Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
νὴρ
δέ τις Ἀνανίας ὀνόματι σὺν
Σαπφείρῃ τῇ γυναικῖ αὐτοῦ
ἐπώλησε κτῆμα
|
νας
ἄνθρωπος, Ἀνανίας ὀνόματι, μαζῆ
μὲ τὴν γυναῖκα του τὴν Σαπφείραν
ἐπώλησε τὸ κτῆμα του
|
άποιος
ὅμως ἄνθρωπος, ποὺ ἐλέγετο Ἀνανίας,
μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα του Σαπφείραν
ἐπώλησεν ἕνα χωράφι, ποὺ εἶχε,
|
2
καὶ ἐνοσφίσατο ἀπὸ τῆς
τιμῆς, συνειδυίας καὶ τῆς γυναικὸς
αὐτοῦ, καὶ ἐνέγκας μέρος
τι παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων
ἔθηκεν. |
2
καὶ ἐξεχώρισε καὶ ἐκράτησε
διὰ τὸν ἑαυτόν του ἕνα μέρος
ἀπὸ τὰ εἰσπραχθέντα χρήματα,
μὲ γνῶσιν καὶ συγκατάθεσιν τῆς
γυναικός του, ἐν ἀγνοίᾳ τῶν
Ἀποστόλων. Καὶ ἀφοῦ ἔφερε
τὸ ὑπόλοιπον μέρος τῶν χρημάτων,
τὸ ἔθεσε εἰς τοὺς πόδας τῶν
Ἀποστόλων. |
2
καὶ ἐξεχώρισε διὰ τὸν ἑαυτόν
του ἐν μέρος ἀπὸ τὸ εἰσπραχθὲν
ἀντίτιμον, κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους
Χριστιανούς, ἐν γνώσει ὅμως καὶ τῆς
γυναικός του. Καὶ ἀφοῦ ἔφερε τὸ
ὑπόλοιπον ποσὸν ἀπὸ τὰ χρήματα,
τὸ ἔθεσε κατὰ γῆς ἐμπρὸς
εἰς τὰ πόδια τῶν ἀποστόλων, προσποιούμενος
ὅτι αὐτὸ ἦτο ὁλόκληρον τὸ
ἀντίτιμον τοῦ ἀγροῦ.
|
3
Εἶπε δὲ Πέτρος· Ἀνανία,
διατὶ ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν
καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον καὶ νοσφίσασθαι ἀπὸ
τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου;
|
3
Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· <Ἀνανία,
διατὶ ἀφῆκες τὸν σατανᾶν νὰ
γεμίσῃ μὲ πονηρίαν τὴν καρδίαν
σου, ὥστε νὰ πῇς ψέματα καὶ
νὰ θελήσῃς νὰ ἀπατήσῃς
τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ νὰ
κρατήσῃς δολίως διὰ τὸν ἑαυτόν
σου ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ἀντίτιμον
τοῦ χωραφιοῦ; |
3
Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· Ἀνανία, διατὶ
ἀφῆκες τὸν σατανᾶν νὰ γεμίσῃ
τὴν καρδίαν σου μὲ πονηρὰς σκέψεις, μέχρι
τοῦ σημείου, ὥστε νὰ ἐξαπατήσῃς
σὺ μὲ τὸ ψέμα σου τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
καὶ νὰ κατακρατήσῃς κρυφὰ διὰ
τὸν ἑαυτόν σου ἕνα μέρος ἀπὸ
τὸ ἀντίτιμον τοῦ χωραφιοῦ, ποὺ
ἐπώλησες; |
4
Οὐχὶ μένον σοι ἕμενε καὶ πραθὲν
ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε;
Τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ
σου τὸ πρᾶγμα τοῦτο; Οὐκ ἐψεύσω
ἀνθρώποις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ.
|
4
Πρὶν πωληθῇ τὸ χωράφι δὲν ἔμενε
ἰδικόν σου καὶ ἀφοῦ ἐπωλήθη,
δὲν ἦτο τὸ ἀντίτιμόν του
εἰς τὴν ἐξουσίαν σου νὰ τὸ
κρατήσῃς ἢ νὰ τὸ δώσῃς;
Διατὶ ἔβαλες εἰς τὴν καρδίαν
σου αὐτὴν τὴν πονηρὰν πρᾶξιν,
νὰ ἐξαπατήσῃς τὴν Ἐκκλησίαν
καὶ νὰ φανῇς, ὅτι ἀπὸ
χριστιανικὴν τάχα ἀγάπην προσφέρεις
τὰ πάντα εἰς τοὺς πιστούς; Δὲν
εἶπες ψέματα εἰς ἀνθρώπους,
ἀλλὰ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα,
εἰς τὸν Θεόν>. |
4
Ὅταν τὸ χωράφι αὐτὸ ἦτο ἀπώλητον,
δὲν παρέμενεν ἰδικόν σου, καὶ ὅταν
ἐπωλήθη, τὸ ἀντίτιμόν του δὲν ἦτο
εἰς τὴν ἐξουσίαν σου νὰ τὸ διαθέσης
ὅπως ἤθελες; Κανεὶς δὲν σοῦ
ἐπέβαλε νὰ φέρῃς τὸ ἀντίτιμόν
του ἐδῶ. Ἀλλὰ σύ, διὰ νὰ
προσελκύσῃς τὸν θαυμασμὸν καὶ τὴν
ἐκτίμησιν τῆς Ἐκκλησίας, προσποιεῖσαι,
ὅτι προσφέρεις τώρα ὅλα ὅσα εἰσέπραξες
καὶ δὲν ἔχεις τὴν εἰλικρίνειαν
νὰ εἴπῃς, ὅτι ἐκράτησες διὰ
τὸν ἑαυτόν σου ἕνα μέρος ἐκ τοῦ
ἀντιτίμου, ὁπότε κανεὶς δὲν θὰ
σὲ ἐκατηγόρει. Διατὶ ἐδέχθης εἰς
τὴν καρδίαν σου καὶ ἀπεφάσισες νὰ
κάμῃς αὐτὴν τὴν πρᾶξιν; Δὲν
ἐψεύσθης εἰς ἀνθρώπους, ἀλλ’ εἶπες
ψέματα εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ
ὁποῖον εἶναι Θεός. |
5
Ἀκούων δὲ ὁ Ἀνανίας τοὺς
λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε,
καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐπὶ
πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.
|
5
Ἐνῶ δὲ ἤκουε τοὺς λόγους
αὐτοὺς ὁ Ἀνανίας καὶ σχεδὸν
πρὶν τελειώσῃ ὁ Πέτρος, ἔπεσε
καταγῇς καὶ ἐξεψύχησε. Καὶ ἔπεσε
μεγάλος φόβος εἰς ὅλους ἐκείνους
ποὺ ἤκουαν αὐτά.
|
5
Δὲν ἐπρόφθασε δὲ νὰ ἀκούσῃ
τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Ἀνανίας
καὶ ἔπεσε κατὰ γῆς καὶ ἐξεψύχησε.
