Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἔρχεται εἰς
τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας διὰ
τοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ
συμπορεύονται πάλιν ὄχλοι πρὸς αὐτόν,
καὶ ὡς εἰώθει, πάλιν ἐδίδασκεν
αὐτούς. |
πὸ
ἐκεῖ ἐσηκώθη ὁ Ἰησοῦς
καὶ ἦλθε εἰς τὰ σύνορα τῆς
Ἰουδαίας, προχωρήσας ἀπὸ τὴν
περιοχήν ποὺ εἶναι ἀνατολικὰ
ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην. Καὶ
πλήθη λαοῦ ἔρχονται μαζῆ πάλιν
πρὸς αὐτόν. Καὶ καθὼς ἐσυνήθιζε,
τοὺς ἐδίδασκε πάλιν.
|
αὶ
ἀπ’ ἐκεῖ ἐσηκώθη καὶ ἦλθεν
εἰς τὰ σύνορα τῆς Ἰουδαῖος ὄχι
διὰ τῆς Σαμαρείας, ἀλλὰ διὰ
τοῦ τόπου ποὺ εἶναι πέραν ἀπὸ
τὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου, ἤτοι
διὰ τῆς Περαίας. Καὶ ἐπῆγαν
πρὸς αὐτὸν μαζὶ πλήθη λαοῦ.
Καὶ καθὼς συνήθιζε, πάλιν ἐδίδασκεν αὐτούς.
|
2
Καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι ἐπηρώτων
αὐτὸν εἰ ἔξεστιν ἀνδρὶ
γυναῖκα ἀπολῦσαι, πειράζοντες αὐτόν.
|
2
Καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι τὸν
ἐρωτοῦσαν, ἐὰν ἐπιτρέπεται
εἰς τὸν ἄνδρα νὰ διώξῃ
καὶ νὰ δώσῃ διαζύγιον εἰς
τὴν γυναῖκα του. (Τοῦ ἀπηύθηναν
αὐτὴν τὴν ἐρώτησιν μὲ
πονηρὰν διάθεσιν, διότι ἤλπιζαν νὰ
λάβουν παρεξηγήσιμον ἀπάντησιν, ὥστε
νὰ ἔχουν ἀφορμὴν νὰ τὸν
κατηγορήσουν). |
2
Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασαν οἱ
Φαρισαῖοι, τὸν ἠρώτησαν, ἐὰν
ἐπιτρέπεται εἰς ἄνδρα νὰ χωρίσῃ
τὴν γυναῖκα του. Τοῦ ἔκαμαν δὲ
τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν πειράζοντες αὐτόν,
διὰ νὰ εὕρουν ἀφορμὴν νὰ
τὸν κατηγορήσουν, ὅτι περιώριζε τὴν ἐλευθερίαν
εἰς τὸ ζήτημα τοῦ διαζυγίου· τοῦτο
δὲ καὶ πλείστους ἐκ τοῦ λαοῦ
θὰ δυσηρέστει, ἴσως δὲ καὶ εἰς
τὸν Ἡρῴδην θὰ τὸν ἐξέθετεν.
|
3
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς·
τί ὑμῖν ἐνετείλατο Μωϋσῆς;
|
3
Αὐτὸς δὲ ἀπήντησεν καὶ
τοὺς εἶπε· <ποίαν ἐντολὴν
σᾶς ἔδωσε ὁ Μωϋσῆς;>
|
3
Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς
εἶπε· Ποίαν ἐντολὴν σᾶς ἔδωκεν
ὁ Μωϋσῆς περὶ τούτου;
|
4
Οἱ δὲ εἶπον· ἐπέτρεψε Μωϋσῆς
βιβλίον ἀποστασίου γράψαι καὶ
ἀπολῦσαι. |
4
Ἐκεῖνοι δὲ εἶπον· <ὁ
Μωϋσῆς ἐπέτρεψεν εἰς τὸν ἄνδρα
νὰ δώσῃ γραπτὸν διαζύγιον εἰς
τὴν γυναῖκα καὶ νὰ τὴν ἀπολύσῃ>.
|
4
Αὐτοὶ δὲ εἶπον· ὁ Μωϋσῆς
ἐπέτρεψεν εἰς τὸν ἄνδρα νὰ γράψῃ
ἔγγραφον, εἰς τὸ ὁποῖον νὰ
βεβαιώνεται, ὅτι ἔκαμε διαζύγιον μὲ τὴν
γυναῖκα του καὶ τότε νὰ τὴν χωρίσῃ.
|
5
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτοῖς· πρὸς τὴν
σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἔγραψεν ὑμῖν
τὴν ἐντολὴν ταύτην· |
5
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς
τοὺς εἶπεν· <ὁ Μωϋσῆς ἕνεκα
τῆς σκληροκαρδίας σας καὶ τῆς βαρβαρότητός
σας (διὰ νὰ προλάβῃ
χειρότερα ἐγκλήματα, ποὺ ἠμπορούσατε
νὰ κάμετε εἰς βάρος τῆς συζύγου
σας) συγκατέβη καὶ ἔδωσε αὐτὴν
τὴν ἐντολήν. |
5
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπεν· Ὁ Μωϋσῆς ἀπέβλεψε
πρὸς τὴν σκληρότητα τῶν καρδιῶν σας
καὶ τὴν ἄξεστον καὶ ἀπολίτιστον
φύσιν σας καὶ δι’ αὐτὸ ἔγραψε τὴν
ἐντολὴν αὐτήν, διὰ νὰ σᾶς
προφυλάξῃ ἀπὸ μεγαλύτερα κακά. Διότι καὶ
εἰς φόνον ἀκόμη θὰ ἦτο δυνατὸν
νὰ φθάσετε, διὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε
ἀπὸ τὴν ἀνεπιθύμητον γυναῖκα
σας. |
6
ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν
καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς
ὁ Θεός· |
6
Ἀπὸ δὲ τὴν ἀρχὴν τῆς
δημιουργίας ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν
γυναῖκα ἔπλασε ὁ Θεὸς (διὰ νὰ
συγκρατηθῇ ἰσόβιον ἀνδρόγυνον,
χωρὶς δυνατότητα διαζυγίου).
