Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
ν
ἐκείνῳ τῷ καιρῶ ἐπορεύθη ὁ
Ἰησοῦς τοῖς σάββασι διά τῶν σπορίμων,
οἱ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπείνασαν,
καὶ ἤρξαντο τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν.
|
ατὰ
τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὁ ᾿Ιησοῦς
εἰς ἡμέραν Σαββάτου ἐπέρασε
μέσα ἀπὸ σπαρμένους ἀγρούς·
οἱ μαθηταὶ του ἐπείνασαν καὶ
ἤρχισαν νὰ κόβουν στάχυα, νὰ
τὰ τρίβουν καὶ νὰ τρώγουν
τὸν καρπόν.
|
ατ’
ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐβάδιζεν
ὁ Ἰησοῦς ἐν ἡμέρᾳ
Σαββάτου διὰ μέσου τῶν σπαρμένων χωραφιῶν,
οἱ δὲ μαθηταί του ἐπείνασαν καὶ
ἤρχισαν νὰ μαδοῦν στάχυα καὶ νὰ
τρώγουν.
|
2
Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἰδόντες εἶπον
αὐτῶ· ἰδοὺ οἱ μαθηταί
σου ποιούσιν ὂ οὐκ ἔξεστιν ποιεῖν
ἐν σαββάτῳ.
|
2
Ἀλλὰ οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν εἶδαν
τὸ γεγονός, εἶπαν εἰς αὐτόν·
<ἰδού, οἱ μαθηταί σου κάνουν
κάτι, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται
νὰ γίνεται κατὰ τὴν ἡμέραν
Σαββάτου>.
|
2
Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως, ὅταν εἶδαν
αὐτό, τοῦ εἶπαν· Ἰδοὺ
οἰ μαθηταί σου κάνουν αὐτό, ποὺ δὲν
ἐπιτρέπεται νὰ τὸ κάμῃ κανεὶς
εἰς ἡμέραν Σαββάτου.
|
3
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, οὐκ
ἀνέγνωτε τί ἐποίησε ὁ Δαυΐδ ὅτι
ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ΄αὐτοῦ;
|
3
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς
αὐτούς· <δὲν ἐδιαβάσατε
εἰς τὰς Γραφὰς τί ἔκαμεν ὁ
Δαυΐδ, ὅταν ἐπείνασε αὐτὸς
καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἦσαν μαζῆ
του;
|
3
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς
αὐτούς· Δὲν ἀνεγνώσατε, τί ἔκαμεν
ὁ Δαβίδ, ὅταν ἐπείνασεν αὐτὸς
καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἦσαν μαζί
του;
|
4
Πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον
τοῦ Θεοῦ καὶ τούς ἄρτους τῆς
προθέσεως ἔφαγεν οὓς οὐκ ἐξόν ἦν
αὐτῷ φαγεῖν οὐδὲ τοῖς
μετ΄αὐτοῦ, εἰς μὴ μόνοις τοῖς
ἱερεῦσι;
|
4
Δηλαδή πῶς ἐμπῆκε εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν σκηνὴν
τοῦ Μαρτυρίου καὶ ἔφαγε τοὺς
ἄρτους, ποὺ ἦσαν τοποθετημένοι εἰς
τὴν τράπεζαν τῆς προθέσεως, ὡς
θυσία εἰς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς
ὁποίους δὲν ἐπετρέπετο οὔτε
εἰς αὐτὸν οὔτε εἰς τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ εἶχε μαζῆ του
νὰ φάγουν, παρὰ μόνον εἰς
τοὺς ἱερεῖς. Καὶ ὅμως, ὁ
Θεὸς δὲν ὀργίσθη δι' αὐτό.
|
4
Πῶς δηλαδὴ ἐμβῆκεν εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγε τοὺς
ἄρτους, ποὺ ἦσαν βαλμένοι ὡς θυσία
εἰς τὸν Θεὸν ἐπάνω εἰς τὴν
τράπεζαν τῆς σκηνῆς, τοὺς ὁποίους
δὲν ἦτο ἐπιτετραμμένον οὔτε εἰς
αὐτόν, οὔτε εἰς ἐκείνους ποὺ
ἦσαν μαζί του νὰ φάγουν, ἀλλ’ εἰς
μόνους τοὺς ἱερεῖς ἐπετρέπετο τοῦτο;
Καὶ ὅμως διότι ἡ ἀνάγκη τὸ
ἐπέβαλλεν, οἱ ἀφιερωμένοι εἰς τὸν
Θεὸν ἄρτοι ἐχρησιμοποιήθησαν διὰ
τὴν διατροφὴν ἀνθρώπων, ποὺ δὲν
ἦσαν ἱερεῖς, ὁ Θεὸς δὲ
δὲν ὠργίσθη διὰ τοῦτο.
|
5
Ἢ οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῷ νόμῳ
ὅτι τοῖς σάββασιν οἱ ἱερεῖς
ἐν τῷ ἱερῷ τὸ σάββατον βεβηλούσι,
καὶ ἀναίτιοί εἰσι;
|
5
῍Η δὲν ἐδιαβάσατε εἰς τὸν
Νόμον, ὅτι κατὰ τὰ Σάββατα
καταλύουν οἱ ἱερεῖς τὸ Σάββατον
μὲ τὰς ἐργασίας ποὺ κάνουν
μέσα εἰς τὸν ναὸν (ὅταν ἀνάβουν
φωτιὰ διὰ τὸ θυσιαστήριον, σφάζουν
τὰ ζῶα ποὺ θὰ προσφερθοῦν
ὡς θυσία κ.λ.π); Καὶ ὅμως κανεὶς
δὲν τοὺς κατηγορεῖ δι' αὐτό.
|
5
Ἢ διὰ νὰ σᾶς φέρω καὶ ἄλλην
ἀπόδειξιν, δὲν ἀνεγνώσατε εἰς τὸν
νόμον, ὅτι κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν
Σαββάτων οἱ ἱερεῖς μέσα εἰς τὸ
ἱερὸν καταλύουν τὸ Σάββατον μὲ τὴν
ἐργασίαν, τὴν ὁποίαν κάνουν κόπτοντες
ξύλα, ἀνάπτοντες φωτιάν, σφάζοντες καὶ τεμαχίζοντες
ζῶα, προκειμένου νὰ προσφερθοῦν αἱ
θυσίαι; Καὶ ὅμως διὰ τὰς ἐργασίας
των αὐτὰς εἶναι ἀνεύθυνοι καὶ
ἀκατηγόρητοι.
|
6
Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι τοῦ ἱεροῦ
μεῖζόν ἐστι ὧδε.
|
6
Σᾶς λέγω δὲ τοῦτο· ὅτι
ἐδῶ εἶναι κάτι πολὺ ἀνώτερον
ἀπὸ τὸν ναόν (διότι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος τοῦ ναοῦ, ὁ
αἰώνιος Ἀρχιερεύς, οἱ δὲ
μαθηταί μου θὰ γίνουν οἱ ἱερεῖς
τῆς χάριτος καὶ οἱ ἀπόστολοί
μου).
|
6
Σᾶς λέγω δέ, ὅτι ἐδῶ εἶναι
παραπάνω ἀπὸ τὸν ναόν, διότι οἱ
μαθηταί μου, τοὺς ὁποίους κατηγορεῖτε,
ἔμειναν νηστικοὶ διὰ τὴν ὑπηρεσίαν
ἐμοῦ, ποὺ εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ
τὸν ναόν.