Καὶ προεκλήθη μέγας φόβος εἰς ὅλους, ὅσοι
ἤκουον ταῦτα. |
6
Ἀναστάντες δὲ οἱ νεώτεροι συνέστειλαν
αὐτὸν καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν.
|
6
Οἱ νεώτεροι δὲ ἐσηκώθησαν ἀμέσως,
περιετύλιξαν τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ
Ἀνανίου μὲ νεκρικὰ σάβανα, τὸ
μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν
καὶ τὸ ἔθαψαν. |
6
Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ οἱ νεώτεροι
κατὰ τὴν ἡλικίαν ἐσηκώθησαν καὶ
περιετύλιξαν τὸν Ἀνανίαν μὲ νεκρικοὺς
ἐπιδέσμους, ὅπως ἐσυνηθίζετο τότε, καὶ
ἀφοῦ τὸν μετέφεραν ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλιν, τὸν ἔθαψαν.
|
7
Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν
διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ,
μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονός, εἰσῆλθεν.
|
7
Ὕστερον δὲ ἀπὸ διάστημα τριῶν
περίπου ὡρῶν ἡ σύζυγος τοῦ
Ἀνανίου, ἡ ὁποία δὲν εἶχε
ἀκόμη πληροφορηθῆ τὸ γεγονὸς
αὐτό, ἦλθεν εἰς τὸν τόπον
τῆς συγκεντρώσεως τῶν πιστῶν.
|
7
Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ ἐπέρασε περίπου
τριῶν ὡρῶν χρονικὸν διάστημα καὶ
ἡ γυναῖκα τοῦ Ἀνανίου, ἡ ὁποία
δὲν ἐγνώριζε τὸ γεγονὸς τῆς
τιμωρίας τοῦ συζύγου της, ἐμβῆκεν εἰς
τὸν τόπον τῆς συνάξεως. |
8
Ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁ Πέτρος·
εἰπέ μοι εἰ τοσούτου τὸ χωρίον
ἀπέδοσθε; Ἡ δὲ εἶπε· ναί,
τοσούτου. |
8
Τὴν ἠρώτησε δὲ ὁ Πέτρος·
πές μου, πράγματι ἀντὶ τόσου
ποσοῦ ἐπωλήσατε τὸ χωράφι;>
Ἐκείνη δὲ εἶπε· <ναί,
ἀντὶ τόσου>. |
8
Ἀπηύθυνε δὲ πρὸς αὐτὴν τὸν
λόγον ὁ Πέτρος καὶ τὴν ἠρώτησεν·
Εἰπέ μου, ἐὰν ἀντὶ τόσου ποσοῦ
χρημάτων ἐπωλήσατε τὸν ἀγρόν. Αὐτὴ
δὲ εἶπε· Ναί· τόσον ποσὸν εἰσεπράξαμεν.
|
9
Ὁ δὲ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτήν·
τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι
τὸ Πνεῦμα Κυρίου; Ἰδοὺ οἱ
πόδες τῶν θαψάντων τὸν ἄνδρα
σου ἐπὶ τῇ θύρᾳ καὶ ἐξοίσουσί
σε. |
9
Ὁ δὲ Πέτρος τῆς εἶπε τότε·
<διατὶ ἐσυμφωνήσατε σὺ καὶ
ὁ σύζυγός σου νὰ πειράξετε μὲ
τὴν ψευδολογίαν καὶ ἀπάτην τὸ
Πνεῦμα τοῦ Κυρίου; Ἰδού, τὰ
πόδια ἐκείνων, ποὺ ἔθαψαν τὸν
ἄνδρα σου εἶναι τώρα εἰς τὴν
θύραν καὶ θὰ μεταφέρουν καὶ
σὲ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν,
διὰ νὰ σὲ θάψουν>.
|
9
Ὁ δὲ Πέτρος εἶπε τότε πρὸς αὐτήν·
Διατὶ ἔγινε συμφωνία μεταξὺ σοῦ καὶ
τοῦ ἀνδρός σου νὰ προβῆτε εἰς
πρᾶξιν, ἡ ὁποία ἰσοδυναμεῖ μὲ
τὸ νὰ δοκιμάσετε τὸ Πνεῦμα τοῦ
Κυρίου, ἐὰν πράγματι γνωρίζῃ τὰ πάντα
καὶ δὲν θὰ ἐξαπατηθῇ μὲ
τὸ ψεῦδος σας; Ἰδοὺ τὰ πόδια
ἐκείνων, ποὺ ἔθαψαν τὸν ἄνδρα
σου, ἀκούονται κοντὰ εἰς τὴν πόρταν,
καθ’ ὅσον ἐπιστρέφουν οὔτοι εὐθὺς
τώρα καὶ θὰ μεταφέρουν καὶ σὲ ἔξω
τῆς πόλεως διὰ νὰ σὲ θάψουν.
|
10
Ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ τοὺς
πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν·
εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι
εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες
ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς.
|
10
Ἔπεσε δὲ καὶ αὐτὴ ἀμέσως
κοντὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ Πέτρου
καὶ ἐξεψύχησε. Ὅταν δὲ εἰσῆλθαν
οἱ νέοι, εὐρῆκαν καὶ αὐτὴν
νεκράν. Καὶ ἀφοῦ τὴν ἔβγαλαν
ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, τὴν
ἔθαψαν κοντὰ εἰς τὸν σύζυγόν
της. |
10
Ἔπεσε δὲ καὶ αὐτὴ ἀμέσως
καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν κοντὰ
εἰς τὰ πόδια τοῦ Πέτρου καὶ ἐξεψύχησεν.
