Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱὸς
σοφὸς εὐφραίνει πατέρα, υἱὸς
δὲ ἄφρων λύπη τῇ μητρί.
|
συνετὸς
καὶ ἐνάρετος υἱὸς εὐφραίνει
τὸν πατέρα του. Ἐξ ἀντιθέτου
τὸ ἄμυαλο καὶ ἄστοργο παιδὶ
εἶναι λύπη καὶ πικρία διὰ τὴν
μητέρα του. |
ὸ
συνετὸν καὶ ἐνάρετον παιδὶ προξενεῖ
εὐφροσύνην εἰς τὸν πατέρα του, ἐνῷ
τὸ ἄμυαλο καὶ ἀσεβὲς γεμίζει
θλῖψιν καὶ πικρίαν τὴν εὐαίσθητον
ψυχὴν τῆς μητέρας του. |
2
Οὐκ ὠφελήσουσι θησαυροὶ ἀνόμους,
δικαιοσύνη δὲ ρύσεται ἐκ θανάτου.
|
2
Οἱ θησαυροί, ποὺ ἀπεκτήθησαν
μὲ παρανομίας, δὲν ἔχουν νὰ
ὠφελήσουν τίποτε τοὺς παρανόμους
ἀνθρώπους. Ἐξ ἀντιθέτου ἡ
ἐλεημοσύνη καὶ γενικώτερον ἡ
ἀρετὴ θὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπον
ἀπὸ τὴν καταστροφὴν καὶ τὸν
πνευματικὸν θάνατον.
|
2
Οἱ θησαυροί, ποὺ ἀπεκτήθησαν μὲ ἀδικίαν,
δὲν θὰ ὠφελήσουν τοὺς ἀδίκους,
ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως θὰ λυτρώσῃ
τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν πνευματικὸν
θάνατον. |
3
Οὐ λιμοκτονήσει Κύριος ψυχὴν δικαίαν,
ζωὴν δὲ ἀσεβῶν ἀνατρέψει·
|
3
Ὁ Κύριος δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ
νὰ πεθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖναν
ὁ δίκαιος. Τὴν καλοζωΐαν ὅμως καὶ
εὐημερίαν τῶν ἀσεβῶν θὰ
τὴν ἀναποδογυρίσῃ καὶ θὰ
τὴν ἐξαφανίσῃ
|
3
Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ ὁ Κύριος να
ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖναν
ὁ δίκαιος ἄνθρωπος, τὴν ζωὴν ὅμως
τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ ἀνατρέψῃ
καὶ θὰ ἐξαφανίσῃ.
|
4
πενία ἄνδρα ταπεινοῖ, χεῖρες δὲ
ἀνδρείων πλουτίζουσιν. |
4
Ἡ πτωχεία ἐξευτελίζει τὸν ὀκνηρὸν
καὶ ράθυμον. Ἐξ ἀντιθέτου τὰ
χέρια τῶν ἐργατικῶν ἀνθρώπων
φέρουν πλούτη.
|
4
Ἡ ἐξ αἰτίας τῆς τεμπελιᾶς πτωχεία
ἐξευτελίζει τὸν ἄνθρωπον, ἐνῷ
τὰ χέρια τῶν ἐργατικῶν καὶ τῶν
φιλοπόνων εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἀγαθά.
|
4α
Υἱὸς πεπαιδευμένος σοφὸς ἔσται,
τῷ δὲ ἄφρονι διακόνῳ χρήσεται.
|
4α
Τὸ παιδί, ποὺ ἔχει ἀκολουθήσει
καὶ δεχθῇ τὴν παιδαγωγίαν τοῦ
Θεοῦ, θὰ εἶναι σοφόν. Θὰ χρησιμοποιῇ
δὲ ὡς ὑπηρέτην του τὸν ἀσύνετον,
ποὺ δὲν ἠθέλησε νὰ παιδαγωγηθῃ
ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
|
4α
Τὸ παιδί, ποὺ ἔχει διαπαιδαγωγηθῆ
ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, θὰ
εἶναι σοφόν, θὰ χρησιμοποιήσῃ δὲ ὡς
ὑπηρέτην του τὸν μὴ διαπαιδαγωγημένον καὶ
ὡς ἐκ τούτου εἰς ἀφροσύνην καταλήξαντα.
