Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ύριε
ὁ Θεός μου, ἐπὶ σοὶ ἤλπισα·
σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων
με καὶ ρῦσαί με, |
ύριε,
ὁ Θεός μου, εἰς σὲ ἐστήριξα
ὅλας μου τὰς ἐλπίδας. Σῶσε με
ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς
μου, οἱ ὁποῖοι μὲ καταδιώκουν
καὶ γλύτωσέ με ἀπὸ αὐτούς,
καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἀρχηγόν
των τὸν Ἀβεσσαλώμ,
|
ύριε
ὁ Θεός μου, εἰς σὲ ἐστήριξα
ὅλην τὴν ἐλπίδα μου. Σῶσε με ἀπὸ
ὅλους ὅσοι μὲ καταδιώκουν καὶ γλύτωσέ
με ἀπὸ αὐτούς. |
3
μή ποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων
τὴν ψυχήν μου, μὴ ὄντος λυτρουμένου
μηδὲ σῴζοντος. |
3
διὰ νὰ μὴ ἁρπάσῃ αὐτὸς
καὶ ὡς λέων ἄγριος κατασπαράξῃ
τὴν ζωήν μου, ἀφοῦ δὲν θὰ
ὑπάρχῃ εἰς τὸ πλευρόν
μου κανείς, διὰ νὰ μὲ γλυτώσῃ
καὶ νὰ μὲ σώσῃ. |
3
Ἐλθέ, Κύριε, εἰς βοήθειάν μου, μήπως σὰν
λέων ἄγριος καὶ σκληρὸς ἁρπάση ὁ
ἐχθρὸς τὴν ζωήν μου καὶ κατασπαραχθῶ,
ἐφ' ὅσον δὲν θὰ ὑπάρχῃ
εἰς τὸ πλευράν μου κανεὶς ποὺ νὰ
μὲ γλυτώσῃ καὶ μὲ σώσῃ.
|
4
Κύριε ὁ Θεός μου, εἰ ἐποίησα
τοῦτο, εἰ ἔστιν ἀδικία ἐν
χερσί μου, |
4
Κύριε καὶ Θεέ μου, ἐὰν διέπραξα
αὐτὸ τὸ κακόν, διὰ τὰ
ὁποῖον μὲ καταδιώκουν, ἐὰν
αἱ χεῖρες μου ἔκαμαν κάκοιαν ἀδικίαν
ἐναντίον των,
|
4
Κύριε ὁ Θεός μου, ἐὰν πράγματι ἔκαμα
αὐτὸ διὰ τὸ ὁποῖον καταδιώκομαι,
ἐὰν αἱ χεῖρες μου διέπραξαν ἀδικίαν·
|
5
εἰ ἀνταπέδωκα τοῖς ἀνταποδιδοῦσί
μοι κακά, ἀποπέσοιμι ἄρα ἀπὸ
τῶν ἐχθρῶν μου κενός·
|
5
ἐὰν ἀνταπέδωκα ποτὲ κάτι
κακὸν εἰς τοὺς ἐχθρούς μου,
οἱ ὁποῖοι συνεχῶς μὲ καταδιώκουν
καὶ μὲ ἀδικοῦν, ἂς χάσω
κάθε ἐλπίδα σωτηρίας ἀπὸ
τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μου, ἂς
πέσω νικημένος ἀπὸ αὐτούς,
ἔρημος καὶ γυμνωμένος ἀπὸ κάθε
συμπαράστασιν. |
5
ἐὰν ἀνταπέδωκα κακὸν εἰς ἐκείνους
ποὺ μοῦ ἀνταποδίδουν κακὰ ἀντὶ
τῶν πρὸς αὐτοὺς εὐεργεσιῶν
μου, αἲ τότε εἴθε νὰ πέσω ἔξω καὶ
νὰ νικηθῶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς
μου, ἔρημος καὶ γυμνωμένος ἀπὸ πᾶσαν
βοήθειαν καὶ ἐλπίδα. |
6
καταδιώξαι ἄρα ὁ ἐχθρὸς τὴν
ψυχήν μου καὶ καταλάβοι καὶ καταπατήσαι
εἰς γῆν τὴν ζωήν μου καὶ τὴν
δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνώσαι. (διάψαλμα).