Ὅταν δὲ ἐμβῆκαν οἱ νέοι, ποὺ
ἐπανῆλθον ἀπὸ τὴν ταφὴν
τοῦ Ἀνανίου, εὗρον αὐτὴν νεκρὰν
καὶ ἀφοῦ τὴν μετέφεραν ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλιν, τὴν ἔθαψαν πλησίον τοῦ
συζύγου της. |
11
Καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ'
ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ
πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.
|
11
Καὶ ἔπεσε μεγάλος φόβος εἰς
ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἰς
ὅλους ὅσοι ἐπληροφοροῦντο τὰ
φοβερὰ αὐτὰ γεγονότα.
|
11
Καὶ ἐκυρίευσε μεγάλος φόβος ὅλην τὴν
Ἐκκλησίαν καὶ ὅλους ὅσοι ἤκουον
ταῦτα. |
12
Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων
ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν
τῷ λαῷ πολλά· καὶ ἦσαν
ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ
Σολομῶντος· |
12
Μὲ τὰ χέρια δὲ τῶν Ἀποστόλων
ἐγίνοντο πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα,
ποὺ ἐπιμαρτυροῦσαν τὴν ἀλήθειαν
τοῦ κηρύγματός των καὶ ἐπροκαλοῦσαν
κατάπληξιν εἰς τὸν λαόν. Καὶ
ἦσαν ὅλοι μὲ μιὰ καρδιά καὶ
μὲ μιὰ γνώμη εἰς τὴν στοὰν
τοῦ Σολομῶντος. |
12
Διὰ τῶν χειρῶν δὲ τῶν ἀποστόλων
ἐγίνοντο συνεχῶς πολλὰ θαύματα, ποὺ
ἐδείκνυαν τὴν ἀλήθειαν τῆς διδασκαλίας
των καὶ λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦ
των χαρακτῆρος προεκάλουν κατάπληξιν μεταξὺ τοῦ
λαοῦ. Καὶ ἐμαζεύοντο ὅλοι μαζὶ
καὶ μὲ μίαν καρδίαν εἰς τὴν στοὰν
τοῦ Σολομῶντος. |
13
τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα
κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ' ἐμεγάλυνεν
αὐτοὺς ὁ λαός·
|
13
Ἀπὸ δὲ τοὺς ἄλλους, ποὺ
εἶχαν πιστεύσει, κανεὶς δὲν ἐτολμοῦσε
νὰ τοὺς πλησιάσῃ καὶ νὰ
ἀνακατευθῇ μὲ θάρρος μαζῆ των,
ἀλλὰ ὁ λαὸς τοὺς ἐτιμοῦσε
καὶ τοὺς ἐδόξαζε.
|
13
Ἀπὸ τοὺς λοιποὺς δέ, ποὺ δὲν
εἶχαν πιστεύσει, κανεὶς δὲν εἶχε τὴν
τόλμην νὰ ἀνακατευθῇ μὲ αὐτοὺς
καὶ νὰ ἀστειευθῇ μαζί των καὶ
νὰ τοὺς συμπεριφερθῇ ὡς πρὸς
συνήθεις ἀνθρώπους τοῦ δρόμου, ἀλλ’ ὁ
πολὺς λαὸς τοὺς ἐτίμα καὶ τοὺς
ἐγκωμίαζε. |
14
μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες
τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν
τε καὶ γυναικῶν, |
14
Ὅσον δὲ ἐπερνοῦσαν αἱ ἡμέραι,
ὁλονὲν περισσότερα πλήθη ἀνδρῶν
καὶ γυναικῶν προσειλκύοντο εἰς τὴν
πίστιν τοῦ Κυρίου καὶ ἐπροστίθεντο
εἰς τὸν ἀριθμὸν τῶν πιστῶν.
|
14
Ὁλονὲν δὲ καὶ περισσότερον προσειλκύοντο
πλήθη καὶ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν,
οἱ ὁποῖοι ἐπροστίθεντο εἰς τὸν
ἀριθμὸν τῶν πιστῶν καὶ ηὔξανον
αὐτόν. |
15
ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν
τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ
κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου
Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ
τινὶ αὐτῶν. |
15
Ὁ σεβασμὸς δὲ καὶ ἡ ἐκτίμησις
τοῦ λαοῦ πρὸς αὐτοὺς διὰ
τὴν θείαν δύναμιν, ποὺ ἐνεργοῦσε
διὰ μέσου αὐτῶν, ἦτο τόσος,
ὥστε ἔβγαζαν τοὺς ἀσθενεῖς εἰς
τὰς πλατείας καὶ τοὺς ἔβαζαν
οἱ μὲν πλούσιοι ἐπάνω εἰς
κλίνας, οἱ δὲ πτωχοὶ εἰς ἀπέριττα
κρεββάτια, ὥστε, ὅταν θὰ ἤρχετο
καὶ θὰ ἐπερνοῦσε ὁ Πέτρος,
καὶ ἡ σκιά του ἔστω νὰ πέσῃ
ἐπάνω εἰς κανένα ἀπὸ αὐτούς,
διὰ νὰ τὸν θεραπεύσῃ.
|
15
Τόσον πολὺ δὲ ἐσέβετο αὐτοὺς
ὁ λαός, ὥστε ἔβγαζαν ἀπὸ τὰ
σπίτια των εἰς τὰς πλατείας τοὺς ἀσθενεῖς
καὶ τοὺς ἔθετον ἐπάνω εἰς πολυτελῆ
κρεββάτια οἱ πλουσιώτεροι καὶ εἰς πτωχικὰ
καὶ πρόχειρα φορεῖα οἱ πτωχότεροι, μὲ
τὸν σκοπόν, ὅταν θὰ ἐπέρνα ἀπὸ
τὸ πλῆθος ἐκεῖνο ὁ Πέτρος, νὰ
πέσῃ ἔστω καὶ ἡ σκιά του εἰς
κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς αὐτοὺς
διὰ νὰ τὸν θεραπεύσῃ.
|
16
Συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν
πέριξ πόλεων εἰς Ἱερουσαλὴμ
φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους
ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες
ἐθεραπεύοντο ἅπαντες.
|
16
Ἀλλὰ καὶ τὸ πλῆθος τῶν
γύρω πόλεων ἐμαζεύοντο εἰς τὴν
Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔφεραν τοὺς ἀσθενεῖς
καὶ αὐτούς ποὺ ἠνωχλοῦντο
ἀπὸ πονηρὰ πνεύματα, οἱ ὁποῖοι
καὶ ἐθεραπεύοντο ὅλοι.
