Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα
μετὰ δύο ἡμέρας. Καὶ ἐζήτουν
οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς
πῶς αὐτὸν ἐν δόλῳ κρατήσαντες
ἀποκτείνωσιν. |
πειτα
ἀπὸ δύο ἡμέρας, ἦτο Πάσχα
καὶ τὰ ἄζυμα. Καὶ ἐζητοῦσαν
οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς,
πῶς μὲ ἀπάτην καὶ χωρὶς
θόρυβον να τὸν πιάσουν καὶ νὰ
τὸν θανατώσουν. |
το
δὲ μετὰ δύο ἡμέρας τὸ πάσχα καὶ
τὰ ἄζυμα. Καὶ ἐζήτουν
οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς,
πῶς να τὸν πιάσουν μὲ ἀπάτην, κρυφὰ
καὶ χωρὶς θόρυβον, καὶ νὰ τὸν
θανατώσουν. |
2
Ἔλεγον δὲ μὴ τῇ ἑορτῇ,
μήποτε θόρυβος ἔσται τοῦ λαοῦ.
|
2
Ἔλεγαν δὲ νὰ μὴ τὸν συλλάβουν
κατὰ τὴν ἑορτήν, μήπως καὶ
γίνῃ θόρυβος καὶ ταραχὴ τοῦ
λαοῦ (δεδομένου, ὅτι πολλοὶ ἦσαν
ἐκεῖνοι, ποὺ ἐθαύμαζαν καὶ
ἐσέβοντο καὶ περιεστοίχιζαν τὸν
Χριστόν). |
2
Ἔλεγον δὲ νὰ μὴ τὸν συλλάβουν
κατὰ τὴν ἑορτήν, μήπως
γίνῃ ταραχὴ τοῦ λαοῦ, ἐπειδὴ
πολλοὶ συνεπάθουν τὸν
Ἰησοῦν. |
3
Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ
ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ
λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε
γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου
νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς, καὶ συντρίψασα
τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ
κατὰ τῆς κεφαλῆς.
|
3
Καὶ ὅταν αὐτὸς εὑρίσκετο
εἰς τὴν Βηθανίαν, εἰς τὸ σπίτι
Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, τὴν ὥραν
ποὺ εἶχε γείρει καὶ ἔτρωγε εἰς
τὸ ταπέζι ἦλθε μιὰ γυναῖκα,
ποὺ ἐκρατοῦσε ἕνα ἀλαβάστρινον
δοχεῖον γεμᾶτο μύρον κατασκευασμένον
ἀπὸ γνησίαν καὶ πολύτιμον νάρδον.
Καὶ ἀφοῦ ἔσπασε τὸ ἀλαβάστρινο
δοχεῖον ἔχυνε πλούσια ὅλο τὸ
μύρο ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν
του. |
3
Καὶ ὅταν αὐτὸς ἦτο ἐν
τῇ Βηθανίᾳ εἰς τὸ σπίτι τοῦ
Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, τὴν ὥραν ποὺ
ἦτο γερμένος εἰς τὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγεν,
ἦλθε μία γυναῖκα, ποὺ εἶχε ἀγγεῖον
ἀπὸ ἀλάβαστρον γεμᾶτο μύρον κατασκευασμένον
ἀπὸ νάρδον γνησίαν καὶ ἀνόθευτον,
πολὺ ἀκριβήν. Καὶ ἀφοῦ ἔσπασε
τὸ ἀλαβάστρινον ἀγγεῖον, ἔχυσε
τὸ μύρον εἰς τὴν κεφαλήν του.
|
4
Ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς
ἑαυτοὺς λέγοντες· εἰς τί
ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου
γέγονεν; |
4
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ἐκυριεύθησαν
ἀπὸ ἀγανάκτησιν καὶ ἔλεγαν
μεταξύ των· <διατὶ ἔγινε αὐτὴ
ἡ ἄσκοπος σπατάλη τοῦ πολυτίμου
αὐτοῦ μύρου; |
4
Ἦσαν δὲ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς
μαθητάς, οἱ ὁποῖοι μεταξύ τους
καὶ ἰδιαιτέρως ἀγανακτοῦσαν
καὶ ἔλεγαν: Διατὶ ἔγινεν ἡ ἄσκοπος
καὶ χαμένη σπατάλη τοῦ πολυτίμου αὐτοῦ
μύρου; |
5
Ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον
πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων
καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ
ἐνεβριμῶντο αὐτῇ.
|
5
Διότι ἠμποροῦσε τοῦτο τὸ μύρον
νὰ πωληθῇ περισσότερο ἀπὸ τριακόσια
δηνάρια καὶ νὰ δοθοῦν τὰ χρήματα
αὐτὰ εἰς τοὺς πτωχούς>·
Καὶ ἐπέπλητταν τὴν γυναῖκα.
|
5
Διότι μποροῦσε τὸ μύρον αὐτὸ νὰ
πωληθῇ παραπάνω ἀπὸ τριακόσια δηνάρια καὶ
τὸ ἀντίτιμόν του νὰ δοθῇ εἰς
τοὺς πτωχούς. Καὶ τὴν ἐμάλωναν.
|
6
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄφετε
αὐτήν· τί αὐτῇ κόπους
παρέχετε; Καλὸν ἔργον εἰργάσατο
ἐν ἐμοί. |
6
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· <ἀφήσατέ
την· διατὶ τὴν ἐνοχλεῖτε καὶ
τὴν στενοχωρεῖτε; Αὐτὴ καλὸν
καὶ ἀξιέπαινον ἔργον ἔκαμε εἰς
ἐμέ. |
6
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπεν· Ἀφήσατέ
την. Διατὶ τὴν ἐνοχλεῖτε; Μὴ
τὴν στενοχωρῆτε, διότι καλὸν καὶ ἀξιέπαινον
ἔργον ἔκαμεν εἰς ἐμέ.
|
7
Πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε
μεθ' ἑαυτῶν, καὶ ὅταν θέλητε
δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι·
ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε.
|
7
Διότι τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε
πάντοτε κοντά σας καὶ ὅταν θέλετε,
ἠμπορεῖτε νὰ τοὺς εὐεργετήσετε.
Ἐμὲ ὅμως δὲν μὲ ἔχετε
πάντοτε μαζῆ σας. |
7
Διότι τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε
μαζί σας, καὶ ὅταν θέλετε ἠμπορεῖτε
νὰ τοὺς εὐεργετήσετε. Ἐμὲ ὅμως
δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε μαζί σας.
|
8
῝Ο ἔσχεν αὕτη ἐποίησε·
προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σῶμα εἰς
τὸν ἐνταφιασμόν. |
8
Αὐτὴ δὲ ἡ γυναῖκα ἐκεῖνο
ποὺ εἶχε καὶ ἠμποροῦσε νὰ
κάμῃ δι' ἐμέ, τὸ ἔκαμε.
Ἐπρόλαβε νὰ ἀλείψῃ τὸ
σῶμα μου μὲ μύρον, διὰ νὰ τὸ
προετοιμάσῃ πρὸς ἐνταφιασμόν.
