Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
αὶ
ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε
καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν
πόλιν.
|
φοῦ
ἐμπῆκε εἰς τὸ πλοῖον ὁ
Ἰησοῦς, ἐπέρασε τὴν λίμνην
καὶ ἦλθε εἰς τὴν πόλιν του,
δηλαδὴ τὴν Καπερναούμ.
|
αὶ
ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸ
πλοῖον, ἐπέρασε διὰ μέσου τῆς λίμνης
εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, καὶ ἦλθεν
εἰς τὴν ἰδικήν του πόλιν, τὴν Καπερναούμ.
|
2
Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ
παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον·
καὶ ἱδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν
πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ·
θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί
σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
|
2
Καὶ ἰδοὺ ἔφεραν πρὸς αὐτὸν
ἕνα παραλυτικόν, κατάκοιτον ἐπάνω
εἰς τὸ κρεββάτι· καὶ ὅταν
εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν
τοῦ παραλυτικοῦ καὶ ἐκείνων,
ποὺ τὸν ἔφεραν, εἶπε εἰς τὸν
παραλυτικόν· <θάρρος, παιδί μου,
μὴ φοβῆσαι ὅτι αἱ ἁμαρτίαι
σου θὰ ἐμποδίσουν τὴν θεραπείαν·
διὰ τὴν πίστιν σου, σοῦ ἔχουν
ἤδη συγχωρηθῆ αἱ ἁμαρτίαι>.
|
2
Καὶ ἰδοὺ ἔφεραν πρὸς αὐτὸν
ἕνα παραλυτικόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν
βάλει ἐπάνω εἰς κρεββάτι. Καὶ ὁ
Ἰησοῦς ὅταν εἶδε τὴν πίστιν,
ποὺ εἶχαν καὶ ὁ παραλυτικὸς
καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν ἔφεραν,
εἶπεν εἰς τὸν παραλυτικόν, ὁ ὁποῖος
εὑρίσκετο εἰς ἀνησυχίαν, μήπως αἱ
ἁμαρτίαι του γίνουν ἐμπόδιον εἰς τὴν
θεραπείαν του· Ἔχε θάρρος, παδί μου· σοῦ
ἔχουν συγχωρηθῇ αἱ ἁμαρτίαι σου.
|
3
Καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον
ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ.
|
3
Καὶ ἰδού, μερικοὶ ἀπὸ
τοὺς γραμματεῖς ποὺ ἦσαν παρόντες,
ἐσκέφθησαν· <αὐτὸς βλασφημεῖ
(εἶναι ἀσεβής, διότι οἰκιειοποιεῖται
τὴν ἐξουσίαν τοῦ Θεοῦ νὰ
συγχωρῇ ἁμαρτίας>).
|
3
Καὶ ἰδοὺ μερικοὶ ἀπὸ
τοὺς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους·
Αὐτὸς βλασφημεῖ σφετεριζόμενος δικαίωμα,
τὸ ὁποῖον μόνον ὁ Θεὸς ἔχει.
|
4
Καὶ ἱδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς
ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν·
ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε
πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;
|
4
Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς, ὡς
παντογνώστης, εἶδε ὁλοκάθαρα τὰς
πονηρὰς σκέψεις τῶν γραμματέων,
εἶπε· <διατί κυκλοφορεῖτε εἰς
τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν σας
τέτοιες πονηρὲς σκέψεις;
|
4
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὴν ἰδίαν
στιγμὴν εἶδε εἰς τὰ βάθη τῶν
καρδιῶν των τοὺς διαλογισμούς των καὶ
εἶπε· Διατὶ διαλογίζεσθε μέσα εἰς
τὰς καρδίας σας σκέψεις κακοπροαιρέτους;
|
5
Τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον,
εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ
ἁμαρτίαι ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε
καὶ περιπάτει;
|
5
Διότι, τί εἶναι εὐκολώτερον
νὰ πῇ κανείς· Σοῦ ἔχουν
συγχωρηθῇ αἱ ἁμαρτίαι σου ἢ
νὰ πῇ· Σήκω ἐπάνω καὶ
περιπάτει; Τὸ πρῶτον, ὡς ἐσωτερικόν,
δὲν τὸ βλέπει κανεὶς καὶ ἐπομένως
δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ ἐξακριβώσῃ.
