Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἀποκαλυφθήσεται ἡ ἀδικία Ἐφραὶμ
καὶ ἡ κακία Σαμαρείας, ὅτι εἰργάσαντο
ψευδῆ· καὶ κλέπτῃς πρὸς
αὐτὸν εἰσελεύσεται, ἐκδιδύσκων
λῃστὴς ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ,
|
ότε
θὰ φανερωθοῦν αἱ παρανομίαι τῆς
φυλῆς Ἐφραὶμ καὶ ἡ κακία
τῶν Σαμαριτῶν, διότι εἰργάσθησαν
τὸ ψεῦδος καὶ τὴν δολιότητα.
Κλέπται θὰ εἰσχωρήσουν εἰς τὴν
κοινωνίαν των, λῃσταὶ οἱ ὁποῖοι
θὰ ἀπογυμνώνουν τοὺς διαβάτας
εἰς τοὺς δρόμους τῆς χώρας.
|
αὶ
τότε θὰ ἀποκαλυφθῇ ἡ διαφθορὰ
καὶ ἡ ἐνοχὴ τοῦ Ἐφραίμ
- τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ - καὶ
ἡ παρανομία τῆς Σαμαρείας, διότι ἡ ὅλη
συμπεριφορά των εἶναι ψευδής, ἀπατηλὴ
καὶ δολία. Παντοῦ μαίνεται ἡ κλοπὴ
καὶ ἡ λῃστεία. Κλέπται παραβιάζουν κρυφὰ
καὶ ἀπογυμνώνουν ὅλους ἀπὸ τὰ
ἀγαθά· λῃσταὶ ληστεύουν, λαφυραγωγοῦν
καὶ ἀπογυμνώνουν ἀνοικτὰ εἰς
τοὺς δρόμους τοὺς διαβάτες·
|
2
ὅπως συνᾴδωσιν ὡς ᾄδοντες τῇ
καρδίᾳ αὐτῶν. Πάσας τὰς
κακίας αὐτῶν ἐμνήσθην·
νῦν ἐκύκλωβαν αὐτοὺς τὰ
διαβούλια αὐτῶν, ἀπέναντι τοῦ
προσώπου μου ἐγένοντο.
|
2
Ἀναίσθητοι δὲ καὶ ἀμετανόητοι
μέσα εἰς τὴν ἁμαρτωλότητά
των, θὰ τραγουδοῦν μαζῆ μὲ ὅλην
των τὴν καρδίαν, ὅπως οἱ τραγουδισταί.
Ἐγὼ ὅμως ἐνθυμοῦμαι ὅλας
αὐτῶν τὰς παρανομίας. Αἱ ἁμαρτωλαὶ
ἐπιθυμίαι των καὶ τὰ πονηρὰ
σχέδιά των, ἀπὸ τὰ ὁποῖα
προήρχοντο αἱ κακαὶ πράξεις των, τοὺς
περιεκύκλωσαν πλέον ἀπὸ ὅλα
τὰ σημεῖα. Ὅλαι αἱ πράξεις των
καὶ ὅλοι αὐτοὶ εἶναι ἐμπρὸς
εἰς τὰ μάτια μου.
|
2
οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐπιπέσουν ὡς
κλέπται καὶ λῃσταί, αὐτοὶ ὅμως
ἔχουν διαστραφῇ τόσον πολύ, ὥστε ἀντὶ
νὰ θρηνοῦν καὶ νὰ ὀλοφύρωνται,
θὰ τραγουδοῦν, ὅπως οἱ συνηθισμένοι
τραγουδισταί, μὲ ὅλην των τὴν καρδία! Ἐγὼ
ὅμως δὲν ἔχω λησμονήσει ὅλα τὰ
ἁμαρτωλὰ ἔργα των, τὰ ὁποῖα
καὶ θὰ τιμωρήσω. Τώρα δὲ οἱ πονηρές
των σκέψεις <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Τὰ πονηρά των ἔργα> τοὺς περιεκύκλωσαν,
ὡσὰν μάρτυρες κατηγορίας. Ὅλες οἱ
ἐνέργειές των ἔγιναν ἐνώπιον
τῶν ὀφθαλμῶν μου καὶ οἱ ἀνομίες
τῶν εἶναι γυμνὲς ἐνώπιόν μου.
