Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
ν
δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις
παραγίνεται Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς
κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ
τῆς Ἰουδαίας
|
ατὰ
τὰς ἡμέρας ἐκείνας (ποὺ
ὁ Ἰησοῦς ἐζοῦσε ἀφανὴς
εἰς τὴν Ναζαρέτ) ἔκαμε τὴν
ἐμφάνισίν του ὁ Ἰωάννης
ὁ βαπτιστὴς καὶ ἐκήρυσσε εἰς
τὴν ἔρημος τῆς Ἰουδαίας (ποὺ
εὑρίσκεται εἰς τὰ βόρεια τῆς
Νεκρᾶς θαλάσσης).
|
ατ’
ἐκείνας δὲ τὰς ἡμέρας, κατὰ
τὰς ὁποίας ο Ἰησοῦς ἰδιώτευεν
εἰς Ναζαρέτ, ἐβγῆκεν ὁ Ἰωάννης
ὁ βαπτιστὴς εἰς τὴν δημοσίαν δρᾶσιν
του καὶ ἐκήρυττεν εἰς τὴν ἔρημον
τῆς Ἰουδαίας, ποὺ εκτείνεται πρὸς
βορρᾶν τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης καὶ πρὸς
δυσμὰς τοῦ Ἰορδάνου,
|
2
καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε
γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
|
2
Καὶ ἔλεγε· <μετανοεῖτε, ἀλλάξατε
φρονήματα καὶ ζωήν, διότι ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν (τὴν
ὁποίαν θὰ μᾶς φέρῃ ὁ
Μεσσίας) ἔχει πλέον πλησιάσει>.
|
2
καὶ ἔλεγε· Μετανοεῖτε· ἀλλάξατε
ἀποφασιστικὰ σκέψεις καὶ φρονήματα καὶ
ζωήν, διότι πλησιάζει ο καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον
ὁ Μεσσίας μὲ τὴν νέαν οὐράνιον ζωήν,
ποὺ θὰ μᾶς φέρῃ, θὰ ἐγκαθιδρύσῃ
καὶ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
|
3
Οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ρηθεὶς ὑπὸ
Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος·
φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ,
ἐτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου,
εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους
αὐτοῦ.
|
3
Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰωάννης ἦτο
ἐκεῖνος, διὰ τὸν ὁποῖον
εἶχε προφητεύσει ὁ Ἡσαΐας
λέγων· <φωνὴ ἀνθρώπου ὁ
ὁποῖος κράζει μεγαλοφώνως εἰς
τὴν ἔρημον· ἑτοιμάσατε τὸν
δρόμον τοῦ Κυρίου, κάματε εὐθεῖς
καὶ ὁμαλοὺς τοὺς δρόμους αὐτοῦ·
(δηλαδὴ προπαρασκευάσατε τὶς καρδιές
σας καὶ καθαρίσατε τὶς ψυχές σας,
διὰ νά τὶς ἐπισκεφθῇ ὁ
Κύριος).
|
3
Ἔπρεπε δὲ κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας
νὰ ἐμφανισθῇ ὁ Ἰωάννης καὶ
νὰ ἀκουσθῇ τὸ κήρυγμα αὐτό,
διότι αὐτὸς ἦτο ὁ ἄνθρωπος,
διὰ τὸν ὁποῖον ἐπροφήτευσεν
ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης, ὅταν εἶπε
φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ· φωνὴ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος
κράζει εἰς τὴν ἔρημον καὶ λέγει·
Ἐτοιμάσατε τὸν δρόμον, διὰ τοῦ ὁποίου
θὰ ἔλθῃ πρὸς σᾶς ὁ Κύριος·
κάμετε ἴσιους καὶ ὁμαλοὺς τοὺς
δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ
περάσῃ. Ξερριζώσατε δηλαδὴ ἀπὸ τὰς
ψυχάς σας τὶς ἀγκαθιὲς τῶν αμαρτωλῶν
παθῶν καὶ ρίψατε μακρὰν τοὺς λίθους
τοῦ ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς σκληρότητος
καὶ καθαρίσατε μὲ τὴν μετάνοιαν τὸ
ἐσωτερικόν σας, διὰ νὰ δεχθῇ τὸν
Κύριον.
|
4
Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶχε
τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ
τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην
περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ,
ἡ δὲ τροφὴ αὐτοῦ ἦν
ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον.