Καὶ τοῦτο χωρὶς ἡ ἰδία
νὰ τὸ ἐννοήσει.
|
8
Ἐκεῖνο ποὺ εἶχεν ἡ γυναῖκα
αὐτὴ καὶ ἐξηρτᾶτο ἀπὸ
αὐτὴν νὰ κάμῃ δι’ ἐμέ, τὸ
ἔκαμεν. Ἐπρόλαβε νὰ ἀλείψῃ μὲ
μῦρον τὸ σῶμα μου διὰ νὰ τὸ
ἑτοιμάσῃ πρὸς ταφήν. Χωρὶς νὰ
τὸ καταλαβαίνῃ ἡ γυναῖκα αὐτή,
ἀποδίδει εἰς ἐμέ, ἐνῷ ἀκόμη
ζῶ, τὰς τιμὰς τῆς ταφῆς μου,
ποὺ θὰ γίνῃ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας.
|
9
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν
κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο
εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὃ
ἐποίησεν αὕτη λαληθήσεται εἰς
μνημόσυνον αὐτῆς.
|
9
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ὅπου ἐὰν
κηρυχθῇ, εἰς ὅλον τὸν κόσμον,
τοῦτο τὸ Εὐαγγέλιον, θὰ διαλαληθῇ
συγχρόνως καὶ αὐτὸ ποὺ ἔκαμεν
αὐτή, διὰ νὰ μένῃ ἀλησμόνητη
ἡ ἀνάμνησίς της πρὸς δόξαν
καὶ τιμήν της>. |
9
Ἀληθῶς σᾶς λέγω, εἰς ὅποιο μέρος
ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον
αὐτό, θὰ διαλαληθῇ καὶ αὐτὸ
ποὺ ἔκαμεν αὐτή, διὰ νὰ διατηρῆται
ἀλησμόνητος ἡ μνήμη τῆς γυναικὸς αὐτῆς,
ἡ ὁποία μὲ τόσην ἀφοσίωσιν καὶ
μὲ τόσην θυσίαν ἐξεδήλωσε τὴν πρὸς
ἐμὲ ἀγάπην της. |
10
Καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης,
εἰς τῶν δώδεκα, ἀπῆλθε πρὸς
τοὺς ἀρχιερεῖς ἵνα παραδῷ αὐτὸν
αὐτοῖς. |
10
Καὶ ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης,
ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, γεμᾶτος
ἀγανάκτησιν, ἐπῆγε κατ' εὐθεῖαν
πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς
ἐπρότεινε νὰ παραδώσῃ εἰς
αὐτοὺς τὸν Χριστόν.
|
10
Καὶ ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνας
ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ἐπῆγεν εἱς
τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἐπρότεινε
νὰ τοὺς τὸν παραδώσῃ. |
11
Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν,
καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύρια
δοῦναι· καὶ ἐζήτει πῶς
εὐκαίρως αὐτὸν παραδῷ.
|
11
Αὐτοὶ δὲ ὅταν ἤκουσαν τὴν
πρότασιν ἐχάρησαν (διότι ἔνας
ἀπὸ τοὺς δώδεκα θὰ ἐπρόδιδε
τὸν Διδάσκαλον καὶ διότι θὰ
τὸν ἔπιαναν χωρὶς θόρυβον).Ὕπεσχέθησαν
δὲ νὰ τοῦ δώσουν χρήματα. Καὶ
ἐζητοῦσε ὁ Ἰούδας, πῶς
εἰς πρώτην εὐκαιρίαν καὶ χωρὶς
θόρυβον νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς
χέρια των. |
11
Αὐτοὶ δέ, ὅταν ἤκουσαν τὴν πρότασιν
αὐτήν, ἐχάρησαν, διότι τὸ φονικὸν
σχέδιον τους θὰ ἐξετελεῖτο ἀθόρυβα
καὶ μὲ κάθε ἀσφάλειαν. Καὶ τοῦ
ὑπεσχέθησαν νὰ τοῦ δώσουν χρήματα. Καὶ
ἐζήτει νὰ εὔρῃ τρόπον νὰ τοὺς
τὸν παραδώσῃ εἰς κατάλληλον καιρόν, ὥστε
νὰ προληφθῇ κάθε λαϊκὴ ἐξέγερσις.
|
12
Καὶ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ
τῶν ἀζύμων, ὅτε τὸ πάσχα
ἔθυον, λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ· ποῦ θέλεις ἀπελθόντες
ἐτοιμάσωμεν ἵνα φάγῃς τὸ
πάσχα; |
12
Καὶ κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν,
παραμονὴν τοῦ πάσχα, ποὺ ἐλέγετο
ἡμέρα τῶν ἀζύμων (διότι
κατ'αὐτὴν ἐτοίμαζαν οἱ Ἑβραῖοι
τὰ ἄζυμα διὰ τὸ πάσχα, ἔσφαζαν
δὲ καὶ τὸν πασχάλιον ἀμνόν)
εἶπον οἱ μαθηταὶ εἰς τὸν Κύριον·
<ποῦ θέλεις νὰ πᾶμε νὰ ἐτοιμάσωμεν,
διὰ νὰ φάγῃς τὸ πάσχα;>
|
12
Καὶ κατὰ τὴν πρώτην ἀπὸ τὰς
ἑπτὰ ἡμέρας, ποὺ διήρκει ἡ ἑορτὴ
τῶν ἀζύμων, τὴν ἡμέραν ποὺ ἔσφαζαν
οἱ Ἰουδαῖοι τὸν πασχάλιον ἀμνόν,
λέγουν εἱς αὐτὸν οἱ μαθηταί του·
Ποὺ θέλεις νὰ ὑπάγωμεν καὶ νὰ
ἐτοιμάσωμεν διὰ νὰ φάγῃς τὸ
πάσχα; |
13
Καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν
αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς·
ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν, καὶ
ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον
ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε
αὐτῷ, |
13
Καὶ ἔστειλε δύο ἀπὸ τοὺς
μαθητάς του καὶ τοὺς εἶπε· <πηγαίνετε
εἰς τὴν ἀπέναντι πόλιν καὶ
θὰ σᾶς συναντήσῃ κάποιος ἄνθρωπος,
ποὺ θὰ κρατῇ μία πήλινη στάμνα
μὲ νερό· ἀκολουθῆστε τον.
|
13
Καὶ ἀποστέλλει δύο ἀπὸ τοὺς
μαθητάς του καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Πηγαίνετε
εἱς τὴν πόλιν καὶ θὰ σᾶς συναντήσῃ
ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κρατῇ μίαν στάμναν
νερό. Ἀκολουθήσατέ τον. |
14
καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ,
εἴπατε τῷ οἰκοδεσπότῃ ὅτι
ὁ διδάσκαλος λέγει· ποῦ ἐστι
τὸ κατάλυμά μου ὅπου τὸ πάσχα
μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω;
|
14
Καὶ εἰς ὅποιο σπίτι εἰσέλθῃ,
πέστε εἰς τὸν νοικοκύρην, ὅτι
ὁ διδάσκαλος λέγει· ποῦ εἶναι
τὸ κατάλυμά μου, ὅπου θὰ φάγω
τὸ πάσχα μὲ τοὺς μαθητάς μου;
|
14
Καὶ εἰς ὅποιο σπίτι ἔμβῃ, εἴπατε
εἰς τὸν οἰκοδεσπότῃ ὁ διδάσκαλος
λέγει· Ποὺ εἶναι ἡ καθορισμένη δι’
ἐμὲ αἴθουσα τοῦ φαγητοῦ, ὅπου
θὰ φάγω τὸ πάσχα μὲ τοὺς μαθητάς μου;
|
15
Καὶ αὐτὸς ὑμῖν δείξει
ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον·
ἐκεῖ ἐτοιμάσατε ἡμῖν.
|
15
Καὶ αὐτὸς θὰ σᾶς δείξῃ
ἕνα μεγάλο ἀνώγαιον μὲ τὰ
καθίσματα καὶ τὸ τραπέζι στρωμένο,
ἕτοιμον καθ' ὅλα. Ἐκεῖ ἐτοιμάσατέ
μας διὰ τὸ πάσχα>.
|
15
Καὶ αὐτὸς θὰ σᾶς δείξῃ
ἕνα μεγάλο ἀνώγειον, δηλαδὴ πάνω διαμέρισμα
τοῦ σπιτιοῦ, μὲ καθίσματα καὶ τραπέζια
στρωμένα, καθ’ ὅλα ἕτοιμον. Ἐκεῖ ἐτοιμάσατέ
μας τὸ πάσχα. |
16
Καὶ ἐξῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
καὶ ἦλθον εἰς τὴν πόλιν, καὶ
εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, καὶ
ἡτοίμασαν τὸ πάσχα.
