Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γένετο
δὲ ἐν Ἰκονίῳ κατὰ τὸ
αὐτὸ εἰσελθεῖν αὐτοὺς
εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων
καὶ λαλῆσαι οὕτως ὥστε πιστεῦσαι
Ἰουδαίων τε καὶ Ἑλλήνων πολὺ
πλῆθος. |
υνέβη
δὲ εἰς τὸ Ἰκόνιον τὸ ἴδιο
μὲ ἐκεῖνο, ποὺ εἶχε συμβῆ
εἰς τὴν Ἀντιόχειαν· εἰσῆλθαν
δηλαδὴ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας
εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων
καὶ ὡμίλησαν μὲ τόσην πολλὴν
δύναμιν καὶ πειστικότητα, ὥστε νὰ
πιστεύσουν πλῆθος Ἰουδαῖοι καὶ
Ἕλληνες. |
υνέβη
δὲ καὶ ἐν Ἰκονίῳ τὸ αὐτὸ
μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔκαναν ὁ
Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας καὶ εἰς
τὰς ἄλλας πόλεις. Εἰσῆλθον δηλαδὴ
οὗτοι εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν
Ἰουδαίων καὶ ὁμίλησαν τόσον πειστικά, ὥστε
πολὺ πλῆθος Ἰουδαίων καὶ Ἑλλήνων
ἐπίστευσαν. |
2
Οἱ δὲ ἀπειθοῦντες Ἰουδαῖοι
ἐπήγειραν καὶ ἐκάκωσαν τὰς
ψυχὰς τῶν ἐθνῶν κατὰ τῶν
ἀδελφῶν. |
2
Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως, ποὺ ἐπέμεναν
εἰς τὴν ἀπιστίαν των, ἐξηρέθισαν
καὶ ἀνετάραξαν τὰς ψυχὰς τῶν
ἐθνικῶν ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν
Χριστιανῶν. |
2
Ὅσοι ὅμως ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐπέμενον
νὰ ἀπειθοῦν καὶ νὰ μὴ
πιστεύουν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον, ἠρέθισαν
καὶ ἐξώργισαν τὰς ψυχὰς τῶν
ἐθνικῶν κατὰ τῶν ἀδελφῶν
Χριστιανῶν. |
3
Ἱκανὸν μὲ οὖν χρόνον διέτριψαν
παρρησιαζόμενοι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ
τῷ μαρτυροῦντι τῷ λόγῳ τῆς
χάριτος αὐτοῦ, διδόντι σημεῖα
καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τῶν
χειρῶν αὐτῶν.
|
3
Παρ' ὅλον ὅμως τοῦτο οἱ Ἀπόστολοι,
διότι τὸ κήρυγμά των ἔφερνε
πολλὰ ἀγαθὰ ἀποτελέσματα, ἔμειναν
ἀρκετὸν χρόνον ἐκεῖ. Ἐκήρυτταν
δὲ ἀφόβως μὲ τὸ θάρρος,
ποὺ τοὺς ἔδιδε ἡ πίστις των
εἰς τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος
ἐπεβεβαίωνε τὸ κήρυγμά των περὶ
τῆς χάριτος αὐτοῦ καὶ τοὺς
ἔδιδε τὴν δύναμιν, ὥστε μὲ τὰ
χέρια των νὰ γίνωνται καταπληκτικὰ
σημεῖα καὶ θαύματα. |
3
Λόγῳ λοιπὸν τοῦ ὅτι παρὰ τὴν
ἀντίδρασιν αὐτὴν τόσην ἐπιτυχίαν ἐσημείωσε
τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἔμειναν
ἐκεῖ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας
ἀρκετὸν χρόνον. Καὶ ἐκήρυττον μετὰ
θάρρους καὶ ἀφοβίας, ποὺ τοὺς ἐνέπνεεν
ἡ πίστις καὶ ἡ πεποίθησίς των εἰς
τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρει
περὶ τοῦ λόγου καὶ τοῦ κηρύγματος,
μὲ τὸ ὁποῖον ἐγνωστοποιεῖτο
ἡ φιλάνθρωπος βουλὴ καὶ ἡ χάρις τοῦ
Θεοῦ. Ἐμαρτύρει δὲ ὁ Κύριος δίδων
δύναμιν, διὰ τῆς ὁποίας ἐγίνοντο διὰ
τῶν χειρῶν τῶν κηρύκων τοῦ λόγου ἀποδεικτικὰ
καὶ καταπληκτικὰ θαύματα. |
4
Ἐσχίσθη δὲ τὸ πλῆθος τῆς
πόλεως, καὶ οἱ μὲν ἦσαν σὺν
τοῖς Ἰουδαίοις, οἱ δὲ σὺν
τοῖς ἀποστόλοις. |
4
Διαιρέθηκε δὲ τὸ πλῆθος τῆς
πόλεως εἰς δύο παρατάξεις· καὶ
ἄλλοι μὲν ἦσαν μὲ τὸ μέρος
τῶν Ἰουδαίων, ἄλλοι δὲ μὲ
τὸ μέρος τῶν Ἀποστόλων.