|
6
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας
ὅμως ὁ Θεὸς ἔκαμε τοὺς πρωτοπλάστους
ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναῖκα, ὥστε
οὔτε ὁ ἀνὴρ ἠδύνατο νὰ
ἀποκτήσῃ δευτέραν σύζυγον χωρίζων τὴν πρώτην,
οὔτε ἡ γυνὴ ἠδύνατο νὰ χωρισθῇ
ἀπὸ τὸν πρῶτον σύζυγόν της καὶ
νὰ συνδεθῇ μὲ ἄλλον. Ἐὰν
ὁ Δημιουργὸς ἐνομοθέτει τότε καὶ τὸ
διαζύγιον, δὲν θὰ ἐδημιούργει μίαν μόνον,
ἀλλὰ περισσοτέρας διὰ τὸν ἕνα
ἄνδρα γυναῖκας. |
7
ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος
τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν
μητέρα, καὶ προσκοληθήσεται πρὸς τὴν
γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ
δύο εἰς σάρκα μίαν.
|
7
Δι' αὐτό, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους
τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θὰ ἐγκαταλείψῃ
ὁ ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν
μητέρα αὐτοῦ καὶ θὰ προσκολληθῇ
εἰς τὴν μίαν καὶ μονὴν γυναῖκα
του καὶ οἱ δύο σύζυγοι θὰ εἶναι
πλέον ἕνα σῶμα. |
7
Διότι δὲ ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναῖκα
ἐδημιούργησεν ἐξ ἀρχῇς ὁ Θεός,
δι’ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς
Ἁγίας Γραφῆς θὰ ἐγκαταλείψῃ
ὁ ἄνθρωπος τὸν πατέρα του καὶ τὴν
μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθῇ εἰς
τὴν μίαν καὶ μόνην γυναῖκα του. Εἶναι
λοιπὸν ὁ δεσμὸς τῶν συζύγων στενώτερος
ἀπὸ τὸν δεσμὸν τῶν τέκνων πρὸς
τοὺς γονεῖς. Καὶ οἱ δύο σύζυγοι θὰ
εἶναι ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς
τοῦ γάμου τῶν μία σάρξ, ἕνα σῶμα.
|
8
Ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο,
ἀλλὰ μία σάρξ· |
8
Ὥστε δὲν εἶναι πλέον δύο, ὅπως
προηγουμένως, ἀλλὰ ἕνα σῶμα.
|
8
Ὥστε εἰς τὸ ἑξῆς δὲν εἶναι
πλέον δύο, ὅπως ἦσαν προτήτερα, ἀλλὰ
ἕνα σῶμα. |
9
ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος
μὴ χωριζέτω· |
9
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἀνδρόγυνον,
τὸ ὁποῖον εἰς ἕνα σῶμα
ἔχει συνδέσει ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος
ἂς μὴ τὸ χωρίζῃ>.
|
9
Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ ὁ Θεὸς
ἤνωσεν εἰς ἕνα σῶμα, ὁ ἄνθρωπος
ἂς μὴ τὸ χωρίζῃ. |
10
καὶ εἰς τὴν οἰκίαν πάλιν
οἱ μαθηταὶ περὶ τούτου ἐπηρώτων
αὐτόν, |
10
Καὶ εἰς τὴν οἰκίαν πάλιν
οἱ μαθηταί του τὸν ἐρωτοῦσαν
διὰ τὸ θέμα αὐτό. |
10
Καὶ εἰς τὸ σπίτι πάλιν τὸν ἠρώτησαν
οἱ μαθηταί του διὰ τὸ αὐτὸ ζήτημα.
|
11
καὶ λέγει αὐτοῖς· ὃς ἂν
ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ
καὶ γαμήση ἄλλην, μοιχᾶται ἐπ'
αὐτήν· |
11
Καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπε·
<Ὅποιος χωρίσει τὴν γυναῖκα του
καὶ νυμφευθῇ ἄλλην, διαπράττει μοιχείαν
εἰς βάρος τῆς νομίμου συζύγου
του. |
11
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἐκεῖνος
ποὺ θὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκα του
καὶ θὰ ἔλθῃ εἰς γάμον μὲ
ἄλλην, γίνεται μοιχὸς εἰς βάρος τῆς
νομίμου συζύγου του. |
12
καὶ ἐὰν γυνὴ ἀπολύσασα
τὸν ἄνδρα γαμηθῇ ἄλλῳ, μοιχᾶται.
|
12
Καὶ ἐάν μία γυναῖκα χωρίσῃ
τὸν ἄνδρα της καὶ ὑπανδρευθῇ
ἄλλον, διαπράττει μοιχείαν>. |
12
Καὶ ἐὰν μία γυναῖκα χωρίσῃ τὸν
ἄνδρα της καὶ ἔλθῃ εἰς γάμον
μὲ ἄλλον, διαπράττει μοιχείαν καὶ λέγεται
μοιχαλίς. |
13
Καὶ προσέφερον αὐτῷ παιδία,
ἵνα αὐτῶν ἄψηται· οἱ δὲ
μαθηταὶ ἐπετίμων τοῖς προσφέρουσιν.
|
13
Καὶ προσέφεραν εἰς αὐτὸν τὰ
παιδιά, διὰ νὰ τὰ ἐγγίσῃ
μὲ τὰ χέρια του. Οἱ δὲ μαθηταὶ
(διότι ἐνόμιζαν ταπεινωτικὸν διὰ
τὸν Κύριον νὰ σχολῆται μὲ τὰ
παιδιά, ἤθελαν δὲ νὰ τὸν προφυλάξουν
καὶ ἀπὸ ἐνοχλήσεις) ἐπέπλητταν
ἐκείνους που τὰ ἔφεραν.
|
13
Καὶ τοῦ ἔφεραν μερικὰ μικρὰ
παιδιά, διὰ νὰ τὰ ἐγγίσῃ μὲ
τὰς χεῖρας του, οἰ μαθηταὶ ὅμως
ἐπέπληττον αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔφερναν,
ἐπειδὴ ἐνόμιζαν, ὅτι δὲν ἥρμοζεν
εἰς τὸν Χριστὸν νὰ τὸν ἀπασχολοῦν
διὰ μικρὰ παιδιά. |
14
Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἠγανάκτησε
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἄφετε
τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρὸς μέ,
καὶ μὴ κωλύετε αὐτά· τῶν
γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. |
14
Ὅταν ὅμως ὁ Ἰησοῦς εἶδεν
αὐτό, ἠγανάκτησε καὶ τοὺς
εἶπε· <ἀφῆστε τὰ παιδιά
νὰ ἔρχωνται εἰς ἐμὲ καὶ
μὴ τὰ ἐμποδίζετε. Διότι εἰς
τὰ παιδιά αὐτὰ καὶ εἰς
ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν ἁπλότητα
των ὁμοιάζουν μὲ τὰ ἀπονήρευτα
παιδιά, ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν. |
14
Ὅταν ὅμως εἶδεν αὐτὸ
ὁ Ἰησοῦς, ἠγανάκτησε καὶ εἶπε
πρὸς τοὺς μαθητάς· Ἀφήσατε τὰ
παιδία νὰ ἔρχωνται πλησίον μου καὶ μὴ
τὰ ἐμποδίζετε· διότι δι’ αὐτούς, ποὺ
θὰ γίνουν σὰν αὐτὰ καὶ θὰ
ἀποκτήσουν παιδικὴν καρδίαν καὶ διάθεσιν,
εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
|
15
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν
μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ
εἰς αὐτήν. |
15
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ὅποιος δὲν
θὰ δεχθῇ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ
μὲ τὴν ἐμπιστοσύνην καὶ τὴν
ἁπλότητα ἑνὸς παιδιοῦ, δὲν
θὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν>.
