Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
αὶ
ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ
Ἰησοῦς πάντας τοὺς λόγους
τούτους εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ·
|
αὶ
ὅταν ἐτελείωσε ὁ Ἰησοῦς
ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους,
εἶπε πρὸς τοὺς μαθητάς του·
|
αὶ
συνέβη, ὅταν ἐτελείωσεν ὁ Ἰησοῦς
ὅλους τοὺς λόγους αὐτούς, εἶπεν
εἰς τοὺς μαθητάς του·
|
2
οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας
τὸ πάσχα γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς
τὸ σταυρωθῆναι.
|
2
<γνωρίζετε ὅτι ἔπειτα ἀπὸ
δύο ἡμέρας γίνεται ἡ ἑορτὴ
τοῦ πάσχα καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῇ διὰ
νὰ σταυρωθῇ>.
|
2
Ξεύρετε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας γίνεται ἡ
ἑορτὴ τοῦ Πάσχα καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῇ διὰ
νὰ σταυρωθῇ.
|
3
Τότε συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι
τοῦ λαοῦ εἰς τὴν αὐλὴν
τοῦ ἀρχιερέως τοῦ λεγομένου
Καϊάφα,
|
3
Τότε οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
γραμματεῖς καὶ οἱ προεστοὶ τοῦ
λαοῦ, ποὺ συμμετεῖχαν εἰς τὸ
Μεγάλο Συνέδριον, συγκεντρώθηκαν εἰς
τὴν οἰκίαν τοῦ ἀρχιερέως,
ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Καϊάφας.
|
3
Τότε ἐμαζεύθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ
οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ προεστοὶ
τοῦ λαοῦ εἰς τὸ μέγαρον τοῦ
ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο
Καϊάφας.
|
4
καὶ συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῦν
δόλῳ κρατήσωσι καὶ ἀποκτείνωσιν.
|
4
Καὶ κατόπιν συσκέψεως ἀπεφάσισαν
ὁμοφώνως νὰ συλλάβουν μὲ δόλον
τὸν Ἰησοῦν καὶ νὰ τὸν
φονεύσουν.
|
4
Καὶ συναπεφάσισαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦν
μὲ δόλον καὶ νὰ τὸν φονεύσουν.
|
5
Ἔλεγον δέ· μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ,
ἵνα μὴ θόρυβος γένηται ἐν
τῷ λαῷ.
|
5
Εἶπαν δὲ μεταξύ των, νὰ μὴ
τὸν συλλάβουν κατὰ τὴν ἑορτὴν
τοῦ πάσχα, διὰ νὰ μὴ γίνῃ
θόρυβος καὶ ἀναταραχὴ εἰς
τὸν λαόν.
|
5
Ἔλεγον δέ· Νὰ μὴ γίνῃ τοῦτο
κατὰ τὴν ἑορτήν, διὰ νὰ μὴ
προκληθῇ ταραχὴ εἰς τὸν λαόν.
|
6
Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου ἐν
Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος
τοῦ λεπροῦ,
|
6
Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἦλθε
εἰς τὴν Βηθανίαν, εἰς τὴν
οἰκίαν Σίμωνος τοῦ λεπροῦ,
|
6
Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦλθεν
εἰς τὴν Βηθανίαν εἰς τὴν οἰκίαν
Σίμωνος τοῦ λεπροῦ,
|
7
προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον
μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν
ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ
ἀνακειμένου.
|
7
προσῆλθε εἰς αὐτὸν μία γυναίκα
μὲ ἕνα δοχεῖον ἀπὸ ἀλάβαστρον
γεμᾶτο ἀπὸ μύρον πολύτιμον
καὶ ἔχυνε αὐτὸ ἄφθονον εἰς
τὴν κεφαλήν του, καθὼς αὐτὸς
εἶχε καθίσει εἰς τὴν τράπεζαν
τοῦ φαγητοῦ.
|
7
προσῆλθε πρὸς αὐτὸν μία γυναῖκα,
ποὺ ἐκράτει ἀγγεῖον ἀπὸ
ἀλάβαστρον γεμᾶτο μύρον πολὺ ἀκριβὸν
καὶ περιέχυνε τοῦτο εἰς τὴν κεφαλήν
του, ἐνῷ ἦτο γερμένος εἰς τὸ
τραπέζι.
|
8
Ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἠγανάκτησαν λέγοντες· εἰς τί
ἡ ἀπώλεια αὕτη;
|
8
Οἱ δὲ μαθηταί, ὅταν εἶδαν
τοῦτο, ἠγανάκτησαν καὶ ἔλεγαν·
<διατὶ χάνεται ματαίως τὸ πολύτιμον
αὐτὸ μύρον;
|
8
Ὅταν δὲ εἶδαν τοῦτο οἱ μαθηταί,
ἠγανάκτησαν καὶ ἔλεγαν· Διατὶ
νὰ γίνῃ αὐτὴ ἡ ἄσκοπος
καὶ χαμένη σπατάλη τοῦ πολυτίμου αὐτοῦ
μύρου;
|
9
Ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον
πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι τοῖς
πτωχοῖς.
|
9
Διότι θὰ ἠμποροῦσε αὐτὸ
νὰ πωληθῇ ἀντὶ πολλῶν χρημάτων
καὶ νὰ δοθῇ τὸ ἀντίτιμον
εἰς τοὺς φτωχούς>.
|
9
Διότι μποροῦσε τὸ μύρον αὐτὸ νὰ
πωληθῇ ἀκριβὰ καὶ τὸ ἀντίτιμόν
του νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς.
|
10
Γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν
αὐτοῖς· τί κόπους παρέχετε
τῇ γυναικί; Ἔργον γὰρ καλὸν
εἰργάσατο εἰς ἐμέ.
|
10
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἀντελήφθη
τὴν δυσφορίαν των καὶ τοὺς εἶπε·
<διατὶ στενοχωρεῖτε τὴν γυναῖκα;
Διότι αὐτὴ ἔκαμε εἰς ἐμὲ
ἕνα καλὸν καὶ ἀξιέπαινον ἔργον.
|
10
Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη τοῦτο
καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Διατὶ
ἐνοχλεῖτε τὴν γυναῖκα; Μὴ
τὴν πικραίνετε. Διότι ἔργον καλὸν ἔκαμεν
εἰς ἐμέ. Τὸ ἔργον αὐτὸ
εἶναι διὰ τὴν παροῦσαν περίστασιν
προτιμότερον καὶ ἀπὸ αὐτὴν
τὴν ἐλεημοσύνην καὶ συνδρομὴν τῶν
πτωχῶν.
|
11
Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε
μεθ' ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ
πάντοτε ἔχετε.
|
11
Διότι τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε
πάντοτε μαζῆ σας καὶ ἠμπορεῖτε,
ὁπόταν θέλετε νὰ τοὺς βοηθῆτε,
ἐμὲ ὅμως δὲν θὰ μὲ ἔχετε
πάντοτε μαζῆ σας.
|
11
Διότι τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε
μαζί σας καὶ μπορεῖτε ὀποτεδήποτε νὰ
τοὺς εὐεργετήσετε. Ἐμὲ ὅμως
δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε. Καὶ δι’ αὐτὸ
μὴ ἐνοχλεῖτε τὴν γυναῖκα δι’
αὐτό,ποὺ ἔκαμε.
|
12
Βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον
τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός
μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι μὲ
ἐποίησεν.
|
12
Διότι αὐτὴ ἡ γυναῖκα, ποὺ
ἔχυσε τὸ μύρον τοῦτο εἰς τὸ
σῶμα μου, τὸ ἔκαμε σὰν προετοιμασίαν
διὰ τὸν ἐνταφιασμόν μου.