|
3
Ἐν ταῖς κακίαις αὐτῶν εὔφραναν
βασιλεῖς καὶ ἐν τοῖς ψεύδεσιν
αὐτῶν ἄρχοντας·
|
3
Μὲ τὰς ποικίλας καὶ πολυαρίθμους
κακίας των εὐφραίνουν τοὺς πονηροὺς
βασιλεῖς των καὶ μὲ τὰς ψευδολογίας
των κολακεύουν τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἄρχοντάς
των. |
3
Οἱ πολῖται μὲ τὶς κακοήθειές
των διασκεδάζουν καὶ εὐχαριστοῦν τοὺς
διεφθαρμένους βασιλεῖς των καὶ μὲ τὶς
ψεύτικες κολακεῖες των <ἢ κατ’ ἄλλην
ἑρμηνείαν: Τὰ εἴδωλά των> εὐφραίνουν
τοὺς ἄρχοντάς των. |
4
πάντες μοιχεύοντες, ὡς κλίβανος καιόμενος
εἰς πέψιν κατακαύματος ἀπὸ τῆς
φλογός, ἀπὸ φυράσεως στέατος
ἕως τοῦ ζυμωθῆναι αὐτό.
|
4
Ὅλοι εἶναι μοιχοί, καιόμενοι ἀπὸ
τὸ ἁμαρτωλὸν σαρκικὸν πάθος,
ὡσὰν κλίβανος, ὁ ὁποῖος
καταβροχθίζει μέσα εἰς τὰς φλόγας
του τὰ ριπτόμενα ξύλα καὶ περιμένει
ὁλόθερμος τὸ ζυμωθὲν ἄλευρον,
ἕως ὅτου ὁλοκληρωθῇ ἡ ζύμωσίς
του. |
4
Ὅλοι των εἶναι μοιχοί, δοῦλοι τοῦ
σαρκικοῦ πάθους· πυρούμενοι ἀπὸ τὴν
φωτιὰ τοῦ πάθους τῆς ἀσελγείας, ὁμοιάζουν
πρὸς ἀναμμένον φοῦρνον, ὁ ὁποῖος
ἀνάπτεται καὶ πυρώνεται ἀπὸ
δυνατὴν φωτιὰ διὰ τὸ ψήσιμον ἄρτων,
ἐν ἀναμονὴ τοῦ ἀλεύρου ποὺ
ἐζυμώθη, μέχρις ὅτου τελειώσῃ ἡ
ζύμωσίς του. |
5
Αἱ ἡμέραι τῶν βασιλέων ὑμῶν,
ἤρξαντο οἱ ἄρχοντες θυμοῦσθαι ἐξ
οἴνου, ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ
μετὰ λοιμῶν· |
5
Κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν βασιλικῶν
ἑορτῶν πρῶτοι οἱ ἄρχοντες ἀρχίζουν
νὰ πίνουν οἶνον, νὰ ἔρχωνται
εἰς εὐθυμίαν, νὰ μεθοῦν, ὁ
δὲ βασιλεὺς ἀπλώνει τὸ χέρι
του καὶ συντρώγει εἰς συμπόσια μὲ
διεφθαρμένους ἀνθρώπους.
