Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ς
δὲ ἐκρίθη τοῦ ἀποπλεῖν
ἡμᾶς εἰς τὴν Ἰταλίαν,
παρεδίδουν τόν τε Παῦλον καί τινας
ἑτέρους δεσμώτας ἑκατοντάρχῃ
ὀνόματι Ἰουλίῳ σπείρῃς
Σεβαστῆς. |
ταν
δὲ ἀπεφασίσθη νὰ πλεύσωμεν διὰ
τὴν Ἰταλίαν, παρέδωσαν καὶ τὸν
Παῦλον καὶ μερικοὺς ἄλλους κρατουμένους
εἰς ἕνα ἑκατόνταρχον, ὀνόματι
Ἰούλιον, τοῦ τάγματος, ποὺ ἔφερε
τὸ ὄνομα <σπεῖρα Σεβαστή>.
|
ταν
δὲ ἀπεφασίσθη νὰ ἀποπλεύσωμεν εἰς
Ἰταλίαν, παρέδωκαν καὶ τὸν Παῦλον
καὶ μερικοὺς ἄλλους φυλακισμένους εἰς
κάποιον ἑκατόνταρχον, ποὺ ἐλέγετο Ἰούλιος
καὶ ἀνῆκεν εἰς τὸ τάγμα, ποὺ
ἔφερε τὸν τίτλον σπεῖρα Σεβαστή.
|
2
Ἐπιβάντες δὲ πλοίῳ Ἀδραμυττηνῷ
μέλλοντες πλεῖν τοὺς κατὰ τὴν
Ἀσίαν τόπους ἀνοίχθημεν, ὄντος
σὺν ἡμῖν Ἀριστάρχου Μακεδόνος
Θεσσαλονικέως, |
2
Ἀφοῦ δὲ ἀπεβιβάσθημεν εἰς
τὸ πλοῖον, ποὺ ἀνῆκε εἰς
τὴν πόλιν Ἀδραμύττιον, ἀνοιχθήκαμε
εἰς τὸ πέλαγος μὲ διεύθυνσιν
πρὸς τοὺς λιμένας, ποὺ εὑρίσκοντο
κατὰ μῆκος τῆς Μικρασιατικῆς παραλίας.
Ἦτο δὲ μαζῆ μας καὶ ὁ
Ἀρίσταρχος ὁ Μακεδὼν ἀπὸ
τὴν Θεσσαλονίκην. |
2
Ἀφοῦ δὲ ἐπεβιβάσθημεν εἰς πλοῖον,
τὸ ὁποῖον ἀνῆκεν εἰς τὸν
λιμένα τῆς πόλεως Ἀδραμυττίου, ἡ ὁποία
ἔκειτο ἐπὶ τῆς Μικρασιατικῆς
ἀκτῆς καὶ ἀπέναντι τῆς Λέσβου,
ἀπεπλεύσαμεν εἰς τὸ ἀνοικτὸν
πέλαγος μὲ δρομολόγιον νὰ πλεύσωμεν πρὸς
τοὺς λιμένας, ποὺ εὑρίσκοντο κατὰ
μῆκος τῆς ἀσιατικῆς ἀκρογιαλιᾶς,
ἦτο δὲ μαζί μας καὶ ὁ Ἀρίσταρχος,
Μακεδὼν ἐκ Θεσσαλονίκης. |
3
τῇ τε ἑτέρᾳ κατήχθημεν εἰς
Σιδῶνα· φιλανθρώπως τε ὁ Ἰούλιος
τῷ Παύλῳ χρησάμενος ἐπέστρεψε
πρὸς τοὺς φίλους πορευθέντα ἐπιμελείας
τυχεῖν. |
3
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀγκυροβολήσαμε
εἰς τὴν Σιδῶνα· καὶ ὁ Ἰούλιος
μὲ εὔνοιαν φερόμενος πρὸς τὸν
Παῦλον, τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ὑπάγῃ
εἰς τοὺς φίλους του διὰ νὰ τὸν
περιποιηθοῦν. |
3
Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀράξαμεν
εἰς τὴν Σιδῶνα. Καὶ ὁ Ἰούλιος
συμπεριεφέρθη μὲ φιλανθρωπίαν καὶ εὔνοιαν
πρὸς τὸν Παῦλον καὶ τοῦ ἐπέτρεψε
νὰ συναντήσῃ τοὺς φίλους του καὶ νὰ
τύχη τῆς περιποιήσεώς των. |
4
Κακεῖθεν ἀναχθέντες ὑπεπλεύσαμεν
τὴν Κύπρον διὰ τὸ τοὺς ἀνέμους
εἶναι ἐναντίους,
|
4
Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐβγήκαμε
εἰς τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος, ἐπλεύσαμεν
κοντὰ καὶ κατὰ μῆκος τῆς Κύπρου,
ἐπειδὴ οἱ ἄνεμοι ἦσαν ἀντίθετοι.
|
4
Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀνεχωρήσαμεν,
ἐπλεύσαμεν πλησίον καὶ κατὰ μῆκος
τῆς ἀνατολικῆς παραλίας τῆς Κύπρου,
ἐπειδὴ οἱ ἄνεμοι ἦσαν ἐνάντιοι.
|
5
τό τε πέλαγος τὸ κατὰ τὴν Κιλικίαν
καὶ Παμφυλίαν διαπλεύσαντες κατήλθομεν
εἰς Μύρα τῆς Λυκίας. |
5
Καὶ ἀφοῦ διεσχίσαμεν τὸ πέλαγος
τῆς περιοχῆς Κιλικίας καὶ Παμφυλίας,
προσωρμίσθημεν εἰς τὰ Μύρα τῆς
Λυκίας. |
5
Καὶ ἀφοῦ διεσχίσαμεν τὴν ἀνοικτὴν
θάλασσαν τῆς Κιλικίας καὶ Παμφυλίας, ἐφθάσαμεν
εἰς τὰ Μύρα τῆς Λυκίας.
|
6
Κἀκεῖ εὐρῶν ὁ ἑκατοντάρχης
πλοῖον Ἀλεξανδρινὸν πλέον εἰς
τὴν Ἰταλίαν ἐνεβίβασεν ἡμᾶς
εἰς αὐτό. |
6
Ἐκεῖ δὲ εὑρῆκε ὁ ἑκατόνταρχος
ἕνα πλοῖον τῆς πόλεως Ἀλεξανδρείας,
ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ταξιδεύσῃ
εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ μᾶς
ἐπεβίβασε εἰς αὐτό.
|
6
Καὶ ἐκεῖ εὗρεν ὁ ἑκατόνταρχος
πλοῖον ἐξ Ἀλεξάνδρείας, ποὺ ἐπρόκειτο
νὰ πλεύσῃ εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ
μᾶς ἐπεβίβασεν εἰς αὐτό.
