Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
αὶ
ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ
Ἰησοῦς διατάσσων τοῖς δώδεκα
μαθηταῖς αὐτοῦ μετέβη ἐκεῖθεν
τοῦ διδάσκειν καὶ κηρύσσειν ἐν
ταῖς πόλεσιν αὐτῶν.
|
ταν
δὲ ἐτελείωσε ὁ Ἰησοῦς
νὰ δίδῃ τὰς παραγγελίας αὐτὰς
εἰς τοὺς δώδεκα μαθητάς του καὶ
ἐκεῖνοι ἤρχισαν τὴν περιοδείαν
των, ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ
διὰ νὰ διδάξῃ καὶ κηρύξῃ
εἰς τὰς πόλεις τῶν Ἰουδαίων.
|
αὶ
ὅταν ἐτελείωσεν ὁ Ἰησοῦς νὰ
δίδῃ ἐντολὰς καὶ ὁδηγίας εἰς
τοὺς δώδεκα μαθητάς του καὶ ἔφυγαν αὐτοὶ
διὰ τὴν περιοδείαν των, ἀνεχώρησε καὶ
αὐτὸς ἀπ’ ἐκεῖ, διὰ
νὰ συνεχίσῃ τὴν κατ’ ἰδίαν διδασκαλίαν
του εἰς τὰ σπίτια καὶ τὸ δημόσιον
κήρυγμά του εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ
τὰ λοιπὰ δημόσια κέντρα τῶν Ἰουδαϊκῶν
πόλεων.
|
2
Ὁ δὲ Ἰωάννης ἀκούσας
ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ τὰ ἔργα
τοῦ Χριστοῦ, πέμψας δύο τῶν
μαθητῶν αὐτοῦ
|
2
Ὁ ᾿Ιωάννης δὲ ὁ Βαπτιστής,
ὅταν ἤκουσε μέσα εἰς τὴν φυλακήν
του τὰ καταπληκτικὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ,
ἔστειλε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς
του
|
2
Ὁ Ἰωάννης δέ, ὅταν ἤκουσε μέσα εἰς
τὴν φυλακὴν τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ,
ἔστειλε δύο ἀπὸ τοὺς ἰδικούς
του μαθητὰς
|
3
εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ
ἐρχώμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;
|
3
καὶ τὸν ἠρώτησεν· <Σὺ
εἶσαι ὁ ἐρχόμενος Μεσσίας
ἢ μήπως πρέπει νὰ περιμένωμεν
ἄλλον> (Τοῦτο δὲ ἔκαμεν, ὄχι
διότι ὁ ἴδιος ἀμφέβαλλε, ἀλλὰ
διὰ νὰ στηρίξῃ τοὺς κλονισμένους
μαθητάς του εἰς τὴν πρὸς τὸν
Χριστὸν πίστιν).
|
3
καὶ τοῦ εἶπε: Σὺ εἶσαι ὁ
Μεσσίας, ποὺ ἀσφαλῶς ἀπὸ ὥρας
εἰς ὥραν πρόκειται νὰ ἔλθῃ
εἰς τὸν κόσμον, ἢ πρέπει νὰ περιμένωμεν
ἄλλον; Καὶ ἔκαμε τὴν ἐρώτησιν
αὐτὴν ὁ Ἰωάννης, διὰ νὰ
στηριχθοῦν μὲ τὴν ἀπάντησιν εἰς
τὴν πίστιν πρὸς τὸν Χριστὸν οἱ
κλονισμένοι μαθηταί του.
|
4
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἀπαγγείλατε
Ἰωάννῃ ἃ ἀκούετε καὶ
βλέπετε·
|
4
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπε εἰς αὐτούς· <πηγαίνετε
καὶ εἴπατε εἰς τὸν Ἰωάννην
αὐτά ποὺ ἀκούετε καὶ
βλέπετε·
|
4
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ
τοὺς εἶπε· Πηγαίνετε καὶ διηγηθῆτε
εἰς τὸν Ἰωάννην ἐκεῖνα ποὺ
ἀκούετε καὶ βλέπετε.
|
5
Τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ
περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζωνται καὶ
κωφοὶ ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται
καὶ πτωχοὶ εὐαγγελίζονται·
|
5
Ὅτι δηλαδὴ τυφλοὶ ἀποκτοῦν
τὸ φῶς των, χωλοὶ θεραπεύονται καὶ
περιπατοῦν, λεπροὶ καθαρίζονται ἀπὸ
τὴν λὲπραν καὶ κωφοὶ ἀποκτοῦν
τὴν ἀκοήν των, νεκροὶ ἀνασταίνονται,
περιφρονημένοι δὲ πτωχοὶ καὶ ἄσημοι
δέχονται ὁλοπρόθυμα τὴν χαροποιὸν
ἀγγελίαν τῆς βασιλείας τῶν
οὐρανῶν.
