Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ὅτε ἐγγίζουσιν εἰς Ἱερουσαλὴμ
εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς
τὸ ὅρος τῶν ἐλαιῶν, ἀποστέλλει
δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ
|
αὶ
ὅταν ἐπλησίασαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἡ Βηθσφαγῆ
καὶ Βηθανία, κοντὰ εἰς τὸ ὅρος
τῶν Ἐλαιῶν, ἔστειλε ὁ Κύριος
δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του
|
αὶ
ὅταν ἐπλησίασαν εἰς Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ
ὅπου ἦσαν ἡ Βηθσφαγῆ καὶ ἡ
ἀπέναντι αὐτῆς Βηθανία, πλησίον τοῦ
ὅρους τῶν Ἐλαιῶν, ἀπέστειλε
δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του
|
2
καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε
εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι
ὑμῶν, καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι
εἰς αὐτὴν εὑρήσετε πῶλον
δεδεμένον, ἐφ' ὅν ὀδεὶς ἀνθρώπων
κεκάθικε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε.
|
2
καὶ τοὺς εἶπε· <πηγαίνετε
εἰς τὸ χωριό, ποὺ εἶναι ἀπέναντί
σας, καὶ ἀμέσως καθὼς θὰ μπαίνετε
εἰς αὐτό, θὰ βρῆτε ἕνα
πουλάρι δεμένο, ἐπάνω εἰς τὸ
ὁποῖον κανένας ἄνθρωπος ἕως
τώρα δὲν ἔχει καθίσει. Λῦστε
το καὶ φέρτε το ἐδῶ.
|
2
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Πηγαίνετε
εἰς τὸ ἀπέναντί σας χωριὸ καὶ
ἀμέσως ὅταν θὰ ἐμβαίνετε εἰς
αὐτό, θὰ εὕρετε πουλάρι δεμένον, ἐπὶ
τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει καθίσει ἕως
τώρα κανένας ἄνθρωπος. Ἀφοῦ τὸ λύσετε,
φέρετέ το ἐδῶ. |
3
Καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ·
τί ποιῆτε τοῦτο; Εἴπετε ὅτι
ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει,
καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει
πάλιν ὧδε. |
3
Καὶ ἐὰν κανεὶς σᾶς ἐρωτήσῃ,
διατὶ τὸ κάμνετε αὐτό; Εἰπέτε
του, ὅτι ὁ Κύριος τὸ χρειάζεται,
καὶ πολὺ σύντομα θὰ τὸ ξαναστείλῃ
πάλιν ἐδῶ>. |
3
Καὶ ἐὰν σᾶς εἴπῃ κανείς·
Διατὶ τὸ κάνετε αὐτό; Εἴπατε, ὅτι
ὁ Κύριος τὸ χρειάζεται. Καὶ γρήγορα θὰ
σᾶς τὸ ἐπιστρέψῃ καὶ θὰ
τὸ ἀποστείλῃ πάλιν ἐδῶ.
|
4
Ἀπῆλθον δὲ καὶ εὗρον τὸν
πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν
ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀμφόδου, καὶ
λύουσιν αὐτόν. |
4
Ἐπῆγαν πράγματι οἱ μαθηταὶ καὶ
εὐρῆκαν τὸ πουλάρι δεμένο εἰς
τὴν θύραν ἔξω πρὸς τὸ μέρος
τοῦ δρόμου καὶ τὸ ἔλυσαν.
|
4
Ἐπῆγαν δὲ καὶ ηὗραν τὸ
πουλάρι δεμένον πλησίον τῆς θύρας ἔξω εἰς
τὸ μέρος, ποὺ ὁ δρόμος τοῦ χωριοῦ
διεσταυρώνετο μὲ τὴν εἴσοδον τοῦ σπιτιοῦ
καὶ τὸ ἔλυσαν. |
5
Καί τινες τῶν ἐκεῖ ἐστηκότων
ἔλεγον αὐτοῖς· τί ποιεῖτε
λύοντες τὸν πῶλον; |
5
Καὶ μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους
ποὺ ἔστεκαν ἐκεῖ, ἔλεγαν εἰς
αὐτούς· <τί κάνετε καὶ
λύετε τὸ πουλάρι;> |
5
Καὶ μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ
ἔστεκαν ἐκεῖ, τοὺς ἔλεγον·
Τί κάνετε σεῖς αὐτοῦ, ποὺ λύετε τὸ
πουλάρι; |
6
Οἱ δὲ εἶπον αὐτοῖς καθὼς
ἐνετείλατο ὁ Ἰησοῦς, καὶ
ἀφῆκαν αὐτούς. |
6
Ἐκεῖνοι δὲ ἀπήντησαν, ὅπως
τοὺς εἶχε παραγγείλει ὁ Ἰησοῦς
καὶ τοὺς ἀφῆκαν. |
6
Αὐτοὶ δὲ εἶπαν ὅπως τοὺς
παρήγγειλεν ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τοὺς
ἀφῆκαν νὰ τὸ πάρουν.
