Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἔσται ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν
ἐμφανὲς τὸ ὅρος Κυρίου, ἕτοιμον
ἐπὶ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων,
καὶ μετεωρισθήσεται ὑπεράνω τῶν
βουνῶν· καὶ σπεύσουσι πρὸς αὐτὸ
λαοί, |
ἰς
τοὺς τελευταίους ὅμως καιροὺς μὲ
τὴν ἀνατολὴν τῆς νέας περιόδου,
περιόδου τῆς χάριτος, θὰ γίνῃ
φανερὸν τὸ ὅρος τοῦ ναοῦ τοῦ
Κυρίου ὡραῖον καὶ περίβλεπτον
ἀπὸ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων,
καὶ θὰ ὑψωθῇ ὑπεράνω ἀπὸ
τὰ βουνά. Πρὸς αὐτὸ δὲ
θὰ σπεύσουν ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς
γῆς. |
ὰ
συμβῇ δὲ τὸ ἑξῆς: Κατά τις τελευταῖες
ἡμέρες τῆς Μωσαϊκῆς οἰκονομίας,
ὅταν τὴν οἰκονομίαν αὐτὴν πρόκειται
νὰ ἀντικαταστήσει ἡ νέα περίοδος τοῦ
Μεσσία, θὰ γίνῃ περίοπτον, πασίδηλον καὶ
ἔνδοξον τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου, ὁλοφάνερὸν
καὶ ὡραῖον εἰς τὶς κορυφὲς
τῶν βουνῶν, καὶ θὰ ὑψωθῆ
ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ὑψώματα·
καὶ τότε θὰ βιασθοῦν νὰ τρέξουν πρὸς
αὐτὸ ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς
γῆς· |
2
καὶ πορεύσονται ἔθνη πολλὰ καὶ
ἐροῦσι· δεῦτε, ἀναβῶμεν
εἰς τὸ ὅρος Κυρίου καὶ εἰς
τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ,
καὶ δείξουσιν ἡμῖν τὴν ὁδὸν
αὐτοῦ, καὶ πορευσόμεθα ἐν ταῖς
τρίβοις αὐτοῦ· ὅτι ἐκ Σιὼν
ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος
Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ.
|
2
Πολλὰ ἔθνη θὰ μεταβοῦν ἐκεῖ
καὶ θὰ λέγουν ἀναμεταξύ των·
Ἐλᾶτε, ἂς ἀναβῶμεν εἰς
τὸ ὅρος Κυρίου, εἰς τὸν οἶκον,
ὅπου εὑρίσκεται ὁ ναὸς τοῦ
Θεοῦ Ἰακώβ. Αὐτοὶ θὰ δείξουν
καὶ εἰς ἡμᾶς τὸν δρόμον
αὐτοῦ καὶ θὰ πορευθῶμεν μαζῆ
των τὰς ὁδούς. Διότι ἀπὸ
τὴν Σιὼν θὰ ἐξέλθῃ καὶ
θὰ διαγγελθῇ ὁ νέος Νόμος καὶ
ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἀπὸ
τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
2
τότε πολλὰ ἔθνη θὰ πορευθοῦν ἐκεῖ
καὶ προτρέποντα τὸ ἕνα τὸ ἄλλο
θὰ λέγουν: <Ἐμπρός, ἂς ἀνεβοῦμε
εἰς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου καὶ εἰς
τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ. Ἐκεῖ
θὰ μᾶς ὑποδείξουν καὶ θὰ μᾶς
διδάξουν τὶς ἐντολές Του καὶ ἠμεῖς
θὰ συμμορφωθῶμεν καὶ θὰ βαδίσωμεν
εἰς τοὺς ὁμαλοὺς καὶ εὐθεῖς
δρόμους τῶν ἐντολῶν Του. Διότι ἀπὸ
τὴν <νέαν> Σιὼν θὰ ἐξέλθῃ
<νέος> νόμος, καὶ λόγος Κυρίου θὰ κηρυχθῇ
ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ>.
|
3
Καὶ κρινεῖ ἀνὰ μέσον λαῶν
πολλῶν καὶ ἐξελέγξει ἔθνη ἰσχυρὰ
ἕως εἰς μακράν, καὶ κατακόψουσι
τὰς ρομφαίας αὐτῶν εἰς ἄροτρα
καὶ τὰ δόρατα αὐτῶν εἰς
δρέπανα, καὶ οὐκ μὴ ἀντάρῃ
ἔθνος ἐπ' ἔθνος ρομφαίαν, καὶ
οὐκέτι μὴ μάθωσι πολεμεῖν.