|
12
Διότι ὅταν αὐτὴ ἔχυσε τὸ μύρον
τοῦτο εἰς τὸ σῶμά μου, τὸ
ἔκαμε διὰ νὰ μὲ ἑτοιμάσῃ
πρὸς ταφήν.
|
13
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου
ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον
τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ,
λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν
αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς.
|
13
Σᾶς διαβεβαιώνω δέ, ὅτι ὀπουδήποτε
καὶ ἂν κυρηχθῇ τὸ εὐαγγέλιον
τοῦτο-καὶ θὰ κηρυχθῇ εἰς ὅλον
τὸν κόσμον-θὰ διαλαληθῇ ἐπίσης
καὶ αὐτὸ ποὺ ἔκαμε σήμερον
αὐτὴ εἰς ἀλησμόνητον ἀνάμνησίν
της>. (Κάθε προσφορά, ποὺ γίνεται
πρὸς τὸν Κύριον ἀπὸ εὐλαβῇ
καὶ ἀφωσιωμένην καρδίαν, ἀποκτᾷ
αἰωνίαν ἀξίαν).
|
13
Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὁπουδήποτε καὶ
ἂν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον αὐτό,
τὸ ὁποῖον κηρύττω καὶ σᾶς
παρέδωκα, εἰς ὅλον τὸν κόσμον δηλαδή,
θὰ διαλαληθῇ καὶ αὐτὸ ποὺ
ἔκαμεν αὐτή, διὰ νὰ παραμένῃ
ἀλησμόνητος ἡ μνήμη τῆς γυναικὸς
αὐτῆς.
|
14
Τότε πορευθεὶς εἷς τῶν δώδεκα,
ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης,
πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπε·
|
14
Τότε ἔνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα,
ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης,
ἐπῆγε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς
καὶ εἶπε·
|
14
Τότε ἐπῆγεν ἕνας ἀπὸ τοὺς
δώδεκα, αὐτὸς ποὺ ἐλέγετο Ἰούδας
Ἰσκαριώτης, εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς
καὶ εἶπε·
|
15
τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ
ἐγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν;
Οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα
ἀργύρια.
|
15
<τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε
καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς τὸν παραδώσω;>
Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ ἐμέτρησαν
τριάκοντα ἀργυρᾶ νομίσματα.
|
15
τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε καὶ ἐγὼ
θὰ σᾶς τὸν παραδώσω; Αὐτοὶ
δὲ τοῦ ἐζύγισαν καὶ τοῦ παρέδωκαν
ἄργυρον βάρους τριάκοντα διδράχμων, ἀξίας περίπου
ὀγδοήκοντα πέντε χρυσῶν δραχμῶν.
|
16
Καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτει
εὐκαιρίαν ἵνα αὐτὸν παραδῷ.
|
16
Καὶ ἀπὸ τότε ἐζητοῦσε
εὐκαιρίαν, διὰ νὰ τὸν παραδώσῃ
(σύμφωνα μὲ τὰς ὁδηγίας τῶν
ἀρχιερέων).
|
16
Καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν
διὰ νὰ τὸν παραδώσῃ.
|
17
Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων
προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ
λέγοντες αὐτῷ· ποῦ θέλεις
ἐτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ
πάσχα;
|
17
Κατὰ δὲ τὴν παραμονὴν τοῦ
πάσχα, ἡ ὁποία ἐλέγετο
καὶ πρώτη ἡμέρα τοῦ πάσχα,
διότι ἐτοίμαζαν οἱ Ἑβραῖοι
τὰ ἄζυμα, ἦλθαν οἱ μαθηταὶ
πρὸς τὸν Ἰησοῦν λέγοντες·
<ποῦ θέλεις νὰ σοῦ ἐτοιμάσωμεν,
διὰ νὰ φάγῃς τὸ πάσχα;>
|
17
Κατὰ δὲ τὴν πρώτην ἀπὸ τὰς
ἑπτὰ ἡμέρας, ποὺ διήρκει ἡ
ἑορτὴ τῶν ἀζύμων ἢ τοῦ
Πάσχα, ἦλθαν οἱ μαθηταὶ εἰς τὸν
Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπαν·
Ποὺ θέλεις νὰ σοῦ ἐτοιμάσωμεν
νὰ φάγῃς τὸ Πάσχα;
|
18
Ὁ δὲ εἶπεν· ὑπάγετε εἰς
τὴν πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα καὶ
εἴπατε αὐτῷ· ὁ διδάσκαλος
λέγει, ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστι·
πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ
τῶν μαθητῶν μου.
|
18
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· <πηγαίνετε
εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα
καὶ εἰπέτε του· ὁ διδάσκαλος
λέγει: Ὁ καιρός μου διὰ νὰ τελειώσω
τὸ ἔργον μου πλησιάζει. Εἰς τὸ
σπίτι σου ἀπόψε, παραμονὴν τοῦ
ἑβραϊκοῦ πάσχα, θὰ ἑορτάσω
μαζῆ μὲ τοὺς μαθητάς μου τὸ
νέον πάσχα>.
|
18
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Πηγαίνετε
εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα
καὶ εἴπατέ του· ὁ διδάσκαλος λέγει·
Ὁ καιρὸς τοῦ πάθους μου πλησιάζει·
σκέπτομαι νὰ κάμω μὲ τοὺς μαθητάς μου εἰς
τὸ σπίτι σου τὸ καινούργιο Πάσχα καὶ ὅχι
ἐκεῖνο, ποὺ ἀπὸ αὔριον
τὸ βράδυ θὰ ἀρχίσουν νὰ ἐορτάζουν
οἱ Ἰουδαῖοι. |
19
Καὶ ἐποίησαν οἱ μαθηταὶ ὡς
συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς,
καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα.
|
19
Καὶ ἔκαμαν οἱ μαθηταί, ὅπως
ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶχε ὁδηγήσει
καὶ ἐτοίμασαν τὰ κατὰ τὸ
πάσχα.
|
19
Καὶ ἔκαμαν οἱ μαθηταί, καθὼς τοὺς
παρήγγειλεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐτοίμασαν
τὸ μέρος, ὅπου θὰ ἐγίνετο τὸ
Πάσχα.
|
20
Ὀψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο
μετὰ τῶν δώδεκα.
|
20
Ὅταν δὲ ἦλθε ἡ ἑσπέρα,
ὁ Κύριος μαζῆ μὲ τοὺς δώδεκα
ἐξάπλωσε κοντὰ εἰς τὸ τραπέζι
σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειαν ποὺ
εἶχαν τότε οἱ ἄνθρωποι νὰ κάθωνται
κατὰ τὸ φάγητον.
|
20
Ὅταν δὲ ἐβράδυασεν, ἦταν γερμένος
εἰς τὸ τραπέζι μὲ τοὺς δώδεκα.
|
21
Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν·
ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰς
ἐξ ὑμῶν παραδώσει με.
|
21
Καὶ καθὼς ἔτρωγαν εἶπε· <σᾶς
διαβεβαιώνω, ὅτι ἔνας ἀπὸ
σᾶς θὰ μὲ προδώσῃ>.
|
21
Καὶ ἐνῷ ἔτρωγον αὐτοί, εἶπε·
Μετὰ βεβαιότητος σᾶς λέγω, ὅτι ἕνας
ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσῃ
διὰ προδοσίας εἰς τοὺς ἐχθρούς μου.
