Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐρεῖ· ἀκούσατε δὴ ταῦτα,
αἱ ἀρχαὶ οἴκου Ἰακὼβ καὶ
οἱ κατάλοιποι οἴκου Ἰσραήλ.
Οὐχ ὑμῖν ἐστι τοῦ γνῶναι
τὸ κρίμα; |
έγει
ὁ Κύριος· <ἀκούσατε αὐτά,
ποὺ θὰ σᾶς πῶ, σεῖς, οἱ
μεγάλοι ἄρχοντες τοῦ οἴκου Ἰακὼβ
καὶ οἱ ὑπόλοιποι τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ: Καθῆκον σας δὲν εἶναι νὰ
γνωρίζετε, νὰ ἀποδίδετε καὶ
νὰ ἐφαρμόζετε τὸ δίκαιον;
|
Κύριος
λέγει: <Ἀκοῦστε λοιπὸν αὐτά, τὰ
ὁποῖα πρόκειται νὰ σᾶς πῶ, σεῖς
οἱ ἡγούμενοι καὶ ἀρχηγοὶ τῆς
φυλῆς Ἰακὼβ καὶ οἱ ὑπόλοιποι
κατώτεροι ἄρχοντες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Δὲν εἶναι ἰδικόν σας καθῆκον
νὰ γνωρίζετε τὸ δίκαιον καὶ νὰ ἐφαρμόζετε
δικαιοσύνην; |
2
Μισοῦντες τὰ καλὰ καὶ ζητοῦντες
πονηρά, ἁρπάζοντες τὰ δέρματα
αὐτῶν ἀπ' αὐτῶν καὶ τὰς
σάρκας αὐτῶν ἀπὸ τῶν ὀστέων
αὐτῶν. |
2
Καὶ ὅμως σεῖς μισεῖτε τὰ καλὰ
ἔργα, ἐπιζητεῖτε τὰς πονηρὰς
πράξεις, ἀφαιρεῖτε τὸ δέρμα
ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς καὶ τὰς
σάρκας ἀπὸ τὰ κόκκαλά
των, τοὺς ἐκμεταλλεύεσθε ἀγρίως!
|
2
Σεῖς ὅμως, ποὺ ἔχετε ταχθῇ νὰ
ἐφαρμόζετε δικαιοσύνην, μισεῖτε τὰ καλὰ
ἔργα καὶ ἐπιζητεῖτε μὲ θερμότητα
τὰ πονηρὰ ἔργα· φθάνετε δὲ μέχρι τέτοιου
σημείου κακότητος, ὥστε γδέρνετε κυριολεκτικὰ
ζωντανοὺς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους
καὶ ἁρπάζετε τὰ δέρματά των, καὶ
ὡσὰν ἄγρια θηρία ἀποσπᾶτε τὶς
σάρκες των ἀπὸ τὰ κόκκαλά των, δηλαδὴ
τοὺς ἀποδυναμώνετε ἐντελῶς καὶ
τοὺς ἐκμεταλλεύεσθε σκληρὰ καὶ
ἀπάνθρωπα. |
3
Ὃν τρόπον κατέφαγον τὰς σάρκας
τοῦ λαοῦ μου καὶ τὸ δέρματα
αὐτῶν ἀπ' αὐτῶν ἐξέδειραν
καὶ τὰ ὀστέα αὐτῶν συνέθλασαν
καὶ ἐμέλισαν ὡς σάρκας εἰς
λέβητα καὶ ὡς κρέα εἰς χύτραν,
|
3
Ὅπως, λοιπόν, οἱ πονηροὶ αὐτοὶ
δυνάσται καὶ ἐκμεταλλευταὶ κατέφαγον
τὰς σάρκας τοῦ λαοῦ μου, ἀφῄρεσαν
ἀπὸ αὐτοὺς τὰ δέρματά
των, ἔσπασαν τὰ κόκκαλά των, γενικῶς
τοὺς διεμέλισαν, ὅπως ὁ μάγειρος
κατατεμαχίζει τὰ κρέατα, ποὺ θὰ
ριφθοῦν εἰς τὴν χύτραν, διὰ
νὰ βράσουν, τὴν ἴδιαν μεταχείρισιν
θὰ εὔρουν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς των. Θὰ καταφαγωθοῦν
ἀπὸ ἐκείνους.
