Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
ότε
ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν δέκα παρθένοις, οἵτινες
λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας αὐτῶν
ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ
νυμφίου.
|
ότε
ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θὰ
εἶναι ὁμοία μὲ δέκα παρθένους,
αἱ ὁποῖαι ἐπῆραν τοὺς
λύχνους των καὶ ἐβγῆκαν εἰς
προϋπάντησιν τοῦ νυμφίου, ποὺ θὰ
ἤρχετο κατὰ τὴν νύκτα διὰ
νὰ παραλάβῃ τὴν νύμφην.
|
ότε,
ὅταν δηλαδὴ θὰ ἔλθῃ κατὰ
τὴν δευτέραν παρουσίαν ὁ Μεσσίας, αὐτὰ
ποὺ θὰ συμβοῦν μὲ τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν, θὰ παρουσιασθοῦν
ὅμοια πρὸς ὅσα συνέβησαν εἰς δέκα
παρθένους, αἱ ὁποῖαι, ἀφοῦ
ἐπῆραν τοὺς λύχνους των, ἐβγῆκαν
νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν γαμβρόν, ποὺ
θὰ ἤρχετο τὴν νύκτα νὰ παραλάβῃ
τὴν νύμφην.
|
2
Πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν
φρόνιμοι καὶ πέντε μωραί.
|
2
Πέντε ἀπὸ αὐτὰς ἦσαν
φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραί,
|
2
Πέντε δὲ ἀπὸ αὐτὰς ἦσαν
φρόνιμοι καὶ μυαλωμένοι καὶ αἱ πέντε ἦσαν
ἀσυλλόγιστοι καὶ ἀνόητοι.
|
3
Αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας
ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον μεθ' ἑαυτῶν
ἔλαιον·
|
3
αἱ ὁποῖαι μωραί, ὅταν ἐπῆραν
μαζῆ των τοὺς λύχνους, δὲν ἐπῆραν
καὶ λάδι.
|
3
Καὶ αἱ ἀνόητοι αὐταί, ὅταν
ἐπῆραν τοὺς λύχνους των, δὲν ἐπῆραν
μαζί τους καὶ λάδι.
|
4
Οἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον
ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν
μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν.
|
4
Αἱ φρόνιμοι ὅμως μαζῆ μὲ τοὺς
ἀναμμένους λύχνους των ἐπῆραν
καὶ λάδι εἰς ἰδιαίτερα δοχεῖα.
|
4
Αἱ φρόνιμοι ὅμως μαζὶ μὲ τοὺς
ἀναμμένους λύχνους των ἐπῆραν καὶ
λάδι εἰς τὰ ξεχωριστὰ ἀγγεῖα
των.
|
5
Χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου ἐνύσταξαν
πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον.
|
5
Ἐπειδὴ ὅμως ἐβράδυνε ὁ
γαμβρός, ἐνύσταξαν ὅλαι καὶ
ἐκοιμήθησαν.
|
5
Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀργοῦσε τὴν
νύκτα νὰ ἔλθῃ ὁ γαμβρός, ἐνύσταξαν
ὅλαι καὶ ἐκοιμῶντο.
|
6
Μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν·
ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε
εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ.
|
6
Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον ἠκούσθη
μεγάλη φωνή· <ἰδοὺ ὁ
νυμφίος ἔρχεται, βγῆτε νὰ τὸν
ὑποδεχθῆτε>.
|
6
Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον ἠκούσθη μεγάλη
φωνή· Ἰδοὺ ὁ γαμβρὸς ἔρχεται·
ἐβγᾶτε νὰ τὸν προϋπαντήσετε.
|
7
Τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι
ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τὰς
λαμπάδας αὐτῶν.
|
7
Τότε ἐσηκώθησαν ὅλαι αἱ παρθένοι
καὶ ἐτακτοποίησαν τοὺς λύχνους
των.
|
7
Τότε ἐσηκώθησαν ὅλαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι
καὶ διώρθωσαν τοὺς λύχνους των.
|
8
Αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις
εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ
ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ
λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται.
|
8
Αἱ δὲ μωραὶ εἶπαν εἰς τὰς
φρονίμους· <δῶστε μας ἀπὸ
τὸ λάδι σας, διότι οἱ λύχνοι
μας σβήνουν>.
|
8
Αἱ ἀνόητοι δὲ εἶπαν εἰς τὰς
φρονίμους· Δώσατέ μας ἀπὸ τὸ λάδι
σας, διότι οἱ λύχνοι μας σβήνουν.
|
9
Ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι
λέγουσαι· μήποτε οὐκ ἀρκέσει
ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε
δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας
καὶ ἁγοράσατε ἑαυταῖς.
|
9
Αἱ φρόνομοι ὅμως ἀπήντησαν·
<δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σᾶς
δώσωμεν, διότι φοβούμεθα, μήπως
δὲν φθάσῃ γιὰ μᾶς καὶ
γιὰ σᾶς· πηγαίνετε καλύτερα
εἰς αὐτοὺς ποὺ πωλοῦν καὶ
ἀγοράστε διὰ λογαριασμόν σας>.
|
9
Ἀλλ’ αἱ φρόνιμοι ἀπεκρίθησαν καὶ
εἶπαν· Δὲν μποροῦμε νὰ σᾶς
δώσωμεν, διότι ὑπάρχει φόβος νὰ μὴ φθάσῃ
καὶ δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ σᾶς.
