἰατρικὴν χάριν τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τοὺς ἐθεράπευαν.
|
14
Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης·
φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα
αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης
ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη,
καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ
δυνάμεις ἐν αὐτῷ. |
14
Ἤκουσε δὲ τότε ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης
τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ, διότι
τὸ ὄνομα αὐτοῦ εἶχε γίνει
πλέον γνωστόν, καὶ ἔλεγεν ὅτι
ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀνεστήθη
ἐκ νεκρῶν καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦν
δι' αὐτοῦ αἱ ὑπερφυσικαὶ αὐταὶ
δυνάμεις. |
14
Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης
περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ
περὶ τῶν ἔργων αὐτοῦ
καὶ τῶν μαθητῶν του. Διότι ἔγινε φανερὸν
καὶ γνωστὸν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.
Καὶ ἔλεγεν ὁ Ἡρῴδης ὅτι
ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἀνεστήθη
ἐκ νεκρῶν μὲ νέα ἀποστολὴν καὶ
μὲ νέα χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεὸν
καὶ δι΄ αὐτὸ αἱ ὑπερφυσικαὶ
δυνάμεις ἐνεργοῦν δι’ αὐτοῦ.
|
15
Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν·
ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης
ἐστὶν ὡς εἷς τῶν προφητῶν.
|
15
Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὁ Ἠλίας·
ἄλλοι δὲ ὅτι εἶναι προφήτης,
ὅπως ἔνας ἀπὸ τοὺς προφήτας.
|
15
Ἄλλοι δέ, ποὺ ἐσύγχυζαν τὸν Ἰησοῦν
μὲ τοὺς παλαιοὺς προφήτας, ἔλεγον
ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας·
ἄλλοι δὲ ἔλεγον, ὅτι εἶναι προφήτης
σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς προφήτας.
|
16
Ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν
ὅτι ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα
Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς
ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. |
16
Ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρώδης αὐτὰ
εἶπε ὅτι <αὐτὸς
εἶναι ὁ Ἰωάννης, τὸν ὁποῖον
ἐγὼ ἀποκεφάλισα. Αὐτὸς
ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν>. |
16
Ὅταν δὲ ἤκουσεν ὁ Ἡρῴδης
αὐτά, ποὺ ἔλεγαν οἱ διάφοροι διὰ
τὸν Ἰησοῦν, εἶπεν, ὅτι αὐτὸς
εἶναι ὁ Ἰωάννης, τὸν ὁποῖον
ἐγὼ ἀπεκεφάλισα. Αὐτὸς ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν. |
17
Αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας
ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ
ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ
Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ὅτι
αὐτὴν ἐγάμησεν. |
17
Ὁ ἴδιος ὁ Ἡρώδης ἔστειλε
καὶ συνέλαβε τὸν Ἰωάννην καὶ
τὸν ἔρριψε δεμένον εἰς τὴν φυλακήν,
ἐξ αἰτίας τῆς συζύγου τοῦ
ἀδελφοῦ του, τῆς Ἡρωδιάδος,
τὴν ὁποίαν αὐτὸς εἶχε
πάρει παρανόμως ὡς σύζυγον του.
|
17
Καὶ εἶπεν αὐτὰ ὁ Ἡρῴδης,
διότι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔστειλε
καὶ συνέλαβε τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν
ἔρριψε δεμένον εἰς τὴν φυλακὴν ἐξ
αἰτίας τῆς Ἡρῳδιάδος, ποὺ ἦτο
σύζυγος τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου καὶ
ὁ Ἡρῴδης τὴν ἐπῆρε σύζυγον.
|
18
Ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ
Ἡρῴδῃ ὅτι οὐκ ἔξεστί
σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ
σου. |
18
Διότι ἔλεγε ὁ Ἰωάννης εἰς
τὸν Ἡρώδην ὅτι <δέν σοῦ
ἐπιτρέπεται νὰ ἔχῃς τὴν
γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου>.
|
18
Ἔγινε δὲ τοῦτο αἰτία τῆς φυλακίσεως
τοῦ Ἰωάννου, διότι ἔλεγεν ὁ Ἰωάννης
εἰς τὸν Ἡρῴδην, ὅτι δὲν
σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν νόμον
τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχῃς σύζυγον τὴν
γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὁ ὁποῖος
ζῇ ἀκόμη. |
19
Ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν
αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν
ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο·
|
19
Ἡ δὲ Ἡρωδιὰς ἔτρεφε μέσα
της μῖσος καὶ ἀγανάκτησιν ἐναντίον
τοῦ Ἰωάννου καὶ ἤθελε νὰ
τὸν φονεύσῃ, ἀλλὰ δὲν
ἠμποροῦσε, |
19
Ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐκράτει μέσα
της μῖσος κατ’ αὐτοῦ καὶ ἤθελε
νὰ τὸν φονεύσῃ καὶ δὲν ἠδύνατο.
|
20
Ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο
τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν
ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ
συνετήρει αὐτὸν καὶ ἀκούσας
αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ
ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε.
