Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
αὶ
προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι
πειράζοντες ἐπηρώτησαν αὐτὸν
σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπιδεῖξαι
αὐτοῖς.
|
ότε
οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι
(ποὺ ἦσαν ἄσπονδοι ἐχθροὶ
μεταξύ των, ἀλλὰ τοὺς ἥνωσε
τὸ κοινὸν μῖσος τους κατὰ τοῦ
Χριστοῦ) προσῆλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν
καὶ τοῦ ἐζητοῦσαν ἐπιμόνως
νὰ δείξῃ εἰς αὐτοὺς
θαῦμα ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
ποὺ νὰ εἶναι σημεῖον ὅτι αὐτὸς
ἔχει σταλῆ ἀπὸ τὸν οὐράνιον
Πατέρα. (Ἐζητοῦσαν δὲ αὐτό,
ὄχι διότι θὰ ἐπίστευαν, ἀλλὰ
διὰ νὰ πειράξουν τὸν Ἰησοῦν
καὶ τὸν ἐκθέσουν ἐνώπιον
τοῦ λαοῦ).
|
αὶ
ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασαν οἱ Φαρισαῖοι
καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι
μὲ
σκοπὸν νὰ τὸν πειράξουν καὶ νὰ
τὸν δοκιμάσουν, ἐὰν ἔχει πραγματικῶς
δύναμιν θαυματουργικήν, τὸν παρεκάλεσαν νὰ ἐπιδείξῃ
εἰς αὐτοὺς σημάδι καὶ θαῦμα
ἐξαιρετικὸν ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
ὅπως τὸ μάννα ποὺ ἐδόθη εἰς
τὴν ἔρημον διὰ μεσιτείας τοῦ Μωϋσέως,
ἢ ὅπως τὸ πῦρ ποὺ κατέβασεν
ὁ Ἠλίας ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
καὶ τὸ ὁποῖον σημεῖον θὰ
ἐμαρτύρει καὶ θὰ ἐβεβαίωνε τὴν
ἀποστολήν του.
|
2
Ὁ
δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς·
ὀψίας γενομένης λέγετε· εὐδία·
πυρράζει γὰρ ὁ οὐρανός·
|
2
Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπε· <ὅταν βραδιάσῃ,
λέγετε· Θὰ ἔχωμεν καλοκαιρίαν,
διότι εἶναι κοκκινωπὸς ὁ οὐρανός.
|
2
Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς
εἶπεν· Ὅταν βραδυάσῃ καὶ ἔλθῃ
ὁ ἥλιος εἰς τὴν δύσιν του, λέγετε·
Ἔχομεν αὔριον καλοκαιρίαν, διότι κοκκινίζει
ὁ οὐρανός.
|
3
καὶ πρωΐ· σήμερον χειμών· πυρράζει
γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός·
ὑποκριταί, τὸ μὲν πρόσωπον
τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν,
τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ
δύνασθε γνῶναι;
|
3
Καὶ τὸ πρωῒ βλέπετε πρὸς τὴν
ἀνατολὴν καὶ λέγετε· σήμερα
θὰ εἶναι κακοκαιρία, διότι ὁ
οὐρανὸς εἶναι κόκκινος καὶ
νεφελώδης. Ὑποκριταί, ξέρετε νὰ
διακρίνετε τὰ φαινόμενα τοῦ οὐρανοῦ,
τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν, δηλαδὴ
τὰ θαύματα ποῦ κάνω ἐγώ,
ποὺ μαρτυροῦν ὅτι ἔχουν φθάσει
αἱ ἡμέραι τοῦ Μεσσίου, δὲν
ἠμπορεῖτε νὰ τὰ διακρίνετε;
|
3
Καὶ τὸ πρωῒ παρατηρεῖτε εἰς
τὴν ἀνατολὴν καὶ λέγετε σήμερον
θὰ εἶναι χειμῶνας. Διότι κοκκινίζει σκεπασμένος
μὲ σύννεφα ὁ οὐρανός. Ὑποκριταί,
ποὺ κάνετε τὸν σοφόν, ἐνῷ πράγματι
εἶσθε τυφλωμένοι, ξεύρετε νὰ διακρίνετε τὴν
ἐξωτερικὴν ὄψιν τοῦ οὐρανοῦ,
τὰ σημεῖα ὅμως, ποὺ φανερώνουν ὅτι
ἔφθασαν αἱ ἡμέραι τοῦ Μεσσίου, δὲν
μπορεῖτε νὰ τὰ διακρίνετε;
|
4
Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον
ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται
αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον
Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. Καὶ καταλιπὼν
αὐτοὺς ἀπῆλθεν.