|
7
Εἰ δὲ ἐγνώκειτε τί ἐστιν ἔλεον
θέλω καὶ οὐ θυσίαν, οὐκ ἂν κατεδικάσατε
τοὺς ἀναιτίους.
|
7
Καὶ ἐὰν εἴχατε γνωρίσει καλὰ
τί σημαίνει αὐτό ποὺ εἶπε
ὁ Θεός, ἀγάπην καὶ εὐσπλαγχνίαν
θέλω καὶ ὄχι τυπικὴν θυσίαν,
δὲν θὰ κατεδικάζατε τοὺς ἀθώους
καὶ ἀνευθύνους μαθητάς μου.
|
7
Ἐὰν δὲ εἶχατε κατανοήσει, τὶ
σημαίνει, θέλω εὔσπλαγχνον διάθεσιν καὶ συμπάθειαν
καὶ ὄχι θυσίαν, ποὺ δὲν συνοδεύεται
ἀπὸ πραγματικὴν ἀφοσίωσιν καὶ
εἰλικρινῆ ἀγάπην, δὲν θὰ κατεδικάζατε
τοὺς ἀθῷους καὶ ἐλευθέρους
κατηγορίας μαθητάς μου.
|
8
Κύριος γάρ ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου.
|
8
Ἔπειτα δὲ μάθετε καὶ τοῦτο·
ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
- δηλαδὴ ἐγώ - εἶναι κύριος
καὶ τοῦ Σαββάτου (καὶ ἠμπορεῖ,
ἂν τὸ κρίνῃ, νὰ τροποποιήσῃ
καὶ τὸν θεσμὸν αὐτόν. ῞Ο,τι
ἔκαμαν οἱ μαθηταὶ τὸ ἔκαμαν
μὲ τὴν ἰδικήν μου σιωπηράν
συγκατάθεσιν καὶ ἄρα δὲν εἶναι
ἔνοχοι)>.
|
8
Πράγματι δὲ εἶναι ἀθῷοι καὶ
ἀκατηγόρητοι οἱ μαθηταί μου, διότι ὁ Υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κύριος καὶ τοῦ
Σαββάτου. Τὸ Σάββατον εἶναι θεσμὸς παιδαγωγικὸς
καὶ ἰσχύει, μέχρις ποὺ ὁ ἄνθρωπος
φθάσῃ εἰς ἠθικὴν τελειότητα. Ἐγὼ
δέ, ποὺ εἶμαι ὁ κατ’ ἐξοχὴν
ἀντιπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ
ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ἔχω ἐξουσίαν
ἀκόμη καὶ τὸν θεσμὸν τοῦ Σαββάτου
νὰ τροποποιήσω. Ὅ,τι δὲ ἔκαμαν οἱ
μαθηταί μου τὸ ἔκαμαν μὲ τὴν σιωπηρὰν
συγκατάθεσίν μου.
|
9
Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν
εἰς τὴν συναγωγὴν αὐτῶν.
|
9
Καὶ ἀναχωρήσας ἀπὸ ἐκεῖ
ἦλθεν εἰς τὴν συναγωγήν
των.
|
9
Καὶ ἀφοῦ ἔφυγεν ἀπ’ ἐκεῖ,
ὅπου ἔγινεν ἡ συζήτησις αὐτή, ἦλθεν
εἰς τὴν συναγωγήν τους.
|
10
Καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος ἦν ἐκεῖ
τὴν χεῖρα ἔχων ξηράν, καὶ ἐπηρώτησαν
αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἔξεστι τοῖς
σάββασι θεραπεύειν; ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ.
|
10
Καὶ ἰδοὺ ἦτο ἐκεῖ ἔνας
ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε ξηρὸν καὶ
ἀκίνητον τὸ ἕνα του χέρι.
Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν λέγοντες,
ἐὰν ἐπιτρέπεται νὰ θεραπεύῃ
κανεὶς κατὰ τὰ Σάββατα; Τὸ
ἔκαμαν δὲ αὐτὸ διὰ νὰ
εὔρουν ἀφορμὴν νὰ τὸν κατηγορήσουν.
|
10
Καὶ ἰδοὺ ἦτο ἐκεῖ ἄνθρωπος,
ποὺ εἶχε ξηρὸν καὶ ἀκίνητον
τὸ χέρι του. Καὶ τὸν ἠρώτησαν λέγοντες·
Ἐὰν ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν
νόμον νὰ ἐνεργῇ κανεὶς θεραπείας
κατὰ τὰ Σάββατα; Καὶ τὸν ἠρώτησαν
ὅχι διὰ νὰ διδαχθοῦν, ἀλλὰ
διὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν διὰ τὴν
ἀπάντησιν, ποὺ θὰ ἔδιδεν.
|
11
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τίς
ἔσται ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος ὃς
ἕξει πρόβατον ἕν, καὶ ἐάν ἐμπέσῃ
τοῦτο τοῖς σάββασιν εἰς βόθυνον, οὐχὶ
κρατήσει αὐτὸ καὶ ἐγερεῖ;
|
11
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν·
<ποιὸς ἄνθρωπος ἀπὸ σᾶς,
ποὺ θὰ ἔχῃ ἕνα πρόβατον
ἐὰν πέσῃ τὸ πρόβατον
κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου
εἰς λάκκον, δὲν θὰ τὸ πιάσῃ
καὶ δὲν θὰ τὸ βγάλῃ
ἀπὸ ἐκεῖ;
|
11
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς
αὐτούς· Ποῖος ἄνθρωπος ἀπὸ
σᾶς θὰ εὑρεθῇ, ποὺ θὰ
ἔχῃ ἔνα πρόβατον, καὶ ἐὰν
πέσῃ τοῦτο εἰς ἡμέραν Σαββάτου μέσα
εἰς λάκκον, δὲν θὰ τὸ πιάσῃ
καὶ δὲν θὰ τὸ σηκώσῃ;
|
12
Πόσῳ οὖν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου; Ὥστε
ἔξεστι τοῖς σάββασι καλῶς ποιεῖν.
|
12
Πόσον, λοιπόν, διαφέρει ὁ ἄνθρωπος
ἀπὸ τὸ πρόβατον; Ἀσυγκρίτως
περισσότερον. Ὥστε ἐὰν ἐπιτρέπεται
νὰ κάνωμεν καλὸν εἰς τὰ ζῶα
κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου,
πόσο μᾶλλον εἰς τὸν ἄνθρωπον;>
|
12
Πόσον λοιπὸν διαφέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ
τὸ πρόβατον; Ἀναμφιβόλως ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἀσυγκρίτως τιμιώτερος ἀπὸ
τὸ πρόβατον. Ὥστε ἐπιτρέπεται κατὰ
τὰς ἡμέρας Σαββάτων νὰ κάμνῃ κανεὶς
τὸ καλὸν καὶ εἰς ζῶα, ἀλλὰ
πολὺ περισσότερον εἰς ἀνθρώπους.
|
13
Τότε λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· ἔκτεινόν
σου τὴν χείρα· καὶ ἐξέτεινε, καὶ
ἀποκατεστάθη ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη.
|
13
Τότε λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον·
<ἄπλωσε τὸ χέρι σου>· καὶ
ἐκεῖνος τὸ ἄπλωσε καὶ ἀποκατεστάθη
ἀμέσως τὸ χέρι καὶ ἔγινε
γερό, ὅπως καὶ τὸ ἄλλο.
