Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν
τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν
ἐπὶ τὸ αὐτό.
|
αθὼς
δὲ ἐπροχωροῦσε νὰ συμπληρωθῇ
καὶ νὰ κλείσῃ ἡ ἡμέρα
τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ὁποία εἶχε
ἀρχίσει ἀπὸ τὴν προηγουμένην
ἑσπέραν, ἦσαν ὅλοι οἱ πιστοὶ
ὁμόψυχοι, συγκεντρωμένοι εἰς τὸ
ἴδιον μέρος. |
αὶ
ὅταν ἀπὸ τὴν ἑσπέραν τῆς
παραμονῆς της ἤρχισεν ἡ ἡμέρα τῆς
Πεντηκοστῆς, καὶ ἐπρόκειτο αὕτη νὰ
συμπληρωθῇ, ἦσαν ὅλοι οἱ πιστοὶ
μὲ μιὰ καρδιὰ συναγμένοι εἰς τὸ
αὐτὸ μέρος. |
2
Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης
πνοὴς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν
ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι·
|
2
Καὶ ἔξαφνα ἦλθε ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν ἔνας ἦχος, σὰν ἰσχυρὴ
βοὴ ἀνέμου ποὺ κινεῖται μὲ
ὁρμήν, καὶ ἐγέμισε ὅλο
τὸ σπίτι, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον
ἐκάθηντο οἱ μαθηταί.
|
2
Καὶ ἔξαφνα χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃ
κανείς, ἦλθε βοὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
σὰν βοὴ σφοδροῦ ἀνέμου, ὁ ὁποῖος
κινεῖται μὲ ὁρμὴν καὶ βιαιότητα.
Καὶ ἡ βοὴ αὐτὴ ἐγέμισεν
ὅλο τὸ σπίτι, ὅπου ἐκάθηντο οἱ
ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ μαθηταί.
|
3
καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι
γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ
τε ἐφ' ἕνα ἕκαστον αὐτῶν.
|
3
Καὶ παρουσιάσθησαν εἰς αὐτοὺς
γλῶσσες σὰν ἀπὸ φλόγες πυρός,
νὰ διαμοιράζωνται· καὶ εἰς τὸν
καθένα ἀπὸ αὐτοὺς ἐκάθισε
ἀπὸ μία γλῶσσα. |
3
Καὶ εἶδαν μὲ τὰ μάτια των νὰ
διαμοιράζωνται εἰς αὐτοὺς γλῶσσαι
παρόμοιοι πρὸς τὰς φλόγας τοῦ πυρὸς
καὶ εἰς τὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς
ἐκάθησεν ἀπὸ μία γλῶσσα.
|
4
Καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος
Ἁγίου,
καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις
καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς
ἀποφθέγγεσθαι. |
4
Καὶ ἐγέμισαν ὅλοι ἀπὸ
Πνεῦμα Ἅγιον καὶ ἤρχισαν νὰ
ὁμιλοῦν ξένας γλώσσας καὶ νὰ
κηρύττουν τὰς ὑψηλὰς ἀληθείας,
ὅπως τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον τοὺς
ἐφώτιζε καὶ τοὺς ἔδιδε τὴν
δύναμιν νὰ ὁμιλοῦν.
|
4
Καὶ ἐγέμισε τὸ ἐσωτερικὸν ὅλων
μὲ Πνεῦμα Ἅγιον, καὶ ἤρχισαν
νὰ ὁμιλοῦν ξένας γλώσσας, ὅπως τὸ
Πνεῦμα, ποὺ τοὺς ἐνέπνεεν, ἔδιδεν
εἰς αὐτοὺς νὰ ὁμιλοῦν
καὶ νὰ λέγουν θείους καὶ οὐρανίους
λόγους καὶ διδασκαλίας ὑψηλὰς καὶ
θεοπνεύστους. |
5
῏Ησαν δὲ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ κατοικοῦντες
Ἰουδαῖοι,
ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς
ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν·
|
5
Εὑρίσκοντο δὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην,
ἄλλοι μὲν ὡς μόνιμοι κάτοικοι,
ἄλλοι δὲ ὡς προσωρινοὶ λόγῳ
τῆς ἑορτῆς, ἄνδρες Ἰουδαῖοι
εὐσεβεῖς ἀπὸ κάθε ἔθνος
ποὺ ὑπῆρχε κάτω ἀπὸ τὸν
οὐρανόν. |
5
Ἦσαν δὲ ἐγκατεστημενοι ἐν Ἱερουσαλὴμ
ὡς μόνιμοι κάτοικοί της Ἰουδαῖοι, ἄνδρες
ποὺ ηὐλαβοῦντο καὶ ἐφοβοῦντο
τὸν Θεὸν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη,
ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὴν ὑποκάτω
τοῦ οὐρανοῦ γῆν.
|
6
γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης
συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη,
ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ
διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν.
