Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ετὰ
δὲ πέντε ἡμέρας κατέβη ὁ
ἀρχιερεὺς Ἀνανίας μετὰ τῶν
πρεσβυτέρων καὶ ρήτορος Τερτύλλου
τινός, οἵτινες ἐνεφάνισαν τῷ
ἡγεμόνι κατὰ τοῦ Παύλου.
|
πειτα
δὲ ἀπὸ πέντε ἡμέρας κατέβηκε
ὁ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας εἰς
τὴν Καισάρειαν μαζῆ μὲ τοὺς
πρεσβυτέρους καὶ μὲ κάποιον δικηγόρον,
ὀνόματι Τέρτυλλον, οἱ ὁποῖοι
καὶ κατέθεσαν εἰς τὸν ἐπίτροπον
καταγγελίαν ἐναντίον τοῦ Παύλου.
|
στερον
δὲ ἀπὸ πέντε ἡμέρας κατέβη ἀπὸ
τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὴν Καισάρειαν ὁ
ἀρχιερεὺς Ἀνανίας μὲ τοὺς πρεσβυτέρους
καὶ μὲ κάποιον δικηγόρον ποὺ ἐλέγετο
Τέρτυλλος, καὶ ἔδωκαν εἰς τὸν ἡγεμόνα
καταγγελίαν κατὰ τοῦ Παύλου.
|
2
Κληθέντος δὲ αὐτοῦ ἤρξατο κατηγορεῖν
ὁ Τέρτυλλος λέγων· |
2
Ἀφοῦ δὲ ἐκλήθη ὁ Παῦλος,
ἤρχισε ὁ Τέρτυλλος νὰ τὸν κατηγορῇ
λέγων· |
2
Ἀφοῦ δὲ ἐκλήθη οὗτος νὰ
παρουσιασθῇ ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος καὶ
τῶν κατηγόρων του, ἤρχισεν ὁ Τέρτυλλος νὰ
τὸν κατηγορῇ λέγων· |
3
πολλῆς εἰρήνης τυγχάνοντες διά
σοῦ καὶ κατορθωμάτων γινομένων τῷ
ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς
προνοίας, πάντῃ τε καὶ πανταχοῦ
ἀποδεχόμεθα, κράτιστε Φῆλιξ, μετὰ
πάσης εὐχαριστίας. |
3
<Ἐπειδή, εὐγενέστατε Φῆλιξ,
ἀπολαμβάνομεν χάρις εἰς σὲ πολλὴν
εἰρήνην καὶ γίνονται μεγάλα
ἔργα εἰς τὸ ἔθνος τοῦτο, χάρις
εἰς τὴν ἰδικήν σου φροντίδα,
εἰς κάθε περίστασιν καὶ εἰς
ὅλας τὰς περιοχὰς τὰ βλέπομεν
καὶ τὰ δεχόμεθα μὲ κάθε εὐγνωμοσύνην.
|
3
Ἐπειδή, ἐξοχώτατε Φήλιξ, ἀπολαμβάνομεν διὰ
τῆς διοικήσεώς σου πολλὴν εἰρήνην καὶ
γίνονται μεγάλαι ἐπιτυχίαι καὶ ἔργα δράσεως
ἐπωφελῆ εἰς τὸ ἔθνος αὐτὸ
διὰ τῆς προνοητικότητος καὶ προβλέψεώς σου,
γίνονται δὲ ταῦτα εἰς κάθε εὐκαιρίαν
καὶ περίστασιν καὶ εἰς κάθε τόπον, ἀποδεχόμεθα
καὶ ἐπικροτοῦμεν τὴν εὐεργετικὴν
αὐτὴν δρᾶσιν σου μὲ πᾶσαν εὐγνωμοσύνην.
|
4
Ἵνα δὲ μὴ ἐπὶ πλεῖον σὲ
ἐγκόπτω, παρακαλῶ ἀκοῦσαί
σε ἡμῶν συντόμως τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ.