|
20
ἐπειδὴ ὁ Ἡρώδης ἐφοβεῖτο
τὸν Ἰωάννην, διότι τὸν ἐγνώριζεν
ὡς ἄνθρωπον δίκαιον καὶ ἅγιον
καὶ τὸν διετήρει εἰς τὴν ζωὴν
καὶ ὅταν τὸν ἤκουσε, πολλὰ ἀπὸ
ἐκεῖνα ποὺ εἶπε ὁ Ἰωάννης
τὰ ἔκαμνε καὶ κάθε φορά, ποὺ
τὸν συναντοῦσε, τὸν ἤκουε μὲ
εὐχαρίστησιν. |
20
Δὲν ἠδύνατο δὲ ἡ Ἡρῳδιὰς
νὰ φονεύσῃ τὸν Ἰωάννην, διότι ὁ
Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο αὐτὸν
καὶ διὰ τὸν σεβασμόν, ποὺ τοῦ
εἶχεν ὁ λαός, ἀλλὰ καὶ διότι
τὸν ἐγνώριζεν ὡς ἄνθρωπον δίκαιον
καὶ ἅγιον. Καὶ δι’ αὐτὸ τὸν
διετήρει εἰς τὴν ζωήν· καὶ ὅταν
τὸν ἤκουσε κάποτε εἰς τὴν φυλακήν,
πολλὰ ἀπ’ ἐκεῖνα, ποὺ τὸν
συνεβούλευσεν ὁ Ἰωάννης, τὰ ἔκαμε,
καὶ ὁσάκις συνήντα τὸν Ἰωάννην, τὸν
ἤκουε μὲ εὐχαρίστησιν.
|
21
Καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου,
ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ
δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν
αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ
τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας,
|
21
Ἀλλὰ ἦλθε ἡμέρα εὐκαιρίας
διὰ τὴν Ἡρωδιάδα· ὅταν
ὁ Ἡρώδης, διὰ νὰ ἑορτάσῃ
τὰ γενέθλιά του, παρέθεσε δεῖπνον
εἰς τοὺς μεγάλους ἄρχοντας αὐτοῦ,
εἰς τοὺς χιλιάρχους καὶ εἰς
τοὺς προύχοντας τῆς Γαλιλαίας.
|
21
Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡμέρα, ποὺ ἔδιδεν
εὐκαιρίαν εἰς τὴν Ἡρῳδιάδα νὰ
ἐκτελέσῃ τὸ σχέδιόν της, ὅταν δηλαδὴ
ὁ Ἡρῴδης διὰ τὰ γενέθλιά του
ἔκανε δεῖπνον εἰς τοὺς μεγάλους ἄρχοντας
καὶ εἰς τοὺς ἀνωτέρους ἀξιωματικοὺς
τοῦ στρατοῦ καὶ εἰς τοὺς προύχοντας
τῆς Γαλιλαίας, |
22
καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς
αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ
ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ
Ἡρῴδῃ καὶ τοῖς συνανακειμένοις,
εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ·
αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς,
καὶ δώσω σοι. |
22
Εἰσῆλθεν ἡ θυγάτηρ αὐτῆς
τῆς Ἡρωδιάδος καὶ ἐχόρευσε
καὶ ἤρεσεν εἰς τὸν Ἡρώδην
καὶ τοὺς ἄλλους συνδαιτημόνας. Εἶπε
δὲ ὁ Βασιλεὺς εἰς τὴν κόρην·
<ζήτησέ μου ὅ,τι θέλεις καὶ
ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ δώσω>.
|
22
καὶ ἐμβῆκεν αὐτὴ ἡ ἰδία
ἡ θυγατέρα τῆς Ἡρῳδιάδος, καὶ
ἐχόρευσε χορὸν ἄσεμνον καὶ πολὺ
ἐξευτελισμένον, καὶ ἤρεσεν εἰς τὸν
Ἡρῴδην καὶ εἰς τοὺς καθισμένους
μαζί του εἰς τὸ τραπέζι, εἶπεν ὁ βασιλεὺς
εἰς τὸ κοράσιον· Ζήτησέ μου ὀ,τιδήποτε
θέλεις, καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω.
|
23
Καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὃ
ἐὰν μὲ αἰτήσῃς δώσω
σοι ἕως ἠμίσους τῆς βασιλείας
μου. |
23
Καὶ τῆς ὁρκίσθη πώς, <θὰ
σοῦ δώσω ὅ,τι μοῦ ζητήσεις,
μέχρι ἀκόμη καὶ τὸ μισὸ
βασίλειόν μου>. |
23
Καὶ τῆς ὡρκίσθη, ὅτι θὰ σοῦ
δώσω ὅ,τι καὶ ἄν μοῦ ζητήσῃς
ἕως τὸ μισὸ βασίλειόν μου.
