Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
ν
ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ προσῆλθον
οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες·
τίς ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν
τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν;
|
κείνην
τὴν ὥρα προσῆλθαν οἱ μαθηταὶ
εἰς τὸ Ἰησοῦν καὶ εἶπαν·
<ποιὸς ἄρα γε εἶναι μεγαλύτερος
εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;>
|
ατ’
ἐκείνην τὴν ὥραν, κατὰ τὴν
ὁποίαν ὁ Ἰησοῦς ἐπέδειξε τὴν
προτίμησιν αὐτὴν εἰς τὸν Πέτρον,
τὸν ἐπλησίασαν οἱ μαθηταὶ καὶ
εἶπαν· Ποῖος λοιπὸν εἶναι μεγαλύτερος
καὶ περισσότερον διακεκριμένος ἀπὸ τοὺς
ἄλλους εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;
|
2
Καὶ προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς
παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ
αὐτῶν καὶ εἶπεν·
|
2
Ἐπροσκάλεσε τότε ὁ Ἰησοῦς
ἕνα παιδί, τὸ ἔβαλεν ὄρθιον
εἰς τὸ μέσον αὐτῶν καὶ
εἶπε·
|
2
Καὶ ἀφοῦ ἐπροσκάλεσεν ὁ Ἰησοῦς
ἕνα παιδί, τὸ ἔστησεν εἰς τὸ
μέσον αὐτῶν, καὶ εἶπεν·
|
3
ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν
μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς
τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε
εἰς τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
|
3
<Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ἐὰν
δὲν ἀλάξετε φρονήματα καὶ
πορείαν εἰς τὴν ζωήν σας καὶ
δὲν γίνετε ἁπλοῖ καὶ ἄδολοι
σὰν τὰ παιδιά, δὲν θὰ εἰσέλθετε
εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
|
3
Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς βεβαιῶ
ὅτι, ἐὰν δὲν ἀλλάξετε φρόνημα
καὶ δὲν γίνετε ταπεινοὶ καὶ ἀφελεῖς
καὶ ἀπονήρευτοι σὰν τὰ παιδιά, δὲν
θὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν
οὐρανῶν.
|
4
Ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν
ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός
ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ
τῶν οὐρανῶν.
|
4
Ὅποιος λοιπὸν ταπεινώσει τὸν εὐατόν
του σὰν αὐτὸ τὸ παιδάκι, αὐτὸς
εἶναι μεγαλύτερος εἰς τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν
|
4
Ὅποιος λοιπὸν ταπεινώσῃ τὸν ἑαυτόν
του σὰν τὸ παιδάκι αὐτό, αὐτὸς
εἶναι ὁ μεγαλύτερος εἰς τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν.
|
5
Καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον
τοιούτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί
μου, ἐμὲ δέχεται·
|
5
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ὑποδεχθῇ
πρὸς χάριν μου ἕνα τέτοιο παιδὶ
ἢ ἕνα, σὰν τὸ παιδί, ἁπλοῦν
ἄνθρωπον, δέχετε ἐμέ.
|
5
Πρέπει δὲ νὰ ἐγκολπωθῆτε τὸ
παιδικὸν καὶ ταπεινὸν αὐτὸ
φρόνημα τόσον πολύ, ὥστε νὰ τιμᾶτε καὶ
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὸ ἔχουν.
Νὰ ξεύρετε δὲ ὅτι ἐκεῖνος,
ποὺ θὰ ὑποδεχθῇ δι’ ἐμὲ
καὶ πρὸς τιμήν μου ἕνα τέτοιον ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος ἐταπεινώθη σὰν τὸ
μικρὸ παιδί, αὐτὸς εἶναι σὰν
νὰ ὑποδέχεται καὶ τιμᾷ ἑμὲ
τὸν ἴδιον.
|
6
῝Ος δ' ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν
μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς
ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα
κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς
τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ
ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης.
|
6
Ὅποιος ὅμως σκανδαλίσει καὶ παρασύρει
εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἕνα ἀπὸ
τοὺς μικροὺς καὶ ἁπλοϊκοὺς
αὐτούς, ποὺ πιστεύουν εἰς
ἐμέ, εἶναι προτιμότερον δι' αὐτὸν
νὰ κρεμασθῇ εἰς τὸν τράχηλόν
του μυλόπετρα ἀπὸ ἐκεῖνες
ποὺ γυρίζει ὁ ὄνος εἰς τὸν
μύλον, καὶ νὰ καταποντισθῇ εἰς
τὴν ἀνοικτὴ θάλασσα.