|
4
Ἐδιχάσθη δὲ ὁ πληθυσμὸς τῆς
πόλεως. Καὶ ἄλλοι μὲν ἐτάχθησαν μὲ
τὸ μέρος τῶν Ἰουδαίων, ἄλλοι δὲ
ἦσαν μὲ τὸ μέρος τῶν Ἀποστόλων.
|
5
Ὡς δὲ ἐγένετο ὁρμὴ τῶν
ἐθνῶν τε καὶ Ἰουδαίων σὺν
τοῖς ἄρχουσιν αὐτῶν ὑβρίσαι
καὶ λιθοβολῆσαι αὐτούς, |
5
Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε πολὺς ἐρεθισμὸς
καὶ ἐξέγερσις τῶν ἀπιστούντων
ἐθνικῶν καὶ Ἰουδαίων μαζῆ
μὲ τοὺς ἄρχοντάς των καὶ ἐπῆραν
τὴν ἀπόφασιν νὰ ὑβρίσουν
καὶ νὰ λιθοβολήσουν τοὺς Ἀποστόλους,
|
5
Ὅταν δὲ ὁ διχασμὸς αὐτὸς
ἐπροχώρησε καὶ ἔγινεν ἀναβρασμὸς
καὶ ἐξέγερσις τῶν ἐθνικῶν καὶ
τῶν Ἰουδαίων μὲ τοὺς ἄρχοντάς
των καὶ ἐσχεδίαζαν ὅλοι αὐτοὶ
νὰ ὑβρίσουν καὶ νὰ λιθοβολήσουν τοὺς
Ἀποστόλους, |
6
συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις
τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην
καὶ τὴν παρίχωρον,
|
6
ἐκατάλαβαν αὐτοὶ τὰς κακὰς
ἐκείνων διαθέσεις καὶ κατέφυγαν
εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας,
τὴν Λύστραν καὶ τὴν Δέρβην καὶ
εἰς τὰ περίχωρα. |
6
τὸ ἀντελήφθησαν οὗτοι καὶ κατέφυγον
εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ
Δέρβην καὶ εἰς τὰ περίχωρα αὐτῶν.
|
7
κἀκεῖ ἦσαν εὐαγγελιζόμενοι.
|
7
Καὶ ἐκεῖ ἐκήρυτταν τὸ
Εὐαγγέλιον. |
7
Καὶ ἐκεῖ ἐξηκολουθοῦν νὰ
κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον. |
8
Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις ἀδύνατος
τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ
κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων,
ὃς οὐδέποτε περιεπεπατήκει.
|
8
Εἰς τὰ Λύστρα ἐκάθητο κάποιος
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀδύνατα
πόδια, διότι ἦτο χωλὸς ἀπὸ
τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του καὶ
δὲν εἶχε ποτὲ περιπατήσει.
|
8
Καὶ ἐκάθητο κάποιος ἄνθρωπος εἰς τὰ
Λύστρα, ποὺ εἶχεν ἀδυναμίαν εἰς τὰ
πόδια, διότι ἦτο χωλὸς ἀπὸ τὴν
κοιλίαν τῆς μητέρας του καὶ δὲν εἶχε
περιπατήσει ποτὲ εἰς τὴν ζωήν του.
|
9
Οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου λαλοῦντος·
ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἱδὼν
ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι,
|
9
Αὐτὸς ἤκουσε μὲ προσοχὴν καὶ
πίστιν τὸν Παῦλον. Ὁ Παῦλος,
ὅταν τὸν παρετήρησε προσεκτικὰ καὶ
εἶδε ὅτι εἶχεν πίστιν, διὰ νὰ
γίνῃ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας
του, |
9
Αὐτὸς ἤκουε μὲ προσοχὴν καὶ
ἐνδιαφέρον τὸν Παῦλον, ὅταν ἐκήρυττεν.