|
22
Καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν
αὐτῷ ἕκαστος αὐτῶν· μήτι
ἐγώ εἰμι, Κύριε;
|
22
Ἐκεῖνοι ἐλυπήθηκαν πάρα πολὺ
καὶ ἤρχισαν νὰ λέγουν ὁ καθένας
διὰ τὸν ἑαυτόν του· <μήπως
εἶμαι ἐγώ, Κύριε;>
|
22
Καὶ μὲ λύπην πολλὴν ἤρχισαν νὰ
λέγουν εἰς αὐτὸν καθένας ἀπὸ
αὐτούς· μήπως εἶμαι ἐγώ, Κύριε;
|
23
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν·
ὁ ἐμβάψας μετ' ἐμοῦ ἐν
τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα, οὗτός
μὲ παραδώσει.
|
23
Ὁ δὲ Κύριος ἀπεκρίθη·
<Ἐκεῖνος ποὺ ἐβούτηξε μαζῆ
μου τὸ χέρι εἰς τὸν ζωμὸν
τοῦ πιάτου, αὐτὸς θὰ μὲ
παραδώσῃ.
|
23
Ὁ δὲ Κύριος ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν·
Ἐκεῖνος ποὺ ἐβούτηξε μαζί μου εἰς
τὸν ζωμὸν τῆς πιατέλλας τὸ χέρι, αὐτὸς
θὰ μὲ παραδώσῃ νὰ θανατωθῶ.
|
24
Ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ
αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ
ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι' οὗ
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται·
καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη
ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. |
24
Ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἀπέρχεται ἀπὸ τὴν ζωὴν
αὐτήν, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι
γραμμένο εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν
περὶ αὐτοῦ· ἀλλοίμονον
ὅμως εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον,
διὰ τοῦ ὁποίου ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται· προτιμότερον
θὰ ἦτο δι' αὐτὸν νὰ μὴ
εἶχε γεννηθῇ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος>.
|
24
Ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
φεύγει ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν, σύμφωνα
μὲ τάς προφητείας, ποὺ ἔχουν γραφῆ
περὶ αὐτοῦ. Ἀλλοίμονον ὅμως
εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ποὺ
γίνεται ὄργανον διὰ νὰ παραδοθῇ ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἦτο συμφερώτερον
δι’ αὐτὸν νὰ μὴν εἶχε γεννηθῇ
ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος.
|
25
Ἀποκριθεὶς δὲ Ἰούδας ὁ
παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· μήτι
ἐγὼ εἰμι, ραββί; Λέγει αὐτῷ·
σὺ εἶπας.
|
25
Ἔλαβε δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰούδας,
ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρέδωσε,
καὶ εἶπε· <μήπως εἶμαι ἐγώ,
διδάσκαλε;> Ἀπήντησε εἰς αὐτὸν
ὁ Ἰησοῦς· <Σὺ εἶπες,
ὅτι εἶσαι σύ>. (φράσις ποὺ
σημαίνει· Τὸ εἶπες μόνος σου,
ὅπως εἶπες, ἔτσι εἶναι· σὺ
πράγματι εἶσαι αὐτὸς ποὺ θὰ
μὲ παραδώσῃ).
|
25
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰούδας, ποὺ τὸν
παρέδωκε, καὶ εἶπε· Μήπως εἶμαι ἐγώ,
διδάσκαλε; Λέγει εἰς αὐτόν· Σὺ εἶπες,
ὅτι εἶσαι σύ.
|
26
Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν
ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ
εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου
τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· λάβετε
φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά
μου·
|
26
Ἐνῶ δὲ αὐτοὶ ἔτρωγαν,
ἐπῆρε ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον
καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν
ἔκοψε εἰς τεμάχια καὶ ἔδιδε
εἰς τοὺς μαθητὰς καὶ εἶπε·
<λάβετε φάγετε· τοῦτο εἶναι
τὸ σῶμα μου>.
|
26
Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἔτρωγον,
ἐπῆρεν εἰς τὰς χεῖρας του ὁ
Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ ἀφοῦ
ηὐχαρίστησε, τὸν ἔκοψεν εἰς τεμάχια
καὶ ἔδιδεν εἰς τοὺς μαθητὰς
καὶ εἶπε· Λάβετε, φάγετε, τοῦτο εἶναι
τὸ σῶμα μου. |
27
καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας
ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε
ἐξ αὐτοῦ πάντες·
|
27
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὸ ποτήριον
καὶ ηὐχαρίστησε ἔδωκε αὐτὸ
εἰς τοὺς μαθητὰς καὶ εἶπε·
<πίετε ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι,
|
27
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὸ ποτήριον
καὶ ηὐχαρίστησεν, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς
καὶ εἶπε· Πίετε ἀπὸ αὐτὸ
ὅλοι· |
28
τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά
μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ
περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. |
28
διότι τοῦτο εἶναι τὸ αἷμά
μου, μὲ τὸ ὁποῖον ἐπικυρώνεται
ἡ νέα διαθήκη καὶ τὸ ὁποῖον
χύνεται διὰ τὴν συγχώρησιν τῶν
ἁμαρτιῶν καὶ τὴν σωτηρίαν πολλῶν.
|
28
διότι αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα μου,
διὰ τοῦ ὁποίου ἐπικυροῦται ἡ
νέα Διαθήκη καὶ τὸ ὁποῖον χύνεται
πρὸς σωτηρίαν πολλῶν διὰ νὰ συγχωρηθοῦν
αἱ ἁμαρτίαι των. |
29
Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ
πίω ἀπ' ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ
γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς
ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ
πίνω μεθ' ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ
βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου.
|
29
Σᾶς λέγω δὲ ὅτι δὲν θὰ
ξαναπιῶ ἀπὸ τὸ προϊὸν αὐτὸ
τῆς ἀμπέλου ἀπὸ τὴν στιγμὴν
αὐτὴν καὶ μέχρι τῆς ἡμέρας
ἐκείνης, ὅταν εἰς τὴν ἀτελείωτον
χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Πατρός
μου θὰ τὸ πίνω μαζῆ σας νέον,
πνευματικὸν καὶ χαροποιόν>.
|
29
Σᾶς λέγω δέ, ὅτι ἀπὸ τώρα δὲν
θὰ ξαναπιῶ ἀπὸ τὸ προϊὸν
αὐτὸ καὶ γένημα τῆς ἀμπέλου
μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν εὐφραινόμενος
θὰ τὸ πίνω μαζί σας καὶ καινούργιο καὶ
πολὺ πιὸ χαρμόσυνον εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Πατρός μου. Ὁ μυστικὸς οὗτος δεῖπνος
δηλαδὴ εἶναι πρόγευμα τῆς τελείας κοινωνίας
καὶ ἑνώσεώς μας, ἡ ὁποία θὰ
πραγματοποιηθῇ ἐν ἀτελευτήτῳ εὐφροσύνη
καὶ χαρὰ εἰς τὴν μέλλουσαν ἐν
οὐρανοῦ βασιλείαν. |
30
Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς
τὸ ὅρος τῶν ἐλαιῶν. Τότε
λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· |
30
Καὶ ἀφοῦ ἔψαλαν ὕμνους, ἐξῆλθαν
εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν.
Τότε λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· |
30
Καὶ ἀφοῦ ἔψαλαν ὕμνον, ἐβγῆκαν
εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν.
Τότε λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
|
31
πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν
ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ·
γέγραπται γάρ, πατάξω τὸν ποιμένα,
καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα
τῆς ποίμνης· |
31
<ὅλοι σεῖς κατὰ τὴν νύκτα
αὐτὴν θὰ σκανδαλισθῆτε καὶ θὰ
κλονισθῇ ἡ πίστις σας πρὸς ἐμέ.