|
6
Ἂς μὲ καταδιώξῃ, μαζῆ μὲ
τοὺς ἐχθρούς μου, ὁ ἀρχηγός
των, ἂς μὲ συλλάβῃ αἰχμάλωτον,
ἂς ποδοπατήσῃ κάτω εἰς τὸ
χῶμα καὶ ἂς ἐξευτελίσῃ
τὴν ζωήν μου καὶ ἂς σκεπάσῃ
μὲ τὸ χῶμα τοῦ τάφου ὅλην
τὴν δόξαν μου. |
6
Ἂς καταδιώξῃ τότε ὁ ἐχθρὸς ὁλόκληρον
τὴν ὕπαρξίν μου καὶ ἂς μὲ συλλάβῃ
αἰχμάλωτον καὶ ἂς ποδοπατήσῃ εἰς
τὸ χῶμα τὴν ζωήν μου καὶ μὲ
ἀτιμίαν πολλὴν ἂς τὴν καταθάψῃ
εἰς τὰ σκοτεινὰ σκηνώματα τοῦ τάφου,
ἐξαλείφων ὁλοτελῶς τὸ ἔνδοξον
ὄνομά μου. |
7
Ἀνάστηθι, Κύριε, ἐν ὀργῇ
σου, ὑψώθητι ἐν τοῖς πέρασι
τῶν ἐχθρῶν σου. Ἐξεγέρθητι,
Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν προστάγματι,
ᾧ ἐνετείλω, |
7
Ἀλλ' ἐγώ, Κύριε, δὲν θέλω
νὰ ἐκδικηθῶ ὁ ἴδιος τοὺς
ἐχθρούς μου· διὰ τοῦτο σε παρακαλῶ,
σήκω, Κύριε, ὠργισμένος ἐναντίον
αὐτῶν. Φανέρωσε τὸ ὕψος τῆς
ἀκατανίκητου δυνάμεώς σου ἕως
εἰς τὰ πέρατα τοῦ στρατοπέδου
τῶν ἐχθρῶν σου, ὥστε κανεὶς
νὰ μὴ διαφύγῃ τὴν τιμωρίαν.
Κύριε ὁ Θεός μου, σήκω εἰς προστασίαν
μου, σύμφωνα ἄλλωστε καὶ μὲ τὸν
Νόμον, τὸν ὁποῖον ἔχεις σχετικῶς
διατάξει, νὰ τιμωροῦνται δηλαδὴ οἱ
κακοί, οἱ δὲ καλοὶ νὰ προστατεύωνται
καὶ ἀμείβωνται.
|
7
Σήκω, Κύριε, χωρὶς οἰκτιρμοὺς καὶ
σπεῦσον θυμωμένος εἰς βοήθειάν μου. Φανέρωσε τὸ
ὕψος τῆς δυνάμεώς σου γύρω ἀπὸ τὰ
πέρατα τοῦ στρατοπέδου τῶν ἐχθρῶν
σου, ὥστε νὰ μὴ διαφύγῃ κανεὶς
τὴν τιμωρίαν σου. Ἐξεγέρθητι εἰς ὑπεράσπισίν
μου, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν ὀνόματι τοῦ
προστάγματος τὸ ὁποῖον καθώρισες νομοθετήσας,
ὅτι πρέπει νὰ βοηθοῦνται καὶ προστατεύωνται
οἱ ἀδικούμενοι, νὰ πατάσσονται δὲ
οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἄδικοι.
|
8
καὶ συναγωγὴ λαῶν κυκλώσει σε, καὶ
ὑπὲρ ταύτης εἰς ὕψος ἐπίστρεψον.