|
5
Κατὰ τὶς ἐτήσιες ἑορτὲς
τῶν γενεθλίων τῶν βασιλέων σας, οἱ ἄρχοντες
ἀρχίζουν νὰ μεθοῦν μὲ κρασί,
ἐνῷ ὁ βασιλιᾶς δέχεται τὴν ὑποταγὴν
καὶ τὰ σεβάσματα διεφθαρμένων ἀνθρώπων,
οἱ ὁποῖοι τὸν εἰρωνεύονται καὶ
τὸν περιγελοῦν <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Ἐνῷ ὁ βασιλιᾶς τρώγει εἰς συμπόσια
μαζὶ μὲ ἀνθρώπους διεφθαρμένους.
|
6
διότι ἀνακαύθησαν ὡς κλίβανος
αἱ καρδίαι αὐτῶν, ἐν τῷ
καταράσσειν αὐτούς, ὅλην τὴν
νύκτα ὕπνου Ἐφραὶμ ἐνεπλήσθη,
πρωῒ ἐγενήθη, ἀνεκαύθη ὡς
πυρὸς φέγγος. |
6
Αἱ καρδίαι τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν
ἐξεκαύθησαν, ὅπως ὁ κλίβανος,
καὶ ἀπὸ τὴν φλόγα τῶν
παθῶν των ἤρχισαν νὰ κτυποῦν καὶ
νὰ φονεύουν ὁ ἐνας τὸν ἄλλον.
Μεθυσμένοι δὲ ἔπειτα οἱ Ἰσραηλῖται
ἐχόρτασαν τὸν ὕπνον κοιμώμενοι
καθ' ὅλην τὴν νύκτα. Ἐξύπνησαν
τὴν πρωΐαν καὶ πάλιν ἤναψαν μέσα
των ὡσὰν πυρκαϊὰ τὰ πάθη.
|
6
Ἐνῶ ὅμως οἱ διεφθαρμένοι αὐτοὶ
ἄνθρωποι συντρώγουν μὲ τὸν βασιλιᾶ,
οἱ καρδιές των ἄναψαν ὡς φοῦρνος,
καθὼς ὁ ἕνας ἐπιτίθεται καὶ
κτυπᾷ ἢ φονεύει τὸν ἄλλον. Ὅλην
τὴν νύκτα ὁ Ἐφραίμ - οἱ Ἰσραηλῖται
- ἐχόρτασαν τὸν ὕπνον καὶ τὰ
πάθη των ἠρέμησαν. Τὸ πρωῒ ὅμως, ὅταν
ἐξύπνησαν καὶ ἐσηκώθησαν, τὰ
πάθη των πάλιν ἄναψαν καὶ ἐξήφθησαν
ὡσὰν πυρκαϊά, ποὺ ἀνεζωπυρώθη.
|
7
Πάντες ἐθερμάνθησαν ὡς κλίβανος
καὶ κατέφαγον τοὺς κριτὰς αὐτῶν·
πάντες οἱ βασιλεῖς αὐτῶν ἔπεσαν,
οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς ὁ ἐπικαλούμενος
πρός με. |
7
Ὅλοι ἐφλογίσθησαν ἀπὸ τὰ
πάθη ὡσὰν κλίβανος, ἐφόνευσαν
τοὺς ἄρχοντάς των καὶ πολλοὶ
βασιλεῖς ἔπεσαν δολοφονημένοι. Καὶ
ὅμως μέσα εἰς αὐτὴν τὴν
φλόγα τῶν παθῶν, τὴν ἀναταραχὴν
καὶ τὸ αἷμα, κανεὶς δὲν εὑρέθη
μεταξὺ αὐτῶν νὰ μὲ ἐπικαλεσθῇ.