Διότι ἔτσι ἔχει γραφῆ εἰς τὴν
Παλαιὰν Διαθήκην· Μὲ τὴν ἰδικήν
μου συγκατάθεσιν θὰ κτυπηθῇ ὁ ποιμήν,
δηλαδὴ ἐγώ, καὶ θὰ διασκορπισθοῦν
τὰ πρόβατα τοῦ ποιμνίου, δηλαδὴ
σεῖς. |
31
Κατὰ τὴν νύκτα αὐτὴν ὅλοι σεῖς
θὰ κλονισθῆτε εἰς τὴν πρὸς ἐμὲ
πίστιν σας. Διότι ἔχει γραφῆ εἰς τὸν
Ζαχαρίαν· Θὰ ἐπιτρέψω ἐγὼ ὁ
Θεὸς καὶ Πατὴρ νὰ κτυπηθῇ καὶ
νὰ θανατωθῇ ὁ ποιμήν, ἤτοι ἐγὼ
ὁ Χριστός, καὶ θὰ διασκορπισθοῦν τὰ
πρόβατα τοῦ κοπαδιοῦ, τουτέστι σεῖς οἱ
μαθηταί μου. |
32
μετὰ δὲ τὸ ἐγερθῆναί με
προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
|
32
Ὅταν ὅμως ἀναστηθῶ, θὰ σᾶς
προϋπαντήσω εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ὅπου
καὶ θὰ συναντηθῶμεν>.
|
32
Ὅταν ὅμως ἀναστηθῶ, θὰ σᾶς
προλάβω εἰς τὴν Γαλιλαῖαν, ὅπου θὰ
ὑπάγω προτήτερα ἀπὸ σᾶς καὶ
θὰ σᾶς περιμένω, ἐκεῖ δὲ θὰ
συναντηθῶμεν πάλιν. |
33
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν
αὐτῷ· εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται
ἐν σοί, ἐγὼ δὲ οὐδέποτε
σκανδαλισθήσομαι.
|
33
Ὁ Πέτρος ὅμως ἀποκριθεὶς τοῦ
εἶπε· <ἐὰν ὅλοι θὰ σκανδαλισθοῦν
δ' ὅσα θὰ συμβοῦν εἰς σέ, ἐγὼ
ὅμως ποτὲ δὲν θὰ σκανδαλισθῶ>.
|
33
Ἀλλ’ ὁ Πέτρος ἀπεκρίθη καὶ εἶπε
πρὸς αὐτόν· Ἐὰν ὅλοι κλονισθοῦν
εἰς τὴν πρὸς σὲ πίστιν, ἐγὼ
ὅμως οὐδέποτε θὰ σκανδαλισθῶ.
|
34
Ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ
τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι
τρὶς ἀπαρνήσῃ με. |
34
Εἶπε εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
<σὲ διαβεβαιώνω, ὅτι αὐτὴν
τὴν νύκτα, πρὶν ὁ πετεινὸς λαλήσῃ,
σὺ θὰ ἔχῃς κλονισθῆ τόσον
πολύ, ὥστε τρεῖς φορὲς θὰ μὲ
ἔχῃς ἀρνηθῇ>. |
34
Εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
Ἐν πάσῃ ἀλήθεια σὲ βεβαιῶ, ὅτι
κατ’ αὐτὴν τὴν νύκτα προτοῦ νὰ
λαλήσῃ ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀρνηθῇς
τρεῖς φοράς. |
35
Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· κἂν
δέῃ με σὺν σοὶ ἀποθανεῖν,
οὐ μὴ σὲ ἀπαρνήσομαι. Ὁμοίως
δὲ καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ εἶπον. |
35
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος·
<καὶ ἂν ἀκόμη χρειασθῇ νὰ
ἀποθάνω μαζῆ σου, δὲν θὰ σὲ
ἀπαρνηθῶ>. Καὶ ὅλοι οἱ μαθηταὶ
τὰ ἴδια καὶ παρόμοια ἔλεγαν.
|
35
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος· Καὶ
ἂν ἀκόμῃ χρειασθῇ νὰ ἀποθάνω
ἐγὼ μαζί σου, κατ’ οὐδένα λόγον θὰ
σὲ ἀρνηθῶ. Παρόμοια δὲ εἶπον
καὶ ὅλοι οἱ μαθηταί. |
36
Τότε ἔρχεται μετ' αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς
εἰς χωρίον λεγόμενον Γεσθημανῆ, καὶ
λέγει τοῖς μαθηταῖς· καθίσατε
αὐτοῦ ἕως οὖ ἀπελθὼν προσεύξωμαι
ἐκεῖ. |
36
Τότε ἔρχεται μαζῆ μὲ αὐτοὺς
ὁ Ἰησοῦς εἰς μίαν περιοχήν,
ποὺ ἐλέγετο Γεθσημανῆ, καὶ λέγει
εἰς τοὺς μαθητάς· <καθῆστε
ἐδῶ καὶ περιμένετε, ἕως ὅτου
ὑπάγω καὶ προσευχηθῶ ἐκεῖ>.
|
36
Τότε ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται μαζὶ μὲ
αὐτοὺς εἰς κάποιο ἀγρόκτημα, ποὺ
ἐλέγετο Γεθσημανῆ, καὶ εἶπεν εἰς
τοὺς μαθητάς· Καθίσατε αὐτοῦ ἕως
ὄτου ὑπάγω καὶ προσευχηθῶ ἐκεῖ.
|
37
Καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ
τοὺς δύο υἱοὺς Ζεβεδαίου ἤρξατο
λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν. |
37
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε μαζῆ του
τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱοὺς
τοῦ Ζεβεδαίου, ἤρχισε νὰ λυπῆται
καὶ νὰ καταλαμβάνεται ἀπὸ μεγάλην
στενοχωρίαν.
|
37
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε μαζί του τὸν
Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱοὺς τοῦ
Ζεβεδαίου, ἤρχισε νὰ λυπῆται καὶ νὰ
στενοχωρῆται πολύ.
|
38
Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως
θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε
μετ' ἐμοῦ. |
38
Τότε λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· <πλημμυρισμένη ἀπὸ
βαθυτάτην λύπην εἶναι ἡ ψυχή
μου, ὥστε κινδυνεύω νὰ ἀποθάνω
ἀπὸ αὐτήν. Μείνατε ἐδῶ
καὶ ἀγρυπνῆστε μαζῆ μου>.
|
38
Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς· Καταλυπημένη
εἶναι ἡ ψυχή μου μέχρι σημείου, ποὺ νὰ
κινδυνεύω νὰ ἀποθάνω ἀπὸ τὴν
λύπην. Μείνατε ἐδῶ καὶ ἀγρυπνεῖτε
μαζί μου. |
39
Καὶ προσελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ
πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος καὶ
λέγων· πάτερ μου, εἰ δυνατόν
ἐστι, παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ
ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς
ἐγὼ θέλω, ἀλλ' ὡς σύ. |
39
Καὶ ἀφοῦ ἐπροχώρησε ὀλίγον,
ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
καταγῇς προσευχόμενος καὶ λέγων·
<Πάτερ μου, ἂν εἶναι δυνατόν, ἂς
περάσῃ ἀπὸ ἐμὲ τὸ
ποτήριον τοῦτο. Πλὴν ὅμως ἂς
μὴ γίνῃ ὅπως θέλω ἐγώ,
ἀλλὰ ὅπως θέλεις σύ>.