|
4
Διὰ νὰ μὴ σὲ ἐνοχλῶ δὲ
περισσότερον, διηγούμενος τὰ ἔργα
σου, σὲ παρακαλῶ νὰ ἀκούσῃς
μὲ εὐμένειαν αὐτά, ποὺ
μὲ συντομίαν θὰ σοῦ εἴπωμεν.
|
4
Διὰ νὰ μὴ λέγω δὲ περισσότερα διὰ
τὴν ἀξιέπαινον δρᾶσιν σου καὶ μὲ
αὐτὰ σὲ κουράζω περισσότερον, εἰσέρχομαι
είς τὴν ἐξέτασιν τῆς καταγγελίας καὶ
παρακαλῶ νὰ ἀκούσῃς μὲ τὴν
εὐμένειάν σου, ὅσα μὲ συντομίαν θὰ
εἴπωμεν. |
5
Εὑρόντες γὰρ τὸν ἄνδρα τοῦτον
λοιμὸν καὶ κινοῦντα στάσιν πᾶσι
τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς κατὰ τὴν
οἰκουμένην, πρωτοστάτην τε τῆς τῶν
Ναζωραίων αἱρέσεως,
|
5
Διότι εὑρήκαμεν αὐτὸν τὸν
ἄνθρωπον πολὺ ἐπικίνδυνον διὰ
τὸν λαόν, ἀληθινὴν πληγήν, νὰ
ἀναταράσσῃ καὶ νὰ ἐξερεθίζῃ
εἰς στάσιν ὅλους τοὺς Ἰουδαίους,
ἀνὰ τὰς διαφόρους ἐπαρχίας,
νὰ εἶναι δὲ ἡ ψυχὴ καὶ
ὁ πρωτοστάτης τῆς αἱρέσεως τῶν
Ναζωραίων. |
5
Ἐὕρομεν δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπον
αὐτὸν κακοποιὸν καὶ σωστὴν πληγήν,
ποὺ διαταράττει τὴν τάξιν εἰς τὰς
ἐπαρχίας καὶ διεγείρει ταραχὴν μεταξὺ
ὅλων τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶναι
εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον. Εἶναι δὲ
καὶ ἀρχηγὸς τῆς θρησκευτικῆς
μερίδος τῶν Ναζωραίων. |
6
ὃς καὶ τὸ ἱερὸν ἐπείρασε
βεβυλῶσαι, ὃν καὶ ἐκρατήσαμεν
καὶ κατὰ τὸν ἡμέτερον νόμον
ἠθελήσαμεν κρίνειν·
|
6
Αὐτὸς ἐπεχείρησε νὰ βεβηλώσῃ
καὶ τὸ ἱερόν. Δι' αὐτὸ
καὶ τὸν ἐπιάσαμε· καὶ ἠθελήσαμεν
σύμφωνα μὲ τὸν Νόμον μας νὰ
τὸν δικάσωμεν. |
6
Ἀπεπειράθη δὲ οὗτος καὶ τὸ ἱερόν
μας νὰ βεβηλώσῃ, καὶ δι’ αὐτὸ
τὸν συνελάβομεν καὶ ἠθελήσαμεν νὰ
τὸν καταδικάσωμεν σύμφωνα μὲ τὸν ἰδικόν
μας νόμον. |
7
παρελθὼν δὲ ὁ Λυσίας ὁ χιλίαρχος
μετὰ πολλῆς βίας ἐκ τῶν χειρῶν
ἡμῶν ἀπήγαγε,
|
7
Ἀλλὰ κατέφθασε ὁ Λυσίας ὁ
χιλίαρχος καὶ τὸν ἥρπασε ἀπὸ
τὰ χέρια μας μὲ πολλὴν βίαν.
|
7
Καταφθάσας ὅμως ὁ χιλίαρχος Λυσίας τὸν ἥρπασε
ἀπὸ τὰς χεῖρας μας μὲ πολλὴν
βίαν |
8
κελεύσας τοὺς κατηγόρους αὐτοῦ
ἔρχεσθαι ἐπὶ σέ· παρ' οὗ
δυνήσῃ αὐτὸς ἀνακρίνας
περὶ πάντων τούτων ἐπιγνῶναι
ὧν ἡμεῖς κατηγοροῦμεν αὐτοῦ.
