Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ξομολογήσομαί
σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ
μου, διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσιά
σου· |
ὰ
σὲ δοξολογήσω Κύριε, μὲ ὅλην
μου τὴν καρδίαν, θὰ διηγηθῶ μὲ
εὐγνωμοσύνην ὅλα τὰ θαυμαστά
σου ἔργα. |
ὰ
σὲ δοξάσω καὶ θὰ σὲ εὐχαριστήσω,
Κύριε, μὲ ὅλην τὴν καρδίαν μου καὶ
μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς
μου, θὰ διηγηθῶ ὅλα τὰ θαυμαστὰ
ἔργα τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως καὶ
προνοίας σου, καθὼς καὶ τῆς πατρικῆς
προστασίας σου, ποὺ ἔδειξες καὶ εἰς
ἐμέ. |
3
εὐφρανθήσομαι καὶ ἀγαλλιάσομαι
ἐν σοί, ψαλῷ τῷ ὀνόματί
σου, Ὕψιστε. |
3
Θὰ πλημμυρίσω ἀπὸ χαρὰν καὶ
ἀγαλλίασιν ἀναλογιζόμενος τὴν
πατρικήν σου παντοδύναμον προστασίαν. Θὰ
ψάλλω ὕμνους δοξολογίας πρὸς τὸ
πάντιμον ὄνομά σου, Ὕψιστε Κύριε.
|
3
Θὰ εὐφρανθῶ καὶ θὰ γεμίσω ἀπὸ
ἀγαλλίασιν, σκεπτόμενος τὸ μεγαλεῖον σου
καὶ τὴν θαυμαστὴν πρόνοιάν σου· θὰ
ψάλω ὕμνον δοξολογίας εἰς τὸ ὄνομά
σου, Ὕψιστε. |
4
Ἐν τῷ ἀποστραφῆναι τὸν ἐχθρόν
μου εἰς τὰ ὀπίσω, ἀσθενήσουσι
καὶ ἀπολοῦνται ἀπὸ προσώπου
σου, |
4
Ὅταν κατετροπώθησαν καὶ πανικόβλητοι
ἐτράπησαν εἰς φυγὴν οἱ ἐχθροί
μου, συνετρίβη ἡ δύναμίς των. Αὐτοὶ
ἐξηφανίσθησαν, ἐχάθησαν ἐξ ὁλοκλήρου,
μόλις ἐφάνη τὸ προστατευτικὸν
δι' ἐμέ, τὸ ὠργισμένον δι' ἐκείνους,
πρόσωπόν σου.
|
4
Ὅταν κατετροπώθησαν καὶ ἐστράφησαν
εἰς τὰ ὀπίσω οἱ ἐχθροί
μου, συνετρίβη ἡ δύναμίς των καὶ ἐξηφανίσθησαν,
ἐχάθησαν ἐξ ὁλοκλήρου, μόλις ἐπεφάνη
προστατευτικὸν δι' ἐμὲ τὸ ἐξωργισμένον
πρόσωπόν σου. |
5
ὅτι ἐποίησας τὴν
κρίσιν μου καὶ τὴν δίκην μου,
ἐκάθισας ἐπὶ θρόνου ὁ
κρίνων δικαιοσύνην. |
5
Διότι σύ, ὡς δίκαιος καὶ παντοδύναμος
κριτής, ἔκρινες τὴν ὑπόθεσίν
μου, ἔκαμες δίκην ὑπὲρ ἐμοῦ.
Ἐκάθισες εἰς τὸν βασιλικὸν δικαστικόν
σου θρόνον, σὺ ὁ ὁποῖος κρίνεις
τοὺς πάντας καὶ τὰ πάντα μὲ
δικαιοσύνην. |
5
Διότι Σὺ ἔκρινες καὶ ἐδίκασες
τὴν ὑπόθεσίν μου· ἐκάθισες ἐπὶ
θρόνου δικαστικοῦ Σὺ ποὺ δικάζεις ἐν
δικαιοσύνῃ καὶ ἀποδίδεις εἰς πάντα
ἀδικούμενον τὸ δίκαιόν του.
|
6
Ἐπετίμησας ἔθνεσι, καὶ ἀπώλετο
ὁ ἀσεβής· τὸ ὄνομα αὐτοῦ
ἐξήλειψας εἰς τὸν αἰῶνα
καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος. |
6
Ἔβγαλες καταδικαστικὴν ἀπόφασιν κατὰ
τῶν ἐθνῶν αὐτῶν, τοὺς
ἤλεγξες διὰ τὰς παρανομίας των καὶ
κατεστράφησαν οἱ ἀσεβεῖς αὐτοί.