|
5
Ὅ,τι ἐπροφήτευσεν ὁ Ἡσαΐας διὰ
τὴν δρᾶσιν τοῦ Μεσσίου, πραγματοποιεῖται
ἤδη ἐπακριβῶς. Τυφλοὶ δηλαδὴ
ἀποκτοῦν τὸ φῶς των καὶ βλέπουν
πάλιν, καὶ κουτσοὶ περιπατοῦν ἐλεύθερα,
λεπροὶ καθαρίζονται ἀπὸ τὴν λέπραν
καὶ κωφοὶ ἀκούουν, νεκροὶ ἀνασταίνονται
καὶ περιφρονημένοι πτωχοὶ καὶ ἄσημοι
ἀκούουν τὸ χαροποιὸν ἄγγελμα τῆς
οὐρανίου βασιλείας, ἡ ὁποία θὰ τοὺς
φέρῃ τὴν εὐδαιμονίαν καὶ δόξαν.
|
6
καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν
μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί.
|
6
Καὶ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος,
ποὺ δὲν θὰ σκανδαλισθῇ καὶ
δὲν θὰ κλονισθῇ εἰς τὴν πίστιν
του πρὸς ἐμέ>.
|
6
Καὶ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ
δὲν θὰ λάβῃ ἀφορμὴν νὰ
πέσῃ πνευματικῶς καὶ νὰ σκληρυνθῇ
λόγω τοῦ ἐξωτερικοῦ φαινομένου τῆς
ταπεινώσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπεβλήθην,
διὰ νὰ σώσω τὸν ἄνθρωπον.
|
7
Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ
Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις
περὶ Ἰωάννου· τί ἐξήλθατε
εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; Κάλαμον
ὑπὸ ἀνέμου σαλευομένον;
|
7
Ἐνῶ δὲ αὐτοὶ ἐπήγαιναν
διὰ νὰ ἀναγγείλουν εἰς τὸν
Ἰωάννην ὅσα ἤκουσαν, ἤρχισε
ὁ Ἰησοῦς νὰ λέγῃ εἰς
τὰ πλήθη περὶ τοῦ Ἰωάννου·
<τί εἴχατε βγῆ εἰς τὴν
ἔρημον νὰ ἰδῆτε; Ἄνθρωπον
ὁ ὁποῖος θὰ ὡμοίαζε
μὲ καλάμι ποὺ τὸ λυγίζει πρὸς
ὅλες τὶς διευθύνσεις ὁ ἄνεμος;
Ὄχι βέβαια.
|
7
Ὅταν δὲ αὐτοὶ ἀνεχώρησαν,
ἤρχισεν ὁ Ἰησοῦς νὰ λέγῃ
εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ περὶ
τοῦ Ἰωάννου· Τί ἐβγήκατε νὰ
ἰδῆτε εἰς τὴν ἔρημον, τὴν
ἐποχὴν ποὺ ἐκήρυττεν ἐκεῖ
ὁ Ἰωάννης; Μήπως ἐβγήκατε νὰ ἰδῆτε
κανένα ἄνθρωπον ἄστατον, ὁ ὁποῖος
νὰ ὁμοιάζῃ μὲ κάλαμον, ποὺ
σαλεύεται ἀπὸ κάθε φύσημα ἀέρος; Ὄχι
βέβαια.
|
8
Ἀλλὰ τί ἐξήλθατε ἰδεῖν;
Ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις
ἠμφιεσμένον; Ἰδοὺ οἱ τὰ
μαλακὰ φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις
τῶν βασιλέων εἰσίν.
|
8
Ἀλλά τί εἴχατε βγῆ νὰ
ἰδῆτε; Μαλθακὸν ἄνθρωπον, ντυμένον
μὲ μαλακὰ καὶ πολύτιμα ἐνδύματα;
Οὔτε. Διότι, ὅπως εἶναι εἰς
ὅλους γνωστόν, αὐτοί ποῦ φοροῦν
τὰ μαλακὰ ἐνδύματα μένουν
μέσα εἰς τὰ ἀνάκτορα τῶν
βασιλέων.
|
8
Ἀλλὰ τί ἐβγήκατε νὰ ἰδῆτε;
Ἄνθρωπον ντυμένον μαλακὰ φορέματα καὶ
μαλθακὸν καὶ ὅχι σκληραγωγημένον; Ἰδοὺ
αὐτοί, ποὺ φοροῦν τὰ μαλακά, μένουν
εἰς τὰ ἀνάκτορα τῶν βασιλέων ὡς
αὐλικοὶ αὐτῶν.