|
6
Ὅταν δὲ ἔγινε ἡ βοὴ ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, ἐμαζεύτηκε τὸ
πλῆθος ἐκεῖ καὶ ὅλοι ἐκυριεύθησαν
ἀπὸ σύγχυσιν καὶ ἀπορίαν,
διότι ὁ καθένας των ἤκουε τοὺς
μαθητὰς νὰ ὁμιλοῦν τὴν ἰδικήν
του γλῶσσαν. |
6
Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡ βοὴ αὐτὴ
τοῦ ἀνέμου, ἐσυνάχθη τὸ πλῆθος
καὶ ὅλοι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ σύγχυσιν
καὶ κατάπληξιν, διότι ὁ καθένας των ἤκουε
τοὺς μαθητὰς αὐτοὺς τοῦ Ἰησοῦ
νὰ ὁμιλοῦν μὲ τὴν ἰδικήν
του γλῶσσαν. |
7
Ἐξίσταντο
δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες
πρὸς ἀλήλους· οὐκ ἰδοὺ
πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες
Γαλιλαίοι; |
7
Ἐξεπλήσσοντο δὲ ὅλοι καὶ ἐθαύμαζαν,
λέγοντες μεταξύ των· <τί συμβαίνει;
Ὅλοι αὐτοί, ποὺ ὁμιλοῦν,
δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι;
|
7
Ἔμειναν δὲ ἐκστατικοὶ ὅλοι καὶ
ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν ὁ ἕνας
εἰς τὸν ἄλλον· Νά, ὅλοι αὐτοί,
ποὺ ὁμιλοῦν, δὲν εἶναι Γαλιλαίοι;
|
8
Καί πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν
ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ
ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν,
|
8
Καὶ πῶς, ὁ καθένας ἀπὸ
ἡμᾶς, τοὺς ἀκούομεν νὰ
ὁμιλοῦν τὴν ἰδικήν μας γλῶσσαν,
τὴν ὁποίαν ἐμάθαμεν ἀπὸ
τῆς γεννήσεώς μας; |
8
Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ὁ
καθένας μας τὴν ἰδικήν μας γλῶσσαν, τὴν
ὁποίαν ἐμάθαμεν καὶ ὁμιλοῦμεν
ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῆς γεννήσεώς
μας; |
9
Πάρθοι καὶ Μήδοι καὶ Ἐλαμῖται,
καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν,
Ἰουδαίαν
τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν
᾿Ασίαν, |
9
Καὶ εἴμεθα
ἀπὸ τόσα πολλὰ ἔθνη· Πάρθοι
καὶ Μῆδοι καὶ ᾿Ελαμῖται καὶ
κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Ἰουδαίας
καὶ τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου
καὶ τῆς Ἀσίας,
|
9
Ὅσοι εἴμεθα Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ
Ἐλαμῖται καὶ ὅσοι κατοικοῦμεν
τὴν Μεσοποταμίαν καὶ τὴν Ἰουδαίαν
καὶ τὴν Καππαδοκίαν, τὸν Πόντον καὶ
τὴν Ἀσίαν, |
10
Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον
καὶ τὰ μέρη τῆς Λυβύης τῆς
κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες
Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί
τε καὶ προσήλυτοι, |
10
τῆς Φρυγίας καὶ τῆς Παμφυλίας,
τῆς Αἰγύπτου καὶ τῶν περιοχῶν
τῆς Λιβύης, ποὺ εἶναι πλησίον
τῆς Κυρήνης, ὅπως ἐπίσης καὶ
οἱ παρεπίδημοι Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοι
τὴν καταγωγὴν καὶ προσήλυτοι ἀπὸ
ἄλλα ἔθνη. |
10
καὶ τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν Παμφυλίαν,
τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς
Λιβύης, ποὺ εἶναι πλησίον τῆς Κυρήνης, καὶ
οἱ Ρωμαῖοι, ποὺ διαμένουν ἐδῶ,
τόσον αὐτοί, ποὺ λόγῳ τῆς καταγωγῆς
των εἶναι Ἰουδαῖοι, ὅσον καὶ
οἱ ἐθνικοί, ποὺ προσειλκύσθησαν εἰς
τὴν Ἰουδαϊκὴν πίστιν καὶ ἔγιναν
προσήλυτοι, |
11
Κρῆτες καὶ Ἄραβες,
ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς
ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα
τοῦ Θεοῦ; |
11
Ἀκόμη δὲ Κρῆτες καὶ Ἄραβες,
ὅλοι ὅσοι καταγόμεθα ἀπὸ τὰ
πολλὰ καὶ διάφορα αὐτὰ μέρη,
πῶς συμβαίνει νὰ τοὺς ἀκούωμεν
νὰ κηρύττουν τὰ μεγαλεῖα τοῦ
Θεοῦ εἰς τὰς ἰδικάς μας γλώσσας;>
|
11
καθὼς καὶ οἱ ἐκ Κρήτης καταγόμενοι
καὶ οἱ Ἄραβες, ὅλοι ἡμεῖς,
ποὺ καταγόμεθα ἀπὸ τὰ διάφορα αὐτὰ
μέρη, πῶς συμβαίνει νὰ ἀκούωμεν αὐτοὺς
νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ διακηρύττουν
εἰς τὰς γλώσσας μας τὰ μεγάλα καὶ
θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ;
|
12
Ἐξίσταντο
δὲ πάντες καὶ διηπόρουν, ἄλλος
πρὸς ἄλλον λέγοντες· τί ἂν
θέλοι τοῦτο εἶναι;
|
12
Ἐξεπλήσσοντο δὲ ὅλοι καὶ ἀποροῦσαν,
λέγοντες ὁ ἔνας πρὸς τὸν ἄλλον·
<τί τάχα σημαίνει τὸ ἔκτακτον
αὐτὸ γεγονός;> |
12
Ἔμεναν δὲ ἐκστατικοὶ ὅλοι καὶ
ἔμβαιναν εἰς ἀπορίαν καὶ ἔλεγαν
ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον· Σὰν
τί νὰ σημαίνῃ τὸ ἔκτακτον αὐτὸ
γεγονὸς καὶ σὰν ποίαν ἐξήγησιν μπορεῖ
κανεὶς νὰ τοῦ δώσῃ;
|
13
῞Ετεροι δὲ χλευάζοντες ἔλεγον ὅτι
γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί.
|
13
Ἄλλοι δὲ περιγελοῦσαν καὶ ἔλεγαν·
<ἔπιαν πολὺ καὶ δυνατὸ κρασί
καὶ γι' αὐτὸ δὲν ξέρουν τί
λένε>. |
13
Ἄλλοι ὅμως ἐπεριγελοῦσαν καὶ
ἔλεγαν, ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ
εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ γλυκὸ καὶ
δυνατὸ κρασὶ καὶ δὲν ξεύρουν τί λέγουν.
|
14
Σταθεὶς δὲ Πέτρος σὺν τοῖς ἕνδεκα
ἐπῇρε τὴν φωνὴν αὐτοῦ
καὶ ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς·
ἄνδρες Ἰουδαῖοι
καὶ οἱ κατοικοῦντες ῾Ιερουσαλὴμ
ἅπαντες, τοῦτο ὑμῖν γνωστὸν
ἔστω καὶ ἐνωτίσασθε τὰ ρήματά
μου. |
14
Καὶ τότε ὁ Πέτρος μαζῆ μὲ
τοὺς ἕνδεκα ἐστάθηκε, ὥστε νὰ
τὸν βλέπουν ὅλοι, ὕψωσε τὴν
φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἤρχισε νὰ
ὁμιλῇ, ὅπως τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον τὸν ἐφώτιζε· <ἄνδρες
Ἰουδαῖοι καὶ σεῖς ὅλοι ποὺ
κατοικεῖτε τὴν Ἱερουσαλήμ, ἂς
γίνῃ γνωστὸν εἰς σᾶς αὐτό,
ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ ἀκούσατε
μὲ προσοχὴν τὰ λόγια μου.