|
3
Ὅπως λοιπὸν οἱ πονηροὶ ἄρχοντες
καὶ ἐκμεταλλευταὶ κατέφαγαν τὶς σάρκες
τοῦ λαοῦ μου, τοὺς ἔγδαραν, ἀφήρεσαν
καὶ ἅρπαξαν τὰ δέρματά των, κατόπιν
δὲ ἔσπασαν τὰ κόκκαλά των, διὰ
νὰ ρουφήξουν τὸν μυελόν, καὶ τοὺς
ἐκομμάτιασαν, ὅπως κατακομματιάζουν τὰ
κρέατα διὰ τὸν λέβητα <τὸ μεγάλο χάλκινον
ἀγγεῖον διὰ μαγείρευμα> ἢ ὅπως
κατατεμαχίζει ὁ μάγειρος τὰ κρέατα, διὰ
νὰ τὰ ρίψῃ εἰς τὴν χύτραν <πήλινο
τσουκάλι> καὶ νὰ τὰ μαγειρεύσῃ·
|
4
οὕτως κεκράξονται πρὸς τὸν Κύριον,
καὶ οὐκ εἰσακούσεται αὐτῶν.
Καὶ ἀποστρέψει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
ἐπ' αὐτῶν ἐν τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, ἀνθ' ὧν ἐπονηρεύσαντο
ἐν τοῖς ἐπιτιδεύμασιν αὐτῶν
ἐπ' αὐτούς. |
4
Τότε θὰ κράζουν πρὸς τὸν Κύριον,
ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν θὰ τοὺς
ἀκούσῃ. Θὰ ἀποστρέψῃ
ἀπὸ αὐτοὺς τὸ πρόσωπόν
του κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς τρομερᾶς
δοκιμασίας, διότι ἀπεδείχθησαν μὲ
τὰ ἔργα των πονηροὶ καὶ κακοὶ
ἐναντίον τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων.
|
4
ἔτσι καὶ αὐτοί, ὅταν θὰ καταφαγωθοῦν
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των, θὰ
φωνάξουν μὲ κραυγὴν ἰσχυρὰν καὶ
θὰ ζητήσουν τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου, ἀλλ’
ὁ Κύριος δὲν θὰ τοὺς εἰσακούσῃ.
Ἀκόμη περισσότερον κατὰ τὴν ἐποχὴν
ἐκείνην τῆς φοβερᾶς δοκιμασίας θὰ
ἀποστρέψῃ μὲ βδελυγμίαν τὸ πρόσωπόν
Του ἀπὸ αὐτούς, ἀρνούμενος νὰ
τοὺς προσφέρῃ οἰανδήποτε βοήθειαν.
Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ μὲ τὰ
ἄνομα καὶ ἀνόσια ἔργα των ἐφέρθησαν
μὲ πονηρίαν καὶ σκληρότητα πρὸς τοὺς
πτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους τοῦ λαοῦ>.
|
5
Τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ τοὺς
προφήτας τοὺς πλανῶντας τὸν λαόν
μου, τοὺς δάκνοντας ἐν τοῖς ὀδοῦσιν
αὐτῶν καὶ κηρύσσοντας εἰρήνην
ἐπ' αὐτόν, καὶ οὐκ ἐδόθη
εἰς τὸ στόμα αὐτῶν, ἤγειραν
ἐπ' αὐτὸν πόλεμον.
|
5
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· <ἐναντίον
τῶν ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι
παραπλανοῦν τὸν λαόν μου, οἱ ὁποῖοι
δαγκώνουν σὰν τὰ δηλητηριασμένα φίδια
μὲ τὰ δόντια τους τοὺς διαβάτας
καὶ διαβεβαιώνουν ἐν τούτοις ὅτι
εἰρηνικοὶ καιροὶ θὰ ἔλθουν εἰς
τὸν λαὸν καὶ τὰ πάντα θὰ
πᾶνε καλά, ἐὰν δὲ καὶ
δὲν εὑρεθῇ εἰς τὸ στόμα
των νὰ φάγουν, ἀπειλοῦν πολέμους
ἐναντίον των· |
5
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος <ἐναντίον
τῶν προφητῶν, οἱ ὁποῖοι παραπλανοῦν
τὸν λαόν μου καὶ κυριολεκτικὰ τὸν
δαγκώνουν καὶ τὸν δηλητηριάζουν μὲ τὶς
ψευδοπροφητεῖες των καὶ τὸν διαβεβαιώνουν
μὲ τὸ κήρυγμά των, ὅτι θὰ ζήσῃ
εἰρηνικὰ καὶ δὲν θὰ τοῦ
συμβῇ τίποτε τὸ κακόν. Ὅταν ὅμως δὲν
ἐξαγορασθοῦν μὲ χρήματα καὶ ἐπομένως
δὲν τοὺς δοθῇ νὰ φάγουν, ἀπειλοῦν
ἐναντίον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
δὲν τοὺς πληρώνουν, πόλεμον!
