Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
ὴ
κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε·
|
ὴ
κατακρίνετε καὶ μὴ καταδικάζετε
τὸν πλησίον σας, διὰ νὰ μὴ
κατακριθῆτε καὶ σεῖς ἀπὸ τὸν
Θεόν.
|
ὴ
κατακρίνετε ἀσυμπαθῶς τὸν πλησίον σας,
διὰ νὰ μὴ κατακριθῆτε ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ.
|
2
ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε,
καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε
μετρηθήσεται ὑμῖν.
|
2
Διότι μὲ τὴν σκληρὰν καὶ αὐστηρὰν
κρίσιν, ποὺ κατακρίνετε, θὰ κατακριθῆτε
καὶ μὲ τὸ ἴδιον μέτρον, ποὺ
κρίνετε τὰς πράξεις τοῦ πλησίον,
θὰ μετρηθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν
καὶ θὰ κριθῇ καὶ ἡ ἰδική
σας ζωὴ καὶ συμπεριφορά.
|
2
Διότι μὲ τὴν αὐτὴν ἀσυμπαθῆ
καὶ αὐστηρὰν κρίσιν, μὲ τὴν
ὁποίαν κατακρίνετε, θὰ κατακριθῆτε, καὶ
μὲ τὸ αὐτὸ μέτρον, μὲ τὸ
ὁποῖον ἐξετάζετε καὶ καταδικάζετε
τὰς πράξεις τοῦ πλησίον, θὰ μετρηθῇ
καὶ διὰ σᾶς ὑπὸ τοῦ
Θεοῦ ἡ πολιτεία καὶ συμπεριφορά σας.
|
3
Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ
ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ
σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ
δοκὸν οὐ κατανοεῖς;
|
3
Διατὶ δὲ βλέπεις τὸ μικρὸν
ἀχυράκι, ποὺ ὑπάρχει εἰς
τὸ μάτι ἀδελφοῦ σου, καὶ δὲν
αἰσθάνεσαι τὸ δοκάρι ποὺ εἶναι
εἰς τὸ ἰδικόν σου μάτι; (Διατὶ
ἐπικρίνεις τὸ ἐλαφρὸν σφάλμα
τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ δὲν συναισθάνεσαι
τὸ βαρύτατον ἰδικόν σου παράπτωμα;)
|
3
Διατὶ δὲ βλέπεις τὸ σαριδάκι, ποὺ
εἶναι εἰς τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ
σου, τὸ δοκάρι δέ, ποὺ εἶναι εἰς
τὸ μάτι σου, δὲν τὸ αἰσθάνεσαι καὶ
δὲν τὸ καταλαβαίνεις; Διατὶ τὸ μικρὸ
σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ σου τὸ βλέπεις,
μένεις δὲ ἀναίσθητος ἐμπρὸς εἰς
τὸ ἰδικόν σου βαρύτατον σφάλμα;
|
4
῍Η πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ
σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος
ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ
ἰδοῦ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ
σου;
|
4
Καὶ μὲ τί δικαίωμα θὰ πῇς
εἰς τὸν ἀδελφό σου, ἄφησέ
με νὰ βγάλω τὸ ἀχυράκι ἀπὸ
τὸ μάτι σου (νὰ διορθώσω δηλαδὴ
ἐγώ, σὰν καλύτερος τάχα, τὸ
δικό σου σφάλμα), καθ' ὃν χρόνο
ὑπάρχει εἰς τὸ μάτι σου δοκάρι
ὁλόκληρο (δηλαδὴ βαρύνεσαι σὺ
ἀπὸ μεγάλα ἁμαρτήματα);
|
4
Ἢ πῶς θὰ εἴπῃς εἰς τὸν
ἀδελφόν σου, ἄφησε νὰ βγάλω τὸ σαριδάκι
ἀπὸ τὸ μάτι σου· ἐπίτρεψόν
μου νὰ διορθώσω τὸ μικρὸν σφάλμα σου;
Καὶ ἰδοὺ εἰς τὸ μάτι σου τὸ
δοκάρι. Ἰδοὺ σὺ κατέχεσαι ἀπὸ
βαρύτατον ἐλάττωμα.
|
5
Ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν
δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου,
καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν
τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ
τοῦ ἀδελφοῦ σου.