|
6
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ παρασύρῃ
εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἕνα ἀπὸ
τοὺς ταπεινοὺς αὐτοὺς καὶ
ἀπλοῦς, ποὺ πιστεύουν εἰς ἑμέ,
συμφέρει εἰς αὐτὸν νὰ κρεμασθῇ
γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν του μυλόπετρα ἀπὸ
ἐκεῖνες, ποὺ στρέφει ὁ ὄνος,
καὶ νὰ βουλιάξῃ εἰς τὴν ἀνοικτὴν
καὶ βαθεῖαν θάλασσαν.
|
7
Οὐαὶ τῷ κόσμῳ ἀπὸ
τῶν σκανδάλων· ἀνάγκη γάρ
ἐστιν ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα·
πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ
ἐκείνῳ δι' οὗ τὸ σκάνδαλον
ἔρχεται.
|
7
Ἀλλοίμονον εἰς τὸν κόσμον
ἀπὸ τὰ σκάνδαλα· διότι
ἕνεκα τῆς διαφθορᾶς τῶν ἀνθρώπων,
κατ' ἀνάγκην θὰ ἔλθουν σκάνδαλα
καὶ πειρασμοί. Ἀλλοίμονον ὅμως
εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον,
διὰ τοῦ ὁποίου ἔρχεται τὸ
σκάνδαλον.
|
7
Ἀλλοίμονον εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ
τὰ σκάνδαλα καὶ τοὺς πειρασμούς, ποὺ
ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
Διότι, ὅπως ἔχει τώρα ἡ κατάστασις τοῦ
κόσμου τοῦ διεφθαρμένου, κατ’ ἀνάγκην θὰ
ἔλθουν οἱ πειρασμοί. Ἀλλ’ ὅμως ἀλλοίμονον
εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον,
ποὺ γίνεται αἰτία νὰ ἔλθῃ
ὁ πειρασμός.
|
8
Εἰ δὲ ἡ χείρ σου ἢ ὁ
πούς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὰ
καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλόν
σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν
ζωὴν χωλὸς ἢ κυλλόν, ἢ δύο
χεῖρας ἢ δύο πόδας ἔχοντα
βληθῆναι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον.
|
8
Ἐὰν δὲ τὸ χέρι σου ἢ
τὸ πόδι σου (δηλαδὴ ἕνα πρόσωπον
ποὺ σοῦ εἶναι πολύτιμον καὶ
χρήσιμον) γίνεται ἀφορμὴ νὰ
παρασυρθῇς εἰς τὴν ἁμαρτίαν,
κόψε το καὶ ρίξε το μακρυά·
εἶναι καλὸν γιὰ σένα νὰ εἰσέλθῃς
εἰς τὴν ζωὴν χωλὸς ἢ κουλλὸς
παρὰ μὲ δύο χεῖρας ἢ δύο
πόδας νὰ ριφθῇς εἰς τὸ πῦρ
τὸ αἰώνιον.
|
8
Ἐὰν δὲ τὸ χέρι σου ἢ τὸ
πόδι σου, δηλαδὴ πρόσωπον ἢ πρᾶγμα πολὺ
στενὰ συνδεδεμένον μαζί σου καὶ πολὺ χρήσιμον
εἰς σέ, σοῦ γίνεται ἀφορμὴ νὰ
ἁμαρτάνῃς, κόψε το καὶ ρίψε το μακρυὰ
ἀπὸ σέ. Καλύτερον εἶναι εἰς σὲ
νὰ ἔμβῃς εἰς τὴν αἰωνίαν
ζωὴν κουλλὸς ἢ κουτσός, παρὰ νὰ
ριφθῇς εἰς τὸ αἰώνιον πῦρ
μὲ δύο χέρια ἢ δύο πόδια. Εἶναι δηλαδὴ
προτιμότερον νὰ ὑποστῇς τὴν βαρυτέραν
θυσίαν εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ
νὰ χωρισθῇς ἀπὸ πράγματα ἢ
πρόσωπα, ποὺ σοῦ εἶναι χρήσιμα σὰν
τὸ χέρι σου ἢ τὸ πόδι σου, παρὰ
ἡ προσκόλλησίς σου εἰς αὐτὰ νὰ
σὲ ρίψῃ εἰς τὴν κόλασιν.
|
9
Καὶ εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει
σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ
σοῦ· καλόν σοί ἐστι μονόφθαλμον
εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ
δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα βληθῆναι
εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.