Ὁ Παῦλος δέ, ὅταν εἰς κάποιαν στιγμὴν
τὸν παρετήρησε προσεκτικὰ καὶ εἶδεν,
ὅτι εἶχε τὴν πίστιν, ποὺ ἐχρειάζετο
διὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα τῆς
θεραπείας του, |
10
εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· ἀνάστηθι
ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός.
Καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει.
|
10
εἶπε μὲ μεγάλην φωνήν· <Σήκω
εἰς τὰ πόδια σου ὀρθός>.
Καὶ ἀμέσως ἐκεῖνος ἐπήδησε
καὶ ἐντελῶς ὑγιὴς περιπατοῦσε.
|
10
εἶπε μὲ μεγάλην φωνήν· Σήκω ὀρθὸς
εἰς τὰ πόδια σου. Καὶ ἐκεῖνος
ἐπήδησεν ἐπάνω καὶ περιεπάτει.
|
11
Οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ
ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν
τὴν φωνὴν αὐτῶν Λυκαονιστὶ λέγοντες·
οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἄνθρωποι
κατέβησα πρὸς ἡμᾶς·
|
11
Τὰ πλήθη δὲ τοῦ λαοῦ, ὅταν
εἶδαν τὸ θαῦμα αὐτό, ποὺ
ἔκαμε ὁ Παῦλος, ἐσήκωσαν μεγάλην
τὴν φωνὴν των λέγοντες εἰς τὴν
λυκαονικὴν γλῶσσαν των· <Οἱ θεοὶ
ἐπῆραν μορφὴν ἀνθρώπων καὶ
κατέβηκαν εἰς ἡμᾶς>.
|
11
Τὰ πλήθη δὲ τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδαν
αὐτό, ποὺ ἔκαμεν ὁ Παῦλος, ἐσήκωσαν
τὴν φωνήν τους καὶ ἔλεγαν εἰς τὴν
Λυκαονικὴν γλῶσσαν· Οἱ θέοι ἔγιναν
ὅμοιοι πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ
κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς. |
12
ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβα Δίαν,
τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ
αὐτὸς ἢν ὁ ἡγούμενος τοῦ
λόγου. |
12
Ὠνόμαζαν δὲ τὸν μὲ Βαρνάβαν
Δίαν, διὰ τὸ παράστημα καὶ τὴν
σοβαρότητα του, τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν,
ἐπειδὴ αὐτὸς ἦτο ὁ ἀρχηγὸς
τοῦ λόγου. |
12
Καὶ ἐκάλουν τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία,
ὡς περισσότερον ἠλικιωμένον καὶ σοβαρώτερον·
τὸν δὲ Παῦλον ἐκάλουν Ἑρμῆν,
διότι αὐτὸς ἦτο ὁ ἀρχηγὸς
τοῦ λόγου καὶ ὡμίλει περισσότερον καὶ
εὐχερέστερον. |
13
Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ
ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν,
ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς
πυλῶνας ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις
ἤθελε θύειν. |
13
Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διός,
τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς ἦτο
κτισμένος ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν
πόλιν, ἔφερε ταύρους καὶ στεφάνια
κοντὰ εἰς τὰς μεγάλας θύρας
τοῦ τείχους, ὅπου εὑρίσκετο
ὁ ναός, καὶ ἤθελε μαζῆ μὲ
τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ νὰ προσφέρῃ
θυσίαν πρὸς τιμὴν τῶν δύο Ἀποστόλων.
