Πρωτότυπο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα

ότε ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ

ότε ὁ Ἰησοῦς κατὰ ἕνα τρόπον ἐπίσημον καὶ ἔντονον ἐλάλησε πρὸς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς μαθητάς του 

ότε ὁ Ἰησοῦς ὡμίλησε πρὸς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς μαθητάς του,

2 λέγων· ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι.

2 λέγων· <εἰς τὴν διδασκαλικὴν ἔδραν τοῦ Μωϋσέως ἐκάθησαν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι.

2 καὶ εἶπεν ἐπὶ τοῦ διδασκαλικοῦ θρόνου τοῦ Μωϋσέως ἐκάθισαν οἱ νομοδιδάσκαλοι.

3 Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι.

3 Ὅσα λοιπὸν ἂν σᾶς διδάσκουν νὰ τηρῆτε, τηρεῖτετα καὶ πράττετέ τα. Μὴ πράττετε ὅμως κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν, διότι λέγουν ἄλλα δὲν ἐφαρμόζουν ὅσα λέγουν. 

3 Ὅλα λοιπόν, ὅσα ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ νόμου θὰ σᾶς εἶπουν αὐτοὶ νὰ τὰ φυλάττετε, φυλάττετε καὶ πράττετε αὐτά. Μὴ πράττετε ὅμως σύμφωνα πρὸς τὰ ἔργα των καὶ τὸ παράδειγμά των. Διότι λέγουν μὲν καὶ διδάσκουν τὴν ἀλήθειαν τοῦ νόμου, δὲν πράττουν ὅμως σύμφωνα μὲ αὐτήν.

4 Δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. 

4 Διότι δένουν φορτία βαρειὰ καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιβάλλουν αὐτὰ εἰς τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ οἱ ἴδιοι οὔτε μὲ τὸν δάκτυλον δὲν θέλουν να τὰ κινήσουν. 

4 Μὲ ἄλλα λόγια, σφικτοδένουν φορτώματα βαρειὰ καὶ δυσκόλως βασταζόμενα καὶ τὰ ἐπιβάλλουν εἰς τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, αὐτοὶ ὅμως δὲν θέλουν οὔτε μὲ τὸ δάκτυλό τους νὰ τὰ κινήσουν. Μὲ τὰς ἰδικάς των δηλαδὴ γνώμας καὶ παραδόσεις μετέβαλαν τὸν νόμον εἰς βαρὺ φορτίον, τὸ ὁποῖον φορτώνουν εἰς τοὺς ἄλλους, ἐνῷ αὐτοὶ οὔτε κἂν τὸ ἐγγίζουν, διότι εὐρίσκουν τρόπους νὰ ξεφεύγουν αὐτοὶ ἀπὸ τὰς ὑποχρεώσεις αὐτάς, ποὺ ἐπιβάλλουν εἰς τοὺς ἄλλους.

5 Πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις· πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν,

5 Ὅλα δὲ τὰ ἔργα των τὰ πράττουν, διὰ νὰ ἐπιδεικνύωνται καὶ δοξάζωνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Διότι δένουν καὶ κρεμοῦν ἀπὸ τὰ χέρια των πλατειὲς λωρίδες μὲ ρητὰ ἐκ τοῦ Νόμου καὶ κατασκευάζουν μεγαλύτερα τὰ κρόσσια γύρω ἀπὸ τὰ ἱμάτιά των, διὰ νὰ  φανοῦν ἔτσι, ὅτι εἶναι εὐσεβεῖς καὶ διὰ νὰ κάμουν ἐντύπωσιν εἰς τοὺς ἀνθρώπους.