|
7
Καὶ ὄχι μόνον οἱ ἄρχοντες, ἀλλ’
ὅλοι ἐφλογίσθησαν ἀπὸ τὰ
πάθη ὡς φοῦρνος· καὶ πυρωμένοι ἀπὸ
τὴν φωτιὰ τῆς κακίας καὶ τῶν
παθῶν των, ἐφόνευσαν τοὺς βασιλεῖς
καὶ τοὺς ἄρχοντές των. Ὅλοι
οἱ βασιλεῖς των ἔπεσαν εἰς τὴν
εἰδωλολατρίαν καὶ τὴν διαφθοράν (ἢ
κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐδολοφονήθησαν ὁ
ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου). Παρ’ ὅλην
δὲ τὴν μεγάλην αὐτὴν διαφθορὰν
καὶ αἱματοχυσίαν, δὲν εὑρέθη μεταξύ
των κανείς, ποὺ νὰ στραφῇ πρὸς Ἐμὲ
καὶ νὰ μὲ προσκαλέσῃ εἰς βοήθειαν.
|
-8
Ἐφραὶμ ἐν τοῖς λαοῖς αὐτοῦ
συνεμίγνυτο, Ἐφραὶμ ἐγένετο
ἐγκρυφίας οὐ μεταστρεφόμενος.
|
8
Οἱ Ἰσραηλῖται ἤρχοντο εἰς ἐπιμιξίαν
μὲ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαούς,
ἔγιναν πίττα εἰς τὴν φωτιάν,
ἡ ὁποία ψήνεται ἀπὸ τὴν
μίαν μόνον ὄψιν. |
8
Ὁ Ἐφραιμ - ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός
- κατὰ παράβασιν τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ
ἤρχετο εἰς ἐπιμειξίαν με τοὺς εἰδωλολατρικοὺς
λαούς, μὲ τοὺς ὁποίους συνανεστρέφετο. Κατήντησαν
πίττα (λαγάνα), ψημένη εἰς τὴν φωτιὰ ἀπὸ
τὴν μίαν μόνον πλευρὰν καὶ ἄψητη ἀπὸ
τὴν ἄλλην· ἄρα ἀκατάλληλη
διὰ νὰ φαγωθῇ. |
9
Κατέφαγον ἀλλότριοι τὴν ἰσχὺν
αὐτοῦ, αὐτὸς δὲ οὐκ ἔγνω·
καὶ πολιαὶ ἐξήνθησαν αὐτῷ,
καὶ αὐτὸς οὐκ ἔγνω. |
9
Ξένοι λαοὶ καὶ ἄνθρωποι κατέφαγον
τὴν δύναμιν τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Ὁ λαὸς ὅμως αὐτὸς
δὲν συνῃσθάνθη τὴν κατάστασίν
του καὶ τὴν αἰτίαν αὐτῆς.
Ἔβγαλαν ἄσπρα μαλλιὰ οἱ Ἰσραηλῖται,
ἐγεύθησαν ἐπὶ πολλὰ ἔτη
τὰς ὀδυνηρὰς συνεπείας τῆς ἁμαρτωλότητός
των, καὶ ὅμως κανεὶς δὲν κατενόησε
τὴν αἰτίαν τῆς δυστυχίας καὶ
δὲν ἐπεστράφη ἐν μετανοίᾳ
πρὸς ἐμέ.
|
9
Ξένα ἔθνη, ἀλλόφυλοι, οἱ Σύροι καὶ
οἱ Ἀσσύριοι, ἀπεμύζησαν τὴν
δύναμιν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ
κυριολεκτικὰ κατεβρόχθισαν τὰ ἀγαθά του,
ὁ ἴδιος ὅμως δὲν συνησθάνθη τίποτε
ἀπὸ ὅλα αὐτὰ <ἢ κατ’
ἄλλην ἑρμηνείαν: Δὲν ἐγνώρισε τὸν
Θεόν, ποὺ τὸν ἐπαιδαγωγοῦσε>. Τὰ
μαλλιά του ἄσπρισαν ἀπὸ τὶς
πολυετεῖς δοκιμασίες, ἀλλ’ οὔτε αὐτὲς
οὔτε ὁ χρόνος ἐδίδαξαν τοὺς Ἰσραηλίτες
αὐτό, ποὺ πρέπει νὰ γίνῃ.