|
15
Ἀληθῶς σᾶς λέγω· ἐκεῖνος
ποὺ δὲν θὰ δεχθῇ τὸν λόγον καὶ
τὸ κήρυγμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ
μὲ ἀφέλειαν καὶ ἐμπιστοσύνην καὶ
ταπείνωσιν σὰν αὐτήν, ποὺ δεικνύουν τὰ
παιδιὰ εἰς τοὺς γονεῖς καὶ διδασκάλους
των, δὲν θὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν.
|
16
Καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτὰ κατηυλόγει
τιθεὶς τὰς χεῖρας ἐπ' αὐτά.
|
16
Καὶ ἀφοῦ τὰ ἀγκάλιασε
ἔβαλε ἐπάνω των τὰ χέρια του
καὶ τὰ εὐλογοῦσε πολλὲς φορὲς
καὶ μὲ πολλὴν στοργήν.
|
16
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν αὐτὰ
εἰς τὰς ἀγκάλας του, ἔθετε τὰς
χεῖρας του ἐπάνω των καὶ τὰ εὐλόγει
μὲ ὅλην τὴν στοργήν του. |
17
Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς
ὁδὸν προσδραμὼν εἶς καὶ γονυπετήσας
αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν·
διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα
ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; |
17
Καὶ καθὼς ἔβγαινε ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὸν δρόμον, ἔτρεξε ἐμπρὸς
εἰς αὐτὸν ἔνας καὶ ἀφοῦ
ἐγονάτισε, τὸν ἠρώτησε·
<διδάσκαλε ἀγαθέ, τί πρέπει
νὰ κάμω διὰ νὰ κληρονομήσω τὴν
αἰώνιον ζωήν;> |
17
Καὶ ἐνῷ ἔβγαινεν ὁ Ἰησοῦς
ἀπὸ τὸ σπίτι εἰς τὸν δρόμον,
ἔτρεξε πρὸς αὐτὸν ἕνας καὶ
ἀφοῦ ἐγονάτισεν ἐμπρός του, τὸν
ἠρώτα· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ νὰ
κάμω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον;
|
18
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ·
τί μὲ λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς
ἀγαθὸς εἶ μὴ εἰς ὁ Θεός.
|
18
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπεν·
<ἐφ' ὅσον μὲ θεωρεῖς ὡς ἕνα
ἁπλοῦν ἄνθρωπον, διατὶ μὲ ὀνομάζεις
ἀγαθόν; Κανεὶς δὲν εἶναι πλήρως
καὶ τελείως ἀγαθός, εἰμὶ
μόνον ἕνας, ὁ Θεός.
|
18
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπεν·
Ἀφοῦ ἀπευθύνεσαι πρὸς ἐμὲ
μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος
ἁπλοῦς, διατὶ μὲ ἀποκαλεῖς
ἀγαθόν; Κανεὶς δὲν εἶναι καθ’ αὑτὸ
καὶ ἐξ ἑαυτοῦ ἀγαθὸς παρὰ
μόνον ἕνας, ὁ Θεός. |
19
Τὰς ἐντολὰς οἶδα· μὴ μοιχεύσῃς,
μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς,
μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, μὴ ἀποστερήσῃς,
τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν
μητέρα. |
19
Τὰς ἐντολὰς τὰς γνωρίζεις·
νὰ μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ
φονεύσῃς, νὰ μὴ κλέψῃς,
νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, νὰ μὴ
στερήσῃς τὸν πλησίον σου ἀπ'
ὅ,τι τοῦ ἀνήκει, νὰ τιμᾶς
τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα
σου>. |
19
Γνωρίζεις τὰς ἐντολάς· Νὰ μὴ
μοιχεύσῃς, νὰ μὴ φονεύσῃς, νὰ
μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς,
νὰ μὴ στερήσῃς τὸν ἄλλον ἀπὸ
ἐκεῖνο, ποὺ τοῦ ἀνήκει, νὰ
τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα
σου. |
20
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ·
διδάσκαλε, ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην
ἐκ νεότητός μου. |
20
Αὐτὸς δὲ τοῦ ἀπήντησε·
<διδάσκαλε, ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχω
φυλάξει ἀπὸ τότε, ποὺ ἥμην
νέος>. |
20
Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοῦ
εἶπε· Διδάσκαλε,ὅλα αὐτὰ τὰ
ἐφύλαξα ἀπὸ τὰ χρόνια ποὺ ἤμην
νέος. |
21
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ
ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν
αὐτῷ· ἐν σοὶ ὑστερεῖ·
εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε,
ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ δὸς πτωχοῖς,
καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν ὀυρανῷ,
καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας
τὸν σταυρόν σου. |
21
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τὸν παρετήρησε
μὲ πολλὴν προσοχήν, τὸν συνεπάθησε
καὶ τοῦ εἶπε· <ἕνα σοῦ
λείπει· ἂν θέλῃς νὰ εἶσαι
τέλειος, πήγαινε, πώλησε ὅσα ἔχεις
καὶ δῶσε τα εἰς τοὺς πτωχούς,
καὶ θὰ ἀποκτήσῃς θησαυρὸν
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλα
ἀκολούθησέ με, ἔχων τὴν ἀπόφασιν
καὶ σταυρικὸν ἀκόμη θάνατον
νὰ ὑπομείνῃς πρὸς χάριν
μου>. |
21
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφοῦ τὸν
παρετήρησε μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον, τὸν
συνεπάθησε καὶ τοῦ εἶπεν· Ἕνα
σοῦ λείπει· ἐὰν θέλῃς νὰ
εἶσαι τέλειος, πήγαινε καὶ πώλησε ὅσα ἔχεις
καὶ δός τα εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ θὰ
ἔχῃς θησαυρὸν καὶ πλοῦτη εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλα νὰ
μὲ ἀκολουθήσῃς, ἀφοῦ λάβῃς
τὴν ἀπόφασιν νὰ ὑποστῇς ἀκόμη
καὶ σταυρικὸν θάνατον διὰ τὴν ἐμμονὴν
εἰς τὸ καθῆκον. |
22
Ὁ δὲ στυγνάσας ἐπὶ τῷ
λόγῳ ἀπῆλθε λυπούμενος·
ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά.
|
22
Ἐκεῖνος ὅμως ἐτενοχωρήθηκε καὶ
ἐσκυθρώπασε καὶ ἔφυγε λυπημένος.