|
5
Ὑποκριτά, βγάλε πρῶτα τὸ δοκάρι
ἀπὸ τὸ μάτι σου καὶ τότε
θὰ ἴδῃς καθαρά, ὥστε νὰ
βγάλῃς μὲ προσοχὴν καὶ ἀγάπην
τὸ ἀχυράκι ἀπὸ τὸ μάτι
τοῦ ἀδελφοῦ σου.
|
5
Ὑποκριτά, ποὺ προσποιεῖσαι, ὅτι
ἀπὸ ζῆλον ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς
καὶ ἀπὸ ἀγάπην θέλεις νὰ διορθώσῃς
τοὺς ἄλλους, ἂν πράγματι ὁ ζῆλος
σὲ κινῇ, βγάλε πρῶτον τὸ δοκάρι
ἀπὸ τὸ μάτι σου καὶ τότε θὰ
ἴδῃς καθαρὰ διὰ νὰ βγάλῃς
καὶ τὸ σαριδάκι ἀπὸ τὸ μάτι
τοῦ ἀδελφοῦ σου.
|
6
Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ
μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν
ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν
αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν
καὶ στραφέντες ρήξωσιν ὑμᾶς.
|
6
Προσέχετε ὅμως εἰς ποίους θὰ
προσφέρετε μὲ ἀδελφικὴν ἀγάπην
τὰς ὑπηρεσίας σας καὶ θὰ ἐνδιαφέρεσθε
διὰ τὴν διόρθωσίν των. Διότι
ὑπάρχουν μερικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ
εἶναι ἀναιδεῖς, ὅπως οἱ σκύλοι
καὶ ἀκάθαρτοι εἰς τὴν ζωήν
των, ὅπως εἶναι οἱ χοῖροι. Λοιπὸν
μὴ δώσετε τὰ ἅγια τῆς πίστεως
εἰς τοὺς σκύλους καὶ μὴ βάλετε
ἐμπρὸς εἰς τοὺς χοίρους τὰ
πολύτιμα μαργαριτάρια τῆς χριστιανικῆς
ἀληθείας. Διότι ὑπάρχει κίνδυνος
μεγάλος νὰ καταπατήσουν με τὰ πόδια
των τὰ μαργαριτάρια μέσα εἰς τὸν
βόρβορον καὶ νὰ στραφοῦν ἐναντίον
σας, διὰ νὰ σᾶς κατασπαράξουν ἢ
κατὰ κάποιον ἄλλον τρόπον νὰ
σᾶς βλάψουν.
|
6
Ἡ συμπάθεια ὅμως καὶ ἡ ἀποφυγὴ
τῆς κατακρίσεως τῶν ἐλαττωμάτων καὶ
κακιῶν τοῦ πλησίον δὲν πρέπει νὰ
φθάνῃ μέχρις ἀδιακρισίας. Ὑπάρχει καὶ
περίπτωσις, ποὺ πρέπει μὲ προσοχὴν πολλὴν
νὰ ἐξετάζετε τὸν χαρακτῆρα τοῦ
πλησίον. Προσέχετε νὰ μὴ δώσετε τὸ ἅγιον
μυστήριον τῆς πίστεως εἰς ἀνθρώπους, ποὺ
ὡς ἄλλοι κύνες ζοῦν βίον ἀσεβῆ
καὶ ἀναίσχυντον οὐτε νὰ παραθέτετε
τοὺς πολυτίμους μαργαρίτας τῆς χριστιανικῆς
ἀληθείας ἐμπρὸς εἰς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι ὡς ἄλλοι χοῖροι
ζοῦν εἱς τὸν βόρβορον τῶν παθῶν.
Ὑπάρχει μέγας κίνδυνος μήπως καταπατήσουν αὐτοὺς
μὲ τὰ πόδια των καὶ στραφοῦν νὰ
σᾶς κατασπαράξουν ἢ ὁπωσδήποτε νὰ
σᾶς βλάψουν.
|
7
Αἰτῆτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν
ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε,
καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν·
|
7
Σεῖς ζητεῖτε ἀπὸ τὸν Θεὸν
τὰ πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ ἀγαθά,
ποὺ σᾶς χρειάζονται καὶ θὰ
σᾶς δοθοῦν, γυρεύετε καὶ θὰ
βρῆτε αὐτὸ τὸ καλόν ποὺ
θέλετε. Κτυπᾶτε τὴν θύραν τῆς
θείας ἀγάπης καὶ θὰ ἀνοίξῃ
διάπλατα πρὸς χάριν σας.