|
8
Καὶ ὅταν, Κύριε, ἀποκοταστήσῃς
δικαιοσύνην, τότε πλήθη λαῶν μὲ
πίστιν θὰ σὲ περιβάλλουν, πρὸς
χάριν δὲ αὐτῆς τῆς συγκεντρώσεως
τῶν πιστῶν λαῶν, ἀνέβα εἰς
τὸ μεγαλειῶδες βῆμα τῆς δικαιοσύνης
καὶ ἀγαθότητάς σου. |
8
Καὶ ἀμέσως τότε σύναξις λαῶν ἀπὸ
ἔθνη πολλὰ θὰ σὲ περιστοιχίσουν, διὰ
νὰ δοξάσουν τὴν δικαιοσύνην σου καὶ τὴν
πρόνοιάν σου. Καὶ διὰ τὴν σύναξιν ταύτην
τῶν λαῶν, ἡ ὁποία δὲν θέλεις
ποτὲ νὰ σκανδαλίζεται καὶ νὰ κλονίζεται
εἰς τὴν πρὸς σὲ πίστιν καὶ ἐλπίδα,
ἀνέβα καὶ πάλιν εἰς τὸ ἐν
οὐρανοῖς ὑψηλὸν δικαστικόν σου
βῆμα, τὸ ὁποῖον οἱ ἀσεβεῖς,
παρεξηγοῦντες τὴν μακροθυμίαν σου, νομίζουν ὅτι
τὸ ἐγκατέλιπες. |
9
Κύριος κρινεῖ λαούς. Κρῖνόν
με, Κύριε, κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου
καὶ κατὰ τὴν ἀκακίαν μου ἐπ'
ἐμοί. |
9
Ὁ Κύριος θὰ κρίνῃ ἀργὰ
ἢ γρήγορα ὅλους τοὺς λαούς.
Κρῖνε καὶ ἐμὲ τώρα, Κύριε,
ἀνάλογα μὲ τὴν δικαιοσύνην,
ποὺ ἕως τώρα ἔχω δείξει·
καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἀθωότητά
μου ἀπέναντι τῶν ἐχθρῶν μου
δεῖξε εἰς ἐμὲ τὴν ἰδικήν
σου ἀγαθότητα. |
9
Ναί· ὁ Κύριος ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ
δικαστικοῦ του θρόνου καὶ θὰ κρίνῃ
τοὺς λαούς. Κρῖνε καὶ δίκασε, Κύριε, καὶ
ἐμέ, ὁ ὁποῖος μολονότι εἶμαι
ἔνοχος ἐνώπιόν σου, προσεπάθησα ὅμως πάντοτε
νὰ συμπεριφέρομαι πρὸς τοὺς ὁμοίους
μου μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀκακίαν, μὴ
διαπράξας εἰς κανένα κακόν τι. |
10
Συντελεσθήτω δὴ πονηρία ἁμαρτωλῶν
καὶ κατευθυνεῖς δίκαιον, ἔταζων καρδίας
καὶ νεφροὺς ὁ Θεός. |
10
Θέσε, Κύριε, ἕνα τέρμα εἰς τὴν
κακίαν τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων.
Ἔτσι θὰ ὁδηγήσῃς, σὺ Κύριε,
ἀνενόχλητον καὶ ἀπρόσκοπτον
τὸν δίκαιον εἰς τὸν δρόμον τῆς
ἀρετῆς, διότι γνωρίζεις τὰ βάθη
τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν, τὰς
σκέψεις καὶ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν.
|
10
Ἂς λάβῃ πέρας καὶ ἂς ἑξαφανισθῇ
λοιπὸν ἡ πονηρία τῶν ἁμαρτωλῶν.
Καὶ τότε, σύ, ὦ Θεέ μου, ποὺ γνωρίζεις τὰ
κεκρυμμένα ἐλατήρια τῶν ἀνθρώπων, διότι
ἐξετάζεις τὰς εἰς τὰ βάθη τῶν
καρδιῶν των σκέψεις των καὶ τὰ εἰς
τοὺς νεφρούς των ἀπόκρυφα συναισθήματά
των, θὰ ὁδηγήσῃς τον δίκαιον ἀνενόχλητον
καὶ ἀνεμπόδιστον ἀπὸ ἀντιδράσεις
εἰς τὸν εὐθὺν δρόμον τῆς ἀρετῆς.
|
11
Δικαία ἡ βοήθειά μου παρὰ τοῦ
Θεοῦ τοῦ σῴζοντος τοὺς εὐθεῖς
τῇ καρδίᾳ. |
11
Δικαία θὰ εἶναι ἡ πρὸς ἐμὲ
βοήθειά σου, Κύριε, διότι σὺ
εἶσαι Θεός, ὁ ὁποῖος σώζεις
ὅλους ὅσοι ἔχουν εὐθεῖαν καὶ
εἰλικρινῆ τὴν καρδίαν.