|
5
Διεσώθη ἀπὸ καύματος υἱὸς
νοήμων, ἀνεμόφθορος δὲ γίνεται
ἐν ἀμητῷ υἱὸς παράνομος.
|
5
Ὁ φρόνιμος καὶ ἔξυπνος υἱὸς
γνωρίζει νὰ προφυλάσσεται ἀπὸ
τὰς παγίδας τῆς ἁμαρτίας, ὅπως
ἀπὸ τὴν ἠλίασιν ἐν καιρῷ
θέρους. Ὁ ἀσύνετος ὅμως καὶ
παράνομος υἱὸς γίνεται δυστυχὴς
καὶ ἄθλιος, σὰν τὸ μαραμμένον
φυτὸν κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ θερισμοῦ,
τὸ ὁποῖον κατέστρεψεν ὁ καυστικος
λίβας.
|
5
Ὁ ἔξυπνος καὶ νουνεχὴς ἄνθρωπος
θὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ τὸ καῦμα
καὶ τὴν ἠλίασιν, διότι καταφεύγει
εἰς τὴν σκιάν, ἐνῷ ὁ ἀνόητος
κατὰ τὸν θερισμόν, ἐπειδὴ δὲν
λαμβάνει περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του προφυλακτικὰ
μέτρα, παθαίνει ἠλίασιν ἀπὸ τὸν
καυστικὸν ἄνεμον. |
6
Εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν
δικαίου, στόμα δὲ ἀσεβῶν καλύψει
πένθος ἄωρον. |
6
Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ πλουσία
κατέρχεται εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ
ἐναρέτου. Τὸ δὲ στόμα τῶν
ἀσεβῶν θὰ τὸ σκεπάσῃ πρόωρα
ἡ σιγὴ τοῦ θανάτου.
|
6
Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ καταβαίνει εἰς
τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐναρέτου, τὸ
κακὸν ὅμως στόμα τῶν ἀσεβῶν
γρήγορα θὰ τὸ βουλώσῃ πένθος πρόωρον.
|
7
Μνήμη δικαίων μετ' ἐγκωμίων, ὄνομα
δὲ ἀσεβοῦς σβέννυται. |
7
Ἡ ἀνάμνησις τῶν δικαίων συνοδεύεται
πάντοτε ἀπὸ ἐπαίνους καὶ
ἐγκώμια, ἐνῷ τὸ ὄνομα
τοῦ ἀσεβοῦς θὰ σβήσῃ διὰ
παντός. |
7
Ὁσάκις οἱ ἄνθρωποι ἐνθυμοῦνται
τοὺς ἀποθανόντας ἤδη δικαίους, ἡ ἐνθύμησίς
των αὐτὴ συνοδεύεται πάντοτε ἀπὸ ἐγκώμια
καὶ ἐπαίνους, διότι ἡ ἀρετή
των ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλους·
τὸ ὄνομα ὅμως τοῦ κακοῦ, ὀσονδήποτε
λαμπρὸν καὶ ἂν ἦτο καθ' ὅν χρόνον
ἔζη, γρήγορα θὰ σβησθῇ καὶ θὰ
λησμονηθῇ. |
8
Σοφὸς καρδίᾳ δέξεται ἐντολάς,
ὁ δὲ ἄστεγος χείλεσι σκολιάζων
ὑποσκελισθήσεται. |
8
Ὁ κατὰ Θεὸν παιδαγωγημένος καὶ
μορφωμένος, ὁ σοφός, δέχεται συμβουλὰς
ἐκ μέρους τῶν ἄλλων. Ἐκεῖνος
ὅμως ποὺ ἔχει ἀπύλωτον καὶ
ἀχαλίνωτον τὸ στόμα του καὶ
λέγει πονηρὰ καὶ διεστραμμένα, θὰ
καταφρονηθῇ ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
|
8
Αὐτός, ποὺ ἔχει μορφωμένην ἀπὸ
τὴν θείαν σοφίαν τὴν ψυχὴν καὶ τὴν
καρδίαν του, θὰ δεχθῇ τὰς συμβουλὰς
καὶ ὑποδείξεις τῶν ἐμπειροτέρων
καὶ ἐναρετωτέρων, ἐνῷ ἐκεῖνος,
ποὺ ἔχει ἀπύλωτον τὸ στόμα του καὶ
δὲν συγκρατεῖ τὰ χείλη του, ἐπειδὴ
λέγει διεστραμμένα καὶ πονηρά, θὰ ὑπερπηδηθῇ
καὶ θὰ περιφρονηθῇ ἀπὸ τοὺς
ἄλλους. |
9
Ὅς πορεύεται ἁπλῶς, πορεύεται
πεποιθώς, ὁ δὲ διαστρέφων τὰς
ὁδοὺς αὐτοῦ, γνωσθήσεται.