Τὸ δεύτερον, ὡς ἐξωτερικὸν
καὶ αἰσθητόν, δὲν ἠμπορεῖ
νὰ τὸ ἀρνηθῇ, ὅσον κακόπιστος
καὶ ἂν εἶναι.
|
5
Εἶναι δὲ πράγματι αἱ σκέψεις σας κακόγνωμοι
καὶ κακοπροαίρετοι, διότι, τί εἶναι εὐκολώτερον;
Νὰ εἴπῃ, κανείς· Εἶναι συγχωρημέναι
αἱ ἁμαρτίαι σου, ἢ νὰ εἴπῃ,
σήκω ὄρθιος καὶ περιπάτει; Σεῖς θεωρεῖτε
δυσκολώτερον τὸ τελευταῖον τοῦτο.
|
6
῞Ινα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν
ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι
ἁμαρτίας - τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ·
ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην
καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν
σου.
|
6
Διὰ νὰ ἰδῆτε δὲ καὶ
μάθετε καλά, ὅτι ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσίαν
νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίας καὶ νὰ
θεραπεύῃ ἀσθενείας, τότε λέγει
πρὸς τὸν παραλυτικόν· <σήκω
ἐπάνω ὑγιής, πάρε τὸ
κρεββάτι σου καὶ πήγαινε εἰς τὸ
σπίτι σου>.
|
6
Διὰ νὰ μάθετε λοιπὸν τώρα, ὅτι ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας,
ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ
ἔνδοξος Κριτὴς αὐτῆς κατὰ
τὴν δευτέραν παρουσίαν του, ἔχει ἐξουσίαν
νὰ συγχωρῇ ἐπὶ τῆς γῆς
ἁμαρτίας - τότε λέγει εἰς τὸν παραλυτικόν·
Σήκω ὄρθιος καὶ πάρε εἰς τοὺς ὤμους
σου τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε εἰς τὸ
σπίτι σου.
|
7
Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς
τὸν οἶκον αὐτοῦ.
|
7
Καὶ ἀμέσως ἐσηκώθη ὁ
παραλυτικὸς ἐντελῶς ὑγιὴς
καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι
του.
|
7
Καὶ πράγματι ἐκεῖνος ἐσηκώθη καὶ
ἐπῆγεν εἰς τὸ σπίτι του.
|
8
Ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν
καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν
δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς
ἀνθρώποις.
|
8
Ὅταν δὲ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ
εἶδαν αὐτὸ ποὺ ἔγινε, ἐθαύμασαν
καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, ὁ
ὁποῖος ἔδωσεν εἰς τὸν Ἰησοῦν,
ποὺ τὸν ἐθεωροῦσαν ὡς ἕνα
ἐκ τῶν ἀνθρώπων, τέτοιαν ἐξουσίαν,
νὰ συγχωρῇ δηλαδὴ ἁμαρτίας
καὶ νὰ θεραπεύῃ ἀσθενείας.
|
8
Ὅταν δὲ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ
εἶδαν αὐτό, ποὺ ἔγινεν, ἐθαύμασαν
καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, ὁ ὀποῖος
ἔδωκε διὰ τοῦ Χριστοῦ εἰς
τοὺς ἀνθρώπους τέτοιαν ἐξουσίαν, τοῦ
νὰ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι, συγχρόνως
δὲ νὰ ἰατρεύωνται μὲ ἔνα λόγον
ἁσθένειαι τοῦ σώματος ἀθεράπευτοι.
|
9
Καὶ παράγων ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν
εἶδον ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ
τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον,
καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει
μοι, καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν
αὐτῷ.
|
9
Καθὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπερνοῦσε
ἀπὸ ἐκεῖ, εἶδε ἕνα ἄνθρωπον,
ὀνομαζόμενον Ματθαῖον, νὰ κάθεται
εἰς τὸ γραφεῖον του μέσα εἰς
τὸ τελωνεῖον, διὰ νὰ εἰσπράττῃ
τοὺς φόρους καὶ λέγει εἰς
αὐτόν· <ἔλα κοντά μου>.
Καὶ ὁ Ματθαῖος ἐσηκώθη καὶ
τὸν ἀκολούθησεν ἀμέσως.
|
9
Τὸ ὅτι δὲ ἐθεράπευε καὶ τὰς
ψυχὰς ὁ Κύριος, τὸ ἔδειξε καὶ
πάλιν ὑστέρα ἀπὸ ὀλίγον. Σὰν
ἔφυγε δηλαδὴ ἀπ’ ἐκεῖ καὶ
διέβαινε πλησίον τῆς λίμνης, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς
ἕνα ἄνθρωπον, ποὺ ἐκάθητο εἰς
τὴν τράπεζαν τῆς εἰσπράξεως τῶν
φόρων καὶ ὁ ὁποῖος τώρα ὀνομάζεται
Ματθαῖος. Καὶ εἰς τὸν τελώνην αὐτὸν
λέγει ὁ Ἰησοῦς· Ἀκολούθει με.
