Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἴμοι,
ὅτι ἐγενήθην
ὡς συνάγων καλάμην ἐν ἀμήτῳ,
καὶ ὡς ἐπιφυλλίδα ἐν τρυγητῷ,
οὐχ ὑπάρχοντος βότρυος τοῦ φαγεῖν
τὰ πρωτόγονα. Οἴμοι, ψυχή,
|
λλοίμονον!
Ἐγὼ καὶ ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαὸς ὁμοιάζομεν μὲ ἄνθρωπον,
ποὺ προσπαθεῖ νὰ μαζέψῃ στάχυα
μετὰ τὸν θερισμὸν καὶ τσαμπίδια
εἰς τὰ ἀμπέλια ἔπειτα ἀπὸ
τὸν τρυγητόν, ὁπότε δὲν ὑπάρχει
κανένα καλὸ σταφύλι, διὰ νὰ
φάγῃ κανείς. Ἀλλοίμονον, ψυχή
μου! Εἰς ποίαν πτωχείαν ἔχομεν καταντήσει!
|
λλοίμονον!
<λέγει ὁ Προφήτης>. Ὁμοιάζω μὲ ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος συλλέγει τὰ στάχυα, ποὺ
ἀπέμειναν ἀπὸ τὸ δρεπάνι τῶν
θεριστῶν, καὶ τὰ τσαμπιὰ μὲ
τὶς ἀσθενικὲς καὶ ὀλίγες ρῶγες,
ποὺ ἀπέμειναν μετὰ τὸν τρύγον, ὁπότε
δὲν ὑπάρχει κανένα πρώϊμον καλὸν σταφύλι
διὰ νὰ φάγῃ κανείς. Ἀλλοίμονον, ψυχή
μου! |
2
ὅτι ἀπόλωλεν εὐσεβὴς ἀπὸ
τῆς γῆς καὶ κατορθῶν ἐν ἀνθρώποις
οὐχ ὑπάρχει· πάντες εἰς
αἵματα δικάζονται, ἕκαστος τὸν πλησίον
αὐτοῦ ἐκθλίβουσιν ἐκθλιβῇ,
|
2
Ἐχάθηκε εὐσεβὴς ἄνθρωπος ἀπὸ
τὴν χώραν μας. Ἄνθρωπος ἀρετῆς
καὶ καλῶν ἔργων δὲν ὑπάρχει
μεταξύ μας. Ὅλοι εἶναι ὑπεύθυνοι
αἱματηρῶν ἐγκλημάτων. Ὁ καθένας
ἀπὸ αὐτοὺς καταδυναστεύει τὸν
πλησίον του μὲ σκληρότητα.
|
2
Διότι εἶναι τόση ἡ κοινωνικὴ ἀποσύνθεσις
καὶ διαφθορά, ὥστε ἐχάθη ὁ εὐσεβὴς
καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος ἀπὸ
τὴν γῆν τῶν Ἰουδαίων δὲν ὑπάρχει
πλέον ἄνθρωπος δίκαιος, ἄνθρωπος ἀρετῆς
καὶ θεοφιλῶν ἔργων. Ὅλοι εἶναι
δοσίλογοι διὰ φόνους καὶ αἱματηρὰ
ἐγκλήματα· καθένας καταπιέζει τὸν πλησίον
του μὲ ἀσπλαγχνίαν καὶ σκληρότητα.