|
16
Καὶ ἐβγῆκαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ,
ἦλθαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εὐρῆκαν
ὅπως τοὺς εἶχε πῇ ὁ Χριστὸς
καὶ ἐτοίμασαν τὸ πάσχα (τὸ
νέον δηλαδὴ χριστιανικὸν πάσχα τῆς
θείας Εὐχαριστίας). |
16
Καὶ ἐβγῆκαν οἱ μαθηταί του καὶ
ἦλθαν εἰς τὴν πόλιν εὗρον, καθὼς
τοὺς εἶπεν ὁ διδάσκαλος, καὶ ἐτοίμασαν
τὸ δεῖπνον, εἰς τὸ ὁποῖον
θὰ ἐγίνετο τὸ ἀληθινὸν Πάσχα
τῆς Εὐχαριστίας. |
17
Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται
μετὰ τῶν δώδεκα.
|
17
Καὶ ὅταν ἐβράδυασε, ἦλθε ἐκεῖ
ὁ Ἰησοῦς μὲ τοὺς δώδεκα
μαθητάς. |
17
Καὶ ὅταν ἔγινε βράδυ, ἦλθεν ἐκεῖ
μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς. |
18
Καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ
ἐσθιόντων εἶπεν ὁ Ἰησοῦς·
ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰς
ἐξ ὑμῶν παραδώσει με, ὁ ἐσθίων
μετ' ἐμοῦ. |
18
Καὶ τὴν ὥραν ποὺ εἶχαν ξαπλώσει
κοντὰ εἰς τὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγαν,
εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· <ἕνας
ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσῃ·
ἕνας, ὁ ὁποῖος τρώγει τώρα
μαζῆ μου>. |
18
Καὶ τὴν ὥραν ποὺ ἦσαν γερμένοι
εἰς τὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγαν, εἶπεν
ὁ Ἰησοῦς· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ
σᾶς βεβαιῶ, ὅτι ἕνας ἀπὸ
σᾶς θὰ μὲ παραδώσῃ εἰς τοὺς
σταυρωτάς μου, ὁ ὁποῖος τώρα τρώγει μαζί
μου. |
19
Οἱ δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι καὶ
λέγειν αὐτῷ εἷς καθ' εἷς·
μήτι ἐγώ; Καὶ ἄλλος· μήτι
ἐγώ; |
19
Ἐκεῖνοι δὲ ἤρχισαν νὰ λυποῦνται
καὶ νὰ τὸν ἐρωτοῦν ὁ ἕνας
ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλον· <μήπως
εἶμαι ἐγώ;> καὶ ἄλλος·
<μήπως εἶμαι ἐγώ;> (Κανεὶς
ἀπὸ τοὺς ἕνδεκα οὔτε διενοήθη
ποτὲ τέτοιο ἐπαίσχυντο ἔργον.
Ἐν τούτοις ἐπειδὴ εἶχον πίστιν
μὲν εἰς τὰ λόγια τοῦ Διδασκάλου,
γνῶσιν δὲ καὶ τῆς ἰδικῆς
των ἀδυναμίας ὡς ἀνθρώπων, ἐρωτοῦν
τὸν Κύριον). |
19
Αὐτοὶ δὲ ἤρχισαν νὰ λυποῦνται
καὶ νὰ τοῦ λέγουν ἕνας ἕνας
χωριστά· Μήπως εἶμαι ἐγώ; Καὶ
ὁ ἄλλος· Μήπως εἶμαι ἐγώ;
|
20
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς·
εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐμβαπτόμενος
μετ' ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον.
|
20
Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπε· <εἶναι ἔνας ἀπὸ
σᾶς τοὺς δώδεκα, αὐτὸς ὁ
ὁποῖος βουτᾷ τὸ ψωμὶ του μαζῆ
μὲ ἐμὲ εἰς τὸ πιάτο καὶ
τρώγει. |
20
Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς
εἶπεν· Ἕνας ἀπὸ σᾶς τοὺς
δώδεκα, ὁ ὁποῖος τώρα συντρώγει μαζί μου
καὶ βουτᾷ τὸ ψωμί του μαζί μου μέσα εἰς
τὸν ζωμὸν τῆς πιατέλλας, αὐτὸς
θὰ μὲ παραδώσῃ. |
21
Ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ
αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ
ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι' οὖ
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται·
καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη
ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος.
|
21
Ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
προχωρεῖ πρὸς τὸν λυτρωτικὸν θάνατον
σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας, ποὺ
ἔχουν γραφῆ δι' αὐτόν. Ἀλοίμονον
ὅμως εἰς τὸν ἄνθωπον ἐκεῖνον,
διὰ τοῦ ὁποίου ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται εἰς
τοὺς σταυρωτάς του. Προτιμότερον θὰ
ἦτο δι' αὐτὸν νὰ μὴ εἶχε
γεννηθῇ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος>.
|
21
Ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ Μεσσίας, φεύγει ἀπὸ τὴν παροῦσαν
ζωὴν καὶ πηγαίνει πρὸς τὸν Πατέρα
του, σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας, ποὺ ἔχουν
γραφῆ περὶ αὐτοῦ· ἀλλοίμο
ὅμως εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον,
ποὺ γίνεται ὄργανον διὰ να παραδοθῇ
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς
τοὺς σταυρωτάς του. Ἦτο συμφερώτερον δι’ αὐτὸν
νὰ μὴ εἶχε γεννηθῇ ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος. |
22
Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν λαβὼν
ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλογήσας
ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς καὶ
εἶπε· λάβατε φάγετε· τοῦτό
ἐστι τὸ σῶμά μου. |
22
Καὶ ἐνῶ αὐτοὶ ἔτρωγαν
ἐπῆρε ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον,
ἐδοξολόγησε τὸν οὐράνιον Πατέρα,
ἔκοψε τὸν ἄρτον εἰς τεμάχια,
ἔδωκε εἰς αὐτοὺς καὶ εἶπε·
<λάβετε φάγετε· αὐτὸ εἶναι
τὸ σῶμα μου>. |
22
Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ ἔτρωγον,
ἐπῆρεν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον
κα ηὐχαρίστησε τὸν ἐπουράνιον Πατέρα, τὸν
ἔκοψε εἰς τεμάχια καὶ ἔδωκεν εἰς
αὐτοὺς καὶ εἶπε· Λάβετε, φάγετε·
αὐτό, ποὺ σᾶς δίνῳ, εἶναι τὸ
σῶμα μου. |
23
Καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας
ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ
αὐτοῦ πάντες.
|
23
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὸ ποτήριον
μὲ τὸν οἶνον εὐχαρίστησε τὸν
Πατέρα, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς καὶ
ἔπιον ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι.
|
23
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὸ ποτήριον,
ηὐχαρίστησε καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς
καὶ ἔπιον ἀπὸ αὐτὀ ὅλοι.
|
24
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό
ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς
καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν
ἐκχυνόμενον. |
24
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· <τοῦτο
εἶναι τὸ αἷμα μου, μὲ τὸ ὁποῖον
ἐπικυρώνεται ἡ νέα διαθήκη,
καὶ τὸ ὁποῖον χύνεται διὰ
τὴν σωτηρίαν πολλῶν. |
24
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Τοῦτο,
ποὺ πίνετε, εἶναι τὸ αἷμα μου, μὲ
τὸ ὁποῖον ἐπικυροῦται ἡ
νέα Διαθήκη καὶ τὸ ὁποῖον χύνεται
πρὸς σωτηρίαν πολλῶν. |
25
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι
οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γεννήματος
τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας
ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω
καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ
Θεοῦ. |
25
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι δὲν θὰ
πίω πλέον ἀπὸ τὸ προϊὸν
αὐτὸ τῆς ἀμπέλου, μέχρι
τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν
θὰ τὸ πίνω νέον καὶ ἀσύγκριτα
πιὸ χαρμόσυνον εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ>. |
25
Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ
πίω πλέον ἀπὸ τὸ προϊὸν καὶ
γένημα τῆς ἀμπέλου, μέχρι τῆς ἡμέρας
ἐκείνης, ὅταν εὐφραινόμενος θὰ τὸ
πίνω καινούργιον καὶ πολὺ πιὸ χαρμόσυνον
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ὁ
μυστικὸς οὗτος δεῖπνος δηλαδὴ εἶναι
πρόγευμα τῆς τελείας κοινωνίας καὶ ἑνώσεώς
μας, ποὺ θὰ πραγματοποιηθῇ ἐν ἀτελευτήτῳ
χαρᾷ εἰς τὴν οὐράνιον βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ. |
26
Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς
τὸ ὅρος τῶν ἐλαιῶν. |
26
Καὶ ἀφοῦ ἔψαλαν ὕμνους, ἐβγῆκαν
εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν.