|
11
Δικαίως θὰ μὲ βοηθήσῃ ὁ Θεός, ὁ
ὁποῖος σώζει ὅλους ὅσοι ἔχουν
καρδίαν εὐθεῖαν καὶ ἀπηλλαγμένην ἀπὸ
δόλον καὶ κακίαν. |
12
Ὁ Θεὸς κριτὴς δίκαιος καὶ ἰσχυρὸς
καὶ μοκρόθυμος καὶ μὴ ὀργὴν
ἐπάγων καθ' ἐκάστην ἡμέραν.
|
12
Ὁ Θεὸς εἶναι κριτὴς δίκαιος
καὶ ἰσχυρὸς καὶ μακρόθυμος καὶ
δὲν ἐπιφέρει τὴν ὀργήν
του μὲ καθημερινὰς ποινὰς καὶ τιμωρίας
ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων.
|
12
Ὁ Θεὸς εἶναι κριτὴς δίκαιος καὶ
ἰσχυρός. Καὶ ἔχει λοιπὸν τὴν
δύναμιν νὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς
ἀδίκους. Ἀλλ’ εἶναι συγχρόνως καὶ
μακρόθυμος καὶ δὲν ἐκδηλώνει τὴν
ὀργήν του μὲ καθημερινὰς ποινὰς καὶ
τιμωρίας κατὰ τῶν παραβατῶν.
|
13
Ἐὰν μὴ ἐπιστραφῆτε, τὴν
ρομφαίαν αὐτοῦ στιλβώσει, τὸ
τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε καὶ
ἡτοίμασεν αὐτό· |
13
Ἐὰν ὅμως σεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ
καταφρονήσετε τὴν μακροθυμίαν τοῦ
Θεοῦ καὶ δὲν μετανοήσετε, ὁ
Κύριος θὰ τροχίσῃ τὴν ρομφαίαν
του, τὸ τόξον του τὸ ἔχει ἤδη
ἕτοιμον ἐναντίον σας. |
13
Ἐὰν ὅμως καταφρονήσετε τὴν μακροθυμίαν
του καὶ δὲν μετανοήσετε ἐγκαίρως, ὡς
πολεμιστὴς ἀκαταγώνιστος καὶ δυνατώτερος
ἀπὸ κάθε ἄλλον, θὰ τροχίσῃ καὶ
θὰ γυαλίσῃ τὴν ρομφαίαν του. Ἰδοὺ
ἐτέντωσε τὴν χορδὴν τοῦ τόξου
του καὶ τὸ ἐτοίμασε διὰ νὰ
τὸ χρησιμοποιήσῃ. |
14
καὶ ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη
θανάτου τὰ βέλη αὐτοῦ τοῖς
καιομένοις ἐξειργάσατο. |
14
Καὶ εἰς τὸ τόξον αὐτὸ
ὁ Κύριος ἐτοποθέτησε τὰ θανατηφόρα
του βέλη, τὰ ὁποῖα ἡτοίμασε
ἐναντίον τῶν φλογιζομένων καὶ
ἐξαπτομένων ἀπὸ τὴν κακότητα
καὶ τὰ πάθη ἀμετανοήτων ἁμαρτωλῶν.
|
14
Καὶ ἐπ’ αὐτοῦ ἐτοίμασε
ὄργανα καὶ ὅπλα φονικὰ καὶ θανατηφόρα.
Τὰ βέλη ποὺ θὰ ρίψῃ μὲ αὐτὸ
ἔχουν κατασκευασθῆ τέλεια μὲ πίσσαν
καὶ ἄλλας εὐκόλως καιομένας καὶ ἀναφλεγομένας
ὕλας, ὥστε νὰ εἶναι πύρινα καὶ
καυστικά. |
15
Ἰδοῦ ὠδίνησεν ἀδικίαν,
συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν.
|
15
Ἰδού, αὐτὸς ὁ ἐχθρός
μου ἐκυριεύθη ἀπὸ ὠδίνας
διὰ τὸ κατ' ἐμοῦ κακόν, συνέλαβεν
ἔτσι εἰς τὴν ψυχήν του σχέδιον
πόνου ἐναντίον μου, ἐγέννησε
δὲ τὴν παρανομίαν, ἡ ὁποία
θὰ ἐκσπάσῃ εἰς βάρος του.