Πηγαίνετε καλύτερα εἰς ἐκείνους ποὺ πωλοῦν
καὶ ἀγοράσατε διὰ τοὺς λύχνους σας.
|
10
Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι
ἦλθεν ὁ νυμφίος καὶ αἱ ἕτοιμοι
εἰσῆλθον μετ' αὐτοῦ εἰς τοὺς
γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα.
|
10
Ὅταν ὅμως αὐταὶ ἐπήγαιναν
νὰ ἀγοράσουν, ἦλθε ὁ γαμβρὸς
καὶ αἱ παρθένοι ποὺ ἦσαν ἕτοιμοι
μὲ τοὺς λύχνους των, εἰσῆλθαν
μαζῆ του εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ
γάμου καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα.
|
10
Ὅταν ὅμως αὐταὶ ἐπήγαιναν
νὰ ἀγοράσουν, ἦλθεν ὁ γαμβρὸς
καὶ αἱ ἐτοιμασμέναι παρθένοι ἐμβῆκαν
μαζί του εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ γάμου,
καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα.
|
11
Ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ
λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε,
κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν.
|
11
Ὕστερα δὲ ἔρχονται καὶ αἱ
ἄλλαι παρθένοι καὶ λέγουν·
<Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μας>.
|
11
Ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ
λοιπαὶ παρθένοι καὶ ἔλεγαν· Κύριε,
κύριε, ἄνοιξέ μας.
|
12
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν·
ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ
οἶδα ὑμᾶς.
|
12
Ἐκεῖνος ὅμως ἀποκριθεὶς εἶπε·
<ἀληθινὰ σᾶς λέγω δὲν σᾶς
γνωρίζω>.
|
12
Αὐτὸς ὅμως ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν·
Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι δὲν
σᾶς γνωρίζω.
|
13
Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε
τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν
ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου ἔρχεται.
|
13
Λοιπὸν νὰ εἶσθε ἄγρυπνοι καὶ
ἕτοιμοι, ὅπως αἱ φρόνιμοι παρθένοι,
διότι δὲν γνωρίζετε τὴν ἡμέρα
οὔτε τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ
Κύριος καὶ κριτὴς τῆς οἰκουμένης,
ἔρχεται. (Δὲν γνωρίζεται τὴν ἡμέραν
οὔτε τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν
διὰ τοῦ θανάτου θὰ φύγετε
ἀπὸ τὸν κόσμον, διὰ νὰ
παρουσισθῆτε μὲ τὰ ἔργα σας ἐνώπιον
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου).
|
13
Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν τῆς παραβολῆς
εἶναι, ὅτι πρέπει νὰ εἶσθε προνοητικοί,
ἔχοντες πάντοτε τὴν ψυχήν σας λάμπουσαν ἀπὸ
τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς καὶ
ἐφωδιασμένην μὲ τὸ ἔλαιον τῆς
ἐσωτερικῆς θερμότητος καὶ δυνάμεως, τὸ
ὁποῖον ἡ σταθερὰ ἐπικοινωνία
σας μὲ τὸν Θεὸν θὰ σᾶς προμηθεύῃ.
Οὕτω δὲ νὰ περιμένετε τὸν ἐρχομὸν
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ
Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἄγρυπνοι
καὶ ἕτοιμοι πάντοτε, διότι δὲν ἠξεύρετε
τὴν ἡμέραν οὔτε τὴν ὥραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἔλθῃ,
διὰ νὰ εἰσέλθετε μετ’ αὐτοῦ
εἰς τὴν εὐφροσύνην καὶ μακαρίαν
χαρὰν τῶν γάμων του.
|
14
Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν
ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους
καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα
αὐτοῦ,
|
14
Διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν
καὶ ἡ δευτέρα παρουσία τοῦ
υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὁμοιάζει
πρὸς ἕνα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος,
προκειμένου νὰ ταξιδεύσῃ, ἐκάλεσε
τοὺς δούλους του καὶ παρέδωκε εἰς
αὐτοὺς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
του, ἐπὶ ἀποδώσει λογαριασμοῦ.