|
26
Καὶ ἀφοῦ ἔψαλαν ὕμνον, ἐβγῆκαν
εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν.
|
27
Καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς
ὅτι πάντες σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ
ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ· ὅτι
γέγραπται, πατάξω τὸν ποιμένα καὶ
διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα·
|
27
Καὶ λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς ὅτι <ὅλοι
σας ἐξ αἰτίας τῶν τραγικῶν γεγονότων
κατὰ τὴν νύκτα αὐτὴν θὰ
κλονισθῆτε εἰς τὴν πρὸς ἐμὲ
πίστιν σας. Διότι ἔχει γραφῆ ἀπὸ
τὸν προφήτην· Ἐγὼ ὁ Θεὸς
καὶ Πατὴρ θὰ ἐπιτρέψω νὰ
κτυπηθῇ ὁ ποιμὴν καὶ θὰ διασκορπισθοῦν
τὰ πρόβατα. |
27
Καὶ λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς,
ὅτι ὅλοι θὰ κλονισθῆτε εἰς τὴν
πίστιν σας πρὸς ἐμὲ κατὰ τὴν
νύκτα ταύτην. Διότι ἔχει γραφῆ ἀπὸ
τὸν προφήτην Ζαχαρίαν· θὰ ἐπιτρέψω
ἐγὼ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ νὰ
κτυπηθῇ καὶ νὰ θανατωθὴ ὁ ποιμήν,
ἤτοι ὁ Χριστός, καὶ θὰ διασκορπισθοῦν
τὰ πρόβατα τοῦ κοπαδιοῦ, τουτέστιν οἱ
μαθηταί του. |
28
ἀλλὰ μετὰ τὸ ἐγερθῆναί
με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
|
28
Ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀνάστασίν
μου θὰ προπορευθῶ καὶ θὰ σᾶς
περιμένω εἰς τὴν Γαλιλαίαν>.
|
28
Ὅταν ὅμως ἀναστηθῶ, θὰ σᾶς
προλάβω εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ὅπου θὰ
ὑπάγω προτήτερα ἀπὸ σᾶς καὶ
θὰ σᾶς περιμένω. |
29
Ὁ δὲ Πέτρος ἔφη αὐτῷ·
καὶ εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλ'
οὐκ ἐγώ. |
29
Ἀλλ' ὁ Πέτρος εἶπε εἰς αὐτόν·
<καὶ ἐὰν ὅλοι κλονισθοῦν
εἰς τὴν πίστιν, ἐγὼ ὅμως
δὲν θὰ κλονισθῶ>. |
29
Ἀλλ’ ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε· Καὶ
ἐὰν ὅλοι κλονισθοῦν εἰς τὴν
πρὸς σὲ πίστιν, ἐγὼ ὅμως δὲν
θὰ σκανδαλισθῶ. |
30
Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
ἀμὴν λέγω σοι ὅτι σὺ σήμερον
ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ πρὶν
ἢ δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς
ἀπαρνήσῃ με. |
30
Καὶ λέγει εἰς αὐτὸν ὁ
Ἰησοῦς· <σᾶς διαβεβαιώνω,
ὅτι σὺ σήμερα, αὐτὴν ἐδῶ
τὴν νύκτα πρίν, ἢ ὁ πετεινὸς
λαλήσῃ δύο φορές, θὰ μὲ
ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές>.
|
30
Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
Ἀληθινὰ σοῦ λέγω, ὅτι σὺ ποὺ
τώρα λέγεις αὐτά, σήμερον, κατὰ τὴν νύκτα
αὐτήν, προτοῦ νὰ λαλήσῃ δύο φορὰς
ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς
τρεῖς φοράς. |
31
Ὁ δὲ Πέτρος ἐκ περισσοῦ ἔλεγε
μᾶλλον· ἐάν με δέῃ συναποθανεῖν
σοι, οὐ μὴ σὲ ἀπαρνήσομαι·
Ὠσαύτως δὲ καὶ πάντες ἔλεγον.
|
31
Ἀλλ' ὁ Πέτρος μὲ τὸ παραπάνω
ἐπέμενε νὰ λέγῃ καὶ νὰ
ξαναλέγῃ· <ἐὰν χρειασθῇ
νὰ ἀποθάνω καὶ ἐγὼ μαζῆ
μὲ σέ, δὲν θὰ ἀρνηθῶ>.
Τὰ ἴδια ἔλεγαν καὶ ὅλοι οἱ
μαθηταί. |
31
Αὐτὸς δὲ ἐπέμενε πολὺ περισσότερον
καὶ ἔλεγεν· Ἐὰν χρειασθῇ
νὰ ἀποθάνω καὶ ἐγὼ μαζί σου,
κατ’ οὐδένα λόγον θὰ σὲ ἀρνηθῶ.
Τὰ ἴδια δὲ ἔλεγαν καὶ ὅλοι
οἱ μαθηταί. |
32
Καὶ ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τὸ
ὄνομα Γεσθημανῆ, καὶ λέγει τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ· καθίσατε ὧδε
ἕως προσεύξωμαι. |
32
Καὶ ἔρχονται εἰς κάποιαν περιοχήν,
ποὺ ὠνομάζετο Γεσθημανῆ, καὶ
λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του, καθήσατε
ἐδῶ, ἕως ὅτου προσευχηθῶ.
|
32
Καὶ ἔρχονται εἰς κάποιο περιφραγμένον ἀγρόκτημα,
ποὺ ἐλέγετο Γεθσημανῆ, καὶ λέγει εἰς
τοὺς μαθητάς του· καθήσατε ἐδῶ, ἕως
ὅτου προσευχηθῶ. |
33
Καὶ παραλαμβάνει, τὸν Πέτρον καὶ
Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην μεθ' ἑαυτοῦ,
καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ
ἀδημονεῖν |
33
Καὶ παίρνει μαζῆ του τὸν Πέτρον,
τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην
καὶ ἤρχισε νὰ καταλαμβάνεται ἀπὸ
κατάπληξιν καὶ μεγάλην ὀδύνην
καὶ νὰ αἰσθάνεται μεγάλη ψυχικὴν
στενοχωρίαν. |
33
Καὶ παίρνει μαζί του τὸν Πέτρον καὶ τὸν
Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην
καὶ ἤρχισε νὰ καταλαμβάνεται ἀπὸ
μεγάλην λύπην καὶ ἔκπληξιν
διὰ τὸ σκληρὸν πάθημα, ποὺ τοῦ
ἐτοιμάζαν μὲ πρωτοφανὲς μῖσος αὐτοί,
τοὺς ὁποίους αὐτὸς τόσον ἠγάπησε,
καὶ νὰ αἰσθάνεται βάρος μεγάλο ἡ καρδία
του. |
34
καὶ
λέγει αὐτοῖς· περίλυπός
ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου·
μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε.
|
34
Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· <ἡ
ψυχή μου εἶναι πλημμηρισμένη ἀπὸ
λύπην, ὥστε κινδυνεύω νὰ ἀποθάνω
ἀπὸ αὐτήν. Μείνατε ἐδῶ
καὶ ἀγρυπνεῖτε>. |
34
Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Εἶναι καταλυπημένη
ἡ ψυχή μου μέχρι σημείου, ποὺ νὰ κινδυνεύω
νὰ ἀποθάνω. Μείνατε ἔδω καὶ ἀγρυπνεῖτε.