|
4
Γενεὰ πονηρὴ καὶ ἄπιστη ζητεῖ
μὲ ἐπιμονὴν θαῦμα· καὶ
ἄλλο θαῦμα δὲν θὰ δοθῇ εἰς
αὐτήν, παρὰ μόνον τὸ τοῦ
Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου>. Τοὺς
ἐγκατέλειψε δὲ μὲ ἀγανάκτησιν
καὶ ἔφυγε.
|
4
Γενεὰ κακή, ποὺ δὲν ἔμεινε πιστὴ
εἰς τὸν οὐράνιον Νυμφίον, ἀλλὰ
διεφθάρη μακρὰν αὐτοῦ, ζητεῖ ἐπιμόνως
θαῦμα σημαδιακό. Ἀλλὰ θαῦμα δὲν
θὰ τῆς δοθῇ ἐκτὸς ἀπὸ
τὸ σημεῖον, ποὺ προεικονίζετο καὶ
ἐσυμβολίζετο ἀπὸ τὸ θαῦμα
τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ. Καὶ ἀφοῦ
τοὺς ἀφῆκεν, ἔφυγεν ἀπ’ ἐκεῖ.
|
5
Καὶ ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
εἰς τὸ πέραν ἐπελάθοντο ἄρτους
λαβεῖν.
|
5
Ὅταν δὲ ἦλθαν οἱ μαθηταὶ εἰς
τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης,
ἀντελήφθησαν ὅτι εἶχαν λησμονήσει
νὰ πάρουν μαζῆ τους ἄρτους.
|
5
Καὶ σὰν ἦλθαν οἱ μαθηταί του εἰς
τὴν ἀπέναντι παραλίαν τῆς λίμνης, εἶδαν
ὅτι εἶχαν λησμονήσει νὰ πάρουν μαζί τους
ἄρτους.
|
6
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς·
ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ
τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ
Σαδδουκαίων.
|
6
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε·
<κυττάξτε καλὰ καὶ προσέχετε
ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων
καὶ Σαδδουκαίων>.
|
6
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν·
Ἀνοίξατε τὰ μάτια σας καὶ προσέχετε ἀπὸ
τὴν κακὴν ἐπίδρασιν τῆς ὑποκριτικῆς
διδασκαλίας τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων, ποὺ
ὁμοιάζει πρὸς κακὸ προζύμι.
|
7
Οἱ δὲ διελογίζοντο ἐν ἑαυτοῖς
λέγοντες ὅτι ἄρτους οὐκ ἐλάβομεν.
|
7
Οἱ δὲ μαθηταὶ ἐσκέπτοντο ἀπὸ
μέσα των καὶ ἔλεγαν· Ἡμεῖς
δὲν ἐπήραμε καθόλου ψωμιά
μαζῆ μας.
|
7
Αὐτοὶ ὅμως ἤρχισαν νὰ συλλογίζονται
μέσα τους καὶ νὰ λέγουν· Δὲν ἐπήραμεν
ἄρτους ἀπὸ προζύμι καθαρόν, ποὺ
δὲν προέρχεται ἀπὸ σπίτι Φαρισαίου ἢ
Σαδδουκαίου.