|
7
Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς τὰς
ἰδικάς σας ἐλλείψεις καὶ ἐλαττώματα,
νὰ ζητῆτε ἀπὸ τὸν Θεὸν
καὶ θὰ δοθῇ εἰς σᾶς αὐτό,
ποὺ ζητεῖτε, ἀρκεῖ νὰ μὴ
εἶναι ἄτοπον ἢ ἐπιβλαβὲς εἰς
σᾶς. Γυρεύετε νὰ εὔρετε τὸ ζητούμενον
καὶ θὰ τὸ εὕρετε, ἐφ' ὅσον
σᾶς εἶναι ὠφέλιμον.
|
8
πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει
καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ
τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται.
|
8
Διότι καθένας, ποὺ ζητεῖ μὲ
πίστιν ἀπὸ τὸν Θεόν, λαμβάνει
τὸ καλὸν ποὺ ζητεῖ. Καὶ ἐκεῖνος
ποὺ γυρεύει, εὑρίσκει καὶ
σὲ καθέναν ποὺ κτυπᾷ τὴν θύραν
τοῦ Θεοῦ, θὰ τοῦ ἀνοιχθῇ
αὐτή.
|
8
Διότι καθένας ποὺ ζητεῖ παρὰ τοῦ
Θεοῦ, λαμβάνει. Καὶ καθένας ποὺ γυρεύει,
εὑρίσκει. Καὶ εἰς καθένα ποὺ κτυπᾷ
τὴν θύραν τῆς θείας προστασίας, θὰ ἀνοιχθῇ
αὕτη.
|
9
῍Η τίς ἐστιν ἐξ ὑμῶν
ἄνθρωπος ὃν ἐὰν αἰτήσῃ
ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον,
μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ;
|
9
(Πάρετε ἕνα παράδειγμα, ἀπὸ
ὅσα συμβαίνουν μεταξύ σας). Ποιὸς
ἄνθρωπος ἀπὸ σᾶς, ποὺ θὰ
τοῦ ζητήσῃ τὸ παιδί του ψωμί,
θὰ δώσῃ εἰς αὐτὸ πέτραν;
|
9
Καὶ διὰ νὰ πεισθῆτε περὶ τούτου
σᾶς ἐρωτῶ: Ποῖος ἄνθρωπος
ἀπὸ σᾶς, ποὺ θὰ τοῦ
ζητήσῃ ὁ υἱός του ἄρτον, εἶναι
δυνατὸν νὰ τοῦ δώσῃ λίθον ἀντὶ
ἄρτου;
|
10
Καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ,
μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ;
|
10
Καὶ ἐὰν τοῦ ζητήσῃ ψάρι,
μήπως θὰ τοῦ δώσῃ φίδι;
|
10
Καὶ ἐὰν τοῦ ζητήσῃ ψάρι, μήπως
θὰ τοῦ δώσῃ φίδι ἀντὶ ψαριοῦ;
|
11
Εἰ οὖν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες,
οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι
τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ
μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ
ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ
τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;
|
11
Ἐὰν λοιπὸν σεῖς οἱ ἄνθρωποι,
ποὺ εἶσθε ἀτελεῖς καὶ διεφθαρμένοι
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ξέρετε
νὰ δίνετε ὠφέλιμα πράγματα
εἰς τὰ παιδιά σας, πόσον μᾶλλον
ὁ οὐράνιος καὶ πανάγαθος Πατήρ
σας θὰ δώσῃ ἀγαθά, καλὰ
καὶ ὠφέλιμα δῶρα, εἰς ἐκείνους
ποὺ τοῦ τὰ ζητοῦν;
|
11
Ἐὰν λοιπὸν σεῖς, καίτοι εἶσθε
ἀτελεῖς καὶ διεφθαρμένοι ἀπὸ
τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, γνωρίζετε νὰ
δίδετε ὠφέλιμα πράγματα εἰς τὰ τέκνα σας,
πόσῳ μᾶλλον ὁ Πατήρ σας ὁ οὐράνιος,
ποὺ εἶναι γεμᾶτος ἀγαθότητα, θὰ
δώσῃ καλὰ καὶ ὠφέλιμα εἰς
ἐκείνους, ποὺ τοῦ ζητοῦν;
|
12
Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα
ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι,
οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς,
οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ
οἱ προφῆται.
|
12
Λοιπόν, ὅσα θέλετε νὰ κάνουν
εἰς σᾶς οἱ ἄνθρωποι, παρόμοια
καὶ σεῖς νὰ κάνετε εἰς αὐτούς.
Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος
καὶ οἱ προφῆται, (δηλαδὴ νὰ
ἀγαπᾶτε τοὺς ἄλλους καὶ νὰ
φέρεσθε μὲ ἀγάπην, ὅπως θέλετε
νὰ σᾶς ἀγαποῦν καὶ νὰ
φέρωνται πρὸς σᾶς οἱ ἄλλοι).
|
12
Καὶ διὰ νὰ συγκεφαλαιώσω λοιπὸν
ὅλα, ὅσα προηγουμένως σᾶς εἶπα,
σᾶς προσθέτω: Ὅλα ὅσα θέλετε νὰ
σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, τὰ ἴδια
νὰ κάνετε καὶ σεῖς εἰς αὐτούς.
Διότι αὐτὸς κατ' οὐσίαν εἶναι ὁ
νόμος καὶ οἱ προφῆται, τὸ νὰ
ἀγαπᾶτε δηλαδὴ τοὺς πλησίον σὰν
τὸν ἑαυτόν σας.
|
13
Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενὴς πύλης·
ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος
ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς
τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν
οἱ εἰσερχώμενοι δι' αὐτῆς.
|
13
(Δυσκόλη βέβαια εἶναι, μάλιστα δὲ
εἰς τὴν ἀρχήν, ἡ ἐφαρμογὴν
τοῦ χρυσοῦ αὐτοῦ κανόνος τῆς
ἀγάπης). ᾿Αλλὰ ἀγωνισθῆτε
καὶ προσπαθεῖτε νὰ μπῆτε εἰς
τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς ἀπὸ
τὴν στενὴν πύλην. Διότι πλατεῖα
μόνον εἶναι ἡ θύρα καὶ εὐρύχωρος
ὁ δρόμος, ποὺ ἐκτρέπει καὶ
ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν
ἀπώλειαν καὶ πολλοὶ εἶναι
ἐκεῖνοι, ποὺ μὲ μεγάλην εὐκολίαν
εἰσέρχονται εἰς αὐτήν.
|
13
Μὴ ἀποθαρρυνθῆτε ἀπὸ τὰς
δυσκολίας, ποὺ εἰς τὴν ἀρχὴν
θὰ σᾶς παρουσιάσῃ ἡ ἐφαρμογὴ
τοῦ χρυσοῦ αὐτοῦ νόμου καὶ
κανόνος. Προσπαθήσατε νὰ ἔμβητε εἰς τὸν
δρόμον τῆς ἀρετὴς διὰ τῆς
στενῆς πύλης ἀπαρνούμενοι τὸν ἁμαρτωλὸν
βίον σας. Χρειάζεται δὲ προσπάθεια ἐπίμονος
εἰς τοῦτο. Διότι εἶναι πλατεῖα ἡ
θύρα καὶ εὐρύχωρος ὁ δρόμος, ποὺ
ἀποπλανᾷ εἰς τὴν αἰωνίαν ἀπώλειαν
τῆς κολάσεως, καὶ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι,
ποὺ εἰσέρχονται εἰς αὐτήν, διότι
μὲ εὐκολίαν μεγάλην καὶ χωρὶς τὸν
παραμικρὸν ἀγῶνα ἐμβαίνει κανεὶς
εἰς αὐτήν. Ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας
εἶναι εὐρύχωρος.
|
14
Τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμένη
ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς
τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν
οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν!
|
14
Ἐξ ἀντιθέτου εἶναι στενὴ ἡ
θύρα καὶ γεμᾶτος δυσκολίες καὶ
ταλαιπωρίες ὁ δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ
εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν καὶ
ἀπαιτεῖται ἀγὼν κατὰ τῆς
ἁμαρτίας, διὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ
κανείς. Διὰ τοῦτο καὶ ὀλίγοι
εἶναι αὐτοί, ποὺ τὸν εὐρίσκουν
καὶ τὸν ἀκολουθοῦν μέχρι τέλους.