Καὶ ἐκεῖνος ἐσηκώθη καὶ τὸν
ἠκολούθησε.
|
10
Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου
ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ
πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ
ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ
καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ.
|
10
Καὶ ἐνῶ ἐκάθητο ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὸ γεῦμα, ποὺ πρὸς τιμήν
το εἶχε παραθέσει ὁ Ματθαῖος εἰς
τὸ σπίτι του, ἰδοὺ πολλοὶ
τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἦλθαν
καὶ ἐκάθηντο μαζῆ μὲ τὸν
Ἰησοῦν καὶ τοὺς μαθητάς του.
|
10
Καὶ συνέβη, ὅταν αὐτὸς εἶχε
γείρει εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἔτρωγεν
εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ματθαίου, καὶ ἰδοὺ
πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ
ἦλθαν καὶ ἐκάθηντο μαζὶ μὲ
τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς μαθητάς
του.
|
11
Καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· διατί
μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν
ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;
|
11
Καὶ ὅταν εἶδαν οἱ Φαρισαῖοι
τοῦτο, εἶπαν εἰς τοὺς μαθητάς
του· <διατὶ ὁ διδάσκαλός
σας τρώγει μαζῆ μὲ τοὺς τελώνας
καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς;>
|
11
Καὶ ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ
Φαρισαῖοι, εἶπαν εἰς τοὺς μαθητάς
του. Διατὶ ὁ Διδάσκαλός σας τρώγει μαζὶ
μὲ τοὺς τελώνας καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς;
|
12
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας
εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν
ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ,
ἀλλ' οἱ κακῶς ἔχωντες.
|
12
Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ὅταν ἤκουσε
τὰ λόγια αὐτά, τοὺς εἶπε·
<δὲν χρειάζονται ἰατρὸν οἱ
ὑγιεῖς, ἀλλ' οἱ ἄρρωστοι.
|
12
Ὁ Ἰησοῦς δέ, ὅταν ἤκουσε τοὺς
λόγους τούτους, εἶπε πρὸς αὐτούς·
Δὲν ἔχουν ἀνάγκην ἰατροῦ οἱ
ὑγιεῖς, ἀλλ’ ἐκεῖνοι, ποὺ
δὲν εἶναι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν
τους καὶ εἶναι ἄρρωστοι.
|
13
πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν
ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν οὐ
γὰρ ἦθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ
ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.
|
13
Πηγαίνετε δὲ εἰς τοὺς ἐρμηνευτὰς
τῶν Γραφῶν, διὰ νὰ μάθετε
τί σημαίνει· εὐσπλαγχνίαν θέλω
καὶ ὄχι τυπικὴν θυσίαν. Διότι
ἐγὼ δὲν ἦλθα νὰ καλέσω
ἐκείνους ποὺ νομίζουν τὸν
εὐατόν των δίκαιον, ἀλλὰ τοὺς
ἁμαρτωλούς, διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσω
εἰς τὴν μετάνοιαν καὶ σωτηρίαν>.
|
13
Πηγαίνετε δὲ νὰ μάθετε, τί σημαίνει ἐκεῖνο,
ποὺ εἶπεν ὁ προφήτης Ὡσηέ·
Θέλω ἔλεος καὶ συμπάθειαν καὶ ὅχι
ἐξωτερικὴν θυσίαν, ποὺ δὲν ἐμψυχώνεται
ἀπὸ ἐσωτερικὴν ἀγαθὴν
διάθεσιν καὶ εὐσπλαγχνίαν. Ἐγὼ ἠξεύρω
τι κάνω. Διότι δὲν ἦλθα ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν διὰ νὰ καλέσω ἐκείνους,
ποὺ νομίζουν τοὺς ἑαυτούς των δικαίους,
ἀλλ’ ἦλθα νὰ καλέσω τοὺς ἁμαρτωλούς,
διὰ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν.
|
14
Τότε προσέρχονται αὐτῷ οἱ
μαθηταὶ Ἰωάννου λέγοντες· διατί
ἡμεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν
πολλά, οἱ δὲ μαθηταί σου οὐ
νηστεύουσι;
|
14
Τότε ἦλθαν πρὸς αὐτὸν οἱ
μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ
καὶ τοῦ εἶπαν· <διατὶ ἡμεῖς
καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν πολύ,
οἱ δὲ μαθηταί σου δὲν νηστεύουν
καθόλου;>
|
14
Τότε ἦλθαν εἰς αὐτόν οἰ μαθηταὶ
τοῦ Ἰωάννου καὶ εἶπαν· Διατὶ
ἡμεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν
πολύ, οἱ δὲ μαθηταί σου δὲν νηστεύουν;
|
15
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ
νυμφῶνος πενθεῖν ἐφ' ὅσον χρόνον
μετ' αὐτῶν ἐστιν ὁ νυμφίος;
|
15
Καὶ ἀπήντησεν εἰς αὐτοὺς
ὁ Ἰησοῦς· <Μήπως εἶναι
δυνατὸν καὶ πρέπον οἱ φίλοι
τοῦ νυμφίου καὶ οἱ προσκεκλημένοι
εἰς τὸν γάμον νὰ πενθοῦν καὶ
νὰ νηστεύουν ἐφ' ὅσον χρόνον
εἶναι μαζῆ των ὁ νυμφίος; Θὰ
ἔλθουν ὅμως ἡμέραι,
κατὰ τὰς ὁποίας θὰ πάρουν
τὸν νυμφίον ἐκ τοῦ μέσου αὐτῶν
καὶ τότε θὰ νηστεύσουν. (Οἱ
μαθηταί μου, ἐφ' ὅσον εὑρίσκονται
μαζῆ μὲ ἐμέ, τὸν νυμφίον
τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ πενθοῦν καὶ εἰς ἐκδήλωσιν
τοῦ πένθους των νὰ νηστεύουν. ῞Οταν
ὅμως μὲ πάρουν καί μὲ ἀποσπάσουν
ἐκ μέσου αὐτῶν, τότε θὰ
πενθήσουν καὶ θὰ νηστεύσουν).