|
13
Τότε λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον· Ἄπλωσε
τὸ χέρι σου. Καὶ ἐκεῖνος μολονότι
ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του ἐδυσκολεύετο
νὰ πράξῃ τοῦτο, ὅμως φανερώνων τὴν
πίστιν του κατέβαλε προσπάθειαν καὶ τὸ ἄπλωσε
καὶ ἐπανῆλθε τὸ χέρι εἰς τὴν
προτέραν κατάστασιν, ὑγιὲς σὰν τὸ
ἄλλο.
|
14
Ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον
ἔλαβον κατ΄αὐτοῦ ὅπως αὐτὸν
ἀπολέσωσιν.
|
14
Ὅταν δὲ οἱ Φαρισαῖοι ἐβγῆκαν
ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἔκαμαν
ἕνα συμβούλιον μεταξύ των ἐναντίον
τοῦ Ἰησοῦ, διὰ νὰ εὔρουν
τρόπον νὰ τὸν θανατώσουν.
|
14
Ἀφοῦ δὲ ἐβγῆκαν ἀπὸ
τὴν συναγωγὴν οἱ Φαρισαῖοι, συνεσκέφθησαν
ἐναντίον του, μὲ ποῖον τρόπον νὰ
τὸν θανατώσουν.
|
15
Ὁ δὲ Ἰησοῦς γνοὺς ἀνεχώρησεν
ἐκεῖθεν, καὶ ἠκολούθησαν αὐτῶ
ὄχλοι πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς
πάντας,
|
15
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἔμαθε τὰς
πονηράς των ἀποφάσεις καὶ ἔφυγεν
ἀπὸ ἐκεῖ· τὸν ἠκολούθησαν
δὲ ὄχλοι πολλοί· καὶ αὐτὸς
ἐθεράπευσεν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς.
|
15
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἔμαθε τὰ
σχέδια των καὶ ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ·
καὶ ἠκολούθησαν αὐτὸν πλήθη λαοῦ
πολλὰ καὶ ἐθεράπευσεν ὅλους, ὅσοι
ἦσαν ἀσθενεῖς.
|
16
καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα
μὴ φανερὸν ποιήσωσιν αὐτόν,
|
16
Καὶ συνέστησεν εἰς αὐτοὺς
μὲ αὐστηρότητα, νὰ μὴ τὸν
φανερώσουν καὶ νὰ μὴ διαδώσουν
τὰ θαύματά του.
|
16
Καὶ ἐντόνως παρήγγειλεν εἰς αὐτοὺς
νὰ μὴ τὸν φανερώσουν, ὅτι ἐργάζεται
τόσα καὶ τέτοια θαύματα·
|
17
ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ
Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος·
|
17
Διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἔτσι ἐκεῖνο
ποὺ εἶχε πῆ ὁ Θεὸς διὰ
τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, περὶ
τῆς ταπεινώσεως καὶ πραότητος τοῦ
Μεσσίου·
|
17
διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ καὶ ἐπαληθεύσῃ
ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ
προφήτου Ἡσαΐου, ὁ ὁποῖος εἶπεν·
|
18
ἰδοὺ ὁ παῖς μου, ὃν ᾑρέτισα,
ὁ ἀγαπητός μου, εἰς ὃν εὐδόκησεν
ἡ ψυχή μου· θήσω τὸ πνεῦμά μου ἐπ΄αὐτόν,
καὶ κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ.
|
18
<Ἰδοὺ ὁ παῖς μου, τὸν ὁποῖον
ἐγὼ ἐξέλεξα, ὁ ἀγαπητός
μου, εἰς τὸν ὁποῖον ἔχει εὐαρεστηθῆ
ἡ ψυχή μου, διότι τηρεῖ κατὰ
πάντα τὸ θέλημά μου· θὰ
θέσω τὸ Πνεῦμα μου ἐπάνω εἰς
αὐτὸν καὶ θὰ κηρύξῃ εἰς
τοὺς ἀνθρώπους τὴν θείαν δικαιοσύνην,
τὸν τέλειον νόμον.
|
18
Ἰδοὺ ὁ ἀπεσταλμένος μου, τὸν
ὁποῖον ἐξέλεξα, ὁ ἀγαπητός μου
καὶ μονάκριβός μου, εἰς τὸν ὁποῖον
εὐηρεστήθη ἡ ψυχή μου· θὰ βάλω τὸ
Πνεῦμα μου ἐπάνω του, καὶ θὰ ἀναγγείλῃ
εἰς τὰ ἔθνη νέον τέλειον νόμον.
|
19
Οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει οὐδὲ
ἀκούσει τις ἐν ταῖς πλατείας τὴν
φωνὴν αὐτοῦ.
|
19
Δὲν θὰ φιλονεικήσῃ οὔτε θὰ
κραυγάσῃ οὔτε θὰ ἀκούσῃ
κανεὶς εἰς τὰς πλατείας τὴν
φωνήν του.
|
19
Δὲν θὰ φιλονεικήσῃ, οὔτε θὰ
βγάλῃ παραφόρους κραυγάς, οὔτε θὰ ἀκούσῃ
κανεὶς τὴν φωνήν του εἰς τὰς δημοσίας
πλατείας, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς δημαγωγούς,
ποὺ διὰ σκοποὺς ἰδιοτελεῖς ξεσηκώνουν
τὸν λαὸν εἰς θορυβώδη συλλαλητήρια.
|
20
Κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον
τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ
εἰς νῖκος τὴν κρίσιν,
|
20
Καλάμι τσακισμένο δὲν θὰ τὸ
συντρίψῃ καὶ φιτίλι μισοσβησμένο,
ποὺ καπνίζει, δὲν θὰ τὸ σβήσῃ,
ἕως ὅτου ὁδηγήση εἰς νίκην
καὶ καταστήσῃ σεβαστὴν εἰς τὰς
καρδίας τῶν ἀνθρώπων τὴν δικαιοσύνην
τοῦ Θεοῦ. (Δηλαδὴ ἀνθρώπους
τσακισμένους ἀπὸ τὰς πικρίας
τῆς ζωῆς καὶ τὸ βάρος τῆς
ἁμαρτίας, ποὺ κινδυνεύουν νὰ
χάσουν κάθε ἐλπίδα σωτηρίας
των, ὄχι μόνον δὲν θὰ τοὺς ἀπογοητεύσῃ,
ἀλλὰ θὰ τοὺς ἐνθαρρύνῃ
νὰ δεχθοῦν τὸν νόμον καὶ τὴν
σωτηρίαν ποὺ τοὺς δίδει ὁ Θεὸς
καὶ νὰ ἐξέλθουν ἔτσι νικηταί).
|
20
Ψυχάς, ποὺ ὁμοιάζουν μὲ τσακισμένον κάλαμον,
δὲν θὰ συντρίψῃ, καὶ καρδίας, εἰς
τὰς ὁποίας ὁ θεῖος φωτισμὸς
πλησιάζει νὰ σβεσθῇ, ὥστε νὰ ὁμοιάζουν
αὐταὶ πρὸς φυτίλι ποὺ καπνίζει, δὲν
θὰ σβήσῃ, ἕως ὅτου νὰ κάμῃ
νικητὴν τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ὥστε
νὰ ἐπικρατήσῃ οὖτος εἰς τὰς
καρδίας ὅλων. |
21
καὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη
ἐλπιοῦσι.