|
3
ἐπὶ τὸ κακὸν τὰς χεῖρας
αὐτῶν ἐτοιμάζουσιν, ὁ ἄρχων
αἰτεῖ, καὶ ὁ κριτὴς εἰρηνικοὺς
λόγους ἐλάλησε, καταθύμιον ψυχῆς
αὐτοῦ ἐστι. Καὶ ἐξελοῦμαι
τὰ ἀγαθὰ αὐτῶν
|
3
Ὅλοι ἔχουν ἕτοιμα τὰ χέρια των
διὰ τὸ κακόν. Κάθε ἄρχων ἀπαιτεῖ
δῶρα. Ὁ κάθε κριτής, ὁ κάθε
δικαστής, παίρνει δῶρα καὶ ὁμιλεῖ
κολακευτικὰ καὶ ἀποφασίζει σύμφωνα
μὲ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ψυχῆς
τοῦ ἐνόχου. Ἐγὼ ὅμως θὰ
ἀφαιρέσω ἀπὸ αὐτοὺς τὰ
παράνομα ἀγαθά των,
|
3
Καὶ ὄχι μόνον δὲν ἐργάζονται τὸ
ἀγαθόν, ἀλλ’ ὁ καθένας δραστηριοποιεῖται
μὲ σπουδήν, ὥστε τὰ χέρια του νὰ εἶναι
ἕτοιμα μόνον διὰ νὰ κακοποιήσουν καὶ
καταπιέσουν ἀνθρώπους. Διεφθαρμένοι εἶναι καὶ
οἱ ἄρχοντες· διότι ἕκαστος ἄρχων
δὲν περιμένει νὰ τοῦ προσφέρουν δῶρα,
ἀλλ' ἀπαιτεῖ δῶρα· ὁ δὲ
κριτής, ἀφοῦ ἐδωροδοκήθη ἀπὸ
ἐκείνους ποὺ ἀδικοῦν, λαλεῖ
λόγια εἰρηνικά, ἐπιθυμητά, εὐάρεστα εἰς
τοὺς ἐνόχους καὶ τοὺς ὑπόσχεται
τὴν νίκην, ἐκπληρώνων τὶς ἐπιθυμίες
των. Ἐγὼ ὅμως θὰ ἀφανίσω καὶ
θὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ αὐτοὺς
τὰ ἀγαθά των, ποὺ ἐμάζευσαν
μὲ δόλους, παρανομίες καὶ καταπιέσεις,
|
4
ὡς σὴς ἐκτρώγων καὶ βαδίζων
ἐπὶ κανόνος ἐν ἡμέρᾳ
σκοπιᾶς. Οὐαὶ Οὐαί, αἱ
ἐκδικήσεις σου ἥκασι, νῦν ἔσονται
κλαυθμοὶ αὐτῶν. |
4
ὅπως τὸ σκουλήκι κατατρώγει καὶ
κονιορτοποιεῖ τὸ ξύλον, καθὼς προχωρεῖ
μέσα εἰς αὐτό. Θὰ ἀποστείλω
τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν κατὰ τὴν
ἡμέραν, ποὺ θὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ.
Καὶ τότε ἀλλοίμονον καὶ τρισαλλοίμονον!
Ἰδού, ὅτι ἔφθασαν αἱ τιμωρίαι
ἐναντίον σου. Τώρα θὰ ἀκουσθοῦν
οἱ θρῆνοι καὶ οἱ κλαυθμοί των.
|
4
ὅπως ἀκριβῶς τὸ σκουλήκι κατατρώγει,
ἀφανίζει καὶ δαπανᾷ ὅλως διόλου τὸ
ξύλον, καθὼς βαδίζει κατὰ μῆκος τοῦ
ἐσωτερικοῦ του. Ὁ ἀφανισμὸς
αὐτὸς θὰ γίνῃ κατὰ τὴν
ἡμέραν, ποὺ θὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ.
Ἀλλοίμονον! Ἀλλοίμονον! Ἔφθασεν ἤδη
ὁ καιρὸς τῆς δίκης· ὁ πόλεμος ἄρχισε·
ὁ πόνος εἶναι ἤδη εἰς τὴν πόρταν
σου· τώρα θὰ ἀκουσθοῦν οἱ θρῆνοι
καὶ οἱ κλαυθμοὶ ἐκείνων, ποὺ
θὰ ἀποθνήσκουν ἀπὸ τὴν πεῖναν,
ἀπὸ τὸ ἀδελφικὸν ἢ τὸ
ἐχθρικὸν ξίφος, καὶ γενικῶς <θὰ
ἀκουσθοῦν οἱ θρῆνοι> ἀπὸ
ἐκείνους, ποὺ θὰ ὑποφέρουν καὶ
θὰ πάσχουν. |
5
Μὴ καταπιστεύετε ἐν φίλοις καὶ
μὴ ἐλπίζετε ἐπὶ ἡγουμένοις,
ἀπὸ τῆς συγκοίτου σου φύλαξαι
τοῦ ἀναθέσθαι τι αὐτῇ·
|
5
Μὴ ἔχετε πλέον καμμίαν ἐμπιστοσύνην
εἰς τὴν ὑποστήριξιν τῶν φίλων
σας. Μὴ ἐλπίζετε εἰς τὴν δύναμιν