|
14
Διὰ νὰ σᾶς εὔρῃ δὲ ὁ
Κύριος ἑτοίμους, δὲν ἀρκεῖ νὰ
εἶσθε μόνον προνοητικοὶ καὶ φρόνιμοι,
ἀλλὰ καὶ δραστήριοι καὶ ἐπιμελεῖς·
διότι ὅπως ἔνας ἄνθρωπος, ποὺ πρόκειται
νὰ ταξιδεύσῃ, ἐκάλεσε τοὺς δούλους
του καὶ τοὺς παρέδωκε τὰ ὑπάρχοντα
του, διὰ νὰ ζητήσῃ ἐν καιρῷ
ἀπὸ αὐτοὺς λογαριασμὸν περὶ
τῆς διαχειρίσεως των, ἔτσι θὰ εἶναι
ὁμοῖα καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν
καὶ ἡ κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις, ποὺ
θὰ κάμῃ ὁ Κύριος.
|
15
καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα,
ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ
κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ
ἀπεδήμησεν εὐθέως.
|
15
Καὶ εἰς μὲν τὸν ἕνα ἔδωκε
πέντε τάλαντα, εἰς τὸν ἄλλον
δύο, εἰς τὸν τρίτον ἕνα, σύμφωνα
μὲ τὴν ἱκανότητά ποὺ εἶχε
ὁ καθένας. Καὶ ἀμέσως ἐταξίδευσε
εἰς μακρυνὴν χώραν.
|
15
Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ αὐτὸς ἔδωκεν
εἰς ἄλλον μὲν πέντε τάλαντα, εἰς
ἄλλον δὲ δύο, εἰς ἄλλον δὲ
ἕν· εἰς ἕκαστον ἔδωκε σύμφωνα
μὲ τὴν ἱκανότητα, ποὺ εἶχε
νὰ ἐμπορευθῇ τὰ ὅσα θὰ
τοῦ ἔδιδε. Καὶ ἐταξίδευσεν ἀμέσως.
(Μὲ ἄλλας λέξεις ὁ Θεὸς ἐπροίκισε
μὲ διάφορα χαρίσματα ἕκαστον ἄνθρωπον,
διὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσῃ εἰς
τὸ ἀγαθὸν καὶ πρὸς ὠφέλειαν
τοῦ πλησίον).
|
16
Πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα
λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς
καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα.
|
16
Ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ
πέντε τάλαντα, ἐπῆγε εἰργάσθη
μὲ αὐτὰ καὶ ἐκέρδησε
ἄλλα πέντε τάλαντα.
|
16
Ἀφοῦ δὲ ἐπῆγεν ἐκεῖνος,
ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, εἰργάσθη
μὲ αὐτὰ καὶ ἐκέρδησεν
ἄλλα πέντε τάλαντα.
|
17
Ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο
ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα
δύο.
|
17
Τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος ποὺ
εἶχε τὰ δύο, ἐκέρδησε ἄλλα
δύο.
|
17
Τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
ἐπῆρε τὰ δύο τάλαντα, ἐκέρδησεν
ἄλλα δύο. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ
δοῦλοι ἐχρησιμοποίησαν μὲ ἴσον βαθμὸν
καλῆς προαιρέσεως καὶ ζήλου τὰς ἱκανότητας
καὶ τὰ χαρίσματα, ποὺ τοὺς ἔδωκεν
ὁ Θεὸς πρὸς δόξαν αὐτοὺ καὶ
ὡφέλειαν τοῦ πλησίον.
|
18
Ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν
ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε
τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ.
|
18
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἐπῆρε
τὸ ἕνα τάλαντον, ἐπῆγε, ἔσκαψε
εἰς τὴν γῆν καὶ ἔκρυψε ἐκεῖ
τὰ χρήματα τοῦ κυρίου του. (Δὲν
ἦτο κλέπτῃς καὶ καταχραστής,
ἀλλὰ ἀμελὴς καὶ πονηρός.
Δὲν κατησώτευσε τὸ τάλαντον, ἀλλὰ
τὸ ἀφῆκε ἀχρησιμοποίητον, πρᾶγμα
ποὺ φανερώνει ἀσέβειαν καὶ ἀπείθειαν
πρὸς τὸν κύριόν του).
|
18
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐπῆρε
τὸ ἕνα τάλαντον, ἐπῆγε καὶ ἔσκαψεν
εἰς τὴν γῆν καὶ ἔκρυψεν ἐκεῖ
τὸ χρῆμα τοῦ κυρίου του. Δὲν κατεχράσθη
δηλαδὴ τὸ τάλαντον, ἀλλ’ ἔδειξεν ἀμέλειαν
καὶ δὲν εἰργάσθη νὰ τὸ ἐπαυξήσῃ.
|
19
Μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται
ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων
καὶ συναίρει μετ' αὐτῶν λόγον.