5 Πράττουν δὲ ὅλα τὰ ἔργα των διὰ νὰ τοὺς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἐπαινοῦν. Διότι τὰ φυλακτά, ποὺ κρεμοῦν εἰς τὰς χεῖρας των ἢ δένουν εἰς τὰ μέτωπά των, τὰ κατασκευάζουν πλατειὰ καὶ μεγαλώνουν τὶς ἄκρες τῶν φορεμάτων τους, ὥστε νὰ γίνωνται περίβλεπτοι ὡς ἄνθρωποι εὐσεβεῖς, εἰς τοὺς ὁποίους τὰ φυλακτὰ καὶ τὰ κράσπεδά των τοὺς ὑπενθυμίζουν διαρκῶς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ.

6 φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς 

6 Ἀγαποῦν δὲ νὰ καταλαμβάνουν τὰς πρώτας θέσεις εἰς τὰ δεῖπνα καὶ τὰ πρῶτα καθίσματα εἰς τὰς συναγωγὰς

6 Ἀγαποῦν δὲ τὴν πρώτην θέσιν εἰς τὰ δεῖπνα καὶ τὰ πρῶτα καθίσματα εἰς τὰς συναγωγάς,

7 καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ραββὶ ραββί.  

7 καὶ νὰ τοὺς χαιρετοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ βαθείας ὑποκλίσεις καὶ ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ καὶ νὰ προσφωνοῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· Διδάσκαλε, διδάσκαλε.

7 καὶ τοὺς εὐλαβεῖς χαιρετισμοὺς εἰς τὰς ἀγορὰς καὶ θέλουν νὰ τοὺς φωνάζουν οἱ ἄνθρωποι, διδάσκαλε, διδάσκαλε.

8 Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε.

8 Ἀλλὰ σεῖς μὴ ἐπιδιώκετε νὰ καλῆσθε διδάσκαλοι· διότι ἔνας εἶναι ὁ διδάσκαλός σας, ὁ Χριστός, ὅλοι δὲ σεῖς εἶσθε ἀδελφοὶ καὶ ἄρα ἴσοι μεταξύ σας.

8 Σεῖς δὲ μὴ ὀνομασθῆτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ραββί· διότι ἕνας εἶναι ὁ διδάσκαλός σας, ὁ Χριστός· ὅλοι δὲ σεῖς εἶσθε ἀδελφοί.

9 Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 

9 Καὶ πατέρα, εἴτε σαρκικὸν εἴτε πνευματικόν, μὲ τὴν ἔννοιαν ὅτι αὐτὸς ἔχει ἀπόλυτον κῦρος ἀπέναντί σας καὶ ἀπεριόριστον ἐξουσίαν, μὴ καλέσετε κανένα ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, διότι ἔνας εἶναι ὁ πατήρ σας, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

9 Καὶ πατέρα σας μὲ κῦρος καὶ ἐξουσίαν ἀπεριόριστον καὶ ἀπόλυτον μὴ καλέσητε εἰς τὴν γῆν. Διότι ἔνας εἶναι ὁ Πατήρ σας, ἐκεῖνος ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς.

10 Μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός.

10 Οὔτε νὰ ὀνομασθῆτε καθηγηταί, διότι ἕνας εἶναι ὁ μοναδικὸς καὶ τέλειος καθηγητής σας, ὁ Χριστός, (ὁ ὁποῖος καὶ μόνος διδάσκει ἀνόθευτον τὴν ἀλήθεια καὶ καθοδηγεῖ μὲ ἀσφάλειαν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν δύσκολον δρόμον τῆς σωτηρίας). 

10 Οὔτε καθηγηταὶ νὰ κληθῆτε, διότι ἕνας εἶναι ὁ καθηγητής σας, ποὺ μὲ τὴν διδασκαλίαν του σᾶς ὁδηγεῖ εἰς τὴν σωτηρίαν, ὁ Χριστός.

11 Ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. 

11 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι μεγαλύτερος μεταξύ σας ὡς πρὸς τὴν  γνῶσιν καὶ τὸ ἀξίωμα πρέπει μὲ ταπείνωσιν καὶ καλωσύνην νὰ ὑπηρετῇ τοὺς ἄλλους.