τῶν ἀρχόντων σας καὶ ἀπ' αὐτὰς
ἀκόμα τὰς συζύγους σας φυλαχθῆτε,
ὥστε νὰ μὴ ἐμπιστευθῆτε τίποτε
εἰς αὐτάς,
|
5
Μὴ ἔχετε ἐμπιστοσύνην εἰς τοὺς
φίλους σας καὶ μὴ στηρίζετε καμμίαν ἐλπίδα
εἰς τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς βασιλεῖς
σας. Πρόσεχε καὶ φυλάξου ἀκόμη καὶ
ἀπὸ τὴν σύζυγόν σου, ὥστε νὰ
μὴ ἐμπιστευθῇς τίποτε εἰς αὐτήν·
|
6
διότι υἱὸς ἀτιμάζει πατέρα,
θυγάτηρ ἐπαναστήσεται ἐπὶ τὴν
μητέρα αὐτῆς, νύμφη ἐπὶ
τὴν πενθερὰν αὐτῆς, ἐχθροὶ
πάντες ἀνδρὸς οἱ ἐν τῷ
οἴκῳ αὐτοῦ. |
6
διότι εἰς τὴν ἁμαρτωλότητα,
ποὺ ζῆτε, ὁ υἱὸς κατεξευτελίζει
τὸν πατέρα, ἡ θυγατέρα ἐπαναστατεῖ
ἐναντίον τῆς μητρής της, ἡ νύμφη
κατὰ τῆς πενθερᾶς της καὶ γενικῶς
ὅλα τὰ μέλη τῆς αὐτῆς
οἰκογενείας εἶναι ἐχθροὶ ἐναντίον
τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς οἰκογενείας
καὶ ἀναμεταξύ των |
6
διότι καὶ αὐτοὶ οἱ ἐξ αἵματος
συγγενεῖς θὰ ἐνδιαφέρωνται μόνον διὰ
τὸ συμφέρον των, ἔστω καὶ ἂν βλάψουν
τοὺς οἰκείους των. Ἔτσι ὁ υἱὸς
περιφρονεῖ καὶ ὑβρίζει τὸν πατέρα
του· ἡ θυγατέρα ἐπαναστατεῖ κατὰ τῆς
μητέρας της· ἡ νύμφη κατὰ τῆς πενθερᾶς
της· γενικῶς δὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς
ἰδίας οἰκογενείας εἶναι ἐχθροὶ
τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς οἰκογενείας
καὶ μεταξύ των. |
-7
Ἐγὼ δὲ ἐπὶ τὸν Κύριον
ἐπιβλέψομαι, ὑπομενῶ ἐπὶ
τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου εἰσακούσεταί
μου ὁ Θεός μου. |
7
Ἐγὼ ὅμως θὰ ὑψώσω ἰκετευτικὰ
τὰ βλέμματά μου πρὸς τὸν Κύριον.
Θὰ δείξω ὑπομονὴν καὶ θὰ
ἔχω ἐστηριγμένας τὰς ἐλπίδας
μου πρὸς τὸν σωτῆρα Θεόν μου. Καὶ
εἶμαι βέβαιος, ὅτι ὁ Θεός μου
θὰ ἀκούσῃ καὶ θὰ κάμῃ
δεκτὴν τὴν προσευχήν μου.
|
7
Ὅμως ἐγώ, ὁ προφήτης, δὲν θὰ
ἐμπιστευθῶ κανένα ἄνθρωπον θὰ στρέψω
τὸ βλέμμα μου μὲ ἐμπιστοσύνην καὶ
ἱκεσίαν εἰς τὸν Κύριον, θὰ ἀναμείνω
τὴν σωτηρίαν μου μὲ ὑπομονὴν καὶ
ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, τὸν σωτῆρα
μου, καὶ εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι
ὁ Θεός μου θὰ ἀκούσῃ καὶ θὰ
κάμῃ δέκτην τὴν ἱκεσίαν μου.
|
8
Μὴ ἐπίχαιρέ μοι, ἡ ἐχθρά
μου, ὅτι πέπτωκα· καὶ ἀναστήσομαι,
διότι ἐὰν καθίσω ἐν τῷ
σκότει, Κύριος φωτιεῖ μοι.
|
8
Διὰ τοῦτο ἂς μὴ χαιρεκακῇ ἐναντίον
μου ἡ παράταξις τῶν ἐχθρῶν μου
διὰ τὴν σημερινήν μου πτῶσιν. Θὰ
σηκωθῶ ὅμως, διότι, ἔστω καὶ
ἂν τώρα εὑρίσκωμαι μέσα εἰς
τὰ σκοτάδια, θὰ ἀποστείλῃ
πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος τὸ φῶς
τῆς σωτηρίας μου.