|
39
Καὶ ἀφοῦ ἐπροχώρησεν ὀλίγον,
ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς
καὶ προσηύχετο καὶ ἔλεγε· Πάτερ μου,
ἐὰν εἶναι δυνατὸν νά, συμβιβασθῇ
πρὸς τὸ περὶ σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων
σχέδιόν σου, ἂς περάσῃ ἀπὸ ἐμὲ
τὸ ποτήριον αὐτὸ τοῦ πάθους. Ὄχι
ὅμως νὰ γίνῃ ὅπως θέλω ἐγώ,
ἀλλ’ ὅπως θέλεις σύ. |
40
Καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς
καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας,
καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· οὕτως
οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι
μετ' ἐμοῦ! |
40
Καὶ ἔρχεται εἰς τοὺς μαθητὰς
καὶ τοὺς εὑρίσκει νὰ κοιμῶνται
καὶ λέγει εἰς τὸν Πέτρον·
<ἔτσι λοιπὸν σεῖς ποὺ πρὸ
ὀλίγου εἴπατε ὅτι καὶ τὴν
ζωήν σας θὰ ἐθυσιάζετε δι' ἐμέ,
δὲν ἠμπορέσατε οὔτε μίαν ὥρα
νὰ ἀγρυπνήσετε μαζῆ μου!
|
40
Καὶ ἔρχεται εἰς τοὺς μαθητὰς
καὶ τοὺς εὑρίσκει νὰ κοιμῶνται
καὶ λέγει εἰς τὸν Πέτρον· Τόσην δύναμιν
εἴχατε, ὥστε δεν ἠμπορέσατε μίαν ὥραν
νὰ μείνετε μαζί μου ἄγρυπνοι;
|
41
Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ
εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ
μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ
ἀσθενής. |
41
Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε, διὰ
νὰ μὴ περιπέσετε εἰς πειρασμόν,
ποὺ θὰ σᾶς βυθίσῃ εἰς
τὴν ἄρνησιν· τὸ μὲν πνεῦμα
εἶναι πρόθυμον καὶ ἔχει ἀγαθὴν
διάθεσιν, ἀλλ' ἡ ἀνθρωπίνη σὰρξ
εἶναι ἀσθενής>. |
41
Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε διὰ νὰ
μὴ πέσετε εἰς πειρασμόν, ποὺ θὰ σᾶς
παρασύρῃ εἰς τὴν ἁμαρτίαν τῆς
ἄρνησεως καὶ τοῦ σκανδαλισμοῦ σας
δι’ ἐμέ. Τὸ βάθος τῆς ψυχῆς σας ναὶ
πρόθυμον νὰ ὑπακούῃ εἰς τὸ καθῆκον,
τὸ σαρκικὸν φρόνημα ὅμως κάμνει τὴν
ἀνθρωπίνην φύσιν ἀδύνατον καὶ παρασύρει
τὸν ἄνθρωπον παρὰ τὴν ἀγαθὴν
διάθεσιν του εἰς τὸ κακόν. |
42
Πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθὼν προσηύξατο
λέγων πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται
τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ'
ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ
πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου. |
42
Καὶ πάλιν δευτέραν φορὰ ἀπῆλθε
καὶ προσηυχήθη λέγων· <πάτερ
μου, ἐὰν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
παρέλθῃ ἀπὸ ἐμὲ αὐτὸ
τὸ ποτήριον καὶ ὀπωσθήποτε πρέπει
νὰ τὸ πίω, διὰ τὴν σωτηρίαν
τῶν ἀνθρώπων, ἂς γίνη τὸ
θέλημά σου>. |
42
Πάλιν διὰ δευτέραν φορὰν ἐπῆγε καὶ
προσηυχήθη λέγων· Πάτερ μου, ἐὰν δὲν
εἶναι δυνατὸν τὸ ποτήριον αὐτὸ
νὰ παρέλθῃ ἀπὸ ἐμέ, καὶ
δὲν μπορῇ νὰ γίνῃ διαφορετικὰ
παρὰ νὰ πίω τὸ ποτήριον, ἂς γίνῃ
τὸ θέλημά σου. |
43
Καὶ ἐλθὼν εὑρίσκει αὐτοὺς
πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ αὐτῶν
οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι. |
43
Καὶ ἦλθεν πάλιν πρὸς τοὺς μαθητάς
του καὶ τοὺς εὗρε νὰ κοιμῶνται,
διότι τὰ μάτια των ἦσαν βαρειὰ
ἀπὸ τὴν νύστα.
|
43
Καὶ σὰν ἦλθε, πάλιν τοὺς εὗρε
νὰ κοιμῶνται, διότι ἦσαν τὰ μάτια
τους βαριὰ ἀπὸ τὸν νυσταγμόν.
|
44
Καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς ἀπελθὼν
πάλιν προσηύξατο ἐκ τρίτου τὸν
αὐτὸν λόγον εἰπών. |
44
Καὶ ἀφήσας αὐτοὺς ἐπῆγε
πάλιν καὶ προσευχήθη τρίτην φορὰν
καὶ εἶπε τὰ ἴδια λόγια πρὸς
τὸν Πατέρα. |
44
Καὶ ἀφήσας αὐτούς, ἐπῆγε πάλιν
καὶ προσηυχήθη διὰ τρίτην φορὰν καὶ
εἶπε τὰ αὐτὰ λόγια τῆς προσευχῆς.
|
45
Τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς
αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς·
καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε!
Ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται
εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν.
|
45
Τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς
αὐτοῦ καὶ τοὺς λέγει· <κοιμᾶσθε,
λοιπόν, καὶ ἀναπαύεσθε ! Ἰδοὺ
ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται εἰς
χέρια ἁμαρτωλῶν. |
45
Τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητάς του καὶ
τοὺς λέγει· Ἐξακολουθεῖτε λοιπὸν νὰ
κοιμᾶσθε καὶ νὰ ἀναπαύεσθε! Ἰδοὺ
πλησίασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται εἰς χεῖρας
ἁμαρτωλῶν. |
46
Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ
ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με. |
46
Σηκωθῆτε, πηγαίνομεν· ἰδοὺ ἐπλησίασε
αὐτός, ποὺ πρόκειται νὰ μὲ
παραδώσῃ>. |
46
Σηκωθῆτε, ἂς ὑπάγωμεν πρὸς συνάντησίν
των. Ἰδοὺ ἐπλησίασεν αὐτὸς ποὺ
μὲ παραδίδει. |
47
Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ
Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα ἦλθε,
καὶ μετ' αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ
μαχαιρῶν καὶ ξύλων ἀπὸ τῶν
ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων τοῦ
λαοῦ. |
47
Καὶ ἐνῶ ἀκόμη αὐτὸς
ὠμιλοῦσε, ἰδοὺ ὁ Ἰούδας,
ἔνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ἦλθε,
καὶ μαζῆ μὲ αὐτὸν πολὺς
ὄχλος, ὅλοι ὡπλισμένοι μὲ μαχαίρια
καὶ ξύλα, σταλμένοι ἀπὸ τοὺς
ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους τοῦ
λαοῦ. |
47
Καὶ ἐνῷ ὁ Ἰησοῦς ὡμίλει
ἀκόμη, ἰδοὺ ὁ Ἰούδας, ἕνας
ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ἦλθε καὶ μαζί
του πλῆθος πολὺ ὡπλισμένος μὲ μαχαίρας
καὶ μὲ ρόπαλα, τὸ ὁποῖον εἶχεν
ἀποσταλῆ ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς
καὶ τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ.