|
15
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· μήπως εἶναι δυνατὸν
οἱ προσκαλεσμένοι εἰς γάμον φίλοι τοῦ
γαμβροῦ νὰ πενθοῦν καὶ νὰ
νηστεύουν, ἐνόσῳ εἶναι μαζί τους ὁ
γαμβρὸς καὶ ἐορτάζεται ὁ γάμος;
Ἔτσι καὶ οἰ μαθηταί μου, ἐφ’ ὅσον
ἐγὼ ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας
εἶμαι μαζί τους, δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ πενθοῦν. Θὰ ἔλθουν ὅμως
ἡμέραι, ποὺ θὰ πάρουν ἀπὸ
αὐτοὺς τὸν Νυμφίον, καὶ τότε θὰ
νηστεύσουν καὶ θὰ πενθήσουν καὶ θὰ
κακοπαθήσουν.
|
16
Οὐδεὶς δὲ ἐπιβάλλει ἐπίβλημα
ράκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ
παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα
αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου,
καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται.
|
16
Κανεὶς συνετὸς δὲν βάζει ἐπάνω
εἰς παλαιὸν ἔνδυμα μπάλωμα καινούργιο,
διότι τοῦτο, καθὼς θὰ ράπτεται,
θὰ παρασύρῃ μὲ τὶς ραφές
του ἕνα μέρος τοῦ παλαιοῦ ἐνδύματος
καὶ τὸ σχίσιμον θὰ γίνῃ
χειρότερον.
|
16
Κανεὶς δὲν πρέπει νὰ βάλλῃ ἐπάνω
εἰς παλαιὸν ροῦχον ἐμβάλωμα ἀπὸ
τεμάχιον ὑφάσματος καινούργιου, τὸ ὁποῖον
ὡς ἀμεταχείριστον εἶναι σκληρόν·
διότι τὸ καινούργιο αὐτὸ κομμάτι, ποὺ
ἐτέθη ὡς συμπλήρωμα, μαζεύει καὶ ἀποσπᾷ
ἀπὸ τὸ παλαιὸν ροῦχον τὸ
μέρος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶναι
αἱ ραφαί, καὶ τὸ σχίσιμον γίνεται χειρότερον.
Ἔτσι καὶ ἡ νέα μου διδασκαλία δὲν
εἶναι ὠφέλιμον νὰ προσκολληθῇ ἐπάνω
εἰς ἐξωτερικοὺς τύπους, ποὺ ἐπάληωσαν
πλέον καὶ εἶναι ἐφθαρμένοι. Διότι καὶ
οἱ ἐξωτερικοὶ τύποι θὰ ἀχρηστευθοῦν
ἐπιβλαβῶς καὶ ἡ διδασκαλία μου θὰ
νοθευθῇ.
|
17
Οὐδὲν βάλλουσιν οἶνον νέον
εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ
δὲ μήγε, ρήγνυνται οἱ ἀσκοί,
καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ
οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται·
ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς
βάλλουσι καινούς, καὶ ἀμφότεροι
συντηροῦνται.
|
17
Οὔτε πάλιν βάζουν οἱ συνετοὶ
ἄνθρωποι νέον κρασί, ποὺ βράζει
ἀκόμη, εἰς παλαιὰ ἀσκιά,
ποὺ δὲν ἀντέχουν. Ἐὰν
δὲ καὶ κάμουν αὐτό, τὰ
ἀσκιὰ σπάζουν καὶ σχίζονται
καὶ ἔτσι τὸ κρασὶ χύνεται
καὶ τὰ ἀσκιὰ ἀχρηστεύονται.
Ἀλλὰ βάζουν τὸν νέον οἶνον
μέσα εἰς νέους ἀσκοὺς καὶ
ἔτσι διατηροῦνται καὶ τὰ δύο.