|
9
Ὅποιος πορεύεται μὲ ἀθωότητα
καὶ εὐθύτητα, προχωρεῖ μὲ πεποίθησιν
καὶ θάρρος, διότι δὲν θὰ καταισχυνθῇ.
Ἐξ ἀντιθέτου ἐκεῖνος, τοῦ
ὁποίου οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς
εἶναι δόλιοι καὶ διεστραμμένοι, θὰ
γίνῃ μίαν ἡμέραν γνωστὸς
καὶ θὰ καταφρονηθῇ. |
9
Ἐκεῖνος, ποὺ βαδίζει μὲ ἁπλότητα
καὶ μὲ εἰλικρίνειαν, βαδίζει μὲ θάρρος,
διότι δὲν φοβεῖται ὅτι θὰ καταισχυνθῇ
ἢ θὰ ἀποδειχθῇ ψεύστης ἀπὸ
τοὺς ἄλλους, ἐνῷ ὁ ἀνειλικρινής,
τοῦ ὁποίου οἱ τρόποι τῆς ζωῆς
εἶναι δόλιοι καὶ διεστραμμένοι, θὰ γίνῃ
γνωστὸς μίαν ἡμέραν. |
10
Ὁ ἐννεύων ὀφθαλμοῖς μετὰ
δόλου, συνάγει ἀνδράσι λύπας,
δὲ ἐλέγχων μετὰ παρρησίας, εἰρηνοποιεῖ.
|
10
Ἐκεῖνος ποὺ κάνει μὲ τὰ
μάτια του νοήματα συγκατανεύσεως, ἀνειλικρινῆ
ὅμως καὶ δόλια, συσσωρεύει πικρίας
καὶ λύπας εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐξ ἀντιθέτου ἐκεῖνος ὁ
ὁποῖος ἐλέγχει φανερὰ καὶ
μετὰ θάρρους, ἀποκαθιστᾷ εἰρήνην
εἰς τὸν ἴδιον τὸν ἄνθρωπον καὶ
εἰς τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ των.
|
10
Ἐκεῖνος, ποὺ συγκατανεύει προσποιητῶς
καὶ μὲ ἀνειλικρίνειαν κάμνει νεύματα μὲ
τὰ μάτια, λυπεῖ καὶ πικραίνει ἐκείνους,
εἰς τοὺς ὁποίους δὲν θέλει νὰ
φανῇ δυσάρεστος, ἐνῷ ἐκεῖνος,
ποὺ μὲ εἰλικρίνειαν καὶ φανερὰ
ἐλέγχει τὸν ἄλλον, ὅταν πταίῃ,
τοῦ χαρίζει εἰρήνην. |
11
Πηγὴ ζωῆς ἐν χειρὶ δικαίου στόμα
δὲ ἀσεβοῦς καλύψει ἀπώλεια.
|
11
Εἰς τὸ χέρι τοῦ δικαίου ὑπάρχει
ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, τῆς καλωσύνης
καὶ τῆς ἀγάπης. Ἐξ ἀντιθέτου
τὸ πονηρὸν στόμα τοῦ ἀσεβοῦς
θὰ τὸ σκεπάσῃ ἡ ἀπώλεια
καὶ ὁ ὄλεθρος.
