Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ορευθῶμεν
καὶ ἐπιστρέψωμεν πρὸς Κύριον
τὸν Θεὸν ἡμῶν, ὅτι οὗτος
ἥρπακε καὶ ἰάσεται ἡμᾶς,
πατάξει καὶ μοτώσει ἡμᾶς·
|
λᾶτε,
ἃς ἐπιστρέψωμεν ἐν μετανοίᾳ
πρὸς τὸν Κύριον καὶ Θεόν μας,
διότι αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐπέτρεψε
καὶ μᾶς διήρπασαν, αὐτὸς καὶ
θὰ μᾶς θεραπεύσῃ. Αὐτὸς
ποὺ μᾶς ἐμαστίγωσεν, αὐτὸς
καὶ θὰ ἐπουλώσῃ τὰ τραύματά
μας. |
ἱ
Ἰσραηλῖται λέγουν ὁ ἕνας πρὸς
τὸν ἄλλον: <Ἐμπρὸς ἂς μετανοήσωμεν
καὶ ἂς ἐπιστρέψωμεν εἰς τὸν
Κύριον τὸν Θεόν μας, διότι Αὐτός, ποὺ
μᾶς ἔχει ἁρπάσει καὶ <καταξεσχίσει>,
Αὐτὸς καὶ θὰ μᾶς θεραπεύσῃ·
Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἔχει μαστιγώσει,
Αὐτὸς θὰ ἐπιδέσῃ καὶ
θὰ ἐπουλώσῃ τις πληγές μας.
|
2
ὑγιάσθι ἡμᾶς μετὰ δύο
ἡμέρας, ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τρίτῃ ἐξαναστησόμεθα καὶ
ζησόμεθα ἐνώπιον αὐτοῦ
|
2
Ἠμπορεῖ αὐτὸς ἐντὸς δύο
ἡμερῶν νὰ μᾶς ἀποδώσῃ
τὴν ὑγείαν μας καὶ κατὰ τὴν
τρίτην ἡμέραν θὰ ἐγερθῶμεν
ἀπὸ τὴν κλίνην τῆς ἀσθενείας
μας καὶ θὰ ζήσωμεν ἐνώπιόν
του καὶ ἀπὸ τὴν προστασίαν του.
|
2
Πολὺ σύντομα, ὕστερα ἀπὸ δύο μόλις
ἡμέρες, θὰ μᾶς κάμῃ ὑγιεῖς,
θὰ μᾶς ἀναζωογονήσῃ· καὶ
τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ σηκωθῶμεν ἀπὸ
τὸ κρεββάτι τοῦ πόνου καὶ θὰ ζήσωμεν
κάτω ἀπὸ τὸ προστατευτικὸν βλέμμα
του |
3
καὶ γνωσόμεθα· διώξωμεν τοῦ γνῶναι
τὸν Κύριον, ὡς ὄρθρον ἕτοιμον
εὑρήσομεν αὐτόν, καὶ ἥξει
ὡς ὕετος ἡμῖν πρώϊμος καὶ
ὄψιμος γῇ. |
3
Τότε καὶ θὰ τὸν γνωρίσωμεν.
Ἂς ἐπιδιώξωμεν, λοιπόν, μὲ τὴν
καρδίαν μας νὰ γνωρίσωμεν τὸν Κύριον.
Θὰ τὸν εὕρωμεν πρόθυμον καὶ
ἕτοιμον νὰ μᾶς βοηθήσῃ·
ἡ ἔλευσίς του θὰ εἶναι βεβαία,
ὅπως ἡ ἔλευσις τοῦ ὡραίου
ὄρθρου. Θὰ ἔλθῃ εἰς τὸν
κατάλληλον καιρόν, ὅπως ἔρχεται ἀπὸ
τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν γῆν
ἡ πρώϊμος καὶ ἡ ὄψιμος βροχή.
|
3
καὶ τότε θὰ Τὸν γνωρίσωμεν καλύτερα. Ἂς
ἐπιδιώξωμεν λοιπὸν καὶ ἂς ἀγωνισθῶμεν
μὲ προθυμίαν νὰ γνωρίσωμεν τὸν Κύριον. Θὰ
Τὸν εὕρωμεν ὡς ὄρθρον φωτεινόν, ὁ
ὁποῖος διαλύει τὸ σκοτάδι τῆς νύκτας·
ἔτσι καὶ Αὐτὸς εἶναι ἕτοιμος
νὰ διαλύσῃ τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας
καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ
τοὺς πειρασμούς. Ὁ Κύριος θὰ ἔλθῃ
εἰς βοήθειάν μας εἰς τὴν κατάλληλον
ὥραν, ὅπως ἡ πρώϊμη καὶ ὄψιμη
βροχὴ εἰς τὴν γῆν, καὶ θὰ
μᾶς παράσχῃ ἀφθονίαν ἀγαθῶν>.