Καὶ τοῦτο, διότι εἶχε κτήματα
πολλά, εἰς τὰ ὁποῖα ἦτο
δεμένη καὶ προσκολλημένη ἡ καρδιά
του (καὶ τὰ ὁποῖα τὸν ἔκαμαν,
παρὰ τὴν φαινομενικὴν του διάθεσιν,
νὰ μὴ ἔχῃ εἰλικρινὴ ἀγάπην
πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον).
|
22
Αὐτὸς ὅμως ἐσκυθρώπασε διὰ τὸν
λόγον αὐτὸν ποὺ ἤκουσε, καὶ
ἔφυγε λυπημένος· διότι εἶχε πολλὰ κτήματα
καὶ ἡ καρδία του ἦτο δεμένη εἰς αὐτά,
δι’ αὐτὸ δὲ τοῦ ἐφάνη βαρὺ
καὶ ἀδύνατον τὸ πρᾶγμα.
|
23
Καὶ περιβλεψάμενος ὁ Ἰησοῦς
λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ·
πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται!
|
23
Καὶ ἀφοῦ περιέφερε ὁ Ἰησοῦς
γύρω τὸ βλέμμα του πρὸς ὅσους
εἶχαν παρακολουθήσει αὐτὴν τὴν
σκηνήν, εἶπε εἰς τοὺς μαθητάς
του· <πόσον δύσκολα θὰ μποῦν
εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν
αὐτοί, ποὺ ἔχουν χρήματα πολλά>!
|
23
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ ἐκύτταξε
τριγύρω του διὰ νὰ διεγείρῃ τὴν προσοχὴν
ἐκείνων, ποὺ εὑρίσκοντο ἐκεῖ,
λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του· Πόσον δύσκολα
αὐτοί, ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα, θὰ
ἔμβουν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!
|
24
Οἱ δὲ μαθηταὶ ἐθαμβοῦντο ἐπὶ
τοῖς λόγοις αὐτοῦ. Ὁ δὲ
Ἰησοῦς πάλιν ἀποκριθεὶς λέγει
αὐτοῖς· τέκνα, πῶς δύσκολόν
ἐστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν·
|
24
Οἱ δὲ μαθηταὶ ἔμειναν θαμπωμένοι
ἀπὸ ἔκπληξιν καὶ φόβον διὰ
τὰ λόγια του αὐτά. Ὁ Ἰησοῦς
ὅμως ἐπῆρε πάλιν τὸν λόγον
καὶ τοὺς εἶπε· <παιδιά μου,
πόσον δύσκολον εἶναι νὰ εἰσέλθουν
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ αὐτοί,
ποὺ ἔχουν στηρίξει τὴν πεποίθησίν
των καὶ τὰς ἐλπίδας των διὰ
μίαν εὐτυχισμένην ζωὴν εἰς τὰ
χρήματα! |
24
Οἱ δὲ μαθηταὶ ἔμεναν κατάπληκτοι διὰ
τοὺς λόγους αὐτούς. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς
ἔλαβε πάλιν τὸν λόγον καὶ τοὺς εἶπε·
Παιδιά μου, πόσον δύσκολον εἶναι νὰ ἔμβῃ
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνος,
ποὺ ἔχει στηρίξει τὴν πεποίθησίν του εἰς
τὰ χρήματα καὶ ἀπὸ αὐτὰ
μόνα ἐξαρτᾷ τὴν συντήρησίν του καὶ
τὴν εὐδαιμονίαν του. |
25
εὐκοπότερόν ἐστι κάμηλον διὰ
τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ
πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ εἰσελθεῖν. |
25
Εἶναι εὐκολώτερον μίαν γκαμήλα
νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν μικρὰν
τρύπαν ποὺ ἀνοίγει τὸ βελόνι,
παρὰ ὁ πλούσιος νὰ εἰσέλθῃ
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ>.
|
25
Εἶναι εὐκολώτερον μία γκαμήλα νὰ περάσῃ
ἀπὸ τὴν μικρὰν τρύπαν, ποὺ
ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ἕνας πλούσιος
νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ. |
26
Οἱ δὲ περισσῶς ἐξεπλήσοντο λέγοντες
πρὸς ἑαυτούς· καί τις δύναται
σωθῆναι; |
26
Ἐκεῖνοι δὲ ἀκόμη περισσότερον
ἐξεπλήσσοντο καὶ ἔλεγαν μεταξύ
των· <καὶ τότε ποιὸς ἠμπορεῖ
νὰ σωθῇ, ἀφοῦ ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι εἵμεθα τόσον ἀδύνατοι;
|
26
Αὐτοὶ δὲ ὑπερβολικὰ ἠπόρουν
καὶ ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους·
Καὶ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ σωθῇ,
ἀφοῦ εἶναι μέχρι τοῦ ἀδυνάτου
δύσκολον νὰ σωθοῦν οἱ πλούσιοι; |
27
Ἐμβλέψας αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς
λέγει· παρὰ ἀνθρώποις ἀδύνατον,
ἀλλ' οὐ παρὰ Θεῷ· πάντα
γὰρ δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ.
|
27
Τοὺς ἐκύτταξε τότε μὲ βλέμμα
βαρυσήμαντον ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς
εἶπε· <αὐτὸ εἶναι πράγματι
ἀδύνατον εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
ὄχι ὅμως καὶ εἰς τὸν Θεόν·
διότι ὅλα εἶναι δυνατὰ εἰς τὸν
Θεόν, ὁ ὁποῖος καὶ ἠμπορεῖ
μὲ τὴν χάριν του νὰ ὁδηγήσῃ
τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτοὺς
ἀκόμη τοὺς πλουσίους, εἰς σωτηρίαν>.