|
21
Καὶ εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ
ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς θὰ
στηρίξουν τὰς ἐλπίδας των>.
|
21
Καὶ εἰς τὸ ὅνομά του ὡς Μεσσίου
καὶ Σωτῆρος οἱ ἐθνικοὶ θὰ
στηρίξουν τὰς πρὸς σωτηρίαν ἐλπίδας των.
|
22
Τότε προσηνέχθη αὐτῶ δαιμονιζόμενος τυφλὸς
καὶ κωφός, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν,
ὥστε τὸν τυφλὸν καὶ κωφὸν καὶ
λαλεῖν καὶ βλέπειν·
|
22
Τότε τοῦ ἔφεραν ἕνα δαιμονιζόμενον,
τυφλὸν καὶ κωφάλαλον καὶ ἐθεράπευσεν
αὐτόν, ὥστε ὁ τυφλὸς καὶ
κωφάλαλος νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ
βλέπῃ.
|
22
Τότε τοῦ ἔφεραν ἕνα δαιμονιζόμενον, ποὺ
ἤταν συγχρόνως τυφλὸς καὶ κουφός. Καὶ
τὸν ἐθεράπευσεν, ὥστε ὁ τυφλὸς
καὶ κουφὸς καὶ ὡμίλει καὶ ἔβλεπε.
|
23
καὶ ἐξίστατον πάντες οἱ ὄχλοι καὶ
ἔλεγον· μήτι οὖτός ἐστιν ὁ Χριστὸς
ὁ υἱὸς Δαυίδ;
|
23
Καὶ ὅλα τὰ πλήθη ἔμεναν κατάπληκτα
καὶ ἔλεγαν· <μήπως αὐτὸς
εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας,
ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ>;
|
23
Καὶ ἐξεπλήττοντο ὅλα τὰ πλήθη τοῦ
λαοῦ καὶ ἔλεγον· Μήπως εἶναι
αὐτὸς ὁ ἀναμενόμενος ἀπόγονος
τοῦ Δαβίδ, ὁ Μεσσίας; |
24
Οἱ δὲ Φαρισσαῖοι ἀκούσαντες εἶπον·
οὖτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια εἰμὴ
ἐν τῷ Βελζεβούλ, ἄρχοντι τῶν δαιμονίων.
|
24
Οἱ δὲ Φαρισαῖοι, ὅταν ἤκουσαν
αὐτά, ἐκ φθόνου κινούμενοι εἶπαν·
<αὐτὸς δὲν διώχνει τὰ δαιμόνια
παρὰ μόνον μὲ τὴν δύναμιν τοῦ
Βεελζεβούλ, τοῦ ἄρχοντος τῶν δαιμονίων>.
|
24
Οἱ δὲ Φαρισαῖοι, ὅταν ἤκουσαν
τί ἔλεγεν ὁ λαός, ἐφθόνησαν τὴν
δόξαν τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶπαν διὰ
νὰ ἐξουδετέρωσουν τὴν ἐντύπωσιν, ποὺ
ἐπροκάλουν τὰ θαύματά του: Αὐτὸς δὲν
βγάζει τὰ δαιμόνια παρὰ μὲ τὴν βοήθειαν
καὶ δύναμιν τοῦ Βεελζεβούλ, ὁ ὁποῖος
εἶναι ἄρχων τῶν δαιμονίων.
|
25
Εἰδῶς δὲ ὁ Ἰησοῦς τὰς
ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς·
πάσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ΄ἐαυτήν ἐρημοῦται,
καὶ πάσα πόλις ἢ οἰκία μερισθεῖσα
καθ΄ἐαυτὴν οὐ σταθήσεται.
|
25
Γνωρίζων δὲ ὁλοκάθαρα ὁ Ἰησοῦς
τὰς πονηρὰς αὐτῶν σκέψεις τοὺς
εἶπε· <κάθε βασίλειον, ποὺ
ἔχει διαιρεθῇ εἰς ἀντιμαχομένας
παρατάξεις καὶ περιπλέκεται εἰς ἐμφύλιον
πόλεμον, ὁδηγεῖται εἰς τὴν ἐρήμωσιν.
Καὶ κάθε πόλις ἢ οἰκογένεια
ποὺ ἔχει κομματιασθῆ εἰς φατρίας,
αἱ ὁποῖαι ἀλληλοπολεμοῦνται,
δὲν θὰ σταθῇ, ἀλλὰ θὰ
πέσῃ καὶ θὰ συντριβῆ.
|
25
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐγνώρισε τὰς
ἀποκρύφους σκέψεις των καὶ τοὺς εἶπε·
Κάθε βασίλειον, τὸ ὁποῖον ἐχωρίσθη
εἰς κόμματα ἐχθρικά, ὥστε δι’ ἐμφυλίου
πολέμου νὰ στραφῇ κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ
του, καταλήγει εἰς τελείαν ἐρήμωσιν. Καὶ
κάθε πόλις ἡ οἰκία, ποὺ διῃρέθη κατὰ
τοῦ ἑαυτοῦ της, δὲν θὰ σταθῇ,
ἀλλὰ θὰ πέσῃ καὶ θὰ ἑξαφανισθῇ.
|
26
Καὶ εἰ ὁ σατανᾶς τὸν σατανᾶν
ἐκβάλλει, ἐφ΄ἐαυτόν ἐμερίσθη, πῶς
οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ;
|
26
Καὶ ἐὰν ὁ σατανᾶς διώχνῃ
τὸν σατανᾶν, αὐτὸ σημαίνει ὅτι
τὸ βασίλειόν του ἔχει διαιρεθῇ
εἰς ἀντιμαχόμενα κόμματα. Πῶς,
λοιπόν, εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ
ἡ βασιλεία καὶ ἡ ἐξουσία
του; |
26
Καὶ ἐὰν ὁ σατανᾶς, ὁ ἄρχων
τῶν δαιμονίων, βγάζῃ διὰ τῆς βίας
τὸν σατανᾶν, διῃρέθη κατὰ τοῦ
ἑαυτοῦ του. Πῶς λοιπὸν θὰ σταθῇ
καὶ δὲν θὰ πέσῃ ἡ βασιλεία του;
|
27
Καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ
ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ
ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλούσι; Διὰ
τοῦτο αὐτοί κριταὶ ἔσονται ὑμῶν.
|
27
Καὶ ἐὰν ἐγὼ βγάζω τὰ
δαιμόνια, ὅπως σεῖς λέγετε, μὲ
τὴν βοήθειαν τοῦ Βεελζεβούλ, τὰ
πνευματικὰ σας τέκνα μὲ τὴν δύναμιν
τίνος τὰ βγάζουν; Διατὶ δὲν
τοὺς κατηγορεῖτε; Διὰ τοῦτο αὐτοὶ
θὰ σᾶς καταδικάσουν διὰ τὴν
μοχθηρίαν σας καὶ τὴν ὑποκρισίαν.
|
27
Καὶ ἐὰν ἑγὼ μὲ τὴν
συνέργειαν τοῦ Βεελζεβοὺλ βγάζω δαιμόνια, οἱ
μαθηταὶ καὶ τὰ πνευματικά σας τέκνα, ποὺ
ἐξορκίζουν δαιμόνια, μὲ τὴν δύναμιν ποίου
τὰ βγάζουν; Διὰ τοῦτο αὐτοί, τοὺς
ὁποίους δὲν κατηγορεῖτε, ἀλλ’ ἀφίνετε
ἐλεύθερα νὰ ἐξορκίζουν, θὰ εἶναι
δικασταί, ποὺ θὰ καταδικάσουν τὴν ὑποκρισίαν
καὶ τὸν φθόνον σας. |
28
Εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ
ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ΄ὑμᾶς
ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. |
28
Ἐὰν ὅμως ἐγὼ διώχνω τὰ
δαιμόνια μὲ τὴν δύναμιν τοῦ
Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ἀποδεικνύει
ὅτι ἔφθασε εἰς σᾶς ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ.