|
9
Ἀλλὰ τί ἐξήλθατε ἰδεῖν;
Προφήτην; Ναὶ λέγων ὑμῖν,
καὶ περισσότερον προφήτου.
|
9
Ἀλλά τί ἐβγήκατε νὰ
ἰδῆτε; Προφήτην; Ναί, σᾶς
λέγω καὶ σᾶς τονίζω, καὶ περισσότερον
ἀκόμη ἀπὸ προφήτην.
|
9
Ἀλλὰ τί ἐβγήκατε νὰ ὶδῆτε;
Προφήτην; Ναί, σᾶς λέγω, καὶ περισσότερον ἀπὸ
προφήτην, διότι αὐτὸς ἠξιώθη νὰ
ἴδῃ τὸν προφητευόμενον Μεσσίαν, ἐπὶ
πλέον δὲ ἐπροφητεύθη ἡ δρᾶσις καὶ
ἡ ἀποστολή του.
|
10
Οὗτος γάρ ἐστι περὶ οὗ γέγραπται·
ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν
ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς
κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν
σου.
|
10
Διότι αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος,
περὶ τοῦ ὁποίου ἔχει γραφῆ
(ἀπὸ ἄλλον προφήτην, τὸν Μαλαχίαν)·
Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν
ἀγγελιοφόρον μου ὀλίγον ἐνωρίτερα
ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος θὰ
προετοιμάσῃ ἔμπροσθέν σου τὸν
δρόμον σου καὶ θὰ προπαρασκευάσῃ
τοὺς ἀνθρώπους νὰ σὲ δεχθοῦν.
|
10
Διότι αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος,
διὰ τὸν ὁποῖον ἔχει γραφῆ
ὑπὸ τοῦ Μαλαχίου· Ἰδοὺ
ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἀγγελιαφόρον
μου ἀμέσως προτήτερα ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος
θὰ προετοιμάσῃ τὸν δρόμον σου ἐμπρὸς
ἀπὸ σέ, καὶ θὰ προπαρασκευάσῃ
τὰς ψυχὰς νὰ σὲ δεχθοῦν.
|
11
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ
ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν
μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ·
ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ
τῶν οὐρανῶν μείζων αὐτοῦ
ἐστιν.
|
11
Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ἀνώτερος
ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν
Βαπτιστὴν δὲν ἔχει παρουσιασθῆ μεταξὺ
ὅλων, ποὺ ἔχουν γεννηθῆ ἕως
τώρα ἀπὸ γυναῖκας. (Τόσον
μέγας εἶναι ὁ Ἰωάννης). Ἀλλ'
ὁ πλέον ταπεινὸς καὶ ἄσημος
πολίτης τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν
- τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή - ποὺ
θεμελιώνεται τώρα, εἶναι, ἀπὸ
ἀπόψεως χαρισμάτων καὶ γνώσεων
καὶ σωτηρίας, ἀνώτερος ἀπὸ
τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστὴν
(ὁ ὁποῖος δὲν ἀπήλαυσε
ἀκόμη τὴν δωρεὰν
καὶ τὴν χάριν τῆς λυτρωτικῆς
μου θυσίας).
|
11
Ἀληθῶς σᾶς λέγω· δὲν ἔχει
ἀναφανῆ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων,
ποὺ ἐγεννήθησαν ἕως τώρα ἀπὸ
γυναῖκας, ἄλλος μεγαλύτερος κατὰ τὴν
ἀξίαν ἀπὸ Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν.
Πρέπει ὅμως νὰ ξεύρετε καὶ τοῦτο·
ὅτι ὁ ἔσχατος καὶ ὁ πλέον
ταπεινὸς καὶ ἄσημος εἰς τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἡ ὁποία
θεμελιώνεται ἀπὸ ἑμὲ ἐπὶ
τῆς γῆς, (δηλαδὴ τὸ τελευταῖον
μέλος τῆς Ἐκκλησίας μου) εἶναι ὑπὸ
τὴν ἔποψιν τῶν θείων χαρισμάτων καὶ
τῆς σωτηριώδους γνώσεως, τὰ ὁποῖα
ἀπολαμβάνει ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας
μου, μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννην,
ὁ ὁποῖος δὲν ἀπήλαυσε τὰς
δωρεὰς καὶ τὰ χαρίσματα τῆς Καινῆς
Διαθήκης.
|
12
Ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου
τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ
βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν.
|
12
Ἀλλη ἐποχὴ ἀρχίζει τώρα,
πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ
τὴν ἐποχὴν τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, ποὺ φθάνει μέχρι Ἰωάννου
τοῦ Βαπτιστοῦ. ᾿Απὸ τὴν στιγμήν
ποὺ ἔκαμε τὴν ἐμφάνισίν
του ὁ Ἰωάννης ἕως τώρα, ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐγκαθιδρύεται
εἰς τὴν γῆν, ἀποκτᾶται μὲ
ἀγῶνα καὶ ὅσοι ἀγωνίζονται
ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, ποὺ
ὑπάρχει μέσα των καὶ μέσα
εἰς τὸν κόσμον, τὴν ἁρπάζουν
καὶ τὴν κρατοῦν σφικτά.