|
4
Ὁ δὲ Ἰωάννης (ἀφοσιωμένος
εἰς τὸν Κύριον καὶ τὴν ἀποστολήν
του) ἐζοῦσε ἀσκητικὴν ζωήν·
ἐφοροῦσε ἔνδυμα ἀπὸ τρίχας
καμήλου καὶ δερματίνην ζώνην, γύρω
ἀπὸ τὴν μέσην του. ῎Ετρωγε
δὲ μόνον ἀκρίδας
(ἀπὸ ἐκείνας, ποὺ κοπάδια
ἤρχοντο ἀπὸ τὴν Ἀραβίαν
καὶ τὰς ἄλλας περιοχάς) καὶ
μέλι, τὸ ὁποῖον ἄγρια μελίσσια
ἀποθήκευαν εἰς σχισμὰς βράχων
ἢ κουφάλες δένδρων.
|
4
Σύμφωνος δὲ πρὸς τὸ κήρυγμά του καθ’ ὅλα
ἦτο καὶ ὁ ὅλος βίος τοῦ Ἰωάννου
καὶ ἡ ὅλη ἐμφάνισίς του. Αὐτὸς
ὁ Ἰωάννης ἐφόρει ἔνδυμα ὑφασμένον
ἀπὸ τρίχας καμήλου, μὲ ζώνην δερματίνην
γύρω ἀπὸ τὴν μέσην του. Ἡ τροφή
του δὲ ἦτο πρόχειρος καὶ ξηρά· δηλαδὴ
ἀκρίδες απ’ ἐκεῖνες ποὺ ἔφερεν
ὁ ἄνεμος εἰς τὴν ἔρημον ἀπὸ
τὴν Ἀραβίαν, καὶ μέλι ποὺ μέσα εἰς
σχισμὰς πετρῶν ἀποθήκευαν ἄγρια
μελίσσια.
|
5
Τότε ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν
Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία
καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου,
|
5
Οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ
καὶ ὅλης τῆς Ἰουδαίας καὶ
ὅλης τῆς περιοχῆς δεξιὰ καὶ
ἀριστερὰ τοῦ Ἰορδάνου ἔβγαιναν
τότε εἰς τὴν ἔρημον πρὸς τὸν
Ἰωάννην.
|
5
Τότε ἐπήγαιναν ἔξω πρὸς αὐτὸν
οἱ κάτοικοι τῶν Ἱεροσολύμων καὶ
ὁλοκλήρου τῆς Ἰουδαίας καὶ ὅλης
τῆς χώρας, ποὺ ἐξετείνετο εἰς τὴν
δεξιὰν καὶ ἀριστερὰν ὄχθην
τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.
|
6
καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ
ὑπ' αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι
τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.
|
6
Καὶ ἐβαπτίζοντο ἀπὸ αὐτὸν
εἰς τὸν Ἰορδάνην, ὅπου συγχρόνως
ἐξωμολογοῦντο καὶ τὰς ἁμαρτίας
των.
|
6
Καὶ ἐβαπτίζοντο μέσα εἰς τὸν Ἰορδάνην
ποταμὸν ἀπὸ τὸν Ἰωάννην, συγχρόνως
δὲ ἐξωμολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας
των.
|
7
Ἰδὼν δὲ πολλοὺς τῶν Φαρισαίων
καὶ Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπὶ
τὸ βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς·
γεννήματα ἐχιδνῶν, τὶς ὑπέδειξεν
ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς
μελλούσης ὀργῆς;
|
7
῞Οταν δὲ ὁ Ἰωάννης εἶδε
πολλοὺς ἀπὸ τάξιν τῶν ὑποκριτῶν
Φαρισαίων καὶ τῶν ὑλιστῶν
Σαδδουκαίων νὰ ἔρχονται, διὰ νὰ
δεχθοῦν τὸ βάπτισμά του, εἶπε
πρὸς αὐτούς· <Γεννήματα
ἀπὸ φαρμακιερὲς ὀχιές (ποὺ
ἔχετε κληρονομικῶς ἀπὸ τοὺς
προγόνος σας τὸ δηλητήριον τῆς κακίας
καὶ τῆς μοχθηρίας) ποιὸς σᾶς
ὡδήγησε νὰ ἀποφύγετε τὴν
δικαίαν τοῦ Θεοῦ ὀργήν, ποὺ
θὰ ξεσπάσῃ ἐντὸς ὀλίγου;
|
7
Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Ἰωάννης πολλοὺς
ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς
Σαδδουκαίους νὰ ἔρχωνται διὰ νὰ
λάβουν τὸ βάπτισμά του, τοὺς εἶπεν·
Ἀπόγονοι τῶν φαρμακερῶν ὀχιῶν,
ποὺ ἔχετε τὴν κακίαν κληρονομικήν, διότι
καὶ οἱ πρόγονοί σας γεμᾶτοι ἀπὸ
τὸ δηλητήριον τῆς πονηρίας καὶ μοχθηρίας
ἦσαν, ποῖος σᾶς ὠδήγησε νὰ
φύγετε καὶ νὰ σωθῆτε ἀπὸ τὴν
ὀργήν, ποὺ πρόκειται μετ’ ὀλίγον νὰ
ξεσπάσῃ;
|
8
ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς
μετανοίας,
|
8
Διὰ νὰ σωθῆτε, δὲν ἀρκεῖ
τὸ βάπτισμα, ἀλλὰ πρέπει νὰ
κάμετε καὶ ἔργα καλά, ποὺ
θὰ εἶναι καρπὸς καὶ ἀπόδειξις
τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας σας.