|
11
Εἰς τὸ χέρι τοῦ ἐναρέτου εἶναι
πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀναβλύζει
ζωή, καλωσύνη καὶ ἐλεημοσύνη, τὸ στόμα ὅμως
τοῦ ἀσεβοῦς θὰ σκεπάσῃ ἡ
ἀπώλεια, διότι δὲν ἔδειξεν ἔλεος
καὶ συμπάθειαν. |
12
Μῖσος ἐγείρει νεῖκος, πάντας
δὲ τοὺς μὴ φιλονεικοῦντας καλύπτει
φιλία. |
12
Τὸ μῖσος προκαλεῖ καὶ δημιουργεῖ
φιλονεικίας καὶ ἔριδας, ὅλους δὲ
ἐκείνους ποὺ δὲν φιλονεικοῦν,
τοὺς στεγάζει καὶ τοὺς συνδέει
φιλία καὶ ἀγάπη.
|
12
Τὸ μῖσος καὶ ἡ ἐχθρικὴ
διάθεσις, ὅταν ὑπάρχῃ εἰς τὴν
καρδίαν, δημιουργεῖ λογομαχίας καὶ φιλονικίας·
ὅλους δὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
δὲν φιλονικοῦν, σκεπάζει φιλία καὶ ἀγάπη.
|
13
Ὃς ἐκ χειλέων προφέρει σοφίαν,
ράβδῳ τύπτει ἄνδρα ἀκάρδιον.
|
13
Ὅποιος βγάζει ἀπὸ τὰ χείλη
του σοφοὺς κατὰ Θεὸν λόγους, εἶναι
σὰν νὰ κτυπᾷ μὲ ράβδον τὸν
ψυχικῶς ἀκαλλιέργητον ἄνθρωπον.
|
13
Ὅποιος ἀπὸ τὰ χείλη του βγάζει σοφοὺς
λόγους, εἶναι ὡς νὰ κτυπᾷ μὲ
ράβδον τὸν ψυχικῶς ἀμόρφωτον καὶ ἀγροῖκον.
|
14
σοφοὶ κρύψουσιν αἴσθησιν, στόμα δὲ
προπετοῦς ἐγγίζει συντριβῇ.
|
14
Οἱ πραγματικὰ σοφοὶ ἀποταμιεύουν
καὶ κρύπτουν ἐντὸς των τὴν γνῶσιν,
διὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν ἐκεῖ
ποὺ πρέπει, ἐνῷ τὸ στόμα
τοῦ ἀπερίσκεπτου, ποὺ ἐπιπολαίως
πετάει τὰ λόγια του, ὁδηγεῖ
εἰς πλήρη συντριβήν.
|
14
Οἱ πραγματικῶς σοφοὶ ἀποταμιεύουν
τὴν γνῶσιν διὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν
εἰς τὴν ὥραν της, τὸ ἀνοικονόμητον
ὅμως στόμα τοῦ ἐπιπολαίου καὶ προπετοῦς
τὸν ὁδηγεῖ εἰς ὁλοκληρωτικὴν
συντριβήν. |
15
Κτῆσις πλουσίων πόλις ὀχυρά,
συντριβὴ δὲ ἀσεβῶν πενία.
|
15
Ἡ περιουσία τῶν εὐσεβῶν πλουσίων
μένει σταθερὰ ὡσὰν τὴν ὠχυρωμένην
πόλιν, τοὺς ἀσεβεῖς ὅμως, καὶ
ἂν πλουτήσουν, θὰ τοὺς συντρίψῃ
ἐν τέλει ἡ φτώχεια.
|
15
Ὁ πλοῦτος, τὸν ὁποῖον δίδει
ὁ Θεὸς εἰς ὅσους τὸν φοβοῦνται,
εἶναι ὡσὰν πόλις ὠχυρωμένη,
διότι τοὺς προστατεύει ἀπὸ ἀσθενείας
καὶ κινδύνους. Ἡ πτωχεία δὲ στέλλεται ὡς
συντριβὴ τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων.