|
24
Ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ
μητρὶ αὐτῆς· τί αἰτήσομαι;
Ἡ δὲ εἶπε· τὴν κεφαλὴν
Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. |
24
Ἐκείνη δὲ ἐξελθοῦσα ἔτρεξε
πρὸς τὴν μητέρα της καὶ τὴν
ἠρώτησε· <τί νὰ ζητήσω;>
Ἐκείνη δὲ εἶπε· <τὴν
κεφαλὴν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ>.
|
24
Ἐκείνη δὲ ἐβγῆκε καὶ εἶπε
εἰς τὴν μητέρα της· Τί νὰ ζητήσω;
Αὐτὴ δὲ εἶπε: Ζήτησε τὴν κεφαλὴν
τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ.
|
25
Καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ
σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο
λέγουσα· θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς
ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου
τοῦ βαπτιστοῦ. |
25
Καὶ ἐκείνη εἰσώρμησε ἀμέσως
βιαστικὰ εἰς τὸν βασιλέα καὶ
ἐζήτησε λέγουσα· <θέλω νά
μοῦ δώσῃς αὐτὴν τὴν στιγμὴν
τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωάννου τοῦ
Βαπτιστοῦ ἐπάνω εἰς ἕνα πιάτο>.
|
25
Καὶ ἐμβῆκεν ἐκείνη ἀμέσως βιαστικὰ
εἰς τὸν βασιλέα καὶ ἐζήτησε λέγουσα·
θέλω νά μου δώσῃς αὐτὴν τὴν ὥραν
καὶ χωρὶς χρονοτριβὴν μέσα εἰς πιάτο
τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ.
|
26
Καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεύς,
διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους
οὐκ ἠθέλησεν αὐτῆς ἀθετῆσαι.
|
26
Καὶ ὁ βασιλεὺς ἐλυπήθη πάρα
πολύ, ἀλλὰ διὰ τοὺς ὅρκους,
ποὺ εἶχε κάμει, καὶ διὰ νὰ
μὴ ἐκτεθῇ εἰς τοὺς συνδαιτημόνας
του ὡς ἐπίορκος, δὲν ἠθέλησε
νὰ ἀθετήσῃ τὴν ὑπόσχεσίν
του. |
26
Καὶ ὁ βασιλεὺς κατελυπήθη διότι εἶχε
βάλει ὅρκους, ἦσαν δὲ παρόντες καὶ
αὐτοί, ποὺ ἐκάθηντο μαζί του εἰς τὸ
τραπέζι, εἰς τοὺς ὁποίους δὲν ἤθελε
νὰ παρουσιασθῇ ψεύτης καὶ ἐπίορκος.
Καὶ μολονότι ἐλυπεῖτο πολὺ νὰ
θανατώσῃ τὸν Ἰωάννη, δὲν ἠθέλησε
νὰ τῆς ἀρνηθῇ καὶ νὰ ἀθετήσῃ
τὴν ὑπόσχεσίν του. |
27
Καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ
βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. |
27
Καὶ ἀμέσως ἔστειλε ὁ βασιλεὺς
δήμιον καὶ διέταξε νὰ φέρῃ
τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωάννου.
|
27
Καὶ ἀμέσως ὁ βασιλεὺς ἔστειλεν
ἕνα στρατιώτην ἀπὸ τοὺς σωματοφύλακάς
του μὲ τὴν διαταγὴν νὰ φέρῃ
τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου. |
28
Ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀποκεφάλισεν
αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ
ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ
πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ
κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν
αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς.
|
28
Ἐκεῖνος δὲ ἐπῆγε, ἀπεκεφάλισε
τὸν Ἰωάννην εἰς τὴν φυλακήν,
ἔφερε τὴν κεφαλήν του μέσα εἰς
τὸ πιάτο καὶ τὴν ἔδωκεν εἰς
τὴν κόρην καὶ ἡ κόρη τὴν
ἔδωκεν εἰς τὴν μητέρα της.
|
28
Αὐτὸς δὲ ἐπῆγε καὶ τὸν
ἀπεκεφάλισε εἰς τὴν φυλακὴν καὶ
ἔφερε μέσα εἰς πιάτο τὴν κεφαλὴν τοῦ
Ἰωάννου καὶ τὴν ἔδωκε εἰς τὸ
κοράσιον καὶ τὸ κοράσιον τὴν ἔδωκεν
εἰς τὴν μητέρα της. |
29
Καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ,
καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ.
|
29
Καὶ ὅταν ἤκουσαν οἱ μαθηταὶ
τοῦ Ἰωάννου τὸ θλιβερὸν γεγονός,
ἦλθαν καὶ ἐπῆραν τὸ νεκρὸ
σῶμα του καὶ τὸ ἔβαλαν εἰς μνημεῖον.
|
29
Καὶ ὅταν ἤκουσαν τοῦτο οἱ μαθηταὶ
τοῦ Ἰωάννου, ἦλθον καὶ ἐσήκωσαν
τὸ λείψανόν του καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα
εἰς μνημεῖον. |
30
Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι
πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν
αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποίησαν
καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. |
30
Οἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ ἐτελείωσεν
ἡ περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντὰ
εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνέφεραν
εἰς αὐτὸν ὅλα, καὶ ὅσα
ἔκαμαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν.