|
13
Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ ὁ ἱερεὺς
τοῦ Διός, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς
ἦτο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν
Λύστρων, ἔφερε πρὸς τὸ γειτονικὸν
πρὸς τὸν ναὸν μέρος, ὅπου ἦσαν
αἱ πόρται τοῦ τείχους τῆς πόλεως, ταύρους
καὶ στεφάνους, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ
ἐστεφάνωναν τὰ ζῶα, ποὺ θὰ ἐθυσιάζοντο,
καὶ ἤθελε μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος
τοῦ λαοῦ νὰ προσφέρῃ θυσίαν πρὸς
λατρείαν τῶν δύο ἀποστόλων.
|
14
Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι
Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαρρήξαντες
τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν
εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες
|
14
Οἱ δὲ Ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ
Παῦλος, ὅταν ἤκουσαν αὐτό, ἔσχισαν
τὰ ἱμάτιά των, διὰ νὰ
ἐκφράσουν ἔτσι τὴν διαμαρτυρίαν
καὶ ἀγανάκτησίν των καὶ ὥρμησαν
μέσα εἰς τὸ πλῆθος φωνάζοντες
|
14
Ὅταν ὅμως ἤκουσαν ταῦτα οἱ ἀπόστολοι
Βαρνάβας καὶ Παῦλος, ἐξέσχισαν τὰ
ρούχα των πρὸς ἐκδήλωσιν τῆς ἀγανακτήσεως
καὶ ἀποστροφῆς των κατὰ τῆς
εἰδωλολατρικῆς ταύτης πράξεως καὶ τῆς
ἀσεβοῦς θεοποιήσεως, ποὺ τοὺς ἔκαμαν
οἱ κάτοικοι τῶν Λύστρων, καὶ ἐπήδησαν
μέσα εἰς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ
φωνάζοντες |
15
καὶ λέγοντες· ἄνδρες, τί ταῦτα
ποιεῖτε; Καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς
ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι
ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων
ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν
τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ
τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν
αὐτοῖς· |
15
καὶ λέγοντες· <ἄνθρωποι, διατὶ
κάνετε ὅλα αὐτά; Καὶ ἡμεῖς
εἴμεθα ὄμοιοι μὲ σᾶς ἄνθρωποι,
ἔχοντες τὴν ἰδίαν ἀσθενῆ
καὶ ἀδύνατον ἀνθρωπίνην φύσιν.
Κηρύττομεν δὲ εἰς σᾶς, νὰ ἀφήσετε
αὐτὰ τὰ ψευδῆ καὶ μάταια
περὶ θεῶν καὶ θυσιῶν, ποὺ ἕως
τώρα ἐπιστεύατε, καὶ νὰ γυρίσετε
εἰς τὸν Θεὸν τὸν ζωντανὸν καὶ
ἀληθινόν, ὁ ὁποῖος ἔκαμε
τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν
καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα ὅσα
ὑπάρχουν εἰς αὐτά.
|
15
καὶ λέγοντες· Ἄνθρωποι, τί εἶναι αὐτά,
ποὺ κάνετε; Καὶ ἡμεῖς εἴμεθα
ἄνθρωποι μὲ τὴν αὐτὴν ἀσθενῆ
καὶ θνητὴν φύσιν, ποὺ ἔχετε καὶ
σεῖς. Καὶ σᾶς κηρύττομεν νὰ ἀφήσετε
τὰ μάταια αὐτά, ποὺ σχεδιάζετε νὰ
κάνετε ὡς θυσίαν εἰς θεοὺς ψευδεῖς
καὶ τιποτένιους καὶ νὰ ἐπιστρέψετε
εἰς τὸν Θεόν, ποὺ δὲν εἶναι
νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα, ἀλλ’ εἶναι
Θεὸς ζωντανός, ὁ ὁποῖος ἐποίησε
τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν
καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα, ὅσα
ὑπάρχουν εἰς αὐτά. |
16
ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς
εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι
ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν·
|
16
Αὐτὸς ὁ Θεός, εἰς τὰς
περασμένας γενεάς, ἀφῆκε τοὺς
ἐθνικοὺς νὰ βαδίζουν τὸν δρόμον
των, νὰ ζοῦν καὶ νὰ συμπεριφέρωνται
σύμφωνα μὲ τὰς ἁμαρτωλὰς διαθέσεις
τῆς καρδίας των, |
16
Ὁ Θεὸς αὐτὸς εἰς τὰς παρελθοῦσας
γενεὰς ἐγκατέλιπεν ὅλους τοὺς ἐθνικοὺς
νὰ πολιτεύωνται καὶ νὰ συμπεριφέρωνται κατὰ
τὰς ἁμαρτωλὰς συνηθείας των καὶ τὰ
εἰδωλολατρικὰ φρονήματά των.