|
12
Νέοι χρόνοι ἦλθαν τώρα. Ἄλλη ἡ πρὸ
τοῦ Ἰωάννου ἐποχὴ καὶ ἄλλη
ἡ ἐποχὴ ἡ σημερινή. Ἀπὸ
τὴν ἐποχὴν ποὺ ἤρχισε τὸ
κήρυγμά του ὁ Ἰωάννης ἕως τώρα, ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τὴν ὁποίαν
δὲν ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ ἀποκτήσῃ,
κερδίζεται διὰ τῆς βίας, καὶ ἐκεῖνοι,
ποὺ μεταχειρίζονται σπουδὴν καὶ βίαν ἐπὶ
τοῦ ἑαυτοῦ των τὴν ἁρπάζουν
γρήγορα, πρὶν τοὺς φύγῃ, καὶ τὴν
κρατοῦν σφιγκτά.
|
13
Πάντες γὰρ οἱ προφῆται καὶ
ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου προεφήτευσαν·
|
13
Ἔχει ἀρχίσει νέα πλέον ἐποχή,
διότι ὅλοι οἱ προφῆται καὶ
ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως μέχρι
τοῦ Ἰωάννου ἐπροφήτευσαν.
|
13
Ναί· ἤρχισεν ἄλλη ἐποχὴ ἀπὸ
τὰς ἡμέρας τοῦ Ἰωάννου. Διότι ὅλοι
οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος μέχρι τοῦ
Ἰωάννου ἐπροφήτευσαν, τώρα δὲ ταῦτα
ἀρχίζουν νὰ πραγματοποιοῦνται.
|
14
καὶ εἰ θέλετε δέξασθαι, αὐτός
ἐστιν Ἠλίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι.
|
14
Καὶ ἐὰν θέλετε, παραδεχθῆτε
το· αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας
ὁ ὁποῖος (ὅπως ἐπροφήτευσε
ὁ Μαλαχίας) ἐπρόκειτο νὰ ἔλθῃ
πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου.
|
14
Καὶ ἐὰν ἔχετε καλὴν διάθεσιν
νὰ τὸ παραδεχθῆτε, αὐτὸς εἶναι
ὁ Ἠλίας, ποὺ κατὰ τὴν προφητείαν
τοῦ Μαλαχίου ἐπρόκειτο νὰ ἔλθῃ
πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου. Τόσον
μεγάλη, τόσον ἔνδοξος εἶναι ἡ νέα αὐτὴ
ἐποχή.
|
15
Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
|
15
Ἐγὼ τὰ κηρύττω αὐτὰ
καὶ ὅποιος ἔχει αὐτιά, καλὴν
δηλαδὴ διάθεσιν, νὰ ἀκούῃ
ἂς τὰ ἀκούῃ.
|
15
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιὰ
πνευματικὰ διὰ νὰ ἀκούῃ μὲ
ἐνδιαφέρον καὶ κατανοῇ αὐτὰ
ποὺ λέγω, ἂς τὰ ἀκούῃ καὶ
ἂς κατανοῇ, ὅτι ὁ Μεσσίας ἦλθε.
|
16
Τίνι δὲ ὁμοιώσω τὴν γενεὰν
ταύτην; Ὁμοία ἐστὶ παιδίοις
καθημένοις ἐν ἀγοραῖς, ἃ προσφωνοῦντα
τοῖς ἑταίροις αὐτῶν λέγουσιν·
|
16
Μὲ τί νὰ παρομοιάσω τὴν γενεὰν
αὐτήν; Ὁμοιάζει μὲ ἀνόητα
παιδιά, ποὺ κάθονται εἰς τὰς
ἀγορὰς καὶ φωνάζουν εἰς τοὺς
φίλους των καὶ λέγουν·
|
16
Ἀλλὰ πρὸς ποῖον νὰ παρομοιάσω
τὴν διεστραμμένην αὐτὴν γενεάν, ἡ
ὁποία δὲν ἔχει αὐτιὰ διὰ
νὰ ἀκούῃ; Εἶναι ὁμοία πρὸς
παιδιὰ ἀνόητα καὶ ὀκνηρά, ποὺ
κάθηνται εἰς τὰς ἀγοράς, τὰ ὁποῖα
φωνάζουν δυνατὰ εἰς τοὺς φίλους των καὶ
λέγουν·
|
17
ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ
ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν,
καὶ οὐκ ἐκόψασθε.