|
30
Καὶ συναθροίζονται ἀπὸ τὴν περιοδείαν
οἱ Ἀπόστολοι πλησίον τοῦ Ἰησοῦ
καὶ ἀνέφεραν εἰς αὐτὸν ὅλα,
δηλαδὴ καὶ ὅσα ἔργα καὶ θαύματα
ἔκαμαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν.
|
31
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· δεῦτε
ὑμεῖς αὐτοὶ κατ' ἰδίαν
εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε
ὀλίγον· ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι
καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ
οὐδὲ φαγεῖν εὐκαίρουν. |
31
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· ἐμπρός,
πηγαίνετε σεῖς μόνοι σας ἰδιαιτέρως
εἰς ἕνα ἐρημικὸν τόπον καὶ
ἀναπαυθῆτε ὀλίγον. Καὶ τοῦτο
εἶπε, διότι ἦσαν πολλοὶ αὐτοί
ποὺ ἤρχοντο καὶ ἔφευγαν, ὥστε
ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητάς του
νὰ μὴ εὐκαιροῦν οὔτε νὰ
φάγουν. |
31
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἔλθετε
ἰδιαιτέρως μόνοι σας σεῖς εἰς ἔρημον
καὶ ἥσυχον τόπον καὶ ξεκουρασθῆτε
ἐκεῖ ὀλίγον. Τὸ συνέστησε δὲ
τοῦτο, διότι ἦσαν πολλοὶ αὐτοί, ποὺ
ἤρχοντο καὶ ἔφευγαν καὶ δὲν
εὐκαίρουν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ
μαθηταί του οὔτε νὰ φάγουν.
|
32
Καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον
ἐν πλοίῳ κατ' ἰδίαν.
|
32
Καὶ ἀνεχώρησαν διὰ θαλάσσης
μὲ τὸ πλοῖον εἰς μίαν ἐρημικὴν
περιοχὴν ἰδιαιτέρως. (Καὶ οἱ
ἐργάται τοῦ Εὐαγγελίου ἔχουν
νὰ διακόπτουν ἐπ' ὀλίγον τὴν
ἐργασίαν των, νὰ ἀποσύρωνται
εἰς ἔρημα καὶ ἤρεμα μέρη πρὸς
ἀνάπαυσιν, πρὸς περισυλλογὴν καὶ
ἀνανέωσιν δυνάμεων). |
32
Καὶ ἔφυγαν μὲ τὸ πλοῖον εἰς
ἔρημον τόπον μόνοι αὐτοί, χωρὶς νὰ
εἶπουν τίποτε εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ.
|
33
Καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας,
καὶ ἐπέγνωσαν αὐτοὺς πολλοί,
καὶ πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν
πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον
αὐτοὺς καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτόν. |
33
Ἀλλὰ τοὺς εἶδαν πολλοὶ νὰ
ἀναχωροῦν καὶ ἐπεσήμαναν τὸν
τόπον, ποὺ ἐπῆγαν, καὶ πεζῇ
ἀπὸ ὅλας τὰς πόλεις ἔτρεξαν
μαζῆ ἐκεῖ, τοὺς ἐπρόλαβαν
καὶ συγκεντρώθησαν πλησίον τοῦ Ἰησοῦ.
|
33
Καὶ ὅταν ἀνεχώρουν, τοὺς εἶδαν
καὶ τοὺς ἀνεγνώρισαν πολλοί. Καὶ ἔτρεξαν
μαζὶ ἐκεῖ ἀπὸ ὅλας τὰς
τριγύρω πόλεις καὶ ἀφοῦ πεζοὶ διέτρεξαν
τὸν γῦρον τῆς λίμνης καὶ διέβησαν
τὸν Ἰορδάνην, κατέφθασαν τοὺς μαθητὰς
καὶ συνηθροίσθησαν πλησίον τοῦ Ἰησοῦ.
