Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ύριε,
τὶ ἐπληθύνθησον οἱ θλίβοντές
μέ; Πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ'
ἐμέ· |
ύριε,
εἰς πόσον ἀμέτρητον πλῆθος ἔχουν
αὐξηθῇ οἱ ἐχθροί, ποὺ
μὲ καταθλίβουν! Πολλοὶ ἔχουν ἐξεγερθῆ
καὶ ἐπαναστατήσει ἐναντίον μου.
|
ύριε,
εἰς πόσον μέγα καὶ δυσεξάριθμητον πλῆθος
ηὐξήθησαν οἱ ἐχθροὶ ποὺ μὲ
θλίβουν! Πολλοὶ ἐπανεστάτησαν κατ' ἐμοῦ
καὶ μὲ πολεμοῦν. |
3
πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου· οὔκ
ἐστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ
Θεῷ αὐτοῦ. (διάψαλμα). |
3
Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπιβουλεύονται
τὴν ζωήν μου καὶ λέγουν· <Δὲν
ὑπάρχει πλέον δι' αὐτὸν καμμία
σωτηρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ του>.
|
3
Πολλοὶ λέγουν διὰ τὴν ψυχὴν καὶ
τὴν ὕπαρξίν μου: Δὲν ὑπάρχει δι' αὐτὸν
σωτηρία, διότι ὁ Θεός του τὸν ἐγκατέλιπε
καὶ ματαίως ἐλπίζει εἰς αὐτόν.
|
4
Σὺ δέ, Κύριε, ὀντιλήπτωρ μου
εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν
κεφαλήν μου. |
4
Σὺ ὅμως, Κύριε, εἶσαι ὁ βοηθὸς
καὶ ὁ προστάτης μου. Σὺ εἶσαι
ἡ ζωὴ καὶ ἡ δόξα μου, ποὺ
θὰ μὲ δοξάσῃς πάλιν καὶ
θὰ σηκώσῃς ὑψηλὰ τὸ κεφάλι
μου, ἐνῷ τώρα τὸ κρατῶ σκυμμένο
ἀπὸ τὴν ἐντροπήν.
|
4
Σὺ ὅμως, Κύριε, εἶσαι βοηθός μου καὶ
προστάτης μου. Σὺ θὰ μὲ δοξάσῃς καὶ
πάλιν καὶ θὰ σηκώσῃς ὑψηλὰ τὴν
κεφαλήν μου, τὴν ὁποίαν τώρα ἐντροπιασμένος
ἔχω σκυμμένην πρὸς τὰ κάτω.
|
5
Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα,
καὶ ἑπήκουσέ μου ἐξ ὄρους
ἁγίου αὐτοῦ. (διάψαλμα).
|
5
Κατὰ τὸ παρελθὸν πολλὲς φορές,
μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν ἐφώναξα
πρὸς τὸν Κύριον καὶ ἐζήτησα
τὴν βοήθειάν του, καὶ ἐκεῖνος
μὲ ἤκουσεν ἀπὸ τὸ ὄρος
Σιών, ἀπὸ τὸ ἅγιον αὐτοῦ
κατοικητήριον (διάψαλμα).
|
5
Πολλὰς εἰς τὸ παρελθὸν φορὰς
μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν ἐφώναξα
πρὸς τὸν Κύριον ζητῶν τὴν βοήθειάν
του καὶ μὲ ἤκουσεν ἀπὸ τὸ
ὄρος Σιών, ὅπου φυλάσσεται ἡ κιβωτὸς
τῆς Διαθήκης του καὶ ἔγινε δι’αὐτὰ
ἅγιον κατοικητήριόν του. |
6
Ἐγὼ δὲ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα·
ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί
μου. |
6
Διὰ τοῦτο καὶ τώρα, βέβαιος
ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἰσακούσῃ
τὴν προσευχήν μου, ἐκοιμήθην, ἔπεσα
εἰς ἤρεμον καὶ ἀναπαυτικὸν ὕπνον.