|
3
Ὁ λόγος αὐτός, ὁ νέος
Νόμος τοῦ Θεοῦ, θὰ κρίνῃ
μεταξὺ πολλῶν λαῶν καὶ θὰ ἐλέγξῃ
τὴν ζωὴν μεγάλων καὶ ἰσχυρῶν
ἐθνῶν, ἕως τὰ πλέον ἀπομεμακρυσμένα
ἄκρα τῆς οἰκουμένης. Τότε οἱ
λαοὶ αὐτοὶ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ
τὸν Νόμον τῆς Χάριτος, θὰ κατακόψουν
εἰς τεμάχια τὰς ρομφαίας των καὶ
θὰ τὰς μεταβάλουν εἰς ἄροτρα
καὶ τὰ πολεμικὰ αὐτῶν δόρατα
θὰ τὰ μεταβάλουν εἰς θεριστικὰ
δρεπάνια. Καὶ δὲν θὰ σηκώσῃ
πλέον τὸ ἕνα ἔθνος ἐναντίον
τοῦ ἄλλου φονικὴν ρομφαίαν καὶ
δὲν θὰ μάθουν πλέον οἱ λαοὶ
νὰ πολεμοῦν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον.
|
3
Καὶ <ὁ νέος αὐτὸς λόγος καὶ
νόμος> θὰ κρίνῃ μεταξὺ λαῶν πολλῶν,
ἀναγνωριζόμενος ἀπὸ αὐτὰ ὡς
ἀνώτατος νομοθέτης καὶ κριτῆς, καὶ
θὰ ἐλέγξῃ ὡς κυρίαρχος ἔθνη
ἰσχυρὰ ἕως εἰς τὰ πλέον μακρινὰ
σημεῖα τῆς γῆς. Τότε οἱ λαοὶ
αὐτοὶ θὰ κατακόψουν τὰ πλατιὰ
καὶ μεγάλα ἀμφίστομα σπαθιά των καὶ
θὰ τὰ σφυρηλατήσουν εἰς ἀγροτικὰ
ἀλέτρια· καὶ τὰ πολεμικά των
δόρατα θὰ τὰ μετατρέψουν εἰς θεριστικὰ
δρεπάνια. Καὶ πλέον δὲν θὰ σηκώσουν τὸ
ἕνα ἔθνος ἐναντίον τοῦ ἄλλου
τὰ πλατιὰ καὶ μεγάλα ἀμφίστομα πολεμικὰ
σπαθιά των καὶ δὲν θὰ μαθαίνουν πλέον
τὰ ἔθνη πῶς να πολεμοῦν τὸ ἕνα
κατὰ τοῦ ἄλλου. |
4
Καὶ ἀναπαύσετοι ἕκαστος ὑποκάτω
ἀμπέλου αὐτοῦ καὶ ἕκαστος
ὑποκάτω συκῆς αὐτοῦ, καὶ
οὐκ ἔσται ὁ ἐκφοβῶν, διότι
τὸ στόμα Κυρίου παντοκράτορος ἐλάλησε
ταῦτα. |
4
Καιροὶ εἰρήνης θὰ ἐπικρατήσουν
καὶ ὁ καθένας θὰ ἀναπαύεται
κάτω ἀπὸ τὴν κληματαριάν του
καὶ κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν
του. Κανεὶς δὲν θὰ τοὺς ἐκφοβίζῃ
πλέον. Αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν,
διότι τὸ στόμα τοῦ Κυρίου παντοκράτορας
τὸ προανήγγειλε.
|
4
Ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος θὰ ἀναπαύεται
ἀμέριμνος καὶ ἥσυχος κάτω ἀπὸ
τὴν κληματαριά του καὶ κάτω ἀπὸ
τὴν συκιά του· καὶ δὲν θὰ
ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ νὰ τοὺς ἐκφοβίζῃ
καὶ νὰ τοὺς ἀπειλή. Ὅλα δὲ
αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν ὁπωσδήποτε,
διότι τὸ ἀξιόπιστον στόμα τοῦ παντοκράτορος
Κυρίου τὰ εἶπεν αὐτά. |
5
Ὅτι πάντες οἱ λαοὶ πορεύσονται
ἕκαστος τὴν ὁδῶν αὐτοῦ,
ἡμεῖς δὲ πορευσόμεθα ἐν ὀνόματι
Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν εἰς τὸν
αἰῶνα καὶ ἐπέκεινα.