|
9
Καὶ ἐὰν τὸ μάτι σου σὲ
σκανδαλίζῃ καὶ σὲ παραπλανᾷ
εἰς τὴν ἁμαρτίαν, βγάλε το
καὶ πέταξέ το· εἶναι καλὸ
γιὰ σένα νὰ εἰσέλθῃς
εἰς τὴν ζωὴν μονόφθαλμος παρὰ
ἔχων δύο μάτια νὰ ριφθῇς εἰς
τὴν γέννεαν τοῦ πυρός. (Κόψε
δηλαδὴ τὸν δεσμὸν καὶ τὴν
ἐπικοινωνίαν μὲ πρόσωπα, ποὺ
σοῦ εἶναι μὲν πολύτιμα καὶ
χρήσιμα σὰν τὸ μάτι, ἀλλὰ
σὲ παρασύρουν εἰς τὴν ἁμαρτίαν,
διὰ νὰ ἀποφύγῃς ἔτσι
τὴν γέενναν τοῦ πυρὸς καὶ
εἰσέλθῃς εἰς τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν).
|
9
Καὶ ἐὰν τὸ μάτι σου γίνεται ἀφορμὴ
ἁμαρτίας εἰς σέ, βγάλε το καὶ ρίψε το
μακρυὰ ἀπὸ σέ. Εἶναι καλύτερον διὰ
σὲ νὰ ἔμβῃς εἰς τὴν
αἰωνίαν ζωὴν μονόφθαλμος, παρὰ μὲ
δύο μάτια νὰ ριφθῇς εἰς τὴν γέενναν
τοῦ πυρός. Εἶναι καλύτερον νὰ χωρισθῇς
ἀπὸ πράγματα ἢ πρόσωπα, ποὺ σοῦ
εἶναι χρήσιμα καὶ πολύτιμα σὰν τὸ
μάτι σου, παρὰ μαζὶ μὲ αὐτὰ
νὰ ριφθῇς εἰς τὴν κόλασιν.
|
10
Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσετε ἑνὸς
τῶν μικρῶν τούτων· λέγων γὰρ
ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν
ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι
τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ
ἐν οὐρανοῖς.
|
10
Προσέχετε νὰ μὴ καταφρονήσετε ἕνα
ἀπὸ τοὺς μικροὺς τούτους τοὺς
ὀπαδούς μου, διότι σᾶς λέγω
ὅτι αὐτοὶ ἔχουν μεγάλην ἀξίαν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ
ἄγγελοί των εἰς τοὺς οὐρανοὺς
ἔχουν μεγάλην παρρησίαν διὰ λογαριασμόν
των ἐνώπιον τοῦ Πατρός μου τοῦ
ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ βλέπουν
ἀκατάπαυστα τὸ πρόσωπον αὐτοῦ.
|
10
Προσέχετε νὰ μὴ καταφρονήσετε οὔτε ἔνα
ἀπὸ τοὺς μικροὺς αὐτούς·
διότι σᾶς λέγω, ὅτι οἱ φύλακές των ἄγγελοι
εἶναι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν
πολλὴν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Διότι εἶναι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ
εἰς τὸν οὐρανὸν ἀποτελοῦν
τὸ ἄμεσον περιβάλλον καὶ βλέπουν πάντοτε
τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρός μου, ποὺ εἶναι
εἰς τοὺς οὐρανούς.
|
11
῏Ηλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός.
|
11
Διότι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἦλθε νὰ σώσῃ τὸ ἀπολωλὸς
(τὸν ἄνθρωπον, δηλαδή, ὁ ὅποιος
ἕνεκα ἀγνοίας καὶ ἀδυναμίας
βαδίζει τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγοῖ
εἰς τὴν αἰωνίαν ἀπώλειαν.
|
11
Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς
ἐνδιεφέρθη ἀμέσως διὰ τοὺς μικροὺς
αὐτούς. Διότι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ
ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ
τοὺς σώσῃ, μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς
νὰ σώσῃ καὶ ὁλόκληρον τὸ ἀνθρώπινον
γένος, ποὺ ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας ἦτο
χαμένον διὰ τὸν Θεόν.