|
8
Διὰ τοῦτο <λέγει ἡ Ἱερουσαλήμ>
μὴ χαιρεκακεῖτε σεῖς, οἱ ἐχθροί
μου, ἐπειδὴ ἔχω πέσει εἰς τόσες συμφορές·
θὰ ἐγερθῶ, θὰ ἀναστηθῶ
καὶ πάλιν· διότι, ἔστω καὶ ἂν
τώρα ζῶ μέσα εἰς τὸ σκοτάδι τῶν συμφορῶν
καὶ τῶν κακώσεων, ὁ Κύριος θὰ ἀνατείλῃ
εἰς ἐμὲ τὸ φῶς τῆς σωτηρίας
καὶ εὐτυχίας μου. |
9
Ὀργὴν Κυρίου ὑποίσω, ὅτι
ἥμαρτον αὐτῷ, ἕως τοῦ δικαιῶσαι
αὐτὸν τὴν δίκην μου· καὶ
ποιήσει τὸ κρίμα μου καὶ ἐξάξει
με εἰς τὸ φῶς. Ὄψομαι τὴν δικαιοσύνην
αὐτοῦ, |
9
Θὰ ὑπομείνω τὴν ὀργὴν
καὶ τὴν τιμωρίαν τοῦ Κυρίου,
διότι ἔχω ἁμαρτήσει ἐνώπιόν
του, μέχρις ὅτου ὁ Κύριος, μετὰ
τὴν τιμωρίαν μου, μὲ δικαιώσῃ.
Ἀφοῦ πρῶτον μὲ δικάσῃ
καί μὲ τιμωρήσῃ, θὰ μὲ
βγάλῃ κατόπιν εἰς τὸ φῶς
τῆς λυτρώσεως. Θὰ ἴδω τὴν καλωσύνην
καὶ τὴν ἀγαθότητά του.
|
9
Ἐπειδὴ γνωρίζω τὸ δίκαιον τῆς θείας
τιμωρίας, θὰ ὑπομείνω τὴν ὀργὴν
τοῦ Κυρίου διὰ τὶς ἁμαρτίες μου πρὸς
Αὐτόν, μέχρις ὅτου μὲ δικαιώσῃ ὁ
Κύριος, μετὰ τὴν τιμωρίαν ποὺ μοῦ
ἐπέβαλε διὰ τὸ πλῆθος καὶ μέγεθος
τῶν ἁμαρτιῶν μου. Εἶμαι βεβαία
<συνεχίζει ἡ Ἱερουσαλήμ> ὅτι
ὁ Κύριος, ἀφοῦ μὲ δικάσῃ καὶ
μὲ τιμωρήσῃ, θὰ μὲ ὁδηγήσῃ
ἀπὸ τὸ σκότος τῆς δουλείας εἰς
τὸ φῶς τῆς ἐλευθερίας. Θὰ ἴδω
ὁπωσδήποτε τὴν καλωσύνην καὶ ἀγαθότητά
του, διότι ἐτιμώρησεν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
μὲ ἀδίκησαν. |
10
καὶ ὄψεται ἡ ἐχθρά μου καὶ
περιβαλεῖται αἰσχύνην ἡ λέγουσα
πρός με· ποῦ Κύριος ὁ Θεός
σου; Οἱ ὀφθαλμοί μου ἐπόψονται
αὐτήν· νῦν ἔσται εἰς καταπάτημα
ὡς πηλὸς ἐν ταῖς ὁδοῖς
|
10
Αὐτὴν τὴν εὐμένειαν τοῦ
Θεοῦ πρὸς ἐμέ, θὰ τὸν
ἴδουν οἱ ἐχθροί μου καὶ θὰ
καταισχυνθοῦν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
μέχρι πρὸ ὀλίγου μοῦ ἔλεγαν·
Ποῦ εἶναι Κύριος ὁ Θεός σου;
Τότε οἱ ὀφθαλμοί μου θὰ ἴδουν
τὸ κατάντημα τῶν ἐχθρῶν μου.