|
28
Ἐὰν ὅμως ἐγὼ μὲ τὴν
δύναμιν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ βγάζω τὰ
δαιμόνια, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικὸν
αὐτὸ γεγονός, ὅτι κατέφθασε καὶ ἔπεσεν
ἐπάνω σας ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
|
29
Ἢ πῶς δύναταί τις εἰσελθεῖν εἰς
τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ καὶ
τὰ σκεύη αὐτοῦ ἁρπᾶσαι, ἐὰν
μὴ πρῶτον δήσῃ το ἰσχυρόν; Καὶ
τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει.
|
29
῍Η πῶς ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ
εἰσέλθῃ εἰς τὸ σπίτι τοῦ
ἰσχυροῦ καὶ νὰ ἁρπάσῃ
τὰ ὑπάρχοντά του, ἐὰν
πρῶτον δὲν δέσῃ τὸν ἰσχυρόν;
Καὶ τότε θὰ διαρπάσῃ τὸ
σπίτι του. (Ἐγὼ ἔχω κατανικήσει
τὸν ἕως τώρα ἀνίκητον διάβολον
καὶ δ' αὐτὸ ἐρημώνω τὴν
βασιλείαν του καὶ ἁρπάζω αὐτούς,
ποὺ κρατεῖ αἰχμαλώτους).
|
29
Ἢ ἂν δὲν σᾶς πείθῃ ἡ ἀπόδειξις
αὐτή, σᾶς ἐρωτῶ: Πῶς ἠμπορεῖ
κανεὶς νὰ ἔμβῃ εἰς τὸ
σπίτι τοῦ δυνατοῦ διαβόλου καὶ νὰ
ἁρπάσῃ τοὺς δαιμονιζομένους, ποὺ τοὺς
κατέχει σὰν ἄψυχα σκεύη, ἐὰν δὲν
κατανικήσῃ καὶ δὲν δέσῃ προτήτερα
τὸν ἰσχυρόν; Καὶ τότε θὰ διαρπάσῃ
τὸ σπίτι του. Ἡ δύναμις τοῦ διαβόλου λοιπὸν
ὅχι μόνον δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ
ἑμέ, ἀλλὰ τουναντίον κατενικήθη καὶ
ἐξεμηδενίσθη ἀπὸ τὴν δύναμίν μου.
|
30
Ὁ μὴ ὢν μετ΄ἐμοῦ κατ΄ἐμοῦ
ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ΄ἐμοῦ
σκορπίζει. |
30
Καθορίσατε τὴν θέσιν σας, διότι ἐκεῖνος
ποὺ δὲν εἶναι μαζῆ μου εἶναι
ἐναντίον μου καὶ ἐκεῖνος ποὺ
μαζῆ μὲ ἐμὲ δὲν συγκεντρώνει
καὶ δὲν φρουρεῖ τὰ πρόβατα τῆς
μάνδρας μου, τὰ σκορπίζει καὶ τὰ
ἀπομακρύνει. |
30
Συμβιβασμοὺς μὲ τὴν παράταξιν τοῦ
διαβόλου δὲν δέχομαι. Ἐκεῖνος ποὺ
δὲν εἶναι μαζί μου, εἶναι ἐναντίον
μου. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν μαζεύει
μαζὶ μὲ ἑμὲ τὰ πνευματικὰ
πρόβατά μου, αὐτὸς σὰν ἄλλος λύκος
τὰ σκορπίζει. |
31
Διὰ τοῦτο λέγω ὑμίν, πάσα ἁμαρτία
καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις,
ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται
τοῖς ἀνθρώποις, |
31
Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω ὅτι κάθε
ἁμαρτία καὶ βλασφημία θὰ συγχωρηθῇ
εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἐφ' ὅσον
θὰ μετανοήσουν· ἡ δὲ βλασφημία
ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
(τὸ νὰ διαβάλλῃ δηλαδὴ κανεὶς
ἀπὸ ἐσωτερικὴν πώρωσιν καὶ
ἐν ἐπιγνώσει νὰ ἀποδίδῃ
τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
εἰς τὸν διάβολον) αὐτὴ ἡ
βλασφημία δὲν θὰ συγχωρηθῇ ποτὲ
εἰς τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς.
|
31
Ἐπειδὴ δὲ σεῖς σκορπίζετε μετὰ
τοῦ σατανᾶ, δι’ αὐτὸ σᾶς λέγω,
πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία θὰ συγχωρηθῇ
εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἐφ’ ὅσον
θὰ μετανοήσουν. Τὸ νὰ ἀποδίδει ὅμως
κανεὶς τὰς πασιφανεῖς ἐνεργείας του
Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὸ πονηρὸν πνεῦμα
καὶ ἀπὸ πώρωσιν ἐσωτερικὴν νὰ
συκοφαντῇ τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ ἔτσι νὰ βλασφημῇ αὐτό,
ἀποτελεῖ ἁμαρτίαν, ποὺ δὲν θὰ
συγχωρηθῇ εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
|
32
καὶ ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον
κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου,
ἀφεθήσεται αὐτῶ, ὅς δ΄ἄν εἴπῃ
κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, οὐκ
ἀφεθήσεται αὐτῶ ἐν τῷ νῦν
αἰώνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι.
|
32
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ πῇ
ὑβριστικὸν λόγον ἐνάντιον τοῦ
Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου (σκανδαλιζόμενος
ἀπὸ τὸ φαινόμενον τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεώς του) θὰ συγχωρηθῇ, διότι
πιθανὸν νὰ μετανοήσῃ. Ἐκεῖνος
ὅμως ποὺ θὰ ἐκστομίσῃ
βλάσφημον λόγον κατὰ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος (καὶ ἀπὸ διεστραμμένην
θέλησιν θὰ ἀποδίδῃ τὰς
ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
εἰς τὸν διάβολον) δὲν θὰ λάβῃ
ἄφεσιν τῆς ἁμαρτίας του οὔτε
εἰς τὴν παροῦσαν οὔτε εἰς τὴν
μέλλουσαν ζωήν, διότι θὰ ἔχῃ
σκληρυνθῆ πλέον ἡ καρδία του καὶ
θὰ εἶναι ἀνεπίδεκτος μετανοίας.
|
32
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ εἴπῃ
λόγον ἐναντίον τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ, σκανδαλιζόμενος ἀπὸ τὸ
ἀσθενὲς φαινόμενον τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεώς του, θὰ συγχωρηθῇ, διότι ἐνδέχεται
νὰ μετανοήσῃ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ
θὰ εἴπῃ βλάσφημον λόγον κατὰ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ἀποδίδων ἐθελοκακῶς
καὶ ἐκ πωρώσεως τὰς φανερὰς ἐνεργείας
του Πνεύματος εἰς τὸν Βεελζεβούλ, ἐσκληρύνθη
καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μετανοήσῃ,
δι’ αὐτὸ δὲ δὲν θὰ συγχωρηθῇ
οὔτε εἰς τὴν παροῦσαν οὔτε εἰς
τὴν μέλλουσαν ζωήν, ἀλλὰ θὰ τιμωρηθῇ
καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.