|
14
Πόσον εἶναι στενὴ ἡ θύρα καὶ γεμᾶτος
δυσκολίας καὶ κινδύνους καὶ πιέσεις ὁ
δρόμος, ποὺ φέρει εἰς τὴν αἰωνίαν
ζωήν, ἐπειδὴ πρέπει κανεὶς νὰ ἀντισταθῇ
καὶ νὰ ἀντιδράσῃ ὄχι μόνον
εἰς τὰς κακὰς παρακινήσεις τῶν ἀνθρώπων,
ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς κακὰς
συνηθείας καὶ κλίσεις τοῦ ἑαυτοῦ
του. Δι' αὐτὸ ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι,
ποὺ εὐρίσκουν τὸν δρόμον αὐτόν.
|
15
Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν,
οἵτινες ἔρχωνται πρὸς ὑμᾶς
ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν
δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες.
|
15
Προσέχετε δέ, νὰ μὴ παρασυρθῆτε
εἰς τὴν πλάνην ἀπὸ τοὺς
κακοὺς διδασκάλους καὶ ψευδοπροφήτας,
οἱ ὁποῖοι ἔρχονται εἰς σᾶς
μὲ τὸ ἐξωτερικὸν ἔνδυμα τῆς
ἀθωότητος καὶ πραότητος τοῦ
προβάτου, ἐνῶ ἀπὸ μέσα
εἶναι ἄγριοι καὶ ἅρπαγες σὰν
λύκοι.
|
15
Ἐὰν δὲ θέλετε νὰ εὕρετε τὸν
δρόμον αὐτὸν τῆς αἰωνίου σωτηρίας,
προσέχετε νὰ μὴ παρασυρθῆτε ἀπὸ
κακοὺς ὁδηγούς· προσέχετε ἀπὸ
τοὺς ψευδοπροφήτας, ποὺ ἔρχονται εἰς
σᾶς μὲ τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον
τῆς ἀθῳότητος καὶ ἡμερότητος
τοῦ προβάτου, ἀπὸ μέσα των δὲ εἶναι
ἄγριοι καὶ αἰσχροκερδεῖς, σὰν
λύκοι ποὺ ἀρπάζουν.
|
16
Ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν
ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Μήτι συλλέγουσιν
ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἢ
ἀπὸ τριβόλων σῦκα;
|
16
Ἀπὸ τοὺς καρπούς των, δηλαδὴ
ἀπὸ τὰ ἔργα των, θὰ τοὺς
γνωρίσετε καλά. Μήπως τρυγοῦν ποτὲ
ἀπὸ τὰ ἀγκάθια σταφύλια
ἢ ἀπὸ τὰ τριβόλια σῦκα;
|
16
Ἀπὸ τὴν διαγωγήν των καὶ τὰ
ἔργα των, ποὺ σὰν ἄλλον καρπὸν
παράγουν, θὰ τοὺς μάθετε καλά. Μήπως συλλέγουν
ἀπὸ τὰ ἀγκάθια σταφύλια ἢ
ἀπὸ τοὺς τριβόλους σῦκα;
|
17
Οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς
καλοὺς ποιεῖ, τὸ δὲ σαπρὸν
δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ.
|
17
Ἔτσι καὶ κάθε δένδρον ἀγαθὸν
καὶ ἥμερον κάμνει καλοὺς καρπούς,
ἐνὼ τὸ σάπιο καὶ βλαμμένο
δένδρο κάνει καρποὺς ἐπιβλαβεῖς.
|
17
Ὅπως δὲ δὲν συλλέγουν ἀπὸ
τὰ ἀγκάθια σταφύλια καὶ ἀπὸ
τοὺς τριβόλους σῦκα, Ἔτσι κάθε δένδρον
χρήσιμον, ποὺ ἔχει χυμοὺς καλούς, παράγει
καλοὺς καρπούς, τὸ δὲ ἄχρηστον δένδρον
παράγει καρποὺς ἀχρήστους ἢ καὶ
ἐπιβλαβεῖς.
|
18
Οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς
πονηροὺς ποιεῖν, οὐδὲ δένδρον
σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν.
|
18
Δὲν εἶναι δὲ δυνατόν ποτὲ δένδρον
ἥμερον νὰ βγάλῃ ἐπιβλαβεῖς
καρποὺς οὔτε σάπιο δένδρο νὰ
βγάλῃ καλούς. (῾Ο ἀγαθὸς
δηλαδὴ ἄνθρωπος ἐναρέτους πάντοτε
πράξεις θὰ παρουσιάζῃ, ὁ δὲ
πονηρὸς καὶ ὑποκριτής, ἐφ' ὅσον
μένει εἰς τὴν πονηρίαν του, θὰ
κάμνῃ ἔργα κακά).
|
18
Δὲν εἶναι δυνατὸν δένδρον χρήσιμον νὰ
βγάλῃ καρποὺς ἐπιβλαβεῖς, οὔτε
δένδρον, ποὺ ἔχει χυμοὺς κακούς, νὰ
βγάλη καρποὺς καλούς. Ἔτσι καὶ ὁ ἀγαθὸς
ἄνθρωπος ἐναρέτους πράξεις θὰ παραγάγῃ.