|
27
Ἀφοῦ δὲ τοὺς ἐκύτταξεν ἐκφραστικὰ
ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Εἰς τοὺς
ἀνθρώπους τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, ἀλλ’
ὄχι καὶ εἰς τὸν Θεόν· διότι εἰς
τὸν Θεὸν εἶναι ὅλα δυνατὰ καὶ
ἀφοῦ διὰ τῆς χάριτός του ἐνισχύει
τοὺς καλοδιαθέτους πλουσίους, καθιστᾷ λοιπὸν
καὶ εἰς αὐτοὺς δυνατὴν τὴν
σωτηρίαν. |
28
Ἤρξατο ὁ Πέτρος λέγειν αὐτῷ·
ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα
καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι. |
28
Ὁ Πέτρος λαβὼν ἀφορμὴν ἀπὸ
τὴν προτοπὴν τοῦ Κυρίου πρὸς
τὸν πλούσιον νὰ ἀπαρνηθῇ
τὰ κτήματά του, ἤρχισε νὰ λέγῃ
πρὸς τὸν Διδάσκαλον· <ἰδοὺ
ἡμεῖς ἔχομεν ἐγκαταλείψει πάντα
καὶ σὲ ἠκολουθήσαμεν>.
|
28
Καὶ ὁ Πέτρος ἐξ ἀφορμῆς τῆς
προτροπῆς τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸν
πλούσιον ἤρχισε νὰ τοῦ λέγῃ·
Ἰδού, ἡμεῖς ἔχομεν ἀφήσει ὅλα
καὶ σὲ ἠκολουθήσαμεν.
|
29
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
οὐδείς ἐστιν ὃς ἀφῆκεν
οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς
ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα
ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν
ἐμοῦ καὶ ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου,
|
29
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπε· <σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι
δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ
ἔχῃ ἀφήσει σπίτι ἢ ἀδελφοὺς
ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα
ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς
χάριν ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου
|
29
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπεν· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι
δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ ἀφῆκε
σπίτι ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς
ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ
τέκνα ἢ ἀγρούς, ἐπειδὴ τοῦ ἐγίνοντο
ἐμπόδιον καὶ πολέμιοι εἰς τὴν πίστιν
πρὸς ἐμὲ καὶ εἰς τὴν ὑπακοὴν
εἰς τὸ εὐαγγέλιόν μου,
|
30
ἐὰν μὴ λάβῃ ἐκατονταπλασίονα
νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ
οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ
ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα
καὶ τέκνα καὶ ἀγροὺς μετὰ
διωγμῶν, καὶ ἐν τῷ αἰῶνι
τῷ ἐρχομένῳ ζωὴν αἰώνιον.
|
30
καὶ νὰ μὴ λάβῃ ἑκατονταπλάσια
τώρα κατὰ τὸν χρόνον τῆς παρούσης
ζωῆς καὶ οἰκίας καὶ πνευματικοὺς
ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ
πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα
καὶ ἀγροὺς (διότι θὰ ἐνταχθῇ
εἰς τὴν μεγάλην πνευματικὴν οἰκογένειαν,
ποὺ λέγεται Ἐκκλησία). Αὐτὰ
ὅμως θὰ τὰ ἔχῃ μὲ διωγμοὺς
ἐκ μέρους τῶν ἀσεβῶν καὶ
ἀπίστων. Εἰς δὲ τὸν αἰῶνα
ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ, θὰ
λάβῃ ζωὴν αἰώνιον.
|
30
ποὺ νὰ μὴ λάβῃ ἑκατονταπλάσια,
τώρα εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον τῆς
παρούσης ζωῆς. Θὰ λάβῃ αὐτὸς
καὶ οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς πνευματικοὺς
καὶ ἀδελφὰς ἐν Χριστῷ καὶ
πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα πνευματικὰ καὶ
ἀγρούς, ὅλα δὲ αὐτὰ ἐν
μέσῳ διωγμῶν, τοὺς ὁποίους θὰ
ὑφίσταται δι’ ἐμὲ καὶ διὰ τοὺς
ὁποίους οἱ εὐσεβεῖς θὰ τὸν
συμπαθοῦν καὶ θὰ τὸν τιμοῦν
περισσότερον. Εἰς τὸν αἰῶνα δὲ
ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ, θὰ λάβῃ
ἀσφαλῶς οὗτος καὶ ζωὴν αἰώνιον.
|
31
Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι
καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. |
31
Τότε δὲ πολλοί, ποὺ ἐθεωροῦντο
πρῶτοι εἰς τὸν κόσμον αὐτόν,
θὰ εἶναι τελευταῖοι, οἱ δὲ τελευταῖοι
καὶ ἄσημοι διὰ τὸ ὄνομά
μου θὰ εἶναι πρῶτοι>. |
31
Πολλοὶ δέ, ποὺ εἶναι εἰς τὸν
κόσμον αὐτὸν πρῶτοι, θὰ εἶναι
ἐκεῖ τελευταῖοι, καὶ οἱ τελευταῖοι
καὶ ἄσημοι, ποὺ καταδιώκονται καὶ
ἀτιμάζονται δι’ ἐμὲ θὰ εἶναι
πρῶτοι. |
32
῏Ησαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες
εἰς Ἱερουσολυμα· καὶ ἦν προάγων
αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο,
καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο.
Καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα
ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα
αὐτῷ συμβαίνειν, |
32
Ἀνέβαιναν δὲ τὸν δρόμον ποὺ
ὠδηγοῦσε πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα,
καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐπροπορεύετο
ἀπὸ αὐτούς. Καὶ οἱ μαθηταὶ
καθὼς ἔβλεπαν τὸν διδάσκαλον νὰ
προχωρῇ πρὸς τὸ μαρτύριον κατελήφθησαν
ἀπὸ θάμβος (ἐμπρὸς εἰς
τὸ μεγαλεῖο τῆς θυσίας ποὺ ἀκτινοβολοῦσε
ἡ μορφή του>. Καὶ καθὼς μὲ
σεβασμὸν τὸν ἀκολουθοῦσαν, ἐφοβοῦντο
δι' ὅσα ἔμελλον νὰ γίνουν εἰς
῾Ιεροσόλυμα. Ἐπῆρε πάλιν τοὺς
δώδεκα ὁ Κύριος καὶ ἤρχισε νὰ
λέγῃ εἰς αὐτοὺς ὅσα ἔμελλον
νὰ τοῦ συμβοῦν. |
32
Ἐπροχώρουν δὲ καὶ ἀνέβαιναν εἰς
τὸν δρόμον πρὸς Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπροπορεύετο
ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς
κα θάμβωναν ἀπὸ θαυμασμὸν οἱ μαθηταί,
ποὺ τὸν ἔβλεπαν τόσον ἄφοβα καὶ
μὲ τόσον θαρραλέαν ἀπόφασιν νὰ προχωρῇ
πρὸς τὴν πόλιν, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ
πάθῃ τόσα. Καὶ ἐνῷ ἀπὸ
σεβασμὸν τὸν ἠκολούθουν, ἐφοβοῦντο
διὰ τὰ ὅσα θὰ τοὺς εὕρισκον
εἰς Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν
ἰδιαιτέρως τοὺς δώδεκα, ἤρχισε νὰ
τοὺς λέγῃ ἐκεῖνα, ποὺ ἔμελλον
νὰ τοῦ συμβαίνουν. |
33
ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς
Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς
ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ
κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ
παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι,
|
33
Ἔλεγε δηλαδὴ ὅτι <ἰδοὺ ἀναβαίνομεν
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῇ
εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς
τοὺς γραμματεῖς καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν
εἰς θάνατον, καὶ θὰ τὸν παραδώσουν
εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας στρατιώτας
τῆς Ρώμης. |
33
Τοὺς ἔλεγε δηλαδή, ὅτι ἰδοὺ
ἀναβαίνομεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ
Μεσσίας, θὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς
καὶ εἰς τοὺς γραμματεῖς καὶ
θὰ τὸν καταδικάσουν εἰς θάνατον καὶ
θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τοὺς ἐθνικοὺς
στρατιώτας τῆς Ρώμης. |
34
καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ
μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν
αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν,
καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
ἀναστήσεται. |
34
Καὶ θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ
θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ θὰ τὸν
φτύσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν,
καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ
ἀναστηθῇ>. |
34
Καὶ αὐτοὶ θὰ τὸν ἐμπαίξουν
καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ θὰ
τὸν ἐμπτύσουν καὶ θὰ τὸν φονεύσουν
καὶ τὴν τρίτην ἡμέρα ἀπὸ τοῦ
θανάτου του θὰ ἀναστηθῇ. |
35
Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος
καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου
λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα
ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς
ἡμῖν. |
35
Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν ὁ
Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης,
τὰ παιδιά τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ
λέγουν· <διδάσκαλε, θέλομεν νὰ
μᾶς κάμῃς αὐτὸ ποὺ θὰ
ζητήσωμεν>. |
35
Καὶ πηγαίνουν πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰάκωβος
καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ
τοῦ Ζεβεδαίου καὶ λέγουν· Διδάσκαλε, θέλομεν
νὰ μᾶς κάμῃς ἐκεῖνο, ποὺ
θὰ σοῦ ζητήσωμεν. |
36
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί
θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν;
|
36
Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· <τί
θέλετε νὰ σᾶς κάμω;> |
36
Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Τί
θέλετε νὰ σᾶς κάμω; |
37
Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς
ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν
καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν
ἐν τῇ δόξῃ σου. |
37
Ἐκεῖνοι ἀπήντησαν· <ὅταν
ὡς ἔνδοξος βασιλεὺς καθίσῃς
εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τῆς
Ἱερουσαλήμ, δός μας να καθίσωμεν ἔνας
ἐκ δεξιῶν σου καὶ ἔνας ἐξ ἀριστερῶν
σου>. |
37
Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν· Δός
μας, ὅταν ἔλθῃς εἰς τὴν δόξαν
σου καὶ θὰ ἀναβῇς εἰς τὸν
ἐπίγειον βασιλικὸν θρόνον τοῦ Δαβὶδ
νὰ καθίσωμεν ὁ ἕνας ἀπὸ τὰ
δεξιά σου καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὰ
ἀριστερά σου. |
38
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς·
οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε
πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ
πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ
βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; |
38
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν·
<δὲν ξέρετε τί ζητεῖτε. Ἠμπορεῖτε
νὰ πίετε τὸ ποτήριον τοῦ πόνου
καὶ τοῦ μαρτυρίου, τὸ ὁποῖον
ἐγὼ πίνω, καὶ νὰ βαπτισθῆτε
τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος, τὸ
ὁποῖον ἐγὼ βαπτίζομαι;>
|
38
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε·
Δὲν ξεύρετε, τί ζητάτε. Δὲν εἶναι τώρα καιρὸς
κοσμικῶν μεγαλείων καὶ ἀξιωμάτων, ἀλλὰ
κόπων καὶ διωγμῶν καὶ θανάτου μαρτυρικοῦ.
Μπορεῖτε λοιπὸν νὰ πίετε τὸ ποτήριον
τοῦ θανάτου, ποὺ πρόκειται ἐγὼ μετ’
ὀλίγον νὰ πίω, καὶ νὰ βαπτισθῆτε
τὸ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου, ποὺ μετ’ ὀλίγον
θὰ ὑποστῶ; |
39
Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς·
τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ
πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα
ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· |
39
Ἐκεῖνοι δὲ χωρὶς καλά-καλὰ
νὰ σκεφθοῦν, τοῦ εἶπαν· <ἠμποροῦμεν>.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς
αὐτούς· <τὸ μὲν ποτήριον
τοῦ μαρτυρίου, τὸ ὁποῖον ἐγὼ
ἐντὸς ὀλίγου πίνω, θὰ
τὸ πίετε καὶ τὸ βάπτισμα τῆς
ὀδύνης καὶ τοῦ αἵματος καὶ
τῆς θυσίας, τὸ ὁποῖον ἐγὼ
ἐντὸς ὀλίγου θὰ βαπτισθῶ,
θὰ τὸ βαπτισθῆτε. (Διότι καὶ
σεῖς θὰ δοκιμάσετε ὀδύνας καὶ
διωγμοὺς ἐξ αἰτίας τῆς πίστεώς
σας εἰς ἐμέ). |
39
Αὐτοὶ δὲ θέλοντες νὰ ἑξασφαλίσουν
τὸ αἴτημά των τοῦ εἶπαν, χωρὶς
νὰ τὸ σκεφθοῦν καλῶς· Δυνάμεθα.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε·
Τὸ μὲν ποτήριον τοῦ μαρτυρίου, τὸ
ὁποῖον ἐγὼ ἐντὸς ὀλίγου
πίνω, θὰ τὸ πίετε, καὶ τὸ βάπτισμα,
τὸ ὁποῖον μετ’ ὀλίγον θὰ βαπτισθῶ
εἰς τὴν θάλασσαν τῶν παθημάτων μου, θὰ
βαπτισθῆτε. Διότι καὶ σεῖς θὰ ὑποστῆτε
διωγμοὺς καὶ μαρτύριον διὰ τὸ εὐαγγέλιον.