11 Ἐκεῖνος δέ, ποὺ μεταξύ σας εἶναι μεγαλύτερος εἰς τὴν γνῶσιν καὶ εἰς τὸ ἀξίωμα, πρέπει νὰ ὑπηρετῇ τοὺς ἄλλους, γινόμενος μὲ κάθε τρόπον χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος εἰς αὐτούς.

12 Ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.

12 Ὅποιος δὲ ὑπερηφανευθῇ καὶ ὑψώσει τὸν εὐατόν του ἀπέναντι τῶν ἄλλων θὰ ταπεινωθῇ καὶ ὅποιος μὲ χριστιανικὴν ἀγάπην καὶ συναίσθησιν ταπεινώσει τὸν ἑυατόν του καὶ γίνῃ ὑπηρέτης τῶν ἄλλων, θὰ ἐξυψωθῇ καὶ δοξασθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν.  

12 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ ὐψώσῃ τὸν ἑαυτόν του μεταχειριζόμενος τοὺς ἄλλους ὡς κατωτέρους του, θὰ ταπεινωθῇ καὶ θὰ ἐξευτελισθῇ. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ταπεινώσῃ τὸν ἑαυτόν του γινόμενος διὰ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης δοῦλος καὶ ὑπηρέτης τῶν ἄλλων, θὰ ἀνυψωθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ θὰ δοξασθῇ.

13 Οὐαῖ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισότερον κρῖμα.

13 Ἀλλοίμονον δὲ εἰς σᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι, ἄπληστοι καὶ πλεονέκται καθὼς εἶσθε, κατατρώγετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ συγχρόνως μὲ τὸ πρόσχημα τῆς εὐλαβείας κάνετε μακρὰς προσευχάς· διὰ τοῦτο καὶ θὰ τιμωρηθῆτε ἀπὸ τὴν θείαν  δικαιοσύνην πολὺ περισσότερο, παρ' ὅσον οἱ ἄλλοι ἅρπαγες καὶ κλέπται.

13 Ἀλλοίμονον δὲ εἰς σᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι κατατρώγετε τὰ σπίτια καὶ τὴν περιουσίαν τῶν χηρῶν, σεῖς ποὺ μὲ πρόσχημα εὐλαβείας διὰ σκοποὺς συμφεροντολογικοὺς κάμνετε μακρὰς προσευχάς· δι’ αὐτὸ θὰ λάβετε μεγαλυτέραν καταδίκην ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδίκους καὶ κλέπτας.

14 Οὐαῖ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν.

14 Ἀλλοίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι μὲ τὴν διεστραμμένην διδασκαλίαν σας, ποὺ τὴν παρουσιάζετε ὡς διδασκαλίαν τάχα τοῦ Θεοῦ, κλείετε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι, καὶ σεῖς δὲν εἰσέρχεσθε, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ εἰσέλθουν δὲν τοὺς ἀφήνετε 

14 Ἀλλοίμονόν σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι μὲ τὴν διεστραμμένην διδασκαλίαν σας, ποῦ ἐπισκοτίζει καὶ νοθεύει τὸ περιεχόμενον τοῦ νόμου, κλείετε τὴν θύραν τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πρὸ τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλοίμονόν σας, διότι καὶ σεῖς δὲν εἰσέρχεσθε, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐκεῖνους, ποὺ ἔχουν τὴν διάθεσιν νὰ εἰσέλθουν, τοὺς ἀφίνετε νὰ ἔμβουν.

15 Οὐαῖ ὑμῖν γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηράν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν.

15 Ἀλλοίμονόν σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι γυρίζετε εἰς ὅλα τὰ μέρη, περιέρχεσθε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηράν, διὰ νὰ κάμετε ἕνα εἰδωλολάτρην προσήλυτον Ἰουδαῖον. Καὶ ὅταν γίνῃ, τὸν ἐξωθεῖτε εἰς τὴν κακίαν καὶ τὴν πώρωσιν καὶ τὸν κάνετε γέννημα τῆς κολάσεως δυὸ φορὲς χειρότερον ἀπὸ σᾶς.