Ὁ δὲ πονηρὸς καὶ ὑποκριτὴς
θὰ δείξῃ τὴν πονηρίαν του εἰς τὴν
διαγωγήν του καὶ θὰ γίνῃ εὐδιάκριτος
ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
|
19
Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν
καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ
βάλλεται.
|
19
Κάθε ὅμως δένδρον, ποὺ δὲν κάμνει
καλὸν καρπόν, κόπτεται καὶ ρίπτεται
εἰς τὴν φωτιάν. |
19
Κάθε δένδρον, ποὺ δὲν παράγει χρήσιμον καρπόν,
κόπτεται καὶ ρίπτεται εἰς τὴν φωτιάν. Αὐτὸ
θὰ πάθουν καὶ οἰ ὑποκριταί.
|
20
Ἄραγε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν
ἐπιγνώσεσθε αὐτούς.
|
20
Λοιπόν, δὲν εἶναι δύσκολον νὰ
διακρίνετε τοὺς ψευδοπροφήτας καὶ
ὑποκριτάς, διότι θὰ τοὺς γνωρίσετε
πολὺ καλὰ ἀπὸ τὰ ἔργα
των. |
20
Δὲν εἶναι δὲ δύσκολον νὰ τοὺς
διακρίνετε. Διότι ἀπὸ ὅσα εἴπομεν
συνάγεται τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἀσφαλῶς
καὶ βεβαίως ἀπὸ τὰ ἔργα, ποὺ
σὰν ἄλλους καρποὺς θὰ ἔχουν,
θὰ τοὺς γνωρίσετε καλά. |
21
Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε
Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ'
ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός
μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
|
21
Πρέπει δὲ νὰ ξέρετε, ὅτι εἰς
τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν
δὲν θὰ εἰσέλθῃ καθένας,
ποὺ ἁπλῶς μὲ ἐπικαλεῖται
καὶ μὲ προσφωνεῖ, Κύριε, Κύριε,
ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἐφαρμόζει
τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός
μου.
|
21
Προσέχετε ἀκόμη, μήπως παραπλανηθῆτε καὶ
ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σας. Πρέπει νὰ
ξεύρετε, ὅτι ὄχι καθένας ποὺ μοῦ λέγει
μὲ ἐπίμονον ἐπίκλησιν τῆς θεότητός
μου, Κύριε, Κύριε, θὰ εἰσέλθῃ εἰς
τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’
ἐκεῖνος θὰ εἰσέλθῃ εἰς
αὐτήν, ποὺ ἐκτελεῖ τὸ θέλημα
τοῦ Πατρός μου, ὁ ὁποῖος εἶναι
εἰς τοὺς οὐρανούς. |
22
Πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ
τῇ ἡμέρᾳ· Κύριε Κύριε,
οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν,
καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια
ἐξεβάλομεν, |
22
Κατὰ τὴν μεγάλην καὶ ἐπίσημον
ἐκείνην ἡμέραν τῆς κρίσεως
πολλοὶ θὰ μοῦ εἴπουν· Κύριε,
Κύριε, μὲ τὴν πίστιν εἰς τὸ
ὄνομά σου δὲν ἐπροφητεύσαμεν
καὶ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ ὀνόματός
σου δὲν ἐδιώξαμεν δαιμόνια καὶ
χάρις εἰς τὸ ὄνομά σου, ποὺ
ἐπεκαλεσθήκαμεν, δὲν ἐκάμαμεν
θαύματα πολλὰ καὶ μεγάλα;
|
22
Πολλοὶ θὰ μοῦ εἴπουν κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην τῆς Κρίσεως· Κύριε,
Κύριε, διὰ τῆς πίστεως μας εἰς σὲ
ὡς Μεσσίαν καὶ Υἱὸν τοῦ Θεοῦ
δὲν ἐπροφητεύσαμεν; καὶ διὰ τῆς
πίστεως μας εἰς σὲ δὲν ἐβγάλαμεν δαιμόνια;
καὶ διὰ τῆς πίστεως μας εἰς σὲ
δὲν ἐκάμαμεν θαύματα πολλά; Καὶ τώρα λοιπὸν
δὲν θὰ ἔμβωμεν εἰς τὴν βασιλείαν
σου; |
23
Καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς
ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς,
ἀποχωρεῖτε ἀπ' ἐμοῦ οἱ
ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν.