|
40
τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου
καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν
ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ' οἷς ἡτοίμασται.
|
40
Τὸ νὰ καθίσετε ὅμως ἐκ δεξιῶν
μου καὶ ἐξ ἀριστερῶν μου δὲν
εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν μου νὰ
τὸ δώσω εἰς ὅποιον ἁπλῶς
μοῦ τὸ ζητήσει, ἀλλὰ θὰ
δοθῇ εἰς τοὺς ἀξίους, εἰς
αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ θὰ ζήσουν
σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιον καὶ
θὰ ἀγωνισθοῦν, διὰ τοὺς ὁποίους
ἄλωστε καὶ ἔχει ἐτοιμασθῇ>. |
40
Τὸ νὰ καθίσετε ὅμως εἰς τὰ δεξιά
μου καὶ εἰς τὰ ἀριστερά μου, δὲν
ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμὲ νὰ
τὸ δώσω εἰς ὅποιον μοῦ τὸ ζητήσῃ,
ἀλλὰ θὰ δοθῇ τοῦτο εἰς
ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους ἔχει
ἐτοιμασθῇ ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτην
Πατέρα μου, ποὺ κανονίζει τὰς ἀνταμοιβὰς
σύμφωνα μὲ τὴν ἀρετὴν ἑκάστου.
|
41
Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο
ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ
Ἰωάννου. |
41
Οἱ ἄλλοι δέκα, ὅταν ἤκουσαν
αὐτά, ἤρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν
διὰ τὴν φιλόδοξον αὐτὴν συμπεριφορὰν
τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου. |
41
Καὶ ὅταν ἤκουσαν αὐτὸ οἱ
ἄλλοι δέκα μαθηταί, ἤρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν
διὰ τὴν συμπεριφορὰν αὐτὴν τοῦ
Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου, οἱ
ὁποῖοι ἐζήτουν νὰ τοὺς παραγκωνίσουν
καὶ νὰ τιμηθοῦν περισσότερον ἀπὸ
αὐτούς. |
42
Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος
αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε
ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν
ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν
καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν
αὐτῶν. |
42
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς ἐκάλεσε
κοντά του καὶ τοὺς εἶπε· <ξέρετε,
ὅτι αὐτοί ποὺ προβάλλονται σὰν
ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, συμπεριφέρονται
πρὸς τοὺς λαοὺς σὰν νὰ ἦσαν
ἀπόλυτοι κύριοι αὐτῶν. Καὶ
ἐκεῖνοι ποὺ κατέχουν ἀνάμεσα
εἰς τοὺς ἀνθρώπους μεγάλα ἀξιώματα,
κάνουν κακὴν χρῆσιν τῆς ἐξουσίας
των καὶ καταδυναστεύουν αὐτούς, σὰν
νὰ τοὺς ἔχουν δούλους των. |
42
Ὁ Ἰησοῦς δέ, ἀφοῦ τοὺς
προσεκάλεσε, τοὺς εἶπε· Γνωρίζετε, ὅτι
αὐτοὶ ποὺ νομίζονται καὶ φαίνονται
ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, συμπεριφέρονται
πρὸς τοὺς λαούς των, ὡς νὰ ἦσαν
ἀνεξέλεγκτοι κύριοί των καὶ ὡς νὰ
ἦσαν οἱ λαοὶ κτήματά των. Καὶ ἐκεῖνοι
ποὺ ἔχουν μέγα ἀξίωμα, ὅπως εἶναι
οἱ ἀνθύπατοι, τοὺς μεταχειρίζονται μὲ
μεγάλην ἐξουσίαν, σὰν νὰ εἶναι δοῦλοι
τους. |
43
Οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν,
ἀλλ' ὅς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι
μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν
διάκονος, |
43
Δὲν πρέπει ὅμως τέτοια ἐγωϊστικὴ
τάσις καὶ συμπεριφορὰ νὰ παρατηρῆται
ματαξύ σας. Ἀλλ' ὅποιος θέλει νὰ
ἀναδειχθῇ μέγας μεταξύ σας, πρέπει
νὰ γίνη ὑπηρέτης σας, ποὺ νὰ
σᾶς ἐξυπηρετῇ μὲ ἀγάπην.
|
43
Μεταξύ σας ὅμως δὲν ἠμπορεῖ οὔτε
ἐπιτρέπεται νὰ γίνεται ἔτσι. Ἀλλ’
ὁποιοσδήποτε θέλει νὰ γίνῃ μεγάλος μεταξύ
σας, ἂς εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ἂς
σπουδάζῃ νὰ γίνεται ἐξυπηρετικὸς εἰς
τοὺς ἄλλους. |
44
καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν
γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος·
|
44
Καὶ ὅποιος ἀπὸ σᾶς θέλει
νὰ γίνῃ πρῶτος, πρέπει νὰ
γίνῃ δοῦλος ὅλων καὶ νὰ
συμπεριφέρεται μὲ τὴν ταπεινοφροσύνην
καὶ τὴν ὑπομονὴν καὶ ὑπακοὴν
τοῦ δούλου. |
44
Καὶ ὁποιοσδήποτε θέλει νὰ γίνῃ πρῶτος
ἀπὸ σᾶς, ὀφείλει νὰ γίνῃ
δοῦλος ὅλων, ἀσκῶν μὲ πᾶσαν
ταπεινοφροσύνην τὴν ἀγάπην. |
45
καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ
διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν. |
45
Διότι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
δὲν ἦλθε νὰ ἐξυπηρετηθῇ ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ
τοὺς ἐξυπηρετήσῃ καὶ νὰ
δώσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον
καὶ ἀντάλλαγμα, διὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν
πολλοὶ ἀπὸ τὴν ἐνοχὴν
τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν αἰώνιον
θάνατον>.
|
45
Διότι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ Μεσσίας, δὲν ἦλθεν εἰς τὸν
κόσμον διὰ νὰ ὑπηρετηθῇ, ἀλλ’
ἦλθε διὰ νὰ ὑπηρετήσῃ καὶ
δώσῃ τὴν ζωήν του λύτρον, ὅπως ἑξαγορασθοῦν
καὶ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν
ἁμαρτίαν καὶ τὸν θάνατον πολλοί. |
46
Καὶ ἔρχονται εἰς Ἱεριχώ·
καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ
Ἱεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ
καὶ ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς
Τιμαίου Βαρτίμαιος τυφλὸς ἐκάθητο
παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν.
|
46
Καὶ ἔρχονται εἰς τὴν Ἱεριχώ.