|
6
Διὰ τοῦτο νὺξ ὑμῖν ἔσται
ἐξ ὁράσεως, καὶ σκοτία ἔσται
ὑμῖν ἐκ μαντείας, καὶ δύσεται
ὁ ἥλιος ἐπὶ τοὺς προφήτας,
καὶ συσκοτάσει ἐπ' αὐτοὺς ἡ
ἡμέρᾳ. |
6
διὰ τοῦτο, ψευδοπροφῆται, νύκτα θὰ
ἐπιπέσῃ ἐπάνω σας ἕνεκα
τῶν προφητειῶν σας καὶ σκοτάδι θὰ
σᾶς καλύψῃ διὰ τὰς μαντείας
σας. Ὁ ἥλιος θὰ δύσῃ διὰ
σᾶς τοὺς προφήτας καὶ ἔτσι ἡ
ἡμέρα θὰ μεταβληθῇ εἰς σκοτάδι.
|
6
Ἐπειδὴ λοιπὸν λαλεῖτε ψεοδοπροφητεῖες,
διὰ τοῦτο θὰ πέσῃ ἔξαφνα ἐπάνω
σας, ψευδοπροφῆται, νύκτα, ὥστε νὰ μὴ
βλέπετε καμμίαν ὅρασιν, καὶ σκοτάδι, ὥστε
νὰ μὴ ἠμπορῆτε νὰ μαντεύετε
<ἤ: Ὥστε νὰ μαντεύετε κατὰ τρόπον
σκοτεινὸν καὶ ἀκατάληπτον>· ὁ
ἥλιος θὰ δύσῃ διὰ σᾶς τοὺς
ψευδοπροφήτας, ἡ δὲ ἡμέρα θὰ σκοτεινιάσῃ
διὰ σᾶς ἀπὸ παντοῦ, ἀπὸ
ὅλα τὰ μέρη. |
7
Καὶ καταισχυνθήσονται οἱ ὁρῶντες
τὰ ἐνύπνια, καὶ καταγελασθήσονται
οἱ μάντεις, καὶ καταλαλήσουσι κατ'
αὐτῶν πάντες αὐτοί, διότι
οὐκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν.
|
7
Ἔτσι δὲ θὰ κατεντροπιασθοῦν οἱ
ψευδοπροφῆται, ποὺ λέγουν ὅτι βλέπουν
ἐνύπνια, διότι θὰ διαψευσθοῦν,
οἱ δὲ μάντεις θὰ γίνουν καταγέλαστοι
μὲ τὴν διάψευσιν τῶν μαντειῶν
των. Ὅλοι δὲ θὰ τοὺς κατηγοροῦν
καὶ θὰ καταφέρωνται ἐναντίον
των καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ
κανεὶς πλέον, ποὺ νὰ τοὺς δίδῃ
προσοχήν>. |
7
Καὶ τότε θὰ κατεντροπιασθοῦν οἱ ψευδοπροφῆται,
ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι βλέπουν ἀποκαλυπτικὰ
ὄνειρα, διότι αὐτὰ θὰ ἀποδεικνύωνται
ψευδῆ· ἐπίσης οἱ μάντεις θὰ γίνουν
περίγελως καὶ κατάγελως, διότι οἱ μαντεῖες
των θὰ διαψεύδωνται. Ὅλοι δὲ ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐπρόσεχαν ὡς
ἀληθινοὺς προφήτας, θὰ τοὺς κατηγοροῦν
καὶ θὰ καταφέρωνται ἐναντίον των, διότι
δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον κανείς, ὁ
ὁποῖος νὰ τοὺς προσέχῃ>.
|
8
Ἐὰν μὴ ἐγὼ ἐμπλήσω
ἰσχὺν ἐν πνεύματι Κυρίου καὶ
κρίματος καὶ δυναστείας τοῦ ἀπαγγεῖλαι
τῷ Ἰακώβ ἀσεβείας αὐτοῦ
καὶ τῷ Ἰσραὴλ ἁμαρτίας
αὐτοῦ. |
8
Πλὴν ὅμως ἐγὼ εἶμαι διὰ
τοῦ Πνεύματος τοῦ Κυρίου πλήρης
δυνάμεως καὶ δικαιοσύνης καὶ ἐξουσίας,
διὰ νὰ ἀναγγείλω εἰς τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ τὰς
ἀσεβείας των, καὶ εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαὸν τὰς ἁμαρτίας των.
|
8
Καὶ τὰ μὲν σχετικὰ μὲ τοὺς
ψευδοπροφήτας ἔτσι θὰ ἐξελιχθοῦν.