|
35
Καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ
πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ
προσηύχετο ἵνα εἰ δυνατόν ἐστι,
παρέλθῃ ἀπ' αὐτοῦ ἡ ὥρα,
|
35
Καὶ ἀφοῦ ἐπροχώρησε ὀλίγον
ἔπεσε πρηνής, μὲ τὸ πρόσωπον
αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν καὶ
προσηύχετο νὰ περάσῃ ἀπὸ
αὐτὸν ἡ σκληρὰ ὥρα τῶν
παθῶν, ἐὰν τοῦτο ἦτο δυνατόν,
χωρὶς νὰ ματαιωθῇ τὸ θεῖον σχέδιον
τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
|
35
Καὶ ἀφοῦ ἐπροχώρησεν ὀλίγον
ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ
γῆς καὶ προσηύχετο, ἐὰν εἶναι
δυνατόν, χωρὶς νὰ ματαιωθῇ τὸ περὶ
σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων σχέδιον τοῦ Θεοῦ,
νὰ περάσῃ μακρὰν ἀπὸ αὐτὸν
ἡ ὥρα τῶν παθῶν καὶ τοῦ
θανάτου |
36
καὶ ἔλεγεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ,
πάντα δυνατά σοι, παρένεγκε τὸ ποτήριον
ἀπ' ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ' οὐ
τί ἐγὼ θέλω, ἀλλ' εἴ τι
σύ. |
36
Καὶ ἔλεγε· <Πάτερ, Πάτερ μου,
ὅλα εἶναι δυνατὰ εἰς σέ, ἀπομάκρυνε
ἀπὸ ἐμὲ τὸ ποτήριον τοῦτο.
Ὅμως ἂς γίνῃ ὄχι ἐκεῖνο
ποὺ θέλω ἐγώ, ἀλλὰ ἐκεῖνο
ποὺ θέλεις σύ>. |
36
Καὶ ἔλεγεν· Ἀββᾶ, Πατέρα μου,
ὅλα σοῦ εἶναι δυνατά· ἀπομάκρυνε
ἀπὸ ἐμὲ τὸ ποτήριον αὐτὸ
τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ἀλλ’ ὄχι ἐκεῖνο
ποὺ θέλω ἐγώ, ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ
θέλεις σύ, αὐτὸ νὰ γίνῃ.
|
37
Καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς
καθεύοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ·
Σίμων, καθεύδεις; Οὐκ ἰσχύσατε
μίαν ὥρα γρηγορῆσαι; |
37
Καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει τοὺς
μαθητὰς νὰ κοιμῶνται καὶ λέγει
εἰς τὸν Πέτρον· <Σίμων κοιμᾶσαι;
Δὲν ἠμπορέσατε νὰ ἀγρυπνήσετε
μίαν ὥραν; |
37
Καὶ ἔρχεται καὶ τοὺς εὑρίσκει
νὰ κοιμῶνται καὶ λέγει εἰς τὸν
Πέτρον· Σίμων, σὺ ποὺ πρὸ ὀλίγου
ἔδιδες εἰς ἐμὲ τόσας ὑποσχέσεις,
κοιμᾶσαι; δὲν ἠμπορέσατε οὔτε μίαν
ὥραν να μείνετε ἄγρυπνοι; |
38
Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ
εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ
μὲν πνεῦμα πρόθυμον ἡ δὲ σὰρξ
ἀσθενής. |
38
Ἀγρυπνεῖτε, προσέχετε καὶ προσεύχεσθε,
διὰ νὰ μὴ πέσετε εἰς πειρασμόν·
τὸ μὲν πνεῦμα εἶναι πρόθυμον
νὰ ὑποτάσσεται εἰς τὸ θεῖον
θέλημα, ἀλλὰ ἡ σάρξ, ἡ
ἀνθρωπίνη φύσις, εἶναι ἀσθενής>.
|
38
Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε, διὰ νὰ
μὴ καταληφθῆτε καὶ κυριευθῆτε ἀπὸ
πειρασμόν, ποὺ θὰ κλονίσῃ τὴν πίστιν
σας. Τὸ μὲν βάθος
τῆς ψυχῆς σας εἶναι πρόθυμον νὰ ὑπακούῃ
εἰς τὸ καθῆκον, τὸ σαρκικὸν
φρόνημα ὅμως κάμνει τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν
ἀδύνατον καὶ παρασύρει τὸν ἄνθρωπον
παρὰ τὴν ἀγαθὴν διάθεσίν του εἰς
τὸ κακόν. |
39
Καὶ πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο
τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών. |
39
Καὶ πάλιν ἀφοῦ ἀπεμακρύνθη
ὀλίγον, προσηυχήθη καὶ εἶπε
τὸν ἴδιον λόγον. |
39
Καὶ πάλιν, ἀφοῦ ἔφυγεν ἀπὸ
αὐτούς, προσηυχήθη καὶ εἶπε τὸν αὐτὸν
λόγον. |
40
Καὶ ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς
πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ οἱ
ὀφθαλμοὶ αὐτῶν καταβαρυνόμενοι,
καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί ἀποκριθῶσιν
αὐτῷ. |
40
Καὶ ἐπιστρέψας εὑρῆκε αὐτοὺς
πάλιν νὰ κοιμῶνται, διότι τὰ
μάτια των κατεβαρύνοντο καὶ ἔκλειαν
ἀπὸ νύσταν καὶ δὲν ἐγνώριζαν,
τί νὰ τοῦ ἀποκριθοῦν.
|
40
Καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψε, τοὺς ηὗρε
πάλιν νὰ κοιμῶνται·
διότι τὰ μάτια τους ἦσαν βαρειὰ ἀπὸ
τὸν νυσταγμόν, καὶ δὲν ἤξευραν, τί
νὰ τοῦ ἀποκριθοῦν.
|
41
Καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον καὶ λέγει
αὐτοῖς· καθεύδετε λοιπὸν καὶ
ἀναπαύεσθε! Ἀπέχει· ἦλθεν
ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς
τὰς χεῖρας τῶν ἁμαρτωλῶν·
|
41
Καὶ ἔρχεται τρίτη φορὰν καὶ
τοὺς λέγει· <κοιμᾶσθε λοιπὸν
καὶ ἀναπαύεσθε! Ἀρκεῖ πλέον
ὁ ὕπνος· ἦλθεν ἡ ὥρα·
ἰδοὺ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
παραδίδεται εἰς τὰ χέρια τῶν
ἁμαρτωλῶν. |
41
Καὶ ἔρχεται διὰ τρίτην φορὰν καὶ
τοὺς λέγει· Περίεργον ! Ὕστερα ἀπὸ
αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα, κοιμᾶσθε
ἀκόμη καὶ ἀναπαύεσθε ! Ἀρκεῖ
πλέον ὁ ὕπνος. Ἦλθεν ἡ ὥρα·
ἰδοὺ παραδίδεται ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν
ἁμαρτωλῶν. |
42
ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ
ὁ παραδιδούς με ἤγγικε. |
42
Σηκωθῆτε, πηγαίνομεν· ἰδοὺ ἐπλησίασε
αὐτὸς ποὺ μὲ παραδίδει>.
|
42
Σηκωθῆτε, ἂς ὑπάγωμεν πρὸς συνάντησίν
των. Ἰδοὺ, ἐπλησίασεν αὐτός, ποὺ
μὲ παραδίδει εἰς τοὺς σταυρωτάς μου.
|
43
Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ
λαλοῦντος, παραγίνεται Ἰούδας ὁ
Ἰσκαριώτης εἶ τῶν δώδεκα, καὶ
μετ' αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ
μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι
παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων
καὶ τῶν πρεσβυτέρων.