Ἐσηκώθηκα ἀπὸ τὸν ὕπνον
εἰρηνικὸς καὶ αἰσιόδοξος, διότι
ὁ Κύριος θὰ μὲ βοηθήσῃ
ἀσφαλῶς καὶ θὰ μὲ προστατεύσῃ.
|
6
Ὡς ἐκ τούτου καὶ εἰς τὰς δυσκόλους
αὐτὰς τοῦ παρόντος στιγμὰς δὲν
ἔχασα τὸ θάρρος καὶ τὴν εἰρήνην
μου, ἀλλὰ μολονότι μὲ ἔχουν κυκλώσει
τόσοι ἐχθροί, ἐκοιμήθην κατὰ τὴν
νύκτα ἥσυχος καὶ ἔπεσα εἰς ὕπνον
ἤρεμον καὶ βαθύν. Ἐσηκώθην δὲ
τὸ πρωῒ γεμᾶτος θάρρος καὶ ἐλπίδα,
διότι ὁ Κύριος θὰ μὲ βοηθήσῃ καὶ
θὰ μὲ προστατεύσῃ. |
7
Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων
λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων
μοι. |
7
Δὲν θὰ φοβηθῶ ἀπὸ ἀναρίθμητα
πλήθη ἐχθρικοῦ λαοῦ, ποὺ μὲ
ἔχουν περικυκλώσει ἀπὸ ὅλα τὰ
σημεῖα καὶ ἐπιτίθενται ὅλοι
μαζῆ ἐναντίον μου.
|
7
Ὄχι· δὲν θὰ φοβηθῶ ἀπὸ
ἀναρίθμητα πλήθη λαοῦ, ποὺ μὲ ἔχουν
κυκλώσει, καὶ ἀπὸ πᾶσαν διεύθυνσιν
ἐπιτίθενται ὅλοι μαζὶ κατ’ ἐμοῦ.
|
8
Ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν μέ,
ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας
πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς
μοι ματαίως,
ὀδόντος ἁμαρτωλῶν συνέτριψας.
|
8
Σήκω ἐπάνω, Κύριε, σῶσε με ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς μου, σὺ ὁ Θεός
μου. Διότι εἶμαι βέβαιος πλέον ὅτι
ἔχεις συντρίψει ὅλους αὐτούς,
ποὺ μὲ ἐχθρεύονται χωρὶς λόγον
καὶ αἰτίαν. Θεωρῶ ὡς τετελεσμένον
γεγονός, ὅτι συνέτριψες τὰ δόντια
τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ὡσὰν
ἄγρια θηρία ἔρχονται νὰ μὲ κατασπαράξουν
|
8
Σήκω ἐπάνω, Κύριε, καὶ σπεῦσον κατὰ
τῶν ἐχθρῶν μου. Σῶσέ με, ὦ Θεέ
μου· διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι Σὺ θὰ
πατάξῃς ὅλους αὐτοὺς ποὺ μὲ
ἐχθρεύονται χωρὶς λόγον καὶ αἰτίαν.
Σὺ θὰ συντρίψῃς τὰ δόντια τῶν
ἁμαρτωλῶν, ποὺ ὡς θηρία ἄγρια
ἔρχονται νὰ μὲ κατασπαράξουν καὶ μὲ
καταφάγουν. |
9
Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία,
καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου
ἡ εὐλογία σου. |
9
Ἀπὸ σὲ λοιπὸν τὸν Κύριον
περιμένω τὴν σωτηρίαν μου, ἡ δὲ
εὐλογία σου θὰ σταλῇ ἐπάνω
εἰς τὸν λαόν, ποὺ εἶναι ἰδικός
σου. |
9
Ἀπὸ τὸν Κύριον θὰ μοῦ δοθῇ
ἡ σωτηρία, καὶ εἰς ἐκείνους,
Κύριε, οἱ ὁποῖοι σὲ φοβοῦνται
καὶ εἶναι ἰδικός σου λαός, θὰ ἔλθῃ
ἡ εὐλογία σου. |