|
12
Τί ὑμῖν δοκεῖ; ἐὰν γένηταί
τινι ἀνθρώπῳ, ἑκατὸν πρόβατα
καὶ πλανηθῇ ἓν ἐξ αὐτῶν,
οὐχὶ ἀφεὶς τὰ ἐνενήκοντα
ἐννέα ἐπὶ τὰ ὅρη, πορευθεὶς
ζητεῖ τὸ πλανώμενον;
|
12
Τί νομίζετε σεῖς; Ἐὰν ἔνας
ἄνθρωπος ἔχῃ ἑκατὸ πρόβατα
καὶ παραπλανηθῇ ἕνα προβάτον μακρυὰ
ἀπὸ τὸ κοπάδι, δὲν θὰ
ἀφήσῃ αὐτὸς τὰ ἐνενήκοντα
ἐννέα ἐπάνω εἰς τὰ βουνά,
καὶ δὲν θὰ τρέξῃ νὰ
ἀναζητήσῃ τὸ χαμένο;
|
12
Καὶ δι’ ὅλους μὲν φροντίζει ὁ Θεός,
ἰδιαιτέρως ὅμως προνοεῖ δι’ αὐτούς,
οἱ ὁποῖοι ἔγιναν μικροὶ σὰν
τὰ παιδιά. Φροντίζει δὲ καθὼς καὶ
ὁ ποιμὴν διὰ τὰ πρόβατά του. Ποίαν
ἰδέαν ἔχετε σεῖς; Ἐὰν ἕνας
ἄνθρωπος συμβῇ νὰ ἔχῃ ἑκατὸν
πρόβατα καὶ χαθῇ ἕν ἀπὸ αὐτά,
δὲν θὰ ἀφήσῃ τὰ ἐνενήκοντα
ἐννέα ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ καὶ
δὲν θὰ τρέξῃ νὰ ἀναζητήσῃ
τὸ χαμένον πρόβατον;
|
13
Καὶ ἐὰν γένηται εὑρεῖν
αὐτό, ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι χαίρει ἀπ' αὐτῷ μᾶλλον
ἢ ἐπὶ τοῖς ἐνενήκοντα
ἐννέα τοῖς μὴ πεπλανημένοις.
|
13
Καὶ ἂν συμβῇ νὰ τὸ βρῇ,
σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι χαίρει δι' αὐτὸ
πολὺ περισσότερο παρὰ διὰ τὰ
ἐνενήκοντα ἐννέα, ποὺ δὲν
εἶχαν παραπλανηθῆ.
|
13
Καὶ ἐὰν συμβῇ νὰ τὸ
εὕρῃ, σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι χαίρει
δι’ αὐτὸ περισσότερον παρὰ διὰ τὰ
ἐνενήκοντα ἐννέα, ποὺ δὲν ἔχουν
χαθῇ.
|
14
Οὕτως οὔκ ἐστι θέλημα ἔμπροσθεν
τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν
οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται εἷς
τῶν μικρῶν τούτων.
|
14
Ὅπως ὁ καλὸς ποιμὴν δὲν θέλει
νὰ χάσῃ οὔτε ἕνα πρόβατο,
ἔτσι δὲν εἶναι θέλημα τοῦ
Πατρός σας τοῦ ἐν οὐρανοῖς
νὰ χαθῇ ἕνας ἀπὸ τοὺς
μικροὺς τούτους. Λοιπὸν προσέχετε
μήπως τυχὸν καταφρονήσετε κανένα
ἀπὸ τοὺς ἀσήμους καὶ
ἁπλοϊκοὺς πιστούς.
|
14
Ἔτσι δὲν εἶναι θέλημα τοῦ πατρός
σας, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς,
νὰ χαθῇ ἕνας ἀπὸ τοὺς
μικροὺς αὐτούς. Ἐὰν λοιπὸν
ὁ Θεὸς δὲν θέλῃ νὰ χαθῇ
κανεὶς ἀπὸ τοὺς μικρούς, τουναντίον
δὲ χαίρῃ, ὅταν αὐτὸς ἀνευρεθῇ
καὶ σωθῇ, δὲν ἔχετε χρέος καὶ
σεῖς νὰ μὴ καταφρονῆτε οὔτε
ἕνα ἀπὸ τοὺς μικροὺς τούτους;
|
15
Ἐὰν δὲ ἁμαρτήσῃ εἰς
σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καὶ
ἔλεξον αὐτὸν μεταξύ σοῦ καὶ
αὐτοῦ μόνου· ἐάν σου
ἀκούσῃς, ἐκέρδησας τὸν
ἀδελφόν σου·
|
15
Ἐὰν φταίξῃ σὲ σένα ὁ
ἀδελφός σου, πήγαινε καὶ ὑπέδειξέ
του τὸ σφάλμα του ἰδιαιτέρως·
ἐὰν ἀκούσῃ τὴν ὑπόδειξίν
σου καὶ μετανοήσῃ διὰ τὸ σφάλμα
του, ἐκέρδησες τὸν ἀδελφόν σου
διὰ τὸν Θεὸν καὶ διὰ σὲ
τὸν ἴδιον. |
15
Ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον δὲ τοῦτο
τοῦ Θεοῦ διὰ κάθε χαμένο πρόβατόν του,
διδαχθῆτε καὶ σεῖς, πῶς πρέπει νὰ
φέρεσθε εἰς κάθε παραπλανηθέντα ἀδελφόν σας.