|
10
Καὶ ταπεινωθήσεται ἡ ὕβρις Ἰσραὴλ
εἰς πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ οὐκ
ἐπέστρεψαν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν
αὐτῶν καὶ οὐκ ἐξεζήτησαν
αὐτὸν ἐν πᾶσι τούτοις.
|
10
Θὰ συντριβῇ ἡ ὑπερηφάνειά
των, θὰ ἐξευτελισθοῦν ἀναμεταξύ
των οἱ Ἰσραηλῖται· καὶ ὅμως
δὲν θὰ ἐπιστρέψουν ἐν μετανοίᾳ
πρὸς τὸν Κύριον καὶ Θεόν των,
δὲν θὰ τὸν ἀναζητήσουν ὡς
λυτρωτήν των, παρ' ὅλας τὰς συμφορὰς
καὶ τὰς ὀδύνας των.
|
10
Ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀσέβεια καὶ
τὸ σκληροτράχηλον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ θὰ ταπεινωθοῦν καὶ θὰ συντριβοῦν,
μὲ καταφανῆ τὰ σημάδια εἰς τὸ
πρόσωπόν του· ἐν τούτοις οἰ Ἰσραηλῖται
δὲν θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν
Κύριον, τὸν Θεόν των, παρ' ὅλα δὲ
τὰ παθήματα καὶ τὴν δυστυχίαν των, ἀρνοῦνται
νὰ ζητήσουν μὲ τὴν καρδία των τὸν
Κύριον καὶ ἀδιαφόρησαν πρὸς Αὐτόν.
|
11
Καὶ ἦν Ἐφραὶμ ὡς περιστερὰ
ἄνους οὐκ ἔχουσα καρδίαν· Αἴγυπτον
ἐπεκαλεῖτο καὶ εἰς Ἀσσυρίους
ἐπορεύθησαν. |
11
Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶναι ὡσὰν
μία ἀνόητος καὶ ἀπερίσκεπτος
περιπλανωμένη ἐδῶ καὶ ἐκεῖ
περιστερά, ποὺ δὲν ἔχει συναίσθησιν.
Ἔτσι καὶ αὐτοί, ἄλλοτε ἐπεκαλοῦντο
εἰς βοήθειάν των τὴν Αἴγυπτον,
καὶ ἄλλοτε ἐπήγαιναν ἱκέται
πρὸς τοὺς Ἀσσυρίους.
|
11
Ἐπίσης ὁ Ἐφραίμ - οἱ Ἰσραηλῖται
- ὑπῆρξε μωρὸς καὶ ἀνόητος,
ὅπως τὸ περιστέρι, ποὺ περιφέρεται ἀνόητα
καὶ δὲν διαθέτει νοημοσύνην. Καὶ ὅπως
ἐκεῖνο, ἐνῷ βλέπει τοὺς ἐχθροὺς
νὰ τοῦ ἀφαιροῦν τοὺς νεοσσούς,
δὲν φεύγει, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ μένῃ
εἰς τὴν φωλιὰ του, ἔτσι καὶ
αὐτοὶ ἔτρεχαν πρὸς τοὺς ἐχθρούς
των καὶ ἄλλοτε μὲν ἐπροσκαλοῦσαν
εἰς βοήθειαν τοὺς Αἰγυπτίους, ἄλλοτε
δὲ μετέβαιναν καὶ ἐζητοῦσαν βοήθειαν
ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους.
|
12
Καθὼς ἂν πορεύωνται, ἐπιβαλῶ
ἐπ' αὐτοὺς τὸ δίκτυόν
μου· καθὼς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
κατάξω αὐτούς, παιδεύσω αὐτοὺς
ἐν τῇ ἀκοῇ τῆς θλίψεως
αὐτῶν. |
12
Τώρα ὅμως, καθὼς θὰ περιπλανῶνται
ἀπὸ 'δῶ καὶ ἀπὸ 'κει,
θὰ ρίψω ἐπάνω τους τὸ δίκτυόν
μου. Θὰ τοὺς συλλάβω, ὅπως τὸ
δίκτυον συλλαμβάνει τὰ πετεινὰ τοῦ
οὐρανοῦ. Θὰ τοὺς τιμωρήσω σύμφωνα
μὲ ὅσα ἔχουν ἀκούσει περὶ
τιμωριῶν, ποὺ ἐπιβάλλει ἡ δικαιοσύνη
εἰς τοὺς παραβάτας.