|
7
Καὶ ἤγαγον τὸν πῶλον πρὸς τὸν
Ἰησοῦν καὶ ἐπέβαλον αὐτῷ
τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐκάθισεν
ἐπ' αὐτῷ. |
7
Καὶ ἔφεραν τὸ πουλάρι πρὸς τὸν
Ἰησοῦν καὶ ἔβαλαν ἐπάνω
εἰς αὐτὸ τὰ ἐνδύματά
των καὶ ἐκάθισεν ὁ Ἰησοῦς
εἰς αὐτό. |
7
Καὶ ἔφεραν τὸ πουλάρι εἰς τὸν
Ἰησοῦν καὶ ἔβαλαν ἐπάνω εἰς
αὐτὸ τὰ ἐξωτερικά των ἐνδύματα
καὶ ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτοῦ ὁ
Ἰησοῦς. |
8
Πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν
ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλοι
δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν
δέδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν
ὁδόν. |
8
Πολλοὶ δὲ ἔστρωναν τὰ ἐνδύματά
των εἰς τὸν δρόμον διὰ νὰ περάσῃ
ὁ Ἰησοῦς, ἄλλοι δὲ ἔκοβαν
ἀπὸ τὰ δένδρα πυκνόφυλλα κλωνάρια
καὶ τὰ ἔστρωναν εἰς τὸν δρόμον.
|
8
Πολλοὶ δὲ ἔστρωσαν τὰ ροῦχα
των εἰς τὸν δρόμον διὰ νὰ περάσῃ
ἐπ’ αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς, ἄλλοι
δὲ ἔκοπταν ἀπὸ τὰ δένδρα κλάδους
μὲ παχὺ φύλλωμα καὶ τοὺς ἔστρωναν
εἰς τὸν δρόμον. |
9
Καὶ οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες
ἔκραζον λέγοντες· ὡσαννά, εὐλογημένος
ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι
Κυρίου. |
9
Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπήγαιναν
μπροστὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦσαν
(καταληφθέντες ἀπὸ ἀκράτητον
ἐνθουσιασμόν) ἐφώναζαν δυνατὰ
καὶ ἔλεγαν· <δόξα καὶ ὕμνος·
εὐλογημένος ἂς εἶναι ὁ Μεσσίας,
ποὺ ἔρχεται ἐν ὀνόματι Κυρίου,
διὰ νὰ σώσῃ τὸν κόσμον.
|
9
Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπήγαιναν ἐμπρός,
καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦσαν,
ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ ἔλεγον· Δόξα
καὶ ὕμνος ἀνήκει εἰς τὸν ἀπόγονον
τοῦ Δαβίδ· εὐλογημένος ἀπὸ τὸν
Θεὸν εἶναι αὐτός, ποὺ ἔρχεται
σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριον.
|
10
Εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία
ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρὸς
ἡμῶν Δαυΐδ· ὡσαννὰ ἐν
τοῖς ὑψίστοις. |
10
Εὐλογημένη νὰ εἶναι ἡ βασιλεία
τοῦ προπάτορός μας Δαυΐδ, ἡ
ὁποία ἔρχεται ἐν ὀνόματι
Κυρίου· δοξολογίαν ἂς ψάλλουν
οἱ ἄγγελοι, ποὺ εἶναι ἐν ὑψίστοις>.
|
10
Εὐλογημένη καὶ δοξασμένη νὰ εἶναι
ἡ βασιλεία τοῦ προπάτορός μας Δαβίδ, ποὺ
ἔρχεται καὶ πρόκειται μετ’ ὀλίγον νὰ
ἀναστηλωθῇ κατ’ ἐντολὴν καὶ
πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου, ποὺ μᾶς τὴν
στέλλει. Δόξα σοι ἂς κράζουν καὶ οἱ ἐν
τοῖς ὑψίστοις τοῦ οὐρανοῦ ἄγγελοι.