|
43
Καὶ ἀμέσως, ἐνῶ ὁ Κύριος
ὠμιλοῦσε, φθάνει ὁ Ἰούδας
ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνας ἀπὸ
τοὺς δώδεκα, καὶ μαζῆ του ὄχλος
πολὺς μὲ μαχαίρια καὶ ρόπαλα,
σταλμένοι ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς
καὶ τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς
πρεσβυτέρους. |
43
Καὶ ἀμέσως, ἐνῷ ὁ Ἰησοῦς
ὡμίλει ἀκόμη, ἦλθεν ὁ Ἰούδας
ὁ Ἰσκαριώτης, ποὺ ἦτο ἕνας ἀπὸ
τοὺς δώδεκα, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν
ἦλθεν ὄχλος πολὺς μὲ μαχαίρας καὶ
μὲ ρόπαλα ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς
καὶ γραμματεῖς καὶ τοὺς προεστούς.
|
44
Δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν
σύσσημον αὐτοῖς λέγων· ὃν
ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι·
κρατήσατε αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε
ἀσφαλῶς. |
44
Εἶχε δώσει εἰς αὐτοὺς ἐκ
τῶν προτέρων ὁ Ἰούδας ἕνα
σύνθημα λέγων· <ἐκεῖνος ποὺ
θὰ φιλήσω, αὐτὸς εἶναι·
πιᾶστε τον καὶ μεταφέρατέ τον ἀσφαλῶς>.
|
44
Εἶχε δώσει δὲ αὐτός, ποὺ τὸν
παρέδιδεν εἰς τοὺς ἐχθρούς του, συμφωνημένον
σημεῖον εἰς αὐτοὺς λέγων· Ἐκεῖνον
ποὺ θὰ φιλήσω, αὐτὸς εἶναι ὁ
Ἰησοῦς· συλλάβετε τὸν καὶ μεταφέρατέ
τον μὲ ἀσφάλειαν. |
45
Καὶ ἐλθὼν εὐθέως προσελθὼν
αὐτῷ λέγει· χαῖρε, ραββί,
καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. |
45
Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν ἐκεῖ ὁ
Ἰούδας, ἀμέσως ἐπλησίασε
τὸν Κύριον καὶ τοῦ εἶπε·
<χαῖρε διδάσκαλε>, καὶ ἐφίλησε
καὶ ξαναφίλησε αὐτὸν μὲ ὑποκριτικὴν
στοργήν. |
45
Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν ἐκεῖ ὁ
Ἰούδας, ἀμέσως τὸν ἐπλησίασε καὶ
εἶπε· Χαῖρε, διδάσκαλε, καὶ μὲ
ὑποκρισίαν τὸν ἐφίλησε θερμά.
|
46
Οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ' αὐτὸν
τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν
αὐτόν. |
46
Ἐκεῖνοι δὲ ἄπλωσαν ἐπάνω
του τὰ χέρια των καὶ τὸν ἔπιασαν. |
46
Αὐτοὶ δὲ ἔβαλαν ἐπάνω του χέρι
καὶ τὸν συνέλαβον. |
47
Εἰς δέ τις τῶν παρεστηκόντων σπασάμενος
τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον
τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν
αὐτοῦ τὸ ὠτίον. |
47
Κάποιος δὲ ἀπὸ αὐτούς,
ποὺ ἔστεκαν ἐκεῖ κοντά, ἐτράβηξε
τὴν μάχαιραν, ἐκτύπησε τὸν δοῦλον
τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε
τὸ αὐτί. |
47
Ἕνας δὲ κάποιος ἀπὸ αὐτούς,
ποὺ παρέστεκαν, ἀφοῦ ἐτράβηξε τὴν
μάχαιραν, ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ
ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ αὐτί.
|
48
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ
λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν
καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· |
48
Ἔλαβε τότε ὁ Ἰησοῦς τὸν
λόγον καὶ τοὺς εἶπε· <σὰν
νὰ ἐπρόκειτο διὰ λῃστήν,
ἐβγήκατε μὲ μαχαίρια καὶ ρόπαλα
νὰ μὲ συλλάβετε; |
48
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔλαβε τὸν
λόγον καὶ τοὺς εἶπε· Σὰν νὰ
ἐπρόκειτο περὶ λῃστοῦ, ἐβγήκατε
μὲ μαχαίρας καὶ μὲ ρόπαλα νὰ μὲ
πιάσετε. |
49
καθ' ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἥμην
ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ
οὐκ ἐκρατήσατέ μέ. Ἀλλ'
ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί. |
49
Κάθε ἡμέραν ἤμουνα κοντά σας
καὶ ἐδίδασκα εἰς τὰς αὐλὰς
τοῦ ναοῦ καὶ δὲν μὲ ἐπιάσατε.
Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν,
διὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν ὅσα αἱ
προφητεῖαι γράφουν>. |
49
Κάθε ἡμέραν ἤμην κοντά σας καὶ ἐδίδασκον
μέσα εἰς τὸ ἱερόν, καὶ δὲν μὲ
ἐπιάσατε. Ἀλλ’ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν
διὰ νὰ πληρωθοῦν καὶ ἐπαληθεύσουν
αἱ προφητικαὶ γραφαί, αἱ ὁποῖαι
προλέγουν, ὅτι θὰ μὲ μετεχειρίζεσθε σὰν
κακοποιόν. |
50
Καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον
πάντες. |
50
Καὶ οἱ μαθηταὶ τὸν ἐγκατέλειψαν
καὶ ἔφυγαν ὅλοι. |
50
Καὶ οἱ μαθηταὶ τὸν ἀφῆκαν
καὶ ἔφυγαν ὅλοι. |
51
Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν
αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ
γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν
οἱ νεανίσκοι. |
51
Καὶ κάποιος νέος τὸν ἠκολούθησε
γυμνός, τυλιγμένος μ' ἕνα σινδόνι.
Καὶ τὸν ἔπιασαν οἱ νέοι ποὺ
συμετεῖχαν εἰς τὸ ἀπόσμασμα.
|
51
Καὶ κάποιος νέος ἠκολούθησεν αὐτὸν
γυμνὸς τυλιγμένος μίαν σινδόνα. Καὶ τὸν
ἔπιασαν οἱ ἐκ τοῦ ἀποσπάσματος
νεώτεροι· |
52
Ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς
ἔφυγεν ἀπ' αὐτῶν. |
52
Ἐκεῖνος ὅμως ἀφῆκε τὸ
σινδόνι εἰς τὰ χέρια των καὶ
καθὼς ἦτο νύχτα ἔφυγε γυμνὸς
ἀνάμεσα ἀπὸ αὐτούς. (Καὶ
ἔτσι ἔμεινε ἐντελῶς μόνος ὁ
Κύριος, ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ
τοὺς μαθητάς του καὶ ἀπὸ οἰανδήποτε
ἄλλον, ποὺ θὰ ἔτρεφε κάποιαν
συμπάθειαν πρὸς αὐτόν).
|
52
ἐκεῖνος ὅμως ἀφῆκε τὴν
σινδόνα εἰς τὰς χεῖρας των καὶ ἔφυγεν
ἀπὸ αὐτοὺς γυμνός. Ἔτσι οὔτε
αὐτὸς ἔμεινε μὲ τὸν Ἰησοῦν.
|
53
Καὶ ἀπήγαγον τὸν Ἰησοῦν
πρὸς τὸν ἀρχιερέα· καὶ
συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς.
|
53
Καὶ ὠδήγησαν τὸν Ἰησοῦν
εἰς τὸν ἀρχιερέα· καὶ μαζεύονται
εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀρχιερέως
ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς. |
53
Καὶ ἔφεραν τὸν Ἰησοῦν πρὸς
τὸν ἀρχιερέα καὶ ἐμαζεύθησαν διὰ
νὰ συνεδριάσουν μὲ αὐτὸν ὅλοι
οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι
καὶ οἱ γραμματεῖς. |
54
Καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν
ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω
εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως,
καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν
ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς
τὸ φῶς. |
54
Καὶ ὁ Πέτρος ἠκολούθησεν τὸν
Ἰησοῦν ἀπὸ μακρὰν μέχρι
τὴν ἐσωτερικὴν
αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως. Καὶ
ἐκάθητο μαζῆ μὲ τοὺς ὑπηρέτας
καὶ ἐθερμαίνετο πλησίον εἰς
τὸ φῶς, ποὺ ἔρριπτε ἡ φωτιά.