Τὸ ὄνομά των, ποὺ δι' ἄλλους
μὲν εἶχε καταντήσει φόβητρον, δι'
ἄλλους δὲ ἀξιοζήλευτον, τὸ ἔσβησες
ἅπαξ διὰ παντός, ὥστε νὰ μὴ
ἀκουσθῇ ποτὲ πλέον.
|
6
Ἤρκεσαν αἱ ἐπιπλήξεις σου κατὰ τῶν
ἐθνῶν διὰ νὰ χαθῇ καὶ
ἀπολεσθῇ κάθε ἀσεβής. Ἐξηφάνισες
καὶ ἔσβησες τὸ ὄνομά του διὰ
παντός, εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς
τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
|
7
Τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπαν αἱ
ρομφαῖαι εἰς τέλος, καὶ πόλεις
καθεῖλες· ἀπώλετο τὸ μνημόσυνον
αὐτοῦ μετ' ἤχου. |
7
Αἱ πολεμικαὶ θανατηφόροι μεγάλαι σπάθαι
τοῦ ἐχθροῦ αὐτοῦ καὶ αἱ
ἄλλαι πολεμικαὶ μηχαναὶ κατεστράφησαν
ἐξ ὁλοκλήρου· τὰς ὠχυρωμένας
του πόλεις κατεκρήμνισες καὶ ἡ ἀνάμνησίς
του ἐξηφανίσθη μετὰ βοῆς.
|
7
Τοῦ ἐχθροῦ συνετρίβησαν καὶ ἐχάθησαν
τελείως αἱ μάχαιραι καὶ τὰ πολεμικά
του ὅπλα καὶ κατεκρήμνισες Σὺ τὰς
ὠχυρωμένας πόλεις καὶ τὰ φρούριά του.
Ὅπως δὲ ἐν σεισμῷ σφοδροτάτῳ
ὑπερύψηλὸν οἰκοδόμημα καταρρέει ἐν
μιᾷ στιγμῇ μετὰ πατάγου, ἔτσι ἀχάθη
καὶ ἡ ἐνθύμησις τοῦ ὀνόματός
του. |
8
Καὶ ὁ Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα
μένει. Ἡτοίμασεν ἐν κρίσει τὸν
θρόνον αὐτοῦ, |
8
Ὁ Κύριος ὅμως καὶ ἀπειροτέλειος
Θεὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα.
Ἡτοίμασε καὶ ἔχει πάντοτε ἕτοιμον
τὸν βασιλικὸν θρόνον τῆς δικαίας
του κρίσεως. |
8
Ἀλλ’ ἂν ἡ δύναμις καὶ τὸ κράτος
τοῦ ἀσεβοῦς τόσον γρήγορα παρέρχεται καὶ
ἑξαφανίζεται, ὁ Κύριος μένει εἰς τὸν
αἰῶνα. Ἐτοίμασε τὸν θρόνον του διὰ
νὰ δικάσῃ. |
9
καὶ αὐτὸς κρινεῖ τὴν οἰκουμένην
ἐν δικαιοσύνῃ, κρινεῖ λαοὺς
ἐν εὐθύτητι. |
9
Αὐτὸς θὰ κρίνῃ καὶ θὰ
δικάσῃ τὴν οἰκουμένην μὲ
δικαιοσύνην, θὰ κρίνῃ τοὺς λαοὺς
τῆς γῆς μὲ ἀπροσωποληψίαν καὶ
εὐθύτητα. |
9
Καὶ θὰ δικάσῃ μὲ δικαιοσύνην ὁλόκληρον
τὴν οἰκουμένην θὰ δικάσῃ μὲ
εὐθύτητα καὶ χωρὶς προσωποληψίαν ἢ
ὀπισθοβουλίαν τοὺς λαοὺς ὅλων
τῶν γενεῶν καὶ ὅλων τῶν ἐθνῶν.
|
10
Καὶ ἐγένετο Κύριος καταφυγὴ
τῷ πένητι, βοηθὸς ἐν εὐκαιρίαις
ἐν θλίψεσι· |
10
Ἔτσι ὁ Κύριος ἔγινε καταφύγιον
διὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδυνάτους.