|
19
Ὕστερα ἀπὸ πολὺν χρόνον, ἦλθε
ὁ κύριος ἐκείνων τῶν δούλων
καὶ ἐζήτησε ἀπὸ αὐτοὺς
λογαριασμόν.
|
19
Ὕστερα δὲ ἀπὸ πολὺν χρόνον ἦλθεν
ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ ἐλογαριάσθη
μαζί τους.
|
20
Καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα
λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα
λέγων· κύριε,
πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας·
ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα
ἐπ' αὐτοῖς.
|
20
Καὶ προσελθὼν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
εἶχε πάρει τὰ πέντε τάλαντα
ἐπρόσφερε καὶ ἄλλα πέντε τάλαντα
λέγων· <Κύριε, πέντε τάλαντα
μοῦ παρέδωκες. ᾿Ιδοὺ ἄλλα πέντε
τάλαντα ἐκέρδησα μὲ αὐτά>.
|
20
Καὶ ἀφοῦ προσῆλθεν ἐκεῖνος,
ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, ἐπρόσφερεν
ἄλλα πέντε τάλαντα καὶ εἶπε· Κύριε,
πέντε τάλαντα μοῦ παρέδωκες. Ἰδού, ἄλλα
πέντε τάλαντα ἐκέρδησα μὲ αὐτά.
|
21
Ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ·
εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!
᾿Επὶ ὀλίγα ἦς πιστός,
ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω·
εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ
κυρίου σου.
|
21
Τότε εἶπε ὁ κύριος αὐτοῦ·
<Εὖγε δοῦλε, ἀγαθὲ καὶ
πιστέ! Εἰς ὀλίγα ὑπῆρξες
πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω.
Εἴσελθε διὰ νὰ λάβῃς μέρος
εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου>.
|
21
Εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος του·
Εὖγε, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!
Εἰς ὀλίγα ἤσουν πιστός, εἰς πολλὰ
θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Ἔμβα μέσα διὰ
νὰ ἀπολαύσῃς τὴν αὐτὴν
χαρὰν μὲ τὸν κύριον σου. Ἀφοῦ
ἐφάνης πιστὸς εἰς τὰ πέντε τάλαντα,
ἐλθὲ νὰ γίνῃς συγκύριος εἰς
τὴν μεγάλην περιουσίαν μου. Ἐλθὲ νὰ
ἀπολαύσῃς τὴν ἀπεριόριστον μακαριότητα
τοῦ οὐρανοῦ. |
22
Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο
τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο
τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε
ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα
ἐπ' αὐτοῖς.
|
22
Προσελθὼν δὲ καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ εἶχε λάβει τὰ δύο τάλαντα,
εἶπε· <Κύριε, δύο τάλαντα
μοῦ παρέδωκες· ἰδοὺ ἄλλα
δύο ἐκέρδησα ἐπάνω εἰς
αὐτά>.
|
22
Πρόσηλθε δὲ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
ἐπῆρε τὰ δύο τάλαντα καὶ εἶπε·
Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωκες. Νά, ἄλλα δύο
τάλαντα ἐκέρδησα μὲ αὐτά.
|
23
Ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ·
εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!
᾿Επὶ ὀλίγα ἦς πιστός,
ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω·
εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου
σου.
|
23
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ
Κύριός του· <Εὖγε, δοῦλε
ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Εἰς ὀλίγα
ὑπῆρξες πιστός, εἰς πολλὰ
θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Ἔλα καὶ
σὺ μέσα, διὰ νὰ ἀπολαύσῃς
τὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου σου>.
|
23
Εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος του·
Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ! Εἰς
ὀλίγα ἤσουν πιστός, εἰς πολλὰ θὰ
σὲ ἐγκαταστήσω. Ἔμβα καὶ σὺ
μέσα νὰ ἀπολαύσῃς τὴν χαρὰν
τοῦ κυρίου σου.
|
24
Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν
τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε,
ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος,
θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ
συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας·
|
24
Προσῆλθε δὲ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
εἶχε λάβει τὸ ἕνα τάλαντο, καὶ
εἶπε· <Κύριε, σὲ ἐγνώρισα
ὅτι εἶσαι σκληρὸς ἄνθρωπος, ποὺ
θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔσπειρες
καὶ μαζεύεις ἀπὸ ἐκεῖ
ὅπου δὲν ἐσκόρπισες.
|
24
Προσῆλθε δὲ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντον καὶ εἶπε·
Κύριε, σὲ ἐγνώρισα, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος
σκληρός, ποὺ θερίζεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν
ἔσπειρες, καὶ μαζεύεις εἰς τὴν ἀποθήκην
σου ἀπ’ ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισες
καὶ δὲν ἐλίχνισες τὸ ἁλωνισμένον.