|
8
Γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν
αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ἐν
ἑαυτοῖς, ὀλιγόπιστοι, ὅτι
ἄρτους οὐκ ἐλάβατε;
|
8
Ὁ Ἰησοῦς ὡς παντογνώστης ἐγνώρισε
πολὺ καλὰ τὰς σκέψεις των καὶ
εἶπε εἰς αὐτούς· <τί
σκέπτεσθε ἀπὸ μέσα σας, ὦ
ὀλιγόπιστοι, καὶ ἀνησυχεῖτε,
διότι δὲν ἐπήρατε μαζῆ σας
ἄρτους;
|
8
Άλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη διὰ
τῆς ὑπερφυσικῆς του γνώσεως τὰς
ἀποκρύφους σκέψεις των καὶ τοὺς εἶπε·
Διατὶ ἐπέσατε εἰς σκέψιν καὶ συλλογισμόν,
ὀλιγόπιστοι, ἐπειδὴ δὲν ἐπήρατε
ἄρτους;
|
9
Οὔπω νοεῖτε, οὐδὲ μνημονεύετε
τοὺς ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καὶ
πόσους κοφίνους ἐλάβατε;
|
9
Ἀκόμα δὲν ἐννοεῖτε τὴν
σημασίαν τῶν λόγων μου, οὔτε ἐνθυμεῖσθε
τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πέντε
χιλιάδων καὶ πόσα κοφίνια περίσσευμα
ἐπήρατε;
|
9
Ἀκόμη δὲν καταλαβαίνετε, τί σᾶς λέγω,
οὔτε ἐνθυμεῖσθε ἐπὶ τέλους
τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πέντε χιλιάδων,
ποὺ ἐχορτάσθησαν μὲ αὐτούς, καὶ
πόσα κοφίνια περισσευμάτων ἐπήρατε;
|
10
Οὐδὲ τοὺς ἑπτὰ ἄρτους
τῶν τετρακισχιλίων καὶ πόσας σπυρίδας
ἐλάβατε;
|
10
Οὔτε τοὺς ἑπτὰ ἄρτους τῶν
τεσσάρων χιλιάδων καὶ πόσα μεγάλα
καλάθια μὲ περίσσευμα ἐπήρατε;
|
10
Δὲν ἐνθυμεῖσθε οὔτε τοὺς ἑπτὰ
ἄρτους, μὲ τοὺς ὁποίους ἐχόρτασαν
αἱ τέσσαρες χιλιάδες, καὶ πόσα μεγάλα κοφίνια
ἐπήρατε ἀπὸ τὰ περισσεύματα;
|
11
Πῶς οὐ νοεῖτε ὅτι οὐ περὶ
ἄρτου εἶπον ὑμῖν προσέχειν
ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισσαίων
καὶ Σαδδουκαίων;
|
11
Πῶς δὲν καταλαβαίνετε ὅτι δὲν
σᾶς εἶπα νὰ προσέχετε ἀπὸ
τὸ ὑλικὸ προζύμι καὶ τὰ
ψωμιὰ τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων;>
|
11
Πῶς δὲν καταλαβαίνετε, ὅτι δὲν σᾶς
εἶπα διὰ τὸν συνήθη ὑλικὸν
ἄρτον, ὅταν σᾶς ἐσύστησα νὰ
προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων
καὶ Σαδδουκαίων;
|
12
Τότε συνῆκαν ὅτι οὐκ εἶπε
προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τοῦ
ἄρτου, ἀλλ' ἀπὸ τῆς διδαχῆς
τῶν Φαρισσαίων καὶ Σαδδουκαίων.
|
12
Τότε οἱ μαθηταὶ κατάλαβαν, ὅτι
δὲν τοὺς εἶπε νὰ προσέχουν
ἀπὸ τὸ προζύμι τοῦ ψωμιοῦ,
ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κακὴν διδασκαλίαν
τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων, ποὺ
ὁμοιάζει μὲ χαλασμένο προζύμι.
|
12
Τότε ἐκατάλαβαν, ὅτι δὲν εἶπε νὰ
προσέχουν ἀπὸ τὸ προζύμι, μὲ τὸ
ὁποῖον γίνεται ὁ ἄρτος, ἀλλ’
ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν
ὑποκρισίαν τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων.
|
13
Ἐλθὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς
τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου
ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ
λέγων· τίνα με λέγουσιν οἱ
ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ
ἀνθρώπου;
|
13
Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὰ μέρη τῆς Καισαρείας,
τὴν ὁποίαν εἶχε ἐπεκτείνει
καὶ ἐξωραΐσει ὁ Ἡρώδης
ὁ Φίλιππος, ἐρώτησε τοὺς μαθητάς
του λέγων· <τί λένε οἱ ἄνθρωποι,
ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου;>
|
13
Ἀφοῦ δὲ ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὰ μέρη τῆς Καισαρείας, τὴν
ὁποίαν εἶχε κτίσει ὁ Φίλιππος, ἠρώτα
τοὺς μαθητάς του λέγων· Ποῖος νομίζουν οἱ
ἄνθρωποι, ὅτι εἶμαι ἑγώ, ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;
|
14
Οἱ δὲ εἶπον· οἱ μὲν Ἰωάννην
τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν,
ἕτεροι δὲ Ἱερεμίαν ἢ ἕνα
τῶν προφητῶν.