|
7
Ἐν ἱκαναῖς δὲ ἡμέραις
βραδυπλοοῦντες καὶ μόλις γενόμενοι
κατὰ τὴν Κνίδον, μὴ προσεῶντος
ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου, ὑπεπλεύσαμεν
τὴν Κρήτην κατὰ Σαλμώνην,
|
7
Ἀφοῦ ἐπὶ ἀρκετὰς ἡμέρας
ἐπλέαμεν βραδέως, λόγῳ τοῦ
ἀντιθέτου ἀνέμου, μόλις καὶ
μὲ δυσκολίαν πολλὴν προσεγγίσαμεν
κοντὰ εἰς τὴν Κνίδον. Καὶ ἐπειδὴ
δὲν μᾶς ἄφινε ὁ ἄνεμος, ἐπλεύσαμεν
νοτίως, ἐπεράσαμεν πλησίον τοῦ
ἀκρωτηρίου Σαλμώνη καὶ ἐσυνεχίσαμεν
τὸν πλοῦν κατὰ μῆκος τῆς νοτίας
ἀκτῆς τῆς Κρήτης.
|
7
Λόγῳ δὲ τοῦ ἐναντίου ἀνέμου,
ἀφοῦ ἐπὶ ἀρκετὰς ἡμέρας
ἐπλεύσαμεν βραδέως, μὲ πολὺν κόπον ἐφθάσαμεν
πλησίον τῆς Κνίδου, ποὺ κεῖται ἀπέναντι
τῆς Ρόδου καὶ τῆς Κῶ. Καὶ ἐπειδὴ
δὲν μᾶς ἐπέτρεπεν ὁ ἄνεμος,
δὲν ἐπλεύσαμεν κατ’ εὐθεῖαν πρὸς
δυσμάς, ἀλλ’ ἐπλεύσαμεν κατὰ μῆκος
τῆς νοτίας ἀκτῆς τῆς νήσου Κρήτης
καὶ ἐπεράσαμεν πλησίον τοῦ ἀκρωτηρίου
Σαλμώνη, τὸ ὁποῖον κεῖται ἔναντι
τῆς Κάσου. |
8
μόλις τε παραλεγόμενοι αὐτὴν ἤλθομεν
εἰς τόπον τινὰ καλούμενον Καλοὺς
λιμένας, ᾧ ἐγγὺς ἧν πόλις
Λασαία. |
8
Καθὼς δὲ μόλις καὶ μὲ δυσκολίαν
πολλὴν ἐπλέαμεν κοντὰ εἰς τὴν
Κρήτην, ἐφθάσαμεν εἰς κάποιον
τόπον, ποὺ ἐλέγετο <Καλοὶ
λιμένες>. πλησίον εἰς τὸν ὁποῖον
ἦτο μία πόλις, ὀνόματι Λασαία.
|
8
Μὲ πολλὴν δὲ δυσκολίαν πλέοντες πλησίον
τῆς Κρήτης ἢλθομεν εἰς κάποιον τόπον, ποὺ
καλεῖται Καλοὶ λιμένες, πλησίον τοῦ ὁποίου
ἦτο κάποια πόλις ὀνομαζομένη Λασαία.
|
9
Ἱκανοῦ δὲ χρόνου διαγενομένου
καὶ ὄντος ἤδη ἐπισφαλοῦς τοῦ
πλοὸς διὰ τὸ καὶ τὴν νηστείαν
ἤδη παρεληλυθέναι, παρῄνει ὁ Παῦλος
|
9
Ἐπειδὴ δὲ εἶχε περάσει ἀρκετὸς
καιρὸς ἕως ὅτου φθάσωμεν ἐκεῖ,
ἦτο δὲ ἐπικίνδυνον τὸ ταξίδι,
καθόσον εἶχε περάσει ἡ νηστείᾳ
τῶν Ἑβραίων, ποὺ ἐγίνετο
κατὰ Ὀκτώβριον, καὶ εὑρισκόμεθα
πλέον εἰς τὸν Νοέμβριον μὲ τὰς
τρικυμίας του, τοὺς προέτρεπε ὁ Παῦλος
νὰ μὴ συνεχίσουν τὸ ταξίδι των,
|
9
Ἐπειδὴ δέ, ἕως ὅτου φθάσωμεν ἐκεῖ,
ἐπέρασε χρόνος ἀρκετὸς καὶ ἦτο
πλέον ἐπικίνδυνον τὸ διὰ θαλάσσης ταξίδιον,
καθ’ ὅσον εἶχε παρέλθει πλέον καὶ ἡ
ἐποχὴ τῆς φθινοπωρινῆς νηστείας τῶν
Ἰουδαίων καὶ σύντομα θὰ ἀντιμετωπίζαμεν
τὰς τρικυμίας τοῦ Νοεμβρίου, προέτρεπεν ὁ
Παῦλος |
10
λέγων αὐτοῖς· ἄνδρες θεωρῶ
ὅτι μετὰ ὕβρεως καὶ πολλῆς ζημίας
οὐ μόνον τοῦ φόρτου καὶ τοῦ
πλοίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχῶν
ἡμῶν μέλλειν ἔσεσθαι τὸν πλοῦν.
|
10
λέγων εἰς αὐτούς· <Ἄνδρες,
βλέπω ὅτι τὸ ταξίδι μας μέλλει
νὰ γίνῃ μὲ κακοπάθειαν μεγάλην
καὶ πολλὴν ζημίαν, ὄχι μόνον
τοῦ φορτίου καὶ τοῦ πλοίου,
ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς μας>.
|
10
καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Ἄνδρες,
ἀντιλαμβάνομαι, ὅτι τὸ διὰ θαλάσσης
ταξίδιον μας μέλλει νὰ γίνῃ μὲ κίνδυνον
καὶ κακοπάθειαν καὶ πολλὴν ζημίαν ὄχι
μόνον τοῦ φορτίου καὶ τοῦ πλοίου, ἀλλὰ
καὶ τῆς ζωῆς μας. |
11
Ὁ δὲ ἑκατοντάρχης τῷ κυβερνήτῃ
καὶ τῷ ναυκλήρῳ ἐπείθετο
μᾶλλον ἢ τοῖς ὑπὸ τοῦ
Παύλου λεγομένοις. |
11
Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως ἔδιδε μεγαλυτέραν
πίστιν εἰς τὸν κυβερνήτην τοῦ
πλοίου καὶ εἰς τὸν ἰδιοκτήτην
παρὰ εἰς τὰ λόγια τοῦ Παύλου.