|
4
Τί σοι ποιήσω Ἐφραίμ; Τί σοι
ποιήσω Ἰούδα; Τὸ δὲ ἔλεος
ὑμῶν ὡς νεφέλη πρωΐμη καὶ ὡς
δρόσος ὀρθρινὴ πορευομένη.
|
4
Θὰ μᾶς ἐρωτήσῃ· <τί
θέλεις νὰ σοῦ κάμω, ἰσραηλιτικὲ
λαέ; Τί θέλεις νὰ κάμω εἰς
σέ, ἰουδαϊκὲ λαέ; Ἡ ἀγάπη
σας εἶναι προσωρινὴ καὶ διαλύεται
ὡσὰν τὴν πρωϊνὴν ὁμίχλην,
φεύγει καὶ χάνεται ὅπως ἡ πρωϊνὴ
δροσιά.
|
4
Ὁ Θεὸς ὡς πατέρας φιλόστοργος ἐρωτᾷ:
Τί νὰ σοῦ κάμω, λαὲ τοῦ Ἐφραίμ
<Ἰσραήλ>; Τί νὰ σοῦ κάμω, λαὲ
τοῦ Ἰούδα; Διότι ἡ πρὸς ἐμὲ
ἀγάπη σας ὁμοιάζει πρὸς πρωϊνὴν λεπτὴν
ὁμίχλην, πρὸς πρωϊνὴν δροσιάν, ἡ ὁποία
διαλύεται καὶ φεύγει. |
-5
Διὰ τοῦτο ἀπεθέρισα τοὺς προφήτας
ὑμῶν, ἀπέκτεινα αὐτοὺς
ἐν ρήματι στόματός μου, καὶ
τὸ κρῖμα μου ὡς φῶς ἐξελεύσεται·
διότι ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν
καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἢ ὁλοκαυτώματα.
|
5
Διὰ τοῦτο ἐθέρισα τοὺς ψευδοπροφήτας
σας, τοὺς ἐφόνευσα μὲ τὸ πρόσταγμα
τοῦ στόματός μου. Ἡ δικαία μου
κρίσις θὰ ἐξέλθῃ καὶ θὰ
λάμψη ὡσὰν τὸ φῶς.
|
5
Ἕνεκα τῆς ἀσταθείας καὶ ἐπιπολαιότητός
σας αὐτῆς, ἀπέκοψα θερίζων τοὺς ψευδοπροφήτας
σας, τοὺς ἐφόνευσα μὲ τὸν λόγον τοῦ
στόματός μου· οἱ καταδικαστικὲς ἀποφάσεις
μου θὰ ἀκτινοβολήσουν ὅπως τὸ φῶς.
|
6
διότι ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν
καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἢ ὁλοκαυτώματα. |
6
Διότι ἐγὼ προτιμῶ τὴν πρὸς
ἐμὲ ἀγάπην σας καὶ ὄχι
τὰς τυπικὰς θυσίας, τὴν ἐπίγνωσιν
του θείου θελήματος περισσότερον ἀπὸ
τὰ ὁλοκαυτώματα.
|
6
Διότι ἔλεος καὶ συμπάθειαν θέλω καὶ ὄχι
ἐξωτερικὴν τυπικὴν θυσίαν, ποὺ δὲν
ἐμψυχώνεται ἀπὸ ἐσωτερικὴν
ἀγαθὴν διάθεσιν καὶ εὐσκλαγχνίαν
θέλω ἀκριβὴ γνῶσιν τοῦ Θεοῦ
καὶ τοῦ θελήματός του, περισσότερον ἀπὸ
τὶς θυσίες ὁλοκαυτωμάτων. |
7
Αὐτοὶ δέ εἰσιν ὡς ἄνθρωπος
παραβαίνων διαθήκην· ἐκεῖ κατεφρόνησέ
μου |
7
Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως παραβαίνουν
καὶ καταπατοῦν τὴν Διαθήκην μου ὡς
ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ἀναίσθητος.
Καὶ μὲ τὰς παραβάσεις των αὐτὰς
ἐκεῖ μὲ κατεφρόνησαν.