|
15
Ἰδοὺ αὐτὸς ποὺ μὲ καταδιώκει
ἀδίκως, σὰν γυναῖκα ποὺ κοιλοπονεῖ,
ἐγέννησε μὲ κόπον καὶ προσπάθειαν
πολλὴν
ἀδικίαν κατ' ἐμοῦ· συνέλαβεν εἰς
τὴν ψυχήν του σχέδιον πόνου καὶ ὀδύνης
ἐναντίον μου καὶ ἐγέννησεν ἀνομίαν.
|
16
Λάκκον ὤρυξε καὶ ἀνέσκαψεν αὐτὸν
καὶ ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὃν
εἰργάσατο· |
16
Ἤνοιξε ὡσὰν παγίδα λάκκον, διὰ
νὰ μὲ συλλάβῃ εἰς αὐτόν,
ὅπως συλλαμβάνουν τὰ ἄγρια θηρία,
τὸν ἀνεσκάλευσεν, ὥστε νὰ μὴ
φαίνεται. Ὅμως ὄχι ἐγώ, ἀλλὰ
αὐτὸς θὰ πέσῃ μέσα εἰς
τὸν βόθρον, τὸν ὁποῖον μὲ
τόσην τέχνην κατεσκεύασε.
|
16
Ἤνοιξε λάκκον διὰ να συλληφθῶ μὲ παγίδα
εἰς αὐτὸν καὶ τὸν ἀνεσκάλευσεν,
ὥστε να μὴ φαίνεται καὶ ἀνύποπτος
νὰ διέλθω δι' αὐτοῦ. Ἀλλ' αὐτὸς
καὶ ὄχι ἐγὼ θὰ πέσῃ μέσα
εἰς τὸν βόθρον, τὸν ὁποῖον μὲ
τόσην τέχνην καὶ κόπον κατεσκεύασε.
|
17
ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ
εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ
κορυφὴν αὐτοῦ ἡ ἀδικία
αὐτοῦ καταβήσεται. |
17
Σὰν πέτρα θὰ γυρίσῃ ἀπὸ
ψηλὰ καὶ θὰ πέσῃ εἰς τὴν
κεφαλήν του τὸ κακὸν αὐτό, ποὺ
μὲ πονηρίαν καὶ κόπον πολὺν
ἡτοίμασεν ἐναντίον μου. Εἰς
τὴν κορυφήν του θὰ κατεβῇ βαρεῖα
καὶ συντριπτικὴ ἡ ἀδικία του.
|
17
Σὰν πέτρα, ποὺ τὴν ἐξεσφενδόνισεν
ὑψηλά, θὰ γυρίση πίσω καὶ θὰ πέσῃ
εἰς τὴν ἰδίαν του κεφαλὴν τὸ
κακὸν αὐτὸ ποὺ μὲ πόνον καὶ
κόπον ἡτοίμασε· καὶ εἰς τὴν κορυφὴν
καὶ τὸ ὑψηλότερον μέρος τοῦ σώματός
του θὰ καταβῇ βαρεῖα καὶ συντριπτικὴ
ἡ ἀδικία του. |
18
Ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ κατὰ
τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ψαλῶ
τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.
|
18
Ἐγὼ δέ, σωσμένος ἀπὸ τὴν
ἀγαθότητα καὶ δύναμιν τοῦ Κυρίου,
θὰ ἀνυμνολογῶ τὸν Κύριον διὰ
τὴν δικαιοσύνην του αὐτὴν καὶ
θὰ ψάλλω ὕμνους δοξολογίας εἰς
τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Ὑψιστου.
|
18
Ἀντιθέτως ἐγώ, ποὺ τόσον ἐπροστατεύθην
καὶ ἐβοηθήθην, θὰ ἀνυμνήσω καὶ
θὰ δοξάσω τὸν Κύριον σύμφωνα μὲ τὴν
δικαιοσύνην ποὺ ἔδειξε καὶ θὰ ψάλω
ὕμνον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου,
ποὺ εἶναι Ὕψιστος καὶ ὑπερουράνιος
καὶ ἀπλησίαστος εἰς τοὺς ἐχθρούς
του. |