|
5
Προηγουμένως ὅμως ὅλα τὰ ἔθνη
θὰ βαδίζουν τὸ καθένα τὸν δρόμον
τοῦ ἰδικοῦ των θεοῦ, ἐνῷ
ἡμεῖς οἱ Ἰσραηλῖται θὰ
κατευθύνωμεν τὴν ζωήν μας ἐν ὀνόματι
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, εἰς
τὸν αἰῶνα καὶ πέραν τοῦ
αἰῶνος.
|
5
Πρὶν ὅμως ἀπὸ τὶς εἰρηνικὲς
καὶ εὐτυχεῖς αὐτὲς ἡμέρες,
ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ θὰ βαδίζουν
εἰς τὴν πλάνην, ὁ καθένας σύμφωνα
μὲ τὸν νόμον τοῦ ἰδικοῦ των
θεοῦ, ἐνῷ ἡμεῖς, ὁ λαὸς
τοῦ Θεοῦ <ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς
χάριτος), θὰ βαδίζωμεν καὶ θὰ προχωρῶμεν
ἐνισχυόμενοι διὰ τοῦ ἀκαταγωνίστου
ὀνόματος Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας εἰς τὸν
αἰῶνα καὶ πέραν τοῦ αἰῶνος,
δηλαδὴ εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
|
6
Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ,
λέγει Κύριος, συνάξω τὴν συντετριμμένην
καὶ τὴν ἐξωσμένην εἰσδέξομαι
καὶ οὓς ἀπωσάμην·
|
6
Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην,
λέγει ὁ Κύριος, θὰ συγκεντρώσω
τὴν συντετριμμένην ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν
φυλὴν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ τὴν
ἐξωρισμένην ἀπὸ τὴν πατρίδα
της θὰ δεχθῶ καὶ πάλιν, θὰ δεχθῶ
ὅλους ἐκείνους, τοὺς ὁποίους
προηγουμένως ἀπεμάκρυνα.
|
6
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην <τὴν
ἐποχὴν τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου>,
λέγει ὁ Κύριος, θὰ συνάξω καὶ θὰ συγκεντρώσω
αὐτούς, ποὺ ἔχουν συντριβῆ ἀπὸ
τὴν αἰχμαλωσίαν, καὶ θὰ δεχθῶ
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ αὐτούς, ποὺ
ἔδιωξα λόγῳ τῆς εἰδωλολατρίας, καὶ
αὐτούς, τοὺς ὁποίους ἀπέρρριψα καὶ
ἀπεμάκρυνα. |
7
καὶ θήσομοι τὴν συντετριμμένην εἰς
ὑπόλειμμα καὶ τὴν ἀπωσμένην
εἰς ἔθνος δυνατόν, καὶ βασιλεύσει
Κύριος ἐπ' αὐτοὺς ἐν ὄρει
Σιὼν ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως
εἰς τὸν αἰῶνα.
|
7
Ἀπὸ τὴν φυλὴν αὐτήν, ποὺ
ἔχει συντριβῇ ἀπὸ τὰς δεινὰς
δοκιμασίας, θὰ λάβω τοὺς ἀπομείναντας
καὶ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς
ὁποίους ἐγὼ ἀπεμάκρυνα,
θὰ συνθέσω ἔθνος ἰσχυρόν. Βασιλεὺς
αὐτῶν θὰ εἶναι ὁ Κύριος
εἰς τὸ ὅρος Σιὼν ἀπὸ τοῦ
νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
|
7
Καὶ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἔχουν
συντριβῆ καὶ καταταλαιπωρηθῇ, θὰ λάβω
ὅσους ἔχουν ἀπομείνει· καὶ τόσον
ἀπὸ αὐτούς, ὅσον καὶ ἀπὸ
ἐκείνους, ποὺ ἀπέρριψα καὶ ἀπεμάκρυνα,
θὰ συνθέσω καὶ θὰ ἀναδείξω ἔθνος
ἰσχυρόν. Καὶ βασιλιᾶς των θὰ εἶναι
ὁ Κύριος, μὲ ἔδραν τὸ ὄρος Σιών,
εἰς τὸ ἑξῆς καὶ ἕως εἰς
τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
|
8
Καὶ σὺ πύργος ποιμνίου αὐχμώδης,
θύγατερ Σιών, ἐπὶ σὲ ἥξει
καὶ εἰσελεύσεται ἡ ἀρχὴ
ἡ πρώτη, βασιλεία ἐκ Βαβυλῶνος
τῇ θυγατρὶ Ἱερουσαλήμ.
|
8
Προηγουμένως ὅμως σύ, κόρη μου Σιών,
ἄγρυπνος φρουρὸς τοῦ ποιμνίου μου,
θὰ γίνῃς κατάξηρη καὶ ἔρημος.