|
17
Ἐπαίξαμεν χορευτικὰ τραγούδια μὲ
τὴν φλογέρα καὶ δὲν ἐχορέψατε,
ἐθρηνήσαμε καὶ σᾶς εἴπαμε
μοιρολόγια καὶ δὲν ἐκτυπήσατε
κλαίοντες τὸ κεφάλι καὶ τὸ
στῆθος.
|
17
Σᾶς ἐπαίξαμεν χαρούμενα μὲ τὸν αὐλὸν
καὶ δὲν ἐχορεύσατε· σᾶς ἐμοιρολογήσαμεν
καὶ σᾶς εἴπαμεν τραγούδια θλιβερὰ
καὶ δὲν ἐκτυπήσατε τὰ στήθη καὶ
τὴν κεφαλὴν κλαίοντες ἀπαρηγόρητα.
|
18
Ἦλθε γὰρ Ἰωάννης μήτε ἐσθίων
μήτε πίνων, καὶ λέγουσι· δαιμόνιον
ἔχει. |
18
Διότι ἦλθε ὁ Ἰωάννης, ποὺ
ἐζοῦσε ἀσκητικὴν ζωήν, χωρὶς
νὰ τρώγῃ καὶ χωρὶς νὰ
πίνῃ ὅπως οἱ ἄλλοι, καὶ
εἶπαν οἱ ἄνθρωποι τῆς γενεᾶς
αὐτῆς ὅτι ἔχει δαιμόνιον.
|
18
Τῆς γενεᾶς αὐτῆς οἰ ἄνθρωποι
εἶναι δύστροποι καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς
νὰ τοὺς εὔρη πουθενά. Διότι ἦλθεν
ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος οὔτε
ἔτρωγεν οὔτε ἔπινεν ὅπως οἱ
ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀλλ’ ἔζη ἀσκητικά,
καὶ εἶπαν δι’ αὐτόν· Εἶναι ὑποχόνδριος
καὶ μεαγχολικὸς καὶ ἔχει μέσα του
δαιμόνιον. |
19
Ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν·
ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης,
τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν.
Καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ
τῶν τέκνων αὐτῆς!
|
19
Ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ ὁποῖος καὶ τρώγει καὶ
πίνει, ὅπως κάθε φυσιολογικός, ἐγκρατὴς
καὶ κοινωνικὸς ἄνθρωπος, καὶ λέγουν·
νὰ, ἄνθρωπος φαγᾶς καὶ οἰνοπότης,
φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν.
Καὶ ἔτσι ἡ θεία σοφία ἐθαυμάσθη
καὶ ἐδικαιώθη ἀπὸ τὰ συνετὰ
τέκνα της, διότι χρησιμοποιεῖ πάντοτε
σοφοὺς καὶ δικαίους τρόπους εἰς
σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου>.
|
19
Ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ποὺ τρώγει καὶ πίνει ὡς ἐγκρατὴς
ἀλλὰ κοινωνικὸς ἄνθρωπος, καὶ
λέγουν· Ἰδοὺ ἄνθρωπος φαγᾶς καὶ
οἰνοπότης, φίλος τῶν τελωνῶν καὶ τῶν
ἁμαρτωλῶν. Καὶ ἐθαυμάσθη ἡ θεία
σοφία ὡς δικαία καὶ ὡς ἐργασθεῖσα
σοφῶς διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων,
ὅχι ἀπὸ ὅλους, ὅπως θὰ
ἔπρεπε, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τοὺς
πράγματι συνετοὺς καὶ πνεῦμα σοφίας ἔχοντας
ἀνθρώπους.
|
20
Τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς
πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ
πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι
οὐ μετενόησαν·
|
20
Τότε ἤρχισεν ὁ Ἰησοῦς νὰ
ἐλέγχῃ καὶ νὰ ἐπιτιμᾷ
μὲ δριμύτητα τὰς πόλεις εἰς
τὰς ὁποίας εἶχαν γίνει τὰ
πλεῖστα ἀπὸ τὰ θαύματά
του καὶ αἱ ὁποῖαι, παρ' ὅλα
αὐτά,
δὲν μετενόησαν. |
20
Τότε ἤρχισεν ὁ Ἰησοῦς νὰ μέμφεται
καὶ νὰ ταλανίζῃ τὰς πόλεις, εἰς
τὰς ὁποίας εἶχαν γίνει τὰ περισσότερα
θαύματά του, διότι δὲν μετενόησαν.
|
21
οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι,
Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ
καὶ Σιδῶνι ἐγεννήθησαν αἱ
δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν,
πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ
σποδῷ καθήμεναι μετενόησαν.