Βοηθὸς αὐτῶν εἰς τὴν κατάλληλον
στιγμήν, ὅταν αὐτοὶ εὑρίσκωνται
ὑπὸ τὸ κράτος θλίψεων καὶ
ἀδικιῶν. |
10
Καὶ ἔγινεν ὁ Κύριος καταφύγιον εἰς
τὸν δυστυχῆ καὶ τεταπεινωμένον, ὁ
ὁποῖος ἐλπίζει εἰς αὐτόν. Ἀνεδείχθη
βοηθός του ἐπικαίρως, ὅταν αἱ θλίψεις
ἐπέπεσαν κατ’ αὐτοῦ σφοδραὶ καὶ
ἀπειλητικαὶ καὶ ἡ θεία προστασία του
ἦτο ἐπειγόντως ἀναγκαία.
|
11
καὶ ἐλπισάτωσαν ἐπὶ σοὶ
οἱ γινώσκοντες τὸ ὄνομά σου,
ὅτι οὐκ ἐγκατέλιπες τοὺς ἐκζητοῦντάς
σε, Κύριε. |
11
Εἰς σέ, λοιπόν, ἂς ἔχουν στηριγμένας
τὰς ἐλπίδας των ὅσοι σὲ ἐγνώρισαν,
διότι σὺ δὲν ἐγκαταλείπεις ποτὲ
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μετὰ
πόθου σὲ ζητοῦν καὶ πρὸς σὲ
καταφεύγουν. |
11
Ἀφοῦ λοιπὸν Σὺ εἶσαι τὸ
καταφύγιον καὶ ἡ βοήθεια τῶν τεταπεινωμένων
εὐσεβῶν, ἂς στηρίξουν ὁλόκληρον τὴν
ἐλπίδα των εἰς Σὲ ὅσοι ἐγνώρισαν
τὸ ὄνομά σου καὶ ἔλαβον πεῖραν
τῆς ἀπείρου τελειότητος καὶ ἀγαθότητός
σου. Ἂς ἐλπίσουν οὗτοι εἰς Σέ,
διότι δὲν ἐγκατέλιπες ἀβοηθήτους καὶ
ἀπροστατεύτους, Κύριε, ἐκείνους ποὺ σὲ
ζητοῦν μὲ πόθον καὶ ἐγκαρτέρησιν.
|
12
Ψάλατε τῷ Κυρίῳ τῷ κατοικοῦντι
ἐν Σιών, ἀναγγείλατε ἐν τοῖς
ἔθνεσι τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ,
|
12
Ψάλατε, λοιπόν, ὅλοι ὕμνους δοξολογίας
καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν Κύριον,
ὁ ὁποῖος μένει εἰς τὸν
ἱερὸν τόπον, εἰς τὴν Σιών.
Διαλαλήσατε εἰς ὅλα τὰ ἔθνη
τὰ μεγαλουργήματα αὐτοῦ.
|
12
Ψάλατε ὕμνον καὶ δοξολογίαν εἰς τὸν
Κύριον, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ εἰς
τὴν Σιὼν καὶ εἰς τὸν ἐν
αὐτῇ ναόν του. Καταστήσατε γνωστὰ
καὶ διακηρύξατε εἰς τὰ ἔθνη τὰ
κατορθώματα καὶ μεγαλουργήματά του.
|
13
ὅτι ἐκζητῶν τὰ αἵματα αὐτῶν
ἐμνήσθη, οὐκ ἐπελάθετο τῆς
δεήσεως τῶν πενήτων. |
13
Διότι ὁ Κύριος, ὁ ἐκδικητὴς
τῶν ἀθώων αἱμάτων καὶ
τιμωρὸς τῶν ἐγκληματιῶν, ἐνεθυμήθη
τοὺς ἀδικηθέντας, ἐμακροθύμησε
διὰ τὸν ἐγκληματίαν, ἀλλὰ
δὲν ἐλησμόνησε τὴν ἰκεσίαν
τῶν δεομένων πρὸς αὐτὸν πτωχῶν
καὶ ἀδυνάτων καὶ ἀδικουμένων.
|
13
Διότι αὐτὸς ποὺ ζητεῖ νὰ ἐκδικηθῇ
διὰ τὰ ἀδικοχαμένα αἵματα τῶν
δούλων του, ἐνεθυμήθη καὶ δὲν ἐλησμόνησεν
αὐτά· ὅσον καὶ ἂν ἐδείχθη
μακρόθυμος καὶ ἀνέβαλε τὴν ὀργήν του,
δὲν ἐξέχασε τὰς δεήσεις καὶ
τὰς ἐπικλήσεις τῶν πτωχῶν, οἱ
ὁποῖοι ἀδύνατοι καὶ ἔρημοι ἀπὸ
πᾶσαν ἀνθρωπίνην βοήθειαν ἐστήριξαν
τεταπεινωμένοι τὴν ἐλπίδα των εἰς αὐτόν.