Θὰ βαδίσῃ ἐναντίον σου ἐχθρός,
θὰ εἰσελθῃ εἰς τὴν περιοχήν
σου ἡ πρώτη καὶ μεγάλη συμφορά,
βασιλεία ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα, ἐναντίον
τῆς θυγατρὸς Ἱερουσαλήμ.
|
8
Ὅμως μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης σύ,
θυγατέρα μου Σιὼν <Ἱερουσαλήμ>, ποὺ
ἤσουν κάποτε πύργος καὶ καταφύγιον ἀσφαλὲς
τοῦ ποιμνίου μου <τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ>, θὰ γίνῃς κατάξερη, δυστυχὴς
καὶ ἀθλία, διότι θὰ σὲ κτυπήσῃ
μεγάλη συμφορά· ἐναντίον τῆς
θυγατέρας μου Ἱερουσαλὴμ θὰ βαδίσῃ
καὶ θὰ εἰσβάλῃ εἰς τὴν
περιοχήν της ὁ πρῶτος βασιλιᾶς τῆς
Βαβυλῶνος, ὁ Ναβουχοδονόσορ <ὁ ὁποῖος
θὰ ἐξορμήσῃ ἀπὸ τὴν
Βαβυλῶνα>. |
-9
Καὶ νῦν ἱνατί ἔγνως
κακά; Μὴ βασιλεὺς οὐκ ἦν
σοι; Ἢ ἡ βουλή σου
ἀπώλετο ὅτι
κατεκράτησάν σου ὠδῖνες ὡς
τικτούσης; |
9
Καὶ τώρα σὲ ἐρωτῶ· Διατὶ
ἐγεύθης καὶ γεύεσαι αὐτὰς
τὰς συμφοράς; Μήπως δὲν ὑπῆρχεν
εἰς σὲ βασιλεύς· Μήπως ἐχάθησαν
οἱ ὀρθοφρονοῦντες σύμβουλοί
σου καὶ σὲ ἐκυρίευσαν θλίψεις
μεγάλαι, ὡσὰν ὠδῖνες τοκετοῦ;
|
9
Καὶ τώρα σὲ ἐρωτῶ: Διατὶ ἐδοκίμασες
καὶ δοκιμάζεις τόσες θλίψεις καὶ συμφορές; Μήπως
δὲν εἶχες βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος
νὰ ἡγῆται εἰς τοὺς πολέμους
κατὰ τῶν ἐχθρῶν σου; Ἢ μήπως
ἔχασες τοὺς πνευματικοὺς καὶ σοφοὺς
συμβούλους σου καὶ διὰ τοῦτο σὲ
ἐκυρίευσαν πόνοι δυνατοὶ καὶ θλίψεις, οἱ
ὁποῖοι εἶναι τόσον ὀδυνηροί, ὅσον
οἱ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ;
|
10
Ὤδινε καὶ ἀνδρίζου καὶ ἔγγιζε,
θύγατερ Σιών, ὡς τίκτουσα· διότι
νῦν ἐξελεύσῃ ἐκ πόλεως
καὶ κατασκηνώσεις ἐν πεδίῳ καὶ
ἥξεις ἕως Βαβυλῶνος· ἐκεῖθεν
ρύσεταί σε καὶ ἐκεῖθεν λυτρώσεταί
σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐκ χειρὸς
ἐχθρῶν σου. |
10
Πλησίασε, ὑπόμεινε ἀκόμη τὰς
ὠδῖνας σου, δεῖξε ἀνδρείαν,
κόρη Σιών, ὅπως ἡ ἐπίτοκος
γυναῖκα, διότι θὰ φύγῃς βεβαίως
ἀπὸ τὰς πόλεις τῆς πατρίδος
σου, θὰ κατασκήνωσῃς εἰς τὸ
ὕπαιθρον καὶ θὰ φθάσῃς ἐξόριστος
μέχρι καὶ τῆς Βαβυλῶνος. Ἀλλὰ
ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ γλυτώσῃ
ὁ Κύριος, θὰ σὲ ἐλευθερώσῃ
Κύριος ὁ Θεός σου ἀπὸ τὰ
χέρια τῶν ἐχθρῶν σου.