|
8
Διὰ νὰ σωθῆτε λοιπὸν ἀπὸ
τὴν ὀργὴν αὐτήν, κάμετε ἔργα
αγαθά, τὰ ὁποῖα εἶναι καρπὸς
ἄξιος τῆς ἀληθοῦς μετανοίας, καὶ
δείξατε εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὰς
ἐναρέτους πράξεις σας, ὅτι μετενοήσατε εἰλικρινῶς.
|
9
καὶ μὴ δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς,
πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ·
λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται
ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων
ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ.
|
9
Καὶ μὴ νομίσετε ὅτι ἠμπορεῖτε
νὰ σωθῆτε μὲ τὸ νὰ λέγετε
μέσα σας, καὶ μάλιστα με καύχησιν,
πατέρα ἔχομεν τὸν πατριάρχην Ἀβραάμ.
Διότι σᾶς λέγω τοῦτο, ὅτι
ὁ Θεὸς ἠμπορεῖ καὶ ἀπὸ
αὐτὲς τὶς πέτρες νὰ ἀναδείξῃ
διὰ θαύματος ἀξίους ἀπογόνους
τοῦ Ἀβραάμ.
|
9
Καὶ μὴ σᾶς ἀρέσῃ νὰ
ἀπατᾶτε τὸν ἑαυτόν σας καὶ
νὰ λέγετε μέσα σας· πατέρα ἔχομεν τὸν
Ἀβραάμ. Διότι σᾶς λέγω, ὅτι ὁ Θεὸς
ἔχει τὴν δύναμιν καὶ ἀπὸ τὰ
λιθάρια αὐτὰ νὰ ἀναστήσῃ ἀπογόνους
τοῦ Ἀβραάμ.
|
10
Ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς
τὴν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται·
πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν
καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ
εἰς πῦρ βάλλεται.
|
10
Τώρα δὲ καὶ τὸ τσεκούρι εὑρίσκεται
πλέον κοντὰ εἰς τὴν ρίζαν
τῶν δένδρων. (῎Εφθασε δηλαδὴ ὁ
καιρός, ποὺ θὰ ἐκδηλωθῇ ἡ
δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ)· κάθε
δένδρον, ποὺ δὲν κάνει καρπὸν
καλόν, κόπτετει σύριζα καὶ ρίχνεται
στὴν φωτιὰ (αὐτὸ θὰ πάθῃ
κάθε ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου
τὰ ἔργα δὲν εἶναι καλά).
|
10
Τώρα δὲ καὶ ὁ πέλεκυς τῆς θείας
κρίσεως εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὴν
ρίζαν τῶν δένδρων, ἕτοιμος νὰ κόψῃ
σύρριζα καθένα ἄνθρωπον, ποὺ ὁμοιάζει
πρὸς ἄκαρπον δένδρον. Κάθε δὲνδρον λοιπόν,
ποὺ δὲν κάνει καρπὸν καλόν, κόπτεται ἀπὸ
τὴν ρίζαν καὶ ρίπτεται εἰς τὸ πῦρ.
Αὐτὸ θὰ πάθῃ καὶ κάθε ἄνθρωπος,
ποὺ δὲν ἔχει καρπὸν ἀρετῆς.
|
11
Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς
ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ
δὲ ὀπίσω μου έρχόμενος ἰσχυρότερός
μού ἐστιν, οὗ οὐκ εἰμὶ
ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστᾶσαι·
αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί.