15 Ἀλλοίμονόν σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι περιέρχεσθε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν γῆν διὰ νὰ προσελκύσετε ἔστω καὶ ἕνα μόνον προσήλυτον καὶ ἀπὸ εἰδωλολάτρην νὰ τὸν κάμετε Ἰουδαῖον. Καὶ ὅταν γίνῃ, τὸν κάνετε παιδὶ τῆς γεέννης, ἄξιον νὰ ριφθῇ εἰς αὐτὴν πολὺ περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι εἶσθε σεῖς.

16 Οὐαῖ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ λέγοντες· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ' ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ ὀφείλει.

16 Ἀλλοίμονό σας, ὁδηγοὶ τυφλοί, ποὺ λέγετε: Ἂν τυχὸν ὁρκισθῇ κανεὶς εἰς τὸν ναόν, δὲν εἶναι τίποτε, ὅποιος ὅμως ὁρκισθῇ εἰς τὸ χρυσάφι τοῦ ναοῦ, ὀφείλει νὰ τηρήσῃ τὸν ὅρκον του.

16 Ἀλλοίμονόν σας, ὁδηγοὶ τοῦ λαοῦ τυφλοί, οἱ ὁποῖοι λέγετε· Ἂν τυχὸν κανεὶς ὁρκισθῇ εἰς τὸν ναόν, δὲν εἶναι τίποτε αὐτό· Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ ὁρκισθῇ εἰς τὸν χρυσὸν τοῦ ναοῦ, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τηρήσῃ τὸν ὅρκον του.  

17 Μωροὶ καὶ τυφλοί! Τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν;

17 Εἶσθε μωροὶ καὶ τυφλοί! Διότι ποιὸς εἶναι μεγαλυτέρας τιμῆς ἄξιος καὶ σεβασμοῦ ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναὸς ποὺ ἁγιάζει τὸν χρυσόν;  

17 Μωροὶ καὶ τυφλοί ! Σᾶς ἀξίζουν αἱ ὀνομασίαι αὐταί, διότι ποῖος εἶναι ἀνώτερος κατὰ τὴν ἱερότητα, ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναός, ποὺ ἁγιάζει τὸν χρυσόν;

18 Καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ' ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει.

18 Καὶ πάλιν λέγετε· ὅποιος τυχὸν ὁρκισθῇ εἰς τὸ θυσιαστήριον, εἶναι σὰν νὰ μὴ ἔχῃ κάμει ὅρκον, ὅποιος ὅμως ὁρκισθῆ εἰς τὸ δῶρον, ποὺ ἔχει προσφερθῆ ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον, ὀφείλει νὰ τηρήσῃ τὸν ὅρκον του,
18 Λέγετε ἀκόμη καὶ τοῦτο· Ἐκεῖνος, ποὺ τυχὸν θὰ ὁρκισθῇ εἰς τὸ θυσιαστήριον, δὲν εἶναι τίποτε ὁ ὅρκος αὐτός. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ ὁρκισθῇ εἰς τὸ δῶρον, ποὺ ἐτέθη ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου, δεσμεύεται ἀπὸ τὸν ὅρκον του.

19 Μωροὶ καὶ τυφλοί! Τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον;

19 Μωροὶ καὶ τυφλοί! Τί εἶναι ἀνώτερον καὶ ἱερώτερον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον ποὺ ἁγιάζει τὸ δῶρον;
19 Εἶσθε μωροὶ καὶ τυφλοί· διότι, τί εἶναι μεγαλύτερον εἰς ἱερότητα, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον, ποῦ ἁγιάζει τὸ δῶρον;

20 Ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ.