|
14
Ἐστάθη δὲ τότε εἰς τόπον κατάλληλον ὁ
Πέτρος μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἕνδεκα
Ἀποστόλους καὶ ὕψωσε τὴν φωνήν του,
ὥστε νὰ ἀκούεται καλὰ ἀπὸ
ὅλον τὸ πλῆθος ἐκεῖνο, καὶ
ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἄνδρες Ἰουδαῖοι
καὶ σεῖς ὅλοι, ὅσοι κατοικεῖτε
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἂς γίνῃ
γνωστὸν εἰς σᾶς αὐτό, ποὺ θὰ
σᾶς εἴπω, καὶ ἀκούσατε προσεκτικὰ
τοὺς λόγους μου αὐτούς, μὲ τοὺς ὁποίους
θὰ σᾶς δώσω τὴν ἀληθινὴν ἐξήγησιν
αὐτῶν ποὺ βλέπετε. |
15
Οὐ γάρ, ὡς ὑμεῖς ὑπολαμβάνετε,
οὗτοι μεθύουσιν· ἔστι γὰρ ὥρα
τρίτη τῆς ἡμέρας·
|
15
Δὲν εἶναι ὀρθὸν αὐτό ποὺ
εἴπατε, διότι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι
ποὺ ὁμιλοῦν ἐνώπιόν σας
ξένας γλώσσας, δὲν εἶναι μεθυσμένοι,
ὅπως σεῖς νομίζετε· ἄλλωστε ἡ
ὥρα εἶναι τρεῖς μετὰ τὴν ἀνατολὴν
τοῦ ἡλίου, ποὺ ὡς γνωστὸν
καὶ σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλίαν
τῶν ραββίνων δὲν πίνουν ἀκόμη
κρασί οἱ ἄνθρωποι. |
15
Ἡ ἀντίληψις, ποὺ ἐσχηματίσατε δι’
αὐτούς, εἶναι πλανημένη. Διότι δὲν εἶναι
μεθυσμένοι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, καθὼς
νομίζετε σεῖς. Καὶ δὲν εἶναι μεθυσμένοι,
διότι εἶναι ἡ τρίτη ὥρα ἀπὸ
τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, ἤτοι
ἡ ἐνάτη πρωϊνή, καὶ λόγῳ τῆς
ἑορτῆς, ἀλλὰ καὶ σύμφωνα πρὸς
τὰς παραδόσεις τῶν μεγάλων ραββίνων μας δὲν
ἐπιτρέπεται προτοῦ ἔλθῃ μεσημέρι ἢ
τουλάχιστον προτήτερα ἀπὸ τὰς δέκα τὸ
πρωῒ νὰ βάλωμεν εἰς τὸ στόμα μας τίποτε.
|
16
ἀλλὰ τοῦτό ἐστι τὸ εἰρημένον
διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ.
|
16
Ἀλλὰ αὐτό, ποὺ βλέπετε,
εἶναι ἐκπλήρωσις ἐκείνου ποὺ
ἐλέχθη ἀπὸ τὸν προφήτην
Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος καὶ προεῖπε·
|
16
Ἀλλ’ αὐτό, τὸ ὁποῖον βλέπετε,
εἶναι ἐπαλήθευσις καὶ πραγματοποίησις ἐκείνου,
ποὺ ἔχει λεχθῆ ἀπὸ τὸν
Θεὸν διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ, ὁ
ὁποῖος ἐπροφήτευσε τὰ ἑξῆς:
|
17
Καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις
ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ
ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ
πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ
υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες
ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν
ὁράσεις ὄψονται, καὶ οἱ πρεσβύτεροι
ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται,
|
17
Καὶ κατὰ τὶς τελευταῖες ἐκεῖνες
ἡμέρες, ποὺ θὰ ἐπακολουθήσουν
τὴν ἔλευσιν τοῦ Μεσσίου, θὰ
χύσω - λέγει ὁ Θεός - ἀπὸ
τὰς δωρεὰς καὶ τὰ χαρίσματα
τοῦ Πνεύματός μου εἰς κάθε ἄνθρωπον·
καὶ θὰ προφητεύσουν οἱ υἱοί
σας καὶ αἱ θυγατέρες σας· οἱ
δὲ νέοι σας θὰ ἴδουν ἀποκαλυπτικὰ
ὁράματα καὶ οἱ γέροντές
σας θὰ λάβουν θεία καὶ ἀποκαλυπτικὰ
ὄνειρα. |
17
Καὶ κατὰ τὴν τελευταίαν χρονικὴν περίοδον,
ποὺ θὰ ἀρχίσῃ ὅταν θὰ
ἔλθῃ ὁ Μεσσίας, λέγει ὁ Θεὸς
ὅτι θὰ συμβῇ τοῦτο θὰ ἐκχύσω
ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματός μου
καὶ θὰ διαμοιράσω ταῦτα εἰς ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους· καὶ θὰ προφητεύσουν
οἱ υἱοί σας καὶ αἱ θυγατέρες σας·
καὶ οἱ νέοι σας θὰ ἴδουν ὀπτασίας
ὑπερφυσικὰς καὶ οἱ γέροντές σας θὰ
ἐνυπνιασθοῦν θεία καὶ ἀποκαλυπτικὰ
ὅνειρα. |
18
καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου
καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν
ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ
ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου, καὶ
προφητεύσουσι. |
18
Ἀκόμη δὲ εἰς τοὺς δούλους
μου καὶ εἰς τὰς δούλας μου θὰ
χορηγήσω κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες
ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματός
μου καὶ θὰ προφητεύσουν.
|
18
Ἀκόμη καὶ εἰς τοὺς δούλους καὶ
εἰς τὰς δούλας μου, ποὺ οἱ ἄνθρωποι
τοὺς κατατάσσουν εἰς τὴν κατωτέραν κοινωνικὴν
τάξιν, θὰ τοὺς μεταδώσω κατὰ τὰς ἡμέρας
ἐκείνας ἄφθονα χαρίσματα ἀπὸ τὸ
Πνεῦμα μου καὶ θὰ προφητεύσουν.
|
19
Καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ
ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς
γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ
ἀτμίδα καπνοῦ· |
19
Καὶ θὰ δώσω θαύματα ἐπάνω
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ σημεῖα
εἰς τὴν γῆν κάτω, ποὺ θὰ
μαρτυροῦν τὴν θείαν μου δύμαμιν·
αἱματοχυσίας καὶ πυρκαϊὰς καὶ
σύνεφα καπνοῦ, ποὺ θὰ ἀνεβαίνουν
ἀπὸ τὰς καιομένας πόλεις σας.
|
19
Καὶ θὰ δώσω καταπληκτικὰ θαύματα εἰς
τὸν οὐρανὸν ἐπάνω καὶ φαινόμενα
ἀποδεικτικὰ τῆς θείας δυνάμεως ἐπὶ
τῆς γῆς κάτω· καταστροφὰς μεγάλας καὶ
ἐρημώσεις· αἱματοχυσίας καὶ πυρκαϊὰς
καὶ σύννεφον καπνοῦ, ποὺ θὰ ἀνεβαίνῃ
ἀπὸ τὰς καιομένας πόλεις καὶ χωρία.
|
20
ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος
καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα πρὶν
ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέρα Κυρίου
τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῇ.