|
11
Ἐγὼ μὲν σᾶς βαπτίζω μὲ
νερό, διὰ νὰ σᾶς ὁδηγήσω
εἰς τὴν μετάνοιαν· ἐκεῖνος
ὅμως ποὺ ἔρχεται ἔπειτα ἀπὸ
ἐμέ, εἶναι ἰσχυρότερός
μου καὶ δὲν εἶμαι ἐγὼ ἄξιος
οὔτε τὰ ὑποδήματά του νὰ
βαστάσω. Αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτίσῃ
μὲ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ μὲ τὸ
πῦρ τῆς χάριτος (ποὺ κατακαίει
τὴν ἁμαρτίαν, καθαρίζει δὲ
καὶ ζωογονεῖ τὴν ψυχήν).
|
11
Εἶναι δὲ καὶ δυνατὸν καὶ εὔκολον
νὰ καρποφορήσετε τὴν ἀρετήν. Διότι ναὶ
μὲν ἑγὼ σᾶς βαπτίζω μὲ νερόν,
πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ εἰσαχθῆτε
εἰς κατάστασιν μετανοίας· ἐκεῖνος
ὅμως ποὺ ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ
ἑμέ, εἶναι λόγῳ τοῦ ἀξιώματός
του καὶ τῆς θείας φύσεώς του δυνατώτερος ἀπὸ
ἑμέ. Αὐτοῦ δὲν εἶμαι ἄξιος
ἑγὼ οὔτε ὡς ὁ ἔσχατος
δοῦλος νὰ βαστάσω τὰ ὑποδήματά του.
Αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτίσῃ μὲ
Πνεῦμα Ἅγιον καὶ μὲ τὸ καθαρτικὸν
πῦρ τῆς χάριτος.
|
12
Οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ
αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ τὴν
ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν
σῖτον αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποθήκην,
τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ
ἀσβέστῳ.
|
12
Αὐτὸς κρατεῖ εἰς τὸ χέρι
του τὸ φτυάρι καὶ θὰ καθαρίσῃ
πλήρως τὸ ἁλώνι του· καὶ
τὸ μὲν σιτάρι του θὰ τὸ συγκεντρώσῃ
εἰς τὴν ἀποθήκην (τοὺς δικαίους
δηλαδὴ καὶ ἐναρέτους θὰ παραλάβῃ
εἰς τὴν βασιλείαν του) τὸ δὲ
ἄχυρον θὰ τὸ κατακαύσῃ εἰς
ἄσβεστον πῦρ, (δηλαδὴ τοὺς ἀμετανοήτους
ἁμαρτωλοὺς θὰ τοὺς καταδικάσῃ
εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός).
Ἀκούσατέ τα αὐτὰ Σαδδουκαῖοι
καὶ Φαρισσαῖοι>.
|
12
Κρατεῖ εἰς τὴν χεῖρα φτυάρι, ποὺ
λιχνίζει. Ἡ δικαία κρίσις του δηλαδὴ εἶναι
ἕτοιμος νὰ λειτουργήσῃ καὶ θὰ
καθαρίσῃ τελείως τὸ ἁλώνιόν του, ἤτοι
τὸν κόσμον ὁλόκληρον. Καὶ θὰ συνάξῃ
τὸν σῖτον του εἰς τὴν ἀποθήκην,
ἤτοι τοὺς ἐναρέτους εἰς τὴν
οὐράνιον βασιλείαν, τὸ δὲ ἄχυρον,
ἤτοι τοὺς ἀμετανόητους, θὰ κατακαύσῃ
μὲ φωτιά, ποὺ δὲν σβήνει ποτέ.
|
13
Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς
ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ
τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην
τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ' αὐτοῦ.
|
13
Τότε ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ
τὴν Γαλιλαίαν (ὅπου ἕμενε καὶ
ἠσχολεῖτο με τὴν ξυλουργικὴν τέχνην)
εἰς τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν
Ἰωάννην, διὰ νὰ βαπτισθῇ ἀπὸ
αὐτόν.
|
13
Τότε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ
τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸν Ἰορδάνην πρὸς
τὸν Ἰωάννην διὰ νὰ βαπτισθῇ
ἀπὸ αὐτόν.
|
14
Ὁ δὲ Ἰωάννης διεκώλυεν αὐτὸν
λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω
ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ
ἔρχῃ πρός με;
|
14
Ὁ
Ἰωάννης ὅμως τὸν ἐμπόδιζε
μὲ ἐπιμονὴν καὶ ἔλεγε·
<ἐγώ, ὁ ἀτελὴς καὶ
ἀδύνατος ἄνθρωπος, ἔχω ἀνάγκην
νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ σὲ, καὶ
σύ, ὁ ἀναμάρτητος καὶ τέλειος,
ἔρχεσαι νὰ βαπτισθῇς ἀπὸ ἐμέ;>
|
14
Ὁ Ἰωάννης ὅμως τὸν ἠμπόδιζε
ζωηρὰ καὶ ἔλεγεν· Ἐγὼ
ἔχω ἀνάγκην νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ
σὲ τὸν ἀναμάρτητον, καὶ σὺ
ἔρχεσαι πρὸς ἑμὲ διὰ νὰ
λάβῃς βάπτισμα;
|
15
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς
εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες
ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν
ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην.