Ἡ παράταξις τῶν ἐχθρῶν μου συντετριμμένη
καὶ ἐξουδενωμένη θὰ πατηθῇ εἰς
τοὺς δρόμους, ὅπως πατεῖται καὶ
ζυμώνεται ὁ πηλὸς
|
10
Καὶ οἱ ἐχθροί μου θὰ ἰδοῦν
τὴν εὐμένειαν καὶ χρηστότητα αὐτὴν
τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἰδικήν μου
εὐημερίαν καὶ θὰ κατεντροπιασθοῦν·
θὰ κατεντροπιασθοῦν αὐτοί, ποὺ μοῦ
ἔλεγαν: <Ποὺ εἶναι Κύριος ὁ Θεός
σου;> Τὰ μάτια μου θὰ ἰδοῦν τότε
τὴν ἀξιοθρήνητον δυστυχίαν τῶν ἐχθρῶν
μου. Καθὼς θὰ εἶναι ἐξουθενωμένοι,
θὰ καταπατηθοῦν ἀπὸ ὅλους, ὅπως
καταπατεῖται ὁ πηλὸς εἰς τοὺς
δρόμους <διὰ νὰ ζυμωθῇ καλύτερα καὶ
γίνῃ μαλακώτερος καὶ χρησιμώτερος>
|
11
ἡμέρας ἀλοιφῆς πλίνθου. Ἐξάλειψίς
σου ἡ ἡμέρα ἐκείνη, καὶ
ἀποτρίψεται νομιμά σου ἡ ἡμέρᾳ
ἐκείνη· |
11
κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ χρησιμοποιεῖται
εἰς ἐπίχρισιν οἰκοδομῆς πλινθοκτίστου.
Ἡ ἡμέρα ἐκείνη θὰ εἶναι
ὁ ἐξαφανισμός σου. Οἱ ἄδικοι
νόμοι καὶ οἱ θεσμοί σου κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην, θὰ
κονιορτοποιηθοῦν καὶ θὰ καταργηθοῦν.
|
11
κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ χρισθοῦν
οἱ τοῖχοι οἰκοδομῆς κατασκευασμένης
ἀπὸ πλίθες. Κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην θὰ συμβῇ καὶ ἡ ἐξαφάνισίς
σου, καὶ κατ’ αὐτὴν οἱ παράνομοι νόμοι
σου θὰ καταλυθοῦν καὶ θὰ ἐξαλειφθοῦν.
|
12
καὶ αἱ πόλεις σου ἥξουσιν εἰς
ὁμαλισμὸν καὶ εἰς διαμερισμὸν
Ἀσσυρίων καὶ αἱ πόλεις σου αἱ
ὀχυραὶ εἰς διαμερισμὸν ἀπὸ
Τύρου ἕως τοῦ ποταμοῦ καὶ ἀπὸ
θαλάσσης ἕως θαλάσσης καὶ ἀπὸ
ὄρους ἕως τοῦ ὄρους·
|
12
Αἱ πόλεις σου θὰ κρημνισθοῦν, θὰ
γίνουν χωράφια πρὸς διαναμὴν μεταξὺ
τῶν Ἀσσυρίων. Αἱ ὠχυρωμέναι
πόλεις σου ἀπὸ τὴν Τύρον ἕως
τὸν ποταμὸν τῆς Αἰγύπτου καὶ
ἀπὸ τὴν Νεκρὰν Θάλασσαν ἕως
τὴν Μεσόγειον Θάλασσαν, ἀπὸ
τὸ ἕνα ὅρος εἰς τὸ ἄλλο,
θὰ διανεμηθοῦν μεταξὺ τῶν Ἀσσυρίων.
|
12
Οἱ πόλεις σου θὰ κατεδαφισθοῦν καὶ
θὰ ἰσοπεδωθοῦν, ἡ δὲ γῆ
των θὰ διανεμηθῇ μεταξὺ τῶν Ἀσσυρίων
θὰ διανεμηθοῦν ἐπίσης μεταξὺ τῶν
Ἀσσυρίων καὶ οἱ ὠχυρωμένες
πόλεις σου, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν
περιοχήν, ἡ ὁποία ἐκτείνεται ἀπὸ
τὴν Τύρον μέχρι τὸν ποταμὸν τῆς Αἰγύπτου
<ἢ κατ’ ἄλλην γραφήν: <Ἕως ποταμοῦ
Συρίας>, δηλαδὴ μέχρι τὸν ποταμὸν Εὐφράτην>
καὶ ἀπὸ τὴν εἰς τὰ ἀνατολικὰ
Νεκρὰν θάλασσαν μέχρι τὴν πρὸς τὰ
δυτικὰ Μεσόγειον θάλασσαν καὶ ἀπὸ
τοῦ ἑνὸς ὄρους μέχρι τοῦ ἄλλου
(δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ὄρος Κάρμηλον
μέχρι τὸ ὄρος Λίβανος>. |
13
καὶ ἔσται ἡ γῆ εἰς ἀφανισμὸν
σὺν τοῖς κατοικοῦσιν αὐτὴν ἀπὸ
καρπῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν.