|
14
Ἐκεῖνοι δὲ εἶπαν· <ἄλλοι
μὲν λένε ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης
ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι δὲ ὁ Ἠλίας,
καὶ ἄλλοι ὅτι εἶσαι ὁ Ἱερεμίας
ἢ ἔνας ἀπὸ τοὺς προφήτας>.
|
14
Αὐτοὶ δὲ εἶπαν· Ἄλλοι μὲν
λέγουν, ὅτι εἶσαι Ἰωάννης ὁ βαπτιστής,
ἄλλοι δὲ ὅτι εἶσαι ὁ Ἠλίας,
ἄλλοι δὲ ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας
ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς προφήτας, ποὺ
ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν.
|
15
Λέγει αὐτοῖς· ὑμῖν δὲ
τίνα μὲ λέγετε εἶναι;
|
15
Λέγει εἰς αὐτούς· <σεῖς
ὅμως οἱ μαθηταί μου ποῖος λέτε,
ὅτι εἶμαι;> |
15
Λέγει εἰς αὐτούς· Σεῖς δὲ ποῖος
λέγετε, ὅτι εἶμαι;
|
16
Ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος
εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς
ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ
ζῶντος.
|
16
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Σίμων ὁ
Πέτρος καὶ εἶπε· <Σὺ εἶσαι
ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ
Θεοῦ τοῦ αἰωνίου, ποὺ ἔχει
ζωὴν καὶ δίδει ζωήν>.
|
16
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ εἶπε·
Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ φυσικὸς
καὶ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ
εἴδωλα, ἀλλὰ ζῇ παντοτεινά.
|
17
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτῷ· μακάριος εἶ,
Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ
αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ'
ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
|
17
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε
καὶ τοῦ εἶπε· <μακάριος
εἶσαι, Σίμων υἱὲ τοῦ ᾿Ιωνᾶ,
διότι τὴν ὁμολογίαν, ποὺ ἔκαμες,
δὲν σοῦ τὴν ἐφανέρωσε αἷμα
καὶ σάρξ, δηλαδὴ κάποιος ἄνθρωπος,
ἀλλὰ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος.
|
17
Καὶ ἀπεκρίθη τότε ὁ Ἰησοῦς
καὶ τοῦ εἶπε· Μακάριος εἶσαι, Σίμων,
υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, διότι δὲν
σοῦ ἐφανέρωσε τὴν ἀλήθειαν τῆς
ὀρθῆς πίστεως κανεὶς ἄνθρωπος, ἀλλ’
ὁ Πατήρ μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς
οὐρανούς.
|
18
Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ
εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ
τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν
ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ
κατισχύσουσιν αὐτῆς.
|
18
Καὶ ἐγὼ δὲ σοῦ λέγω τοῦτο·
ὅτι σὺ εἶσαι Πέτρος καὶ ἐπάνω
εἰς αὐτήν τὴν πέτραν τῆς
ὁμολογίας σου θὰ οἰκοδομήσω
ἀσάλευτον τὴν Ἐκκλησίαν μου,
καὶ πύλαι Ἅδου (δηλαδὴ ὅλαι
αἱ κακαὶ δυνάμεις τοῦ πονηροῦ
διαβόλου καὶ τῶν διεστραμμένων ἀνθρώπων),
δὲν θὰ ὑπερισχύσουν καὶ δὲν
θὰ κατορθώσουν τίποτε ἐναντίον
της.
|
18
Καὶ ἑγὼ δὲ σοῦ λέγω ὅτι
σὺ εἶσαι Πέτρος καὶ ἐπάνω εἰς
τὸν βράχον τῆς ἀληθινῆς πίστεως ποὺ
ὠμολόγησες, γενόμενος μὲ τὴν ὁμολογίαν
σου αὐτὴν ὁ πρῶτος λίθος τῆς
πνευματικῆς μου οἰκοδομῆς, θὰ οἰκοδομήσω
τὴν Ἐκκλησίαν μου, ὁ θάνατος δὲ καὶ
αἱ ὠργανωμέναι δυνάμεις τοῦ κακοῦ
δὲν θὰ ὑπερισχύσουν καὶ δὲν
θὰ κατανικήσουν τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία
θὰ εἶναι αἰώνιος καὶ ἀθάνατος.