|
17
καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν
ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν,οὐρανόθεν
ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ
καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς
καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν.
|
17
μολονότι δὲν ἀφῆκε καὶ μεταξὺ
αὐτῶν ὁ Θεὸς τὸν εὐατόν
του χωρὶς μαρτυρίας, διὰ τὴν ὕπαρξίν
του καὶ τὰς τελειότητάς του, διότι
καὶ τότε σᾶς εὐεργετοῦσε, ἔστελνε
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὠφελίμους
βροχὰς καὶ καταλλήλους καιροὺς διὰ
πλουσίαν καρποφορίαν καὶ σᾶς ἔδιδεν
ἄφθονον τροφὴν καὶ χαρὰν εἰς
τὰς καρδίας σας>. |
17
Καὶ ἔζων ἐκεῖνοι εἰδωλολατρικῶς
μακρὰν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ
ἀγνοοῦντες αὐτόν, καίτοι ὁ Θεὸς
δὲν ἀφῆκεν ἄγνωστον καὶ χωρὶς
μαρτυρίαν τὸν ἑαυτόν του. Διότι ἐξηκολούθει
καὶ τότε νὰ σᾶς εὐεργετῇ καὶ
νὰ σᾶς δίδῃ ἐξ οὐρανοῦ
βροχὰς καὶ ἐποχάς, κατὰ τὰς
ὁποίας γίνονται καὶ ὠριμάζουν οἱ καρποί,
καὶ παρεῖχεν ἀφθόνως τροφὴν καὶ
εὐφροσύνην εἰς τὰς καρδίας σας.
|
18
Καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν
τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς.
|
18
Καὶ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια οἱ
Ἀπόστολοι μόλις καὶ μετὰ βίας
ἐσταμάτησαν τοὺς ὄχλους, νὰ
μὴ προσφέρουν εἰς αὐτοὺς τὰς
θυσίας ἐκείνας. |
18
Καὶ μὲ αὐτά, ποὺ ἔλεγαν οἱ
ἀπόστολοι, μόλις καὶ μετὰ βίας ἐσταμάτησαν
τοὺς ὄχλους, ὥστε νὰ μὴ προσφέρουν
θυσίαν εἰς αὐτούς. |
19
Ἐπῆλθον δὲ ἀπὸ Ἀντιοχείας
καὶ Ἰκονίου Ἰουδαῖοι καὶ
πείσαντες τοὺς ὄχλους καὶ λιθάσαντες
|
19
Τότε ὅμως ἦλθαν εἰς τὴν Λύστραν
ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ
τὸ Ἰκόνιον φανατικοὶ Ἰουδαῖοι,
οἱ ὁποῖοι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους
καὶ ἐλιθοβόλησαν τὸν Παῦλον
καὶ τὸν ἔσυραν ἀναίσθητον ἔξω
ἀπὸ τὴν πόλιν, ἐπειδὴ
ἐνόμισαν ὅτι εἶχε ἀποθάνει.
|
19
Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ἦλθον ἐκεῖ
Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν
καὶ τὸ Ἰκόνιον καὶ ἀφοῦ
παρέπεισαν τοὺς ὄχλους, ἐλιθοβόλησαν τὸν
Παῦλον, καὶ ἔσυραν αὐτόν, καθὼς
ἦτο ἐπὶ τοῦ ἑδάφους ἀναίσθητος,
ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, ἐπειδὴ
ἐνόμισαν, ὅτι εἶχεν ἀποθάνει οὗτος
καὶ ἔσπευδαν νὰ ἀποκρύψουν ἀπὸ
τὰς ἀρχὰς τὸ ἔγκλημά των.
|
20
Κυκλωσάντων δὲ αὐτὸν τῶν μαθητῶν
ἀναστὰς εἰσῆλθεν εἰς τὴν
πόλιν, καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξῆλθε
σὺν τῷ Βαρνάβᾳ εἰς Δέρβην.