Καὶ καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν
Ἱεριχὼ αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταί
του καὶ πολὺς λαός, ἔνας τυφλὸς
ὁ Βαρτίμαιος, δηλαδὴ τὸ παιδὶ
τοῦ Τιμαίου, ἐκάθητο παράπλευρα
εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐπαιτοῦσε.
|
46
Καὶ ἔρχονται εἰς τὴν Ἱεριχῶ.
Καὶ τὴν ὥραν ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ
τὴν Ἱεριχῶ αὐτὸς καὶ οἱ
μαθηταί του καὶ λαὸς πολύς, ἐκάθητο πλησίον
τοῦ δρόμου καὶ ἐζητιάνευεν ὁ τυφλὸς
Βαρτίμαιος, ὁ υἱὸς τοῦ Τιμαίου.
|
47
Καὶ ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς
ὁ Ναζωραῖός ἐστιν, ἤρξατο κράζειν
καὶ λέγειν· υἱὲ Δαυῒδ Ἰησοῦ,
ἐλέησον μέ. |
47
Καὶ ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς,
ὁ Ναζωραῖος εἶναι ἐκεῖ, ἤρχισε
νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ λέγῃ·
<Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαυΐδ,
ἐλέησέ με>. |
47
Καὶ ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς
ὁ Ναζωραῖος ἦτο ἐκεῖ, ἤρχισε
νὰ φωνάζῃ δυνατὰ καὶ νὰ λέγῃ·
Ἰησοῦ, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ,
ποὺ εἰς σὲ ἀναφέρονται ὅσα προεῖπον
οἱ προφῆται. ἐλέησέ με.
|
48
Καὶ ἐπετίμων αὐτῷ πολλοὶ
ἵνα σιωπήση· ὁ δὲ πολλῷ
μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ,
ἐλέησόν με. |
48
Καὶ πολλοὶ τὸν ἐπέπληττον νὰ
σιωπήσῃ. Αὐτὸς ὅμως πολὺ
περισσότερον ἐφώναζε· <ἀπόγονε
τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με>. |
48
Καὶ τὸν ἐπέπληττον πολλοὶ καὶ
τὸν ἠνάγκαζαν νὰ σιωπήσῃ. Αὐτὸς
ὅμως πολὺ περισσότερον ἐφώναζεν· Ἀπόγονε
τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. |
49
Καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε·
φωνήσατε αὐτόν· καὶ φωνοῦσι
τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ·
θάρσει, ἔγειρε, φωνεῖ σε. |
49
Ἐσταμάτησε ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπε· <καλέσατέ τον>. Καὶ
φωνάζουν τὸν τυφλὸν καὶ τοῦ
λέγουν· <θάρρος, σήκω, σὲ
καλεῖ ὁ Ἰησοῦς>.
|
49
Καὶ ἀφοῦ διέκοψε τὴν πορείαν του ὁ
Ἰησοῦς, εἶπε νὰ τὸν καλέσουν.
Καὶ προσκαλοῦν τὸν τυφλὸν καὶ
τοῦ λέγουν· Ἔχε θάρρος· σήκω, σὲ
φωνάζει νὰ ὑπάγῃς ἐκεῖ.
|
50
Ὁ δὲ ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον
αὐτοῦ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς
τὸν ᾿Ιησοῦν. |
50
Αὐτὸς δὲ ἐπέταξε τὸ ἐξωτερικόν
του ἔνδυμα, ἐσηκώθηκε ἀμέσως
καὶ ἦλθε εἰς τὸν Ἰησοῦν. |
50
Αὐτὸς δὲ ἀφοῦ ἐπέταξε
τὸ ἐξωτερικόν του ἔνδυμα, διὰ νὰ
μὴ τὸν ἐμποδίζῃ εἰς τὸ
τρέξιμόν του, ἐσηκώθη καὶ ἦλθε πλησίον τοῦ
Ἰησοῦ. |
51
Καὶ ἀποκριθεὶς λέγει αὐτῷ
ὁ Ἰησοῦς· τί σοι θέλεις
ποιήσω; Ὁ δὲ τυφλὸς εἶπεν αὐτῷ·
ραββουνί, ἵνα ἀναβλέψω, |
51
Ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοῦ εἶπε· <τί θέλεις νὰ
σοῦ κάμω;> (Τὸν ἠρώτησε ὄχι
διότι δὲν ἐγνώριζε τὸ αἴτημά
του, ἀλλὰ διὰ νὰ τοῦ δώσῃ
ἀφορμὴν νὰ ἐκδηλώσῃ ἐμπρὸς
εἰς ὅλους τὴν πρὸς αὐτὸν
θερμήν του πίστιν). Ὁ δὲ τυφλὸς
εἶπεν εἰς αὐτόν· <διδάσκαλε,
θέλω νὰ ἀποκτήσω πάλιν τὸ
φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου>.
|
51
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοῦ εἶπε· Τί θέλεις νὰ σοῦ
κάμω; Ὁ δὲ τυφλὸς εἶπε πρὸς
αὐτόν· Διδάσκαλε, θέλω νὰ ἀποκτήσω
πάλιν τὸ φῶς μου καὶ νὰ ξαναϊδῶ.
|
52
καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ·
ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ
ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ἐν
τῇ ὁδῷ. |
52
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε·
<πήγαινε εἰς τὸ καλό· ἡ
πίστις σου σὲ ἔχει σώσει>. Καὶ
ἀμέσως ἐκεῖνος ἀπέκτησε
τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του, ἔβλεπε
καλὰ καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν Κύριον
εἰς τὸν δρόμον πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
52
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε·
Πήγαινε· ἡ πίστις, ποὺ ἔχεις, ὅτι
ἐγὼ δύναμαι νὰ σοῦ δώσω τὸ φῶς
τῶν ματιῶν σου, σὲ ἔσωσεν ἀπὸ
τὴν ἀθεράπευτον τύφλωσίν σου. Καὶ ἀμέσως
ἀπέκτησε πάλιν τὸ φῶς του καὶ γεμᾶτος
εὐγνωμοσύνην ἠκολούθει τὸν Ἰησοῦν
εἰς τὸν δρόμον, ποὺ ἐβάδιζε πηγαίνων
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. |