|
14
Ἐλέησόν με, Κύριε, ἴδε τὴν
ταπείνωσίν μου ἐκ τῶν ἐχθρῶν
μου, ὁ ὑψῶν με ἐκ τῶν πυλῶν
τοῦ θανάτου, |
14
Ἐλέησέ με, Κύριε,
ἴδε τὸν ἐξευτελισμὸν, τὸν ὁποῖον
ὑπέστην ἐκ μέρους
τῶν ἐχθρῶν μου. Σύ, ὁ
ὁποῖος συνεχῶς ἀπὸ θανασίμους
κινδύνους μὲ σώζεις,
σὺ ποὺ μὲ ἁρπάζεις ἀπὸ
αὐτὰς ἀκόμα τὰς πύλας
τοῦ θανάτου, καὶ μοῦ χαρίζεις
δόξαν, |
14
Ἐλέησόν με, Κύριε· ἴδε εἰς ποῖον
ἐξευτελισμὸν καὶ εἰς ποίαν ταπείνωσιν
κατήντησα ἕνεκα τοῦ ἀδίκου κατατρεγμοῦ
τῶν ἐχθρῶν μου. Ἴδε σύ, ποὺ
εἰς στιγμὰς ἐσχάτου κινδύνου μὲ
ἀναρπάζεις μετ’ ἐνδόξου ἰσχύος ἀπὸ
αὐτὰς τὰς πύλας τοῦ θανάτου καὶ
προλαμβάνεις τὴν καταστροφήν μου.
|
15
ὅπως ἂν ἐξαγγείλω πάσας τὰς
αἰνέσεις σου ἐν ταῖς πύλαις
τῆς θυγατρὸς Σιών. Ἀγαλλιάσομαι
ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου. |
15
δεῖξε καὶ τώρα τὴν προστασίαν
σου, διὰ νὰ διαλαλήσω, ἐλεύθερος
πλέον καὶ ἀσφαλής, ὅλας τὰς
δοξολογίας σου εἰς τὰς πύλας τῆς
Σιών, τὴν ὁποίαν ὡς θυγατέρα
σου ἀγαπᾷς. Τότε
ἐγὼ θὰ πλημμυρίσω
ἀπὸ ἀγαλλίασιν διὰ τὴν
σωτηρίαν, ποὺ θὰ μοῦ ἔχῃς
δώσει. |
15
Δεῖξε καὶ τώρα τὴν προστασίαν σου εἰς
ἑμέ, διὰ νὰ διαλαλῶ γεμᾶτος
εὐγνωμοσύνην ὅλους τοὺς ὕμνους σου
εἰς τὰς πύλας τῆς Ἱερουσαλήμ, τὴν
ὁποίαν Σύ, ὡς ἄλλην θυγατέρα σου, ἐθεμελίωσες
καὶ ἐλάμπρυνες. Δὲν θὰ δειχθῶ
ἀγνώμων, Κύριε ἀλλὰ διὰ τὴν
σωτηρίαν, τῆς ὁποίας θὰ μὲ ἀξιώσῃς,
γεμᾶτος ἀγαλλίασιν καὶ χαρὰν θὰ
σὲ εὐχαριστήσω. |
16
Ἐνεπάγησαν ἔθνη
ἐν διαφθορᾷ, ᾗ ἐποίησαν, ἐν
παγίδι ταύτῃ, ᾗ ἔκρυψαν, συνελήφθη
ὁ ποὺς αὐτῶν. |
16
Τὰ ἐχθρικὰ ὅμως εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη ἐβυθίσθησαν
καὶ ἐκόλλησαν εἰς τὸν βόρβορον,
ὥστε νὰ εἶναι
βεβαία πλέον ἡ καταστροφή των, διότι
εἰς τὴν παγίδα, τὴν ὁποίαν
μὲ πολλὴν τέχνην ἐσκέπασαν,
διὰ νὰ συλλάβῃ τὰ ἀνύποπτα
ἀθῶα θύματά των,
εἰς αὐτήν, ὡς εἰς
ἄλλο δόκανον,
ἐπιάστηκαν τὰ
ἰδικά των πόδια. |
16
Οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι
ἔσκαψαν ὀλέθριον βόθρον κατὰ τοῦ λαοῦ
σου. Ἀλλ’ ἔπεσαν αὐτοὶ καὶ ἐκόλλησαν
εἰς τὸ βάθος τοῦ βορβόρου, ὥστε ἡ
καταστροφή των θὰ ἐπέλθῃ βεβαία.