Ὅσον ἀφορᾷ δὲ εἰς ἐμέ,
τὸν Μιχαίαν, δὲν θὰ συμβῇ κάτι τέτοιο.
Ἐγὼ δὲν θὰ κολακεύσω οὔτε θὰ
ἀποπλανήσω τὸν λαόν· ἀπ’ ἐναντίας
θὰ γεμίσω ἀπὸ δύναμιν, θάρρος, δικαιοσύνην
καὶ ἐξουσίαν διὰ τῆς χάριτος τοῦ
Πνεύματος τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ ἐξαγγέλλω
καὶ ἐλέγχω μὲ παρρησίαν ἐμπρὸς
εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ
τὶς ἀσέβειές των καὶ εἰς
τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν τὶς ἁμαρτίες
καὶ παρανομίες του. |
9
Ἀκούσατε δὴ ταῦτα, οἱ ἡγούμενοι
οἴκου Ἰακώβ καὶ οἱ κατάλοιποι
οἴκου Ἰσραήλ, οἱ βδελυσσόμενοι
κρίμα καὶ πάντα τὰ ὀρθὰ
διαστρέφοντες, |
9
Ἀκούσατε, λοιπόν, αὐτὰ σεῖς,
οἱ ἄρχοντες τῆς φυλὴς Ἰακώβ
καὶ οἱ ὑπόλοιποι τοῦ λαοῦ
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ, σεῖς οἱ ὁποῖοι
μισεῖτε καὶ ἀποστρέφεσθε τὴν
δικαιοσύνην καὶ διαστρέφετε ὅλα τὰ
ὀρθὰ καὶ ἀληθῆ.
|
9
Ἀκοῦστε λοιπὸν αὐτά, τὰ ὁποῖα
πρόκειται νὰ σᾶς πῶ, σεῖς, οἱ
ἡγούμενοι καὶ ἀρχηγοὶ τῆς φυλῆς
Ἰακὼβ καὶ οἱ ὑπόλοιποι κατώτεροι
ἄρχοντες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ·
σεῖς, οἱ ὁποῖοι σιχαίνεσθε καὶ
μισεῖτε τὴν δικαιοσύνην καὶ οἱ ὁποῖοι
διαστρεβλώνετε ὅλα τὰ ὀρθά, τὰ ἀληθινὰ
καὶ τὰ δίκαια, γεγονὸς ποὺ σημαίνει
πολὺ μεγάλην κακίαν. |
10
οἱ οἰκοδομοῦντες Σιὼν
ἐν αἵμασι καὶ Ἱερουσαλὴμ
ἐν ἀδικίαις. |
10
Σεῖς, οἱ ὁποῖοι οἰκοδομεῖτε
τὰ σπίτια σας εἰς τὴν Σιών μὲ
τὸ αἷμα τῶν πτωχῶν καὶ τῶν
ἀδυνάτων, τὰς κατοικίας σας εἰς
τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὰς ἀδικίας
ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν σας.
|
10
Σεῖς, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ ἔχετε
ὁρισθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς
οἰκοδόμοι τῆς Σιὼν καὶ τῆς Ἱερουσαλήμ,
τώρα οἰκοδομεῖτε <ἢ κατ’ ἄλλην
ἑρμηνείαν: Ἐγεμίσατε> τὴν Σιὼν
καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ αἵματα
καὶ ἀδικίες κατὰ τοῦ λαοῦ
καὶ παρουσιάζετε ἐγκληματικὴν διαγωγήν.
|
11
Οἱ ἡγούμενοι αὐτῆς μετὰ
δώρων ἔκρινον, καὶ οἱ ἱερεῖς
αὐτῆς μετὰ μισθοῦ ἀπεκρίνοντο,
καὶ οἱ προφῆται αὐτῆς μετὰ
Ἀργυρίου ἐμαντεύοντο, καὶ ἐπὶ
τὸν Κύριον ἐπανεπαύοντο λέγοντες·
οὐχὶ ο Κύριος ἐν ἡμῖν
ἐστιν; Οὐ μὴ ἐπέλθῃ ἐφ'
ἡμᾶς κακά. |
11
Οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ κριταὶ τῆς
Ἱερουσαλὴμ ἐδίκαζαν ἀνάλογα
μὲ τὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα ἐλάμβαναν.