|
16
Ἔργα δικαίων, ζωὴν ποιεῖ, καρποὶ
δὲ ἀσεβῶν ἁμαρτίας. |
16
Τὰ ἔργα τῶν δικαίων καθιστοῦν
τὴν ζωὴν αὐτῶν τῶν ἰδίων
καὶ τῶν ἄλλων εὐτυχισμένην,
ἐνῷ οἱ καρποὶ τῶν ἀσεβῶν
εἶναι αἱ ψυχοκτόνοι ἁμαρτίαι.
|
16
Αἱ πράξεις τῶν ἐναρέτων ἔχουν ὡς
μισθόν των τὴν ζωήν, οἱ καρποὶ ὅμως
τῶν ἀσεβῶν εἶναι ἁμαρτίαι, αἱ
ὁποῖαι φέρουν θάνατον. |
17
Ὁδοὺς δικαίας ζωῆς φυλάσσει
παιδεία, παιδεία δὲ ἀνεξέλεγκτος
πλανᾶται. |
17
Ἡ κατὰ Θεὸν διαπαιδαγώγησις καὶ
μόρφωσις διατηρεῖ ὀρθὰς τὰς
πορείας τῆς ζωῆς μας. Ἐξ ἀντιθέτου
ἡ κακὴ ἀνατροφή, ἡ χωρὶς
ὑποδείξεις καὶ ἐλέγχους παιδαγωγία
ὁδηγεῖ εἰς ὀλεθρίας πλάνας.
|
17
Τὴν ἐνάρετον ζωὴν διατηρεῖ καὶ
προφυλάττει ἡ ἐκ τοῦ θείου νόμου μόρφωσις,
ἐνῷ ἡ ἀνατροφή, ἡ ἱστορημένη
ἐλέγχων καὶ παιδαγωγικῶν τιμωριῶν,
εἶναι πεπλανημένη καὶ ἀποπλανᾷ τὸν
ἄνθρωπον. |
18
Καλύπτουσιν ἔχθραν χείλη δίκαια, οἱ
δὲ ἐκφέροντες λοιδορίας ἀφρονέστατοί
εἰσιν. |
18
Καὶ ἂν ὑπάρχῃ κάποια ἐχθρότης
εἰς τὴν καρδίαν τῶν δικαίων
ἀνθρώπων, τὸ στόμα των δὲν τὴν
ἐκφράζει, ἀλλὰ τὴν σκεπάζει.
Ἐξ ἀντιθέτου αὐτοί, οἱ
ὁποῖοι ἐκστομίζουν λόγους ὑβριστικούς,
εἶναι ἀφρονέστατοι καὶ ἀνοητότατοι.
|
18
Τὰ χείλη τοῦ δικαίου καὶ ἐναρέτου
ἀνθρώπου καλύπτουν καὶ δὲν ἐξωτερικεύουν
τὴν ἔχθραν, διότι τὴν συμπνίγουν, προτοῦ
ἐκδηλωθῇ. Ὅσοι ὅμως ἀφήνουν
ἐλεύθερον τὸ στόμα των νὰ ἐκστομίζῃ
λόγους ὑβριστικούς, εἶναι καθ’ ὑπερβολὴν
ἄφρονες καὶ ἀνόητοι. |
19
Ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξῃ
ἁμαρτίαν, φειδόμενος δὲ χειλέων
νοήμων ἔσῃ. |
19
Ἀπὸ τὴν πολυλογίαν δὲν θὰ
ξεφύγῃς τὴν ἁμαρτίαν, ἐνῷ
ἐὰν προσέχῃς τὰ χείλη
σου καὶ εἶσαι λιγοστὸς εἰς τὰ
λόγια σου, θὰ φανῇς συνετὸς καὶ
φρόνιμος. |
19
Ἀπὸ τὴν πολυλογίαν εἶναι ἀδύνατον
νὰ ξεφύγῃς τὴν ἁμαρτίαν καὶ
νὰ μὴ παρεκτροπῇς λέγων καὶ ἀπερισκέπτους
λόγους· ἐκεῖνος ὅμως, ὁ ὁποῖος
προσέχει τὰ χείλη του τί θὰ εἴπουν,
εἶναι συνετὸς καὶ μυαλωμένος.