|
11
Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως ἔδιδε πίστιν περισσότερον
εἰς αὐτόν, ποὺ ἐκυβερνοῦσε τὸ
πλοῖον, καθὼς καὶ εἰς τὸν ἰδιοκτήτην
αὐτοῦ, παρὰ εἰς ὅσα ἔλεγεν
ὁ Παῦλος. |
12
Ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος
πρὸς παραχειμασίαν οἱ πλείους ἔθεντο
βουλὴν ἀναχθῆναι κἀκεῖθεν, εἶ
πως δύναιντο καταντήσαντες εἰς Φοίνικα
παραχειμάσαι, λιμένα τῆς Κρήτης βλέποντα
κατὰ λίβα καὶ κατὰ χῶρον.
|
12
Ἐπειδὴ δὲ ὁ λιμὴν ἦτο
ἀκατάλληλος, διὰ νὰ παραχειμάσωμεν
ἐκεῖ, οἱ περισσότεροι ἐπῆραν
τὴν ἀπόφασιν νὰ ἀνοιχθοῦν
ἀπὸ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος,
μήπως καὶ ἠμποροῦσαν νὰ φθάσουν
καὶ νὰ παραχειμάσουν εἰς ἕνα
λιμάνι τῆς Κρήτης, ὀνόματι Φοίνικα,
ποὺ ἔβλεπε πρὸς τὰ νοτιοδυτικὰ
καὶ βορειοδυτικά. |
12
Ἐπειδὴ δὲ ὁ λιμὴν ἦτο
ἀκατάλληλος διὰ νὰ περάσουν ἐκεῖ
τὸν χειμῶνα, οἱ περισσότεροι ἔλαβον
τὴν ἀπόφασιν νὰ ἀποπλεύσουν ἀπὸ
τοὺς Καλοὺς λιμένας εἰς τὸ ἀνοικτὸν
πέλαγος μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι θὰ
ἠμποροῦσαν νὰ φθάσουν εἰς Φοίνικα,
ὁ ὁποῖος εἶναι λιμὴν τῆς
Κρήτης, κάτω ἀπὸ πλαγιὲς λόφου ἐστραμμένου
πρὸς τὸν νοτιοδυτικὸν καὶ βορειοδυτικὸν
ἄνεμον, καὶ νὰ περάσουν τὸν χειμῶνα
ἐκεῖ, προστατευόμενοι ἀπὸ τὰς
μεγάλας τρικυμίας τῶν νοτίων καὶ τῶν δυτικῶν
ἀνέμων. |
13
Ὑποπνεύσαντος δὲ νότου δόξαντες
τῆς προθέσεως κακρατηκέναι, ἄραντες
ἆσσον παρελέγοντο τὴν Κρήτην.
|
13
Ὅταν δὲ ὁ νότιος ἄνεμος ἤρχισε
νὰ πέφτη, ἐνόμισαν ὅτι ἠμποροῦσαν
νὰ θέσουν εἰς ἐφαρμογὴν τὸ
σχέδιον των. Καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσαν
τὶς ἄγκυρες, ἔπλεαν πολὺ κοντά,
παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς Κρήτης.
|
13
Εἰς ὥραν δέ, ποὺ ἤρχισε νὰ πνέῃ
σιγὰ ἄνεμος νότιος, ἐνόμισαν, ὅτι
ἠδύναντο νὰ πραγματοποιήσουν ἀσφαλῶς
τὸ σχέδιον των καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσαν
τὰς ἀγκύρας, ἔπλεον ὅσον τὸ
δυνατὸν πλησιέστερον πρὸς τὴν ἀκτὴν
τῆς Κρήτης. |
14
Μετ' οὐ πολὺ δὲ ἔβαλε κατ' αὐτῆς
ἄνεμος τυφωνικὸς ὁ καλούμενος Εὐροκλύδων.
|
14
Ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον
ἐπέπεσε μὲ σφοδρότητα ἐναντίον
τῆς Κρήτης θυελλώδης ἄνεμος, ποὺ
καλεῖτα Εὐροκλύδων, δηλαδὴ νοτιοανατολικὸς
τρικυμιώδης. |
14
Ἀλλα μετ’ ὀλίγον ἐπέπεσε κατὰ τῆς
Κρήτης ἄνεμος θυελλώδης σφοδρός, ποὺ καλεῖται
ἀπὸ τὸν λαὸν Εὐροκλύδων, δηλαδὴ
ἀνατολικὸς τρικυμιώδης. |
15
Συναρπασθέντος δὲ τοῦ πλοίου καὶ
μὴ δυναμένου ἀντοφθαλμεῖν τῷ
ἀνέμῳ ἐπιδόντες ἐφερόμεθα.
|
15
Ἐπειδὴ δὲ ἀπὸ τὴν μανίαν
τοῦ ἀνέμου εἶχεν ἁρπαγῆ
τὸ πλοῖον καὶ δὲν ἠμποροῦσε
νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὴν ὁρμὴν
αὐτοῦ, ἀφήκαμεν, ἀνίσχυροι
πλέον, τὴν κυβέρνησιν τοῦ πλοίου
εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ ἀνέμου
καὶ ἐφερόμεθα ἔτσι,
ὅπου αὐτὸς μᾶς ἔσπρωχνε.
|
15
Ἐπειδὴ δὲ τὸ πλοῖον παρεσύρθη,
σὰν νὰ ἡρπάγη ἀπὸ τὸν
ἄνεμον, καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἀντισταθῇ
εἰς τὴν βίαν αὐτοῦ, ἐγκατελείψαμεν
πᾶσαν κυβέρνησιν τοῦ πλοίου καὶ ἀφήκαμεν
αὐτὸ εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ ἀνέμου
καὶ ἔτσι ἐφερόμεθα ὅπου μᾶς
ἔσπρωχναν τὰ κύματα. |
16
Νησίον δὲ τί ὑποδραμόντες καλούμενον
Κλαύδην μόλις ἰσχύσαμεν περικρατεῖς
γενέσθαι τῆς σκάφης,
|
16
Ὅταν δὲ ἐπεράσαμεν μὲ ταχύτητα
κοντὰ ἀπὸ κάποιαν μικρὰν νῆσον
ὀνόματι Κλαύδην, μόλις καὶ μετὰ
βίας κατωρθώσαμεν νὰ γίνωμεν κύριοι
τῆς βάρκας,
|
16
Ἀφοῦ δὲ ἐπεράσαμεν γρήγορα κάτω ἀπὸ
κάποιαν μικρὰν νῆσον, ποὺ καλεῖται
Κλαύδη, μόλις καὶ μετὰ βίας ἠμπόρεσα μὲν
νὰ τραβήξωμεν ἐπάνω εἰς τὸ πλοῖον
καὶ νὰ γίνωμεν κύριοι τῆς βάρκας, ποὺ
ἦτο ἕως τότε δεμένη ὀπίσω τοῦ πλοίου
καὶ ἑσύρετο ἀπὸ αὐτό.