Οἱ ἱερεῖς τῆς πόλεως ἔδιδαν
ἀπαντήσεις εἰς τοὺς πολίτας,
ἀφοῦ ἐζήτουν καὶ ἔπαιρναν
ἀμοιβήν, καὶ οἱ ψευδοπροφῆται
ἔδιδαν τὰς μαντείας των, ἀφοῦ
προηγουμένως ἐπληρώνοντο μὲ χρήματα.
Καὶ παρ' ὅλας τὰς καταφώρους αὐτὰς
παρανομίας ἐπανεπαύοντο εἰς τὸν
Κύριον λέγοντες· <ὁ Κύριος
δὲν εἶναι ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν;
Βεβαίως. Ἄρα δὲν θὰ μᾶς εὕρουν
κακά!>
|
11
Οἱ ἡγέται, οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ
κριταὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐδίκαζαν
δεχόμενοι χρήματα καὶ δῶρα· οἱ ἱερεῖς
της, ὡς διδάσκαλοι τοῦ νόμου, ἔδιδαν ἀπαντήσεις
εἰς ὅσους τοὺς ἐρωτοῦσαν διὰ
θέματα σχετικὰ μὲ τὴν θρησκείαν, ἀφοῦ
ἐζητοῦσαν καὶ ἔπαιρναν χρήματα. Οἱ
δὲ προφῆται της παρεῖχαν τὶς μαντεῖες
των, ἀφοῦ ἐλάμβαναν προηγουμένως χρήματα.
Καὶ ἐνῷ ἐζοῦσαν μέσα εἰς
αὐτὴν τὴν φοβερὰν παρανομίαν καὶ
παρέβαιναν τόσον φανερὰ τὴν ἠθικὴν
τάξιν, δὲν ᾐσθάνοντο κανένα ἔλεγχον ἀπ’
ἐναντίας ἐφησύχαζαν καὶ ἐπανεπαύοντο
εἰς τὸν Κύριον, σὰν νὰ ἐκάθοντο
εἰς στήριγμα ἀσφαλὲς καὶ ἀναπαυτικόν,
λέγοντες: <Δὲν εἶναι ὁ Κύριος μεταξύ
μας; Ἀσφαλῶς εἶναι! Ἑπομένως δὲν
πρόκειται νὰ μᾶς κτυπήσουν συμφορές>!
|
12
Διὰ τοῦτο δι' ἡμᾶς Σιὼν ὡς
ἀγρὸς ἀροτριαθήσεται, καὶ Ἱερουσαλὴμ
ὡς ὀπωροφυλάκιον ἔσται καὶ τὸ
ὅρος τοῦ οἴκου εἰς ἄλσος δρυμοῦ.
|
12
Διὰ τὰς ἁμαρτίας καὶ τὴν
ἀμετανοησίαν σας αὐτήν, ἡ Σιὼν
θὰ ὀργωθῇ ὡσὰν ἀγρός,
καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ μείνῃ
ἔρημος, ὡσὰν ἀγρός, καὶ
ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ μείνῃ
ἔρημος, ὡσὰν τὶς καλύβες τῶν
ἀγρῶν ποὺ χρησιμοποιοῦνται κατὰ
τὸ θέρος ὡς ὀπωροφυλάκια. Ὁ
δὲ λόφος, ὅπου ὁ ναὸς τοῦ
Κυρίου, ἔρημος πλέον προσκυνητῶν θὰ
μεταβληθῇ εἰς ἄγριον δάσος.
|
12
Διὰ τὴν βέβηλον αὐτὴν διαγωγήν
σας καὶ τὴν θεληματικὴν ἐμμονήν
σας εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ τὴν
ποικίλην ἁμαρτίαν ἡ Σιὼν θὰ καταστραφῇ
τελείως, τόσον, ὥστε θὰ ὀργωθῇ, ὅπως
ὀργώνεται μὲ ἀλέτρι τὸ χωράφι.
Ἐπίσης ἡ Ἱερουσαλὴμ μὲ τὰ
μεγαλοπρεπῆ κτίρια θὰ ἐρημωθῇ·
θὰ γίνῃ ὡσὰν πρόχειρος ἀγροτικὴ
καλύβη ὀπωρικῶν καὶ φρούτων, ὅπως
ἐκεῖνες ποὺ ἐγκαταλείπονται μετὰ
τὸ θέρος καὶ ἐρημώνονται. Ὁ
δὲ λόφος, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον
εἶναι κτισμένος ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ,
ὁ πολυθρύλητος Ναός, θὰ χορτομανήσῃ, θὰ
γεμίσῃ δὲ μὲ τόσα δένδρα καὶ
φυτά, ὥστε νὰ ὁμοιάζῃ πρὸς
πυκνὸν καὶ ἀπάτητον δάσος. |