|
48
Ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν
αὐτοῖς σημεῖον λέγων· ὃν
ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι·
κρατήσατε αὐτόν. |
48
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ τὸν
παρέδιδε, ὁ Ἰούδας, εἶχε δώσει
εἰς αὐτοὺς σημεῖον λέγων·
<ἐκεῖνον ποὺ θὰ φιλήσω, αὐτὸς
εἶναι ὁ Ἰησοῦς· νὰ τὸν
συλλάβετε>. |
48
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ τὸν παρέδωκεν,
εἶχε δώσει εἰς αὐτοὺς προσυμφωνημένον
σημεῖον καὶ εἶπεν· Ἐκεῖνον
ποὺ θὰ φιλήσω, αὐτὸς εἶναι·
συλλάβετέ τον, προσέχοντες νὰ μὴ σᾶς διαφύγῃ·
|
49
Καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ Ἰησοῦ
εἶπε· χαῖρε, ραββί, καὶ κατεφίλησεν
αὐτόν. |
49
Καὶ ἀμέσως ἐπλησίασε τὸν
Ἰησοῦν καὶ εἶπε· <χαῖρε,
διδάκαλε>, καὶ μὲ ὑποκριτικὴν
ἐγκαρδιότητα τὸν ἐφίλησε πολλὲς
φορές.
|
49
Καὶ ἀμέσως ἐπλησίασε τὸν Ἰησοῦν
καὶ εἶπε· Χαῖρε, διδάσκαλε. Καὶ
τὸν ἐφίλησε μὲ προσποιητὴν ἐγκαρδιότητα.
|
50
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ·
ἑταῖρε, ἐφ' ᾧ πάρει; Τότε
προσελθόντες ἐπέβαλον τὰς χεῖρας
ἐπὶ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐκράτησαν
αὐτόν. |
50
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς
αὐτόν· <φίλε, σκέψου, διὰ
ποῖον ἔργον ἔχεις ἔλθει ἐδῶ;>
Τότε ἐπλησίασαν οἱ ἄλλοι, ἔβαλαν
τὰ χέρια των ἐπάνω εἰς τὸν
Ἰησοῦν καὶ τὸν συνέλαβαν. |
50
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε·
Σύντροφε, ἄφησε τὸ φίλημα καὶ κάμε ἐκεῖνο,
διὰ τὸ ὁποῖον ἦλθες καὶ
εὐρίσκεσαι τώρα ἐδῶ. Τότε ἐπλησίασαν
καὶ ἔβαλαν τὰς χεῖρας ἐπὶ
τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν συνέλαβον.
|
51
Καὶ ἰδοὺ εἷς τῶν μετὰ
Ἰησοῦν ἐκτείνας τὴν χεῖρα
ἀπέσπασε τὴν μάχαιραν αὐτοῦ,
καὶ πατάξας τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως
ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. |
51
Καὶ ἰδοὺ ἔνας ἀπὸ ἐκείνους
ποὺ ἦταν μαζῆ μὲ τὸν Ἰησοῦν,
ἄπλωσε τὸ χέρι, ἐτράβηξε τὸ
μαχαίρι του, ἐκτύπησε τὸν δοῦλον
τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε
τὸ αὐτί. |
51
Καὶ ἰδοὺ ἕνας ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ ἦσαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν,
ἄπλωσε τὸ χέρι του καὶ ἔβγαλε τὸ
μαχαίρι του. Καὶ ἀφοῦ ἐκτύπησε τὸν
δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως, τοῦ ἔκοψε
τὸ αὐτί |
52
Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν
εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες
γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν
μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται. |
52
Τότε λέγει εἰς αὐτὸν ὁ
Ἰησοῦς· <βάλε τὸ μαχαίρι
σου πίσω εἰς τὴν θέσιν του· διότι
ὅσοι ἐπῆραν μαχαίρι ἐναντίον
τοῦ πλησίον των, θὰ πεθάνουν μὲ
μαχαίρι. |
52
Τότε τοῦ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς·
Γύρισε πίσω τὴν μάχαιράν σου εἰς τὴν θήκην
της· διότι ὅλοι ὅσοι ἐπῆραν μάχαιραν
διὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν κατὰ τοῦ
πλησίον, μὲ μάχαιραν θὰ ἀποθάνουν.
|
53
῍Η δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι
παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου, καὶ παραστήσει
μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων;
|
53
῍Η νομίζεις ὅτι δὲν μπορῶ ἐγὼ
αὐτὴν τὴν στιγμὴν νὰ
παρακαλέσω τὸν Πατέρα μου καὶ νὰ
παρατάξῃ ὁλόγυρά μου περισσοτέρας
ἀπὸ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων;
|
53
Ἢ νομίζεις, ὅτι δὲν μπορῶ τώρα νὰ
παρακαλέσω τὸν Πατέρα μου καὶ νὰ παρατάξῃ
εἰς τὸ πλευρόν μου περισσοτέρας ἀπὸ
δώδεκα λεγεῶνας ἀγγελῶν;
|
54
Πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ
ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι; |
54
Ἐὰν ὅμως κάτι τέτοιο γίνῃ,
πῶς θὰ πραγματοποιηθοῦν αἱ Γραφαί,
αἱ ὁποῖαι προλέγουν ὅτι ἔτσι
πρέπει νὰ συμβοῦν τὰ γεγονότα;>
|
54
Ἀλλ’ ἐὰν ζητήσω τὴν βοήθειαν τῶν
ἀγγέλων, πῶς λοιπὸν θὰ πληρωθοῦν
καὶ θὰ ἐπαληθεύσουν αἱ προφητεῖαι
τῶν Γραφῶν, αἱ ὁποῖαι λέγουν,
ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνῃ καὶ
ἔτσι πρέπει ὁ Μεσσίας νὰ θανατωθῇ;
|
55
Ἐν ἐκείνη τῇ ὥρᾳ εἶπεν
ὁ Ἰησοῦς τοῖς ὄχλοις· ὡς
ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθατε μετὰ
μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με·
καθ' ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην
διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ
οὒκ ἐκρατήσατέ μέ. |
55
Ἐκείνην τὴν ὥρα εἶπεν ὁ
Ἰησοῦς πρὸς τοὺς ὄχλους·
<σὰν νὰ ἤμουν ληστής, ἐβγήκατε
μὲ μαχαίρια καὶ ρόπαλα νὰ μὲ
συλλάβετε· κάθε ἡμέραν ἐκαθόμουν
κοντά σας διδάσκων εἰς τὸν ναὸν
καὶ δὲν μὲ ἐπιάσατε.
|
55
Ἐκείνην τὴν ὥραν εἶπεν ὁ Ἰησοῦς
πρὸς τοὺς ὄχλους· Σὰν νὰ
ἐπρόκειτο περὶ λῃστοῦ, ἐβγήκατε
μὲ μαχαίρας καὶ μὲ ρόπαλα νὰ μὲ
πιάσετε. Κάθε ἡμέρα κοντά σας ἐκαθήμην διδάσκων
μέσα εἰς τὸ ἱερὸν καὶ δὲν
μὲ συνελάβετε. |
56
Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῶσιν
αἱ γραφαὶ τῶν προφητῶν. Τότε
οἱ μαθηταὶ πάντες ἀφέντες αὐτὸν
ἔφυγον. |
56
Ἀλλὰ αὐτὸ ὅλο ἔγινε, διὰ
νὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα ὅσα ἔγραψαν
οἱ προφῆται>. (Ἡ ἐνοχὴ ἐκείνων
μένει, διότι ἐν ἐπιγνώσει ἐνήργησαν
κατὰ τοῦ ἀθώου. Ἡ δὲ Γραφὴ
τὰ προεῖπε διότι θὰ ἐγίνοντο,
καὶ δὲν ἔγιναν διότι τὰ προεῖπε
ἡ Γραφή). Τότε οἱ μαθηταὶ ὅλοι
τὸν ἀφῆκαν καὶ ἔφυγαν.