|
25
Καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα
τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ·
ἴδε ἔχεις τὸ σόν.
|
25
Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθηκα, ἐπῆγα
καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου μέσα
εἰς τὴν γῆν. Ἰδοὺ ἔχεις
αὐτὸ ποὺ σοῦ ἀνήκει>.
|
25
Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθην, ἐπῆγα
καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου μέσα εἰς
τὴν γῆν. Νά, ἔχεις τὸ ἰδικόν
σου.
|
26
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ
εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε
καὶ ὀκνηρέ! Ἤδεις ὅτι θερίζω
ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω
ὅθεν οὐ διεσκόρπισα!
|
26
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Κύριος αὐτοῦ
τοῦ εἶπε· <δοῦλε πονηρὲ καὶ
ὀκνηρέ! Ἐγνώριζες ὅτι ἐγὼ
θερίζω ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔσπειρα
καὶ μαζεύω ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου
δὲν ἐσκόρπισα.
|
26
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ κύριος του καὶ εἶπεν
εἰς αὐτόν· κακὲ καὶ τεμπέλη δοῦλε!
Ἐγνώριζες, ὅτι θερίζω ἐκεῖ, ὅπου
δὲν ἔσπειρα, καὶ συνάγω ἀπ’ ἐκεῖ,
ὅπου δὲν ἐσκόρπισα εἰς τὸ ἁλῶνι
διὰ νὰ λιχνισθῇ εἰς τὸν ἀέρα.
|
27
Ἔδει οὖν σὲ βαλεῖν τὸ ἀργύριόν
μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν
ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν
σὺν τόκῳ.
|
27
Ἔπρεπε λοιπὸν σὺ νὰ καταθέσῃς
τὰ χρήματά μου εἰς τοὺς τραπεζίτας
καὶ ὅταν ἐγὼ θὰ ἐρχόμουν,
θὰ ἔπαιρνα μὲ τὸν τόκο του αὐτὸ
ποὺ εἶναι ἰδικόν μου. |
27
Ἔπρεπε λοιπὸν σὺ νὰ καταθέσῃς
τὸ χρῆμα μου εἰς τοὺς τραπεζίτας,
καὶ ὅταν θὰ ἠρχόμην ἐγώ, θὰ
ἔπαιρνα μὲ τόκον αὐτό, ποὺ μοῦ
ἀνῆκει. |
28
Ἄρατε οὖν ἀπ' αὐτοῦ τὸ
τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι
τὰ δέκα τάλαντα. |
28
Πάρτε, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὸν
τὸ τάλαντον καὶ δῶστε το εἰς
ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα
τάλαντα.
|
28
Πάρετε λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸν τὸ
τάλαντον καὶ δώσατέ το εἰς ἐκεῖνον,
ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα.
|
29
Τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται
καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ
τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει
ἀρθήσεται ἀπ' αὐτοῦ.
|
29
Διότι εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος
μὲ τὴν ἐργασίαν καὶ τὴν
τιμιότητά του ἔχει αὐξήσει
αὐτὸ ποὺ τοῦ ἐδόθη, θὰ
τοῦ δοθοῦν καὶ ἄλλα πολλὰ μὲ
τὸ παραπάνω. Ἀπὸ ἐκεῖνον
δὲ ποὺ τοῦ ἐδόθησαν μὲν
χαρίσματα, ἀλλὰ δὲν τὰ ἐκαλλιέργησε,
θὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ, καὶ αὐτὸ
ποὺ τοῦ ἐδόθη.
|
29
Διότι εἰς καθένα, ποὺ ἔχει καὶ ηὔξησε
μὲ ἐπιμέλειαν καὶ ζῆλον ἐκεῖνο
ποὺ τοῦ ἐδόθη, θὰ τοῦ δοθοῦν
καὶ ἄλλα καὶ θὰ περισσεύσουν. Ἀπ’
ἐκεῖνον δέ, ποὺ τοῦ ἐδόθησαν
μὲν χαρίσματα, ἀλλὰ τὰ παρημέλησε
καὶ δὲν τὰ εἰργάσθη, ὥστε νὰ
ἔχῃ καὶ αὐτὸς κάτι μὲ
τὴν ἰδικήν του ἐργασίαν, καὶ αὐτὸ
τὸ ὀλίγον ποὺ τοῦ ἐδόθη καὶ
τὸ ἀφῆκεν ἀκαλλιέργητον, θὰ
τοῦ τὸ πάρουν. |
30
Καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε
εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον·
ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ
βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. |
30
Καὶ τὸν ἄχρηστον αὐτὸν πονηρὸν
δοῦλον βγάλτε τον ἀπὸ ἐδῶ
καὶ ρίξτε τον εἰς τὸ πυκνὸ σκοτάδι
τῆς κολάσεως· ἐκεῖ θὰ εἶναι
ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ τριγμὸς τῶν
ὀδόντων>. |
30
Καὶ τὸν ἄχρηστον δοῦλον βγάλατέ τον
ἀπ’ ἐδῶ, καὶ ρίψατέ τον εἰς
τὸ πιὸ ἀπομονωμένον καὶ ἀπομακρυσμένον
ἀπὸ τὴν βασιλείαν μου σκοτάδι. Ἐκεῖ
θὰ εἶναι τὸ κλάψιμον καὶ τὸ
τρίξιμον τῶν δοντιῶν. |
31
Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ
αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι
ἄγγελοι μετ' αὐτοῦ, τότε καθίσει
ἐπὶ θρόνου δόξῃς αὐτοῦ,
|
31
Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλην τὴν
δόξαν αὐτοῦ καὶ μαζῆ μὲ
αὐτὸν ὅλοι οἱ ἄγγελοί
του, τότε θὰ καθίσῃ εἰς τὸν
θρόνον του, τὸν λαμπρὸν καὶ ἔνδοξον.