20 Μάθετε λοιπόν, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ὁρκίζεται εἰς τὸ θυσιαστήριον, ὁρκίζεται εἰς αὐτὸ καὶ εἰς ὅλα ὅσα ὑπάρχουν ἐπάνω εἰς αὐτό. 20 Ἐκεῖνος λοιπόν, ποῦ ὡρκίσθη εἰς τὸ θυσιαστήριον, ὁρκίζεται εἰς αὐτὸ καὶ συγχρόνως εἰς ὅλα ποὺ εἶναι ἐπ’ αὐτοῦ.

21 Καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι αὐτόν·

21 Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ὁρκίζεται εἰς τὸν ναόν, ὁρκίζεται ὄχι μόνον εἰς αὐτόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν Θεὸν ποὺ τὸν ἔχει κάμει κατοικίαν του. 

21 Καὶ ἐκεῖνος, ποῦ ὡρκίσθη εἰς τὸν ναόν, ὁρκίζεται εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὸν Θεόν, ποῦ κατοικεῖ εἰς τὸν ναόν.
22 Καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ.

22 Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ὁρκίζεται εἰς τὸν οὐρανόν, ὁρκίζεται συγχρόνως εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὸν Θεόν, ποὺ  κάθεται ἐπάνω εἰς αὐτόν

22 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ὁρκίζεται εἰς τὸν οὐρανόν, ὁρκίζεται εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ, (διότι εἰς τὴν Γραφὴν ὁ οὐρανὸς λέγεται θρόνος τοῦ Θεοῦ), ἀλλ’ ὁρκίζεται συγχρόνως καὶ εἰς τὸν Θεόν, ποὺ κάθηται ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ.
23 Οὐαῖ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι.

23 Ἀλλοίμονο σὲ σᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι δίδετε εἰς τὸν ναὸν διὰ τοὺς ἱερεῖς τὸ δέκατον ἀπὸ τὸν δύοσμον καὶ τὸν ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, τηρεῖτε δηλαδὴ τὰς ἐπουσιώδεις διατάξεις τοῦ Νόμου, καὶ ἀφήσατε τὰ βαρύτερα καὶ σπουδαιότερα, δηλαδὴ τὴν δικαίαν κρίσιν καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ τὴν ἀληθινὴν πίστιν· καὶ αὐτὰ ἔπρεπε να ἐφαρμόσετε καὶ ἐκεῖνα δὲν ἔπρεπε νὰ ἀφίνετε.  