|
34
Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε
πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαχνίσθη
ἐπ' αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ὡς
πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα καὶ
ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά. |
34
Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἐβγῆκε
ἀπὸ τὸ ἐρημικὸν μέρος,
εἶδε πολὺν λαὸν καὶ τοὺς ἐσπλαγχνίσθηκε,
διότι ἦσαν σὰν πρόβατα ποὺ δὲν
εἶχαν ποιμένα καὶ ἤρχισε νὰ
ἀναπτύσσῃ εἰς αὐτοὺς πολλὰς
διδασκαλίας. |
34
Καὶ ὅταν ἐβγῆκεν ὁ Ἰησοῦς
ἀπὸ τὸ μοναχικὸν μέρος ποὺ ἦτο,
εἶδε πολὺν λαὸν καὶ τοὺς συνεπάθησε
πολύ, διότι ἦσαν ἐγκαταλελειμμένοι καὶ χωρὶς
πνευματικὴν καθοδήγησιν, σὰν πρόβατα ποὺ
δὲν ἔχουν ποιμένα. Καὶ ἤρχισε νὰ
τοὺς διδάσκῃ διὰ πολλῶν. |
35
Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς γενομένης
προσελθόντες αὐτῷ οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ λέγουσιν ὅτι ἔρημός
ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἤδη ὥρα
πολλή· |
35
Καὶ ὅταν πλέον εἶχε προχωρήσει
ἡ ὥρα, προσῆλθον εἰς αὐτὸν
οἱ μαθηταὶ καὶ εἶπαν, ὅτι
<εἶναι ἔρημος ὁ τόπος καὶ
ἡ ὥρα ἔχει πλέον περάσει. |
35
Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε πλέον ὥρα πολλή,
τὸν ἐπλησίασαν οἱ μαθηταὶ καὶ
τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ τόπος εἶναι
ἔρημος καὶ ἡ ὥρα εἶναι πλέον
περασμένη. |
36
ἀπόλυσον αὐτούς, ἵνα ἀπελθόντες
εἰς τοὺς κύκλῳ ἀγροὺς
καὶ κώμας ἁγοράσωσιν ἑαυτοῖς
ἄρτους· τί γὰρ φάγωσιν οὐκ
ἔχουσιν. |
36
Ἀπόλυσέ τους, γιὰ νὰ πᾶνε
εἰς τὰ γύρω ἀγροκτήματα καὶ
χωριὰ καὶ νὰ ἀγοράσουν ψωμιά,
διότι ἐδῶ δὲν ἔχουν τί
νὰ φάγουν>. |
36
Διαλυσέ τους, διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰς
ἀγροτικὰς κατοικίας καὶ τὰ χωρία,
ποὺ εἶναι τριγύρω, καὶ νὰ ἀγοράσουν
ψωμιὰ διὰ νὰ φάγουν. Διότι δὲν ἔχουν
τί νὰ φάγουν. |
37
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς·
δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν.
Καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἀπελθόντες
ἀγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων ἄρτους
καὶ δῶμεν αὐτοῖς φαγεῖν; |
37
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη εἰς
αὐτοὺς καὶ εἶπε· δῶστε
τους σεῖς νὰ φάγουν>. Καὶ εἶπαν
εἰς αὐτόν· <νὰ πᾶμε
νὰ ἀγοράσωμε ψωμιὰ ἀξίας
διακοσίων δηναρίων καὶ νὰ τοὺς
δώσωμεν νὰ φᾶνε;>
|
37
Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε·
Δώσατέ τους σεῖς νὰ φάγουν. Καὶ αὐτοὶ
τοῦ εἶπαν· Νὰ ὑπάγωμεν ἡμεῖς
καὶ νὰ ἀγοράσωμεν ψωμιὰ ἀξίας
διακοσίων χρυσῶν δραχμῶν καὶ νὰ τοὺς
δώσωμεν νὰ φάγουν; Ποὺ νὰ εὕρωμεν
τὸ τόσον χρῆμα; |
38
Ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· πόσους
ἄρτους ἔχετε; Ὑπάγετε καὶ ἴδετε.
Καὶ γνόντες λέγουσι· πέντε, καὶ
δύο ἰχθύας. |
38
Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπε· <πόσα
ψωμιὰ ἔχετε;> Πηγαίνετε καὶ ἴδετε>.
Καὶ ἀφοῦ εἶδαν τί εἶχαν,
εἶπαν· <ἔχομε πέντε ψωμιὰ
καὶ δύο ψάρια>. |
38
Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Πόσα
ψωμιὰ ἔχετε; Πηγαίνετε νὰ ἴδετε. Καὶ
ἀφοῦ εἶδαν τί εἶχαν, εἶπον·
Ἔχομεν πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια.
|
39
Καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς ἀνακλίναι
πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ
τῷ χλωρῷ χόρτῳ.
|
39
Καὶ παρήγγειλεν εἰς αὐτοὺς νὰ
συστήσουν εἰς ὅλους νὰ καθήσουν
ὁμάδες-ὁμάδες εἰς τὸ χλωρὸ
χορτάρι. |
39
Καὶ τοὺς διέταξε νὰ τοὺς καθίσουν
ὅλους ἐπάνω εἰς τὸ χλωρὸν χορτάρι
παρέας παρέας. |
40
Καὶ ἀνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ
ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ
πεντήκοντα. |
40
Καὶ ἐξάπλωσαν ὁμάδες ὁμάδες
σὰν πρασιές, ἀνὰ ἑκατὸν
καὶ ἀνὰ πενῆντα. |
40
Καὶ ἑξαπλώθησαν ὁμάδες κανονικαί, αἱ
ὁποῖαι ἐπάνω εἰς τὴν πρασινάδα
ὠμοίαζαν πρὸς φυτευμένα τετράγωνα κήπων. Καὶ
ἦσαν ὁμάδες ἀπὸ ἑκατὸν
καὶ ἀπὸ πεντήκοντα ἀνθρώπους ἡ
κάθε μία. |
41
Καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους
καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας
εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε,
καὶ κατέκλασε τοὺς ἄρτους καὶ
ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς ἵνα παραθῶσιν
αὐτοῖς, καὶ τοὺς δύο ἰχθύας
ἐμέρισε πᾶσι.