Ἐὰν δηλαδὴ σοῦ πταίσῃ εἰς
κάτι ὁ ἀδελφός σου, πήγαινε καὶ ὑπόδειξέ
του τὸ πταίσιμόν του αὐτό, ἰδιαιτέρως
μεταξὺ σοῦ καὶ αὐτοῦ, χωρὶς
νὰ εἶναι παρὼν κανένας ἄλλος. Ἐὰν
σὲ ἀκούσῃ καὶ ἀναγνωρίσῃ
τὸ σφάλμα του, ἐκέρδησες τὸν ἀδελφόν
σου.
|
16
ἐὰν δὴ μὴ ἀκούσῃ,
παράλαβε μετά σοῦ ἔτι ἕνα
ἢ δύο, ἵνα ἐπὶ στόματος
δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ
πᾶν ρῆμα.
|
16
Ἐὰν ὅμως δὲν σὲ ἀκούσῃ,
τότε πάρε μαζῆ σου ἕνα ἀκόμη
ἢ δύο καὶ κάμε του παρατήρησιν,
ὥστε νὰ στηριχθῇ καὶ κατοχυρωθῇ
ἔτσι ἡ ἀλήθεια ἐπάνω
εἰς τὴν βεβαίωσιν
δύο ἢ τριῶν μαρτύρων.
|
16
Ἐὰν ὅμως δὲν ἀκούσῃ,
πάρε μαζί σου ἀκόμη ἕνα ἢ δύο, διὰ
νὰ βεβαιωθῇ μὲ τοὺς λόγους τοῦ
στόματος δύο ἢ τριῶν μαρτύρων πᾶσα ἐξεταζομένη
καὶ κρινομένη ὑπόθεσις.
|
17
Ἐὰν δὲ παρακούσῃ αὐτῶν,
εἶπὲ τῇ ἐκκλησίᾳ·
ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας
παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ
ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης.
|
17
Ἐὰν δὲ παρακούσῃ καὶ
εἰς τὰς συμβουλὰς αὐτῶν, εἰπὲ
τὸ γεγονὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.
Ἐὰν δὲ δὲν σεβασθῇ καὶ
παρακούσῃ τὴν Ἐκκλησίαν, ἂς
εἶναι γιὰ σένα ὅπως ὁ εἰδωλολάτρης
καὶ ὁ ἀμετανόητος τελώνης,
οἱ ὁποῖοι δὲν ἀνήκουν
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.
|
17
Ἐὰν δὲ παρακούσῃ καὶ εἰς
αὐτούς, εἰπὲ τὸ ἀδίκημά του
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ἐὰν δὲ
καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν παρακούσῃ,
μὴ τὸν θεωρῇς πλέον ὡς ἀληθὲς
μέλος τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, ἀλλ’
ἔχε τον καθὼς τὸν εἰδωλολάτρην καὶ
τὸν τελώνην.
|
18
Ἐμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν
δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται
δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ
ὅσα ἐὰν λύσετε ἐπὶ τῆς
γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.
|
18
Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ὅσα ἁμαρτήματα
ἀφήσετε δεμένα καὶ ἀσυγχώρητα
εἰς τὴν γῆν, θὰ μείνουν δεμένα
καὶ ἀσυγχώρητα εἰς τὸν οὐρανόν.
Καὶ ὅσα συγχωρήσετε εἰς τὴν
γῆν, θὰ εἶναι συγχωρημένα καὶ
λυμένα εἰς τὸν οὐρανόν.
|
18
Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅσα ἁμαρτήματα
δέσετε καὶ κηρύξετε ἀσυγχώρητα ἐπὶ
τῆς γῆς, θὰ εἶναι δεμένα καὶ
ἀσυγχώρητα εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ
ἑμὲ καὶ τὸν Πατέρα μου· καὶ
ὅσα λύσετε καὶ συγχωρήσετε ἐπὶ τῆς
γῆς, θὰ εἶναι λυμένα καὶ συγχωρημένα
εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ ἑμὲ
καὶ τὸν Πατέρα μου. |
19
Πάλιν ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι ἐὰν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν
ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς
πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται,
γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ
πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
|
19
Πάλιν σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι, ἐὰν
δύο ἀπὸ σᾶς συμφωνήσουν εἰς
τὴν γῆν γιὰ κάθε καλὸν πρᾶγμα,
ποὺ ἤθελαν ζητήσει διὰ τῆς προσευχῆς
των, θὰ τὸ λάβουν ἀπὸ τὸν
Πατέρα μου τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
|
19
Πάλιν ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς βεβαιῶ,
ὅτι ἐὰν δύο ἀπὸ σᾶς συμφωνήσουν
ἐπὶ τῆς γῆς διὰ κάθε πρᾶγμα,
ποὺ θὰ ζητήσουν εἰς τὴν προσευχήν
τους, θὰ γίνῃ τοῦτο εἰς αὐτοὺς
ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι
εἰς τοὺς οὐρανούς.