|
16
Ἐμαζεύετο δὲ εἰς Ἱερουσαλὴμ
καὶ τὸ πλῆθος τῶν κατοίκων τῶν
γειτονικῶν πόλεων καὶ ἔφερον παντὸς
εἴδους ἀσθενεῖς, καθὼς καὶ ἀνθρώπους,
ποὺ ἠνωχλοῦντο ἀπὸ πνεύματα
ἀκάθαρτα, οἱ ὁποῖοι ἐθεραπεύοντο
ὅλοι. |
17
Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς
καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ,
ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων,
ἐπλήσθησαν ζήλου |
17
Ὁ ἀρχιερεὺς ὅμως καὶ ὅλοι
ὅσοι ἦσαν μαζῆ μὲ αὐτόν,
αὐτοί ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν
θρησκευτικὴν παράταξιν τῶν Σαδδουκαίων,
ἐκυριεύθησαν ἀπὸ φθόνον καὶ
κακίαν καὶ ἐκινήθησαν ἐναντίον
τῶν Ἀποστόλων. |
17
Ἀπὸ ὅλα ὅμως αὐτὰ παρεκινήθησαν
εἰς ἐνέργειαν καὶ δρᾶσιν ὁ ἀρχιερεὺς
καὶ ὅλοι, ὅσοι ἦσαν μαζί του, οἱ
ὁποῖοι ἀπετέλουν τὸ θρησκευτικὸν
κόμμα τῶν Σαδδουκαίων. Καὶ ἐγέμισαν αἱ
καρδίαι των ἀπὸ φθόνον καὶ κακίαν.
|
18
καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν
ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ
ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ.
|
18
Ἄπλωσαν δὲ τὰ χέρια τους εἰς
τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς ἔπιασαν
καὶ τοὺς ἔβαλαν ὑπὸ ἐπιτήρησιν
εἰς τὴν δημοσίαν φυλακήν.
|
18
Καὶ ἔβαλον τὰ χέρια των ἐπὶ
τῶν ἀποστόλων καὶ τοὺς συνέλαβον καὶ
τοὺς ἔρριψαν εἰς τὴν δημοσίαν φυλακήν.
|
19
Ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς
ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς,
ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε·
|
19
Ἄγγελος ὅμως Κυρίου κατὰ τὴν
νύκτα ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς,
τοὺς ἔβγαλε ἔξω καὶ τοὺς εἶπε·
|
19
Ἄγγελος Κυρίου ὅμως ἐν καιρῷ νυκτὸς
ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς καὶ
ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλεν ἔξω εἶπε·
|
20
πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν
τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ
ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης.
|
20
<πηγαίνετε, σταθῆτε μὲ θάρρος καὶ
διδάσκετε εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ
ναοῦ τὸν λαὸν ὅλα τὰ λόγια
τῆς νέας αὐτῆς ζωῆς, ποὺ
σᾶς μετέδωκε ὁ Ἰησοῦς>.
|
20
Πηγαίνετε ἀμέσως καὶ σταθῆτε γεμᾶτοι
θάρρος καὶ διδάσκετε δημοσίᾳ ἐν τῷ
ἱερῷ περιβόλῳ τοῦ ναοῦ εἰς
τὸν λαὸν ὅλα τὰ λόγια τῆς ζωῆς
αὐτῆς, τὴν ὁποίαν σᾶς μετέδωκεν
ὁ Ἰησοῦς καὶ τὴν ὁποίαν
ἐκ πεῖρας ἐγνωρίσατε.
|
21
Ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ
τὸν ὄρθρον εἰς τὸ ἱερὸν
καὶ ἐδίδασκον. Παραγενόμενος δὲ
ὁ ἀρχιερεὺς καὶ οἱ σὺν
αὐτῷ συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον
καὶ πᾶσαν τὴν γερουσίαν τῶν
υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἀπέστειλαν
εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀχθῆναι αὐτούς.
|
21
Ἤκουσαν οἱ Ἀπόστολοι αὐτά,
εἰσῆλθαν, ἐνῶ ἀκόμη ἦτο
ὄρθρος, εἰς τὸν ἱερὸν τόπον
καὶ ἐδίδασκον. Ἦλθε δὲ κατὰ
τὴν πρωΐαν ὁ ἀρχιερεὺς καὶ
ὅσοι ἦσαν μαζῆ του εἰς τὸν τόπον
τῶν συνεδριάσεων, ἐκάλεσαν τὸ
συνέδριον καὶ ὅλην τὴν γερουσίαν
τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ἔστειλαν
ἀνθρώπους εἰς τὴν φυλακήν, διὰ
νὰ φέρουν πρὸ τοῦ συνεδρίου
τοὺς Ἀποστόλους. |
21
Ὅταν δὲ ἤκουσαν ταῦτα οἱ ἀπόστολοι,
ἐμβῆκαν πρωΐ - πρωῒ πρὸ τῆς
ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου εἰς τὸ
ἱερὸν τοῦ ναοῦ καὶ ἐδίδασκον.
Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ ἦλθε ἀπὸ
τὴν οἰκίαν του εἰς τὸν τόπον τῶν
συνεδριάσεων, ὁ ὁποῖος δὲν ἦτο
μακρὰν ἀπὸ τὸν ναόν, ὁ ἀρχιερεὺς
μὲ τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς του,
ποὺ ἐσυνήθιζαν νὰ τὸν ἀκολουθοῦν,
καὶ συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ ὅλους
τοὺς προκρίτους καὶ προεστοὺς τῶν
Ἰσραηλιτῶν. Καὶ ἀπέστειλαν ἀνθρώπους
εἰς τὸ δεσμωτήριον, διὰ νὰ ὁδηγήσουν
τοὺς ἀποστόλους ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου,
τὸ ὁποῖον ἐπρόκειτο τώρα νὰ
τοὺς δικάσῃ. |
22
Οἱ δὲ ὑπηρέται παραγενόμενοι
οὐχ εὗρον αὐτοὺς ἐν τῇ
φυλακῇ, ἀναστρέψαντες δὲ ἀπήγγειλαν
|
22
Οἱ ὑπηρέται ὅμως ἦλθον εἰς
τὴν φυλακὴν καὶ δὲν τοὺς εὐρῆκαν·
ἐπιστρέψαντες δὲ εἰς τὸ συνέδριον
ἀνέφεραν τὸ γεγονός,
|
22
Οἱ ὑπηρέται ὅμως καὶ κλητῆρες
τοῦ συνεδρίου, ὅταν ἦλθον, δὲν τοὺς
εὗρον εἰς τὴν φυλακήν· ἀφοῦ
δὲ ἐπέστρεψαν, ἀνέφεραν τοῦτο εἰς
τὸ συνέδριον, |
23
λέγοντες ὅτι τὸ μὲν δεσμωτήριον
εὕρομεν κεκλεισμένον ἐν πάσῃ
ἀσφαλείᾳ καὶ τοὺς φύλακας
ἐστῶντας πρὸ τῶν θυρῶν, ἀνοίξαντες
δὲ ἔσω οὐδένα εὕρομεν.