(Τὴν νέαν διδασκαλίαν μου δὲν θὰ
τὴν βάλω εἰς τοὺς παλαιοὺς
τύπους καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους
τῶν παλαιῶν τύπων, ὅπως εἶναι
οἱ Φαρισαῖοι, ἀλλὰ τὴν μεταδίδω
εἰς τοὺς νέους ἀνθρώπους,
ὅπως εἶναι οἱ μαθηταί μου, καὶ
τὴν βάζω εἰς νέους τύπους
καὶ σχήματα)>.
|
17
Οὔτε βάλλουν μοῦστον εἰς ἀσκοὺς
παληούς, ποὺ δὲν ἀντέχουν εἰς τὴν
βράσιν τοῦ μούστου. Εἰ δ’ ἄλλως σπάζουν
οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος χύνεται
ἔξω καὶ οἱ ἀσκοὶ θὰ
χαθοῦν καὶ θὰ γίνουν ἄχρηστοι. Ἀλλὰ
βάλλουν μοῦστον εἰς ἀσκοὺς καινούργιους,
ποὺ ἀντέχουν, καὶ ἔτσι καὶ
τὰ δύο, καὶ οἱ ἀσκοὶ δηλαδὴ
καὶ ὁ μοῦστος διατηροῦνται. Ἔτσι
καὶ τώρα οἱ Φαρισαῖοι, καὶ ὅσοι
τοὺς ἀκολουθοῦν, εἶναι παλαιοὶ
ἀσκοί, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ
βαστάσουν τὴν νέαν διδασκαλίαν μου, τὴν ὁποίαν
θὰ παραλάβουν οἱ μαθηταί μου, ποὺ ὁμοιάζουν
πρὸς νέα ἐνδύματα καὶ νέους ἀσκούς.
|
18
Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς
ἰδοὺ ἄρχων εἰς προσελθὼν προσεκύνει
αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ
μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ
ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά
σου ἐπ' αυτὴν καὶ ζήσεται.
|
18
Ἐνῶ δὲ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ
Ἰησοῦς, ἰδοὺ ἔνας ἄρχων
τῆς συναγωγῆς ἦλθε πρὸς αὐτόν,
ἔσκυψεν ἕως τὸ ἔδαφος, τὸν προσκύνησε
μὲ βαθύτατον σεβασμὸν καὶ τοῦ
εἶπεν ὅτι <ἡ
κόρη μου πρὸ ὀλίγου ἀπέθανεν,
ἀλλὰ ἔλα, βάλε τὸ χέρι
σου ἐπάνω εἰς αὐτὴν καὶ
θὰ ζήσῃ>. |
18
Ἐνῷ δὲ τοὺς ἔλεγε ταῦτα
ὁ Ἰησοῦς, ἰδοὺ κάποιος ἄρχων
τῆς συναγωγῆς, αφοῦ τον πλησίασε, τὸν
έπροσκύνει λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου πρὸ ὀλίγου
ἀπέθανεν· ἀλλ’ ἐλθὲ καὶ
βάλε τὴν χεῖρα σου ἐπάνω της καὶ θὰ
ζήσῃ. |
19
Καὶ ἐγερθεὶς ὁ Ἰησοῦς
ἠκολούθησεν αὐτῷ καὶ οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ.
|
19
Ἐσηκώθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν
ἠκολούθησε, καθὼς καὶ οἱ μαθηταί
του. |
19
Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἐσηκώθη
ἀπὸ τὴν τράπεζαν, τὸν ἠκολούθησε,
καθὼς καὶ οἱ μαθηταί του.
|
20
Καὶ ἰδοὺ γυνή, αἱμορρούσα
δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν
ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου
αὐτοῦ·
|
20
Καὶ ἰδού, καθὼς ἐπροχωροῦσαν,
μία γυναῖκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ
αἱμορραγίαν δώδεκα ἔτη, ἐπλησίασε
ἀπὸ πίσω καὶ ἤγγισε μὲ
πίστιν τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ
ἔνδυμα αὐτοῦ. |
20
Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖκα, ποὺ ἔπασχεν
ἀπὸ αἱμορραγίαν ἐπὶ δώδεκα χρόνια,
ἐπλησίασεν ἀπ’ ὀπίσω κρυφά, ἐπειδὴ
ἐντρέπετο νὰ γίνῃ φανερὸν τὸ
νόσημά της, καὶ ἤγγισε τὸ ἄκρον τοῦ
ἐξωτερικοῦ του ἐνδύματος.
|
21
ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν
μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ,
σωθήσομαι.
|
21
Διότι, ἔλεγε ἀπὸ μέσα της,
καὶ μόνον ἐὰν ἐγγίσω
τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ θὰ σωθῶ
ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν μου.
|
21
Ἔπραξε δὲ τοῦτο, διότι ἔλεγε μέσα
της, καὶ μόνον ἐὰν ἐγγίσω τὸ
ἔνδυμά του, θὰ γίνω ὑγιής.