|
20
Ὁ ἥλιος ἀπὸ φωτεινός ποὺ
εἶναι, θὰ ἀλλάξῃ καὶ θὰ
γίνῃ σκοτάδι· τὸ φεγγάρι
θὰ φένεται σὰν αἷμα, πρὶν ἔλθῃ
ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡ μεγάλη
καὶ περίβλεπτος. |
20
Ὁ ἥλιος θὰ ὑποστῇ ἔκλειψιν
καὶ θὰ μεταστροφῇ εἰς σκότος καὶ
ἡ σελήνη θὰ πάρῃ τὸ χρῶμα αἵματος,
προτοῦ νὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα
τοῦ Κυρίου ἡ μεγάλη καὶ περίβλεπτος, κατὰ
τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος θὰ ἔλθῃ
ἐνδόξως διὰ νὰ κρίνῃ τοὺς ἐχθρούς
του. Τέτοιαι καταστροφαὶ καὶ θεομηνίαι πρόκειται
νὰ γίνουν καὶ τώρα, ὁπότε ὁ Κύριος
ἐν δικαιοσύνῃ θὰ πατάξῃ ὅσους
ἐκ τῶν Ἰουδαίων θὰ ἐπιμείνουν
εἰς τὴν ἀπιστίαν· πρόκειται νὰ ἐπαναληφθοῦν
καὶ ἐν τῷ μεταξύ, ὁσάκις διὰ
μέσου τῶν αἰώνων θὰ ἐκσπᾷ ἡ
ὀργὴ τοῦ Θεοῦ κατὰ τῶν
ἀποστατῶν, ἀλλὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν
καὶ τελικῶς καὶ κατὰ τὴν δευτέραν
τοῦ Κυρίου παρουσίαν. |
21
Καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται
τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται.
|
21
Καὶ τότε καθένας, ποὺ μὲ πίστιν
θὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ὄνομα τοῦ
Κυρίου θὰ σωθῇ. |
21
Καὶ θὰ συμβῇ ὥστε καθένας, ποὺ
θὰ ἐπικαλεσθῇ μὲ πίστιν καὶ
εὐλάβειαν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, θὰ
σωθῇ καὶ θὰ ἀπολαύσῃ τὰ
ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Μεσσίου.
|
22
Ἄνδρες
Ἰσραηλῖται,
ἀκούσατε τοὺς λόγους τούτους.
Ἰησοῦν
τὸν Ναζωραῖον, ἄνδρα ἀπὸ τοῦ
Θεοῦ ἀποδεδειγμένον εἰς ὑμᾶς
δυνάμεσι καὶ τέρασι καὶ σημείοις
οἷς ἐποίησε δι' αὐτοῦ ὁ
Θεὸς ἐν μέσῳ ὑμῶν, καθὼς
καὶ αὐτοὶ οἴδατε,
|
22
Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, ἀκοῦστε μὲ
προσοχὴν τοὺς λόγους αὐτούς,
ποὺ θὰ σᾶς πῶ· Τὸν Ἰησοῦν
τὸν Ναζωραῖον, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθη
καὶ ἐμαρτυρήθη εἰς σᾶς ἀπὸ
τὸν ἴδιον τὸν Θεὸν μὲ ὑπερφυσικὰς
δυνάμεις καὶ καταπληκτικὰ θαύματα
καὶ ὑπερφυσικὰ σημεῖα, ποὺ δι'
αὐτοῦ ἔκαμε ἀνάμεσα εἰς
ὅλους σας ὁ Θεός, ὅπως ἄλωστε
καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι καλὰ γνωρίζετε,
|
22
Ἄνδρες, ἀπόγονοι τοῦ εὐλογημένου Ἰσραήλ,
ἀκούσατε τοὺς λόγους αὐτούς, ποὺ θὰ
σᾶς εἴπω· τὸν Ἰησοῦν τὸν
Ναζωραῖον, ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθη
μεταξύ σας ποῖος ἦτο ὄχι ἀπὸ
ἄνθρωπον, ἀλλ’ ἀπὸ αὐτὸν
τὸν Θεόν· καὶ ἀπεδείχθη μὲ δυνάμεις
καὶ καταπληκτικὰ ἔργα καὶ ἀποδεικτικὰ
θαύματα, ποὺ ἔκαμε δι’ αὐτοῦ ὁ
Θεὸς έν μέσῳ ὑμῶν, καθὼς καὶ
σεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε·
|
23
τοῦτον τῇ ὡρισμένῃ βουλῇ
καὶ προγνώσει τοῦ Θεοῦ ἔκδοτον
λαβόντες, διὰ χειρῶν ἀνόμων
προσπήξαντες ἀνείλετε·
|
23
αὐτὸν τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος
σύμφωνα μὲ τὴν ὡρισμένην θέλησιν
καὶ πρόγνωσιν τοῦ Θεοῦ σᾶς παρεδόθη
ἀπὸ τὸν προδότην, ἀφοῦ
τὸν ἐπιάσατε, τὸν ἐσταυρώσατε
καὶ τὸν ἐφονεύσατε μὲ τὰ
χέρια τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν, οἱ
ὁποῖοι, σὰν ἐθνικοὶ ποὺ
εἶναι, δὲν ἔχουν καὶ δὲν γνωρίζουν
τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ.
|
23
αὐτὸν τὸν Ἰησοῦν, ποὺ
σᾶς παρεδόθη ἀπὸ τὸν προδότην σύμφωνα
μὲ τὴν ὡρισμένην ἀπόφασιν καὶ
πρόγνωσιν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τὸν
ἐπιάσατε, τὸν ἐκαρφώσατε εἰς τὸν
σταυρὸν καὶ τὸν ἐφονεύσατε διὰ
τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι
ἦσαν ἐθνικοὶ καὶ ξένοι πρὸς
τὸν Νόμον. |
24
ὃν ὁ Θεὸς ἀνέστησε λύσας
τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι
οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν
ὑπ' αὐτοῦ. |
24
Αὐτὸν ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησεν
ἐκ νεκρῶν καὶ κατέλυσε τὰς φοβερὰς
θλίψεις τοῦ θανάτου, διότι δὲν
ἧτο δυνατὸν νὰ κρατῆται αὐτὸς
ἀπὸ τὸν θάνατον.
|
24
Τοῦτον ὁ Θεὸς ἀνέστησε καὶ ἔλυσε
τὰς λύπας, ποὺ τοῦ ἐπροξένησεν ὁ
θάνατος, διότι σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας δὲν
ἦτο δυνατὸν νὰ κρατῆται αὐτὸς
ὑπὸ τοῦ θανάτου. |
25
Δαυῒδ γὰρ λέγει εἰς αὐτόν·
προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν
μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν
μού ἐστιν ἵνα μὴ σαλευθῶ.