|
10
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔχεις βοηθηθῆ
ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ καὶ τοὺς
συμβούλους σου, ἐτοιμάσου νὰ ὑπομείνῃς
τοὺς δυνατοὺς αὐτοὺς πόνους·
ἀγωνίσου μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα
ὡς ἄνδρας, θυγατέρα μου Σιών, ὥστε νὰ
ὑπομένῃς τὶς ὠδῖνες αὐτές,
ὅπως τὶς ὑπομένει ἡ γυναῖκα,
τῆς ὁποίας πλησιάζει ἡ ὥρα τοῦ
τοκετοῦ. Διότι μὴ περιμένεις ἀπαλλαγὴν
ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὶς θλίψεις
αὐτές. Ἐπειδὴ μετ’ ὀλίγον χρόνον
ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ ἀλωθῇ
καὶ σὺ <ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς>
θὰ ἐξέλθῃς ἀπὸ αὐτήν,
θὰ κατασκηνώσῃς εἰς τὸ ὕπαιθρον
καὶ θὰ φθάσῃς αἰχμάλωτος μέχρι τὴν
Βαβυλῶνα. Ὅμως ἀπὸ ἐκεῖ
θὰ σὲ ἀπαλλάξῃ καὶ ἀπὸ
ἐκεῖ θὰ σὲ λυτρώσῃ ἀπὸ
τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου ὁ Κύριος,
ὁ Θεός σου. |
11
Καὶ νῦν ἐπισυνήχθησαν ἐπὶ
σὲ ἔθνη πολλὰ οἱ λέγοντες·
ἐπιχαρούμεθα, καὶ ἐπόψονται
ἐπὶ Σιὼν οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν.
|
11
Τώρα ὅμως ἔχουν συγκεντρωθῆ ἐναντίον
σου ἔθνη πολλά, τὰ ὁποῖα καὶ
λέγουν· Ἄς χαρῶμεν μὲ τὴν
καταστροφήν της. Τὰ μάτια μας θὰ ἴδουν
καὶ θὰ ἀπολαύσουν τὸν ὄλεθρόν
της. |
11
Τώρα ὅμὼς ἔχουν συγκεντρωθῇ ἐναντίον
σου πολλὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, τὰ
ὁποῖα λέγουν; <Ἂς χαροῦμε διὰ
τὴν συμφορὰν καὶ τὴν καταστροφήν·
τὰ μάτια μας ἂς χαροῦν καὶ ἂς
ἀπολαύσουν τὸ θέαμα ποὺ ἤθελαν, δηλαδὴ
τὴν καταστροφὴν τῆς Σιών>!
|
12
Αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὸν
λογισμὸν Κυρίου καὶ οὐ συνῆκαν
τὴν βουλὴν αὐτοῦ, ὅτι συνήγαγεν
αὐτοὺς ὡς δράγματα ἅλωνος.
|
12
Τὰ ἔθνη ὅμως αὐτὰ δὲν
ἀντελήφθησαν τὴν σκέψιν καὶ
τὸ σχέδιον τοῦ Κυρίου· δὲν
ἐνόησαν, ποιὰ ἦτο ἡ θέλησίς
του, ὅτι δηλαδὴ αὐτὸς τοὺς ἐμάζευσε,
ὅπως μαζεύει ὁ γεωργὸς τὰ δεμάτια
εἰς τὸ ἁλῶνι.
|
12
Καὶ οἱ μὲν ἐχθροὶ ἔτσι
θὰ ἐπιπέσουν ἐνάντιον σου. Δὲν ἐνόησαν
ὅμως ὅτι ὅλα αὐτὰ ἦσαν
παραχώρησις Θεοῦ. Δὲν ἐνόησαν τὴν
σκέψιν, τὴν ἀπόφασιν καὶ τὸ σχέδιον
τῆς προνοίας τοῦ Κυρίου, οὔτε ἐκατάλαβαν
τὸ ἅγιον θέλημά του· ὅτι δηλαδὴ
μὲ ὅλα αὐτὰ ὁ πάνσοφος Θεὸς
τοὺς συνεκέντρωσεν ἐναντίον σου, ὅπως
μαζεύει ὁ γεωργὸς τὰ δεμάτια του εἰς
τὸ ἁλῶνι, διὰ νὰ τὰ ἁλωνίσῃ.