|
13
Ὅλη αὐτὴ ἡ χώρα θὰ παραδοθῇ
εἰς ὄλεθρον μαζῆ με τοὺς κατοίκους
της· καὶ ἡ καταστροφὴ αὐτὴ
θὰ εἶναι καρπὸς τῆς πονηρᾶς
ζωῆς των. |
13
Ὅλη δὲ αὐτὴ ἡ χώρα θὰ
παραδοθῇ εἰς καταστροφὴν καὶ ἐξολόθρευσιν
μαζὶ μὲ ὅσους κατοικοῦν εἰς
αὐτὴν ὁ ἀφανισμὸς αὐτὸς
εἶναι οἱ πικροὶ καρποὶ τῶν πονηρῶν
ἔργων των. |
-14
Ποίμαινε λαόν σου ἐν ράβδῳ σου,
πρόβατα κληρονομίας σου, κατασκηνοῦντας
καθ' ἑαυτοὺς δρυμὸν ἐν μέσῳ
τοῦ Καρμήλου· νεμήσονται τὴν
Βασανῖτιν καὶ τὴν Γαλααδῖτιν καθὼς
αἱ ἡμέραι τοῦ αἰῶνος.
|
14
Ὦ Κύριε, ποίμανε καὶ ὁδήγησε
τὸν λαόν σου μὲ τὴν πουμαντικήν
σου ράβδον, τὰ πρόβατα αὐτὰ
τῆς κληρονομίας σου· αὐτούς,
ποὺ φοβισμένοι τώρα ἔχουν καταφύγει
καὶ κατασκηνώσει εἰς δρυμοὺς ἀνάμεσα
εἰς τὸ Κάρμηλον ὅρος. Ὁδήγησε
τὰ πρόβατά σου νὰ βοσκήσουν
εἰς τὴν χώραν Βασὰν καὶ Γαλαάδ,
ὅπως ἔπραττες καὶ κατὰ τοὺς
προπαρελθόντας χρόνους.
|
14
Κύριε, ποίμαινε, κυβέρνα τὸν λαόν σου μὲ
τὴν ποιμαντικήν σου ράβδον, τὰ πρόβατα αὐτὰ
τῆς κληρονομίας σου <τὸν περιούσιον λαόν σου>,
τὰ ὁποῖα ζοῦν ἀπομονωμένα καὶ
χωρισμένα ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαοὺς
εἰς τὰ δάση, ποὺ εὑρίσκονται ἀνάμεσα
εἰς τὸ ὄρος Κάρμηλον. Ἂς βοσκήσουν
καὶ ἂς καρπωθοῦν τὴν χώραν Βασάν καὶ
Γαλαάδ, ὅπως ἔκαμναν καὶ εἰς τὰ
παλαιοτέρα χρόνια. |
15
Καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐξοδίας
σου ἐξ Αἰγύπτου ὄψεσθε θαυμαστά.
|
15
Καὶ ὁ Κύριος λέγει· <θὰ
ἰδῆτε ἡμέρας θαυμαστάς, ὅπως
κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην,
ποὺ εἴχατε ἐξέλθει ἐλεύθεροι
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
15
<Ὁ Κύριος συγκατατίθεται εἰς τὸ αἴτημα
τοῦ λαοῦ του καὶ λέγει:> Ὅπως κατὰ
τὴν περίοδον τῆς ἐξόδου σας ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον, ἔτσι καὶ τώρα, ποὺ
θὰ ἐπιστρέφετε ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα,
θὰ ἰδῆτε πολλὰ θαύματα.