|
31
Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν δόξαν του καὶ
ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι θὰ εἶναι
μαζί του, τότε θὰ καθήσῃ εἰς θρόνον ἕνδοξον
καὶ λαμπρόν. |
32
καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ
πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ
αὐτοὺς ἀπ' ἀλλήλων ὥσπερ
ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα
ἀπὸ τῶν ἐρίφων, |
32
Καὶ θὰ συναχθοῦν ἐμπρός του
ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς ἀπὸ
τῆς δημιουργίας τοῦ Ἀδὰμ μέχρι
τῆς συντελείας τοῦ κόσμου καὶ
θὰ χωρίσῃ αὐτοὺς μεταξύ
των μὲ ὅσην εὐκολίαν χωρίζει
ὁ ποιμὴν τὰ πρόβατα ἀπὸ
τὰ ἐρίφια.
|
32
Καὶ θὰ συναχθοῦν ἐμπρός του ὅλα
τὰ ἔθνη, ὅλοι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι,
ποὺ ἔζησαν ἀπ’ ἀρχῆς τῆς
δημιουργίας μέχρι τέλους τοῦ κόσμου, καὶ θὰ
χωρίσῃ αὐτοὺς τὸν ἕνα ἀπὸ
τὸν ἄλλον, καθὼς καὶ ὁ ποιμὴν
χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια.
|
33
καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ
δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια
ἐξ εὐωνύμων.
|
33
Καὶ θὰ θέσῃ τὰ μὲν πρόβατα
εἰς τὰ δεξιά του τὰ δὲ ἐρίφια
εἰς τὰ ἀριστερά.
|
33
Καὶ θὰ στήσῃ τοὺς μὲν δικαίους,
ποὺ εἶναι ἥμεροι σὰν τὰ πρόβατα,
εἰς τὰ δεξιά του, τοὺς δὲ ἁμαρτωλούς,
ποὺ εἶναι ἀτίθασοι καὶ ἄτακτοι
σὰν τὰ γίδια, εἰς τὰ ἀριστερά
του. |
34
Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς
ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε
οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου,
κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν
βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. |
34
Τότε θὰ στραφῇ ὁ βασιλεὺς εἰς
ἐκείνους ποὺ θὰ εὑρίσκωνται
εἰς τὰ δεξιά του καὶ θὰ πῇ·
<ἐλᾶτε σεῖς οἱ εὐλογημένοι
τοῦ Πατρός μου καὶ κληρονομήσατε τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἡ ὁποία
ἔχει ἐτοιμασθῆ για σᾶς ἀπὸ
τότε ποὺ ἐθεμελιώνετο ὁ κόσμος.
|
34
Τότε θὰ εἶπῃ ὁ βασιλεὺς εἰς
ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὰ
δεξιά του· Ἐλᾶτε σεῖς, ποὺ εἶσθε
εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, λάβετε
ὡς κληρονομίαν τὴν βασιλείαν, ποὺ ἔχει
ἐτοιμασθῇ διὰ σᾶς, ἀφ’ ὅτου
ἐθεμελιώνετο ὁ κόσμος. |
35
Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ
μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ
μέ, ξένος ἥμην, καὶ συνηγάγετέ
με, |
35
Διότι ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώσατε
νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ μὲ
ἐποτίσατε, ἤμουν ξένος ποὺ δὲν
εἶχα τόπον νὰ μείνω, καὶ μὲ
ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι σας.