42
Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, |
41
Ὁ δὲ Κύριος, ἀφοῦ ἐπῆρε
τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ
τὰ δύο ψάρια, ὕψωσε τὰ βλέμματα
στὸν οὐρανόν, ἐδοξολόγησε τὸν
Πατέρα καὶ ἔκοψε κομμάτια τὰ
ψωμιὰ καὶ ἔδιδεν εἰς τοὺς μαθητὰς,
διὰ νὰ παραθέσουν εἰς τὰ πλήθη,
καὶ τὰ δύο ψάρια ἐπίσης
ἐμοίρασεν εἰς ὅλους. (Καὶ ἐπείσθησαν
οἱ μαθηταὶ διὰ μίαν ἀκόμη
φορὰν περὶ τῆς ἀγάπης καὶ
τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ
καὶ περὶ τοῦ καθήκοντός των
νὰ εἰσφέρουν καὶ αὐτοὶ
ὅ,τι ἠμποροῦν). |
41
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τοὺς πέντε
ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια, ἐσήκωσε τὰ
μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ
εὐχαρίστησε καὶ ἐπεκαλέσθη τὸν Θεὸν
καὶ ἐτεμάχισε τὰ ψωμιὰ καὶ ἔδιδεν
εἰς τοὺς μαθητάς του νὰ τὰ βάλουν
ἐμπρός των, καὶ τὰ δύο ψάρια τὰ ἐμοίρασεν
εἰς ὅλους. |
42
Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, |
42
Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν. |
42
Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν.
|
43
καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους
πλήρεις, καὶ ἀπὸ τῶν ἰχθύων.
|
43
Καὶ ἐμάζεψαν ἀπὸ τὰ κομμάτια
ποὺ ἐπερίσσευσαν καὶ ἀπὸ
τὰ ψάρια δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα. |
43
Καὶ ἐσήκωσαν κομμάτια, ποὺ ἐπερίσσευσαν,
δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα, καὶ ἀπὸ τὰ
ψάρια ἐμάζευσαν περισσεύματα. |
44
Καὶ ἦσαν οἱ φαγόντες τοὺς ἄρτους
πεντακισχίλιοι ἄνδρες. |
44
Αὐτοὶ δέ που ἔφαγαν ἦσαν πέντε
χιλιάδες ἄνδρες. |
44
Καὶ αὐτοί, ποὺ ἔφαγαν τοὺς ἄρτους,
ἦσαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες. |
45
Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς
μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς
τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ
πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς
ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον. |
45
Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς (διὰ
νὰ προφυλάξῃ τοὺς μαθητὰς ἀπὸ
τὸν ἄκριτον ἐνθουσιασμὸν τοῦ
ὄχλου ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν κάνουν
βασιλέα) τοὺς ὑποχρέωσε νὰ μποῦν
εἰς τὸ πλοῖον καὶ νὰ περάσουν
εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος εἰς
τὴν Βηθσαϊδά, ὅπου καὶ νὰ τὸν
περιμένουν, ἕως ὅτου ἀπολύσῃ
αὐτὸς τὰ πλήθη. |
45
Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς διὰ
νὰ μὴ παρασυρθοῦν οἱ μαθηταὶ
ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ
λαοῦ, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν ἀνακηρύξῃ
βασιλέα, τοὺς ἠνάγκασε νὰ ἔμβουν εἰς
τὸ πλοῖον κα περάσουν προτήτερα ἀπὸ
αὐτὸν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος
τῆς λίμνης, εἰς τὴν Βηθσαϊδάν, ἕως
ὅτου αὐτὸς διαλύσῃ τὰ πλήθη
τοῦ λαοῦ. |
46
Καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν
εἰς τὸ ὅρος προσεύξασθαι. |
46
Καὶ ἀφοῦ ἀπεσπάσθη ἀπ'
αὐτοῦς ἀνέβηκε εἰς ὅρος
νὰ προσευχηθῇ. |
46
Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀπεχαιρέτισεν,
ἀνεχώρησεν εἰς τὸ ὅρος να προσευχηθῇ.
|
47
Καὶ ὀψίας γενομένης ἦν τὸ
πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης,
καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς
γῆς. |
47
Ἀργὰ δὲ ὅταν ἐπροχώρησε
ἡ ἑσπέρα, τὸ πλοῖον εὑρίσκετο
εἰς τὸ μέσον τῆς θαλάσσης καὶ
αὐτὸς ἦτο μόνος εἰς τὴν
ξηράν. |
47
Καὶ ὅταν ἐβράδυασε καλά, τὸ πλοῖον
ἦτο εἰς τὸ μέσον τῆς λίμνης, καὶ
αὐτὸς ἦτο μοναχὸς ἐπὶ
τῆς ξηράς. |
48
Καὶ ἱδὼν αὐτοὺς βασανιζομένους
ἐν τῷ ἐλαύνειν· ἦν γὰρ
ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς·
καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς
νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν
ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ ἤθελε
παρελθεῖν αὐτούς.