|
11
Καὶ εἰσῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα
ὁ Ἰησοῦς καὶ εἰς τὸ ἱερόν·
καὶ περιβλεψάμενος πάντα, ὀψίας
ἤδη οὔσης τῆς ὥρας, ἐξῆλθεν
εἰς Βηθανίαν μετὰ τῶν δώδεκα.
|
11
Καὶ εἰσῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα
ὁ Ἰησοῦς καὶ εἰς τὸ ἱερόν·
καὶ ἀφοῦ παρετήρησε τριγύρω
ὅλα, ἐπειδὴ ἢ ὥρα ἦτο
πλέον προχωρημένη, ἐβγῆκεν εἰς
τὴν Βηθανίαν μαζῆ μὲ τοὺς δώδεκα.
|
11
Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς τὸν
ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ. Καὶ
ἀφοῦ μὲ ἀγανάκτησιν ἐκύτταξε
τριγύρω ὅλα, ἐπειδὴ ἦτο πλέον ἡ
ὥρα προχωρημένη, ἐβγῆκεν εἰς τὴν
Βηθανίαν μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα.
|
12
Καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξελθόντων
αὐτῶν ἀπὸ Βηθανίας ἐπείνασε·
|
12
Καὶ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν,
ἀφοῦ εἶχαν βγῆ ἀπὸ τὴν
Βηθανίαν, διὰ νὰ ἐπιστρέψουν
εἰς Ἱερουσαλήμ, ὁ Κύριος ἐπείνασε.
|
12
Καὶ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν, ἀφοῦ
ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν Βηθανίαν διὰ
νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα,
ἐπείνασεν ὁ Ἰησοῦς.
|
13
καὶ ἱδὼν συκῆν ἀπὸ μακρόθεν
ἔχουσα φύλλα, ἦλθεν εἰ ἄρα τι
εὑρήσει ἐν αὐτῇ· καὶ
ἐλθὼν ἐπ' αὐτὴν οὐδὲν
εὗρεν εἰ μὴ φύλλα· οὐ γὰρ
ἦν καιρὸς σύκων. |
13
Καθὼς δὲ ἀπὸ μακρυὰ εἶδε
μιᾷ συκιὰ γεμάτη φύλλα, ἦλθε
μήπως τυχὸν καὶ εὔρῃ κανένα
καρπὸν εἰς αὐτήν. ῞Οταν ὅμως
ἦλθε κοντά της, δὲν εὑρῆκε τίποτε
παρὰ μόνον φύλλα, διότι δὲν
ἦτο ὁ καιρὸς τῶν σύκων.
|
13
Καὶ ἀφορμὴν λαμβάνων ἀπὸ τὴν
πεῖναν του, σὰν εἶδεν ἀπὸ μακρυὰ
μίαν συκῆν ποὺ εἶχε φύλλα, ἦλθε. Καὶ
ὅπως ἐνόμισαν οἱ μαθηταί, ἦλθε, μήπως
εὕρῃ τίποτε εἰς αὐτὴν διὰ
νὰ φάγῃ. Ὁ σκοπός του ὅμως ἦτο
νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν συκῆν ὡς
σύμβολον καὶ ὡς μέσον ἐποπτικῆς διδασκαλίας.