|
20
Ὅταν δὲ οἱ Χριστιανοὶ περιεκύκλωσαν
μὲ πόνον αὐτόν, διὰ νὰ
τὸν κηδεύσουν, ἐσηκώθηκε ὁ Παῦλος
ὑγιής, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ
Θεοῦ, καὶ εἰσῆλθε εἰς τὴν
πόλιν. Τὴν ἑπομένην δὲ ἔφυγε
μαζῆ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ ἦλθε
εἰς τὴν Δέρβην. |
20
Ὅταν δὲ τὸν περιεκύκλωσαν οἱ μαθηταὶ
μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κηδεύσουν,
ὁ Παῦλος δι’ ἐπεμβάσεως θείας ἐσηκώθη
ὑγιὴς καὶ εἰσῆλθεν εἰς
τὴν πόλιν. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν
ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ
ἦλθον εἰς τὴν Δέρβην.
|
21
Εὐαγγελισάμενοί τε τὴν πόλιν
ἐκείνην καὶ μαθητεύσαντες ἱκανοὺς
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν καὶ
Ἰκόνιον καὶ Ἀντιόχειαν,
|
21
Ἀφοῦ δὲ ἐκήρυξαν καὶ εἰς
τὴν πόλιν ἐκείνην τὸ Εὐαγγέλιον
καὶ ἐδίδαξαν πολλούς, ἐπέστρεψαν
εἰς τὴν Λύστραν καὶ τὸ Ἰκόνιον
καὶ τὴν Ἀντιόχειαν
|
20
Ὅταν δὲ τὸν περιεκύκλωσαν οἱ μαθηταὶ
μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κηδεύσουν,
ὁ Παῦλος δι’ ἐπεμβάσεως θείας ἐσηκώθη
ὑγιὴς καὶ εἰσῆλθεν εἰς
τὴν πόλιν. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν
ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ
ἦλθον εἰς τὴν Δέρβην.
|
22
ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν
μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ
πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων
δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
|
22
στηρίζοντες περισσότερον τὰς ψυχὰς
τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες αὐτοὺς
νὰ μένουν ἀκλόνητοι εἰς τὴν
πίστιν καὶ λέγοντες ὅτι διὰ
μέσου πολλῶν θλίψεων θὰ εἰσέλθωμεν
εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
|
22
στηρίζοντες ἀκόμη περισσότερον τὰς ψυχὰς
τῶν μαθητῶν, προτρέποντες αὐτοὺς νὰ
μένουν ἀμετακίνητοι εἰς τὴν πίστιν καὶ
λέγοντες ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς
τὸ ὥρισεν, ἀλλὰ καὶ ἡ
ἠθικὴ κατάστασις τόσον τοῦ κόσμου, ὅσον
καὶ ἡμῶν τῶν ἰδίων τὸ
καθιστᾷ ἀναπόφευκτον, πρέπει νὰ ὑποστῶμεν
ἡμεῖς πολλὰς θλίψεις διὰ νὰ
εἰσέλθωμεν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
|
23
Χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους
κατ' ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ
νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ
Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι.
|
23
Ἀφοῦ δὲ ἐχειροτόνησαν δι' αὐτοὺς
πρεσβυτέρους εἰς κάθε ᾿Εκκλησίαν
καὶ προσηυχήθησαν μὲ νηστείας, ἐνεπιστεύθησαν
αὐτοὺς εἰς τὸν Κύριον, εἰς
τὸν ὁποῖον εἶχαν πιστεύσει.
|
23
Ἀφοῦ δὲ διὰ χειροθεσίας καὶ
εὐχῶν ἐγκατέστησαν πρεσβυτέρους εἰς
μίαν ἐκάστην Ἐκκλησίαν καὶ προσηυχήθησαν
μὲ ἀφοσίωσιν, τὴν ὁποίαν καθιστῶν
θερμοτέραν αἱ συνοδεύουσαι τὰς προσευχὰς
νηστεῖαι, ἐνεπιστεύθησαν αὐτοὺς εἰς
τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν
ὁποῖον εἶχον πιστεύσει.