|
8
Διέταξε δὲ νὰ ἔλθουν οἱ κατήγοροί
του ἐνώπιόν σου. Ἀπὸ τὸν
ἴδιον δὲ τὸν Λυσίαν, ἐὰν
κάμῃς ἔρευναν καὶ ἀνάκρισιν,
θὰ γνωρίσῃς πολὺ καλὰ ὅλα
αὐτά, διὰ τὰ ὁποῖα ἡμεῖς
τὸν κατηγοροῦμε>. |
8
καὶ διέταξεν οἱ κατηγοροί του νὰ ἔλθουν
ἐνώπιόν σου. Παρ’ αὐτοῦ τοῦ Λυσίου,
ἀφοῦ προηγουμένως σὺ ὁ ἴδιος
ἐνεργήσῃς ἀνάκρισιν, θὰ δυνηθῇς
νὰ μάθῃς ἐπακριβῶς ὅλα αὐτά,
διὰ τὰ ὁποῖα ἡμεῖς κατηγοροῦμεν
τὸν Παῦλον. |
9
Συνεπίθεντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι
φάσκοντες ταῦτα οὕτως ἔχειν.
|
9
Συνεφώνησαν δὲ καὶ οἱ παριστάμενοι
Ἰουδαῖοι λέγοντες ὅτι ἔτσι ἀκριβῶς
ἔχουν τὰ πράγματα. |
9
Συνεφώνησαν δὲ πρὸς τὸν Τέρτυλλον καὶ
οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἐπιβεβαιώσαντες
ἐντόνως, ὅτι ἔτσι εἶχον τὰ πράγματα.
|
10
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Παῦλος νεύσαντος
αὐτῷ τοῦ ἡγεμόνος λέγειν·
ἐκ πολλῶν ἐτῶν ὄντα σὲ
κριτὴν τῷ ἔθνει τούτῳ ἐπιστάμενος
εὐθυμότερον τὰ περὶ ἐμαυτοῦ
ἀπολογοῦμαι, |
10
Ὁ δὲ Παῦλος, ὅταν ὁ ἡγεμὼν
τοῦ ἔκαμε νεῦμα νὰ ὁμιλήσῃ,
ἀπεκρίθη· <Ἐπειδὴ γνωρίζω,
ὅτι ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶσαι
δικαστὴς εἰς τὸ ἔθνος τοῦτο,
μὲ πρόθυμον διάθεσιν καὶ μὲ
ἐμπιστοσύνην ἀπολογοῦμαι ἐνώπιόν
σου διὰ τὰ περὶ ἐμέ.
|
10
Ἀκολούθως δὲ ὁ Παῦλος, ὅταν
ὁ ἡγεμὼν τοῦ ἔκαμε νεῦμα
νὰ ὁμιλήσῃ, ἀπήντησε τὰ ἑξῆς·
Γνωρίζων ὅτι ἀπὸ πολλὰ ἔτη εἶσαι
δικαστὴς εἰς τὸ ἔθνος αὐτό,
μὲ καλὴ καὶ ἥσυχη καρδία λέγω, τὰ
ὅσα πρὸς ὑπεράσπισίν μου πρέπει νὰ
ἀπολογηθῶ. |
11
δυναμένου σου γνῶναι ὅτι οὐ πλείους
εἰσί μοι ἡμέραι δεκαδύο ἀφ'
ἧς ἀνέβην προσκυνήσων εἰς Ἱερουσαλήμ·
|
11
Καὶ τοῦτο, διότι ἠμπορεῖς σὺ
νὰ πληροφορηθῇς, ὅτι δὲν εἶναι
περισσότερες ἀπὸ δώδεκα ἡμέρες
ἀπὸ τότε ποὺ ἀνέβηκα εἰς
Ἰεροσόλυμα, διὰ νὰ προσκυνήσω.