|
23
Καὶ τότε ἐγὼ θὰ βροντοφωνήσω
εἰς αὐτοὺς ἐνώπιον ὅλων,
ὅτι ποτὲ δὲν σᾶς ἀνεγνώρισα
ὡς ἰδικούς μου· φύγετε ἀπὸ
ἐμπρός μου σεῖς, ποὺ ἐργάζεσθε
τὴν ἀνομίαν καὶ ἐχρησιμοποιήσατε
τὰ χαρίσματά μου διὰ τὴν ἰδικήν
σας ἐπίδειξιν καὶ ὠφέλειαν.
|
23
Καὶ τότε θὰ διακηρύξω καθαρὰ εἰς αὐτούς,
ὅτι οὐδέποτε σᾶς ἀνεγνώρισα ἰδικούς
μου. Φύγετε μακρὰν ἀπὸ ἑμὲ σεῖς,
ποὺ εἰργάζεσθε τὴν ἀνομίαν, διότι
τὰ χαρίσματά μου τὰ ἐχρησιμοποιήσατε ὄχι
πρὸς δόξαν ἰδικήν μου, ἀλλὰ κατὰ
τὰ ἰδικά σας θελήματα καὶ διὰ τοὺς
ἐγωϊστικοὺς σκοπούς σας. |
24
Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς
λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτούς,
ὁμοιώσω αὐτὸν ἀνδρὶ φρονίμῳ
ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν
αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν·
|
24
Ἰδικός μου θὰ εἶναι κάθε ἕνας,
ὁ ὁποῖος ἀκούει μὲ προσοχὴν
αὐτοὺς τοὺς λόγους μου καὶ τοὺς
ἐφαρμόζει εἰς τὴν ζωήν του,
καὶ τὸν ὁποῖον ἐγὼ παρομοιάζω
μὲ ἄνδρα συνετὸν καὶ φρόνιμον,
ποὺ ἔκτισε τὸ σπίτι του ἐπάνω
εἰς τὴν πέτραν (εἰς θεμέλιον
στερεὸν καὶ ἀσάλευτον δηλαδὴ
θεμέλιον τῆς διδασκαλίας μου)·
|
24
Θὰ ἀναγνωρίσω ὡς ἰδικούς μου ἐκείνους
μόνον, ποὺ θὰ ἔχουν καλὰ καὶ
ἐνάρετα ἔργα. Καθένας λοιπὸν ποὺ ἀκούει
τοὺς λόγους μου αὐτοὺς καὶ ἐκτελεῖ
αὐτούς, θὰ τὸν παραβάλω πρὸς ἄνδρα
φρόνιμον, ποὺ ἔκτισε τὸ σπίτι του ἐπάνω
εἰς τὴν πέτραν, εἰς τὸ στερεὸν
δηλαδὴ καὶ ἀδιάσειστον θεμέλιον τῆς
διδασκαλίας μου καὶ τοῦ παραδείγματός μου.
|
25
καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον
οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι
καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ
ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσε·
τεθεμελείωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν.
|
25
καὶ ἔπεσεν ἡ βροχὴ καὶ ξεχύθηκαν
τὰ ποτάμια τῆς νεροποντῆς καὶ
ἐφύσησαν οἱ ἰσχυροὶ ἄνεμοι
καὶ ἔπεσαν μὲ ὁρμὴν ὅλα
ἐπάνω εἰς τὸ σπίτι αὐτό,
καὶ αὐτὸ δὲν ἐκρημνίσθη,
διότι ἦτο στερεὰ θεμελιωμένον ἐπάνω
εἰς τὴν πέτραν τῆς ἀληθινῆς
καὶ ζωντανῆς πίστεως.