23 Ἀλλοίμονόν σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι δίδετε δεκάτην καὶ ἀπὸ τὸν δυόσμον ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ ἄνηθον καὶ ἀπὸ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ σπουδαιότερα τοῦ νόμου, δηλαδὴ τὴν δικαίαν κρίσιν καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ τὴν τιμιότητα, ποῦ κάμνει τὸν ἄνθρωπον ἀξιόπιστον. Ἐνῷ ἔπρεπε πρωτίστως τὰς τελευταίας αὐτὰς ἀρετὰς νὰ πράττετε καὶ νὰ ἀσκῆτε, κατὰ δεύτερον δὲ λόγον νὰ μὴ ἀφίνετε καὶ ἐκεῖνα.
24 Ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες! 24 Ὁδηγοὶ τυφλοί, ποὺ περνᾶτε ἀπὸ λεπτὸ σουρωτήρι τὸ κρασὶ καὶ τὸ νερό, μήπως καταπιῆτε κανένα κουνούπι, ἐνῶ καταπίνετε ὁλόκληρη γκαμήλα. (Τηρεῖτε τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα καὶ ἀδιαφορεῖτε διὰ τὰ μεγάλα καὶ σπουδαῖα).
24 Ὁδηγοὶ τυφλοί, ποὺ στραγγίζετε ἀπὸ τὸν οἶνον τὸ κουνούπι ὡς ἀκάθαρτον κατὰ τὸν νόμον, καταπίνετε ὅμως τὴν γκαμήλα, ποὺ καὶ αὐτὴ κατὰ τὸν νόμον εἶναι ἀκάθαρτος. Εἰς τὰ μικρὰ μόνον δίδετε ὁλόκληρον τὴν προσοχήν σας, εἰς καιρὸν ποὺ χωρὶς τύψιν κάνετε μεγάλα καὶ χονδρὰ ἁμαρτήματα.
25 Οὐαῖ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας.   25 Ἀλλοίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι καθαρίζετε τὸ ἔξω ἀπὸ τὸ ποτήρι καὶ τὸ πιάτο, μέσα δὲ αὐτὰ εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ τροφάς, ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἁρπαγές καὶ ἀδικίες.  25 Ἀλλοίμονόν σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι καθαρίζετε τὴν ἐξωτερικὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς πιατέλλας, μέσα δὲ εἶναι αὐτὰ γεμᾶτα ἀπὸ τροφάς, ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἁρπαγὴν καὶ ἀδικίαν.
26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν. 26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισε πρῶτα αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα εἰς τὸ ποτήρι καὶ τὸ πιάτο, ὥστε νὰ μὴ προέρχεται ἀπὸ ἀδικίαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν τιμίαν ἐργασίαν σου, διὰ νὰ γίνῃ καὶ τὸ ἀπ' ἔξω καθαρόν. (Μὴ προσπαθεῖτε, δηλαδή, ἐξωτερικῶς μόνον νὰ φαίνεσθε εὐσεβεῖς, ἀλλὰ προσπαθεῖτε νὰ ἀποκτήσετε καὶ τὴν ἐσωτερικὴν καθαρότητα καὶ ἁγιότητα). 26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισε πρῶτον ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι μέσα εἰς τὸ ποτήριον καὶ εἰς τὴν πιατέλλαν, φροντίζων νὰ μὴ προέρχεται τοῦτο ἐξ ἀδικίας καὶ ἁρπαγῆς, διὰ νὰ γίνῃ καὶ τὸ ἀπ’ ἔξω τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς πιατέλλας καθαρόν. Διαφορετικά, ὅσον καὶ ἂν καθαρίζῃς τὰ σκεύη αὐτά, μένουν ἀκάθαρτα καὶ μολυσμένα.
27 Οὐαῖ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. 27 Ἀλλοίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι ὁμοιάζετε μὲ τάφους ἀσβεστωμένους, οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικῶς μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἐνῶ ἀπὸ μέσα εἶναι γεμᾶτοι μὲ κόκκαλα πεθαμένων καὶ μὲ κάθε ἀκαθαρσίαν. 27 Ἀλλοίμονόν σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι ὁμοιάζετε πρὸς τάφους ἀσβεστωμένους, οἱ ὁποῖοι ἀπ’ ἔξω μὲν φαίνονται ὠραῖοι καὶ κατάλευκοι, ἀπὸ μέσα ὅμως εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ κόκκαλα ἀποθαμένων καὶ ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσίαν.