Καὶ ὅταν ἦλθε πλησίον της, δὲν ηὗρε
τίποτε παρὰ φύλλα· διότι δὲν ἦτο ἡ
ἐποχὴ τῶν σύκων. Ἀλλ’ ἡ συκῆ
ἐκείνη οὔτε ἄωρα σῦκα εἶχεν
ἐπάνω της. |
14
Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῇ·
μηκέτι ἐκ σοῦ εἰς τὸν αἰῶνα
μηδεὶς καρπὸν φάγοι. Καὶ ἤκουον
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. |
14
Καὶ μὲ ἔντονον ὕφος εἶπεν εἰς
αὐτήν· <ποτὲ πλέον εἰς
τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα νὰ
μὴ φάγῃ κανεὶς καρπὸν ἀπὸ
σένα>. Καὶ οἱ μαθηταί του ἤκουσαν
αὐτὰ (χωρὶς καὶ νὰ ἠμποροῦν
νὰ ἐννοήσουν ὅτι ἡ ἄκαρπος
συκῆ ἐσυμβόλιζε τὴν ἄκαρπον
συναγωγὴν τῶν Ἑβραίων, ἡ ὁποία
ἐξωτερικῶς μόνον τύπους εἶχε
νὰ παρουσιάσῃ καὶ ὄχι ἀρετήν,
καὶ ἡ ὁποία θὰ ἕμενε πλέον
εἰς τὸν αἰῶνα στεῖρα καὶ
ἄκαρπος). |
14
Καὶ διὰ νὰ δώσῃ μάθημα περὶ
τοῦ ποία θὰ εἶναι ἡ τύχη κάθε ἀνθρώπου,
ἀκάρπου σὰν τὴν συκῆν, ἀπεκρίθη
ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε·
Νὰ μὴ φάγῃ πλέον κανεὶς ἀπὸ
σένα καρπὸν εἰς τὸν αἰῶνα. Σὰν
νὰ ἔλεγε καὶ εἰς τὴν συναγωγὴν
τῶν Ἰουδαίων, ποὺ τότε εἶχε νὰ
ἐπιδείξῃ μόνον φύλλα καὶ ἐξωτερικοὺς
τύπους, ὄχι δὲ καὶ καρποὺς ἀρετῆς:
Κανεὶς νὰ μὴ ἀπολαύσῃ ἀπὸ
σὲ πνευματικὸν ἀγαθόν, ἀλλὰ
ἐφ’ ὅσον ἐπιμένεις νὰ δεικνύῃς
ἀπιστίαν εἰς ἐμέ, νὰ μείνῃς
στεῖρα αἰωνίως. Καὶ ἤκουαν οἱ
μαθηταὶ τὴν κατάραν αὐτὴν τοῦ
Ἰησοῦ κατὰ τῆς συκῆς.
|
15
Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα·
καὶ εἰσελθὼν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν
τοὺς πωλοῦντας καὶ τοὺς ἀγοράζοντας
ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας
τῶν κολλυβιστῶν καὶ τὰς καθέδρας
τῶν πωλούντων τὰς περιστερὰς κατέστρεψε.
|
15
Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ ὅταν εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὴν μεγάλην αὐλὴν τοῦ
ναοῦ, ἤρχισε νὰ διώχνῃ ἔξω
ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς πωλοῦντας
καὶ τοὺς ἀγοράζοντας μέσα εἰς
τὴν ἱερὰν ἐκείνην περιοχήν.
Καὶ τὰ τραπέζια τῶν ἀργυραμοιβῶν
(αὐτῶν ποὺ ἀντήλλασσαν τὰ
ξένα νομίσματα μὲ ἰουδαϊκά,
μὲ τὰ ὁποῖα καὶ μόνον
ἔπρεπε νὰ καταβάλεται ὁ φόρος
τοῦ ναοῦ) τὰ ἀναποδογύρισε,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ καθίσματα
ἐκείνων, ποὺ πωλοῦσαν τὰ περιστέρια
διὰ τὰς θυσίας. |
15
Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ
ναοῦ, ἤρχισε νὰ βγάζῃ ἔξω ἐκείνους,
ποὺ ἐπώλουν καὶ ἠγόραζον μέσα εἰς
τὸ ἱερόν, καὶ ἀναποδογύρισε τὰ
τραπέζια τῶν ἀργυραμοιβῶν, ποὺ ἀντήλλασσαν
τὰ ξένα νομίσματα μὲ Ἰουδαϊκὰ διὰ
τὴν πληρωμὴν τοῦ φόρου τοῦ ναοῦ,
καθὼς καὶ τὰ καθίσματα ἐκείνων ποὺ
ἐπώλουν τὰς περιστεράς. |
16
Καὶ οὐκ ἤφιεν ἵνα τις διενέγκῃ
σκεῦος διὰ τοῦ ἱεροῦ,
|
16
Καὶ δὲν ἄφινε νὰ μεταφέρῃ
κανεὶς διὰ μέσου τῆς αὐλῆς
τοῦ ναοῦ κανένα οἰκιακὸν σκεῦος
ἢ δοχεῖον. |
16
Καὶ δὲν ἄφινε νὰ μεταφέρῃ κανεὶς
διὰ μέσου τοῦ ἱεροῦ περιβόλου τοῦ
ναοῦ κανένα οἰκιακὸν ἔπιπλον ἢ
ἀγγεῖον. |
17
καὶ ἐδίδασκε λέγων αὐτοῖς·
οὐ γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός
μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι
τοῖς ἔθνεσιν; Ὑμεῖς δὲ αὐτὸν
ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν.