|
11
Καὶ ἀπολογοῦμαι μὲ τέτοια αἰσθήματα,
διότι σύ, ποὺ τόσην δικαστικὴν πεῖραν ἔχεις
καὶ γνωρίζεις καλῶς τὸ ἔθνος μας,
δύνασαι νὰ πληροφορηθῇς μὲ τὴν ἀνάκρισίν
σου, ὅτι δὲν ἐπέρασαν περισσότεροι ἀπὸ
δώδεκα ἡμέραι ἀπὸ τὴν ἡμέραν,
ποὺ ἀνέβην εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
διὰ νὰ προσκυνήσω. |
12
καὶ οὔτε ἐν τῷ ἱερῷ εὗρόν
με πρός τινα διαλεγόμενον ἢ ἐπισύστασιν
ποιοῦντα ὄχλου, οὔτε ἐν ταῖς
συναγωγαῖς οὔτε κατὰ τὴν πόλιν·
|
12
Καὶ οὔτε εἰς τὸ ἱερὸν
μὲ εὐρῆκαν νὰ συζητῶ μὲ
κανένα ἢ νὰ κάνω συναγερμὸν
τοῦ ὄχλου οὔτε εἰς τὰς συναγωγὰς
οὔτε εἰς ὁποιονδήποτε ἄλλο μέρος
τῆς πόλεως. |
12
Καὶ οὔτε μὲ εὗρον νὰ συζητῶ
μὲ ὁποιονδήποτε ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ
ἢ νὰ προκαλῶ στασιαστικὴν σύναξιν
λαοῦ πουθενά, οὔτε εἰς τὰς συναγωγάς,
οὔτε εἰς ὁποιονδηποτε σημεῖον τῆς
πόλεως. |
13
οὔτε παραστῆσαι δύνανται περὶ ὧν
νῦν κατηγοροῦσί μου. |
13
Οὔτε ἠμποροῦν νὰ ἀποδείξουν
αὐτά, διὰ τὰ ὁποῖα τώρα
μὲ κατηγοροῦν. |
13
Οὔτε ἡμποροῦν νὰ ἀποδείξουν
ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα τώρα
μὲ κατηγοροῦν. |
14
Ὁμολογῶ δὲ τοῦτό σοι, ὅτι
κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν
αἵρεσιν οὕτω λατρεύω τῷ πατρῴῳ
Θεῷ, πιστεύων πᾶσι τοῖς κατὰ
τὸν νόμον καὶ τοῖς ἐν τοῖς
προφήταις γεγραμμένοις,
|
14
Ὁμολογῶ ὅμως εἰς σὲ τοῦτο·
ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν νέαν πίστιν,
τὴν χριστιανικήν, τὴν ὁποίαν
αὐτοὶ ὀνομάζουν αἵρεσιν, ἔτσι
λατρεύω τὸν Θεὸν τῶν πατέρων
μας, πιστεύων εἰς ὅλα ὅσα διατάσσει
ὁ Νόμος καὶ εἰς ὅσα εἴνα
γραμμένα εἰς τοὺς προφήτας.