|
13
Ἀνάστηθι, καὶ ἀλόα αὐτούς,
θύγατερ Σιών, ὅτι τὰ κέρατά
σου θήσομαι σιδηρᾶ καὶ τὰς ὁπλάς
σου θήσομαι χαλκᾶς, καὶ καταλήξεις
ἐν αὐτοῖς ἔθνη καὶ λεπτυνεῖς
λαοὺς πολλοὺς καὶ ἀναθήσεις
τῷ Κυρίῳ τὸ πλῆθος αὐτῶν
καὶ τὴν ἰσχὺν αὐτῶν τῷ
Κυρίῳ πάσης τῆς γῆς.
|
13
Μὴ φοβεῖσαι, κόρη μου Σιών· σήκω
καὶ ἁλώνισέ τους. Σιδερένια
θὰ κάμω τὰ κέρατά σου ἐναντίον
των καὶ χαλκίνας τὰς ὁπλὰς τῶν
ποδιῶν σου. Μὲ αὐτὰς θὰ λυώσῃς
τὰ ἔθνη, θὰ κονιορτοποιήσῃς
πολλοὺς λαούς. Ἔπειτα δὲ θὰ
ἀφιερώσῃς εἰς τὸν Κύριον
ὅλον τὸ πλῆθος καὶ τὴν δύναμίν
των, εἰς τὸν Θεὸν καὶ Κύριον
ὅλης τῆς γῆς.
|
13
Σήκω ἐπάνω, θυγατέρα μου Σιών, σὺ ποὺ νομίζεις
ὅτι εἶσαι νεκρά· σήκω ἐπάνω καὶ
ἁλώνισε τούς, καταπατώντας καὶ συντρίβοντάς
τους. Διότι τὰ κέρατά σου θὰ τὰ καταστήσω
ἰσχυρά, ὅπως τὸν σίδηρον, καὶ τὶς
ὁπλὲς τῶν ποδιῶν σου θὰ τὶς
καταστήσω ἰσχυρὲς καὶ σκληρές, ὅπως
τὸν χαλκόν. Δηλαδὴ θὰ σοῦ δῶσω
δύναμιν ἀκαταμάχητον, ὥστε μὲ αὐτὴν
νὰ λειώσῃς ὁλωσδιόλου τὰ ἔθνη
καὶ νὰ συντρίψῃς σὰν λεπτὸν
χνούδι λαοὺς πολλούς, δηλαδὴ νὰ τοὺς
ἀφανίσῃς ἐντελῶς. Ὅλον δὲ
αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν
θὰ τὸ ἀφιερώσῃς εἰς τὸν
Κύριον καὶ ὅλην τὴν δύναμίν των εἰς
τὸν Κύριον ὅλης τῆς γῆς.
|
14
Νῦν ἐμφραχθήσεται θυγάτηρ Ἐφραὶμ
ἐν φραγμῷ, συνοχὴν ἔταξεν ἐφ'
ἡμᾶς, ἐν ράβδῳ πατάξουσιν
ἐπὶ σιαγόνα τὰς φυλὰς τοῦ
Ἰσραήλ. |
14
Τώρα ὅμως θὰ περικυκλωθῇ ὡς
διὰ ἰσχυροῦ φραγμοῦ ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαός. Συνοχήν, κλοιὸν γύρω ἀπὸ
ἡμᾶς θὰ στήσουν οἱ ἐχθροί.
Μὲ ράβδους θὰ κτυποῦν τὰς σιαγόνας
τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
14
Τώρα ὅμως θὰ συμβῇ τοῦτο: Θὰ
περικυκλωθῇ καὶ θὰ πολιορκηθῇ στενὰ
ὡσὰν μὲ φραγμὸν ἡ θυγατέρα τοῦ
Ἐφραίμ <ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός>.
Οἱ ἐχθροὶ θὰ μᾶς πολιορκοῦν
πολὺ στενὰ καὶ θὰ μᾶς πιέζουν
πρὸς μεγίστην δὲ ἀτιμίαν καὶ προβολὴν
θὰ κτυποῦν μὲ ραβδὶ τὶς σιαγόνες
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. |