|
20
Οὐ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς
συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα,
ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν.
|
20
Διότι ὅπου δύο ἢ τρεῖς εἶναι
συγκεντρωμένοι εἰς τὸ ὄνομά
μου καὶ διὰ σκοπὸν σύμφωνον μὲ
τὸ θέλημά μου, ἐκεῖ εἶμαι
καὶ ἐγὼ ἐν μέσῳ αὐτῶν,
διὰ νὰ τοὺς φωτίζω, νὰ τοὺς
εὐλογῶ καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύω>.
|
20
Διότι, ὅπου εἶναι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι
δι’ ἐμὲ καὶ διὰ σκοποὺς συμφώνους
πρὸς τὸ θέλημά μου, ἐκεῖ εἶμαι
καὶ ἑγὼ μεταξύ τους διὰ νὰ εἰσακούω,
ἐμπνέω, ὁδηγῶ καὶ φυλάττω αὐτούς.
|
21
Τότε προσελθὼν αὐτῷ ὁ Πέτρος
εἶπε· Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει
εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου
καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ῞Εως
ἑπτάκις;
|
21
Τότε ἐπλησίασε πρὸς αὐτὸν
ὁ Πέτρος καὶ εἶπε· <Κύριε,
πόσες φορὲς θὰ φταίξῃ εἰς
ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ
θὰ τὸν συγχωρήσω; ῞Εως ἑπτὰ
φορές;>
|
21
Τότε ὁ Πέτρος τὸν ἐπλησίασε καὶ εἶπε·
Κύριε, πόσες φορὲς θὰ μοῦ πταίσῃ ὁ
ἀδελφός μου καὶ θὰ τὸν συγχωρήσω;
Εἶναι ἀρκετὸν ἕως ἑπτὰ
φορές; |
22
Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις, ἀλλ'
ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά.
|
22
Εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
<Δὲν σοῦ λέγω ἕως ἑπτὰ
φορές, ἀλλὰ ἕως ἑβδομήκοντα
ἑπτὰ φορές, πάντοτε δηλαδὴ
θὰ συγχωρῇς>.
|
22
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
Δὲν σοῦ λέγω ἕως ἑπτὰ φορές,
ἀλλ’ ἕως ἑβδομῆντα φορὲς τὸ
ἑπτά, δηλαδὴ ἀναρίθμητες φορές.
|
23
Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ,
ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ
τῶν δούλων αὐτοῦ.
|
23
Τὸ καθῆκον νὰ συγχωροῦμεν αὐτοὺς
ποὺ μᾶς ἔφταιξαν εἶναι ἀπεριόριστον.
Δι' αὐτὸ καὶ ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν ἔχει παρομοιωθῇ μὲ
ἕνα βασιλέα, ποὺ ἠθέλησε νὰ
λογαριασθῇ μὲ τοὺς δούλους του,
εἰς τοὺς ὁποίους εἶχεν ἐμπιστευθῆ
τὴν διαχείρισιν τῶν οἰκονομικῶν
του.
|
23
Διότι δὲ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν
τὸ καθῆκον τοῦ νὰ συγχωρῶμεν
τοὺς πταίστας μας εἶναι ἀπεριόριστον, δι’
αὐτὸ ὠμοίασεν ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν πρὸς ἐπίγειον βασιλέα, ποὺ
ἠθέλησε νὰ λογαριασθῇ μὲ τοὺς
δούλους καὶ αὐλικούς του, εἰς τοὺς
ὁποίους εἶχεν ἀναθέσει τὴν διαχείρισιν
τῶν φόρων καὶ εἰσπράξεών του.
|
24
Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν
προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης
μυρίων ταλάντων. |
24
Ἐκεῖ δὲ ποὺ ἤρχισε νὰ
ἐξετάζῃ τοὺς λογαριασμούς, τοῦ
ἔφεραν βιαίως ἕναν, ποὺ τοῦ
χρεωστοῦσε τὸ τεράστιον
ποσὸν τῶν δέκα χιλιάδων ταλάντων.
|
24
Ὅταν δὲ αὐτὸς ἄρχισε νὰ
λογαριάζεται, τοῦ ἔφεραν ἕνα χρεώστην, ποὺ
ὤφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδὴ περίπου ἑξήκοντα
ἑκατομμύρια χρυσᾶς δραχμάς.