|
22
῾Ο δὲ Ἰησοῦς ἐπιστραφεὶς
καὶ ἱδὼν αὐτὴν εἶπε·
θάρσει, θυγάτερ· ἡ πίστις σου
σέσωκέ σε. Καὶ ἐσώθη ἡ
γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
|
22
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐγύρισε,
τὴν εἶδε καὶ τῆς εἶπε·
<θάρρος, κόρη μου· ἡ πίστις,
μὲ τὴν ὁποίαν
ἤγγισες τὸ ἔνδυμά μου, σὲ
ἔχει σώσει>. Καὶ πράγματι ἀπὸ
τὴν ὥραν ἐκείνην ἐθεραπεύθη
ἡ γυναῖκα καὶ ἔγινε τελείως
ὑγιής.
|
22
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἔστρεψεν ὀπίσω
καὶ σὰν τὴν εἶδεν, εἶπεν·
Ἔχε θάρρος, κόρη μου· ἡ πίστις καὶ
πεποίθησις ποὺ εἶχες, ὅτι θὰ ἐθεραπεύεσο,
ἐὰν ἤγγιζες τὸ ἔνδυμά μου, σὲ
ἔχει θεραπεύσει. Καὶ ἔγινε τελείως ὑγιὴς
ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν ὥραν
ἐκείνην.
|
23
Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς
τὴν οἰκίαν τοῦ ἄρχοντος καὶ
ἰδὼν τοὺς αὐλητὰς καὶ
τὸν ὄχλον θορυβούμενον, λέγει αὐτοῖς·
|
23
Ὅταν δὲ ἦλθε ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντος
καὶ εἶδε αὐτούς, ποὺ μὲ
τοὺς αὐλούς των ἔπαιζαν πένθιμα
καὶ νεκρικὰ τραγούδια, καὶ τὸν
ὄχλον νὰ θρηνῇ καὶ νὰ ὀλοφύρεται
καὶ νὰ δημιουργῇ θόρυβον, εἶπε
πρὸς αὐτούς.
|
23
Καὶ ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντος καὶ
εἶδεν ἐκείνους ποὺ ἔπαιζαν μὲ
τὸν αὐλὸν θλιβερὰ μοιρολόγια καὶ
τὸ πλῆθος τῶν συγγενῶν καὶ γνωρίμων
νὰ δημιουργοῦν μὲ τὸν θρῆνον
τους θόρυβον, λέγει εἰς αὐτούς·
|
24
ἀναχωρεῖτε· οὐ γὰρ ἀπέθανε
τὸ κοράσιον, ἀλλὰ καθεύδει·
καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. |
24
<Πηγαίνετε· διότι ἡ μικρὴ
κόρη δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ
κοιμᾶται>. Καὶ ἐκεῖνοι τὸν
περιγελοῦσαν, διότι ἤξευραν πολὺ καλὰ
ὅτι ἡ κόρη εἶχεν πεθάνει.
|
24
Φύγετε ἀπ’ ἐδῶ, διότι τὸ κοράσιον
δὲν ἀπέθανεν, ἀλλὰ κοιμᾶται.
Καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἐπεριγελοῦσαν,
διότι ἦσαν βέβαιοι ὅτι τὸ κοράσιον ἦτο
πεθαμένο. |
25
Ὅτε δὲ ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος,
εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς
αὐτῆς, καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον.
|
25
Ὅταν δὲ ἐδιώχθη ὁ ὄχλος
ἔξω ἀπὸ τὴν αἴθουσαν, ποὺ
εὑρίσκετο ἡ νεκρά, εἰσῆλθεν
ὁ Ἰησοῦς, ἔπιασε τὸ χέρι
της καὶ ἀμέσως ἐκείνη ἀνεστήθη.
|
25
Ὅταν δὲ τὸ πλῆθος ἐβγῆκεν
ἔξω, ἐμβῆκεν εἰς τὸ δωμάτιον
τῆς νεκρᾶς καὶ ἔπιασε τὸ χέρι
της καὶ ἀνεστήθη τὸ κοράσιον.
|
26
Καὶ ἐξῆλθεν ἡ φήμη αὕτη
εἰς ὅλην τὴν γῆν κείνην. |
26
Καὶ διεδόθη ἡ φήμη περὶ τῆς
ἀναστάσεως τῆς νεκρᾶς κόρης
εἰς ὅλην τὴν χώραν ἐκείνην.
|
26
Καὶ διεδόθη ἡ φήμη περὶ τοῦ θαύματος
εἰς ὅλην τὴν χώραν ἐκείνην.
|
27
Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ Ἰησοῦ
ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ
κράζοντες καὶ λέγοντες· ἐλέησον
ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ. |
27
Καὶ ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ἐπερνοῦσε
ἀπὸ ἐκεῖ, τὸν ἠκολούθησαν
δύο τυφλοί, οἱ ὁποῖοι ἔκραζαν
καὶ ἔλεγαν· <σπλαγχνίσου μας, υἱὲ
Δαυΐδ, καὶ δός μας τὸ φῶς τῶν
ὀφθαλμῶν μας>.