Τότε ἀφίησιν αὐτόν·
|
15
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς
καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν·
<ἔτσι εἶναι, ἀλλὰ ἄφησε
τώρα τὰς ἀντιρρήσεις καὶ μὴ
φέρνεις δυσκολίες εἰς τὸ βάπτισμά
μου, διότι ἔτσι πρέπει, καὶ γιὰ
μένα καὶ γιὰ σένα, νὰ ἐκπληρώσω
κάθε ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ·
μία ἀπὸ τὰς ἐντολὰς
εἶναι καὶ αὐτή>. Τότε ὁ
Ἰωάννης τὸν ἀφῆκε νὰ
βαπτισθῇ.
|
15
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς
εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἄφησε τώρα
τὰς ἀντιρρήσεις καὶ μὴ φέρῃς
δυσκολίαν νὰ βαπτισθῶ. Διότι κατ’ αὐτὸν
τὸν τρόπον ταπεινούμενος πρέπει νὰ πληρώσω πᾶσαν
ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
σοῦ ἀνέθεσεν ὡς καθῆκον νὰ
βαπτίζῃς. Τότε ὁ Ἰωάννης ἀφῆκεν
αὐτὸν νὰ βαπτισθῇ.
|
16
καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη
εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος·
καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ
οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ
περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ'
αὐτόν·
|
16
Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἐβαπτίσθη,
ἐβγῆκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ
νερὸ (διότι δὲν εἶχε καμμίαν
ἁμαρτίαν νὰ ἐξομολογηθῇ, ἐνῶ
οἱ ἄλλοι ἔμεναν εἰς αὐτό,
ὅσον χρόνον διαρκοῦσε ἡ ἐξομολόγησίς
των). Καὶ ἰδοὺ ἠνοίχθησαν
χάριν αὐτοῦ οἱ οὐρανοὶ
καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
νὰ κατεβαίνῃ ὑπὸ τὴν
μορφὴν τῆς περιστερᾶς καὶ νὰ
ἔρχεται ἐπάνω εἰς αὐτόν.
|
16
Καὶ ὅταν ἐβαπτίσθῃ ὁ Ἰησοῦς,
ἐπειδὴ ὡς ἀναμάρτητος δὲν
εἶχε τίποτε νὰ ἐξομολογηθῇ, ἀνέβη
ἀμέσως ἀπὸ τὸ νερὸν τοῦ
Ἰορδάνου καὶ δὲν ἔμεινεν ἐπὶ
πολὺ εἰς αὐτό, ὅπως οἱ ἄλλοι,
ποὺ κατὰ τὸ βάπτισμά των ἐξωμολογοῦντο
τὰς ἁμαρτίας των. Καὶ ἰδοὺ
ἤνοιξαν εἰς αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ
καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
νὰ καταβαίνῃ μὲ ἐξωτερικὸν
σχῆμα καὶ μορφὴν ὁμοίαν πρὸς
περιστερὰν καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω
του.
|
17
καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν
οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός
ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός,
ἐν ᾧ εὐδόκησα.
|
17
Καὶ ἰδοὺ ἠκούσθη ἀπὸ
τοὺς οὐρανοὺς ἡ φωνὴ
τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ὁ ὁποῖος
ἔλεγεν· <Αὐτὸς εἶναι ὁ
Υἱός μου ὁ ἀγαπημένος (ὁ
μονογενὴς ὡς Θεὸς υἱός μου,
καὶ ὁ ἀπολύτως ἀναμάρτητος
ὡς ἄνθρωπος) εἰς τὸν ὁποῖον
ἀναπαύομαι πάντοτε πλήρως, διότι
πράττει τὸ ἀρεστὸν εἰς ἐμέ>.
|
17
Καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἠκούσθη ἀπὸ
τοὺς οὐρανοὺς ποὺ ἔλεγεν·
Οὗτος εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπημένος,
εἰς τὸν ὁποῖον εὐηρεστήθην.
Τὸν ἐγέννησα ἀϊδίως καὶ εἶναι
ὡς Θεὸς μονάκριβός μου Υἱός, ὡς
ἄνθρωπος δὲ ἀπολύτως ἀναμάρτητος.
Πάντοτε ἔκαμε τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιόν
μου.
|