|
17
ἣν ἄραντες βοηθείας ἐχρῶντο
ὑποζωννύντες τὸ πλοῖον· φοβούμενοί
τε μὴ εἰς τὴν Σύρτιν ἐκπέσωσι,
χαλάσαντες τὸ σκεῦος οὕτως ἐφέροντο.
|
17
τὴν ὁποίαν καὶ ἐσύραμεν
ἀπὸ τὰ κύματα ἐπάνω εἰς
τὸ πλοῖον. Ἐχρησιμοποιοῦσαν τότε
σχοινία περασμένα κάτω ἀπὸ τὴν
καρίνα τοῦ πλοίου καὶ μὲ αὐτὰ
ἔζωναν σφικτὰ εἰς τὰ πλευρὰ
του τὸ πλοῖον. Ἐπειδὴ δὲ ἐφοβοῦντο,
μήπως παρασυρθοῦν ἀπὸ τὸν ἄνεμον
καὶ πέσουν εἰς τὴν Σύρτιν τῆς
Ἀφρικανικὴς ἀκτῆς, ἐκρέμασαν
μέσα εἰς τὸ νερὸ καὶ τὴν
ἄγκυραν τοῦ πλοίου. Ἔτσι δὲ
μὲ ζωσμένο τὸ πλοῖον καὶ κρεμασμένην
τὴν ἄγκυραν ἐφέροντο ἀπὸ
τὰ κύματα. |
17
Ἀφοῦ δὲ ἔσυραν αὐτὴν ἐπάνω
καὶ τὴν ἐτοποθέτησαν εἰς τὸ
πλοῖον, ἐχρησιμοποίουν σχοινία περασμάνα κάτω
ἀπὸ τὴν τρόπιδα τοῦ πλοίου καὶ
μὲ αὐτὰ ἔζωναν ὑποκάτω τὸ
πλοῖον σφίγγοντες καὶ τὰ πλευρά του. Καὶ
ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο, μήπως πέσουν ἔξω
καὶ ριφθοῦν εἰς τὴν μεγάλην Σύρτιν
τῆς Ἀφρικανικῆς ἀκτῆς, ἡ
ὁποία δὲν εἶχε κανένα λιμένα, ἔρριψαν
κάτω τὴν ἄγκυραν νὰ κρέμεται μέσα εἰς
τὸ νερό, καὶ ἔτσι μὲ τὸ πλοῖον
ζωσμένον καὶ μὲ τὴν ἄγκυράν του κρεμασμένην
μέσα εἰς τὴν θάλασσαν ἀφέθησαν νὰ
φέρωνται ἀπὸ τὰ κύματα.
|
18
Σφοδρῶς δὲ χειμαζομένων ἡμῶν
τῇ ἑξῆς ἐκβολὴν ἐποιοῦντο,
|
18
Ἐπειδὴ δὲ ἐβασανιζόμεθα πολὺ
ἀπὸ τὴν τρικυμίαν, ἔρριψαν τὴν
ἑπομένην ἡμέραν μέρος τοῦ
φορτίου εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ
νὰ ἐλαφρώσῃ καὶ σηκωθῇ
ὀλίγον ὑψηλότερα τὸ πλοῖον.
|
18
Ἐπειδὴ δὲ ἐταλαιπωρούμεθα πολὺ
ἀπὸ τὴν τρικυμίαν, κατὰ τὴν
ἑπομένην ἡμέραν ἔρριπταν εἰς τὴν
θάλασσαν μέρος ἀπὸ τὸ φορτίον διὰ
νὰ ἐλαφρώσῃ καὶ σηκωθῇ ὑψηλότερα
τὸ πλοῖον. |
19
καὶ τῇ τρίτῃ αὐτόχειρες
τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἐρρίψαμεν.
|
19
Κατὰ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν
διὰ τὸν αὐτὸν λόγον ἐρρίψαμεν
εἰς τὴν θάλασσαν μὲ τὰ ἴδια
μας τὰ χέρια τὰ ἐξαρτήματα τοῦ
πλοίου. |
19
Καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν μὲ τὰς
ἰδίας μας χεῖρας ἐρρίψαμεν εἰς τὴν
θάλασσαν τὰ σχοινία, τὰ κατάρτια καὶ ἐν
γένει τὰ ἐξαρτήματα τοῦ πλοίου.
|
20
Μήτε δὲ ἡλίου μήτε ἄστρων
ἐπιφαινόντων ἐπὶ πλείονας ἡμέρας,
χειμῶνος τε οὐκ ὀλίγου ἐπικειμένου,
λοιπὸν περιῃρεῖτο πᾶσα ἐλπὶς
τοῦ σῴζεσθαι ἡμᾶς.
|
20
Ἐπειδὴ δὲ οὔτε ἥλιος οὔτε
ἀστέρια ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας
δὲν ἐφαίνοντο καὶ βαρὺς χειμὼν
εἶχε ἐνσκήψει, λοιπόν, ὁλονὲν
καὶ περισσότερον ἐχάνετο κάθε
ἐλπὶς νὰ σωθῶμεν.
|
20
Ἐπειδὴ δὲ οὔτε ἥλιος, οὔτε
ἄστρα ἐφαίνοντο ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας
καὶ ἐπλάκωνεν ὅχι ὀλίγος χειμὼν
καὶ κακοκαιρία, ὁλονὲν καὶ περισσότερον
ἐχάνετο κάθε ἐλπὶς περὶ τοῦ
ὅτι θὰ ἐσωζόμεθα. |
21
Πολλῆς δὲ ἀσιτίας ὑπαρχούσης
τότε σταθεὶς ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ
αὐτῶν εἶπεν· ἔδει μέν,
ὦ ἄνδρες, πειθαρχήσαντάς μοι μὴ
ἀνάγεσθαι ἀπὸ τῆς Κρήτης
κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν ταύτην
καὶ τὴν ζημίαν.
|
21
Ἐνῶ δὲ οἱ ταξιδιῶται δὲν
εἶχαν φάγει τίποτε κατὰ τὰς
ἡμέρας αὐτὰς καὶ ἦσαν
ἐξηντλημένοι, ὁ Παῦλος ἐστάθηκε
εἰς τὸ μέσον αὐτῶν καὶ
εἶπε· <ἔπρεπε, ὦ ἄνδρες, νὰ
μὲ εἴχατε ὑπακούσει καὶ νὰ
μὴ εἴχατε ἀναχωρήσει ἀπὸ
τὴν Κρήτην, διὰ νὰ γλυτώσετε
ἔτσι τὴν κακοπάθειαν αὐτὴν καὶ
τὴν ζημίαν. |
21
Ἐνῷ δὲ οἱ ταξιδιῶται ἦσαν
ἐξηντλημένοι λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν
εἶχον φάγει τίποτε ἀπὸ πολλῶν ἡμερῶν,
ἐστάθη τότε ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ
αὐτῶν καὶ εἶπεν· Ἔπρεπε
μέν, οἱ ἄνδρες, νὰ ὑπακούσετε εἰς
τὴν συμβουλήν μου καὶ νὰ μὴ ἀποπλεύσετε
ἀπὸ τὴν Κρήτην, ὁπότε θὰ ἀπεφεύγατε
τὴν κακοπάθειαν αὐτὴν καὶ τὴν
ζημίαν. |
22
Καὶ τὰ νῦν παραινῶ ὑμᾶς
εὐθυμεῖν· ἀποβολὴ γὰρ ψυχῆς
οὐδεμία ἔσται ἐξ ὑμῶν
πλὴν τοῦ πλοίου.