|
25
Ἐπειδὴ καὶ ὁ Δαυῒδ λέγει
διὰ λογαριασμὸν αὐτοῦ· Ἐγὼ
ὁ Μεσσίας ἔβλεπα ἐμπρός μου
τὸν Κύριον διαρκῶς, ὅτι εἶναι
εἰς τὰ δεξιά μου, ἕτοιμος καὶ
ἰσχυρὸς νὰ μὲ προστατεύσῃ,
διὰ νὰ μὴ κλονισθῶ ἀπὸ
τὸ φρικτὸν μαρτύριον καὶ τὸν
σκληρὸν θάνατον. |
25
Δὲν ἦτο δυνατὸν δὲ νὰ μένῃ
αὐτὸς πεθαμένος, διότι ὁ Δαβὶδ λέγει
ἀναφερόμενος εἰς αὐτόν· Ἔβλεπα
ἐγὼ ὁ Μεσσίας ἐμπρός μου τὸν
Κύριον πάντοτε· τὸν ἔβλεπα, ὅτι εἶναι
εἰς τὰ δεξιά μου ἕτοιμος νὰ μὲ
προστατεύσῃ διὰ νὰ μὴ ἀνησυχῷ
καὶ κλονισθῶ ἀπὸ φόβον ἢ κίνδυνον
ὁποιονδήποτε. |
26
Διὰ τοῦτο εὐφράνθη ἡ καρδία
μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά
μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει
ἐπ' ἐλπίδι, |
26
Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς εὐφράνθηκε
ἡ καρδιά μου καὶ ἡ γλῶσσα μου
ἐξεδήλωσε τὴν ἀγαλλίασίν
μου, ἀκόμη δὲ καὶ τὸ σῶμα
μου θὰ ἀναπαυθῇ κατὰ τὴν ὥραν
τοῦ θανάτου καὶ θὰ κατοικήσῃ
εἰς τάφον μὲ βεβαίαν τὴν ἐλπίδα
ὅτι συντομώτατα θὰ ἀναστηθῇ.
|
26
Διότι δὲ αἰσθάνομαι τὸν Θεὸν εἰς
τὰ δεξιά μου ἕτοιμον νὰ μὲ προστατεύσῃ,
δι’ αὐτὸ εὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ
ἐξεδήλωσα μεγάλην χαρὰν μὲ τὴν γλῶσσαν
μου, ἀκόμη δὲ καὶ τὸ σῶμα μου
κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου θὰ
ἀναπαυθῇ καὶ θὰ ἠσυχάσῃ
εἰς τὸν τάφον μὲ ἐλπίδα, ὅτι
γρήγορα θὰ ἀναστηθῇ. |
27
ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν
μου εἰς ᾄδου οὐδὲ δώσεις τὸν
ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.
|
27
Διότι σύ, οὐράνιε Πάτερ, δὲν
θὰ ἐγκαταλείψῃς τὴν ψυχήν
μου εἰς τὸν Ἅδην καὶ δὲν θὰ
ἐπιτρέψῃς ὁ ἀφωσιωμένος
εἰς σὲ ἅγιος Μεσσίας νὰ ἵδῃ
τὸ σῶμα του φθειρόμενον εἰς τὴν
ἀποσύνθεσιν τοῦ τάφου.
|
27
Διότι δὲν θὰ ἐγκαταλείψῃς τὴν
ψυχήν μου νὰ μείνῃ ἐπὶ πολὺν
χρόνον εἰς τὸν τόπον τοῦ ᾍδου, οὔτε
θὰ ἐπιτρέψῃς ὁ κατ’ ἐξοχὴν
ἀφωσιωμένος εἰς σὲ γιός σου νὰ πάθῃ
εἰς τὸ σῶμα του τὴν φθορὰν καὶ
ἀποσύνθεσιν τοῦ τάφου. |
28
Ἐγνώρισάς
μοι ὁδοὺς ζωῆς, πληρώσεις με εὐφροσύνης
μετὰ τοῦ προσώπου σου. |
28
Σὺ ἔκαμες εἰς ἐμὲ γνωστοὺς
τοὺς πνευματικοὺς δρόμους, ποὺ ὁδηγοῦν
εἰς τὴν πνευματικὴν ζωήν· θὰ
μὲ γεμίσῃς μὲ εὐφροσύνην,
ὅταν θὰ μὲ ἀξιώσῃς καὶ
ὡς ἄνθρωπος νὰ ἀπολαμβάνω τὴν
δόξαν τοῦ προσώπου σου.
|
28
Μοῦ ἔδειξες καὶ μοῦ ἐγνωστοποίησες
δρόμους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸν
τάφον, ὅπου δι’ ὀλίγον καιρὸν θὰ παραμείνω,
ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἀληθινὴν
καὶ μακαρίαν ζωήν· θὰ μὲ γεμίσῃς
εὐφροσύνην, ὅταν θὰ μὲ ἀνυψώσῃς
καὶ θὰ μὲ πάρῃς μαζί σου εἰς
τοὺς οὐρανοὺς διὰ νὰ ἀπολαμβάνω
καὶ ὡς ἄνθρωπος τὴν δόξαν τοῦ
προσώπου σου. |
29
Ἄνδρες
ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ
παρρησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ
πατριάρχου Δαυῒδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε
καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα
αὐτοῦ ἐστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι
τῆς ἡμέρας ταύτης.