|
35
Σᾶς ἀνήκει δὲ ἡ κληρονομία αὐτή,
διότι ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώκατε νὰ
φάγω, ἤμουν διψασμένος καὶ μὲ ἐποτίσατε,
ξένος ἤμουν καὶ δὲν εἶχα ποὺ
νὰ μείνω καὶ μὲ ἐπεριμαζεύσατε εἰς
τὸ σπίτι σας, |
36
γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα,
καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ
ἥμην, καὶ ἤλθατε πρός με. |
36
Ἤμουν γυμνὸς καὶ μὲ ἐνεδύσατε,
ἀρρώστησα καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε,
εἰς τὴν φυλακὴν ἤμουν καὶ ἤλθατε
νὰ μὲ ἰδῆτε>.
|
36
γυμνὸς ἤμουν καὶ μὲ ἐνεδύσατε,
ἀρρώστησα καὶ μὲ ἐπεσκέφθητε, μέσα
εἰς φυλακὴν ἤμουν καὶ ἤλθατε
νὰ μὲ ἰδῆτε καὶ νὰ μὲ
παρηγορήσετε. |
37
Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ
δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε
σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν,
ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; |
37
Τότε θὰ ἀποκριθοῦν πρὸς αὐτὸν
οἱ δίκαιοι καὶ θὰ ποῦν·
< Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε πεινασμένον
καὶ σὲ ἐθρέψαμε ἢ διψασμένον
καὶ σοῦ ἐδώσαμε νερό;
|
37
Τότε θὰ ἀποκριθοῦν εἰς αὐτὸν
οἱ δίκαιοι καὶ θὰ εἶπουν· Κύριε,
πότε σὲ εἴδαμεν πεινασμένον καὶ σὲ
ἐθρέψαμεν, ἢ διψασμένον καὶ σοῦ ἐδώκαμεν
νὰ πίῃς;
|
38
Πότε δὲ σὲ εἴδαμεν ξένον καὶ
συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιβάλομεν;
|
38
Πότε δὲ σὲ εἴδαμεν ξένον καὶ
σὲ περιμαζέψαμε ἢ γυμνὸν καὶ
σὲ ἐνεδύσαμεν; |
38
Πότε δὲ σὲ εἴδαμεν ξένον καὶ σὲ
ἐπεριμαζεύσαμεν, ἢ γυμνὸν καὶ σὲ
ἐνεδύσαμεν; |
39
Πότε δὲ σὲ εἴδομεν ἀσθενῆ
ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός
σε; |
39
Πότε δὲ σὲ εἴδαμε ἀσθενῆ
ἢ φυλακισμένον καὶ ἤλθαμε εἰς
ἐπίσκεψίν σου;>
|
39
Πότε δὲ σὲ εἴδαμεν ἄρρωστον ἢ
φυλακισμένον καὶ ἤλθαμεν νὰ σὲ ἐπισκεφθῶμεν;
|
40
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ
αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ
τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων,
ἐμοὶ ἐποιήσατε. |
40
Καὶ θὰ ἀποκριθῇ εἰς αὐτοὺς
ὁ βασιλεύς· <Ἀληθινὰ σᾶς
λέγω, κάθε τί ποὺ ἐκάματε,
διὰ νὰ ἐξυπηρετήσετε ἕνα ἀπὸ
τοὺς ἀδελφούς μου, ποὺ φαίνονται
ἄσημοι καὶ ἐλάχιστοι μέσα εἰς
τὴν κοινωνίαν, τὸ ἐκάματε εἰς
ἐμέ> (Ὁ Χριστός, ὁ βασιλεύς,
ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ
ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
τοὺς πάσχοντας, τοὺς πτωχοὺς καὶ
γυμνούς, αὐτοὺς τοὺς ὁποίους
οἱ ματαιόδοξοι καὶ ὑπερήφανοι
περιφρονοῦν, τοὺς θεωρεῖ ἀδελφούς
του, τέκνα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς
καὶ τοὺς περιβάλλει μὲ ὅλην
του τὴν ἀγάπην. Δι'αὐτὸ καὶ
κάθε βοήθειαν ποὺ τοὺς προσφέρεται
τὴν θεωρεῖ ὡς προσφερομένην εἰς
αὐτὸν τὸν ἴδιον).
|
40
Καὶ θὰ ἀποκριθῇ ὁ βασιλεὺς
καὶ θὰ τοὺς εἶπῃ· Ἀληθινὰ
σᾶς λέγω, ὅτι κάθε τι ποὺ ἐκάματε
εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς
αὐτοὺς ἀδελφούς μου, ποὺ ἐφαίνοντο
ἄσημοι καὶ πολὺ μικροί, τὸ ἐκάματε
εἰς ἐμέ. |
41
Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ
εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ' ἐμοῦ
οἱ καταράμενοι εἰς τὸ πῦρ τὸ
αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ
διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις
αὐτοῦ. |
41
Τότε θὰ πῇ καὶ εἰς ἐκείνους,
ποὺ στέκονται εἰς τὰ ἀριστερά
του· <φύγετε μακρυὰ ἀπὸ ἐμὲ
σεῖς οἱ καταράμενοι καὶ πηγαίνετε
εἰς τὸ αἰώνιον πῦρ, ποὺ
ἔχει ἐτοιμασθῆ διὰ τὸν διάβολον
καὶ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους του.