|
21
<Ἀλλοίμονο εἰς σέ, Χοραζίν,
ἀλλοίμονον εἰς σέ, Βησθαϊδά·
διότι ἐὰν εἰς τὰς διαβοήτους
διὰ τὴν κακίαν των πόλεις Τύρον
καὶ Σιδῶνα εἶχαν γίνει τὰ
μεγάλα θαύματα, ποὺ ἔγιναν εἰς
σᾶς, πρὸ πολλοῦ θὰ εἶχαν μετανοήσει
καὶ εἰς ἐκδήλωσιν τῆς μετανοίας
καὶ τῆς συντριβῆς των θὰ ἐφοροῦσαν
ἀντὶ ἐνδύματος εὐτελῆ
σάκκον καὶ θὰ ἔρριπταν εἰς
τὸ κεφάλι των ἀντὶ μύρου στάκτην.
|
21
Ἀλλοίμονον εἰς σέ, Χοραζίν, ἀλλοίμονον εἰς
σέ, Βηθσαϊδά, διότι ἐὰν εἰς τὰς φημισμένος
διὰ τὴν κακίαν τους εἰδωλολατρικὰς
πόλεις Τύρον καὶ Σιδῶνα εἶχαν γίνει τὰ
μεγάλα θαύματα, ποὺ ἔγιναν εἰς σᾶς,
πρὸ πολλοῦ οἱ κάτοικοί τους θὰ εἶχαν
μετανοήσει καὶ θὰ ἐξωτερίκευαν τὴν
συντριβὴν διὰ τὰς ἁμαρτίας των φοροῦντες
σάκκον δι’ ἔνδυμα καὶ ρίπτοντες στάκτην ἐπὶ
τῆς κεφαλῆς των. |
22
Πλὴν λέγω ὑμῖν, Τύρῳ καὶ
Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν
ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ ὑμῖν.
|
22
Ἀλλὰ σᾶς λέγω καὶ τοῦτο,
ὅτι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς
κρίσεως ἡ θέσις τῆς Τύρου
καὶ τῆς Σιδῶνος θὰ εἶναι περισσότερον
ὑποφερτὴ παρὰ ἡ ἰδική
σας.
|
22
Σᾶς φαίνεται ὑπερβολικὸν τοῦτο. Ἀλλὰ
σᾶς λέγω, ὅτι κατὰ τὴν ἡμέραν
τῆς κρίσεως οἱ κάτοικοι τῆς Τύρου καὶ
Σιδῶνος θὰ ὑποστοῦν ἐλαφροτέραν
τιμωρίαν παρὰ σεῖς.
|
23
Καὶ σὺ Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ
οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου
καταβιβασθήσῃ· ὅτι εἰ ἐν
Σοδόμοις ἐγενήθησαν αἱ δυνάμεις
αἱ γενόμεναι ἐν σοί, ἔμειναν
ἂν μέχρι τῆς σήμερον.
|
23
Καὶ σύ, Καπερναούμ, ποὺ σὲ
ἐξέλεξα ὡς τόπον κατοικίας
μου καὶ ἐξυψώθηκες διὰ τοῦτο
ἕως τὸν οὐρανόν, θὰ κρημνισθῆς
βαθύτατα μέχρι τὸν Ἅδην, διότι
ἐὰν τὰ μεγάλα θαύματα, ποὺ
ἔγιναν εἰς σέ, εἶχαν γίνει
εἰς τὰ διεφθαρμένα Σόδομα, οἱ
κάτοικοι θὰ μετανοοῦσαν καὶ δὲν
θὰ κατεστρέφοντο, ἀλλὰ θὰ
ἔμεναν μέχρι σήμερα.
|
23
Καὶ σὺ Καπερναούμ, ποὺ ἔγινες κατοικία
τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου καὶ δι’ αὐτὸ
ὑψώθης δοξασμένη μέχρι τοῦ οὐρανοῦ,
θὰ καταβιβασθῇς ἐντροπιασμένη μέχρι τοῦ
ᾋδου. Διότι ἐὰν εἶχαν γίνει εἰς
τὰ Σόδομα τὰ μεγάλα θαύματα, ποὺ ἔγιναν
εἰς σέ, δὲν θὰ κατεστρέφοντο, ἀλλὰ
θὰ μετενόουν οἱ κάτοικοί των καὶ τὰ
Σόδομα θὰ ἔμεναν μέχρι τῆς σήμερον ἡμέρας.
|
24
Πλὴν λέγω ὑμῖν ὅτι γῇ
Σοδόμων ἀνεκτότερον ἔσται ἐν
ἡμέρᾳ κρίσεως ἥ σοί.