|
17
Ἐδίδασκε δὲ καὶ ἔλεγε εἰς
αὐτούς· <δὲν ἔχει γραφῆ
ἀπὸ τὸν προφήτην Ἡσαΐαν,
ὅτι ὁ οἶκος μου θὰ ὀνομασθῇ
οἶκος προσευχῆς δι' ὅλα τὰ ἔθνη,
ποῦ θὰ πιστεύσουν εἰς ἐμέ;
Σεῖς ὅμως τὸν ἐκάματε σπήλαιον
λῃστῶν, ὅπου μὲ ἀπάτην
καὶ αἰσχροκέρδειαν κλέπτετε καὶ
ἀδικεῖτε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον>.
|
17
Καὶ ἐδίδασκε καὶ ἔλεγεν εἰς
αὐτούς· Δὲν ἔχει γραφῆ ἀπὸ
τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, ὅτι ὁ οἶκος
μου θὰ ὀνομασθῇ οἶκος προσευχῆς
δι’ ὅλα τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα
θὰ ἐπιστρέψουν εἰς ἐμὲ τὸν
ἀληθινὸν Θεὸν καὶ θὰ μὲ
λατρεύσουν; Σεῖς ὅμως ἐκάματε τὸν
οἶκον μου αὐτόν, καθὼς ἔχει γραφῆ
ἀπὸ τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, σπήλαιον,
ὅπου συναθροίζονται λῃσταί, διότι ἐμπορεύεσθε
καὶ χρησιμοποιεῖτε πλῆθος ψέματα καὶ
ἀπάτας διὰ νὰ κλέψῃ ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον. |
18
Καὶ ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ
οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς,
καὶ ἐζήτουν πῶς αὐτὸν
ἀπολέσουσιν· ἐφοβοῦντο γὰρ
αὐτόν, ὅτι πᾶς ὁ ὄχλος
ἐξεπλήσσετο έπὶ τῇ διδαχῇ
αὐτοῦ. |
18
Καὶ ἐπληροφορήθησαν οἱ γραμματεῖς
καὶ οἱ Φασρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς
τὰ γεγονότα αὐτὰ καὶ ἠγανάκτησαν
(διότι ἀφ' ἑνὸς μὲν ἔχαναν
τὰ ποσοστά των ἀπὸ τὰς ἀγοραπωλησίας
ἐκείνας ἀφ' ἑτέρου δὲ
εἶχαν ἐκτεθῇ
εἰς τὸν λαόν, ἐπειδὴ αὐτοὶ
εἶχαν τὸ δικαίωμα καὶ τὸ καθῆκον
νὰ ἁπαλάξουν τὸν ναὸν ἀπὸ
τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας).
Καὶ ἐζητοῦσαν πῶς θὰ ἠμποροῦσαν
νὰ θανατώσουν αὐτόν. Δὲν ἤθελαν
ὅμως φανερὰ νὰ τὸν συλλάβουν,
διότι τὸν ἐφοβοῦντο, ἐπειδὴ
ὁ λαὸς ἐθαύμαζε πολὺ τὴν
διδασκαλίαν του. |
18
Καὶ ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ
οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς
τὰ γενόμενα, καὶ ἐπειδὴ ἐθεώρουν
τοὺς ἑαυτούς των μόνους ἁρμοδίους διὰ
τὴν ἐπίβλεψιν τῆς τάξεως ἐν τῷ
ναῷ, ἐθίχθησαν καὶ ἐζήτουν μὲ
ποῖον τρόπον νὰ τὸν θανατώσουν. Διότι δὲν
ἠδύναντο φανερὰ νὰ τὸν συλλάβουν,
ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο αὐτόν. Καὶ
τὸν ἐφοβοῦντο, διότι ὅλος ὁ
λαὸς ἐθαύμαζε πολὺ τὴν διδαχήν του.
|
19
Καὶ ὅτε ὀψὲ ἐγένετο, ἐξεπορεύετο
ἔξω τῆς πόλεως.
|
19
Καὶ ὅταν ἐβράδυαζε, ἔβγαινε
ὁ Κύριος ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν.
|
19
Καὶ ὅταν ἐβράδυασεν, ἔβγαινεν ἔξω
ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ να περνᾷ τὴν
νύκτα του ἐκεῖ. |
20
Καὶ παραπορευόμενοι πρωΐ εἶδον τὴν
συκῆν ἐξηραμμένην ἐκ ριζῶν.
|
20
Καὶ καθὼς ἐπερνοῦσαν τὸ πρωΐ,
εἶδαν οἱ μαθηταὶ τὴν συκιὰν
νὰ ἔχῃ ξηρανθῇ ἀπό τις
ρίζες. |
20
Καὶ τὸ πρωΐ, καθὼς ἐπερνοῦσαν,
εἶδαν οἱ μαθηταὶ τὴν συκῆν νὰ
εἶναι ξηραμένη ἀπὸ τὰς ρίζας.