|
20
Ἄργυρος πεπυρωμένος γλῶσσα δικαίου,
καρδία δὲ ἀσεβοῦς ἐκλείψει.
|
20
Ἡ γλῶσσα τοῦ δικαίου εἶναι καθαρὰ
ὡσὰν τὸν ἄργυρον, ποὺ ἔχει
καθαρισθῇ διὰ τοῦ πυρός, ἐνῷ
ἡ καρδία τοῦ ἀσεβοῦς εἶναι
διεφθαρμένη καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ.
|
20
Ἡ γλῶσσα τοῦ καλοῦ καὶ εὐσεβοῦς
ἀνθρώπου εἶναι ἀσῆμι ἀνόθευτον,
ποὺ ἐκαθαρίσθη εἰς τὴν φωτιά.
Ἐξ ἀντιθέτου ἡ διεφθαρμένη καρδία τοῦ
ἀσεβοῦς θὰ ἐξαφανισθῇ.
|
21
Χείλη δικαίων ἐπίταται ὑψηλά,
οἱ δὲ ἄφρονες ἐν ἐνδείᾳ
τελευτῶσιν. |
21
Τὰ χείλη τῶν δικαίων γνωρίζουν
νὰ ὁμιλοῦν δι' ὑψηλὰ καὶ
σοφὰ νοήματα. Ἐνῷ οἱ ἁμαρτωλοὶ
καὶ ἀσύνετοι πεθαίνουν μέσα
εἰς τὴν πνευματικὴν των γυμνότητα
καὶ πτωχείαν. |
21
Τὰ χείλη τῶν δικαίων γνωρίζουν νὰ λέγουν
μεγάλας καὶ ὑψηλὰς ἀληθείας, ἐνῷ
οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ
ἀποθνήσκουν οἰκτρῶς μέσα εἰς πνευματικὴν
πτωχείαν. |
22
Εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν
δικαίου· αὕτη πλουτίζει, καὶ
οὐ μὴ προστεθῇ αὐτῇ λύπη
ἐν καρδίᾳ. |
22
Ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου πλουσία
κατέρχεται εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ
δικαίου. Αὐτὴ τὸν κάμνει πλούσιον
καὶ χάρις εἰς αὐτὴν δὲν
θὰ κατακυριεύσῃ λύπη τὴν καρδίαν
του. |
22
Ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου καταπέμπεται εἰς
τὴν κεφαλὴν τοῦ δικαίου. Αὐτὴ
τὸν κάμνει πλούσιον. Καὶ αὐτός, ὡπλισμένος
μὲ τὴν τοιαύτην εὐλογίαν, δέχεται χωρὶς
ἀπογοήτευσιν τὰς ἑφόδους τῆς θλίψεως
εἰς τὴν καρδίαν του. |
23
Ἐν γέλωτι ἄφρων πράσσει κακά,
ἡ δὲ σοφία ἀνδρὶ τίκτει
φρόνησιν. |
23
Μὲ ἀνόητα γέλια ὁ ἀσύνετος
διαπράττει τὰ πονηρὰ αὐτοῦ ἔργα.
Ἡ σοφία ὅμως χαρίζει εἰς τὸν
ἄνθρωπον σύνεσιν καὶ διάκρισιν, πὼς
νὰ φέρεται εἰς τὰς διαφόρους
περιστάσεις. |
23
Ὁ ἄφρων καὶ ἀσεβὴς διαπράττει
τὸ κακὸν μὲ γέλια καὶ πνευματικὴν
ἀναισθησίαν, ἡ σοφία ὅμως χαρίζει εἰς
τὸν ἄνθρωπον διάκρισιν πότε νὰ γελᾷ
καὶ πότε νὰ πενθῇ ἢ νὰ κλαίῃ.
|
23
Ἐν γέλωτι ἄφρων πράσσει κακά,
ἡ δὲ σοφία ἀνδρὶ τίκτει
φρόνησιν.
24
Ἐν ἀπωλείᾳ ἀσεβὴς περιφέρεται,
ἐπιθυμίᾳ δὲ δικαίου δεκτή.
|
24
Μέσα εἰς τὴν φθορὰν καὶ τὸν
ὄλεθρον κινεῖται συνεχῶς ὁ ἀσεβής.