|
12
Ἐνῷ ὅμως αὐτοὶ θὰ πορεύωνται
διὰ νὰ συνάψουν συμμαχίαν καὶ νὰ ζητήσουν
βοήθειαν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των,
Ἐγὼ θὰ ρίψω καὶ θὰ ἀπλώσω
τὸ δίκτυ μου καὶ θὰ τοὺς συλλάβω,
ὅπως συλλαμβάνονται εἰς τὰ δίκτυα τὰ
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ· θὰ
συντρίψω τὴν ὑπερηφάνειάν των καὶ
θὰ τοὺς ταπεινώσω· θὰ τοὺς τιμωρήσω
διὰ τὴν δυστροπίαν των, σύμφωνα μὲ ὅσα
τοὺς ἔχω προαναγγείλει διὰ τὶς θλίψεις,
οἱ ὁποῖες τοὺς περιμένουν ἀπὸ
τὴν θείαν δικαιοσύνην. |
13
Οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι ἀπεπήδησαν
ἀπ' ἐμοῦ· δείλαιοί
εἰσιν, ὅτι ἠσέβησαν εἰς
ἐμέ· ἐγὼ δὲ ἐλυτρωσάμην
αὐτούς, αὐτοὶ δὲ κατελάλησαν
κατ' ἐμοῦ ψευδῆ. |
13
Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς! Διότι
βιαστικὰ καί μὲ ἅλματα ἀπεμακρύνθησαν
ἀπὸ ἐμέ. Εἶναι ἄθλιοι
καὶ δυστυχεῖς, διότι ἔδειξαν πρὸς
ἐμὲ ἀσέβειαν. Ἐγὼ ὅμως
πολλὲς φορὲς τοὺς ἐγλύτωσα ἀπὸ
τὰς θλίψεις των, αὐτοὶ ὅμως
ἐξήμεσαν ψευδολογίας ἐναντίον
μου. Ἐφάνησαν ἀχάριστοι.
|
13
Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι ἔφυγαν
καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ Ἐμὲ
μὲ μεγάλα βήματα! Εἶναι ἄθλιοι καὶ
ταλαίπωροι, διότι ἐδείχθησαν ἀσεβεῖς εἰς
Ἐμέ. Ἐγὼ μὲν τοὺς διέσωσα ἐπανειλημμένως,
αὐτοὶ ὅμως ἔδειξαν ἀγνωμοσύνην
καὶ κατεφέρθησαν ἐναντίον μου μὲ ψεύδη.
|
14
Καὶ οὐκ ἐβόησαν πρός με αἱ
καρδίαι αὐτῶν, ἀλλ' ἢ ὠλόλυζον
ἐν ταῖς κοίταις αὐτῶν·
ἐπὶ σίτῳ καὶ οἴνῳ
κατετέμνοντο. |
14
Δὲν ἔκραξαν πρὸς ἐμὲ ἐκ
βάθους τῶν καρδιῶν των, ἀλλὰ
ὠλόλυζαν κατὰ τὸ διάστημα τῆς
νυκτὸς εἰς τὴν κλίνην των. Πεινασμένοι
καὶ ταλαιπωρημένοι ἐχάρασσον καὶ
κατέκοπτον τὸ σῶμα των διὰ τὴν
ἔλλειψιν σίτου καὶ οἴνου.