|
14
Ὁμολογῶ ὅμως τοῦτο εἰς σέ, ὅτι
σύμφωνα μὲ τὴν θρησκείαν, τὴν ὁποίαν
αὐτοὶ ἀποκαλοῦν αἵρεσιν, ἔτσι
λατρεύω καὶ εἶμαι ἀφωσιωμένος εἰς
τὸν Θεόν, τὸν ὁποῖον ἐλάτρευαν
καὶ οἱ πατέρες μας Ἰουδαῖοι, καὶ
συγχρόνως πιστεύω εἰς ὅλα, ὅσα διδάσκονται
ἀπὸ τὸν νόμον καὶ εἶναι γραμμένα
εἰς τοὺς προφήτας. |
15
ἐλπίδα ἔχων εἰς τὸν Θεὸν
ἣν καὶ αὐτοὶ οὗτοι προσδέχονται,
ἀνάστασιν μέλλειν ἔσεσθαι νεκρῶν,
δικαίων τε καὶ ἀδίκων·
|
15
Ἔχω πίστιν καὶ ἐλπίδα εἰς
τὸν Θεόν, τὴν ὁποίαν καὶ
αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἔχουν καὶ
συμμερίζονται, ὅτι δηλαδὴ θὰ γίνῃ
ἀνάστασις νεκρῶν, δικαίων καὶ
ἀδίκων. |
15
Ἔχω δὲ ἐλπίδα στηριζομένην εἰς τὰς
ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ αὐτὴν ἀκριβῶς,
τὴν ὁποίαν καὶ αὐτοὶ οἱ
ἴδιοι περιμένουν. Ἐλπίζω δηλαδή, ὅπως ἐλπίζουν
καὶ αὐτοί, ὅτι μέλλει νὰ γίνῃ
ἀνάστασις νεκρῶν, καὶ τῶν δικαίων
καὶ τῶν ἀδίκων. |
16
ἐν τούτῳ δὲ καὶ αὐτὸς
ἀσκῶ ἀπρόσκοπον συνείδησιν ἔχειν
πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους
διὰ παντός. |
16
Ἀκριβῶς δὲ διότι ἔχω αὐτὴ
τὴν ἐλπίδα, ἐργάζομαι προσπαθῶν
νὰ ἔχω πάντοτε συνείδησιν ἀγαθήν,
χωρὶς καμμίαν τύψιν ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνώπιον τῶν
ἀνθρώπων. |
16
Διότι δὲ περιμένω νὰ γίνῃ ἀνάστασις
τῶν νεκρῶν, διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ
ἐργάζομαι καὶ μοχθῶ προσπαθῶν νὰ
ἔχω πάντοτε συνείδησιν ἐλευθέραν ἀπὸ
κάθε μομφὴν καὶ τύψιν τόσον ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, ὅσον καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων.
|
17
Δι' ἐτῶν δὲ πλειόνων παρεγενόμην
ἐλεημοσύνας ποιήσων εἰς τὸ ἔθνος
μου καὶ προσφοράς·
|
17
Ἀφοῦ δὲ ἀπουσίασα ἀρκετὰ
ἔτη, ἦρθα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
διὰ νὰ φέρω ἐλεημοσύνας εἰς
τὸ ἔθνος μου καὶ νὰ προσφέρω
θυσίας εἰς τὸν ναόν.
|
17
Ὕστερα δὲ ἀπὸ ἀπουσίαν ἀρκετῶν
ἐτῶν ἦλθα πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ φέρω
ἐλεημοσύνας διὰ τὸ ἔθνος μου καὶ
διὰ νὰ προσφέρω θυσίας εἰς τὸν ναόν.
|
18
ἐν οἷς εὗρόν με ἠγνισμένον
ἐν τῷ ἱερῷ, οὐ μετὰ ὄχλου
οὐδὲ μετὰ θορύβου, τινὲς ἀπὸ
τῆς Ἀσίας Ἰουδαῖοι,
|
18
Εἰς αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ ἔργα
μου μὲ εὐρῆκαν εἰς τὸ ἱερὸν
νὰ ἐκπληρώνω ὅσα διὰ τὸν
ἀγνισμὸν εἶναι καθιερωμένα, ὄχι
μὲ ὄχλον οὔτε μὲ ἀναταραχὴν
καὶ ἀναστάτωσιν. Μὲ εὐρῆκαν
δὲ μερικοὶ Ἰουδαῖοι ἀπὸ
τὴν Ἀσίαν, |
18
Ἐνῷ δὲ ἐγὼ ἐφρόντιζα δι’
αὐτὰ ποὺ ἦλθα, μὲ ηὗραν
ἐν τῷ ἱερῷ ὅχι νὰ βεβηλώνω
αὐτό, ἀλλὰ νὰ ἐπιτελῶ
τὰς τελετὰς τοῦ ἁγνισμοῦ καὶ
νὰ εἶμαι καθαρισμένος μὲ μερικοὺς
ναζιραίους. Καὶ ἐπὶ πλέον μὲ ηὗραν
ὄχι αὐτοί, ποὺ μὲ κατηγοροῦν
τώρα, ἀλλὰ μερικοὶ ἀπὸ τὴν
Μικρὰν Ἀσίαν Ἰουδαῖοι. Καὶ ὄχι
ἀνακατευμένον μὲ ὄχλον, οὔτε μέσα
εἰς ταραχὴν καὶ θόρυβον, ἀλλὰ
μὲ ηὗραν μοναχόν. |
19
οὖς ἔδει ἐπί σοῦ παρεῖναι
καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρός
με. |
19
οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε καὶ νὰ
παρουσιασθοῦν ἐνώπιόν σου καὶ
νὰ καταθέσουν κατηγορίαν, ἐὰν
βέβαια ὑποτεθῇ ὅτι ἔχουν κάτι
ἐναντίον νὰ καταθέσουν. |
19
Ἔπρεπε δὲ αὐτοί, ποὺ μὲ ηὗραν,
νὰ εἶναι παρόντες ἐνώπιόν σου καὶ
νὰ κατηγοροῦν, ἐὰν τυχὸν ἔχουν
κάτι ἐνάντιόν μου νὰ καταγγείλουν.
