Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ύριε
ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν
τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ
γῇ· ὅτι ἐπήρθη ἡ μεγαλοπρέπειά
σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν.
|
ύριε
ὁ κύριος ὅλων τῶν ἀνθρώπων,
ἰδιαιτέρως δὲ ἡμῶν τῶν
πιστῶν, πόσον ξακουστὸν καὶ ὁλόλαμπρον
προβάλλει τὸ ὅνομά σου εἰς ὅλην
τὴν γῆν, εἰς ὅλα τὰ δημιουργήματά
σου! Ἡ μεγαλοπρέπειά σου ὡς δημιουργοῦ
εἶναι ἀσυγκρίτως λαμπροτέρα ἀπὸ
τὴν λαμπρότητα τῶν οὐρανίων
κόσμων, τοὺς ὁποίους σὺ ἐδημούργησες.
|
ύριε
ὁ Θεὸς καὶ δεσπότης ἠμῶν, τοῦ
περιουσίου λαοῦ σου, ἐξόχως θαυμαστὴ καὶ
ἐκθαμβωτικὴ διαλάμπει ἡ δύναμις καὶ
ἡ σοφία σου εἰς τὰ καθ’ ὅλην τὴν
γῆν δημιουργήματά σου. Ὅλοι οἱ κάτοικοι
τῆς γῆς θαυμάζουν τὸ μεγαλεῖον σου
καὶ ἀνυμνοῦν τὸ ὄνομά σου. Διότι
ἡ μεγαλοπρέπεια καὶ δόξα σου ὑπερπληρώσασα
τὴν γῆν, ὑψώθη ὑπεράνω τῶν
οὐρανῶν καὶ ἐξηπλώθη ἐκθαμβωτικὴ
ἐπάνω ἀπὸ τὸν μυριοφώτιστον
καὶ μεγαλειώδη ἔναστρον κόσμον.
|
3
Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων
κατηρτίσω αἶνον ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν
σου τοῦ καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ
ἐκδικητήν. |
3
Ἀπὸ τὰ στόματα καὶ αὐτῶν
ἀκόμη τῶν νηπίων καὶ θηλαζόντων
παιδίων ἤκουσας καὶ ἀκούεις
τέλειον ὕμνον πίστεως καὶ δοξολογίας
πρὸς σέ, εἰς πεῖσμα τῶν μεγάλων
ἀπίστων ἐχθρῶν σου καὶ εἰς
καταξευτελισμὸν καὶ ἐξουδένωσιν ἐκείνου,
ὁ ὁποῖος τολμᾷ νὰ παρουσιασθῇ
ἐχθρὸς καὶ ἀντίδικός σου.
|
3
Ὄχι μόνον οἱ ὥριμοι καὶ ἐχέφρονες
ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ
τὰ νήπια καὶ τὰ μικρά, ποὺ ἀκόμη
θηλάζουν, ἀνυμνοῦν τὸ μεγαλεῖον τῆς
δημιουργίας σου. Ἀπὸ τὰ στόματά των
ἐποίησας τέλειον ὕμνον τῆς δόξης σου, διὰ
νὰ ἀποστομωθῇ καὶ ἐξευτελισθῇ
μὲ αὐτὸν κάθε ἐχθρὸς ποὺ
μὲ πεῖσμα καὶ γεμᾶτος τυφλὴν
ἐκδίκησιν ἐπιμένει νὰ ἀρνῆται
τὴν τελειότητά σου. |
4
Ὅτι ὄψομαι τοὺς οὐρανούς, ἔργα
τῶν δακτύλων σου, σελήνην καὶ ἀστέρας,
ἃ σὺ ἐθεμελίωσας·
|
4
Ὅταν ἀνυψώνω τὰ βλέμματά
μου εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπω
τὰ ἀναρίθμητα ὑπέροχα ἐκεῖ
δημιουργήματά σου, τὰ ὁποῖα
χωρὶς κόπον σὰν μὲ τὰ δάκτυλα
ἁπλῶς τῶν χειρῶν σου ἔκαμες,
τὴν σελήνην δηλαδὴ καὶ τοὺς
ἀστέρας, τὰ ὁποῖα σὺ ἐστερέωσες
εἰς τὸ ἀπέραντον χάος τοῦ
οὐρανοῦ, διερωτῶμαι καὶ λέγω·
|
4
Ὅταν βλέπω τοὺς οὐρανίους κόσμους, τὰ
ἔργα ποὺ μὲ τόσην εὐκολίαν συνετέλεσας
μὲ μόνα τὰ δάκτυλά σου, χωρὶς νὰ παραστῇ
ἀνάγκη, ὅπως ἐργασθῇ δι’ αὐτὰ
καὶ ἡ παντοδύναμος χείρ σου ὅταν βλέπω τὴν
σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας, τοὺς ὁποίους
ὡς εἰς θεμέλιον ἀσφαλὲς ἐστερέωσας
καὶ ἐτακτοποίησας, σκέπτομαι τότε καὶ
ἀνακράζω: |
5
τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ
αὐτοῦ; Ἢ υἱὸς ἀνθρώπου
ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτὸν;
|
5