28 Οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας. 28 Ἔτσι καὶ σεῖς, ἐξωτερικῶς μὲν φαίνεσθε εἰς τοὺς ἀνθρώπους δίκαιοι, ἐνῶ ἀπὸ μέσα εἶσθε γεμᾶτοι ἀπὸ ὑποκρισίαν καὶ κάθε παρανομίαν. 28 Ἔτσι καὶ σεῖς, ἀπ’ ἔξω μὲν φαίνεσθε εἰς τοὺς ἀνθρώπους δίκαιοι, ἀπὸ μέσα ὅμως εἶσθε γεμᾶτοι ἀπὸ ὑπόκρισιν καὶ ἀπὸ κάθε παράβασιν τοῦ νόμου.
29 Οὐαῖ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων. 29 Ἀλλοίμονο σὲ σᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ στολίζετε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων  29 Ἀλλοίμονόν σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ στολίζετε τὰ μνήματα τῶν δικαίων,
30 Καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. 30 καὶ λέτε, ἐὰν ἐζούσαμε εἰς τὰς ἡμέρας τῶν προγόνων μας, δὲν θὰ συμμετείχαμε εἰς τὴν αἱματοχυσίαν καὶ τὸν ἄδικον θάνατον τῶν προφητῶν. 30 καὶ λέγετε· Ἐὰν ἐζούσαμεν εἰς τὰς ἡμέρας τῶν πατέρων μας, δὲν θὰ ἐγινόμεθα συνεργοὶ καὶ συνένοχοί των εἰς τὸν φόνον τῶν προφητῶν.
31 Ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας. 31 Ὥστε σεῖς οἱ ἴδιοι βεβαιώνετε ὅτι εἶσθε γνήσιοι καὶ ἀντάξιοι ἀπόγονοι ἐκείνων, ποὺ ἐφόνευσαν τοὺς προφήτας. 31 Ὥστε σεῖς οἱ ἴδιοι μαρτυρεῖτε διὰ τὸν ἑαυτόν σας, ὅτι εἶσθε ἀπόγονοι ἐκείνων, ποὺ ἐφόνευσαν τοὺς προφήτας καὶ ἔχετε κληρονομικότητα κακήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὅμως δὲν ἐφροντίσατε νὰ ἀπαλλάγητε.
32 Καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. 32 Λοιπὸν ὁλοκληρῶστε καὶ ἐσεῖς τὸ ἔργον τῶν πατέρων σας, κάμετε ὅσα ἐκεῖνοι δὲν ἔκαμαν, φονεύσατε τὸν Μεσσίαν, διὰ νὰ φθάσετε ἔτσι εἰς τὸ ἔσχατον ὅριον τῆς κακίας. 32 Συμπληρώσατε λοιπὸν καὶ σεῖς ἐκεῖνα, ποῦ λείπουν ἀκόμη ἀπὸ ὅσα ἔκαμαν οἱ πρόγονοί σας, ὥστε νὰ φθάσετε εἰς τὸ ἀκρότατον ὅριον τῆς κακίας.
33 Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! Πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; 33 Φίδια, ὀχιές, πῶς εἶνα δυνατὸν νὰ ἀποφύγετε τὴν δικαίαν καὶ τρομερὰν καταδίκην τῆς γέεννης;  33 Φίδια, γεννήματα ὀχιῶν, γεμᾶτοι κακίαν καὶ θανατηφόρον δηλητήριον, τὸ ὁποῖον ἐκληρονομήσατε καὶ ἀπὸ τοὺς προγόνους σας, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ φύγετε ἀπὸ τὴν καταδίκην, ποὺ θὰ σᾶς ρίψῃ εἰς τὴν γέενναν;
34 Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, 34 Διὰ νὰ σᾶς δώσω τὴν τελευταίαν πολύτιμον εὐκαιρίαν νὰ σωθῆτε, ἰδοὺ ἐγὼ στέλνω εἰς σᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ δαδασκάλους τοῦ νόμου μου, τοὺς Ἀποστόλους μου. Σεῖς ὅμως ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς θὰ φονεύσετε καὶ θὰ σταυρώσετε καὶ ἄλλους θὰ τοὺς μαστιγώσετε εἰς τὰς συναγωγάς σας καὶ θὰ τοὺς διώξετε ἀπὸ πόλιν εἰς πόλιν. 34 Δι’ αὐτὸ ἰδοὺ ἐγὼ κάνω τὴν τελευταίαν προσπάθειαν νὰ σᾶς σώσω καὶ σᾶς ἀποστέλλω προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, τοὺς ἀποστόλους μου δηλαδὴ καὶ τοὺς διαδόχους των, ποὺ θὰ εἶναι φωτισμένοι καὶ σοφισμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ τὴν διδασκαλίαν μου. Καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς θὰ φονεύσετε καὶ θὰ σταυρώσετε· καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς θὰ μαστιγώσετε εἰς τὰς συναγωγάς σας καὶ θὰ τοὺς διώξετε ἀπὸ τὴν μίαν πόλιν εἰς τὴν ἄλλην,