|
24
Πλήν, σᾶς λέγω καὶ τοῦτο·
ὅτι ἡ θέσις καὶ ἡ τιμωρία
τῶν Σοδόμων κατὰ τὴν μεγάλην
ἡμέρα τῆς κρίσεως θὰ εἶναι
περισσότερον ὑποφερτή, παρὰ ἡ
ἰδική σας>. |
24
Καὶ αὐτὸ θὰ φανῇ παράδοξον εἰς
τοὺς κατοίκους σου. Σᾶς διαβεβαιῶ ὅμως,
ὅτι διὰ τοὺς κατοίκους τῆς χώρας τῶν
Σοδόμων θὰ εἶναι περισσότερον ὑποφερτὴ
ἡ τιμωρία παρὰ εἰς σὲ κατὰ τὴν
ἡμέραν τῆς κρίσεως. |
25
Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἀποκριθεὶς
ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐξομολογοῦμαί
σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας
ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν,
καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις·
|
25
Τότε, ἔστρεψε τὸν λόγον του ὁ
Ἰησοῦς πρὸς τὸν οὐρανὸν
καὶ εἶπε· <Σ' εὐχαριστῶ καὶ
σὲ δοξάζω, Πάτερ, ποὺ εἶσαι
κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τῆς γῆς, διότι ἀπέκρυψες
αὐτὰς τὰς ὑψίστας ἀληθείας
ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ νομίζουν
τὸν εὐατόν των σοφὸν καὶ συνέτον,
καὶ ἐφανέρωσες αὐτὰς εἰς
ἀνθρώπους ἁπλοϊκούς, ὡς νήπια,
εἰς ἀφελεῖς καὶ ταπεινούς, ποὺ
εἶχαν ὅμως τὴν ἀγαθὴν διάθεσιν
νὰ τὰς δεχθοῦν.
|
25
Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἔλαβε
τὸν λόγον ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε·
Σὲ εὐχαριστῶ, Πάτερ, ὡς κύριον καὶ
ἐξουσιαστὴν καὶ κυβερνήτην πάνσοφον καὶ
δίκαιον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς
γῆς. Σὲ εὐχαριστῶ, διότι πανσόφως
καὶ ἐν δικαιοσύνῃ ἐνεργῶν ἀπέκρυψας
τὰς μυστηριώδεις καὶ οὐρανίους ταύτας ἀληθείας
ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ νομίζουν ὅτι
εἶναι σοφοὶ καὶ συνετοί, καὶ ἐφανέρωσας
τὰ σωτηριώδη αὐτὰ μυστήρια εἰς ἁπλοῦς
καὶ ἀφελεῖς καὶ ταπεινούς. Καὶ
ἐξαρτᾶται λοιπὸν τώρα ἡ γνῶσις
τῆς σωτηριώδους ἀληθείας, ὅχι ἀπὸ
ἐξυπνάδα διανοητικήν, ποὺ μόνον ὀλίγοι τὴν
ἔχουν, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ταπεινὴν
διάθεσιν, ποὺ ὅλοι ὅσοι θέλουν ἠμποροῦν
νὰ τὴν ἀποκτήσουν. |
26
ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο
εὐδοκία ἔμπροσθέν σου.
|
26
Ναί, Πάτερ, διότι ἔτσι ἤρεσεν
εἰς σὲ καὶ ἔτσι, ὡς δίκαιος
καὶ πανάγαθος, ἠθέλησες. |
26
Ναί· σὲ εὐχαριστῶ, Πάτερ, διότι ἔτσι
ἤρεσεν εἰς σὲ καὶ τέτοια ὑπῆρξεν
ἡ ἀγαθὴ καὶ δικαία θέλησίς σου.
|
27
Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός
μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει
τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ,
οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει
εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ
ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι.
|
27
Ὅλα ἔχουν παραδοθῇ ἀπὸ τὸν
Πατέρα εἰς ἐμὲ καί, ὠς
γνήσιος μονογενὴς Υἱός του, ἔχω
κάθε ἐξουσίαν. Καὶ κανεὶς δὲν
γνωρίζει πλήρως καὶ τελείως τὸν
Υἱόν, παρὰ μόνον ὁ Πατὴρ
καὶ κανεὶς ἄλλος δὲν γνωρίζει
πλήρως καὶ τελείως τὸν Πατέρα
εἰμὴ ὁ Υἱός, ὁ ὁμοούσιος
καὶ ἴσος πρὸς αὐτόν, καὶ
ἐν μέρει τὸν γνωρίζει ἀκόμη
καὶ ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον
ὁ Υἱὸς θὰ φανερώσῃ τὸν
Πατέρα.
|
27
Ὅλα παρεδόθησαν εἰς ἑμὲ ἀπὸ
τὸν Πατέρα μου καὶ ἔλαβον καὶ ὡς
ἄνθρωπος πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν.