|
29
Ἄνδρες ἀδελφοί, εἶναι ἐπιτετραμμένον
νὰ σᾶς πῶ μὲ ὅλον τὸ θάρρος
διὰ τὸν πατριάρχην Δαυῒδ ὅτι
καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη
καὶ τὸ μνημεῖον του εὑρίσκεται
ἐδῶ μεταξύ μας μέχρι τῆς ἡμέρας
αὐτῆς. (Ἄρα ἡ παρὰ πάνω
προφητεία του δὲν ἀναφέρεται εἰς
αὐτόν). |
29
Ἄνδρες ἀδελφοί, ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ
νὰ σᾶς εἴπω ἐλεύθερα διὰ τὸν
πατριάρχην Δαβίδ, διὰ στόματος τοῦ ὁποίου
ἐλέχθη ἡ προφητεία αὐτὴ, ὅτι
αὐτὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη
καὶ τὸ μνημεῖον του εἶναι μεταξύ μας
ἐδῶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα μέχρι
τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Δὲν ἐφαρμόζεται
λοιπὸν ἡ προφητεία αὐτὴ εἰς
τὸν Δαβίδ, ποὺ παραμένει πεθαμένος καὶ θαμμένος
ἕως σήμερον. |
30
Προφήτης οὖν ὑπάρχων, καὶ εἰδὼς
ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ
Θεὸς ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφῦος
αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα ἀναστήσειν
τὸν Χριστὸν καθίσαι ἐπὶ τοῦ
θρόνου αὐτοῦ,
|
30
Ἀλλὰ προφήτης πραγματικὸς ὑπάρχων
ὁ Δαυῒδ καὶ γνωρίζων πολὺ καλά,
ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε ὑποσχεθῇ
μὲ ὅρκον, πὼς ἀπὸ ἀπόγονον
τῶν σπλάγχνων του, δηλαδὴ ἀπὸ
τὴν Παρθένον Μαρίαν, ἐπρόκειτο
νὰ ἀναστήσῃ τὸν Χριστόν,
κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, καὶ νὰ
τὸν καθίσῃ εἰς τὸν θρόνον
ὡς βασιλέαν αἰώνιον,
|
30
Ἀλλ’ ὁ Δαβὶδ προικισμένος μὲ μόνιμον
χάρισμα προφητείας καὶ γνωρίζων, ὅτι ὁ Θεὸς
τοῦ ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον, ὅτι ἀπὸ
ἀπόγονον τῶν σπλάγχνων του, τὴν Μαρίαν δηλαδή,
ἔμελλε νὰ ἀναστήσῃ κατὰ τὴν
ἀνθρωπίνην φύσιν τὸν Χριστὸν διὰ νὰ
καθίσῃ ἐπὶ τοῦ θρόνου του ὡς
πνευματικὸς καὶ αἰώνιος βασιλεύς,
|
31
προϊδὼν ἐλάλησε περὶ τῆς ἀναστάσεως
τοῦ Χριστοῦ ὅτι οὐ κατελείφθη
ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς ᾄδου
οὐδὲ ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδε
διαφθοράν. |
31
προεῖδε καὶ ἐλάλησε διὰ τὴν
ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν
ἐγκατελείφθη ἡ ψυχή του εἰς
τὸν Ἅδην οὔτε τὸ σῶμα του εἶδε
τὴν φθορὰν καὶ τὴν ἀποσύνθεσιν
τοῦ θανάτου. |
31
προεῖδε τὰ μέλλοντα καὶ ὡμίλησε διὰ
τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ὅτι
δὲν ἐγκατελείφθη ἡ ψυχὴ τοῦ
Χριστοῦ εἰς τὸν τόπον τοῦ ᾍδου,
οὔτε τὸ σῶμα του εἶδε τὴν φθορὰν
καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ τάφου.
|
32
Τοῦτον τὸν Ἰησοῦν
ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὗ πάντες
ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες.
|
32
Αὐτὸ τὸν Ἰησοῦν τὸν ἀνέστησεν
πράγματι ὁ Θεὸς καὶ αὐτοῦ
τοῦ μεγάλου γεγονότος εἴμεθα
ἡμεῖς μάρτυρες. |
32
Τοῦτον τὸν Ἰησοῦν, περὶ τοῦ
ὁποίου σᾶς ὡμίλησα, τὸν ἀνέστησεν
ὁ Θεὸς ἐκ νεκρῶν, καὶ μάρτυρες
τοῦ γεγονότος αὐτοῦ τῆς Ἀναστάσεως
εἴμεθα ὅλοι ἡμεῖς.
|
33
Τῇ δεξιᾷ οὖν τοῦ Θεοῦ ὑψωθείς,
τήν τε ἐπαγγελίαν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος λαβὼν παρὰ τοῦ πατρός,
ἐξέχεε τοῦτο ὃ νῦν ὑμεῖς
βλέπετε καὶ ἀκούετε.
|
33
Ἀφοῦ, λοιπόν, μὲ τὴν παντοδύναμον
δεξιὰν τοῦ Θεοῦ ἀνεστήθη ἐκ
τῶν νεκρῶν καὶ ὑψώθηκε εἰς
τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔλαβεν ἀπὸ
τὸν Πατέρα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα,
ποὺ εἶχε ὑποσχεθῆ καὶ εἰς
ἡμᾶς, τὸ ἔστειλε μὲ τὰς
πλουσίας του δωρεὰς καὶ ἐνεργείας
εἰς ἡμᾶς, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον
σεῖς σήμερα καὶ βλέπετε καὶ
ἀκούετε. |
33
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς μετὰ
τὴν Ἀνάστασίν του ἀνυψώθη μὲ τὴν
δύναμιν τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Πατέρα του
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ὑπεσχέθη
εἰς ἡμᾶς τοὺς Ἀποστόλους ὅτι
θὰ μᾶς ἔστελλεν, ἔχυσεν ἀφθόνους
τὰς δωρεὰς καὶ τὰς ὑπερφυσικὰς
αὐτὰς ἐνεργείας, τὰς ὁποίας
σεῖς βλέπετε τώρα καὶ ἀκούετε.
|
34
Οὐ γὰρ Δαυῒδ ἀνέβη εἰς
τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός·
εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ
μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου
|
34
Ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς ἀναλήψεως
τοῦ Μεσσίου εἰς τοὺς οὐρανοὺς
ἐπροφήτευσε ὁ Δαΐδ, διότι δὲν
ἀνέβηκε ὁ Δαυῒδ εἰς τοὺς
οὐρανούς, ἐν τούτοις ὅμως λέγει
ὁ ἴδιος· Εἶπεν ὁ Κύριος
καὶ Θεὸς εἰς τὸν Μεσσίαν, ποὺ
εἶναι ἀπόγονός μου κατὰ τὸ
ἀνθρώπινον, ἀλλὰ Κύριός
μου ὡς Θεός, ἴσος μὲ τὸν Πατέρα,
κάθισε εἰς τὰ δεξιά μου,
|
34
Ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς ἀνυψώσεως
αὐτῆς τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὸν
οὐρανὸν ὡμίλησε προφητικῶς ὁ
Δαβὶδ καὶ δὲν εἶναι δυνατόν, παρὰ
εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ ὄχι
εἰς τὸν Δαβὶδ νὰ ἀναφέρωνται
οἱ προφητικοὶ αὐτοὶ λόγοι. Διότι ὁ
Δαβὶδ δὲν ἀνέβη εἰς τοὺς οὑρανούς,
λέγει ὅμως ὁ ἴδιος· Εἶπεν ὁ
Κύριος καὶ Θεὸς εἰς τὸν Μεσσίαν, ὁ
ὁποῖος εἶναι μὲν ἀπόγονός μου
ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι
καὶ Κύριός μου ὡς Θεός: Κάθησε εἰς τὰ
δεξιά μου διὰ νὰ ἀπολαμβάνῃς καὶ
ὡς ἄνθρωπος θείας καὶ μοναδικὰς τιμάς,
|
35
ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς
σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.
|
35
ἕως ὅτου βάλω κάτω ἀπὸ
τὰ πόδια σου νικημένους τοὺς ἐχθρούς
σου.
|
35
ἕως ὅτου ὑποτάξω τελείως εἰς σὲ
τοὺς ἐχθρούς σου καὶ τοὺς κάμω στήριγμα,
ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον θὰ
πατοῦν τὰ πόδια σου. |
36
Ἀσφαλῶς
οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ
ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν
ὁ Θεὸς ἐποίησε, τοῦτον τὸν
Ἰησοῦν
ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε.