|
22
Ἀλλὰ καὶ τώρα σᾶς προτρέπω
νὰ ἀναθαρρήσετε καὶ νὰ χαρῆτε,
διότι κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν
θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του· μόνον
τὸ πλοῖον θὰ χαθῆ.
|
22
Ἀλλὰ καὶ τώρα σᾶς προτρέπω νὰ
καλοκαρδίσετε. Διότι ἐκτὸς τοῦ πλοίου, ποὺ
θὰ χαθῇ, κανεὶς ἀπὸ σᾶς
δὲν θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του, ἀλλὰ
θὰ σωθῶμεν ὅλοι. |
23
Παρέστη γάρ μοι τῇ νυκτὶ ταύτῃ
ἄγγελος τοῦ Θεοῦ οὗ εἰμι, ὧ
καὶ λατρεύω,
|
23
Τὸ ξεύρω δὲ αὐτὸ καλά,
διότι αὐτὴν τὴν νύκτα μοῦ
παρουσιάστηκε ἔνας ἄγγελος τοῦ Θεοῦ,
εἰς τὸν ὁποῖον Θεὸν ἀνήκω
καὶ τὸν ὁποῖον λατρεύω,
|
23
Ἠξεύρω δὲ τοῦτο καλά, διότι μοῦ παρουσιάσθη
κατὰ τὴν νύκτα αὐτὴν ἄγγελος
τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον
ἀνήκω καὶ τὸν ὁποῖον λατρεύω,
|
24
λέγων· μὴ φοβοῦ, Παῦλε·
Καίσαρί σε δεῖ παραστῆναι· καὶ
ἰδοὺ κεχάρισταί σοι ὁ Θεὸς
πάντας τοὺς πλέοντας μετὰ σοῦ.
|
24
καὶ μοῦ εἶπε· Παῦλε, μὴ
φοβεῖσαι· ὅπως ὁ Θεὸς ἐκανόνισε,
πρέπει σὺ νὰ ἐμφανισθῇς ἐνώπιον
τοῦ Καίσαρος· καὶ ἰδού,
ὅτι ὁ Θεὸς σοῦ ἔχει χαρίσει
καὶ ὅλους ὅσοι ταξιδεύουν μαζῆ
σου. |
24
καὶ μοῦ εἶπε· Μὴ φοβῆσαι,
Παῦλε. Σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιον τῆς θείας
Προνοίας πρέπει νὰ ἐμφανισθῇς ἐνώπιον
τοῦ Καίσαρος. Καὶ ἰδοὺ ὄχι μόνον
σὺ θὰ σωθῇς, ἀλλὰ σοῦ
ἔχει χαρίσει ὁ Θεὸς ὅλους, ὅσοι
ταξιδεύουν μαζί σου. |
25
Διὸ εὐθυμεῖτε, ἄνδρες· πιστεύω
γὰρ τῷ Θεῷ ὅτι οὕτως ἔσται
καθ' ὃν τρόπον λελάληταί μοι.
|
25
Δι' αὐτό, ὦ ἄνδρες, χαρῆτε.
Διότι ἔχω ἀπόλυτον πίστιν ἐγὼ
εἰς τὸν Θεόν, ὅτι θὰ γίνῃ
ἔτσι, ὅπως ἀκριβῶς μοῦ ἔχει
λεχθῇ ἀπὸ τὸν ἄγγελον.
|
25
Δι’ αὐτό, ὦ ἄνδρες, λάβετε θάρρος καὶ
εὐδιαθεσίαν, διότι ἔχω πεποίθησιν εἰς τὸν
Θεόν, ὅτι θὰ γίνῃ ἔτσι καθὼς
μοῦ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν ἄγγελον.
|
26
Εἰς νῆσον δέ τινα δεῖ ἡμᾶς
ἐκπεσεῖν. |
26
Σύμφωνα μὲ τὸ θεῖον σχέδιον
εἰς κάποιο νησὶ θὰ ξεπέσωμε>.
|
26
Πρέπει δὲ σύμφωνα μὲ τὴν θείαν ἀπόφασιν,
ποὺ μοῦ ἀπεκάλυψεν ὁ ἄγγελος,
να ἐξοκείλωμεν εἰς τὴν ἀκτὴν
κάποιας νήσου. |
27
Ὡς δὲ τεσσαρεσκαιδεκάτη νὺξ ἐγένετο
διαφερομένων ἡμῶν ἐν τῷ Ἀδρίᾳ,
κατά μέσον τῆς νυκτὸς ὑπενόουν
οἱ ναῦται προσάγειν τινὰ αὐτοῖς
χώραν. |
27
Ὅταν δὲ ἔφθασε ἡ δεκάτη τετάρτη
νύκτα ἀπὸ τότε ποὺ παραδέρναμε
εἰς τὸ Ἀδριατικὸν πέλαγος, κατὰ
τὰ μεσάνυκτα οἱ ναῦτες σὰν νὰ
ἐκατάλαβαν ὅτι ἐπλησίαζαν εἰς
κάποιαν ξηράν. |
27
Ὅταν δὲ ἔφθασεν ἡ δεκάτη τετάρτη νύκτα,
ἀφ’ ὅτου ἐταλαντευόμεθα ἐδῶ
καὶ ἐκεῖ μέσα εἰς τὴν Ἀδριατικὴν
θάλασσαν, κατὰ τὸ μεσονύκτιον οἱ ναῦται
συνεπέραναν, ὅτι ἐπλησίαζαν οὗτοι εἰς
καποίαν ξηράν. |
28
Καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργιὰς
εἴκοσι, βραχὺ δὲ διαστήσαντες καὶ
πάλιν βολίσαντες εὗρον ὀργιὰς
δεκαπέντε· |
28
Καὶ ἀφοῦ ἔρριψαν βολίδα, εὐρῆκαν
βάθος θαλάσσης εἴκοσι ὀργυές,
τριάντα ἓξ περίπου μέτρα. Ἀφοῦ
δὲ ἐπροχώρησαν ὀλίγον καὶ
ἔρριψαν πάλιν τὴν βολίδα, εὐρῆκαν
βάθος δέκα πέντε ὀργυές, ἤτοι
εἴκοσι ἑπτὰ περίπου μέτρα.