|
48
Καὶ εἶδε τοὺς μαθητὰς νὰ ταλαιπωροῦνται
ἀπὸ τὰ κύματα, καθὼς ὠδηγοῦσαν
τὸ πλοῖον. Διότι ὁ ἄνεμος τοὺς
ἦτο ἀντίθετος. Καὶ κατὰ τὴν
τετάρτην βάρδιαν τῆς νυκτερινῆς φρουρᾶς,
δηλαδὴ μεταξὺ τρεῖς καὶ ἕως
τίς ἓξ τὰ χαράματα, ἦλθε πρὸς
αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν
ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ
ἤθελε νὰ τοὺς προσπεράσῃ.
|
48
Καὶ τοὺς εἶδε νὰ βασανίζωνται μὲ
τὰ κύματα καθὼς ἐπροχώρουν. Ἐβασανίζοντο
δέ, διότι ὁ ἄνεμος ἦτο ἐναντίος. Κατὰ
δὲ τὸ τελευταῖον τρίωρον τῆς νυκτός,
ὅτε παρελάμβανε στρατιωτικὴν φρουρὰν τὸ
τέταρτον τμῆμα τῶν σκοπῶν, ἔρχεται
πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν
ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, σὰν νὰ
ἦτο αὐτὴ ξηρά. Καὶ ἤθελε νὰ
τοὺς προσπεράσῃ |
49
Οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν περιπατοῦντα
ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν φάντασμα
εἶναι, καὶ ἀνέκραξαν·
|
49
Οἱ μαθηταί, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ
περιπατῇ εἰς τὴν θάλασσαν, ἐνόμισαν
ὅτι εἶναι φάντασμα καὶ ἔβγαλαν
κραυγὴν τρόμου. |
49
Αὐτοὶ δέ, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ
περιπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐνόμισαν
ὅτι αὐτὸ τὸ πρωτοφανές, ποὺ
ἔβλεπαν, εἶναι φάντασμα. Καὶ ἔβγαλαν
κραυγὴν τρόμου. |
50
Πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ
ἐταράχθησαν· καὶ εὐθέως
ἐλάλησε μετ' αὐτῶν καὶ λέγει
αὐτοῖς· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι,
μὴ φοβεῖσθε. |
50
Διότι ὅλοι τὸν εἶδαν καὶ ἐταράχθησαν.
Καὶ ἀμέσως ὡμίλησεν ὁ
Ἰησοῦς πρὸς αὐτοὺς καὶ
τοὺς εἶπε· <θάρρος ἐγὼ
εἷμαι, μὴ φοβεῖσθε>.
|
50
Ἔβγαλαν δὲ ὅλοι τὴν κραυγὴν
αὐτήν, διότι ὅλοι τὸν εἶδαν καὶ
ἐταράχθησαν. Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς
τοὺς ὡμίλησε τοὺς εἶπε· Ἔχετε
θάρρος· ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβεῖσθε.
|
51
Καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον
πρὸς αὐτούς, καὶ ἐκόπασεν
ὁ ἄνεμος καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ
ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ
ἐθαύμαζον. |
51
Καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς
τὸ πλοῖον καὶ ἐσταμάτησεν ὁ
ἄνεμος. Καὶ κατελήφθησαν εἰς μεγάλον
βαθμὸν ἀπὸ πάρα πολὺν φόβον
καὶ θαυμασμόν. |
51
Καὶ ἀνέβη πλησίον τους εἰς τὸ πλοῖον
καὶ ἡσύχασεν ὁ ἄνεμος. Καὶ ἐκυριεύθη
τὸ ἐσωτερικόν τους ἀπὸ ὑπερβολικήν
ἔκστασιν, ὥστε δὲν ἠδύναντο νὰ
ἐκφράσουν ὅ,τι ᾐσθάνοντο. ἐθαύμαζον,
μολονότι πρὸ ὀλίγου εἶχε κάμει ὁ Ἰησοῦς
καὶ τὸ ἄλλο καταπληκτικὸν θαῦμα.