|
19
Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς
βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ
ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ
τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν
τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν
λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται
λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
|
19
Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ
τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, θὰ
σοῦ δώσω δηλαδὴ τὴν ἐξουσίαν,
ὥστε ὅποιο ἁμάρτημα δὲν θὰ
συγχωρήσῃς σὺ εἰς τὴν γῆν,
θὰ εἶναι ἀσυγχώρητον καὶ εἰς
τοὺς οὐρανούς· καὶ ἁμάρτημα
τὸ ὁποῖον σὺ θὰ συγχωρήσῃς
ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, θὰ
εἶναι συγχωρημένον εἰς τοὺς οὐρανούς>.
|
19
Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὴν ἐξουσίαν
τοῦ νὰ εἰσάγῃς εἰς τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν πάντα ἄξιον
αὐτῆς καὶ ν’ ἀποκλείῃς ἀπὸ
αὐτὴν πάντα ἀνάξιον, καὶ ὁποιονδήποτε
ἁμάρτημα δέσῃς καὶ τὸ διακηρύξῃς
ὡς ἀσυγχώρητον ἐπὶ τῆς γῆς,
θὰ εἶναι δεμένον καὶ ἀσυγχώρητον καὶ
εἰς τοὺς οὐρανούς· καὶ ὁποιονδήποτε
ἁμάρτημα λύσῃς διὰ συγχωρήσεως ἐπὶ
τῆς γῆς, θὰ εἶναι συγχωρημένον καὶ
εἰς τοὺς οὐρανούς.
|
20
Τότε διεστείλατο τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ
ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν ὅτι αὐτός
ἐστιν Ἰησοῦς ὁ Χριστός.
|
20
Τότε δὲ ἔδωσε αὐστηρὰν ἐντολὴν
εἰς τοὺς μαθητάς του, νὰ μὴ
εἴπουν εἰς κανένα ὅτι αὐτὸς
εἶναι Ἰησοῦς ὁ Χριστός.
|
20
Τότε παρήγγειλε μὲ αὐστηρότητα εἰς τοὺς
μαθητάς του νὰ μὴ εἶπουν εἰς κανένα,
ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς
ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν
εἶχαν ὠριμάσει οἱ ἄνθρωποι, ὥστε
νὰ διακηρυχθῇ εἰς αὐτοὺς ἡ
ἀλήθεια αὐτή. |
21
Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς
δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ
ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀπελθεῖν
εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ πολλὰ παθεῖν
ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων
καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι,
καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
ἐγερθῆναι.
|
21
Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ὁ Ἰησοῦς
νὰ φανερώνῃ εἰς τοὺς μαθητάς
του, ὅτι πρέπει αὐτὸς νὰ μεταβῇ
εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ πάθῃ
πολλὰ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους,
τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς
καὶ νὰ θανατωθῇ, καὶ τὴν τρίτην
ἡμέραν ἀπὸ τὸν θάνατόν
του νὰ ἀναστηθῇ.
|
21
Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ὁ Ἰησοῦς
νὰ διδάσκῃ σαφῶς καὶ καθαρὰ
τοὺς μαθητάς του, ὅτι πρέπει αὐτὸς
νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ νὰ πάθη πολλὰ ἀπὸ τοὺς
πρεσβυτέρους καὶ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς
καὶ νὰ θανατωθῇ καὶ κατὰ τὴν
τρίτην ἡμέραν νὰ ἀναστηθῇ.
|
22
Καὶ προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος
ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ λέγων·
ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μὴ
ἔσται σοι τοῦτο.
|
22
Καὶ ὁ Πέτρος, κατατρομαγμένος ἀπὸ
τὰς ἀποκαλύψεις αὐτὰς τοῦ
Διδασκάλου, τὸν ἐπῆρε ἰδιαιτέρως
καὶ ἤρχισε μὲ ζωηρότητα νὰ
συνιστᾷ καὶ νὰ τοῦ λέῃ·
<ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάξῃ,
Κύριε, ἀπὸ ὅσα φοβερὰ μᾶς
εἶπες ὅτι θὰ σοῦ συμβοῦν·
Δὲν πρέπει νά σοῦ συμβοῦν
αὐτά>.