|
56
Ὅμως αὐτὸ ὅλον ἔγινε διὰ
νὰ πληρωθοῦν καὶ ἀληθεύσουν ὅσα
προφητικῶς ἔγραψαν οἱ προφῆται. Τότε
ὅλοι οἱ μαθηταὶ τὸν ἀφῆκαν
καὶ ἔφυγαν. |
57
Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν Ἰησοῦν
ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέαν,
ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι
συνήχθησαν. |
57
Ἐκεῖνοι δὲ ἀφοῦ ἔπιασαν
τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἔφεραν εἰς
τὸν Καϊάφαν, τὸν ἀρχιερέα, ὅπου
οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι
συνεκεντρώθησαν |
57
Οὗτοι δέ, ἀφοῦ ἔπιασαν τὸν Ἰησοῦν,
τὸν ἔφεραν εἰς τὸν Καϊάφαν τὸν
Ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ
οἱ πρεσβύτεροι ἐμαζεύθησαν.
|
58
Ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ
ἀπὸ μακρόθεν ἕως τῆς αὐλῆς
τοῦ ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν
ἔσω ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν
ἰδεῖν τὸ τέλος. |
58
Ὁ δὲ Πέτρος τὸν ἀκολουθοῦσε
ἀπὸ μακρυὰ ἕως τὴν αὐλὴν
τοῦ ἀρχιερέως καὶ εἰσελθὼν
ἐκάθισε μέσα μαζῆ μὲ τοὺς
ὑπηρέτας, διὰ νὰ ἰδῇ ποῖον
τέλος θὰ εἶχε αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις.
|
58
Ὁ δὲ Πέτρος τὸν ἠκολούθει ἀπὸ
μακρὰν μέχρι τοῦ προαυλίου τοῦ σπιτιοῦ
τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν
εἰς τὴν ἐσωτερικὴν αὐλήν, ἐκάθητο
μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτας διὰ νὰ
ἴδῃ, πῶς θὰ ἐτελείωνεν ἡ
ὑπόθεσις. |
59
Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον
ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ
Ἰησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν,
|
59
Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
πρεσβύτεροι καὶ ὅλα τὰ μέλῃ
τοῦ συνεδρίου, ποὺ ἦσαν παρόντα,
ἐζητοῦσαν ψευδομαρτυρίαν ἐναντίον
τοῦ Ἰησοῦ, διὰ νὰ τὸν
καταδικάσουν εἰς θάνατον
|
59
Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
πρεσβύτεροι καὶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου,
ἀφοῦ ἦτο ἀδύνατον νὰ εὔρουν
μαρτυρίαν ἀληθῆ ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ,
ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατ’ αὐτοῦ, διὰ
νὰ τὸν θανατώσουν, |
60
καὶ οὒχ εὗρον· καὶ πολλῶν
ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον.
Ὕστερον δὲ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες |
60
καὶ δὲν εὐρῆκαν. Μολονότι δὲ
πολλοὶ ψευδομάρτυρες εἶχαν προσέλθει
νὰ καταθέσουν, δὲν εὐρῆκαν καμμίαν
ἀληθοφανῆ ψευδομαρτυρίαν. Ὕστερον
δὲ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες
|
60
καὶ δὲν ηὖραν. Καὶ μολονότι ἦλθαν
πρὸς ἐξέτασιν πολλοὶ ψευδομάρτυρες, δὲν
ηὖραν. Ὕστερον δὲ ἀπὸ πολλά,
ἦλθαν ἐμπρὸς εἰς τὸ δικαστήριον
δύο ψευδομάρτυρες |
61
εἶπον· οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι
τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ
τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι αὐτόν. |
61
κατέθεσαν· <αὐτὸς εἶπε·
ἠμπορῶ νὰ κρημνίσω τὸν ναὸν
τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας
νὰ τὸν οἰκοδομήσω πάλιν>.
|
61
καὶ εἶπαν· Αὐτὸς εἶπεν·
ἠμπορῶ νὰ κρημνίσω τὸν ναὸν
τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα εἰς τρεῖς
ἡμέρας νὰ κτίσω αὐτόν.
|
62
Καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς
εἶπεν αὐτῷ· οὐδὲν ἀποκρίνῃς;
Τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; |
62
Καὶ ἐγερθεὶς ὁ ἀρχιερεὺς
εἶπεν εἰς αὐτόν· <Τίποτε
δὲν ἀποκρίνεσαι; Τί καταθέτουν
αὐτοὶ εἰς βάρος σου;> |
62
Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ὄρθιος ὁ
ἀρχιερεύς, εἶπεν εἰς αὐτόν· Δὲν
ἀποκρίνεσαι τίποτε; Τί σὲ κατηγοροῦν
αὐτοί; |
63
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα. Καὶ
ἀποκριθεὶς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν
αὐτῷ· ἐξερκίζω σε κατὰ
τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν
εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς
ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. |
63
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιωποῦσε.
Καὶ λαβὼν τὸν λόγον ὁ ἀρχιερεὺς
εἶπε εἰς αὐτόν· <σὲ
ὁρκίζω εἰς τὸν Θεὸν τὸν
ζῶντα νὰ μᾶς εἴπῃς ἐὰν
σὺ εἷσαι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας,
ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ>.
|
63
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐσιώπα. Καὶ
ἀπεκρίθη ὁ ἀρχιερεὺς καὶ τοῦ
εἶπε· Σὲ ὁρκίζω εἰς τὸν Θεόν,
ὁ ὁποῖος ζῇ καὶ τιμωρεῖ
τοὺς ἐπιόρκους, νὰ μᾶς εἴπῃς,
ἐὰν εἶσαι σὺ ὁ Χριστός, ὁ
υἱὸς τοῦ Θεοῦ. |
64
Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν,
ἀπ' ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν
τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ
τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ.
|
64
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
<τὸ εἶπες σύ, καὶ ὅπως εἶπες
εἶναι, ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός,
ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· πλὴν
ὅμως σᾶς λέγω τοῦτο, ἀπὸ
τώρα θὰ δῆτε τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου νὰ κάθεται, ὡς
Θεάνθρωπος ποὺ εἶναι, ἐκ δεξιῶν
τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ καὶ νὰ
ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰς νεφέλας
τοῦ οὐρανοῦ>. |
64
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
Τὸ εἶπες σύ, ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός,
ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’
ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι ἀπὸ τώρα
θὰ ἰδῆτε τὸν υἱὸν τοῦ
ἀνθρώπου, τὸν Θεάνθρωπον Μεσσίαν, νὰ κάθηται
εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ
καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰ
συννεφα τοῦ οὐρανοῦ ὡς ἔνδοξος
Κριτής. |
65
Τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρηξε τὰ
ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι
ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν
ἔχομεν μαρτύρων; Ἴδε νῦν ἠκούσατε
τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ· |
65
Τότε ὁ ἀρχιερεύς, ἀπὸ
ἀγανάκτησιν τάχα καληφθείς, ἔσχισε,
σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειαν που ἐπικρατοῦσε,
τὰ ἐνδύματά του λέγων ὅτι
<ὁ Χριστὸς ἐβλασφήμησε. Τί
μᾶς χρειάζονται πλέον οἱ μάρτυρες;
Ἰδοὺ ὅλοι σας ἠκούσατε τὴν
βλασφημίαν του. |
65
Τότε ὁ ἀρχιερεὺς ἐκδηλώνων ὑποκριτικῶς
τὴν ἀγανάκτησιν καὶ ἀποδοκιμασίαν
αὐτοῦ κατὰ τῆς φρικτῆς βλασφημίας
ποὺ ἠκούσθη, ἔσχισε τὰ ρούχα του κατὰ
συνήθειαν, ποὺ ἐπεκράτει μεταξὺ τῶν
Ἰουδαίων, καὶ εἶπεν ὅτι ὁ κατηγορούμενος
ἐβλασφήμησε. Τί μᾶς χρειάζονται πλέον μάρτυρες;
Νά, τώρα ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν.