Καὶ ὅ,τι ἐμηχανεύοντο κατὰ τῶν
δούλων σου, τὸ ἔπαθον οἱ ἴδιοι. Διότι
εἰς τὴν παγίδα αὐτήν, τὴν ὁποίαν
μὲ πολλὴν τέχνην ἐκάλυψαν, ὥστε νὰ
παραμένῃ κεκρυμμένη εἰς τὰ ἀνύποπτα
θύματά των, ἐπιάσθησαν ὡς εὐς ἄλλο
δόκανον τὰ ἰδικά των πόδια.
|
17
Γινώσκεται Κύριος κρίματα ποιῶν, ἐν
τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτοῦ
συνελήφθη ὁ ἁμαρτωλός. (ᾠδὴ
διαψάλματος). |
17
Μὲ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ ἔργα
τῆς δικαιοσύνης σου γίνεται ὁλοφάνερον
καὶ γνωστὸν εἰς ὅλον τὸν κόσμον,
ὅτι ὁ Κύριος
πάντοτε δικαίας κρίσεις καὶ ἀποφάσεις
λαμβάνει καὶ ἐφαρμόζει. Ἔφερεν
ἐν τῇ δικαιοσύνῃ του ἔτσι τὰ
πράγματα ὁ Κύριος, ὥστε ὁ ἁμαρτωλὸς
συλλαμβάνεται ὁ ἴδιος εἰς τὰ
παγιδευτικὰ ἔργα, ποὺ ἔχει στήσει
διὰ τοὺς ἄλλους.
|
17
Οὕτω καθίσταται ὁλοφάνερον καὶ πασίγνωστον,
ὅτι ὁ Κύριος ποιεῖ πάντοτε δικαίας κρίσεις
καὶ ἀποφάσεις. Ἰδοὺ καὶ τώρα
ὅτι συνελήφθη ὁ ἁμαρτωλὸς εἰς
τὰ παγιδευτικά του ἔργα, καὶ παρεσκεύασε
μὲ τὰς ἰδικάς του χεῖρας τὴν
τιμωρίαν αὐτοῦ. |
18
Ἀποστραφήτωσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ
εἰς τὸν ᾅδην, πάντα τὰ ἔθνη
τά ἑπιλανθανόμενα τοῦ Θεοῦ,
|
18
Ἂς καταδικασθοῦν καὶ
ἂς ριφθοῦν εἰς
τὰς ὀδύνας τοῦ ᾅδου οἱ
ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, ὅλα τὰ
εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα
λησμονοῦν καὶ καταφρονοῦν τὸν Θεόν.
|
18
Εἴθε νὰ ριφθοῦν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν
οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοὶ εἰς
τὸν Ἅδην, τοῦ ὁποίου εἶναι ἀποβράσματα,
καὶ εἴθε νὰ ὑποστοῦν ἐκεῖ
τὰς τρομερωτέρας τιμωρίας· ἐκεῖ ἂς
ἐγκλεισθοῦν ὅλοι οἰ ἐθνικοὶ
καὶ εἰδωλολάτραι, οἱ ὁποῖοι
λησμονοῦν τὸν Θεὸν καὶ δὲν συγκροτοῦνται
ἀπὸ τὸν φόβον του. |
19
ὅτι οὐκ εἰς τέλος ἐπιλησθήσεται
ὁ πτωχός, ἡ ὑπομονὴ τῶν
πενήτων οὐκ ἀπολεῖται εἰς τὸ
τέλος, |
19
Διότι δὲν
θὰ λησμονηθῇ μέχρι
τέλους ὁ πτωχὸς καὶ ἀδύνατος,
ποὺ πιστεύει καὶ
ἐλπίζει εἰς τὸν Θεόν. Ἡ
ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεὸν καὶ
ἡ ὑπομονή, τὴν ὁποίαν
δείχνουν κατὰ τὸ
διάστημα τῶν
θλίψεών των οἱ πένητες, δὲν
θὰ χαθῇ, δὲν θὰ μείνῃ
μέχρι τέλους χωρὶς ἰκανοποίησιν
ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
|
19
Διότι δὲν θὰ λησμονηθῇ μέχρι τέλους ὁ
εὐλαβὴς πτωχός, ποὺ ὡς μόνον πλοῦτον
καὶ ἐλπίδα του ἔχει τὸν Θεόν. Ἡ
ὑπομονή, τὴν ὁποίαν δεικνύουν μὲ μαρτυρικὴν
ἐγκαρτέρησιν οἱ ἐλπίζοντες εἰς
τὸν Κύριον πτωχοί, δὲν θὰ χαθῇ καὶ
δὲν θὰ μείνῃ μέχρι τέλους ἄνευ ἀνταποδόσεως
καὶ ἰκανοποιήσεως. |
20
ἀνάστηθι, Κύριε, μὴ κραταιούσθω
ἄνθρωπος, κριθήτωσαν ἔθνη ἐνώπιόν
σου. |
20
Σήκω ἐπάνω,
Κύριε, δίκαιος καὶ ἰσχυρός,
καὶ ἂς μὴ ὑψώνεται καὶ
μεγαλοφρονῇ ὁ ἄδικος
καὶ ἐξευτελισμένος ἄνθρωπος.