|
33
Ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον καλόν, καὶ τὸν
καρπὸν αὐτοῦ καλόν, ἢ ποιήσατε τὸ
δένδρον σαπρόν, καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ
σαπρόν, ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ
δένδρον γινώσκεται. |
33
Ὁπως τὸ δένδρον, ἀνάλογα μὲ
τοὺς καρπούς ποὺ παράγει, τὸ
χαρακτηρίζετε καλὸν ἢ κακόν, ἔτσι
κάμετε καὶ μὲ ἐμέ. ῍Η
παραδεχθῆτε καὶ διακηρύξατε ὅτι τὸ
δένδρον εἶναι καλὸν καὶ ὁ καρπὸς
του εἶναι καλὸς ἢ παραδεχθῆτε ὅτι
τὸ δένδρον εἶναι σάπιο καὶ βλαμμένο
καὶ ὁ καρπὸς ἐπίσης αὐτοῦ
χαλασμένος καὶ ἐπιβλαβής. Διότι
ἀπὸ τὸν καρπὸν κατανοεῖται ἡ
ποιότης τοῦ δένδρου. Καὶ οἱ
ἰδικοί μου καρποί, τὰ ἔργα μου,
μαρτυροῦν τί εἶμαι ἐγώ.
|
33
Ποῖος εἶμαι ἑγὼ καὶ ἐὰν
πράγματι συνεργάζωμαι μὲ τὸν σατανᾶν, φαίνεται
καθαρὰ ἀπὸ τὰ ἔργα μου καὶ
τὴν ὅλην ζωήν μου. Ἢ παραδεχθῆτε καὶ
διακηρύξατε τὸ δένδρον, ὅτι εἶναι καλὸν
καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ καλός, ἢ
διακηρύξατε τὸ δένδρον κακὸν καὶ τὸν
καρπὸν αὐτοῦ κακόν. Διότι ἀπὸ
τὸν καρπόν του διακρίνεται, τί εἴδους εἶναι
τὸ δένδρον. Καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα
μου λοιπόν, τὰ ὁποῖα δέχεσθε, ὅτι
εἶναι ἔργα εὐεργετικὰ καὶ ἀγαθά,
ἀποδεικνύεται, ὅτι δὲν ἔχω καμμίαν
σχέσιν μὲ τὴν δύναμιν τοῦ πονηροῦ.
|
34
Γεννήματα ἐχιδνῶν, πῶς δύνασθε ἀγαθὰ
λαλεῖν πονηροὶ ὄντες; Ἐκ γάρ τοῦ
περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ.
|
34
Ἀπόγονοι ἀπὸ φαρμακερὲς ὀχιές,
πῶς μπορεῖτε σεῖς ποτὲ νὰ λέτε
λόγους ἀγαθούς, ἐφ' ὅσον εἶσθε
πονηροὶ καὶ διεστραμμένοι; Διότι τὸ
στόμα ἀντλεῖ καὶ ὁμιλεῖ
πάντοτε ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ
ὑπερεκχειλίζουν τὴν καρδίαν.
|
34
Ἀπόγονοι φαρμακερῶν ὀχιῶν, πῶς
μπορεῖτε σεῖς νὰ λέγετε καλοὺς καὶ
ἀγαθοὺς λόγους, ἀφοῦ εἶσθε πονηροὶ
καὶ ἐξ ὁλοκλήρου διεφθαρμένοι; Τοῦτο
εἶναι ἠθικῶς ἀδύνατον. Διότι τὸ
στόμα ὁμιλεῖ ἐκεῖνα, ἀπὸ
τὰ ὁποῖα εἶναι γεμᾶτη ἡ
ψυχὴ καὶ ὑπερεκχειλίζουν εἰς αὐτήν.
|
35
Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ
ἀγαθοῦ θυσαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά,
καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ
πονηροῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά. |
35
Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος βγάζει πάντοτε
ἀγαθοὺς λόγους ἀπὸ τὸν
ἀγαθὸν θησαυρὸν τῆς καρδίας
του. Καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος βγάζει
πονηρὰ καὶ βλάσφημα λόγια ἀπὸ
τὸν φαῦλον θησαυρόν. |
35
Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἔχει τὴν
ψυχήν του πολύτιμον θησαυροφυλάκιον ἀγαθῶν σκέψεων
καὶ συναισθημάτων, καὶ βγάζει ἀπ’ ἐκεῖ
ἀγαθοὺς λόγους. Καὶ ὁ πονηρὸς
ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πονηρὸν θησαυρὸν
τῶν φαύλων διανοημάτων καὶ ἐπιθυμιῶν
του βγάζει πονηρὰ καὶ φαρμακερὰ καὶ
βλάσφημα λόγια. |
36
Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα
ἀργὸν ὃ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι,
ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν
ἡμέρᾳ κρίσεως, |
36
Σᾶς λέγω δὲ καὶ
τοῦτο· ὅτι διὰ κάθε περιττὸν
καὶ μάταιον λόγον, τὸν ὁποῖον
θὰ ποῦν οἱ ἄνθρωποι, θὰ λογοδοτήσουν
κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως.
(Καὶ πολὺ περισσότερον διὰ τὰ
συκοφαντικὰ καὶ φαρμακερὰ λόγια των).
|
36
Διὰ νὰ καταλάβετε δὲ πόσον αὐστηρὰ
θὰ κριθῆτε διὰ τὰ βλάσφημα καὶ
συκοφαντικὰ λόγια σας, σᾶς λέγω, ὅτι διὰ
κάθε λόγον περιττὸν καὶ ἀνωφελῆ, τὸν
ὁποῖον θὰ εἴπουν τυχόν οἰ ἄνθρωποι,
θὰ δώσουν λόγον δι’ αὐτὸν κατὰ τὴν
ἡμέραν τῆς κρίσεως.
|
37
ἐκ γὰρ τῶν λόγον σου δικαιωθήσῃ καὶ
ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ.
|
37
Διότι ἀπὸ τὰ λόγια σου θὰ
δικαιωθῇς καὶ ἀπὸ τὰ λόγια
σου θὰ καταδικασθῇς>. |
37
Διότι ἀπὸ τοὺς καλούς σου λόγους θὰ
δικαιωθῇς, καὶ ἀπὸ τοὺς πονηρούς
σου λόγους θὰ καταδικασθῇς. |
38
Τότε ἀπεκρίθησαν τινες τῶν γραμματέων καὶ
Φαρισαίων λέγοντες, διδάσκαλε, θέλομεν ἀπὸ σοῦ
σημεῖον ἰδεῖν.
|
38
Τότε μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς
καὶ Φαρισαίους τὸν διέκοψαν, ἔλαβον
τὸν λόγον καὶ εἶπαν· <διδάσκαλε,
θέλομεν να ἴδωμεν κάποιον σημεῖον,
ἕνα θαῦμα, ἀπὸ σέ>. |
38
Τότε ἔλαβαν τὸν λόγον μερικοὶ ἀπὸ
τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους
καὶ εἶπαν· Διδάσκαλε, θέλομεν νὰ ἴδωμεν
ἀπὸ σὲ κάποιο ἐξαιρετικὸν καὶ
καταπληκτικὸν θαῦμα, ποὺ νὰ μαρτυρῇ
τὴν ἀποστολήν σου. |
39
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς·
γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον
ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται
αὐτὴ εἰμὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ
τοῦ προφήτου.