|
20
Ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν
τί εὗρον ἐν ἐμοὶ ἀδίκημα
στάντος μου ἐπὶ τοῦ συνεδρίου,
|
20
Ἢ ἐπὶ τέλους, ἂς ποῦν
αὐτοὶ ἐδῶ, ποῖον ἀδίκημα
εὐρῆκαν εἰς ἐμέ, ὅταν
ἐστάθηκα ὡς κατηγορούμενος εἰς
τὸ συνέδριόν των. |
20
Ἤ ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἀπουσιάζουν,
ἂς εἴπουν ἐπὶ τέλους αὐτοὶ
ἐδῶ οἱ ἴδιοι, ποῖον ἀδίκημα
εὗρον εἰς ἐμέ, ὅταν παρουσιάσθην ἐνώπιον
τοῦ συνεδρίου. |
21
ἢ περὶ μιᾶς ταύτης φωνῆς ἧς
ἔκραξα ἐστὼς ἐν αὐτοῖς,
ὅτι περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ
κρίνομαι σήμερον ὑφ' ὑμῶν.
|
21
Ἐκτὸς ἐὰν ἀδίκημα θεωροῦν
μίαν φωνήν, ποὺ ἐφώναξα δυνατὰ
ὄρθιος ἐν μέσῳ αὐτῶν,
ὅτι ἐγὼ δικάζομαι σήμερα ἀπὸ
σᾶς περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν>.
|
21
Δὲν ηὗραν κανὲν ἀδίκημα, ἐκτὸς
ἐὰν εἶναι ἀδίκημα μία φωνή, τὴν
ὁποίαν δυνατὰ ἐφώναξα, ὅταν ἔστεκα
ἐν μέσῳ αὐτῶν, ὅτι ἐγὼ
δικάζομαι σήμερον ἀπὸ σᾶς, ἐπειδὴ
πιστεύω εἰς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν.
|
22
Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Φῆλιξ
ἀνεβάλετο αὐτούς, ἀκριβέστερον
εἰδὼς τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ,
εἰπών· ὅταν Λυσίας ὁ χιλίαρχος
καταβῇ, διαγνώσομαι τὰ καθ' ὑμᾶς,
|
22
Ὅταν δὲ ὁ Φῆλιξ ἤκουσε αὐτά,
ἀνέβαλε νὰ βγάλῃ ἀπόφασιν,
καὶ τοῦτο διότι ἐγνώριζε πολὺ
καλύτερα τὰ περὶ νέας θρησκείας
καὶ ἀντελήφθη ὅτι εἶναι ἀσύστατοι
αἱ κατηγορίαι τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον
τοῦ Παύλου. Εἶπε ὅμως· <Ὅταν
ὁ Λυσίας ὁ χιλίαρχος κατεβῇ
εἰς τὴν Καισάρειαν, θὰ πληροφορηθῶ
καλύτερον τὸ ζήτημά σας>.
|
22
Ὅταν δὲ ὁ Φήλιξ ἤκουσε ταῦτα,
ἀνέβαλε νὰ ἐκδώσῃ ἀπόφασιν.