|
54
Καὶ ὁ Πέτρος ἠκολούθησεν αὐτὸν
ἀπὸ μακράν, ἕως ἐμβῆκε μέσα
εἰς τὴν ἐσωτερικὴν αὐλὴν
τοῦ ἀρχιερέως. Καὶ ἐκάθητο μαζὶ
μὲ τοὺς ὑπηρέτας καὶ ἐθερμαίνετο
πλησίον εἰς τὸ φῶς, ποὺ ἔρριπτεν
ἡ φωτιά, ὥστε ἐφαίνετο καλὰ εἰς
ὅλους, ποὺ ἐκάθηντο ἐκεῖ.
|
55
Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον
τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ
Ἰησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι
αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον·
|
55
Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ
συνέδριον ἐζητοῦσαν νὰ εὔρουν
ἐνοχοποιητικὴν μαρτυρίαν ἐναντίον
τοῦ Ἰησοῦ, διὰ νὰ τὸν
θανατώσουν, καὶ δὲν εὔρισκαν. |
55
Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον
τὸ συνέδριον ἐζήτουν μαρτυρίαν
ἐνοχοποιητικὴν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ
διὰ νὰ τὸν θανατώσουν, καὶ δὲν
εὕρισκον. |
56
πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ' αὐτοῦ,
καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν. |
56
Διότι πολλοὶ παρουσιάσθησαν καὶ κατέθεσαν
ἐναντίον του ψευδομαρτυρίας, ἀλλὰ
δὲν ἦσαν αἱ καταθέσεις των σύμφωνοι
μεταξύ των. |
56
Δὲν εὕρισκον δὲ ἐνοχοποιητικὴν
μαρτυρίαν, διότι πολλοὶ μὲν κατέθεταν ψέματα ἐναντίον
του, ἀλλ’ αἱ μαρτυρίαι δὲν ἦσαν σύμφωνοι
μεταξύ των. |
57
Καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν
κατ' αὐτοῦ λέγοντες, |
57
Καὶ μερικοὶ προσῆλθαν καὶ ἐψευδομαρτυροῦσαν
ἐναντίον αὐτοῦ λέγοντες |
57
Καὶ μερικοὶ ἐσηκώθησαν καὶ ἐψευδομαρτυροῦσαν
ἐναντίον του καὶ ἔλεγον· |
58
ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ
λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν
ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ
διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον
οἰκοδομήσω. |
58
ὅτι <ἡμεῖς
τὸν ἀκούσαμε νὰ λέγῃ·
Ἐγὼ θὰ κρημνίσω τὸν ναὸν
αὐτόν, τὸν κτισμένον ἀπὸ
χέρια ἀνθρώπων, καὶ ἐντὸς
τριῶν ἡμερῶν θὰ ἀνοικοδομήσω
ἄλλον ἀχειροποίητον>. |
58
ὅτι ἡμεῖς τὸν ἠκούσαμεν μὲ
τὰ αὐτιά μας νὰ λέγῃ· Ὅτι
ἐγὼ θὰ κρημνίσω τὸν ναὸν αὐτόν,
ποὺ εἶναι κτισμένος ἀπὸ χέρια ἀνθρώπινα,
καὶ μέσα εἰς τρεῖς ἡμέρας θὰ
οἰκοδομήσω ἄλλον ναόν, ποὺ δὲν γίνεται
ἀπὸ χέρια ἀνθρώπινα. |
59
Καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν
ἡ μαρτυρία αὐτῶν. |
59
Ἀλλὰ οὔτε καὶ ἔτσι δὲν
ἦτο σύμφωνος ἡ κατάθεσίς των. |
59
Ἀλλὰ καὶ ἔτσι ποὺ κατέθεταν,
δὲν ἦτο σύμφωνος ἡ μαρτυρία των.
|
60
Καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς
εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν
Ἰησοῦν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ
οὐδέν; Τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν;
|
60
Τότε ἐσηκώθηκε ὁ ἀρχιερεύς,
ἐστάθη εἰς τὸ μέσον, καὶ
ἐρωτοῦσε τὸν Ἰησοῦν λέγων·
<δὲν ἀπαντᾷς τίποτε; Τί εἶναι
αὐτά, ποῦ σὲ κατηγοροῦν αὐτοὶ
ἐδῶ;> |
60
Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ὁ ἀρχιερεὺς
εἱς τὸ μέσον, ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν
καὶ εἶπε· Δὲν ἀποκρίνεσαι τίποτε;
Τί σὲ κατηγοροῦν αὐτοί;
|
61
Ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν
ἀπεκρίνατο. Πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς
ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει
αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς
ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;
|
61
Αὐτὸς δὲ ἐσιωποῦσε καὶ
δὲν ἔδωσε καμμίαν ἀπάντησιν.
Πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς τὸν ἐρωτοῦσε
καὶ τοῦ ἔλεγε· <Σὺ εἶσαι
ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ
εὐλογημένου καὶ δοξασμένου Θεοῦ;> |
61
Αὐτὸς δὲ ἐσιώπα καὶ δὲν
ἀπήντησε τίποτε. Πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς
τὸν ἠρώτα καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν·
Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς
ἐκείνου, ποὺ μόνος πρέπει λατρευτικῶς νὰ
εὐλογῆται καὶ νὰ ἀνυμνῆται;
|
62
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐγὼ
εἶμι· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον
τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ
τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. |
62
Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε· <ἐγὼ
εἶμαι· καὶ θὰ ἰδῆτε τὸν
υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ κάθεται
εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ παντοδυνάμου
Θεοῦ καὶ νὰ ἔρχεται πάλιν ἐπάνω
εἰς τὰς νεφέλας τοῦ οὐρανοῦ>.
(Προαναγγέλλει τὴν ἔνδοξον δευτέραν
του παρουσίαν, διὰ νὰ τοὺς δώσῃ
εὐκαιρίαν μήπως καὶ συναισθανθοῦν
τὸ βάρος τοῦ ἐγκλήματός
των καὶ μετανοήσουν). |
62
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Ἐγὼ
εἶμαι. Καὶ θὰ ἴδετε τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου, τὸν Μεσσίαν, νὰ κάθεται
εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ
καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰ
σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ. |
63
Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς
χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· τί
ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;
|
63
Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς ἔσχισε τὰ
ροῦχα του διὰ τὴν ὕβριν τάχα
ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ποὺ ἤκουσε
καὶ εἶπε· <τί μᾶς χρειάζονται
πλέον οἱ μάρτυρες; |
63
Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς μὲ ὑποκριτικὸν
καὶ ἐπιδεικτικὸν ἀποτροπιασμὸν
διὰ τὴν φρικτὴν βλασφημίαν ἔσχισε
τὰ ρούχα του σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειαν, ποὺ
ἐπεκράτει μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων, καὶ
εἶπε· Τί μᾶς χρειάζονται πλέον μάρτυρες; |
64
Ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας·
τί ὑμῖν φαίνεται; Οἱ δὲ
πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι
ἔνοχον θανάτου. |
64
Ἠκούσατε βέβαια τὴν βλασφημίαν·
τί γνώμην ἔχετε; Αὐτοὶ δὲ
ὅλοι μ' ἕνα στόμα κατεδίκασαν αὐτόν,
ὅτι εἶναι ἔνοχος θανάτου διὰ
τὴν βλασφημίαν, ποὺ
ἐξεστόμισε. |
64
Ἠκούσατε καθαρά, ὥστε νὰ μὴ σᾶς
μένῃ καμμία ἀμφιβολία, τὴν βλασφημίαν ποὺ
ἐξεστομίσθη. Τί γνώμην ἔχετε; Αὐτοὶ
δὲ ὅλοι ἀπεφάνθησαν κατ’ αὐτοῦ,
ὅτι εἶναι ἔνοχος βλασφημίας, ποὺ τιμωρεῖται
μὲ θάνατον. |
65
Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ
καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν
αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν
τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. Καὶ οἱ
ὑπηρέται ραπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον.
|
65
Καὶ ἤρχισαν μερικοὶ νὰ τὸν φτύνουν,
νὰ τοῦ σκεπάζουν ὁλόγυρα τὸ
πρόσωπόν του, ὥστε νὰ μὴ βλέπῃ,
νὰ καταφέρουν ἰσχυρὰ ραπίσματα
καὶ γρονθοκοπήματα καὶ νὰ τοῦ
λέγουν· <προφήτεψέ μας ποιὸς
εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἐκτύπησε>.