Ἂς κριθοῦν καὶ ἂς δικασθοῦν
ἐνώπιόν σου ὅλα τὰ ἀσεβῆ
ἔθνη. |
20
Σήκω ἐπάνω, Κύριε ἀρκετὰ ἐμακροθύμησας·
ἄς μὴ σφετερίζεται πλέον ὁ εὐτελὴς
καὶ τιποτένιος ἄνθρωπος τὸ κράτος καὶ
τὴν δύναμίν σου, παρουσιαζόμενος αὐτὸς κραταιὸς
καὶ ἀκαταγώνιστος ἐν μέσῳ τῶν
δούλων σου. Ἂς κριθοῦν ἐνώπιον τοῦ
φοβεροῦ βήματός σου καὶ ἂς ὑποστοῦν
τὰς ποινὰς τῆς δικαίας ἀποφάσεώς σου
οἱ ἐθνικοί. |
21
Κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην ἀπ' αὐτούς,
γνώτωσαν ἔθνη ὅτι ἄνθρωποί εἰσι.
(διάψαλμα). (Μασ. 10 1-18). |
21
Θέσε ἐπάνω εἰς
αὐτὰ αὐστηρὸν νομοθέτην, ποὺ
θὰ τοὺς δεσμεύῃ μὲ τοὺς
δικαίους νόμους καὶ θὰ τοὺς
κρίνῃ ὁσάκις τοὺς παραβαίνουν.
Ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου
δικαίαν καὶ παντοδύναμον παρέμβασιν,
ἂς μάθουν οἱ εἰδωλολάτραι, οἱ
ἐθνικοί, ὅτι δὲν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρὰ
ἀσθενεῖς καὶ ἀνόητοι
ἄνθρωποι. |
21
Ἐγκατάστησον ἐπ’ αὐτῶν ἡγεμόνα
καὶ διδάσκαλον, ὁ ὁποῖος νὰ
ἐπιβάλῃ ὡς χαλινὸν καὶ
ὁδηγὸν εἰς αὐτοὺς τὸν
φόβον τοῦ νόμου σου. Ἂς μάθουν διὰ τῆς
ἰσχυρᾶς παρεμβάσεως καὶ ἐκδικήσεώς
σου οἱ θεοποιοῦντες τὸν ἑαυτόν
τους ἐθνικοί, ὅτι δὲν εἶναι τίποτε
ἄλλο παρὰ ἀσθενεῖς καὶ τιποτένιοι
ἄνθρωποι. |
22
Ἱνατί, Κύριε, ἀφέστηκας μακρόθεν,
ὑπερορᾷς ἐν εὐκαιρίαις ἐν
θλίψεσιν; |
22
Διατί, Κύριε, ἔχεις σταθῇ εἰς
τὴν παροῦσαν περίστασιν μακρὰν ἀπὸ
ἡμᾶς; Διατὶ δὲν μᾶς προσέχεις
τώρα, ποῦ εὑρισκόμεθα εἰς περιστάσεις
θλίψεων; |
22
Διατί, Κύριε, ἔχεις σταθῇ μακρὰν ἀπὸ
ἡμᾶς; Διατὶ σηκώνεις ἐπάνω τοὺς
ὀφθαλμούς σου καὶ φαίνεσαι σὰν νὰ
μὴ μᾶς βλέπῃς καὶ νὰ μὴ
μᾶς προσέχης ἐν μέσῳ τῶν κρίσιμων
περιστάσεων καὶ θλίψεων, ἀπὸ τὰς ὁποίας
εἴμεθα κυκλωμένοι; |
23
Ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τὸν ἀσεβῆ
ἐμπυρίζεται ὁ πτωχός, συλλαμβάνονται
ἐν διαβουλίοις, οἷς διαλογίζονται.