|
36
Ἂς γνωρίζῃ, λοιπόν, μὲ κάθε
βεβαιότητα ὅλη ἡ φυλὴ τοῦ Ἰσραήλ,
ὅτι αὐτὸν τὸν Ἰησοῦν,
τὸν ὁποῖον σεῖς ἐσταυρώσατε,
ὁ Θεὸς τὸν ἀνέδειξε Κύριον
καὶ Χριστόν>. |
36
Ἂς γνωρίζῃ λοιπὸν ἀσφαλῶς καὶ
μὲ βεβαιότητα ὁλόκληρον τὸ γένος τῶν
Ἰσραηλιτῶν, ὅτι αὐτὸν ἀκριβῶς
τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὁποῖον
σεῖς ἐσταυρώσατε, τὸν ἀνέδειξε καὶ
τὸν ἐγκατέστησεν ὁ Θεὸς Κύριον καὶ
Χριστόν, διότι ἔδωκε καὶ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν του πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ βασιλικὴν
δόξαν. |
37
Ἀκούσαντες
δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ, εἶπόν
τε πρὸς τὸν Πέτρον καὶ τοὺς
λοιποὺς ἀποστόλους· τί ποιήσωμεν,
ἄνδρες ἀδελφοί;
|
37
Ἀφοῦ δὲ ἤκουσαν τὰ θεόπνευστα
αὐτὰ λόγια, κατελήφθησαν ἀπὸ
λύπην καὶ κατάνυξιν καρδίας διὰ
τὴν βαρεῖαν ἐνοχήν των καὶ εἶπαν
πρὸς τὸν Πέτρον καὶ τοὺς ἄλλους
Ἀποστόλους· <τί νὰ κάμωμεν,
ἄνδρες ἀδελφοί;> |
37
Ἀφοῦ δὲ ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦτον,
συνησθάνθησαν τὴν ἐνοχήν των καὶ κατέλαβε
λύπη καὶ κατάνυξις τὴν καρδίαν των καὶ εἶπον
εἰς τὸν Πέτρον καὶ εἰς τοὺς
λοιποὺς Ἀποστόλους· Τί πρέπει νὰ κάμωμεν,
ἄνδρες ἀδελφοί, διὰ νὰ συγχωρηθῇ
ἡ ἐνοχή μας; |
38
Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς·
μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος
ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι
Ἰησοῦ
Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν,
καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. |
38
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ
Πέτρος· <μετανοήσατε καὶ ἂς
βαπτισθῇ ὁ καθένας σας εἰς τὸ
ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ
τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σας·
καὶ θὰ λάβετε καὶ σεῖς τὴν
δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
|
38
Ὁ Πέτρος δὲ τότε εἶπε πρὸς αὐτούς·
Μετανοήσατε καὶ ἕκαστος ἀπὸ σᾶς
ἐγκολπούμενος μὲ πίστιν ἀδίστακτον ὡς
σωτῆρα του καὶ κύριον του τὸν Ἰησοῦν
Χριστὸν ἂς βαπτισθῇ διὰ νὰ τοῦ
δοθῇ ἄφεσις ἁμαρτιῶν. Καὶ θὰ
λάβετε τὴν δικαίωσιν καὶ τὸν ἁγιασμόν,
τὰ ὁποῖα ὡς δωρεὰν παρέχει τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τοὺς βαπτιζομένους.
|
39
῾Υμῖν γάρ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία
καὶ τοῖς τέκνοις ὑμῶν καὶ
πᾶσι τοῖς εἰς μακράν, ὅσους
ἂν προσκαλέσηται Κύριος ὁ Θεὸς
ἡμῶν. |
39
Διότι ἡ ὑπόσχεσις, ποὺ ἐδόθη
διὰ τοῦ προφήτου Ἰωὴλ περὶ
τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
εἶναι καὶ διὰ σᾶς καὶ διὰ
τὰ παιδιά σας καὶ δι' ὅλους, ποὺ
εὑρίσκονται μακρὰν ἀπὸ τὸν
Θεὸν εἰς τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρίας
καὶ τοὺς ὁποίους θὰ προσκαλέσῃ
ὁ Κύριος καὶ Θεὴς μας εἰς τὴν
νέαν πίστιν>. |
39
Μὴ ἀμφιβάλλετε περὶ τούτου, διότι ἡ
διὰ τοῦ προφήτου Ἰωὴλ ὑπόσχεσις
περὶ τῆς ἐκχύσεως καὶ δωρεὰς
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐδόθη διὰ σᾶς
καὶ διὰ τοὺς ἀπογόνους σας καὶ
δι’ ὅλους, ὅσους θὰ προσκαλέσῃ Κύριος
ὁ Θεὸς ἡμῶν ἀπὸ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ λατρεύουν
τὰ εἴδωλα, εἶναι τώρα μακρὰν ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
40
῾Ετέροις τε λόγοις πλείοσι διεμαρτύρετο
καὶ παρεκάλει λέγων· σώθητε ἀπὸ
τῆς γενεᾶς τῆς σκολιᾶς ταύτης.
|
40
Καὶ μὲ ἄλλους περισσοτέρους λόγους,
κατὰ ἕνα τρόπον ζωηρὸν καὶ ἔντονον,
ἐκήρυττε καὶ ἐμαρτυροῦσε ὁ
Πέτρος τὴν περὶ τοῦ Χριστοῦ
ἀλήθειαν καὶ τοὺς παρακινοῦσε
νὰ μετανοήσουν καὶ πιστεύσουν λέγων·
<σωθῆτε ἀπὸ τὴν πονηρὰν καὶ
διεστραμμένην αὐτὴν γενεάν, ποὺ
βαδίζει πρὸς τὴν φοβερὰν τιμωρίαν
καὶ καταστροφήν>. |
40
Καὶ μὲ ἄλλους λόγους περισσοτέρους δημοσίᾳ
καὶ μὲ τόνον ζωηρὸν ἐμαρτύρει ὁ
Πέτρος περὶ τῆς ἀληθείας καὶ προέτρεπε
τοὺς Ἰουδαίους λέγων· Σώσατε τοὺς ἑαυτούς
σας ἀπὸ τὴν φοβερὰν τιμωρίαν, ποὺ
θὰ ὑποστῇ ἡ κακὴ καὶ διεστραμμένη
αὐτὴ γενεά, ἡ ὁποία ἐσταύρωσε
τὸν Ἰησοῦν. |
41
Οἱ μὲν οὖν ἀσμένως ἀποδεξάμενοι
τὸν λόγον αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν,
καὶ προσετέθησαν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι.
|
41
Καὶ αὐτοί, τότε ἐδέχθησαν
μὲ χαρὰν τὴν διδασκαλίαν τοῦ
Πέτρου, ἐβαπτίσθησαν καὶ προσετέθησαν
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τρεῖς περίπου χιλιάδες ψυχές.
|
41
Καὶ αὐτοὶ μὲν ἐδέχθησαν εὐχαρίστως
καὶ μὲ τὴν καρδία τους τὸν λόγον καὶ
τὴν διδασκαλίαν τοῦ Πέτρου, καὶ ἐβαπτίσθησαν.