|
21
Καὶ ἀναμνησθεὶς ὁ Πέτρος λέγει
αὐτῷ· ραββί, ἴδε ἡ συκῆ
ἢν κατηράσω ἐξήρανται. |
21
Καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Πέτρος τὰ
χθεσινὰ λόγια τοῦ Διδασκάλου καὶ
τοῦ εἶπε· <διδάσκαλε, κύτταξε·
ἡ συκιὰ τὴν ὁποίαν χθὲς
κατηράσθης ἔχει ξηρανθῇ>. |
21
Καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Πέτρος καὶ τοῦ
εἶπε· Διδάσκαλε, κύτταξε τὴν συκῆν,
ποὺ κατηράσθης, ἐξεράθη. |
22
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς
λέγει αὐτοῖς· ἔχετε πίστιν
Θεοῦ. |
22
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς
καὶ τοῦ εἶπε· νὰ ἔχετε
πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν
δύναμίν του. |
22
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπε· Μὴ θαυμάζετε διὰ τὸ
θαῦμα αὐτό. Νὰ ἔχετε πίστιν καὶ
πεποίθησιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς
τὴν δύναμίν του. |
23
Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι
ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὅρει τούτῳ,
ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν,
καὶ μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ
αὐτοῦ, ἀλλὰ πιστεύσῃ ὅτι
ἃ λέγει γίνεται, ἔσται αὐτῷ
ὃ ἐὰν εἴπῃ.
|
23
Διότι σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἐκεῖνος
ποὺ ἔχει τέτοιαν πίστιν καὶ
θὰ εἴπῃ εἰς τὸ βουνὸ τοῦτο·
σήκω καὶ πέσε εἰς τὴν θάλασσαν,
καὶ ἐφ' ὅσον δὲν θὰ αἰσθανθῇ
καμμίαν ἀμφιβολίαν εἰς τὴν καρδίαν
του, ἀλλὰ θὰ πιστεύσῃ, ὅτι
ὅσα εἰς δόξα τοῦ Θεοῦ λέγει
γίνονται, θὰ ἴδῃ ὅτι θὰ
γίνῃ αὐτό, ποὺ θὰ εἴπῃ.
|
23
Σᾶς προτρέπω δὲ ν’ ἀποκτήσετε πίστιν θερμήν,
διότι ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι εἰς
ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὄχι
πρὸς ἁπλὴν ἐπίδειξιν θαυματουργικῆς
δυνάμεως, ἀλλὰ διὰ σοβαρὰν καὶ
σπουδαίαν ἀνάγκην θὰ εἴπῃ εἱς
τὸ βουνὸ αὐτό, σήκω καὶ πέσε εἰς
τὴν θάλασσαν, καὶ δὲν θὰ αἰσθανθῇ
δισταγμὸν καὶ ἀμφιβολίαν μέσα εἰς
τὴν καρδίαν του, ἀλλὰ θὰ πιστεύσῃ,
ὅτι ἐκεῖνα ποὺ λέγει γίνονται διὰ
τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, εἰς αὐτὸν
ποὺ θὰ ἔχῃ τὴν πίστιν αὐτήν,
θὰ γίνῃ ἐκεῖνο ποὺ θὰ
εἴπῃ. |
24
Διὰ τοῦτο λέγων ὑμῖν, πάντα
ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε,
πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται
ὑμῖν. |
24
Διὰ τοῦτο καὶ σᾶς λέγω, ὅτι
ὅλα ὅσα μὲ τὴν προσευχήν σας
ζητεῖτε, πιστεύετε ὅτι θὰ τὰ
λάβετε, καὶ θὰ σᾶς δοθοῦν ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
24
Ἐπειδὴ δὲ ἡ πίστις ἔχει τόσην
δύναμιν, διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, ὅτι πάντα
ὅσα θὰ ζητήσετε, ὅταν προσεύχεσθε, νὰ
πιστεύετε ὅτι θὰ τὰ λάβετε, καὶ ὅτι
θὰ σᾶς γίνουν ταῦτα ἀπὸ τὸν
οὐράνιον Πατέρα. |
25
Καὶ ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε
εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καὶ
ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς
οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ
παραπτώματα ὑμῶν.