|
23
λέγοντες· <ὅτι τὸ μὲν δεσμωτήριον
τὸ εὑρήκαμεν κλεισμένον μὲ κάθε
ἀσφάλειαν καὶ τοὺς φρουροὺς
νὰ στέκωνται ὄρθιοι ἐμπρὸς ἀπὸ
τὰς θύρας, ὅταν ὅμως ἀνοίξαμε,
δὲν εὐρήκαμε κανένα μέσα εἰς
τὴν φυλακήν>. |
23
λέγοντες ὅτι· Τὴν μὲν φυλακὴν
τὴν εὕρομεν κλεισμένην ἀσφαλέστατα καὶ
τοὺς φρουροὺς τοὺς εὕρομεν νὰ
στέκωνται ὄρθιοι ἐμπρὸς εἰς τὰς
θύρας, ὅταν ὅμως ἠνοίξαμεν τὴν φυλακήν,
δὲν εὕρομεν μέσα κανένα. |
24
Ὡς δὲ ἤκουσαν τοὺς λόγους τούτους
ὅ τε ἱερεὺς καὶ ὁ στρατηγὸς
τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς,
διηπόρουν περὶ αὐτῶν τί ἂν
γένοιτο τοῦτο. |
24
Ὅταν δὲ ἤκουσαν αὐτοὺς τοὺς
λόγους ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ὁ
στρατηγὸς τῆς φρουρὰς τοῦ ἱεροῦ
καὶ οἱ ἄλλοι ἀρχιερεῖς κατελήφθησαν
ἀπὸ μεγάλην ἀπορίαν δι' αὐτά,
ποὺ ἤκουσαν, καὶ διηρωτῶντο, πῶς
συνέβη καὶ τί ἠμπορεῖ τάχα
νὰ γίνῃ μὲ τὸ γεγονὸς
αὐτό. |
24
Ὅταν δὲ ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς
καὶ ὁ ἀρχιερεύς, ποὺ προΐστατο τοῦ
συνεδρίου, καὶ ὁ ἱερεύς, ποὺ ἔφερε
τὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ τοῦ
ἱεροῦ, καὶ εἶχε ὑπὸ τὴν
δικαιοδοσίαν του καὶ τὴν ἐπιτήρησιν τῆς
φυλακῆς, καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν
διατελέσει ἀρχιερεῖς εἰς χρόνους παρελθόντος,
κατελήφθησαν ἀπὸ ἀπορίαν δι’ αὐτά,
ποὺ τοὺς ἀνέφεραν οἱ ὑπηρέται,
ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζαν, τί νὰ
ἐνεργήσουν καὶ ποίας συνεπείας θὰ εἶχεν
ἡ ἑξαφάνισις αὐτὴ τῶν φυλακισμένων.
|
25
Παραγενόμενος δέ τις ἀπήγγειλεν αὐτοῖς
ὅτι ἰδοὺ οἱ ἄνδρες, οὓς
ἔθεσθε ἐν τῇ φυλακῇ, εἰσὶν
ἐν τῷ ἱερῷ ἑστῶτες καὶ
διδάσκοντες τὸν λαόν. |
25
Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ἦλθεν κάποιος
καὶ τοὺς ἀνήγγειλε ὅτι·
<ἰδού, οἱ ἄνδρες, τοὺς ὁποίους
σεῖς ἐβάλατε εἰς τὴν φυλακήν,
εὑρίσκονται τώρα εἰς τὴν αὐλὴν
τοῦ ναοῦ καὶ διδάσκουν τὸν λαόν>.
|
25
Ἀλλ’ ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε κάποιος
καὶ τοὺς ἀνήγγειλεν, ὅτι· Ἰδού,
οἱ ἄνθρωποι τοὺς ὁποίους ἐβάλατε
εἰς τὴν φυλακήν, στέκονται εἰς τὸν
ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ καὶ
διδάσκουν τὸν λαόν. |
26
Τότε ἀπελθὼν ὁ στρατηγὸς σὺν
τοῖς ὑπηρέταις ἤγαγεν αὐτοὺς
οὐ μετὰ βίας· ἐφοβοῦντο
γὰρ τὸν λαόν, ἵνα μὴ λιθασθῶσιν·
|
26
Τότε ἐπῆγε ἐκεῖ ὁ στρατηγός,
μαζῆ μὲ τοὺς ὑπηρέτας καὶ
τοὺς ἔφερε εἰς τὸ συνέδριον
ὄχι διὰ τῆς βίας, ἐπειδὴ
ἐφοβοῦντο μήπως λιθοβοληθοῦν ἀπὸ
τὸν λαόν. |
26
Τότε ἐπῆγεν ἐκεῖ ὁ στρατηγὸς
τοῦ ἱεροῦ μαζὶ μὲ τοὺς
κλητῆρας τοῦ συνεδρίου καὶ τοὺς ἔφερεν
εἰς τὸ δικαστήριον, χωρὶς νὰ μεταχειρισθῇ
βίαν, διότι ἐφοβοῦντο τὸν λαόν, μήπως τοὺς
λιθοβολήσῃ. |
27
ἀγαγόντες δὲ αὐτοὺς ἔστησαν
ἐν τῷ συνεδρίῳ. Καὶ ἐπηρώτησεν
αὐτοὺς ὁ ἀρχιερεὺς
|
27
Ἀφοῦ δὲ τοὺς ἔφεραν, τοὺς
ἔβαλαν ὡς κατηγορουμένους καὶ ὑποδίκους,
νὰ σταθοῦν ὄρθιοι ἐν μέσῳ
τοῦ συνεδρίου καὶ τοὺς ἠρώτησεν
ὁ ἀρχιερεὺς |
27
Ἀφοῦ δὲ τοὺς ἔφεραν, τοὺς
διέταξαν νὰ σταθοῦν ὡς κατηγορούμενοι ὄρθιοι
ἐν μέσῳ τοῦ συνεδρίου. Καὶ τοὺς
ἠρώτησεν ὁ ἀρχιερεύς,
|
28
λέγων· οὐ παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν
ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ
τῷ ὀνόματι τούτῳ; Καὶ
ἰδοὺ πεπληρώκατε τὴν Ἱερουσαλὴμ
τῆς διδαχῆς ὑμῶν, καὶ βούλεσθε
ἐπαγαγεῖν ἐφ' ἡμᾶς τὸ
αἷμα τοῦ ἀνθρώπου τούτου.