|
28
Καὶ ἀφοῦ ἔρριψαν βολίδα διὰ
νὰ μετρήσουν τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, εὗρον
ὀργυιὰς εἴκοσιν, ἤτοι μέτρα τριάκοντα
ἕξ. Ἀφοῦ δὲ ἐπροχώρησαν ὀλίγον
καὶ ἔρριψαν πάλιν βολίδα, εὗρον ὀργυιὰς
δέκα πέντε, ἤτοι μέτρα εἴκοσιν ἑπτά.
|
29
φοβούμενοί τε μήπως εἰς τραχεῖς
τόπους ἐκπέσωμεν, ἐκ πρύμνης
ρίψαντες ἀγκύρας τέσσαρας ηὔχοντο
ἡμέραν γενέσθαι.
|
29
Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο, μήπως
πέσουν εἰς βράχους καὶ σκοπέλους,
ἔρριψαν ἀπὸ τὴν πρύμνην τοῦ
πλοίου τέσσαρες ἄγκυρες καὶ ηὔχοντο
πότε νὰ ξημερώσῃ.
|
29
Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο, μήπως
πέσωμεν ἔξω καὶ προσκρούσωμεν εἰς βράχους
καὶ σκοπέλους, ἔρριψαν ἀπὸ τὴν
πρύμναν τοῦ πλοίου τέσσαρας ἀγκύρας καὶ
ηὔχοντο νὰ ξημερώσῃ. |
30
Τῶν δὲ ναυτῶν ζητούντων φυγεῖν
ἐκ τοῦ πλοίου καὶ χαλασάντων
τὴν σκάφην εἰς τὴν θάλασσαν,
προφάσει ὡς ἐκ πρῴρας μελλόντων
ἀγκύρας ἐκτείνειν,
|
30
Ἐπειδὴ δὲ οἱ ναῦται ἤθελαν
νὰ φύγουν καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν
τὸ πλοῖον, κατέβασαν τὴν βάρκα
εἰς τὴν θάλασσαν μὲ τὴν πρόφασιν
ὅτι ἐπρόκειτο τάχα νὰ ρίψουν
ἀπὸ τὴν πρῴραν ἄγκυρες εἰς
κάποιαν ἀπόστασιν ἀπὸ τὸ
πλοῖον.
|
30
Ἐπειδὴ δὲ ἐν τῷ μεταξὺ
οἱ ναῦται ἐζήτουν νὰ φύγουν ἀπὸ
τὸ πλοῖον καὶ ἔρριψαν τὴν βάρκαν
εἰς τὴν θάλασσαν μὲ τὴν πρόφασιν ὅτι
ἔμελλον ἀπὸ τὴν πρῷραν νὰ
ρίψουν ἀγκύρας εἰς κάποιαν ἀπόστασιν ἀπὸ
τοῦ πλοίου, |
31
εἶπεν ὁ Παῦλος τῷ ἑκατοντάρχῃ
καὶ τοῖς στρατιώταις· ἐὰν
μὴ οὗτοι μείνωσιν ἐν τῷ πλοίῳ,
ὑμεῖς σωθῆναι οὐ δύνασθε.
|
31
Τότε ὁ Παῦλος εἶπε εἰς τὸν
ἑκατόνταρχον καὶ τοὺς στρατιώτας·
<Ἐὰν δὲν μείνουν αὐτοὶ
μέσα εἰς τὸ πλοῖον, σεῖς δὲν
θὰ μπορέσετε νὰ σωθῆτε>.
|
31
εἶπεν ὁ Παῦλος εἰς τὸν ἑκατόνταρχον
καὶ τοὺς στρατιώτας· Ἐὰν δὲν
μείνουν αὐτοὶ μέσα εἰς τὸ πλοῖον,
σεῖς δὲν θὰ μπορέσετε νὰ σωθῆτε.
|
32
Τότε οἱ στρατιῶται ἀπέκοψαν
τὰ σχοινία τῆς σκάφης καὶ εἴασαν
αὐτὴν ἐκπεσεῖν. |
32
Τότε οἱ στρατιῶται ἔκοψαν τὰ
σχοινιὰ τῆς βάρκας καὶ τὴν ἄφησαν
νὰ πέσῃ καὶ νὰ παρασυρθῇ
ἀπὸ τὴν θάλασσαν.
|
32
Τότε οἱ στρατιῶται ἀπέκοψαν τὰ σχοινία,
μὲ τὰ ὁποῖα ἡ βάρκα ἦτο
δεμένη εἰς τὸ πλοῖον καὶ τὴν
ἄφησαν νὰ πέσῃ ἔξω εἰς τὴν
θάλασσαν. |
33
Ἄχρι δὲ οὗ ἔμελλεν ἡμέρα
γίνεσθαι, παρεκάλει ὁ Παῦλος ἅπαντας
μεταλαβεῖν τροφῆς λέγων· τεσσαρεσκαιδεκάτην
σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες ἄσιτοι
διατελεῖτε, μηδὲν προσλαβόμενοι.
|
33
Μέχρις ὅτου δὲ φανῇ ἡ ἡμέρα
ὁ Παῦλος (γεμᾶτος πίστιν καὶ
ἐλπίδα εἰς τὴν προστασίαν τοῦ
Κυρίου) παρακαλοῦσε καὶ προέτρεπε
ὅλους νὰ φάγουν λέγων· <Εἶναι
ἡ δεκάτη τετάρτη ἡμέρα σήμερα,
ποὺ εἶσθε νηστικοί, χωρὶς νὰ
πάρετε τίποτε περιμένοντες τί θὰ
γίνῃ τέλος πάντων μὲ αὐτὴν
τὴν τρικυμίαν. |
33
Μέχρις ὅτου δὲ φανῇ ἡ ἡμέρα,
προέτρεπεν ὁ Παῦλος ὅλους νὰ πάρουν
τροφὴν καὶ τοὺς ἔλεγεν· Εἶναι
ἡ δεκάτη τετάρτη ἡμέρα σήμερον, ἀφ’ ὅτου
περιμένοντες τὶ θὰ γίνῃ μὲ τὴν
τρικυμίαν αὐτὴν εἶσθε νηστικοί, χωρὶς
νὰ πάρετε σχεδὸν τίποτε. |
34
Διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς μεταλαβεῖν
τροφῆς· τοῦτο γὰρ πρὸς τῆς
ὑμετέρας σωτηρίας ὑπάρχει·
οὐδενὸς γὰρ ὑμῶν θρὶξ
ἐκ τῆς κεφαλῆς πεσεῖται.