|
25
Καὶ ὅταν στέκεσθε εἰς προσευχήν,
νὰ συγχωρῆτε μὲ ὅλην σας τὴν
καρδιά, ἐὰν ἔχετε κάτι ἐναντίον
κάποιου, διὰ νὰ συγχωρήσῃ καὶ
ὁ Πατήρ σας ὁ οὐράνιος τὰ
ἰδικά σας παραπτώματα.
|
25
Καὶ ὡς δεύτερον ὅρον διὰ νὰ
εἰσακουσθῇ ἡ προσευχή σας, σᾶς συνιστῶ
καὶ τοῦτο· ὅταν στέκεσθε καὶ
προσεύχεσθε, νὰ συγχωρῆτε, ἐὰν ἔχετε
κάτι ἐναντίον κάποιου, διὰ νὰ σᾶς
ἀφήσῃ καὶ ὁ Πατήρ σας, ποὺ εἶναι
εἰς τοὺς οὐρανούς, τὰ παραπτώματά
σας. |
26
Εἰ δὲ ὑμεῖς οὐκ ἀφίετε,
οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει
τὰ παραπτώματα ὑμῶν. |
26
Ἐὰν δὲ σεῖς δὲν συγχωρῆτε
τοὺς ἄλλους διὰ τὰ τυχὸν σφάλματα,
ποὺ ἔχουν πράξει ἀπέναντί
σας, καὶ ὁ Πατήρ σας ὁ οὐράνιος
δὲν θὰ συγχωρήσῃ τὰ ἰδικά
σας παραπτώματα>. |
26
Ἐὰν ὅμως σεῖς δὲν συγχωρῆτε
καὶ δὲν ἀφίνετε τὰ παραπτώματα τῶν
ἀδελφῶν σας, οὔτε ὁ Πατήρ σας, ποὺ
εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, θὰ
ἀφήσῃ τὸ παραπτώματά σας.
|
27
Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα·
καὶ ἐν τῷ ἱερῷ περιπατοῦντος
αὐτοῦ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν
οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς
καὶ οἱ πρεσβύτεροι |
27
Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ καθὼς αὐτὸς ἐπεριπατοῦσε
εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ναοῦ,
ἔρχονται πρὸς αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι
|
27
Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Καὶ ἐνῷ αὐτός, περιεπάτει εἰς
τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ,
ἔρχονται πρός, αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ προεστοὶ
|
28
καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἐν ποίᾳ
ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; ῍Η
τίς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην
ἵνα ταῦτα ποιῇς;
|
28
καὶ τοῦ λέγουν· <μὲ ποίαν
ἐξουσίαν ἐνεργεῖς αὐτά;
῍Η ποιὸς σοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν
αὐτὴν νὰ κάνῃς αὐτά,
δηλαδὴ νὰ διώχνῃς τοὺς πωλοῦντας
καὶ ἀγοράζοντας ἀπὸ τὸ
ἱερόν>; |
28
καὶ τοῦ λέγουν· Μὲ ποίαν ἐξουσίαν
ἐνεργεῖς αὐτά, ποὺ κάνεις; Καὶ
ποῖος σοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν
αὐτήν, διὰ νὰ διώχνης, ἀπὸ τὸ
ἱερὸν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ
διδάσκῃς μέσα εἰς αὐτό;
|
29
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς
εἶπεν αὐτοῖς· ἐπερωτήσω
ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον, καὶ
ἀποκρίθητέ μοι, καὶ ἐρῶ
ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ
ταῦτα ποιῶ. |
29
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
εἶπεν εἰς αὐτούς· <Θὰ
σᾶς ἐρωτήσω κι' ἐγὼ ἕνα
λόγον. Δῶστε μου σεῖς ἀπόκρισιν
εἰς αὐτόν, καὶ τότε θὰ
σᾶς πῶ καὶ ἐγώ, μὲ ποὶαν
ἐξουσίαν ἐνεργῷ αὐτά.