Καὶ ἐπειδὴ ἔχω ὡς Λόγος τὴν
αὐτὴν οὐσίαν μὲ τὸν Πατέρα μου
καὶ εἶμαι ἄπειρος ὡς Ἐκεῖνος,
κανεὶς ἄλλος δὲν γνωρίζει τελείως τὸν
Υἱὸν καὶ ποία εἶναι ἡ φύσις
καὶ αἱ βουλαὶ τοῦ Υἱοῦ
παρὰ μόνον ὁ Πατήρ. Ὁ ἄπειρος μόνον
ὑπὸ τοῦ ἀπείρου δύναται πλήρως καὶ
τελείως νὰ γνωσθῇ. Οὔτε τὸν Πατέρα
λοιπὸν γνωρίζει κατὰ βάθος καὶ κατὰ
τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ἄλλος κανεὶς
παρὰ μόνον ὁ Υἱός, ἐν μέρει δὲ
τὸν γνωρίζει καὶ ἐκεῖνος, εἰς
τὸν ὁποῖον ὁ Υἱὸς θὰ
θελήσῃ νὰ τὸν ἀποκαλύψῃ.
|
28
Δεῦτε πρὸς με πάντες οἱ κοπιῶντες
καὶ πεφορτισμένοι, κάγὼ ἀναπαύσω
ὑμᾶς. |
28
Ἐλᾶτε κοντά μου ὅλοι ὅσοι μοχθῆτε
καὶ κοπιάζετε καὶ εἶσθε φορτωμένοι
ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν
καὶ τῶν θλίψεων καὶ τῶν πλανῶν
καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω
καὶ θὰ σᾶς ξεκουράσω.
|
28
Θέλει δὲ ὁ Υἱὸς νὰ καταστήσῃ
γνωστὸν τὸν Πατέρα του εἰς ὅλους,
ὅσοι ἔχουν εἰλικρινῆ πόθον νὰ
λάβουν τὴν γνῶσιν αὐτήν. Καὶ δι’
σᾶς προσκαλεῖ: Ἔλθετε πρὸς
ἑμὲ ὅλοι, ὅσοι εἶσθε κοπιασμένοι
καὶ αὐτὸ φορτωμένοι ἀπὸ τὸ
βάρος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν θλίψεων
καὶ ἀπὸ τὸ φόρτωμα τῶν φαρισαϊκῶν
παραδόσεων, μὲ τὰς ὁποίας ὁ θεόπνευστος
νόμος μετεβλήθη εἰς φορτίον δυσβάστακτον. Ἔλθετε
πρὸς ἑμέ, καὶ ἑγὼ θὰ σᾶς
ἀναπαύσω. |
29
Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ' ὑμᾶς
καὶ μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι
πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ
καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν
ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· |
29
Σηκώσατε ἐπάνω σας τὸν ζυγὸν
τῆς ὑπακοῆς σας εἰς ἐμὲ
καὶ μάθετε ἀπὸ ἐμὲ τὸν
ἴδιον ὅτι εἶμαι πρᾶος καὶ ταπεινὸς
κατὰ τὴν καρδίαν καὶ θὰ εὕρετε
τότε ἀνάπαυσιν καὶ εἰρήνην
εἰς τὰς ψυχάς σας.
|
29
Παρέτε ἐπάνω σας τὸν ζυγὸν τῆς ὑποταγῆς
εἰς ἑμὲ καὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν
μου, καὶ μάθετε ἀπὸ ἑμέ, ὅτι
εἶμαι πρᾷος καὶ ταπεινὸς κατὰ
τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἐσωτερικὴν
διάθεσιν, καὶ θὰ εὕρετε ἀνάπαυσιν
καὶ εἰρήνην εἰς τὰς ψυχάς σας.
|
30
Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ
τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.
|
30
Μὴ διστάσετε· διότι ὁ ζυγός
μου εἶναι καλὸς καὶ χρήσιμος καὶ
τὸ φορτίον τῶν ὑποχρεώσεων καὶ
τῶν καθηκόντων, ποὺ ἐπιβάλλω
ἐγώ, εἶναι ἐλαφρόν>. (Ἐγὼ
τὸ ἐπιβάλλω, ἀλλὰ καὶ
ἐγὼ σᾶς βοηθῶ νὰ τὸ σηκώσετε).
|
30
Διότι ὁ ζυγὸς τῆς ὑπακοῆς πρὸς
ἑμὲ καὶ τὴν διδασκαλίαν μου εἶναι
μαλακὸς καὶ ὠφέλιμος εἰς αὐτὸν
ποὺ τὸν φέρει· καὶ τὸ φορτίον
τῶν ὑποχρεώσεων καὶ καθηκόντων, ποὺ
θέτω ἐγὼ ἐπὶ τῶν ὀπαδῶν
μου, εἶναι ἐλαφρόν.
|