|
34
Δι' αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ νὰ πάρετε
τροφήν. Καὶ τούτο διότι εἶναι
ἀπαραίτητον διὰ τὴν σωτηρίαν
σας. Πρέπει νὰ ἀναλάβετε τὰς
δυνάμεις σας, διὰ νὰ ἠμπορέσετε
νὰ βγῆτε εἰς τὴν ξηράν. Φᾶτε,
διότι κανενὸς ἀπὸ σᾶς οὔτε
τρίχα ἀπὸ τὴν κεφαλὴν δὲν
πρόκειτε νὰ πέσῃ>.
|
34
Δι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ νὰ λάβετε
τροφήν, διότι θὰ ὑποβλήθητε εἰς μέγαν κόπον,
πρὶν ἢ πατήσετε εἰς τὴν ξηρὰν
καὶ ἐπειδὴ πρέπει νὰ ἀνακτήσετε
δυνάμεις, τὸ νὰ φάγετε τώρα εἶναι ἀναγκαῖον
διὰ τὴν διάσωσίν σας. Ἀνακτήσατε λοιπὸν
τὴν ὄρεξίν σας, τὴν ὁποίαν λόγῳ
τοῦ φόβου ἐχάσατε. Μὴ φοβεῖσθε, διότι
κανενὸς ἀπὸ σᾶς δὲν θὰ
πέσῃ οὔτε τρίχα ἀπὸ τὴν κεφαλήν
του καὶ συνεπῶς δὲν πρόκειται οὔτε
τὴν παραμικρὰν βλάβην νὰ πάθετε.
|
35
Εἰπὼν δὲ ταῦτα καὶ λαβὼν
ἄρτον εὐχαρίστησε τῷ Θεῷ ἐνώπιον
πάντων, καὶ κλάσας ἤρξατο ἐσθίειν.
|
35
Ἀφοῦ δὲ εἶπε αὐτά, ἐπῆρε
ἄρτον εἰς τὰ χέρια, εὐχαρίστησε
τὸν Θεὸν ἐμπρὸς εἰς ὅλους
καὶ ἀφοῦ ἔκοψε τὸ ψωμί,
ἤρχισε νὰ τρώγῃ.
|
35
Ἀφοῦ δὲ εἶπε ταῦτα, ἐπῆρε
εἰς τὰς χεῖρας του ἄρτον, καὶ
ηὐχαρίστησε τὸν Θεὸν ἐμπρὸς
εἰς ὅλους καὶ ἀφοῦ ἔκοψε
τὸν ἄρτον, ἤρχισε νὰ τρώγῃ.
|
36
Εὔθυμοι δὲ γενόμενοι πάντες καὶ
αὐτοὶ προσελάβοντο τροφῆς·
|
36
Τότε δὲ ἀπέκτησαν θάρρος καὶ
εὐδιαθεσίαν ὅλοι, ἐπῆραν τροφὴν
καὶ ἔφαγαν. |
36
Ἀφοῦ δὲ ἐν τῷ μεταξὺ ἐνεθαρρύνθησαν
καὶ ἀπέκτησαν καλὴν διάθεσιν ὅλοι,
ἔλαβον καὶ αὐτοὶ τροφήν.
|
37
ἦμεν δὲ ἐν τῷ πλοίῳ αἱ
πᾶσαι ψυχαὶ διακόσιαι ἑβδομήκοντα
ἕξ. |
37
Ἤμεθα δὲ ὅλοι μέσα εἰς τὸ
πλοῖον διακόσιοι ἑβδομήντα ἕξ.
|
37
Ἤμεθα δὲ ἐντὸς τοῦ πλοίου ὅλα
τὰ πρόσωπα διακόσια ἑβδομήκοντα ἕξ.
|
38
Κορεσθέντες δὲ τροφῆς ἐκούφιζον
τὸ πλοῖον ἐκβαλλόμενοι τὸν σῖτον
εἰς τὴν θάλασσαν.
|
38
Ἀφοῦ δὲ ἐχόρτασαν μὲ τροφήν,
ἐλάφρωναν τὸ πλοῖον, διὰ νὰ
σηκωθῇ ὑψηλότερα, ρίπτοντες τὸ
σιτάρι εἰς τὴν θάλασσαν. |
38
Ἀφοῦ δὲ ἐχορτάσθησαν μὲ τροφήν,
ἐλάφρωσαν τὸ πλοῖον διὰ νὰ σηκωθῇ
ὑψηλότερον καὶ ἔτσι νὰ πλησιάσῃ
εὐκολώτερον καὶ περισσότερον πρὸς τὴν
ἀκτήν. Τὸ ἐλάφρωναν δὲ ρίπτοντες τὸν
σῖτον ἔξω εἰς τὴν θάλασσαν.
|
39
Ὅτε δὲ ἡμέρα ἐγένετο,
τὴν γῆν οὐκ ἐπεγίνωσκον, κόλπον
δέ τινα κατενόουν ἔχοντα αἰγιαλόν,
εἰς ὃν ἐβουλεύσαντο, εἰ δύναιντο,
ἐξῶσαι τὸ πλοῖον.
|
39
Ὅταν δὲ ἔγινε ἡμέρα, δὲν
ἠμποροῦσαν να καταλάβουν ποιὰ ἦτο
ἡ ξηρὰ αὐτή, ἀλλὰ διέκριναν
κάποιον κόλπον, ποὺ εἶχε ὁμαλὴν
παραλίαν, ὅπου καὶ ἀπεφάσισαν,
ἐὰν θὰ ἠμποροῦσαν, νὰ
ρίξουν ἔξω τὸ πλοῖον.
|
39
Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡμέρα, δὲν μποροῦσαν
νὰ ἀναγνωρίσουν εἰς ποίαν χώραν ἀνῆκεν
ἡ ξηρά, ἀλλὰ διέκριναν καλὰ κάποιον
κόλπον, ποὺ εἶχεν ἀκρογιαλιὰ μὲ
ἀμμουδιάν, καὶ ἐκεῖ ἀπεφάσισαν,
ἐὰν θὰ τὸ κατώρθωναν, νὰ ρίψουν
ἔξω τὸ πλοῖον. |
40
Καὶ τὰς ἀγκύρας περιελόντες
εἴων εἰς τὴν θάλασσαν ἅμα ἀνέντες
τὰς ζευκτηρίας τῶν πηδαλίων, καὶ
ἐπάραντες τὸν ἀρτέμωνα τῇ
πνεούσῃ κατεῖχον εἰς τὸν αἰγιαλόν.