|
28
λέγων· <δὲν σᾶς ἐδώσαμε
αὐστηρὰν ἐντολήν, νὰ μὴ
διδάσκετε εἰς τὸ ὄνομα τοῦτο;
Καὶ ἰδοὺ σεῖς ἐγεμίσατε
τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὴν διδασκαλίαν
σας καὶ θέλετε νὰ ρίξετε ἐπάνω
εἰς ἡμᾶς τὴν εὐθύνην διὰ
τὸ αἷμα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου>
(τὴν ὁποίαν ἐν τούτοις εὐθύνην
αὐτοὶ εἶχαν ἀναλάβει ἐνώπιον
τοῦ Πιλάτου λέγοντες· Τὸ αἷμα
αὐτοῦ ἐφ' ἡμᾶς καὶ ἐπὶ
τὰ τέκνα ἡμῶν).
|
28
καὶ εἶπε· Δὲν σᾶς ἐδώκαμεν
ρητὴν καὶ αὐστηρὰν παραγγελίαν νὰ
μὴ διδάσκετε περὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ
καὶ νὰ μὴ τὸ παρουσιάζετε ὡς
ὅνομα λατρευτὸν καὶ ἀνώτερον ἀπὸ
κάθε ἄλλο ὄνομα; Καὶ ὅμως ἰδού,
ὅτι ἔχετε γεμίσει τὴν Ἱερουσαλὴμ
μὲ τὴν διδασκαλίαν σας καὶ μὲ κακοβουλίαν
καὶ κακὰς προθέσεις ζητεῖτε νὰ ἐπιρρίψετε
ἐπάνω μας τὴν εὐθύνην καὶ τὴν
ἐνοχὴν διὰ τὸν φόνον τοῦ ἀνθρώπου
αὐτοῦ. |
29
Ἀποκριθεὶς δὲ Πέτρος καὶ οἱ
ἀποστολοι εἶπον· πειθαρχεῖν δεῖ
Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις.
|
29
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Πέτρος καὶ
οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι καὶ εἶπαν·
<πρέπει νὰ ὑπακούωμεν εἰς
τὸν Θεὸν μᾶλλον (ὁ ὁποῖος
καὶ κατὰ τὴν νύκτα αὐτὴν
μᾶς διέταξε μὲ τὸν ἄγγελόν
του νὰ κηρύξωμεν τὴν ἀλήθειαν)
καὶ ὄχι εἰς σᾶς τοὺς ἀνθρώπους,
ποὺ μᾶς ἐδώσατε διαταγὴν νὰ
σιωπήσωμεν. |
29
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Πέτρος ἐξ ὀνόματος
καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ εἶπεν·
Ὑποχρέωσιν καὶ καθῆκον ἔχομεν να πειθαρχῶμεν
μᾶλλον εἰς τὸν Θεόν, ποὺ μᾶς
διέταξε διὰ τοῦ ἀγγέλου του νὰ ἐξακολουθήσωμεν
τὸ δημόσιον κήρυγμά μας, παρὰ εἰς σᾶς
τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ μᾶς διετάξατε
νὰ σιωπῶμεν. |
30
Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν
ἤγειρεν Ἰησοῦν, ὃν ὑμεῖς
διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου·
|
30
Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας ἀνέστησε
ἐκ νεκρῶν τὸν Ἰησοῦν, τὸν
ὁποῖον σεῖς ἐφονεύσατε, κρεμάσαντες
ἐπάνω εἰς τὸ ξύλον τοῦ
σταυροῦ. |
30
Ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον ἐλάτρευσαν
οἱ πατέρες μας καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ἔλαβον οὗτοι τὰς ἐπαγγελίας, ἀνέστησεν
ἐκ νεκρῶν τὸν Ἰησοῦν, τὸν
ὁποῖον σεῖς ἐφονεύσατε, ἀφοῦ
τὸν ἐκρεμάσατε ὡς ἐπικατάρατον ἐπὶ
τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ.
|
31
τοῦτον ὁ Θεὸς ἀρχηγὸν καὶ
Σωτῆρα ὕψωσε τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ
δοῦναι μετάνοιαν τῷ Ἰσραὴλ καὶ
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. |
31
Αὐτὸν ὁ Θεὸς τὸν ὕψωσε
μὲ τὴν παντοδύναμον αὐτοῦ δεξιὰν
καὶ τὸν ἀνέδειξε ἀρχηγὸν
καὶ Σωτῆρα, νὰ δίδῃ μετάνοιαν
εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν. |
31
Ἀλλ’ ἐνῷ σεῖς τόσον πολὺ ἠτιμάσατε
αὐτόν, ὁ Θεὸς ὕψωσε τοῦτον διὰ
τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ, διὰ νὰ
εἶναι ἀρχηγὸς καὶ σωτήρ, ποὺ
θὰ δώσῃ εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ
εὐλογημένου Ἰσραὴλ μέσον μετανοίας καὶ
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. |
32
Καὶ ἡμεῖς ἐσμεν αὐτοῦ
μάρτυρες τῶν ρημάτων τούτων, καὶ
τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον ὃ
ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς πειθαρχοῦσιν
αὐτῷ. |
32
Καὶ ἡμεῖς εἴμεθα αὐτόπται
μάρτυρες, ποὺ ἠκούσαμεν καὶ
εἴδομεν αὐτόν, διὰ νὰ κηρύττωμεν
τὰ λόγια καὶ τὰ γεγονότα αὐτά,
καθ' ὃν χρόνον καὶ αὐτὸ τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἔδωκεν ὁ Θεὸς
εἰς ὅσους τὸν ὑπακούουν, μαρτυρεῖ
τὴν ἀλήθειαν τῶν λόγων μας μὲ
τὰ θαύματα καὶ τὰ χαρίσματά
του>. |
32
Ὡς ἐκ τούτου καὶ ἡμεῖς ἔχομεν
κληθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ
εἴμεθα μάρτυρές του, διὰ νὰ διακηρύττωμεν
μὲ τοὺς λόγους καὶ τὴν διδασκαλίαν
μας τὰ σωτηριώδη αὐτὰ γεγονότα τῆς
ζωῆς του. Συγχρόνως ὅμως μαρτυρεῖ μαζί μας
μὲ τὰ θαύματα καὶ τὰ χαρίσματά του
καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον
ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνους,
ποὺ πειθαρχοῦν εἰς τὰς ἐντολάς
του. |
33
Οἱ δὲ ἀκούσαντες διεπρίοντο
καὶ ἐβουλεύοντο ἀνελεῖν αὐτούς.