|
23
Καίεται μέσα εἰς τὸ καμίνι θλίψεως
καὶ ἀγωνίας ὁ ἐνάρετος
πτωχός, εἰς καιρόν ποὺ ὑπερηφανεύεται
ἀλαζονικὰ διὰ τὴν ἐπικράτησίν
του ὁ ἁμαρτωλός. Συλλαμβάνονται οἱ
ταλαίπωροι πτωχοὶ εἰς τὰς παγίδας,
τὰς ὁποίας μὲ πανουργίαν ἐτοιμάζουν
ἐναντίον των οἱ ἁμαρτωλοί.
|
23
Εἰς καιρὸν ποὺ ὑπερηφανεύεται διὰ
τὴν ἐπικράτησίν του καὶ συμπεριφέρεται μὲ
ἀσυγκράτητον ἀλαζονείαν καὶ ἀγερωχίαν
ὁ ἀσεβής, καίεται εἰς κάμινον θλίψεως καὶ
ἀγωνίας ὁ ἐνάρετος πτωχός, ποὺ ὡς
μόνον πλοῦτον καὶ ἐλπίδα του ἔχει
τὴν προστασίαν σου. Συλλαμβάνονται οἱ ταλαίπωροι
πτωχοὶ εἰς τὰς περιτέχνους παγίδας, τὰς
ὁποίας μὲ πανουργίαν πολλὴν ἐτοιμάζουν
κατ’ αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί.
|
24
Ὅτι ἐπαινεῖται ὁ ἁμαρτωλὸς
ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ψυχῆς
αὐτοῦ, καὶ ὁ ἀδικῶν ἐνευλογεῖται·
|
24
Στενοχωρεῖται ὁ δίκαιος, διότι βλέπει
νὰ καυχᾶται καὶ νὰ θαυμάζεται
ἀπὸ τοὺς ὁμοίους του ὁ
ἁμαρτωλός. Βλέπει νὰ ἐκπληρώνονται
αἱ ἁμαρτωλαὶ ἐπιθυμίαι τῆς
ψυχῆς ἐκείνου καὶ νὰ καλοτυχίζεται
ὁ ἄδικος ἀπὸ τοὺς ὁμοίους
του. |
24
Διότι ἐπαινεϊται ὃ ἁμαρτωλὸς
ἒν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ψυχῆς
αὐτοῦ, |
25
παρώξυνε τὸν Κύριον ὁ ἁμαρτωλός·
κατὰ τὸ πλῆθος τῆς ὀργῆς
αὐτοῦ οὐκ ἐκζητήσει· οὐκ
ἔστιν ὁ Θεὸς ἐνώπιον αὐτοῦ.
|
25
Μὲ αὐτὴν ὅμως τὴν συμπεριφοράν
του ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν λέγῃ
ὅτι δὲν θὰ ζητήσῃ εὐθύνας
διὰ τὰς ἁμαρτίας καὶ τὰς
ἀδικίας του ὁ Θεός, ἐξώργισεν
ἐναντίον του τὸν Κύριον. Ὁ ἁμαρτωλὸς
ζῇ, ὡς ἐὰν δὲν ὑπάρχῃ
ἐνώπιόν του καὶ ὡς ἐὰν
δὲν τὸν βλέπῃ ὁ Θεός!
|
25
Ἐξώργισεν ὑπερβολικὰ τὸν Κύριον
ὁ ἁμαρτωλός, διότι λέγει μέσα του: Κάμνει τὸν
ὠργισμένον ὁ Θεός, ἀλλ’ εἶναι φαινομενικαὶ
αἱ ἀπειλαί του. Δὲν θὰ ζητήσῃ
εὐθύνας διὰ τὰς ἁμαρτίας καὶ
ἀδικίας μου. Ἀλλοίμονον! Δὲν αἰσθάνεται
ποτὲ ἐμπρός του ὁ ἁμαρτωλὸς
τὴν θείαν παρουσίαν καὶ ζῇ ὡς νὰ
μὴ ὑπῆρχε δι' αὐτὸν Θεός.
|
26
Βεβηλοῦνται αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ
ἐν παντὶ καιρῷ, ἀνταναιρεῖται
τὰ κρίματά σου ἀπὸ προσώπου
αὐτοῦ, πάντων τῶν ἐχθρῶν
αὐτοῦ κατακυριεύσει· |
26
Εἰς κάθε στιγμὴν καὶ ὥραν εἶναι
ρυπαροὶ καὶ βρωμεροὶ οἱ δρόμοι
τῆς ζωῆς του. Καταφρονεῖ καὶ καταπατεῖ
ἀσυστόλως τὰ προστάγματα καὶ
τὰς ἐντολάς σου ἐμπρὸς εἰς
τὰ μάτια σου καὶ φαντάζεται ἐν
τῇ ἀλαζονία του ὅτι θὰ ἐπικρατήσῃ
ἐναντίον ὅλων τῶν ἐχθρῶν
του, οἱ ὁποῖοι ἐχθροί του εἶναι
οἱ ἰδικοί σου φίλοι.