|
25
Καὶ κατέβη ἡ βροχὴ εἰς τὴν στέγην
τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἦλθον τὰ ποτάμια
τῆς νεροποντῆς εἰς τὰ θεμέλιά του,
καὶ ἐφύσηξαν οἱ ἄνεμοι εἰς τοὺς
τοίχους του, καὶ ἔπεσαν ἐπάνω εἰς
τὸ σπίτι αὐτὸ καὶ δὲν ἐκρημνίσθη,
διότι ἦτο θεμελιωμένον ἐπάνω εἰς τὴν
πέτραν τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπακοῆς
εἰς ἑμέ. |
26
Καὶ πᾶς ὁ ἀκούων μου τοὺς
λόγους τούτους καὶ μὴ ποιῶν
αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ
μωρῷ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν
αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἄμμον· |
26
Καὶ καθένας ποὺ ἀκούει αὐτοὺς
τοὺς λόγους μου καὶ δὲν τοὺς
ἐφαρμόζει, θὰ εἶναι ὅμοιος μὲ
μωρὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἔκτισε
τὸ σπίτι του εἰς τὴν ἄμμον·
|
26
Καὶ καθένας, ποὺ ἀκούει τοὺς λόγους
μου αὐτοὺς καὶ δὲν τοὺς ἐκτελεῖ,
θὰ εἶναι ὅμοιος πρὸς ἄνθρωπον
ἀνόητον, ποὺ ἔκτισε τὸ σπίτι του ὄχι
εἰς στερεὸν θεμέλιον, ἀλλ’ ἐπάνω εἰς
τὴν ἄμμον. |
27
καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον
οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι
καὶ προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ
ἐκείνῃ, καὶ ἔπεσε, καὶ
ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη.
|
27
καὶ ἔπεσε ἡ βροχὴ καὶ ἦρθαν
τὰ ποτάμια καὶ ἐφύσησαν ἰσχυροὶ
οἱ ἄνεμοι καὶ ἐπέπεσαν μὲ
ὁρμὴν εἰς τὸ σπίτι ἐκεῖνο,
καὶ τὸ σπίτι ἐκρημνίσθη καὶ
ἡ πτῶσις του ἦταν ὀλοκληρωτική>.
|
27
Καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθαν
τὰ ποτάμια, ποὺ σχηματίζονται ἀπὸ
τὴν βροχήν, καὶ ἐφύσηξαν οἱ ἄνεμοι
καὶ ἐκτύπησαν εἰς τὸ σπίτι ἐκεῖνο
καὶ ἔπεσε. Καὶ ἦτο ἡ πτῶσις
του ὁλοκληρωτικὴ καὶ πλήρης.
|
28
Καὶ ἐγένετο ὅτε συνετέλεσεν
ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους,
ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ
τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· |
28
Ὅταν δὲ ἐτελείωσεν ὁ Ἰησοῦς
τοὺς λόγους αὐτούς, τὰ πλήθη
ἔμειναν ἔκπληκτα διὰ τὴν
ὑψηλὴν αὐτὴν
διδασκαλίαν του. |
28
Καὶ συνέβη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε
τοὺς λόγους αὐτούς, τὰ πλήθη ἐπὶ
πολλὴν ὥραν ἔμεναν ἐκστατικὰ
καὶ ἔκπληκτα ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν
του. |
29
ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς
ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὒχ ὡς
οἱ γραμματεῖς. |
29
Διότι τοὺς ἐδίδασκε μὲ ἐξουσίαν
καὶ μὲ κῦρος, ὡς τέλειος διδάσκαλος
καὶ νομοθέτης καὶ ὄχι ὅπως οἱ
γραμματεῖς (ποὺ ἐνόθευαν καὶ
ἐπεσκότιζαν τὴν διδασκαλίαν μὲ
τὰς μωρὰς ἐπινοήσεις τῆς παραδόσεως
τῶν πρεσβυτέρων). |
29
Διότι τοὺς ἐδίδασκε πάντοτε μὲ ἐξουσίαν
καὶ κῦρος σὰν νομοθέτης καὶ κριτῆς
καὶ αὐθεντικὸς γνώστης τῆς ἀληθείας
καὶ ὅχι σὰν τοὺς γραμματεῖς,
οἱ ὁποῖοι πρὸς βεβαίωσιν τῶν
λεγομένων τοὺς ἀνεφέροντο εἰς τὸν
νόμον ἢ εἰς τὰς παραδόσεις τῶν παλαιοτέρων.
|