|
22
Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπῆρεν ἰδιαιτέρως
ὁ Πέτρος ἤρχισε ζωηρὰ νὰ τὸν
προτρέπῃ καὶ ἔλεγεν· Ὁ Θεὸς
νὰ σὲ φυλάξῃ ἀπὸ αὐτό,
Κύριε. Δὲν πρέπει εἰς σὲ τὸν Μεσσίαν
νὰ γίνη αὐτό, ποὺ εἶπες.
|
23
Ὁ δὲ στραφεὶς εἶπε τῷ Πέτρῳ·
ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν
μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ
τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν
ἀνθρώπων.
|
23
Ὁ Ἰησοῦς ἐστράφη ἀποτόμως
πρὸς τὸν Πέτρον καὶ τοῦ εἶπε·
<φύγε ἀπὸ ἐμπρός μου, σατανᾶ.
Μοῦ εἶσαι ἐμπόδιον εἰς τὸ
ἀπολυτρωτικόν μου ἔργον. Διότι δὲν
φρονεῖς καὶ δὲν δέχεσαι ὅ,τι
εἶναι εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν,
ἀλλὰ ὅ,τι ἀρέσει εἰς
τοὺς ἀνθρώπους>.
|
23
Ὁ Κύριος ὅμως ἔστρεψε καὶ εἶπε
πρὸς τὸν Πέτρον· Πήγαινε ὀπίσω μου
καὶ φύγε ἀπὸ ἐμπρός μου, σατανᾶ·
μοῦ εἶσαι ἐμπόδιον εἰς τὸν δρόμον
τοῦ καθήκοντός μου καὶ πειρασμός. Διότι δὲν
φρονεῖς ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν εἰς
τὸν Θεόν, ἀλλ’ ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν
εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
|
24
Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ· εἴ τις θέλει
ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω
εὐτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν
αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι.
|
24
Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε εἰς
τοὺς μαθητάς του·
<ἐὰν κανεὶς θέλῃ πράγματι
νὰ εἶναι ὀπαδός μου, ἂς ἀπαρνηθῇ
τὸν ἁμαρτωλὸν ἑαυτόν του, ἂς
προετοιμασθῇ νὰ ὑποστῇ πολλὰς
θλίψεις καὶ αὐτὸν ἀκόμη
τὸν σταυρικὸν θάνατον, καὶ ἂς
μὲ ἀκολουθήσῃ.
|
24
Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τοὺς
μαθητάς του· Ἐὰν κανένας θέλῃ νὰ
μὲ ἀκολουθήσῃ ὡς ὀπαδός μου,
ἄς διακόψῃ κάθε σχέσιν πρὸς τὸν διεφθαρμένον
ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας ἑαυτόν του
καὶ ἂς λάβῃ τὴν σταθερὰν ἀπόφασιν
καὶ θάνατον σταυρικὸν καὶ βίαιον νὰ
ὑποστῇ καὶ ἄς μὲ ἀκολουθήσῃ
μιμούμενος καθ’ ὅλα τὸ παράδειγμά μου. Μὴ
διστάσῃ δὲ νὰ προβῇ εἰς τὰς
ἀποφάσεις καὶ θυσίας αὐτάς.
|
25
῝Ος γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτὴν·
ὃς δ' ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὐρήσει
αὐτήν. |
25
Διότι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ
σώσῃ τὴν ζωήν του ἀρνούμενος
ἐμέ, θὰ τὴν χάσῃ. Ὅποιος
δὲ θυσιάσει τὴν ζωήν του ἕνεκα
τῆς πίστεώς του εἰς ἐμέ,
αὐτὸς θὰ κληρονομήσῃ τὴν
μακαρίαν καὶ ἀτελεύτητον ζωήν.