|
41
Τότε θὰ εἴπῃ καὶ εἰς ἐκείνους,
ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὰ ἀριστερά
του· Σεῖς ποὺ ἀπὸ τὰ ἔργα
σας ἐγίνατε καταραμένοι, πηγαίνετε μακρὰν ἀπὸ
ἐμὲ εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον,
ποὺ ἔχει ἐτοιμασθῆ διὰ τὸν
διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους του.
|
42
Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ
μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ
ἐποτίσατέ με, |
42
Διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ
ἐδώσατε νὰ φάγω, ἐδίψασα
καὶ δὲν μὲ ἐποτίσατε.
|
42
Διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκατε
νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ δὲν μὲ
ἐποτίσατε, |
43
ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγατέ
με, γυμνός, καὶ οὐ περιβάλετέ
με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ
οὒκ ἐπεσκέψασθέ με. |
43
Ξένος ἤμουν καὶ δὲν μὲ ἐπήρατε
εἰς τὸ σπίτι σας, γυμνὸς καὶ
δὲν μὲ ἐνεδύσατε, ἄρρωστος καὶ
φυλακισμένος καὶ δὲν μὲ ἐπισκεφθήκατε>.
|
43
ξένος ἤμουν καὶ δὲν μὲ ἐπεριμαζεύσατε
πρὸς φιλοξενίαν, γυμνὸς καὶ δὲν μὲ
ἐνεδύσατε, ἄρρωστος ἤμουν καὶ μέσα
εἰς τὴν φυλακὴν καὶ δὲν μὲ
ἐπεσκέφθητε. |
44
Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ
αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε
σὲ εἴδομεν πεινῶντα, ἢ διψῶντα
ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ
ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσομέν
σοι; |
44
Τότε θὰ ἀποκριθοῦν καὶ αὐτοὶ
λέγοντες, <Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε
πεινασμένο ἢ διψασμένον ἢ ξένον
ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ φυλακισμένον
καὶ δὲν σὲ ὑπηρετήσαμεν;>
|
44
Τότε θὰ τοῦ ἀποκριθοῦν καὶ αὐτοὶ
καὶ θὰ εἶπουν· Κύριε, πότε σὲ
εἴδαμεν νὰ πεινᾷς ἢ νὰ διψᾷς
ἢ νὰ εἶσαι ξένος ἢ γυμνὸς ἢ
ἀσθενῇς ἢ μέσα εὶς φυλακὴν καὶ
δὲν σὲ ὑπηρετήσαμεν; |
45
Τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων·
ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ' ὅσον
οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων
τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ
ἐποιήσατε. |
45
Τότε θὰ ἀποκριθῇ εἰς αὐτοὺς
καὶ θὰ εἴπῃ· <ἀλήθεια
σᾶς λέγω· ἐφ' ὅσον δὲν
ἐκάματε τὰ καλὰ αὐτὰ εἰς
ἕνα ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ὁ
κόσμος θεωρεῖ πολὺ μικρούς, οὔτε
εἰς ἐμὲ ἐκάματε>.
|
45
Τότε θὰ τοὺς ἀποκριθῇ καὶ θὰ
εἶπη· Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, κάθε
τι ποὺ δὲν ἐκάματε εἰς ἕνα ἀπὸ
αὐτούς, τοὺς ὁποίους ὁ κόσμος ἐθεώρει
πολὺ μικρούς, οὔτε εἰς ἐμὲ τὸ
ἐκάματε. |
46
Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν
αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς
ζωὴν αἰώνιον. |
46
Καὶ θὰ ἀπέλθουν αὐτοὶ
μὲν εἰς τὴν αἰωνίαν κόλασιν
μαζῆ μὲ τὸν διάβολον, οἱ δὲ
δίκαιοι εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν
μαζῆ μὲ τὸν Θεόν. (Ἔτσι ἡ
δικαία κρίσις θὰ ἔχῃ γίνει,
τὸ δίκαιον θὰ ἀποδοθῇ καὶ
ἡ ἀσάλευτος ἀποκατάστασις θὰ
πραγματοποιηθῇ).
|
46
Καὶ θὰ ἀπέλθουν αὐτοὶ εἰς
κόλασιν, ποὺ δὲν θὰ ἔχῃ τέλος,
ἀλλὰ θὰ εἶναι αἰώνια, οἱ
δὲ δίκαιοι θὰ μεταβοῦν διὰ νὰ
ἀπολαύσουν ζωὴν αἰώνιον. |