|
27
Καὶ ἐνῷ ἐπροχώρει ἀπ’ ἐκεῖ
ὁ Ἰησοῦς, τὸν ἠκολούθησαν δύο
τυφλοί, οἱ ὁποῖοι ἐφώναζαν δυνατὰ
καὶ ἔλεγαν· Σπλαγχνίσου μας καὶ ἰάτρευσέ
μας, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ.
|
28
Ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν
προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ
λέγοι αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιήσαι;
Λέγουσιν αὐτῷ· ναί, Κύριε.
|
28
Ὅταν δὲ ἔφθασε εἰς τὸ σπίτι,
τὸν ἐπλησίασαν οἱ τυφλοὶ καὶ
εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
<πιστεύετε πράγματι, ὅτι ἠμπορῶ
ἐγὼ νὰ κάμω αὐτό, ποὺ
ζητεῖτε;> Λέγουν πρὸς αὐτόν·
<ναί, Κύριε>. |
28
Ὅταν δὲ ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι,
ἦλθαν πλησίον του οἱ τυφλοί, καὶ λέγει πρὸς
αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Πιστεύετε,
ὅτι ἔχω τὴν δύναμιν νὰ κάνω αὐτὸ
ποὺ ζητεῖτε; Λέγουν εἰς αὐτὸν
ἐκεῖνοι· Ναί, Κύριε. |
29
Τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν
λέγων· κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν
γενηθήτω ὑμῖν. |
29
Τότε ἤγγισε τὰ μάτια των, λέγων·
<σύμφωνα με τὴν πίστιν σας ἂς γίνῃ
αὐτὸ πρὸς χάριν σας>.
|
29
Τότε ἤγγισε μὲ τὰ δάκτυλά του τὰ μάτια
τους καὶ εἶπε· Σύμφωνα μὲ τὴν
πίστιν σας ἄς γίνῃ εἰς σᾶς.
|
30
Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ
ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων·
ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω.
|
30
Καὶ ἀμέσως ἄνοιξαν οἱ ὀφθαλμοί
των.῾Ο δὲ Ἰησοῦς συνέστησεν
εἰς αὐτοὺς μὲ αὐστηρότητα
καὶ εἶπε· <προσέχετε, κανεὶς
νὰ μὴ μάθῃ τὸ θαῦμα>. |
30
Καὶ ἤνοιξαν τὰ μάτια τους· καὶ
μὲ αὐστηρότητα παρήγγειλεν εἰς αὐτοὺς
ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε·
Προσέχετε, κανεὶς νὰ μὴ μάθῃ τὸ
θαῦμα ποὺ σᾶς ἔκαμα.
|
31
Οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν
αὐτὸν ἐν ὅλῃ τὴν γῇ
ἐκείνῃ.
|
31
Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἐξελθόντες
διέδωσαν τὸ θαῦμα καὶ τὴν φήμη
τοῦ Ἰησοῦ εἰς ὅλην ἐκείνην
τὴν χώραν. |
31
Αὐτοὶ ὅμως, ὅταν ἐβγῆκαν
ἀπὸ τὸ σπίτι, διέδωκαν τὴν φήμην του
ὡς θαυματουργοῦ καὶ Μεσαίου εἰς ὅλην
τὴν χώραν ἐκείνην. |
32
Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ
προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν
δαιμονιζόμενον· |
32
Ἐνῶ δὲ αὐτοὶ ἐξήρχοντο,
ἰδοὺ ἔφεραν εἰς τὸν Ἰησοῦν
ἕνα ἄνθρωπον δαιμονιζόμενον κωφάλαλον.
|
32
Ὅταν δὲ οἱ δύο αὐτοὶ ἔβγαιναν
ἀπὸ τὸ σπίτι, ἰδοὺ ἔφεραν
πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἄνθρωπον, ποὺ
κατείχετο ἀπὸ δαιμόνιον καὶ ἦτο κωφὸς
καὶ ἄλαλος. |
33
καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου
ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ ἐθαύμασαν
οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε
ἐφάνη οὕτος ἐν τῷ Ἰσραήλ.
|
33
Καὶ ὅταν ἐξεδιώχθη τὸ δαιμόνιον,
ἀμέσως ὡμίλησεν ὁ κωφάλαλος
καὶ οἱ ὄχλοι ποὺ ἦσαν ἐκεῖ
ἐθαύμασαν καὶ ἔλεγαν ὅτι ποτὲ
ἕως τώρα δὲν ἐφάνησαν εἰς
τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν τόσα πολλὰ
καὶ τόσα μεγάλα θαύματα. |
33
Καὶ ἀφοῦ ἐξεδιώχθη τὸ δαιμόνιον,
ὡμίλησεν ὁ κωφὸς καὶ ἐθαύμασαν
τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ καὶ ἔλεγαν·
Οὐδέποτε ἐφάνησαν τέτοια θαύματα εἰς τὸ
ἔθνος τοῦ Ἰσραήλ. Οὔτε ὅταν
οἱ προφῆται καὶ οἱ λοιποὶ ἅγιοι
ἄνδρες ἐθαυματούργουν ἐν μέσῳ αὐτοῦ.