|
25
Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι
ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος
αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα
αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ
πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι.
|
25
Ἐπειδὴ δὲ δὲν εἶχε νὰ
ἐπιστρέψῃ ὅσα χρεωστοῦσε, διέταξε
ὁ κύριός του νὰ πωληθῇ ὡς
δοῦλος αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα
του καὶ τὰ παιδιά του καὶ ὅλα
ὅσα εἶχε, διὰ νὰ ἐξοφληθῇ
ἔτσι ἔστω καὶ μέρος ἀπὸ
τὸ χρέος.
|
25
Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς δὲν εἶχε
νὰ πληρώσῃ, διέταξεν ὁ κύριος νὰ πωληθῇ
αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ
τὰ παιδιά του καὶ ὅλα ὅσα εἶχε
καὶ νὰ πληρωθῇ τὸ χρέος.
|
26
Πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει
αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον
ἐπ' ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω.
|
26
Ἔπεσε τότε κατὰ γῆς ὁ δοῦλος
ἐκεῖνος, τὸν ἐπροσκυνοῦσε καὶ
ἔλεγε· <Κύριε, δεῖξε ἐπιείκειαν
καὶ μακροθυμίαν εἰς ἐμὲ καὶ
ὅλα ὅσα σοῦ χρεωστῶ, θὰ σοῦ
τὰ πληρώσω>.
|
26
Ἔπεσε λοιπὸν κατὰ γῆς ὁ δοῦλος
καὶ τὸν ἐπροσκύνει λέγων· Κύριε, κάμε
ὑπομονὴν δι’ ἐμέ, καὶ ὅλα ὅσα
χρεωστῶ, θὰ σοῦ τὰ πληρώσω.
|
27
Σπλαχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ
δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν
καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. |
27
Ἐφάνη δὲ σπλαγχνικὸς ὁ Κύριος
τοῦ δούλου ἐκείνου, τὸν ἀφῆκεν
ἐλεύθερον καὶ τοῦ ἐχάρισεν
ὅλον τὸ χρέος. |
27
Ἐλυπήθη δὲ καὶ ᾐσθάνθη συμπάθειαν
ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου καὶ τὸν
ἀφῆκεν ἐλεύθερον, τοῦ ἐχάρισε
δὲ καὶ τὸ δάνειον. |
28
Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος
εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ,
ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν
δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν
ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ
τι ὀφείλεις. |
28
Ἀλλ' ἐκεῖνος ὁ δοῦλος ὅταν
ἐβγῆκεν ἔξω, εὑρῆκε ἕνα
ἀπὸ τοὺς συνδούλους του, ὁ ὅποιος
τοῦ χρεωστοῦσε τὸ μηδαμινὸν ποσὸν
τῶν ἐκατὸ δηναρίων. Ἀμέσως
τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἐπίεζε
κατὰ τὸν πλέον σκληρὸν τρόπον
λέγων· Πλήρωσέ μου ὅ,τι μοῦ
χρεωστᾷς. |
28
Ὅταν ὅμως ἐβγῆκεν ἔξω ὁ
δοῦλος ἐκεῖνος, ηὗρεν ἕνα ἀπὸ
τοὺς συνδούλους του, ποὺ τοῦ ἐχρεώστει
ἑκατὸν δηνάρια, δηλαδὴ περίπου ἐνενήντα
χρυσὸς δραχμάς. Καὶ ἀφοῦ τὸν
ἐσταμάτησε, τὸν ἐστενοχώρει σκληρὰ
λέγων· Ἐξόφλησέ μου ὅ,τι μοῦ χρεωστεῖς.
|
29
Πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ
εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει
αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ'
ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι· |
29
Ἔπεσε τότε ὁ σύνδουλος ἐκεῖνος
εἰς τὰ πόδια αὐτοῦ καὶ
τὸν παρακαλοῦσε λέγων· Δεῖξε
σὲ μένα ἐπιείκειαν καὶ μακριθυμίαν
καὶ θὰ σοῦ ἐπιστρέψω τὰ
ὀφειλόμενα. |
29
Ἔπεσε λοιπὸν εἰς τὰ πόδια του ὁ
σύνδουλός του καὶ τὸν παρεκάλει λέγων· Περίμενέ
με καὶ δεῖξε ὑπομονὴν μαζί μου καὶ
θὰ σὲ πληρώσω. |
30
Ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ
ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς
φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ
ὀφειλόμενον. |
30
Αὐτὸς δὲ δὲν ἤθελε νὰ
ἀκούσῃ τίποτε, ἀλλὰ ἐπῆγε
καὶ τὸν κατήγγειλε εἰς τὰς ἀρχὰς
καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὴν φυλακήν,
ἕως ὅτου πληρώσῃ τὸ χρέος
του. |
30
Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελεν, ἀλλ’
ἐπῆγεν εἰς τὸ δικαστήριον καὶ
τὸν ἔρριψεν εἰς φυλακήν, Ἕως ὅτου
πληρώσῃ ὅ,τι ἐχρεωστοῦσεν.