τί εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος,
ὁ τόσον μικρὸς καὶ ἀφανὴς
ἐμπρὸς εἰς τὸ μεγαλοπρεπὲς σύμπαν
σου, ὥστε σὺ νὰ καταδέχεσαι νὰ
τὸν ἐνθυμῆσαι; Ἢ τί εἶναι
κάθε ἀπόγονος τοῦ ἀνθρώπου,
ὥστε σὺ τόσον πατρικῶς καὶ ἰδιαιτέρως
νὰ φροντίζῃς δι' αὐτόν;
|
5
Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ τόσον
μικρὸς καὶ ἀφανὴς ἐμπρὸς
εἰς τὸ μεγαλειῶδες σύμπαν, ὥστε νὰ
καταδέχεσαι σὺ νὰ τὸν ἐνθυμῆσαι;
Ἤ τί εἶναι κάθε ἀπόγονος ἀνθρώπου,
ὥστε νὰ φροντίζῃς σὺ καὶ νὰ
μεριμνᾷς ὅλως ἰδιαιτέρως δι' αὐτόν;
|
6
Ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ'
ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ
ἐστεφάνωσας αὐτόν, |
6
Τὸν ἐδημιούργησες ὀλίγον κατώτερον
ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, μὲ
δόξαν ὅμως καὶ τιμὴν τὸν ἔχεις
στεφανώσει, |
6
Τὸν ἔπλασας ὀλίγον τι κατώτερον ἀπὸ
τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους, ἀφοῦ
τὸν ἐπροίκισες μὲν μὲ τὴν
εἰκόνα σου, τοῦ ἔδωκες ὅμως καὶ
ὑλικὸν σῶμα. Ἀλλὰ τὸν
ἐστεφάνωσες συγχρόνως μὲ δόξαν καὶ
τιμήν, διότι τὸν ἀνέδειξας κυρίαρχον ὅλης
τῆς φύσεως. |
7
καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ
τὰ ἔργα τῶν
χειρῶν σου· πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω
τῶν ποδῶν αὐτοῦ,
|
7
διότι τὸν ἐγκατέστησες καὶ τὸν
ἀνεκήρυξες βασιλέα εἰς ὅλα τὰ
ἔργα τῶν χειρῶν σου, εἰς ὅλα
τὰ ἐπίγεια δημιουργήματά σου.
|
7
Ἐπὶ ὅλων τῶν ἐπὶ γῆς
κτισμάτων σου ἐγκατέστησας αὐτὸν βασιλέα.
Ὑπέταξες ὅλα κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας
του. |
8
πρόβατα καὶ βόας ἁπάσας,
ἔτι δὲ καὶ τὰ κτήνη τοῦ
πεδίου, |
8
Τὰ πάντα ὑπέταξες κάτω ἀπὸ
τὴν ἐξουσίαν του, ὄχι μόνον
τὰ κατοικίδια ζῶα, πρόβατα καὶ
ὅλα τὰ βόϊδια, ἀλλὰ καὶ
αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἄγρια θηρία
τῆς ὑπαίθρου·
|
8
Ὄχι μόνον τὰ ἥμερα κτήνη, ποὺ διατρέφει
διὰ τὰς ἀνάγκάς του, τὰ πρόβατα δηλαδὴ
καὶ ὅλα τὰ βώδια, ἀλλὰ ἀκόμη
ὑπέταξας εἰς αὐτὸν καὶ τὰ
ἄγρια ζῶα τοῦ ἀγροῦ,
|
9
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ
τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης, τῇ
διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν. |
9
τὰ ταχύτατα πτηνά, ποὺ διασχίζουν
τοὺς οὐρανούς, τὰ ἀναρίθμητα
ψάρια τῆς θαλάσσης, τὰ μεγάλα
κήτη, τὰ ὁποῖα τρέχουν διὰ
τῶν ὑδατίνων δρόμων τῶν ὠκεανῶν.
|
9
καθὼς καὶ τὰ πετεινά, ποὺ πετοῦν
εἰς τὸν ἀέρα, καὶ τὰ ψάρια ποὺ
ζοῦν εἰς τὰς θαλάσσας καὶ τὰ
μεγάλα κήτη ποὺ διασχίζουν τοὺς ὠκεανούς.
|
10
Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς
θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ
τῇ γῇ. |
10
Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, πόσον
λαμπρὸν καὶ μεγαλειῶδες προβάλλεται
τὸ πανένδοξον ὄνομά σου εἰς
ὅλην τὴν γῆν! |
10
Κύριε, σὺ ποὺ ὁρίζεις καὶ ἐξουσιάζεις
ὅλους μας, ἀνεκφράστως θαυμαστὸν εἶναι
τὸ ὄνομά σου, ἐν μέσῳ ὅλων τῶν
ἐπὶ γῆς ἀνθρώπων. |