35 ὅπως ἔλθῃ ἐφ' ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. 35 Διὰ νὰ πέσῃ ἔτσι ἐπάνω σας τὸ ἀθῶον αἷμα ποὺ ἐχύθη ἄδικα εἰς τὴν γῆν, ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ ἕως τὸ αἷμα τοῦ Ζαχαρίου, τοῦ υἱοῦ Βαραχίου, τὸν ὁποῖον ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιστηρίου, χωρὶς νὰ φοβηθῆτε οὔτε τοῦ τόπου τούτου τὴν ἱερότητα. 35 διὰ νὰ πέσῃ ἐπάνω σας ἡ εὐθύνη καὶ ἡ καταδίκη διὰ κάθε δίκαιον αἷμα, ποὺ ἐχύθη ἄδικα εἰς τὴν γῆν, ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, ἕως τὸ αἷμα τοῦ Ζαχαρίου τοῦ υἱοῦ τοῦ Βαραχίου, ποὺ τὸν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ἔτσι ἐγίνατε ἔνοχοι ὄχι μόνον τοῦ ἐγκλήματος τοῦ φόνου, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀσεβοῦς βεβηλώσεως τοῦ ναοῦ, τὸν ὁποῖον ἐβάψατε μὲ αἷμα ἀνθρώπου δικαίου.
36 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην. 36 Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ὅλα αὐτὰ θὰ ξεσπάσουν εἰς τὴν γενεὰν αὐτήν. 36 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ θὰ πέσουν εἰς τὴν γενεὰν αὐτήν.
37 Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! Ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. 37 Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, σὺ ποὺ φονεύεις τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολεῖς ἐκείνους ποὺ ὁ Θεὸς σοῦ ἔχει στείλει! Πόσες καὶ πόσες φορὲς ἠθέλησα νὰ περιμαζεύσω τὰ παιδιά σου, ὅπως ἡ κλῶσσα συγκετρώνει τὰ μικρὰ πουλιά της κάτω ἀπό τις φτεροῦγες της, καὶ δὲν ἠθελήσατε. 37 Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, δυστυχισμένη καὶ ταλαίπωρε πόλις, σὺ ποὺ φονεύεις τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολεῖς ἐκεῖνους ποὺ ὁ Θεὸς σοῦ ἀπέστειλε! Πόσας φορὰς ἠθέλησα νὰ συμμαζεύσω τὰ παιδιά σου μὲ στοργὴν παρομοίαν πρὸς ἐκείνην, μὲ τὴν ὁποίαν περιμαζεύει ἡ ὅρνιθα τὰ πουλιά της κάτω ἀπὸ τὰ πτερά της, καὶ δὲν ἠθελήσατε.
38 Ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. 38 Ἰδού, πρὸς τιμωρίαν τῆς κακίας σας καὶ καταστροφήν σας ἀφίνεται ἔρημος καὶ ἀπροστάτευτος ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ πόλις σας καὶ ὁ ναός. 38 Ἰδοὺ ἐγκαταλείπεται πρὸς τιμωρίαν καὶ καταστροφήν σας ἡ πόλις σας μὲ τὸν ναὸν της ἔρημος καὶ ἀπροστάτευτος ἀπὸ τὸν Θεόν.
39 Λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μὴ με ἴδητε ἀπ' ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. 39 Διότι σᾶς λέγω ὅτι δὲν θὰ μὲ δῆτε πλέον, ἕως ὅτου μετανοημένοι πῆτε· Εὐλογημένος εἶναι αὐτός, ποὺ ἔρχεται ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου>. 39 Διότι σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ μὲ ἴδετε πλέον ἀπὸ τώρα, ἕως ὅτου συνέλθετε εἰς τὸν ἑαυτόν σας καὶ πιστεύσετε, ὁπότε συγκαταριθμούμενοι εἰς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου θὰ εἴπετε δι’ ἐμέ· Εὐλογημένος εἶναι αὐτός, ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ὡς ἀντιπρόσωπός του καὶ ἀπεσταλμένος του.