Οἱ εὐγενεῖς ὅμως καὶ ἱεροὶ
πόθοι τοῦ δικαίου γίνονται δεκτοὶ
ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐκπληρώνονται.
|
24
Εἰς τὴν ἀπώλειαν ζῇ καὶ κινεῖται
διαρκῶς ὁ ἀσεβής, καίτοι τὴν ἀπεύχεται
καὶ τὴν φοβεῖται, οἱ πόθοι ὅμως
τοῦ δικαίου γίνονται δεκτοὶ καὶ εἰσακουστοὶ
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. |
25
Παραπορευομένης καταιγίδος ἀφανίζεται
ἀσεβής, δίκαιος δὲ ἐκκλίνας
σῴζεται εἰς τὸν αἰῶνα.
|
25
Ὅταν ἐκσπᾷ καταιγὶς κινδύνων
καὶ περιπετειῶν ὁ ἀσεβὴς δὲν
γνωρίζει πῶς νὰ προφυλαχθῇ καὶ
καταστρέφεται. Ἐξ ἀντιθέτου ὁ
δίκαιος, χάρις εἰς τὸν παρὰ
τοῦ Θεοῦ φωτισμόν, εὑρίσκει
τρόπον σωτηρίας, παρεκκλίνει ἀπὸ
τὸν κίνδυνον καὶ σώζεται πάντοτε.
|
25
Ὅταν ἐπέρχεται ἡ καταιγὶς τῆς
δοκιμασίας, ὁ ἀσεβὴς δὲν ἠμπορεῖ
νὰ σταθῇ, ἀλλὰ πίπτει καὶ ἐξαφανίζεται·
ὁ δίκαιος ὅμως, διότι στηρίζεται ἐπὶ
τοῦ θεμελίου τῆς πίστεως καὶ διότι φωτίζεται
ἀπὸ αὐτήν, παραμερίζει ἢ ὑπομένει
στερρῶς καὶ σώζεται διαπαντός.
|
26
Ὥσπερ ὄμφαξ ὁδοῦσι βλαβερὸν
καὶ καπνὸς ὄμμασιν, οὕτως παρανομία
τοῖς χρωμένοις αὐτῇ. |
26
Ὅπως τὸ ἄγουρο σταφύλι εἶναι
βλαβερὸν διὰ τὰ δόντια καὶ ὁ
καπνὸς διὰ τὰ μάτια, ἔτσι εἶναι
βλαβερὰ καὶ ἡ παρανομία, δι' ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι
τὴν διαπράττουν.
|
26
Ὅπως ἡ ἀγουρίδα εἶναι πρᾶγμα
βλαβερὸν εἰς τὰ δόντια καὶ ὁ
καπνὸς εἰς τὰ μάτια, ἔτσι καὶ
ἡ παράβασις τοῦ θείου νόμου εἰς ἐκείνους,
ποὺ ἐργάζονται αὐτήν.
|
27
Φόβος Κυρίου προστίθησιν ἡμέρας,
ἔτη δὲ ἀσεβῶν ὀλιγωθήσεται.
|
27
Ἡ εὐσέβεια πρὸς τὸν Θεὸν
χαρίζει μακροβιότητα. Ἐξ ἀντιθέτου
τὰ ἔτη τῆς ζωῆς τῶν ἀσεβῶν
θὰ εἶναι ὀλίγα.
|
27
Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ ἐξασφαλίζει
εἰρήνην καὶ γαλήνην εἰς τὴν ψυχήν,
προσθέτει ἡμέρας εἰς τὴν ἐπίγειον
ζωήν, ἐνῷ τὰ χρόνια τῶν ἁμαρτωλῶν
θὰ ὀλιγοστεύσουν. |
28
Ἐγχρονίζει δικαίοις εὐφροσύνη,
ἐλπὶς δὲ ἀσεβῶν ἀπολεῖται.
|
28
Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη
παραμένει ἐπὶ πολὺν χρόνον εἰς
τοὺς δικαίους. Ἡ ἐλπὶς ὅμως
τῶν ἀσεβῶν διὰ μίαν καλυτέραν
ζωήν, θὰ μείνῃ ἀνεκπλήρωτος,
θὰ χαθῇ καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ.
|
28
Μὲ τοὺς ἐναρέτους παραμένει διαρκῶς
ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ ψυχικὴ ἀγαλλίασις,
ἐνῷ αἱ ἐλπίδες καὶ αἱ
προσδοκίαι τῶν ἀσεβῶν θὰ χαθοῦν.
|
29
Ὀχύρωμα ὁσίου φόβος Κυρίου.