|
24
Καὶ διελθόντες τὴν Πισιδίαν ἦλθον
εἰς Παμφυλίαν,
|
24
Καὶ ἀφοῦ περιώδευσαν τὴν χώραν
τῆς Πισιδίας, ἦλθαν εἰς τὴν
Παμφυλίαν. |
24
Καὶ ἀφοῦ κηρύττοντες περιώδευσαν τὴν
χώραν τῆς Πισιδίας, ἦλθον εἰς τὴν
Παμφυλίαν. |
25
καὶ λαλήσαντες ἐν Πέργῃ τὸν
λόγον κατέβησαν εἰς Ἀττάλειαν,
|
25
Ἀφοῦ δὲ καὶ εἰς τὴν Πέργην
ἐκήρυξαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ,
κατέβηκαν εἰς τὴν παράλιον πόλιν
Ἀττάλειαν. |
25
Καὶ ἀφοῦ ἐδίδαξαν τὸν λόγον
εἰς τὴν Πέργην, κατέβησαν ἀπὸ τὰ
μεσόγεια μέρη εἰς τὴν παραλιακὴν Ἀττάλειαν.
|
26
κἀκεῖθεν ἀπέπλευσαν εἰς Ἀντιόχειαν,
ὅθεν ἦσαν παραδεδομένοι τῇ χάριτι
τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ἔργον ὃ
ἐπλήρωσαν. |
26
Ἀπὸ ἐκεῖ ἔπλευσαν εἰς
τὴν Ἀντιόχειαν, εἰς πόλιν ὅπου
οἱ ἀδελφοὶ τοὺς εἶχαν παραδώσει
εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ διὰ
τὸ ἔργον τοῦ εὐαγγελισμοῦ, τὸ
ὁποῖον καὶ ἔφεραν εἰς πέρας.
|
26
Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἀνεχώρησαν μὲ
πλοῖον εἰς τὴν Ἀντιόχειαν. Εἰς
τὴν πόλιν δηλαδή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν
εἶχαν ξεκινήσει, ὅταν οἱ ἀδελφοί τους
εἶχαν παραδώσει εἰς τὴν χάριν τοῦ
Θεοῦ διὰ τὸ ἔργον, τὸ ὁποῖον
ἔφερον εἰς πέρας. Οὕτως ἔλαβε τέλος
ἡ πρώτη ἀποστολικὴ πορεία.
|
27
Παραγενόμενοι δὲ καὶ συναγαγόντες
τὴν ἐκκλησίαν ἀνήγγειλαν ὅσα
ἐποίησεν ὁ Θεὸς μετ' αὐτῶν,
καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν
πίστεως. |
27
Ὅταν λοιπὸν ἦλθαν, συνεκέντρωσαν τοὺς
πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐγνωστοποίησαν
εἰς αὐτοὺς ὅσα ὁ Θεός,
χρησιμοποιῶν αὐτοὺς ὡς συνεργούς
του, ἔκαμε καὶ ὅτι ἤνοιξε εἰς
τοὺς ἐθνικοὺς τὴν θύραν τῆς
πίστεως καὶ τῆς σωτηρίας.
|
27
Ὅταν δὲ ὁ Παῦλος καὶ ὁ
Βαρνάβας ἦλθον καὶ συνήθροισαν τὴν Ἐκκλησίαν
τῆς Ἀντιοχείας, διηγήθησαν ὅσα ἐποίησεν
ὁ Θεὸς παρέχων τὴν χάριν του καὶ συνεργαζόμενος
μετ’ αὐτῶν καὶ ὅτι ἤνοιξεν ὁ
Θεὸς εἰς τοὺς ἐθνικοὺς τὴν
θύραν, διὰ τῆς ὁποίας οὗτοι θὰ
ἐκαλοῦντο εἰς τὴν πίστιν καὶ
θὰ ἐσώζοντο δι’ αὐτῆς.
|
28
Διέτριβον δὲ ἐκεῖ χρόνον οὐκ
ὀλίγον σὺν τοῖς μαθηταῖς.
|
28
Ἔμειναν δὲ ἐκεῖ μαζῆ μὲ
τοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς ἀρκετὸν
χρόνον. |
28
Παρέμειναν δὲ ἀρκετὸν χρόνον ἐκεῖ
εἰς τὴν Ἀντιόχειαν μαζὶ μὲ τοὺς
μαθητάς. |