|
14
Δὲν ἐφώναξαν δυνατὰ εἰς Ἐμὲ
ἀπὸ τὰ βάθη τῶν καρδιῶν των,
παρὰ μόνον ὠλοφύροντο κατὰ τὴν νύκτα
εἰς τὴν κλίνην των. Καὶ ἐνῷ
εἶχαν τὸ σιτάρι καὶ τὸ κρασί, τὰ
ἰδικά μου δῶρα, καὶ τὰ ἀπελάμβαναν,
ἔκαμναν ἐντομὲς εἰς τὰ σώματά
των πρὸς τιμὴν τῶν εἰδώλων, καταστίζοντες
τὰ στήθη καὶ τοὺς βραχίονές των <ἢ
κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Πεινασμένοι κατέκοπταν τὸ
σῶμα των διὰ τὴν ἔλλειψιν σιταριοῦ
καὶ κρασιοῦ>. |
15
Ἐπαιδεύθησαν ἐν ἐμοί, κἀγὼ
καὶ κατίσχυσα τοὺς βραχίονας αὐτῶν,
καὶ εἰς ἐμὲ ἐλογίσοντο
πονηρά. |
15
Μὲ πολλοὺς τρόπους ἐγὼ τοὺς
ἐπαιδαγώγησα. Ἐνίσχυσα τὰς χεῖρας
των εἰς περίοδον πολέμων, καὶ ὅμως
αὐτοὶ ἐσκέφθησαν πονηρὰ ἐναντίον
μου. |
15
Ἐνῷ ἐπαιδαγωγήθησαν ἀπὸ
Ἐμὲ καὶ ἐνῷ πολλὲς φορὲς
ἐνίσχυσα τοὺς βραχίονές των εἰς
τοὺς πολέμους, ἐν τούτοις αὐτοὶ ἐφέρθησαν
μὲ ἀχαριστίαν, ἐσκέφθησαν ἐναντίον
μου πονηρὰ καὶ ἐσχεδίασαν πῶς
νὰ μὲ βλάψουν. |
16
Ἀπεστράφησαν εἰς οὐδέν, ἐγένοντο
ὡς τόξον ἐντεταμένον· πεσοῦνται
ἐν ρομφαίᾳ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν
δι' ἀπαιδευσίαν γλώσσης αὐτῶν·
οὗτος ὁ φαυλισμὸς αὐτῶν ἐν
γῇ Αἰγύπτῳ. |
16
Κατήντησαν ὡσὰν ἕνα τίποτε.
Τὸ ψυχικόν των ἄγχος τοὺς ἔκαμε
νὰ ἀμοιάζουν μὲ τεντωμένον τόξον.
Οἱ ἄρχοντές των θὰ πέσουν ἐν
στόματι ρομφαίας, διότι ἐφάνησαν
ἀγροῖκοι καὶ βάρβαροι. Ἔτσι
θὰ γελάσῃ εἰς βάρος των καὶ
θὰ τοὺς ἐξευτελίσῃ ἡ Αἴγυπτος.
|
16
Ἐπειδὴ ὅμως μὲ ἐγκατέλειψαν,
ἐξευτελίσθησαν ἐντελῶς· δὲν
εὑρῆκαν καμμίαν ὠφέλειαν ἀπὸ
τὰ εἴδωλα καὶ κατήντησαν ἐλαττωματικὸν
τόξον, τὸ ὁποῖον εἶναι πάντοτε τεντωμένον
καὶ ἄρα ἀκατάλληλον νὰ ρίψῃ
βέλη. Οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ἡγέται
των θὰ περάσουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
ξίφους, διότι ἐφάνησαν ἀμόρφωτοι, ἀπρόσεκτοι
καὶ ἐγωϊσταὶ εἰς τὰ λόγια των·
ἔτσι θὰ γίνουν ὁ περίγελος καὶ
ἡ περιφρόνησις τῶν Αἰγυπτίων, πρὸς
τοὺς ὁποίους εἶχαν καταφύγει ζητοῦντες
βοήθειαν. |