|
29
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη
καὶ τοὺς εἶπε· Θὰ σᾶς ἐρωτήσω
καὶ ἐγὼ ἕνα λόγον. Καὶ δώσατέ
μου πρῶτον σεῖς ἀπόκρισιν εἰς τὸν
λόγον αὐτόν. Καὶ τότε θὰ σᾶς εἴπω
καὶ ἐγὼ μὲ ποίαν ἐξουσίαν ἐνεργῷ
αὐτά, ποὺ κάνω. |
30
Τὸ βάπτισμα Ἰωάννου ἐξ οὐρανοῦ
ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; Ἀποκρίθητέ
μοι. |
30
Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου (ὁ
ὁποῖος ὅπως ξεύρετε ἔδωσε ἐπίσημον
μαρτυρίαν γιὰ μένα) ἦτο ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, κατόπιν δηλαδὴ
ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἢ ἦτο
ἀπατηλὴ ἐπινόησις τῶν ἀνθρώπων;
Ἀπαντῆστε μου>. |
30
Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος
ἐμαρτύρησε δι’ ἐμὲ καὶ ὑπῆρξε
πρόδρομός μου, ἦτο ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
καὶ ἀπὸ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ,
ἢ ἦτο ἀπὸ ἐπινόησιν καὶ
ἐντολὴν ἀνθρώπων; Δώσατέ μου ἀπάντησιν
εἰς τὸ ἐρώτημά μου αὐτό, διότι ἡ
ὀρθὴ ἀπάντησις εἰς αὐτὸ
θὰ ρίψῃ φῶς καὶ εἰς τὸ
ἰδικόν σας ἐρώτημα. |
31
Καὶ ἐλογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς
λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ
οὐρανοῦ, ἐρεῖ· διατὶ οὖν
οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ;
|
31
Ἐκεῖνοι τότε ἐσυλλογίζοντο ἀπὸ
μέσα των καὶ ἔλεγαν· <ἐὰν
ποῦμε, ὅτι ἦτο ἀπὸ τὸν
οὐρανόν, θὰ πῇ· διατὶ λοιπὸν
σεῖς δὲν ἐπιστεύσατε εἰς αὐτόν;
|
31
Καὶ ἐσυλλογίζοντο μέσα τους καὶ ἔλεγαν·
Ἐὰν εἴπωμεν, ὅτι ἦτο ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, θὰ εἴπῃ· διατὶ
λοιπὸν δὲν ἐπιστεύσατε εἰς τὸν
Ἰωάννην; |
32
Ἀλλὰ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων;
- Ἐφοβοῦντο τὸν λαόν· ἅπαντες
γὰρ εἶχον τὸν Ἰωάννην ὅτι
προφήτης ἦν. |
32
Ἀλλὰ νὰ εἴπωμεν, ὅτι ἦτο
ἀπὸ μίαν ἐπινόησις ἀνθρώπων;>
- Ἐφοβοῦντο ὅμως τὸν λαόν, διότι
ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἐπίστευαν ὅτι
ὁ Ἰωάννης ἦτο προφήτης.
|
32
Νὰ εἴπωμεν ὅμως, ὅτι ἦτο ἀπὸ
ἐντολὴν ἀνθρώπων; Ἐφοβοῦντο
τὸν λαὸν νὰ δώσουν μίαν τέτοιαν ἀπάντησιν,
διότι ὅλοι ἐθεώρουν τὸν Ἰωάννην, ὅτι
πράγματι ἦτο προφήτης. |
33
Καὶ ἀποκριθέντες λέγουσι τῷ
Ἰησοῦ· οὐκ οἴδαμεν. Καὶ
ὁ Ἰησοῦς, ἀποκριθεὶς λέγει
αὐτοῖς· οὐδὲ ἐγὼ
λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ
ταῦτα ποιῶ. |
33
Καὶ τότε αὐτοί (ποὺ ὡς
διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ ἔπρεπε νὰ
διακρίνουν τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ
κακὸν καὶ νὰ διαφωτίζουν τὸν
λαόν) ἀπήντησαν καὶ εἶπαν εἰς
τὸν Ἰησοῦν· <δὲν ἠξεύρομεν
ἀπὸ ποῦ ἦτο τὸ βάπτισμα
τοῦ Ἰωάννου>. Καὶ ὁ Ἰησοῦς
ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε·
<διότι εἶσθε δόλιοι καὶ ἀνειλικρινεῖς
οὔτε καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω
μὲ ποίαν ἐξουσίαν πράττω αὐτά>.
|
33
Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἰσχυρίζοντο,
ὅτι ἦσαν οἱ ἀνεγνωρισμένοι διδάσκαλοι
τοῦ Ἰσραήλ, ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν
εἰς τὸν Ἰησοῦν· Δὲν ἠξεύρομεν,
πόθεν ἦτο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου.
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπεν· Ἀφοῦ ξεφεύγετε καὶ
δὲν εἶσθε εἰλικρινεῖς, οὔτε
ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποίαν ἐξουσίαν
καὶ μὲ ποῖον δικαίωμα πράττω αὐτά.
|