|
52
Οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς
ἄρτοις, ἀλλ' ἦν αὐτῶν ἡ
καρδία πεπωρωμένη. |
52
Καὶ ἐθαύμασαν τόσον πολύ, διότι
δὲν εἶχαν ἐννοήσει τὸ ἄλλο
μεγάλο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν
ἄρτων, ἀλλὰ ἦτο ἡ καρδία
των καὶ ἡ διάνοιά των βραδυκίνητος
καὶ κλειστή. |
52
Θαυμάζουν ὅμως τώρα πάρα πολύ, διότι δὲν ἐκατάλαβαν,
τί εἶχε γίνει μὲ τὰ ψωμιὰ καὶ
δὲν εἶχαν ἐκτιμήσει κατὰ βάθος τὸ
θαῦμα ἐκεῖνο. Ἔπρεπε βέβαια νὰ
τὸ εἶχαν καταλάβει. Ἀλλ’ ἡ διάνοιά
των ἦταν παχυλὴ καὶ βραδυκίνητος, ἐπειδὴ
δὲν εἶχαν λάβει ἀκόμη τὸν φωτισμὸν
τοῦ Πνεύματος. |
53
Καὶ διαπεράσαντες ἀπῆλθον ἐπὶ
τὴν γῆν Γεννησαρὲτ καὶ προσωρμίσθησαν. |
53
Καὶ ἀφοῦ διέσχισαν τὴν λίμνην,
ἦλθαν εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Γεννησαρὲτ
καὶ ἀγκυροβόλησαν ἐκεῖ.
|
53
Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασαν διὰ μέσου
τῆς λίμνης, ἦλθον εἰς τὴν χώραν Γεννησαρὲτ
καὶ ἀγκυροβόλησαν ἐκεῖ.
|
54
Καὶ ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ
τοῦ πλοίου εὐθέως ἐπιγνόντες
αὐτόν. |
54
Ὅταν δὲ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ
πλοῖον, ἀμέσως τὰ πλήθη τὸν
ἀντελήφθησαν. |
54
Καὶ ὅταν αὐτοὶ ἐβγῆκαν
ἀπὸ τὸ πλοῖον, ἀμέσως οἱ
κάτοικοι τῆς χώρας ἐκείνης τὸν ἀνεγνώρισαν,
|
55
Περίδραμον ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην
καὶ ἤρξαντο ἐπὶ τοῖς κραβάττοις
τοὺς κακῶς ἔχοντας περιφέρειν ὅπου
ἤκουον ὅτι ἐκεῖ ἐστι· |
55
Καὶ περιέτρεξαν ὅλην τὴν γύρω
περιοχὴν ἐκείνην διαδιδόντες τὴν
εἴδησιν καὶ ἤρχισαν νὰ περιφέρουν
ἐπάνω εἰς τὰ κρεββάτια τοὺς
ἀρώστους των ἀπὸ ἕνα μέρος
εἰς τὸ ἄλλο, ὅπου ἤκουον ὅτι
ἦτο ὁ Ἰησοῦς. |
55
καὶ ἔτρεξαν γύρω εἰς ὅλην ἐκείνην
τὴν περιφέρειαν διαδιδόντες τὴν εἴδησιν,
ὅτι ἦλθε, καὶ ἄρχισαν νὰ περιφέρουν
ἐπάνω εἰς τὰ κρεββάτια τοὺς ἀρρώστους
ἀπὸ τὸ ἐν μέρος εἰς τὸ
ἄλλο, ὅπου ἤκουαν ὅτι ἦτο ἐκεῖ
ὁ Ἰησοῦς. |
56
Καὶ ὅπου ἂν εἰσεπορεύετο εἰς
κώμας ἢ πόλεις ἢ ἀγρούς,
ἐν ταῖς ἀγοραῖς ἐτίθεσαν
τοὺς ἀσθενοῦντας καὶ παρεκάλουν
αὐτὸν ἵνα κἄν τοῦ κρασπέδου
τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ἅψωνται·
καὶ ὅσοι ἂν ἥπτοντο αὐτοῦ,
ἐσῴζοντο. |
56
Καὶ ὅπου ἂν εἰσήρχετο εἰς
χωριὰ ἢ πόλεις ἢ εἰς ἐξοχικὰς
περιοχὰς ἔθεταν τοὺς ἀσθενεῖς
εἰς τὰς ἀγοράς (εἰς κεντρικοὺς
δηλαδὴ τόπους ὅπου ὑπῆρχε μαγάλη
πιθανότης νὰ περάσῃ ὁ Χριστός>
καὶ παρακαλοῦσαν αὐτὸν νὰ
ἐπιτρέψῃ εἰς τοὺς ἀρρώστους
νὰ ἐγγίσουν τὴν ἄκρη ἀπὸ
τὸ ἔνδυμά του. Καὶ ὅσοι τὸν
ἤγγιζαν ἐθεραπεύοντο. (Ἡ μὲ
πίστιν προσέγγισις πρὸς τὸν Κύριον
γίνεται αἰτία πολλῶν δωρεῶν,
ὑλικῶν καὶ πνευματικῶν). |
56
Καὶ ὁπουδήποτε καὶ ἂν ἔμβαιναν
εἰς χωρία ἢ εἰς πόλεις ἢ εἰς
ἐξοχικοὺς συνοικισμούς, ἐτοποθέτουν εἰς
τὰς ἀγορὰς τοὺς ἀσθενεῖς
καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ ἐγγίσουν ἔστω
καὶ τὴν ἄκραν τοῦ ἐξωτερικοῦ
του ἐνδύματος. Καὶ ὅσοι τὴν ἤγγιζον,
ἐσώζοντο ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν των.
|