|
39
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπε· <γενεὰ πονηρά,
ποὺ ἐπρόδωσε καὶ κατεπάτησε
τὴν πίστιν της πρὸς τὸν Θεόν,
ζητεῖ τώρα μὲ ἀξίωσιν θαῦμα,
ποὺ νὰ μαρτυρῇ τὴν ἀποστολήν
μου. Τέτοιο ὅμως θαῦμα δὲν θὰ
τῆς δοθῇ, παρὰ μόνον ἕνα θαῦμα,
ποὺ προεικονίζετο ἀπὸ τὸ σημεῖον
τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου.
|
39
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπε· Γενεὰ πονηρὰ καὶ
μοιχαλίς, ποὺ ἐπρόδωκε τὴν πίστιν της πρὸς
τὸν οὐράνιον Νυμφίον, ἐπιμένει νὰ
ζητῇ θαῦμα, ποὺ νὰ δεικνύῃ φανερώτερον
τὴν ἀποστολήν μου. Ἀλλὰ τέτοιο θαῦμα
δὲν θὰ τῆς δοθῇ, παρὰ τὸ
θαῦμα, τὸ ὁποῖον προετυπώνετο καὶ
προεικονίζετο ἀπὸ τὸ θαῦμα Ἰωνᾶ
τοῦ προφήτου.
|
40
Ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ
προφήτης ἐν τῇ κοιλία τοῦ κήτους τρεῖς
ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται
καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς
ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. |
40
Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἰωνᾶς
ὁ προφήτης ἔμεινε εἰς τὴν κοιλίαν
τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ
τρεῖς νύκτας, ἔτσι καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι μέσα
εἰς τὸν τάφον καὶ τὸν Ἅδην
τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.
|
40
Διότι, καθὼς τότε ὁ Ἰωνᾶς ἦτο
μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τοῦ κήτους τρεῖς
ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, ἔτσι θὰ
εἶναι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
μέσα εἰς τὸν τάφον καὶ τὰ βάθη τῆς
γῆς ἐπὶ τρία ἡμερονύκτια.
|
41
Ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ
κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ
κατακρινούσιν αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς
τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ
πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε.
|
41
Εἰς τὴν μέλλουσαν κρίσιν θὰ
ἀναστηθοῦν μαζῆ μὲ τὴν γενεὰν
αὐτὴν ἄνδρες Νινευῖται καὶ θὰ
τὴν καταδικάσουν, διότι ἐκεῖνοι
μετενόησαν μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ
Ἰωνᾶ. Ἡ σημερινὴ ὅμως γενεὰ
μένει σκληρὴ καὶ ἀμετανόητος,
μολονότι ἔδω γίνονται καὶ λέγονται
πολὺ περισσότερα καὶ ἀνώτερα
ἀπὸ ὅσα εἶπε καὶ ἔκαμε
τότε ὁ Ἰωνᾶς. |
41
Ἄνδρες Νινεῖται θὰ ἀναστηθοῦν
εἰς τὴν μέλλουσαν κρίσιν μαζὶ μὲ τὴν
γενεὰν αὐτὴν καὶ θὰ κατακρίνουν
αὐτήν. Διότι ἐκεῖνοι, καίτοι ἦσαν
ἀλλοεθνεῖς καὶ εἰδωλολάτραι, μετενόησαν
εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ, ὁ
ὁποῖος καὶ ξένος ἦτο καὶ κανὲν
θαῦμα δὲν ἔκανεν εἰς αὐτούς.
Καὶ ἰδοὺ ἐδῶ πολὺ περισσότερα
συντείνουν εἰς τὸ νὰ γίνῃ δεκτὸν
τὸ ἰδικόν μου κήρυγμα παρ’ ὅσα συνέτρεχον
διὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ. Διότι
πρὸ ἑμοῦ οἰ προφῆται σᾶς
ἐγνώρισαν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν
καὶ σᾶς προανήγγειλαν τὴν ἔλευσίν
μου, καὶ ἑγὼ ἐπὶ μακρὸν
σᾶς κηρύττω καὶ μὲ θαύματα καταπληκτικὰ
σᾶς ἀποδεικνύω, ὅτι δὲν εἶμαι
ἀπλοῦς προφήτης. |
42
Βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει
μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ
αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων
τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶντος,
καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε.
|
42
Ἡ βασίλισσα τῆς χώρας Σαβά,
θὰ ἀναστηθῇ κατὰ τὴν μεγάλην
ἐκείνην ἡμέραν τῆς κρίσεως
μαζῆ μὲ τὴν γενεὰν αὐτὴν
καὶ θὰ τὴν καταδικάσῃ, διότι
ἦλθε ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς
γῆς νὰ ἀκούσῃ τὴν σοφίαν
τοῦ Σολομῶντος. Καὶ ἰδοὺ ὅτι
ἐδῶ εἶναι κάτι τὸ ἀσυγκρίτως
ἀνώτερον ἀπὸ τὸν Σολομῶντα.
(Εἶμαι ἐγώ, ἡ ἐνσάρκωσις
αὐτῆς ταύτης τῆς θείας σοφίας).
|
42
Ἡ βασίλισσα τῆς νοτιοδυτικῆς Ἀραβίας,
τῆς χώρας Σαβά, θὰ ἀναστηθῇ κατὰ
τὴν ἐσχάτην κρίσιν μαζὶ μὲ τὴν
γενεὰν αὐτὴν καὶ θὰ τὴν
κατακρίνῃ. Διότι ἦλθεν ἡ βασίλισσα αὐτὴ
ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου νὰ
ἀκούσῃ τὴν σοφίαν τοῦ Σολομῶντος,
μολονότι ἦτο γυνὴ καὶ δὲν ἐγνώριζε
τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Καὶ ἰδοὺ
ἐδῶ εἶναι περισσότερον ἀπὸ τὸν
Σολομώντα, ἀφοῦ ἐγὼ δὲν εἶμαι
ἁπλῶς σοφός, ὅπως ἦτο ἐκεῖνος,
ἀλλ’ εἶμαι αὐτὴ ἡ ἐνσάρκωσις
τῆς θείας Σοφίας.
|
43
Ὅταν δὲ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα
ἐξέλθη ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται
δι' ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ
οὐχ εὑρίσκει.
|
43
(Ἀλλοίμονο δὲ εἰς τὸν ἄνθρωπον
ποὺ ἤκουσε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ
καὶ μετενόησε, ἔπειτα δὲ ἀπὸ
ὀλίγον τὰ ἀπέρριψε καὶ
ἔπεσε βαθύτερον εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
Τὸ κατάντημά του θὰ εἶναι φοβερόν).