|
66
τί ὑμῖν δοκεῖ; Οἱ δὲ ἀποκριθέντες
εἶπον· ἔνοχος θανάτου ἐστί. |
66
Λοιπὸν τί γνώμην ἔχετε;> Ἐκεῖνοι
δὲ ἀποκριθέντες ὅλοι μαζῆ εἶπαν·
<εἶναι ἔνοχος νὰ καταδικασθῇ εἰς
θάνατον>. |
66
Τί γνώμην ἔχετε; Οὔτοι δὲ ἀπεκρίθησαν
καὶ εἶπον· Εἶναι ἔνοχος ἐγκλήματος,
ποὺ τιμωρεῖται μὲ θάνατον.
|
67
Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρώσωπον
αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν,
οἱ δὲ ἐρράπισαν |
67
Τότε ἔπτυσαν αὐτὸν εἰς τὸ
πρόσωπον καὶ τὸν ἐκτύπησαν εἰς
τὸν τράχηλον, ἄλλοι δὲ τὸν ἐρράπισαν
|
67
Τότε τὸν ἔπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπόν του
καὶ τοῦ ἔδωσαν σβερκιές, ἄλλοι δὲ
τὸν ἐρράπισαν |
68
λέγοντες· προφήτευσον ἡμῖν, Χριστέ,
τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; |
68
λέγοντες· <προφήτευσε σὲ μᾶς,
Χριστέ, ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος
ποὺ σὲ κτύπησε;> |
68
λέγοντες· Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποῖος εἶναι
ἐκεῖνος, ποὺ σὲ ἐκτύπησε;
|
69
Ὁ δὲ Πέτρος ἔξω ἐκάθητο
ἐν τῇ αὐλῇ· καὶ προσῆλθεν
αὐτῷ μία παιδίσκη λέγουσα·
καὶ σὺ ἦσθα μετὰ Ἰησοῦ
τοῦ Γαλιλαίου. |
69
Ὁ δὲ Πέτρος ἐκάθητο ἔξω
εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τὸν
ἐπλησίασε ἐκεῖ μία μικρὰ
δούλη, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε·
<καὶ σὺ ἤσουν μαζῆ μὲ τὸν
Ἰησοῦν τὸν Γαλιλαῖον>.
|
69
Ὁ δὲ Πέτρος ἐκάθητο ἔξω εἰς
τὴν αὐλήν. Καὶ τὸν ἐπλησίασε
μία μικρὰ ὑπηρέτρια καὶ τοῦ εἶπε·
Καὶ σὺ ἤσουν μαζὶ μὲ τὸν
Ἰησοῦν τὸν Γαλιλαῖον.
|
70
Ὁ δὲ ἠρνήσατο ἔμπροσθεν αὐτῶν
πάντων λέγων· οὐκ οἶδα τί
λέγεις. |
70
Αὐτὸς δὲ ἠρνήθη ἐμπρὸς
εἰς ὅλους ἐκείνους λέγων·
<δὲν ξέρω τί λές>. |
70
Αὐτὸς δὲ ἠρνήθη ἐμπρὸς
εἰς ὅλους αὐτοὺς καὶ εἶπε·
Δὲν ξεύρω τι λέγεις. |
71
Ἐξελθόντα δὲ αὐτὸν εἰς
τὸν πυλῶνα εἶδεν αὐτὸν ἄλλη
καὶ λέγει αὐτοῖς· ἐκεῖ
καὶ οὗτος ἢν μετὰ Ἰησοῦ
τοῦ Ναζωραίου. |
71
Ὅταν δὲ ἐξῆλθε εἰς τὴν
θολωτὴν μεγάλην πόρτα τῆς αὐλῆς,
τὸν εἶδε μία ἄλλη δούλη καὶ
εἶπεν εἰς αὐτούς· <ἐκεῖ
καὶ αὐτὸς ἦτο μαζῆ μὲ
τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον>.
|
71
Ὅταν δὲ ἐβγῆκεν εἰς τὴν
ἐξώπορταν καὶ τὸ προαύλιον, τὸν εἶδεν
ἄλλη καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς, ποὺ
ἦσαν μαζευμένοι· Ἐκεῖ ἦτο καὶ
αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν
τὸν Ναζωραῖον. |
72
Καὶ πάλιν ἠρνήσατο μεθ' ὅρκου
ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον. |
72
Καὶ πάλιν ἠρνήθη μὲ ὅρκον
ὅτι <δὲν γνωρίζω τὸν ἄνθρωπον>.
|
72
Καὶ πάλιν ἠρνήθη μὲ ὅρκον, ὅτι
δὲν γνωρίζω τὸν ἄνθρωπον.
|
73
Μετὰ μικρὸν δὲ προσελθόντες οἱ
ἑστῶτες εἶπον τῷ Πέτρῳ·
ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν
εἶ· καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου
δήλόν σε ποιεῖ. |
73
Ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον ἐπλησίασαν
τὸν Πέτρον ἐκεῖνοι, ποὺ ἐστέκοντο
εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τοῦ
εἶπαν· <χωρὶς ἀμφιβολίαν καὶ
σὺ εἶσαι ἔνας ἀπὸ αὐτούς,
διότι καὶ ἡ προφορά σου σὲ φανερώνει>.
|
73
Ὕστερον δὲ ἀπὸ ὀλίγον, ἀφοῦ
ἐπλησίασαν ἐκεῖνοι, ποὺ ἐστέκοντο
ἐκεῖ, εἶπαν εἰς τὸν Πέτρον·
Πράγματι καὶ σὺ ἀπὸ αὐτοὺς
εἶσαι. Γιατὶ καὶ ἡ προφορὰ τῆς
ὁμιλίας σου σὲ φανερώνει. |
74
Τότε ἤρξατο καταθεματίζειν καὶ ὀμνύειν
ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον·
καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε. |
74
Τότε ἤρχισε αὐτὸς νὰ καταριέται
καὶ νὰ ὁρκίζεται ὅτι· <δὲν
γνωρίζω τὸν ἄνθρωπον>. Καὶ ἀμέσως
ἐλάλησε ὁ πετεινός. |
74
Τότε ἤρχισε νὰ καταρᾶται τὸν ἑαυτόν
του καὶ νὰ ὁρκίζεται, ὅτι δὲν
ἠξεύρω τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ἀμέσως
ὁ πετεινὸς ἐλάλησε. |
75
Καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ
ρήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ
ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς
ἀπαρνήσῃ με· καὶ ἐξελθὼν
ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς. |
75
Τότε ἐθυμήθηκε ὁ Πέτρος τὸν
λόγον τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὅποιος
τοῦ εἶχε πῇ· <πρὶν ἀλέκτωρ
λαλήσει τρεῖς φορὲς σὺ θὰ μὲ
ἀπαρνηθῇς>. Καὶ ἐξελθὼν ἔξω
ἀπὸ τὴν αὐλὴν ἔκλαυσε
πικρὰ διὰ τὸ βαρὺ ἁμάρτημά
του. |
75
Καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Πέτρος τὸν λόγον τοῦ
Ἰησοῦ, ποὺ τοῦ εἶχεν εἴπει,
ὅτι προτοῦ ὁ πετεινὸς λαλήσῃ
θὰ μὲ ἀρνηθῇς τρεῖς φοράς. Καὶ
ἀφοῦ ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ
τὴν ἐξώπορταν καὶ τὸ προαύλιον ἔκλαυσε
πικρά. |