|
40
Καὶ ἀφοῦ ἔλυσαν τὶς ἄγκυρες,
τὶς ἀφῆκαν νὰ πέσουν εἰς
τὴν θάλασσαν, συγχρόνως δὲ ἐχαλάρωσαν
καὶ τὰ σχοινιά, μὲ τὰ ὁποῖα
προηγουμένως εἶχαν ἀνασηκώσει τὰ
πηδάλια ἔξω ἀπὸ τὴν θάλασσαν
καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσαν τὸ μικρὸ
πανὶ τῆς πρῴρας, προσπαθοῦσαν μὲ
τὴν πνοὴν τοῦ ἀνέμου νὰ
φθάσουν τὴν παραλίαν. |
40
Καὶ ἀφοῦ ἔλυσαν τὰ σχοινιά,
μὲ τὰ ὁποῖα ἦσαν δεμέναι εἰς
τὸ πλοῖον αἱ ἄγκυραι, τὰς ἀφῆκαν
νὰ πέσουν εἰς τὴν θάλασσαν. Συγχρόνως δὲ
ἔλυσαν καὶ τὰ σχοινιά, μὲ τὰ
ὁποῖα εἶχαν δέσει σηκωμένα ἔξω ἀπὸ
τὸ νερὸν τὰ πηδάλια, τὰ ὁποῖα
εἶχαν ἀχρηστεύσει ἕνεκα τῆς τρικυμίας,
τώρα ὅμως θὰ ἐχρησιμοποίουν αὐτά.
Καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσαν τὸ μικρὸ
πανὶ τῆς πρώρας, προσεπάθουν μὲ τὸν
πνέοντα ἄνεμον νὰ διευθύνουν τὸ πλοῖον
πρὸς τὴν ἀμμουδιάν. |
41
Περιπεσόντες δὲ εἰς τόπον διθάλασσαν
ἐπώκειλαν τὴν ναῦν, καὶ ἡ
μὲν πρῷρα ἐρείσασα ἔμεινεν ἀσάλευτος,
ἡ δὲ πρύμνα ἐλύετο ὑπὸ
τῆς βίας τῶν κυμάτων.
|
41
Ἀλλ' ἐπειδὴ ἔπεσαν εἰς ἕνα
ἀκρωτήριον, ποὺ ἔκοβε εἰς δύο
τὴν θάλασσαν, ἔρριξαν ἔξω τὸ
πλοῖον καὶ ἡ μὲν πρῶρα ἐσφηνώθηκε
μέσα εἰς τὴν γῆν καὶ ἔμεινε
ἀκίνητος, ἡ δὲ πρύμνη ἤρχισε
νὰ διαλύεται ἀπὸ τὴν σφοδρότητα
τῶν κυμάτων. |
41
Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔπεσαν εἰς μέρος,
ποὺ εἶχεν εἰς τὸ μέσον ξηράν, ἡ
ὁποία ἔκοπτε τὴν θάλασσαν εἰς τὰ
δύο καὶ ἐσχημάτιζεν οὗτω δύο θαλάσσας, ἔρριψαν
ἔξω τὸ πλοῖον. Καὶ ἡ μὲν
πρῷρα ἐμπηχθεῖσα στερεὰ μέσα εἰς
τὴν γῆν ἔμεινεν ἀκίνητος, ἡ
δὲ πρύμνη ἤρχισε νὰ διαλύεται ἀπὸ
τὴν σφοδρότητα τῶν κυμάτων.
|
42
Τῶν δὲ στρατιωτῶν βουλὴ ἐγένετο
ἵνα τοὺς δεσμώτας ἀποκτείνωσι,
μή τις ἐκκολυμβήσας διαφύγοι.
|
42
Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ στρατιῶται ἐπῆραν
τὴν ἀπόφασιν νὰ φονεύσουν τοὺς
κρατουμένους, μήπως τυχὸν καὶ κανεὶς
διαφύγῃ κολυμβῶν (ὁπότε θὰ
ἦσαν ὑπεύθυνοι μὲ τὴν ζωήν
των διὰ τὴν ἀπόδρασίν των).
|
42
Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ οἱ στρατιῶται
ἔλαβον τὴν ἀπόφασιν νὰ φονεύσουν τοὺς
δεσμίους ἐκ φόβου, μήπως κανεὶς ἀπὸ
αὐτοὺς πέσῃ ἀπὸ τὸ πλοῖον
εἰς τὴν θάλασσαν καὶ κολυμβῶν διαφύγῃ.
|
43
Ὁ δὲ ἑκατοντάρχης βουλόμενος
διασῶσαι τὸν Παῦλον ἐκώλυσεν
αὐτοὺς τοῦ βουλήματος, ἐκέλευσέ
τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾶν ἀπορρίψαντας
πρώτους ἐπὶ τὴν γῆν ἐξιέναι,
|
43
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἑκατόνταρχος
ἤθελε νὰ διασώσῃ τὸν Παῦλον,
τοὺς ἠμπόδισε ἀπὸ τὴν
ἀπόφασιν των αὐτὴν καὶ διέταξε
ὅσοι ἤξευραν νὰ κολυμβοῦν νὰ
ριφθοῦν πρῶτοι εἰς τὴν θάλασσαν
καὶ νὰ βγοῦν εἰς τὴν ξηράν.
|
43
Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως, ἐπειδὴ
ἤθελε νὰ διασώσῃ τὸν Παῦλον,
τοὺς ἠμπόδισεν ἀπὸ τοῦ νὰ
ἐκτελέσουν τὴν ἀπόφασιν ταύτην, καὶ
διέταξεν, ὅσοι ἤξευραν νὰ κολυμβοῦν,
νὰ ριφθοῦν πρῶτοι εἰς τὴν θάλασσαν
καὶ νὰ ἐξέλθουν εἰς τὴν ξηράν.
|
44
καὶ τοὺς λοιποὺς οὓς μὲν ἐπὶ
σανίσιν, οὓς δὲ ἐπί τινων τῶν
ἀπὸ τοῦ πλοίου, καὶ οὕτως
ἐγένετο πάντας διασωθῆναι ἐπὶ
τὴν γῆν. |
44
Καὶ τοὺς ὑπολοίπους διέταξε
νὰ ἐξέλθουν ἄλλοι μὲν ἐπάνω
εἰς σανίδες, ἄλλοι δὲ ἐπάνω
εἰς τὰ ξύλινα συντρίμματα τοῦ
πλοίου. Καὶ ἔτσι ἐπετεύχθη νὰ
διασωθοῦν ὅλοι εἰς τὴν ξηράν.
|
44
Καὶ τοὺς λοιποὺς διέταξε νὰ ἐξέλθουν,
ἄλλοι μὲν ἐπάνω εἰς σανίδας, ἄλλοι
δὲ ἐπάνω εἰς συντρίμματα τῶν ξυλίνων
μερῶν τοῦ πλοίου. Καὶ ἔτσι κατωρθώθῃ
ὅλοι νὰ διασωθοῦν εἰς τὴν ξηράν.
|