Καὶ οἱ ὑπηρέται ἐκτυποῦσαν
αὐτὸν μὲ ραπίσματα.
|
65
Καὶ ἤρχισαν μερικοὶ νὰ τὸν φτύνουν
καὶ νὰ τοῦ σκεπάζουν γύρω τὸ πρόσωπόν
του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ καὶ νὰ
τὸν κολαφίζουν καὶ νὰ τοῦ λέγουν·
Προφήτευσέ μας, ποῖος σὲ ἐκτύπησε. Καὶ
οἱ ὑπηρέται τὸν ἐκτύπησαν μὲ
ραπίσματα. |
66
Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω ἐν
τῇ αὐλῇ ἔρχεται μία τῶν
παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως, |
66
Ἐνῶ δὲ ὁ Πέτρος εὑρίσκετο
κάτω εἰς τὴν αὐλήν, ἦλθε
μία ἀπὸ τὰς ὑπηρετρίας
τοῦ ἀρχιερέως |
66
Καὶ ἐνῷ ὁ Πέτρος ἦτο κάτω εἰς
τὴν αὐλήν, ἦλθε μία ἀπὸ τὰς
ὑπηρετρίας τοῦ ἀρχιερέως.
|
67
καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον
ἐμβλέψασα αὐτῷ λέγει· καὶ
σὺ μετὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ
Ναζαρηνοῦ ἦσθα. |
67
καὶ ὅταν εἶδε τὸν Πέτρον νὰ
ζεσταίνεται, τὸν ἐκύτταξε μὲ
πολλὴν προσοχὴν καὶ τοῦ εἶπε·
<καὶ σὺ ἤσουν μαζῆ μὲ τὸν
Ἰησοῦν τὸν Ναζαρηνόν>. |
67
Καὶ ὅταν εἶδε τὸν Πέτρον νὰ
ζεσταίνεται, ἀφοῦ τὸν ἐκύτταξε προσεκτικά,
εἶπε· Καὶ σὺ ἤσουν μὲ τὸν
Ἰησοῦν τὸν Ναζαρηνόν.
|
68
Ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· οὐκ
οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί
σὺ λέγεις. Καὶ ἐξῆλθεν ἔξω
εἰς τὸ προαύλιον, καὶ ἀλέκτωρ
ἐφώνησε. |
68
Ἐκεῖνος ὅμως ἠρνήθη λέγων·
<δὲν γνωρίζω οὔτε ἐνοῶ τί
λέγεις>. Καὶ ἐβγῆκε ἔξω εἰς
τὸ προαύλιον καὶ ὁ πετεινὸς
ἐλάλησε. |
68
Αὐτὸς ὅμως ἠρνήθη καὶ εἶπε·
Δὲν ἠξεύρω, οὔτε καταλαβαίνω τί λέγεις σύ.
Καὶ ἐβγῆκεν ἔξω εἰς τὸ
προαύλιον, καὶ ἐλάλησεν ὁ πετεινός.
|
69
Καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν
πάλιν ἤρξατο λέγειν τοῖς παρεστηκόσιν
ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστιν. |
69
Καὶ ἡ ὑπηρέτρια, ὅταν τὸν
ξαναεῖδε, ἤρχισε νὰ λέγῃ εἰς
αὐτοὺς ποὺ ἔστεκαν ἐκεῖ,
ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀπὸ ἐκείνους. |
69
Καὶ ἡ ὑπηρέτρια, ὅταν τὸν ξαναεῖδεν,
ἤρχισε νὰ λέγῃ εἰς αὐτοὺς
ποὺ ἔστεκαν ἐκεῖ, ὅτι αὐτὸς
εἶναι ἀπὸ ἐκείνους.
|
70
Ὁ δὲ ἠρνεῖτο. Καὶ μετὰ
μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον
τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς ἐξ
αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος
εἶ καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει. |
70
Ὁ δὲ Πέτρος πάλιν ἠρνήθη.
Καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον
πάλιν οἱ παριστάμενοι ἔλεγαν εἰς
τὸν Πέτρον· <πράγματι εἶσαι
ἀπὸ αὐτούς, διότι εἶσαι
Γαλιλαῖος, καὶ ἡ προφορά σου ὁμοιάζει
μὲ τὴν προφορὰν τῶν Γαλιλαίων>.
|
70
Αὐτὸς δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. Καὶ
ὕστερ’ ἀπὸ λίγο, πάλιν ἐκεῖνοι
ποὺ ἔστεκαν ἐκεῖ, ἔλεγον εἰς
τὸν Πέτρον· Ἀληθῶς, ἀπὸ
αὐτοὺς εἶσαι, διότι εἶσαι Γαλιλαῖος
καὶ ἡ προφορὰ τῆς ὁμιλίας σου
ὁμοιάζει πρὸς τὴν προφορὰν τῶν
κατοίκων τῆς Γαλιλαίας. |
71
Ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματιζειν καὶ
ὀμνύειν ὅτι οὐκ οἶδα τὸν
ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε.
|
71
Αὐτὸς δὲ ἤρχισε να καταριέται
καὶ νὰ ὁρκίζεται, ὅτι <δὲν
ξεύρω τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ποὺ
λέτε>. |
71
Αὐτὸς δὲ ἤρχισε νὰ ἐπικαλῆται
κατάρας κατὰ τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ
νὰ ὁρκίζεται, ὅτι δὲν γνωρίζω τὸν
ἄνθρωπον αὐτὸν ποὺ λέγετε.
|
72
Καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε.
Καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ
ρῆμα ὃ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς
ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς,
ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν
ἔκλαιε. |
72
Καὶ δευτέραν φορὰν ὁ πετεινὸς
ἐλάλησε. Καὶ ἐθυμήθηκε ὁ
Πέτρος τὸν λόγον, ποὺ τοῦ εἶχε
πῇ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι πρὶν
ὁ πετεινὸς λαλήσῃ δύο φορές,
θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές.
Καὶ ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον καὶ
ἤρχισε νὰ κλαίῃ. (Ἡ βαθεῖα
συναίσθησις τοῦ βαρέος σφάλματός
του, ἡ συγκλονιστικὴ του λύπη, τὰ
θερμὰ δάκρυα τῆς μετανοίας τὸν
ἐπανέφεραν καὶ πάλιν ψυχικῶς
πλησίον τοῦ Διδασκάλου καὶ τὸ
ἔκαμαν ἄξιον νὰ δεχθῇ τὴν συγχώρησιν
καὶ τὴν ἐξάλειψιν τῆς μεγάλης
του ἐνοχῆς).
|
72
Καὶ διὰ δευτέραν φορὰν ἐλάλησεν ὁ
πετεινός. Καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Πέτρος τὸν
λόγον, ποὺ τοῦ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς,
ὅτι προτοῦ νὰ λαλήσῃ ὁ πετεινὸς
δύο φοράς, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς
φοράς. Καὶ ἤρχισε νὰ κλαίῃ.
|