|
33
Ἐκεῖνοι ὅμως, ὅταν ἤκουσαν τὰ
λόγια αὐτά, ἐταράχθησαν, ἔτριζαν
τὰ δόντια των μὲ ὀργὴν καὶ
συζητοῦσαν μεταξύ των, νὰ καταδικάσουν αὐτοὺς
εἰς θάνατον. |
33
Ἀλλ’ αὐτοί, ὅταν ἤκουσαν τοὺς
λόγους τούτους τοῦ Πέτρου, συνεταράσσοντο μέσα τους
ἀπὸ σφοδρὰν καὶ λυσσώδη ἀγανάκτησιν
καὶ ἀντήλλασσον γνώμας περὶ τοῦ τρόπου,
μὲ τὸν ὁποῖον θὰ τοὺς
κατεδίκαζον εἰς θάνατον καὶ θὰ τοὺς
ἐφόνευον. |
34
Ἀναστὰς δέ τις ἐν τῷ συνεδρίῳ
Φαρισαῖος ὀνόματι Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος
τίμιος παντὶ τῷ λαῷ, ἐκέλευσεν
ἔξω βραχὺ τι τοὺς ἀποστόλους
ποιῆσαι, |
34
Ἐσηκώθηκε ὅμως μέσα εἰς τὸ
συνέδριον ἕνας Φαρισαῖος, ὀνόματι
Γαμαλιήλ, διδάσκαλος τοῦ Νόμου, ἄνθρωπος
κύρους καὶ ὑπολήψεως ἐνώπιον
ὅλου τοῦ λαοῦ, καὶ διέταξε νὰ
βγάλουν δι' ὀλίγον ἔξω ἀπὸ
τὴν αἴθουσαν τοὺς Ἀποστόλους.
|
34
Ἐσηκώθη ὅμως μέσα εἰς τὸ συνέδριον
κάποιος Φαρισαῖος, ποὺ ἐλέγετο Γαμαλιήλ,
διδάσκαλος τοῦ νόμου, ποὺ ἀπελάμβανε μεγάλην
τιμὴν ἀπὸ ὅλον τὸν λαόν, καὶ
διέταξε νὰ βγάλουν τοὺς ἀποστόλους ἐπ’
ὀλίγον ἔξω ἀπὸ τὴν αἴθουσαν
τῶν συνεδριάσεων. |
35
εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες
Ἰσραηλῖται, προσέχετε ἑαυτοῖς
ἐπὶ τοῖς ἀνθρώποις τούτοις
τί μέλλετε πράσσειν.
|
35
Καὶ εἶπε τότε πρὸς τοὺς συνέδρους·
<ἄνδρες Ἰσραηλῖται, προσέχετε καλὰ
τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ἀναλογισθῆτε
τὴν εὐθύνην σας, δι' αὐτὸ ποὺ
σκέπτεσθε νὰ πράξετε ἐναντίον
αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.
|
35
Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλαν, εἶπε
πρὸς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλουν
μαζὶ μὲ αὐτὸν τὸ συνέδριον τῶν
Ἰουδαίων· Ἄνδρες Ἰσραηλῖται,
προσέχετε καὶ προφυλάξατε τοὺς ἑαυτούς σας
δι’ αὐτὸ, ποὺ σκέπτεσθε νὰ κάμετε
σχετικῶς μὲ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς.
|
36
Πρὸ γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν
ἀνέστη Θευδᾶς, λέγων εἶναί
τινα ἑαυτόν, ᾧ προσεκλίθη ἀριθμὸς
ἀνδρῶν ὡσεὶ τετρακοσίων·
ὃς ἀνῃρέθη, καὶ πάντες
ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διελύθησαν
καὶ ἐγένοντο εἰς οὐδέν.
|
36
Διότι, πρὶν ἀπὸ τὰς ἡμέρας
αὐτάς, παρουσιάστηκε ὁ Θευδᾶς,
ὁ ὁποῖος ἔλεγε διὰ τὸν
εὐατόν του ὅτι εἶναι τάχα κάποιος
μεγάλος. Τὸν ἠκολούθησαν ὡς
ὀπαδοί του κάπου τετρακόσιοι ἄνθρωποι.
Ἀλλὰ ἐφονεύθη αὐτός, καὶ
ὅλοι ὅσοι ἐπίστευον εἰς αὐτὸν
διελύθησαν καὶ ἐξωλοθρεύθησαν.
|
36
Σᾶς συνιστῶ δὲ προσοχήν, διότι πρὸ
τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ποὺ περνῶμεν,
ἀνεφάνη ὁ Θευδᾶς, ὁ ὁποῖος
ἔλεγε διὰ τὸν ἑαυτόν του, ὅτι
εἶναι κάποιος σπουδαῖος. Καὶ εἰς αὐτὸν
προσεκολλήθησαν ὡς ὀπαδοὶ ἕνας ἀριθμὸς
ἀνδρῶν περίπου τετρακοσίων. Ἀλλ’ ἐφονεύθη
αὐτὸς καὶ ὅλοι, ὅσοι ὑπήκουον
εἰς αὐτόν, διελύθησαν καὶ ἐξεμηδενίσθησαν.
|
37
Μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας
ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις
τῆς ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησεν
λαὸν ἱκανὸν ὀπίσω αὐτοῦ·
κἀκεῖνος ἀπώλετο, καὶ πάντες
ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διεσκορπίσθησαν.
|
37
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν παρουσιάσθηκε
ὁ Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος κατὰ
τὰς ἡμέρας ποὺ ἔγινε ἀπὸ
τοὺς Ρωμαίους ἡ ἀπογραφή, καὶ
ἐτράβηξε μὲ τὸ μέρος του ἀρκετὸν
λαόν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος
ἐθανατώθηκε καὶ ἐχάθηκε καὶ
ὅλοι ὅσοι τὸν ὑπήκουαν διεσκορπίσθησαν.