|
25
Διότι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ σώσῃ
τὴν ζωήν του, αὐτὸς θὰ χάσῃ
τὴν πνευματικὴν καὶ μακαρίαν ζωήν. Καὶ
ἐκεῖνος ποὺ θὰ χάσῃ τὴν
ζωήν του διὰ τὴν ὁμολογίαν καὶ ὑπακοήν
του πρὸς ἑμέ, θὰ τὴν εὔρῃ
εἰς τὸν μέλλοντα βίον, ὅπου θὰ κερδήσῃ
τὴν αἰώνιον ζωήν. |
26
Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν
τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν
δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ῍Η
τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα
τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;
|
26
Διότι τί ἔχει νὰ ὠφεληθῇ
ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν κερδήσῃ
ὅλον τὸν κόσμον, χάσῃ δὲ
τὴν ἀθάνατον ψυχήν του; ῍Η τί
θὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα,
διὰ νὰ ἐξαγοράσῃ τὴν ψυχήν
του;
|
26
Ἡ αἰώνιος δ’ αὕτη ζωὴ εἶναι
τὸ πᾶν. Διότι, ποίαν ὠφέλειαν ἔχει
ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν κερδήσῃ τὸν
κόσμον ὁλόκληρον, χάσῃ δὲ τὴν ψυχήν
του, ἡ ὁποία ὡς πνευματικὴ καὶ
αἰωνία δὲν συγκρίνεται μὲ κανὲν ἀπὸ
τὰ ὑλικά του φθαρτοῦ κόσμου ἀγαθά;
Ἢ ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος χάσῃ
τὴν ψυχήν του, τί θὰ δώσῃ ὡς
ἀντάλλαγμα, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ
ἑξαγοράσῃ αὐτὴν ἀπὸ τὴν
αἰωνίαν ἀπώλειαν; |
27
Μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν
ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε
ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν
πρᾶξιν αὐτοῦ.
|
27
(Καθένας σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα
του θὰ τακτοποήσῃ τὴν θέσιν
του εἰς τὴν αἰωνιότητα). Διότι
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ
ἔλθῃ μὲ ὅλην τὴν δόξαν
τοῦ Πατρός του, ποὺ θὰ εἶναι
καὶ δική του δόξα, μαζῆ μὲ τοὺς
ἀγγέλους του καὶ τότε θὰ ἀποδώσῃ
εἰς τὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα
του, σὰν ὑπέρτατος καὶ δικαιότατος
κριτής, ποὺ εἶναι.
|
27
Πράγματι δὲ ὁ κάθε ἄνθρωπος πρόκειται ἢ
νὰ χάσῃ ἢ νὰ κερδήσῃ τὴν
ψυχὴν αὐτοῦ. Διότι μέλλει ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔλθῃ περιβεβλημένος
τὴν δόξαν τοῦ πατρός του μὲ τοὺς ἀγγέλους
του, καὶ τότε θὰ ἀποδώσῃ εἰς
ἕκαστον σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του.
|
28
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰσί
τινες τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες
οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως
ἂν ἴδωσιν τὸν υἱὸν τοῦ
ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ
βασιλείᾳ αὐτοῦ.
|
28
Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι
ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς
ποὺ στέκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι
δὲν θὰ γευθοῦν τὸν θάνατον,
ἕως ὅτου ἴδουν τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται εἰς
τὴν βασιλείαν του, δηλαδὴ νὰ ἱδρύῃ
μὲ τὴν κάθοδον τοῦ Ἅγίου
Πνεύματος τὴν Ἐκκλησίαν του>.
|
28
Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ὑπάρχουν
μερικοὶ ἀπ’ ἐκείνους ποὺ στέκονται
ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ
δοκιμάσουν θάνατον προτοῦ νὰ ἴδουν μετὰ
τὴν κάθοδον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ
καταλύεται μὲ τὴν καταστροφὴν τῶν
Ἱεροσολύμων καὶ τοῦ ναοῦ των καὶ
μὲ τὸν διασκορπισμὸν τοῦ Ἰσραὴλ
ἡ Παλαιὰ θεία τάξις καὶ διαθήκη, διὰ
νὰ θεμελιωθῇ μὲ δύναμιν ἀκαταγώνιστον
καὶ ὑπερφυσικὴν ἡ Νέα θεία τάξις ἐν
τῷ κόσμῳ, τὴν ὁποίαν θὰ ἐκπροσωπῇ
ἡ Ἐκκλησία ὡς ἄλλη βασιλεία τοῦ
Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς·
|