Συντριβὴ δὲ τοῖς ἐργαζομένοις
κακά. |
29
Ἡ εὐλάβεια καὶ ὁ σεβασμὸς
τοῦ δικαίου πρὸς τὸν Κύριον
εἶναι δι' αὐτὸν ἀπόρθητον ὀχύρωμα.
Ἐκεῖνοι ὅμως, ποὺ διαπράττουν
τὰ κακά, θὰ καταστραφοῦν.
|
29
Ὀχύρωμα ἰσχυρὸν διὰ τὸν εὐσεβῆ
καὶ ἐνάρετον εἶναι ὁ φόβος τοῦ
Θεοῦ, διότι ἐμπνέει εἰς αὐτοὺς
θάρρος καὶ παρηγορίαν. Ἐνῷ διὰ τοὺς
κακοποιοὺς ἐπιφυλάσσεται καταδίκη καὶ συντριβὴ
λόγῳ τῆς ἀπελπισίας, ὑπὸ τῆς
ὁποίας συνήθως καταλαμβάνονται. |
30
Δίκαιος εἰς τὸν αἰῶνα οὐκ
ἐνδώσει, ἀσεβεῖς δὲ οὐκ
οἰκήσουσι γῆν. |
30
Ὁ δίκαιος ποτε δὲν θὰ μετακινηθῇ
ἀπὸ τὴν θέσιν του, δὲν θὰ
ἐκδιωχθῇ ἀπὸ τὸν οἶκον,
ἀπὸ τὸ πάτριον ἐδαφος·
ἐνῷ οἱ ἀσεβεῖς ἐξ ἀντιθέτου
θὰ ξερριζωθοῦν, δὲν θὰ κατοικήσουν
μονίμως εἰς αὐτό.
|
30
Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος δὲν θὰ ἐκριζωθῇ
ἀπὸ τὸ πάτριον ἔδαφος, οἱ ἀσεβεῖς
ὅμως δὲν θὰ κατοικήσουν μονίμως εἰς
αὐτό, ἀλλὰ θὰ ἐκπατρισθοῦν.
|
31
Στόμα δικαίου ἀποστάζει σοφίαν,
γλῶσσα δὲ ἀδίκου ἐξολεῖται.
|
31
Τὸ στόμα τοῦ δικαίου στάζει,
ὡσὰν γλυκὺ μέλι, τὴν σοφίαν
πάντοτε. Ἡ γλῶσσα ὅμως τοῦ πονηροῦ
καὶ ἀδίκου θὰ ἐξολοθρευθῇ.
|
31
Τὸ στόμα τοῦ δικαίου ἀνθρώπου στάζει πάντοτε
σοφίαν, ἡ γλῶσσα ὅμως τοῦ ἀσεβοῦς
καὶ ἀδίκου θὰ ἐξολοθρευτῇ.
|
32
Χείλη ἀνδρῶν δικαίων ἀποστάζει
χάριτας, στόμα δὲ ἀσεβῶν ἀποστρέφεται.
|
32
Τὰ χείλη τῶν δικαίων στάζουν
πάντοτε χάριτας Θεοῦ, ἐνῷ τὸ
στόμα τῶν ἀσεβῶν προκαλεῖ τὴν
ἀηδίαν καὶ ἀποστροφήν.
|
32
Τὰ χείλη τῶν δικαίων σταλάζουν χάριν, ἐνῷ
τὸ στόμα τῶν ἀσεβῶν κινεῖ τὴν
ἀηδίαν καὶ τὴν ἀποστροφήν.
|