Διότι, ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα
βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, περνᾷ
ἀπὸ ξηροὺς καὶ ἀνύδρους
τόπους καὶ ζητεῖ ἀνάπαυσιν,
χωρὶς νὰ τὴν εὑρίσκῃ.
|
43
Τῆς ἀπίστου δὲ καὶ σκληροκαρδίου γενεᾶς
τὸ τέλος θὰ εἶναι κάκιστον. Διότι ὅταν
τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα βγῇ ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ὁπωσδήποτε μετενόησε,
περνᾶ ἀπὸ τόπους, ποὺ δὲν ἔχουν
νερὸ καὶ ζητεῖ ἀνάπαυσιν, ἀλλὰ
δὲν εὑρίσκει αὐτήν. Ἀνάπαυσιν εὑρίσκει,
ὅταν κακοποιῇ καὶ κυριεύῃ τὸν
ἄνθρωπον. |
44
Τότε λέγει· εἰς τὸν οἶκόν μου ἐπιστρέψω
ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ ἐλθὸν
εὑρίσκει σχολάζοντα καὶ σεσαρωμένον καὶ
κεκοσμημένον.
|
44
Τότε λέγει· θὰ ξαναγυρίσω εἰς
τὸ σπίτι, δηλαδὴ εἰς τὴν καρδίαν
τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ ὅπου
ἔφυγα· καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει
τὸ σπίτι ἀδειανό, σαρωμένο καὶ
κοσμημένο. (Εὑρίσκει δηλαδὴ τὸν
ἄνθρωπον ράθυμον καὶ πρόθυμον νὰ
γυρίση εἰς τὴν πρώτην ἁμαρτωλήν
του κατάστασιν).
|
44
Τότε λέγει· θὰ γυρίσω πάλιν εἰς τὸ
σπίτι μου, εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου,
ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐβγῆκα.
Καὶ ὅταν ἔλθη, εὑρίσκει τὸ σπίτι
ἀδειανὸν καὶ σαρωμένον καὶ στολισμένον.
Εὑρίσκει δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπον ἀμέριμνον
καὶ μὴ ἐργαζόμενον, ἀλλὰ διατεθειμένον
νὰ δεχθῇ πάλιν τὸν παλαιὸν ἐπισκέπτην
καὶ γνώριμον.
|
45
Τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει μέθ΄εὐτοῦ
ἑπτά ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἐαυτοῦ,
καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ,
καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου
ἐκείνου χείροντα τῶν πρώτων. Οὕτως ἔσται
καὶ τῇ γενεᾷ τῇ πονηρᾷ ταύτῃ.
|
45
Τότε τὸ πονηρὸν πνεῦμα πηγαίνει
καὶ παίρνει μαζῆ του καὶ ἄλλα
ἑπτὰ πνεύματα, πονηρότερα ἀπὸ
τὸν εὐατόν του, καὶ εἰσέρχονται
ὅλα μαζῆ καὶ κατοικοῦν εἰς τὴν
καρδίαν ἐκείνην καὶ ἔτσι ἡ
τελικὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου
ἐκείνου γίνεται πολὺ χειρότερη
ἀπὸ τὴν πρώτην. Ἔτσι θὰ
συμβῇ καὶ εἰς τὴν πονηρὰν αὐτὴν
γενεάν, ἡ ὁποία συνεκινήθη πρὸς
στιγμὴν ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ
Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἀλλ'
ὅταν ἦλθε ὁ Μεσσίας νὰ τῆς
προσφέρῃ τὴν σωτηρίαν, ἠρνήθη
νὰ τὸν δεχθῇ, ἔμεινεν ἀδιόρθωτος
καὶ διεστράφη περισσότερον>.
|
45
Τότε πηγαίνει καὶ παραλαμβάνει μαζί του πολλὰ
ἄλλα πνεύματα πονηρότερα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
του καὶ ἀφοῦ ἔμβῃ πάλιν μαζὶ
μὲ αὐτά, κατοικεῖ πλέον μονίμως ἐκεῖ.
Καὶ γίνεται ἡ ἐσχάτη αὐτὴ κατάστασις
τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χειροτέρα ἀπὸ
τὴν πρώτην. Ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ
εἰς τὴν πονηρὰν ταύτην γενεάν, ἡ ὁποία
ἐφάνη πρὸς στιγμήν, ὅτι μετενόησεν ἀπὸ
τὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν καὶ τοῦ
Ἰωάννου, ἀλλὰ ὅταν ἠκούσθη τὸ
κήρυγμα τοῦ Μεσσίου, ἔδειξε πάλιν τὴν αὐτὴν
ἀδιόρθωτον γνώμην.
|
46
Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς
ὄχλοις ἰδοὺ ἡ μήτηρ καὶ οἱ
ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἰστήκεισαν ἔξω,
ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῶ.
|
46
Ἐνῶ δὲ αὐτὸς ἀκόμη
ὠμιλοῦσε πρὸς τοὺς ὄχλους, ἰδοὺ
ἡ μητέρα του καὶ οἱ θεωρούμενοι
ἀδελφοὶ του εἶχαν σταθῇ ἔξω
καὶ ἐζητοῦσαν νὰ τοῦ ὁμιλήσουν.
|
46
Ἐνῷ δὲ αὐτὸς ὡμίλει πρὸς
τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἰδοὺ ἡ
μητέρα του καὶ οἰ νομιζόμενοι ἀδελφοί του
ἐστέκοντο ἔξω καὶ ἐζητοῦσαν
νὰ τοῦ ὁμιλήσουν. |
47
Εἶπε δέ τις αὐτῷ, ἰδοὺ ἡ
μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἐστήκασιν
ἔξω ζητοῦντες σε ἰδεῖν. |
47
Τοῦ εἶπε δὲ κάποιος· <ἰδοὺ
ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί
σου στέκουν ἔξω καὶ θέλουν νὰ
σὲ ἰδοῦν>.
|
47
Εἶπε δὲ κάποιος πρὸς αὐτόν· Νά,
ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου στέκουν
ἔξω καὶ ζητοῦν νὰ σοῦ ὁμιλήσουν.
|
48
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ
λέγοντι αὐτῷ, τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου
καὶ τίνες εἰσίν οἱ ἀδελφοί μου; |
48
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοῦ εἶπε· <ποιὰ εἶναι ἡ
μητέρα μου καὶ ποιοί
εἶναι οἱ ἀδελφοί μου;>
|
48
Ὁ δὲ Κύριος ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν
εἰς ἐκεῖνον, ποὺ τοῦ εἶπε
τοῦτο· Ποῖα εἶναι ἡ μητέρα μου
καὶ ποῖοι εἶναι οἰ ἀδελφοί μου;
|
49
Καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ
ἐπὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ
ἔφη· ἰδοὺ ἡ μήτηρ μου καὶ
οἱ ἀδελφοί μου, |
49
Καὶ ἀφοῦ ἄπλωσε τὸ χέρι
του ἐπάνω εἰς τοὺς μαθητάς του
εἶπε· <αὐτοὶ εἶναι ἡ
μητέρα μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου.
|
49
Καὶ ἀφοῦ ἥπλωσε τὴν χεῖρα
του ἐπάνω εἰς τοὺς μαθητάς του, εἶπε·
Ἰδοὺ ἡ μητέρα μου καὶ οἰ ἀδελφοί
μου. Εἶναι αὐτοί, καίτοι δὲν ἔχω σαρκικὴν
συγγένειαν πρὸς τούτους. |
50
ὅστις γάρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ
πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός
μου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ
μήτηρ ἐστίν.
|
50
Διότι ὅποιος θὰ γνωρίσῃ καὶ
θὰ ἐφαρμόσῃ τὸ θέλημα
τοῦ οὐρανίου Πατρός μου, αὐτὸς
εἶναι ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή
μου καὶ ἡ μητέρα μου>.
|
50
Διότι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ κάμῃ τὸ
θέλημα τοῦ Πατρός μου, ποὺ εἶναι εἰς
τοὺς οὐρανούς, αὐτὸς εἶναι ἀδελφός
μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μητέρα μου.
|