|
31
Ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ
τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα,
καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ
ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. |
31
Οἱ ἄλλοι σύνδουλοί του, ὅταν
εἶδαν αὐτὰ ποὺ
ἔγιναν, ἐλυπήθηκαν πάρα πολὺ
καὶ ἐλθόντες εἰς τὸν κύριόν
των τοῦ διηγήθηκαν μὲ ἀκρίβειαν
ὅλα τὰ γεγονότα. |
31
Ὅταν δὲ εἶδαν οἱ ἄλλοι σύνδουλοί
του αὐτὰ ποὺ ἔγιναν, ἐλυπήθησαν
πολὺ καὶ ἀφοῦ ἦλθαν διηγήθησαν
εἰς τὸν κύριον τους ὅλα ὅσα συνέβησαν.
|
32
Τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ
κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ·
δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν
ἐκείνη ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ
παρεκάλεσάς με. |
32
Τότε ἐκάλεσε αὐτὸν ὁ κύριός
του καὶ τοῦ εἶπε· Δοῦλε πονηρέ,
ὅλο τὸ τεράστιον ἐκεῖνο χρέος
σοῦ τὸ ἐχάρισα, διότι μὲ
παρεκάλεσες. |
32
Τότε τὸν προσεκάλεσεν ὁ κύριός του καὶ εἶπε
πρὸς αὐτόν· Δοῦλε πονηρέ, ὅλον
τὸ χρέος ἐκεῖνο, τὸ τόσον μεγάλο,
σοῦ τὸ ἐχάρισα, ἐπειδὴ μὲ
παρεκάλεσες. |
33
Οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι
τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ
σὲ ἐλέησα; |
33
Δὲν ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ λυπηθῇς
καὶ νὰ ἐλεήσῃς τὸν σύνδουλό
σου, ὅπως ἐγὼ ὁ Κύριός
σου σὲ ἐλυπήθηκα καὶ σὲ
ἐλέησα; |
33
Δὲν ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ λυπηθῇς
καὶ νὰ κάμῃς ἔλεος εἰς τὸν
σύνδουλόν σου, ὅπως καὶ ἑγώ, ποὺ δὲν
εἶμαι σύνδουλός σου ἀλλὰ κύριός σου, σὲ
ἐλυπήθηκα καὶ ἔδειξα ἔλεος εἰς
σέ; |
34
Καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ
παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς
ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον
αὐτῷ. |
34
Καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριός
του τὸν ἔβαλε εἰς τὴν φυλακὴν
καὶ τὸν παρέδωκε εἰς τοὺς βασανιστάς,
διὰ νὰ τὸν βασανίζουν, μέχρις
ὅτου ἐξοφλήσῃ ὅλον τὸ
χρέος του. |
34
Καὶ ἐθύμωσεν ὁ κύριός του καὶ τὸν
παρέδωκεν εἰς αὐτούς, ποὺ βασανίζουν τοὺς
φυλακισμένους, διὰ νὰ τὸν τιμωροῦν,
μέχρις ὅτου ἐξοφλήσῃ πᾶν ὅ,τι
ἐχρεωστοῦσεν. |
35
Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος
ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε
ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ
ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ
παραπτώματα αὐτῶν.
|
35
Ἔτσι καὶ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος
θὰ κάμῃ εἰς σᾶς ἐὰν
δὲν συγχωρῆτε ὁ καθένας εἰς
τὸν ἀδελφόν του, μὲ ὅλην σας
τὴν καρδιά, τὰ πταίσματα, ποὺ
ἔχει κάμει ἀπέναντί σας>.
|
35
Ἔτσι καὶ ὁ ἐπουράνιος πατήρ μου, πρὸς
τὸν ὁποῖον λόγῳ τῶν ἀναριθμήτων
σας ἁμαρτιῶν εἶσθε χρεῶσται ἀναριθμήτου
χρέους, θὰ κάμῃ εἰς σᾶς, ἐὰν
δὲν συγχωρήσετε καθένας σας τὸν ἀδελφόν
του ὄχι μὲ τὸ στόμα σας μόνον, ἀλλ’
ἀπὸ τὴν καρδιά σας. |