|
34
Οἱ δὲ φαρισαῖοι ἔλεγον· ἐν
τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει
τὰ δαιμόνια. |
34
Οἱ μοχθηροὶ ὅμως καὶ δόλιοι
Φαρισαῖοι ἔλεγαν· <αὐτὸς διώχνει
τὰ δαιμόνια μὲ τὴν δύναμιν τοῦ
ἀργηγοῦ τῶν δαιμονίων>.
|
34
Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ἔλεγαν· Μὲ
τὴν βοήθειαν καὶ συνέργειαν τοῦ ἀρχηγοῦ
τῶν δαιμόνων βγάζει ἀπὸ τοὺς πάσχοντας
τὰ δαιμόνια. |
35
Καὶ περιῆγεν ὁ Ἰησοῦς τὰς
πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας διδάσκων
ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ
κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας
καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ
πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
|
35
Καὶ περιώδευε ὁ Ἰησοῦς ὅλας
τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία διδάσκων
εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν καὶ
κηρύσσων τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς
βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ θεραπεύων
κάθε ἀσθένειαν καὶ κάθε καχεξίαν
μεταξὺ τοῦ λαοῦ. |
35
Καὶ περιήρχετο ὁ Ἰησοῦς ὅλας
τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία, διδάσκων εἰς
τὰς συναγωγάς των καὶ κηρύττων τὸ χαρμόσυνον
κήρυγμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ
θεραπεύων κάθε ἀσθένειαν καὶ ἀδιαθεσίαν
μεταξὺ τοῦ λαοῦ. |
36
Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαχνίσθη
περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι
καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ
ἔχοντα ποιμένα. |
36
Ὅταν δὲ εἶδε τὰ πλήθη τοῦ
λαοῦ, ἠσθάνθη εὐσπλαγχνίαν καὶ
πόνον δι' αὐτούς, διότι ἦσαν
ἀποκαμωμένοι πνευματικῶς καὶ παραπεταμένοι,
σὰν πρόββατα ποὺ δὲν εἶχαν ποιμένα.
|
36
Ὅταν δὲ εἶδε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ,
ἠσθάνθη συμπάθειαν καὶ πόνον δι’ αὐτούς,
διότι ἦσαν ἀποκαμωμένοι πνευματικῶς καὶ
παραμελημένοι, σὰν πρόβατα, ποὺ δὲν ἔχουν
ποιμένα νὰ τὰ προφυλάξῃ καὶ νὰ
τὰ ὁδηγήσῃ εἰς τόπους βοσκῆς.
|
37
Τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ·
ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ
ἐργάται ὀλίγοι·
|
37
Τότε λέγει εἰς τοὺς μαθητάς
του· <ὁ μὲν θερισμὸς εἶναι
πολὺς (πολλοὶ δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνοι
ποὺ ἔχουν τὴν ἀνάγκην καὶ
τὴν διάθεσιν νὰ δεχθοῦν τὰ λόγια
τῆς σωτηρίας) ἀλλὰ οἱ πνευματικοὶ
ἐργάται εἶναι ὀλίγοι. |
37
Τότε λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του· τὰ
μὲν ὥριμα διὰ θερισμὸν στάχυα εἶναι
πολλά, οἱ δὲ ἐργάται, ποὺ θὰ
τὰ θερίσουν, εἶναι ὀλίγοι. Πολλοὶ
εἶναι οἱ εὐδιάθετοι νὰ δεχθοῦν
τὸ εὐαγγέλιον καὶ νὰ σωθοῦν,
ὀλίγοι ὅμως εἶναι οἱ πνευματικοὶ
ἐργάται, ποὺ θὰ ὑπηρετήσουν εἰς
τὸ πνευματικὸν αὐτὸ ἔργον.
|
38
δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ
ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς
τὸν θερισμὸν αὐτοῦ. |
38
Παρακαλέστε λοιπὸν τὸν Κύριον τοῦ
θερισμοῦ, νὰ στείλῃ ἐργάτας
εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ>.
|
38
Παρακαλέσατε λοιπὸν τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι
ὁ κύριος καὶ ἰδιοκτήτης τῆς ὡρίμου
πρὸς θερισμὸν σπορᾶς, νὰ βγάλῃ
καὶ ἀποστείλῃ ἐργάτας εἰς τὸν
θερισμόν του. |