Ἔπραξε δὲ τοῦτο, διότι ἔχων ἀκριβεστέραν
γνῶσιν περὶ τῆς νέας θρησκείας καὶ
πίστεως, ἀντελήφθη, ὅτι ἀναιτίως κατεφέροντο
οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τοῦ Παύλου.
Καὶ μὴ θέλων νὰ δυσαρεστήσῃ αὐτοὺς
εἶπεν· Ὅταν ὁ χιλίαρχος Λυσίας καταβῇ
θὰ ἐξετάσω καὶ θὰ μάθω ἀκριβῶς
τὴν ὑπόθεσίν σας. |
23
διαταξάμενός τε τῷ ἑκατοντάρχῃ
τηρεῖσθαι τὸν Παῦλον ἔχειν τε ἄνεσιν
καὶ μηδένα κωλύειν τῶν ἰδίων
αὐτοῦ ὑπηρετεῖν ἡ προσέρχεσθαι
αὐτῷ. |
23
Ἔδωσε δὲ διαταγὴν εἰς τὸν ἑκατόνταρχον,
νὰ φρουρῆται ὁ Παῦλος, νὰ ἔχῃ
σχετικὴν ἐλευθερίαν καὶ εὐκολίαν
καὶ νὰ μὴ ἐμποδίζεται κανεὶς
ἀπὸ τοὺς ἰδικούς του νὰ
τὸν ὑπηρετῇ ἡ νὰ τὸν ἐπισκέπτεται.
|
23
Ἔδωκε δὲ καὶ διαταγὰς εἰς τὸν
ἑκατόνταρχον νὰ φυλάττεται ὁ Παῦλος
καὶ νὰ ἔχῃ ἐλευθερίαν καὶ
πᾶσαν σχετικὴν εὐκολίαν, καὶ νὰ
μὴ ἐμποδίζῃ ὁ ἑκατόνταρχος κανένα
ἀπὸ τοὺς ἀνήκοντας εἰς τὸν
Παῦλον καὶ σχετιζομένους πρὸς αὐτὸν
νὰ τὸν ὑπηρετοῦν καὶ νὰ
ἔρχωνται πρὸς αὐτόν. |
24
Μετὰ δὲ ἡμέρας τινὰς παραγενόμενος
ὁ Φῆλιξ σὺν Δρουσίλλῃ τῇ
γυναικὶ αὐτοῦ, οὔσῃ Ἰουδαίᾳ,
μετεπέμψατο τὸν Παῦλον καὶ ἤκουσεν
αὐτοῦ περὶ τῆς εἰς Χριστὸν
πίστεως. |
24
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας
ἦλθε ὁ Φῆλιξ μαζῆ μὲ τὴν
σύζυγόν του τὴν Δρούσιλλαν, ἡ
ὁποία ἦτο Ἰουδαία, ἐκάλεσε
τὸν Παῦλον καὶ τὸν ἤκουσε νὰ
ὁμιλῇ περὶ τῆς πίστεως εἰς
τὸν Χριστόν. |
24
Ὕστερον δὲ ἀπὸ μερικὰς ἡμέρας
ἦλθεν εἰς τὸ πραιτώριον ὁ Φήλιξ μαζὶ
μὲ τὴν Δρούσιλλαν, τὴν γυναῖκα του,
ἡ ὁποία ἦτο Ἰουδαία, καὶ ἔστειλε
καὶ ἐκάλεσε τὸν Παῦλον καὶ τὸν
ἤκουσε να ὁμιλῇ περὶ τῆς πίστεως
εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
|
25
Διαλεγομένου δὲ αὐτοῦ περὶ δικαιοσύνης
καὶ ἐγκρατείας καὶ τοῦ κρίματος
τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι, ἔμφοβος γενόμενος
ὁ Φῆλιξ ἀπεκρίθη· τὸ νῦν
ἔχον πορεύου, καιρὸν δὲ μεταλαβὼν
μετακαλέσομαί σε, |
25
Καθὼς ὅμως αὐτὸς ὠμιλοῦσε
περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ ἐγκρατείας
καὶ περὶ τῆς κρίσεως, ἡ ὁποία
ἔμελλε νὰ γίνῃ, ὁ Φῆλιξ,
καθὸ ἔνοχος εἰς πολλὰ ἁμαρτήματα,
κατελήφθη ἀπὸ φόβον καὶ ἀπήντησεν
εἰς τὸν Παῦλον· <Ἐπὶ
τοῦ παρόντος πήγαινε καὶ ὅταν
εὕρω εὐκαιρίαν θὰ στείλω νὰ
σὲ καλέσω πάλιν>.