Καὶ ἔτσι προσετέθησαν εἰς τὰ μέλη
τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην περίπου τρεῖς χιλιάδες πρόσωπα.
|
42
῏Ησαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ
τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ
καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ
τοῖς προσευχαῖς. |
42
Μὲ ἐπιμονὴν καὶ ζῆλον μεγάλον
ἤκουαν τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἀποστόλων,
ἐπικοινωνοῦσαν μὲ ἀγάπην μεταξύ
των, μετελάμβαναν εἰς τὸ μυστήριον
τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ προσηύχοντο. |
42
Ἦσαν δὲ ἀφωσιωμένοι μὲ ζῆλον
καὶ ἐπιμονὴν εἰς τὴν ἀκρόασιν
τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀποστόλων καὶ
εἰς τὴν μεταξύ των στοργικὴν ἐπικοινωνίαν
καὶ ἑνότητα καὶ εἰς τὸν διὰ
τὴν μετάληψιν τεμαχισμὸν τοῦ ἄρτου
τῆς θείας Εὐχαριστίας, καὶ εἰς τὰς
προσευχάς. |
43
Ἐγένετο
δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, πολλά
τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν
ἀποστόλων ἐγίνετο. |
43
῎Επεσε δὲ φόβος μεγάλος εἰς
κάθε ψυχὴν καὶ εἰς αὐτούς
ποὺ δὲν ἐπίστευαν καὶ προηγουμένως
περιγελοῦσαν τοὺς μαθητάς, διότι πολλὰ
καταπληκτικὰ θαύματα καὶ ὑπερφυσικὰ
σημεῖα ἐγίνοντο διὰ τῶν Ἀποστόλων. |
43
Κατέλαβε δὲ φόβος κάθε ψυχήν, καὶ αὐτοὺς
ἀκόμη τοὺς μὴ πιστεύσαντας, οἱ ὁποῖοι
ἔπαυσαν πλέον νὰ ἐμπαίζουν καὶ νὰ
περιγελοῦν τοὺς Χριστιανούς, εἰς τοῦτο
δὲ συνετέλει καὶ τὸ ὅτι πολλὰ
καταπληκτικὰ θαύματα καὶ σημεῖα ἐγίνοντο
διὰ μέσου τῶν ἀποστόλων.
|
44
Πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν
ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον
ἅπαντα κοινά, |
44
Ὅλοι δὲ αὐτοὶ ποὺ εἶχαν
πιστεύσει εὑρίσκοντο εἰς συνεχῆ
ἐπικοινωνίαν καὶ ἑνότητα μεταξύ
των καὶ εἶχαν τὰ πάντα κοινά.
|
44
Ὅλοι δὲ ἀνεξαιρέτως οἱ μετὰ
θερμότητος ἐμμένοντες εἰς τὴν πίστιν, ἦσαν
μεταξύ των ἐνωμένοι, σὰν μέλῃ τῆς
αὐτῆς οἰκογενείας καὶ εἶχαν
ὅλα κοινά. |
45
καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις
ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ
πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε·
|
45
Ἐπωλοῦσαν δὲ τὰ κτήματα καὶ
τὰ ἄλλα ὑπάρχοντά των καὶ
τὰ εἰσπραττόμενα χρήματα ἐμοίραζαν
εἰς τοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς, ἀνάλογα
μὲ τὰς ἀνάγκας ποὺ εἶχε
ὁ καθένας ἀπὸ αὐτούς.
|
45
Ἐπώλουν λοιπὸν τὰ κτήματα καὶ τὰ
κινητὰ ὑπάρχοντά των καὶ διεμοίραζον τὰ
εἰσπραττόμενα ἐκ τῆς πωλήσεως ταύτης χρήματα
εἰς ὅλους τοὺς στερουμένους ἀδελφοὺς
ἀναλόγως τῆς ἀνάγκης, ποὺ θὰ
εἶχεν ὁ καθένας ἐξ αὐτῶν.
|
46
καθ' ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν
ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε
κατ' οἶκον ἄρτον, μεταλάμβανον τροφῆς
ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι
καρδίας, |
46
Κάθε δὲ ἡμέραν ἤρχοντο μὲ
ζῆλον καὶ μὲ μίαν ψυχὴν ὅλοι
εἰς τὸν ναόν, καὶ ἀφοῦ
ἔκοπταν τὸ ψωμί, ἰδιαιτέρως
εἰς τὰ σπίτια, μετεῖχαν εἰς
τὴν τροφὴν ποὺ παρετίθετο καὶ
ἔτρωγαν μὲ ἀγαλλίασιν καὶ ἁπλότητα
καρδίας |
46
Καὶ κάθε ἡμέραν ἐσύχναζαν μὲ ἀκούραστον
ζῆλον καὶ μὲ μίαν ψυχὴν ὅλοι
εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἀφοῦ
ἔκοπτον ἄρτον κατ’ ἰδίαν εἰς τὰ
σπίτια, ὅπου συνηθροίζοντο εἰς κοινὰς τραπέζας,
ἐλάμβανον μέρος εἰς τὴν τροφήν, ποὺ
παρετίθετο, καὶ ἔτρωγαν μὲ καρδίαν γεμᾶτην
ἀπὸ ἀγαλλίασιν καὶ μὲ παιδικὴν
εἰλικρίνειαν καὶ ἁπλότητα.
|
47
αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες
χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ῾Ο
δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους
καθ' ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ.
|
47
δοξολογοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες
τὴν ἐκτίμησιν καὶ εὔνοιαν ὅλου
τοῦ λαοῦ. Ὁ δὲ Κύριος προσέθετε
κάθε ἡμέραν καὶ ἄλλους πιστοὺς
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. |
47
Διὰ τὴν εἰρηνικὴν δὲ καὶ
ἀφωσιωμένην ταύτην ζωήν των ἐδοξολόγουν τὸν
Θεὸν καὶ ἀπελάμβανον τὴν ἐκτίμησιν
καὶ τὴν εὔνοιαν τοῦ λαοῦ. Ὁ
δὲ Κύριος προσέθετε κάθε ἡμέραν εἰς τὴν
Ἐκκλησίαν ὡς νέα μέλη αὐτῆς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μὲ τὴν πρόγνωσιν
αὐτοῦ ἦσαν προωρισμένοι νὰ σωθοῦν.
|