|
16
Ὄψονται ἔθνη καὶ καταισχυνθήσονται
ἐκ πάσης τῆς ἰσχύος αὐτῶν,
ἐπιθήσουσι χεῖρας ἐπὶ τὸ
στόμα αὐτῶν, τὰ ὦτα αὐτῶν
ἀποκωφωθήσεται, |
16
Ὅλα τὰ ἔθνη θὰ ἴδουν τὴν
δόξαν σας καὶ θὰ κατεντροπιασθοῦν
παρ' ὅλην τὴν δύναμίν των. Θὰ
θέσουν τὰ χέρια των εἰς τὸ στόμα
των, διὰ νὰ μὴ ὁμιλήσουν πλέον,
θὰ κουφαθοῦν τὰ αὐτιά των ἀπὸ
τοὺς ἀλαλαγμοὺς τῆς χαρᾶς σας.
|
16
Οἱ ἐθνικοὶ λαοὶ θὰ ἰδοῦν
τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ ἔργα καὶ
θὰ κατεντροπιασθοῦν, παρ' ὅλην τὴν
μεγάλην δύναμιν, τὴν ὁποίαν ἔχουν. Θὰ
μείνουν κατάπληκτοι ἀπὸ ὅσα θὰ
βλέπουν, ὥστε θὰ βάλουν τὰ χέρια των
εἰς τὸ στόμα των, θὰ ἀποστομωθοῦν,
χωρὶς νὰ τολμοῦν νὰ εἰποῦν
λόγια ἀνάρμοστα ἐναντίον σας. Ἐπίσης τὰ
αὐτιά των θὰ κουφαθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου
ἀπὸ τὰ ξεσπάσματα τῆς μεγάλης χαρᾶς,
ποὺ θὰ προκαλοῦν τὰ ἀλλεπάλληλα
γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἐργάζεται ἡ
παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. |
17
λείξουσι χοῦν ὡς ὄφεις σύροντες
γῆν, συγχυθήσονται ἐν συγκλεισμῷ αὐτῶν·
ἐπὶ τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν
ἐκστήσονται καὶ φοβηθήσονται ἀπὸ
σοῦ. |
17
Θὰ γλύψουν τὸ χῶμα ὡσὰν
τὰ φίδια, ποὺ σύρονται εἰς τὴν
γῆν. Θὰ περιπέσουν εἰς σύγχυσιν,
φοβισμένοι θὰ κλεισθοῦν εἰς τὰς
πόλεις των. Κατάπληκτοι θὰ μείνουν
ἐμπρὸς εἰς τὰ μεγάλα ἔργα
τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. Φόβος
καὶ τρόμος θὰ τοὺς καταλάβῃ
ἐνώπιόν σου>.
|
17
Θὰ κυριευθοῦν ἀπὸ τόσον μεγάλον φόβον
καὶ τρόμον, ὥστε νὰ μὴ τολμοῦν
να εἴπουν κάτι· ὑπὸ τὸ κράτος
τέτοιου φόβου θὰ ταπεινωθοῦν τόσον πολύ, ὥστε
θὰ σύρωνται κατὰ γῆς, διὰ νὰ
γλείψουν μὲ τὴν γλῶσσαν των τὸ χῶμα
ὅπως τὰ φίδια, ποὺ σύρονται εἰς τὴν
γῆν. Θὰ καταντήσουν εἰς σύγχυσιν μεγάλην
καὶ φοβισμένοι θὰ κλεισθοῦν εἰς τὶς
πόλεις των. Θὰ ἐκπλαγοῦν τόσον, ὥστε
θὰ ἀλλάξουν ὄψιν, διὰ τὰ
θαυμαστὰ ἔργα, ποὺ εἰργάσθη ὁ
Θεὸς κατὰ τὴν ἄφατόν του φιλανθρωπίαν
καὶ διὰ τὸ πῶς ἠλέησε
αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τὸν παρώργισαν
τόσον πολὺ μὲ τὶς ἁμαρτίες των.
Φόβος καὶ τρόμος θὰ τοὺς κυριεύσῃ
ἐνώπιόν σου. |
18
Τίς Θεός ὥσπερ σύ; Ἐξαίρων
ἀνομίας καὶ ὑπερβαίνων ἀσεβείας
τοῖς καταλοίποις τῆς κληρονομίας αὐτοῦ
καὶ οὐ συνέσχεν εἰς μαρτύριον
ὀργὴν αὐτοῦ, ὅτι θελητὴς
ἐλέους ἐστίν. |
18
Καὶ εὐγνώμων ὁ λαὸς θὰ
ἀναφωνήσῃ· Ποιὸς ἄλλος
Θεὸς εἶναι ὅπως σύ, Κύριε; Σὺ
συγχωρεῖς τὰς ἀνομίας, ἀντιπαρέρχεσαι
μὲ μακροθυμίαν τὰς ἀσεβείας
τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἔχουν ἀπομείνει·
τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ποὺ εἶναι
ἰδιαιτέρα ἰδική σου κληρονομία.
Ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐξαπολύσῃ
πλέον τὴν δικαίαν ὀργήν του
ἐναντίον μας, διότι εἶναι ἐλεήμων.
|
18
<Ὁ λαὸς γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην αἰνεῖ
τὸν Θεὸν καὶ λέγει:> Ποῖος ἄλλος
θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἀμνησίκακος,
ὅπως εἶσαι Σύ, Κύριε; Σὺ συγχωρεῖς,
ἐξαλείφεις, ἀφανίζεις ἀνομίες καὶ
μὲ μακροθυμίαν παραβλέπεις τὶς ἀσέβειες
τῶν Ἰουδαίων ἐκείνων, ποὺ ἐναπέμειναν
ἀπὸ τὸν περιούσιον λαόν σου, τὸν ὁποῖον
εὐδόκησες νὰ ἐπαναφέρῃς ἀπὸ
τὴν Βαβυλώνιον αἰχμαλωσίαν. Δὲν ἐκράτησεν
ὁ Κύριος καὶ δὲν ἐφύλαξε τὴν
δικαίαν ὀργὴν του ὡς ἔλεγχον καὶ
μαρτύρων <μέχρι τέλους> τῆς παρανομίας τοῦ
λαοῦ του, διότι εἶναι μᾶλλον ἐλεήμων,
παρὰ ἐλεγκτὴς καὶ τιμωρός.
|
19
Αὐτὸς ἐπιστρέψει καὶ οἰκτειρήσει
ἡμᾶς, καταδύσει τὰς ἀδικίας
ἡμῶν καὶ ἀπορριφήσονται εἰς
τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, πάσας
τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν. |
19
Αὐτὸς θὰ ἐπιστρέψῃ καὶ
θὰ μὰς ἐλεήσῃ, θὰ καταποντίσῃ
τὰς ἀδικίας μας. Ὅλαι αἱ ἁμαρτίαι
μας θὰ ἀπορριφθοῦν εἰς τὰ βάθη
τῆς θαλάσσης.
|
19
Ὁ Κύριος θὰ ἐπιστρέψῃ, θὰ μᾶς
ἐοσπλαγχνισθῇ καὶ θὰ μᾶς ἐλεήσῃ
καὶ θὰ καταβυθίσῃ τὶς ἀδικίες
μας εἰς τὸν ἀπύθμενον βυθὸν τῆς
λήθης· ὅλες δὲ οἱ ἁμαρτίες
μας θὰ ἀπορριφθοῦν εἰς τὰ βάθη
τῆς θαλάσσης καὶ ἔτσι θὰ ἐξαφανισθοῦν
ἐντελῶς καὶ θὰ λησμονηθοῦν παντελῶς.
|
20
Δώσει εἰς ἀλήθειαν τῷ Ἰακώβ,
ἔλεον τῷ Ἁβραάμ, καθότι ὤμοσας
τοῖς πατράσιν ἡμῶν κατὰ τὰς
ἡμέρας τὰς ἔμπροσθεν. |
20
Θὰ δώσῃ τὴν ἀλήθειάν
του εἰς τὸν Ἰακώβ, τὸ ἔλεός
του εἰς τὸν Ἁβραάμ, ὅπως εἶχεν
ὁρκισθῇ εἰς τοὺς προγόνους μας
κατὰ τοὺς προηγουμένους καιρούς.
|
20
Ὁ Κύριος θὰ ἐνεργήσῃ ὅλα
αὐτά, ὥστε νὰ ἐπαληθευθοῦν,
ὅσα εἶχεν ὑποσχεθῆ εἰς τὸν
Ἰακώβ, διὰ νὰ δείξῃ ὅτι ἐλεεῖ
τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνούς
του, ὅπως εἶχεν ὁρκισθῇ εἰς
τοὺς πατέρας μας αὐτούς, τοὺς Πατριάρχας,
κατὰ τὰ παλαιὰ χρόνια, ποὺ προηγήθησαν
τῶν ἰδικῶν μας. |