|
37
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸν ἀνεφάνη
ὁ Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος, κατὰ τὰς
ἡμέρας ποὺ ἔγινεν ἀπὸ τοὺς
Ρωμαίους ἡ ἀπογραφή διὰ νὰ ἐπιβληθῇ
ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῆς ὁ κεφαλικὸς
φόρος. Καὶ παρέσυρεν εἰς στάσιν πολὺν λαόν,
ὁ ὁποῖος τὸν ἠκολούθησεν. Ἀλλὰ
καὶ ἐκεῖνος ἐθανατώθη καὶ ἐχάθη
καὶ ὅλοι, ὅσοι τὸν ὑπήκουον,
διεσκορπίσθησαν διὰ τῆς βίας τῶν ὅπλων.
|
38
Καὶ τὰ νῦν λέγω ὑμῖν,
ἀπόστητε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων
τούτων καὶ ἐάσατε αὐτούς·
ὅτι ἐὰν ᾖ ἐξ ἀνθρώπων
ἡ βουλὴ αὕτη ἢ τὸ ἔργον
τοῦτο, καταλυθήσεται· |
38
Καὶ τώρα ἐγὼ σᾶς λέγω,
σταθῆτε μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
τούτους, ἀφήσατέ τους καὶ μὴ
ἀπλώνετε ἐπάνω των τὰ χέρια
σας. Διότι, ἐὰν αὐτὸ ποὺ
σχεδιάζουν ἢ τὸ ἔργον ποὺ πράττουν
προέρχεται ἐξ ἀνθρώπων, θὰ διαλυθῇ
μόνο του. |
38
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὰ γεγονότα
αὐτά, σᾶς λέγω καὶ ἐγὼ τώρα
ἐν σχέσει πρὸς τὴν περίπτωσιν αὐτήν,
ποὺ μᾶς παρουσιάζεται· σταθῆτε μακρὰν
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς
καὶ ἀφήσατέ τους ἐλευθέρους. Διότι, ἐὰν
αὐτὸ ποὺ σχεδιάζουν καὶ σκέπτονται
οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἢ τὸ
ἔργον αὐτό, ποὺ ἐργάζονται, προέρχεται
ἐξ ἀνθρώπων, θὰ καταστροφῇ μόνον του
χωρὶς τὴν ἰδικήν σας παρέμβασιν.
|
39
εἰ δὲ ἐκ Θεοῦ ἐστιν, οὐ
δύνασθε καταλῦσαι αὐτό, μήποτε
καὶ θεομάχοι εὑρεθῆτε.
|
39
Ἐὰν ὅμως εἶναι ἐκ τοῦ
Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖτε σεῖς νὰ
τὸ καταστρέψετε. Σκεφθῆτε δέ, μήπως
γίνετε καὶ θεομάχοι, πολεμοῦντες τὸν
Θεὸν καὶ τὸ ἔργον του>.
|
39
Ἐὰν ὅμως εἶναι ἐκ τοῦ
Θεοῦ, δὲν δύνασθε νὰ τὸ καταστρέψετε,
προσέξατε δέ, μήπως εὑρεθῆτε ἀντιμέτωποι
καὶ πολέμιοι ὄχι μόνον ἐναντίον ἀνθρώπων,
ἀλλὰ καὶ κατὰ τοῦ Θεοῦ.
|
40
Ἐπείσθησαν δὲ αὐτῷ, καὶ
προσκαλεσάμενοι τοὺς ἀποστόλους δείραντες
παρήγγειλαν μὴ λαλεῖν ἐπὶ τῷ
ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ, καὶ
ἀπέλυσαν αὐτούς.
|
40
Ἐπείσθησαν δὲ εἰς αὐτὸν
τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου καὶ ἀφοῦ
ἐπροσκάλεσαν τοὺς Ἀποστόλους
πάλιν εἰς τὴν αἴθουσαν, τοὺς
ἔδειραν, τοὺς παρήγγειλαν νὰ μὴ
κηρύττουν πλέον ἐπὶ τῷ ὀνόματι
τοῦ Ἰησοῦ καὶ κατόπιν τοὺς
ἀπέλυσαν. |
40
Ἐπείσθησαν δὲ τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου
εἰς αὐτόν. Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσαν
τοὺς ἀποστόλους νὰ ἔμβουν πάλιν εἰς
τὴν αἴθουσαν τοῦ δικαστηρίου, τοὺς
ἔδειραν καὶ τοὺς παρήγγειλαν νὰ μὴ
διδάσκουν, λαμβάνοντες ὡς κύριον θέμα τοῦ κηρύγματός
των τὸ ὄνομα καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ
Ἰησοῦ. Καὶ κατόπιν τούτου τοὺς ἀφῆκαν
ἐλευθέρους. |
41
Οἱ μὲν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες
ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου,
ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος
αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι·
|
41
Ἀλλὰ οἱ Ἀπόστολοι, ὕστερα
ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἀνεχώρησαν
ἀπὸ τὸ συνέδριον χαίροντες,
διότι ἠξιώθησαν τῆς μεγάλης
τιμῆς νὰ ὑποστοῦν ἐξευτελιστικὴν
τιμωρίαν χάριν τοῦ ὀνόματος
τοῦ Χριστοῦ. |
41
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὰς ἀπειλὰς
καὶ τὴν κακομεταχείρισην ταύτην ἔφυγαν οἱ
ἀπόστολοι ἀπὸ τὸ συνέδριον μὲ
χαρὰν μεγάλην, διότι ἠξιώθησαν νὰ ὑποστοῦν
ἀτιμωτικὴν τιμωρίαν χάριν τοῦ ὀνόματος
αὐτοῦ. |
42
πᾶσαν τε ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ
καὶ κατ' οἶκον οὐκ ἐπαύοντο
διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι Ἰησοῦν
τὸν Χριστόν. |
42
Δὲν ἐσταματοῦσαν δὲ κάθε ἡμέραν,
τόσον ἐνώπιον τοῦ λαοῦ εἰς
τὸ ἱερόν, ὅσον καὶ ἰδιαιτέρως
εἰς τὰ σπίτια,
νὰ διδάσκουν καὶ νὰ μεταδίδουν
τὴν χαρμόσυνον ἀγγελίαν, ὅτι
ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς
ὁ σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν
Σωτήρ. |
42
Καὶ δὲν ἔπαυον κάθε ἡμέραν δημοσίᾳ
ἐν τῷ ἱερῷ καὶ κατ’ ἰδίαν
ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ διδάσκουν καὶ
νὰ διαδίδουν τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι ὁ
Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. |