|
25
Ὅταν δὲ οὗτος ὡμίλει περὶ δικαιοσύνης
καὶ περὶ ἐγκρατείας καὶ περὶ
τῆς κρίσεως, ἡ ὁποία μέλλει νὰ γίνῃ,
κατελήφθη ὑπὸ φόβου ὁ Φήλιξ, διότι καὶ
πάντα νόμον δικαιοσύνης εἶχε παραβιάσει καὶ τὴν
Δρούσιλλαν εἶχεν ἁρπάσει ἀπὸ τὸν
πρῶτον σύζυγον αὐτῆς. Ἕνεκα δὲ
τοῦ φόβου τούτου ἀπήντησε πρὸς τὸν
Παῦλον: Πρὸς τὸ παρὸν πήγαινε, ὅταν
δὲ λάβω πάλιν εὐκαιρίαν, θὰ στείλω νὰ
σὲ καλέσω. |
26
ἅμα δὲ καὶ ἐλπίζων ὅτι
χρήματα δοθήσεται αὐτῷ ὑπὸ
τοῦ Παύλου ὅπως λύσῃ αὐτόν·
διὸ καὶ πυκνότερον αὐτὸν μεταπεμπόμενος
ὡμίλει αὐτῷ.
|
26
Συγχρόνως ἤλπιζε ὁ Φῆλιξ ὅτι
θὰ πάρῃ χρήματα ἀπὸ τὸν
Παῦλον, διὰ νὰ τὸν ἀπολύσῃ.
Δι' αὐτὸ δὲ καὶ τὸν προσκαλοῦσε
συχνότερα καὶ συνωμιλοῦσε μαζῆ του.
|
26
Συγχρόνως δὲ καὶ ἤλπιζεν ὁ Φήλιξ,
ὅτι θὰ δοθοῦν ὑπὸ τοῦ
Παύλου χρήματα εἰς αὐτὸν διὰ νὰ
τὸν ἀπολύσῃ. Δι’ αὐτὸ καὶ
τὸν προσεκάλει συχνάκις διὰ νὰ συνομιλῇ
μετ’ αὐτοῦ. |
27
Διετίας δὲ πληρωθείσης ἔλαβε διάδοχον
ὁ Φῆλιξ Πόρκιον Φῆστον· θέλων
δὲ χάριν καταθέσθαι τοῖς Ἰουδαίοις
ὁ Φῆλιξ κατέλιπε τὸν Παῦλον
δεδεμένον. |
27
Ὅταν δὲ συνεπληρώθησαν δύο χρόνια,
ἦλθε διάδοχος τοῦ Φήλικος ὁ
Πόρκιος Φῆστος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ
Φῆλιξ ἤθελε νὰ κάμῃ χάριν
εἰς τοὺς Ἰουδαίους καὶ νὰ
τοὺς καλοπιάσῃ, ἀφῆκε τὸν
Παῦλον φυλακισμένον. |
27
Ὅταν δὲ συνεπληρώθη διετία, ἐστάλη διάδοχος
τοῦ Φήλικος ὁ Πόρκιος Φῆστος. Ἐπειδὴ
δὲ ἤθελεν ὁ Φήλιξ νὰ ὑποχρεώσῃ
τοὺς Ἰουδαίους καὶ νὰ ἑξασφαλίσῃ
ὑπὲρ ἑαυτοῦ τὴν εὐγνωμοσύνην
των, ἀφῆκε τὸν Παῦλον φυλακισμένον.
|