|
7
Δυστυχῶς ὅμως οἰ Ἰσραηλῖται
μὲ τὴν εἰδωλολατρίαν των εἶναι ὡς
ἄνθρωποι, ποὺ παραβαίνουν καὶ καταπατοῦν
τὴν Διαθήκην μου· ἐκεῖ εἰς τὸ
βόρειον βασίλειον οἱ Ἰσραηλῖται μὲ
ἐπεριφρόνησαν. |
8
Γαλαὰδ πόλις ἐργαζομένη μάταια,
ταράσσουσα ὕδωρ. |
8
Ἡ χώρα Γαλαὰδ ἀκολουθεῖ τὰ
μάταια εἴδωλα. Ἀναταράσσει τὴν
κοινωνίαν, ὅπως ἡ θύελλα τὸ
ὕδωρ τῆς θαλάσσης. |
8
Ἡ Γαλαὰδ μὲ ἐπεριφρόνησε, διότι λατρεύει
τὰ εἴδωλα· ἔγινε κέντρον εἰδωλολατρίας
καὶ ταράσσει τὸ ὕδωρ τῆς διδασκαλίας
μὲ τὸ νὰ τὴν προσφέρῃ
θολὴν καὶ ὄχι καθαρὰν εἰς τὸν
λαόν <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Δημιουργεῖ
κοινωνικὴν ἀναταραχήν>. |
9
Καὶ ἡ ἰσχύς σου ἀνδρὸς
πειρατοῦ· ἔκρυψαν ἱερεῖς ὁδῶν,
ἐφόνευσαν Σίκιμα, ὅτι ἀνομίαν
ἐποίησαν. |
9
Ἡ δύναμίς σου, χώρα Γαλαάδ,
ἐκδηλώνεται εἰς πειρατείας ἐκ
μέρους τῶν ἀνδρῶν σου. Καὶ αὐτοὶ
ἀκόμη οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἰσραὴλ
ἐκρύβησαν καὶ ἔστησαν ἐνέδραν
παρὰ τὴν ὁδόν, ποὺ ὁδηγεῖ
εἰς τὰ Σίκιμα, καὶ ἐφόνευσαν
τοὺς διερχομένους, διὰ νὰ τοὺς
ληστεύσουν καὶ ἔτσι διέπραξαν ἀνομίαν
μεγάλην. |
9
Ἡ δύναμίς σου, Γαλαάδ, ὁμοιάζει μὲ ἐκείνην
τῶν πειρατῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιτίθενται
κρυφὰ καὶ ληστεύουν τοὺς ναυτιλλομένους.
Οἱ ἱερεῖς δὲν ἀπεκάλυψαν τὴν
παρανομίαν, ποὺ ἐγένετο εἰς Ἐμέ,
ἔκρυψαν τὴν θείαν ὁδὸν καὶ δὲν
ἔδειξαν τὸν ζῆλον, ποὺ εἶχαν
δείξει ἄλλοτε εἰς τὰ Σίκιμα ὁ προπάτοράς
των Λευῒ μὲ συνεργὸν τὸν ἀδελφόν
του Συμεών, ὅταν οἰ κάτοικοι τῆς Συχὲμ
ἁμάρτησαν εἰς τὴν ἀδελφήν
των Δείναν. <Ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Συμμορία ἱερέων ἐλήστευσαν καὶ ἐφόνευσαν
ὅσους διήρχοντο τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ
πρὸς τὰ Σίκιμα - ὁποία ἄνομος
καὶ ἄτιμος συμπεριφορά!>
|
10
Ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ἰσραὴλ
εἶδον φρικώδη ἐκεῖ, πορνείαν
τοῦ Ἐφραίμ· ἐμιάνθη Ἰσραὴλ
καὶ Ἰούδα. |
10
Εἶδα ἐγὼ φρικτὰ γεγονότα εἰς
τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ, εἶδα
τὴν πνευματικὴν καὶ σωματικὴν πορνείαν
τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ. Ἐμολύνθη
καὶ ὁ ἰσραηλιτικὸς καὶ ὁ
Ἰουδαϊκὸς λαός.
|
10
Εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἶδα
νὰ συμβαίνουν φρικτὰ καὶ τρομακτικὰ
γεγονότα· εἶδα τὴν βδελυκτὴν σωματικὴν
καὶ πνευματικὴν πορνείαν <τὴν εἰδωλολατρίαν>
τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ· τὸ
βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὸ
βασίλειον τοῦ Ἰούδα ἐμολύνθησαν ἀπὸ
τὴν σιχαμερὴν εἰδωλολατρίαν.
|
11
Ἄρχου τρυγᾶν σεαυτῷ ἐν τῷ ἐπιστρέφειν
με τὴν
αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ μου ἐν
τῷ ἰάσασθαί με τὸν Ἰσραήλ.
|
11
Μετανοημένος ὅμως κατόπιν διὰ τὰς
παρανομίας σου, θὰ ἀρχίσῃς νὰ
τρυγᾷς καὶ ὠφέλη ἀπὸ τὰς
τιμωρίας αὐτάς, ὅταν ἐγὼ
θὰ ἐπαναφέρω τὸν λαόν μου ἀπὸ
τὴν ἐξορίαν, ὅταν θὰ θεραπεύσω
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν. |
11
Δὲν ἠθέλησες, Ἰουδαϊκὲ λαέ,
νὰ γνωρίσῃς τὸ θεῖον θέλημα καὶ
νὰ τρυγήσῃς τοὺς καρποὺς τῆς
ἀρετῆς· ἄρχισε ἔστω καὶ μετὰ
τὴν αἰχμαλωσίαν νὰ ζῇς κατὰ
τὸν θεῖον νόμον καὶ νὰ τρυγᾷς
διὰ τὸν ἑαυτόν σου καρποὺς ἀρετῆς,
ὅταν, μετὰ τὴν ἐπιστροφὴν ἀπὸ
τὴν αἰχμαλωσίαν, θὰ παρηγορήσω καὶ
θὰ θεραπεύσω τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
|