|
26
Αἱ πράξεις του εἶναι βδελυραὶ καὶ
βρωμεραὶ καὶ εἰς κάθε περίστασιν ρυπαρὸς
καὶ μολυσμένος εἶναι ὁ δρόμος τῆς
ζωῆς του. Καταφρονεῖ καὶ ἀθετεῖ
ἀσυστόλως τὰ προστάγματα καὶ τὰς
ἐντολάς σου. Λόγῳ τῶν προσωρινῶν ἐπιτυχιῶν
του φαντάζεται ἐν τῇ ἀλαζονείᾳ του,
ὅτι θὰ κυριαρχήσῃ ἐπὶ
ὅλων τῶν ἐχθρῶν του, τῶν ἰδικῶν
σου φίλων, τοὺς ὁποίους αὐτὸς μισεῖ.
|
27
εἰπὲ γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ·
οὐ μὴ σαλευθῶ, ἀπὸ γενεᾶς
εἰς γενεὰν ἄνευ κακοῦ. |
27
Διότι εἶπεν ἀπὸ μέσα του·
<δὲν θὰ μετακινηθῶ ποτὲ ἀπὸ
κανένα, ἡ εὐτυχία μου εἶναι
μόνιμος. Ἐγὼ καὶ οἱ ἀπόγονοί
μου θὰ ζήσωμεν χωρὶς θλίψεις>.
|
27
Διότι εἶπε μέσα εἰς τὴν καρδίαν του·
Δὲν θὰ μετακινηθῶ ἀπὸ κανένα.
Ἡ εὐτυχία μου εἶναι μόνιμος καὶ διαρκής.
Ἐγὼ καὶ οἱ ἀπόγονοί μου, ὅλαι
αἱ γενεαὶ ποὺ θὰ προέλθουν ἐξ
ἐμοῦ θὰ παραμείνωμεν ἄνευ θλίψεως,
μακρὰν οἰουδήποτε κακοῦ.
|
28
Οὗ ἀρᾶς τὰ στόμα αὐτοῦ
γέμει καὶ πικρίας καὶ δόλου,
ὑπὸ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ
κόπος καὶ πόνος. |
28
Ἔτσι σκέπτεται ἐκεῖνος, τοῦ
ὁποίου τὸ στόμα εἶναι γεμᾶτο
ἀπὸ κατάραν ἐναντίον τοῦ
Θεοῦ, ἀπὸ πικρίαν καὶ δολιότητα
κατὰ τοῦ πλησίον του. Ἐκεῖνος,
κάτω ἀπὸ τὴν γλῶσσαν τοῦ
ὁποίου φωληάζει καὶ ξεχύνεται
ἡ κακότης καὶ ἡ μοχθηρία.
|
28
Οὕτω σκέπτεται αὐτός, τοῦ ὁποίου τὸ
στόμα εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ κατάραν
καὶ βλασφημίαν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ
ἀπὸ πικρίαν καὶ δολιότητα κατὰ τοῦ
πλησίον. Κάτω ἀπὸ τὴν γλῶσσαν του
ὑπάρχει διαρκῶς ἡ κακεντρέχεια καὶ
τὸ δηλητήριον τοῦ κόπου καὶ τοῦ πόνου,
διὰ νὰ πικραίνη καὶ καταπιέζῃ μὲ
αὐτὸ τὸν εὐσεβῆ καὶ ἐλπίζοντα
ἐπὶ τὸν Θεὸν πτωχόν. |
29
Ἐγκάθηται ἐνέδρᾳ μετὰ
πλουσίων ἐν ἀποκρύφοις τοῦ ἀποκτεῖναι
ἀθῷον· οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ
εἰς τὸν πένητα ἀποβλέπουσιν·
|
29
Στήνει ἐνέδραν καὶ παραμονεύει
μαζῆ μὲ ἄλλους πλουσίους, στήνει
καρτέρι εἰς ἀποκρύφους τόπους,
διὰ νὰ φονεύσῃ τὸν ἀθῶον
διαβάτην. Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ κακοποιοῦ
αὐτοῦ στρέφονται ἄγριοι καὶ
ἀπειλητικοὶ ἐναντίον τοῦ πτωχοῦ
καὶ ἀνυπερασπίστου ἀνθρώπου.
|
29
Κάθηται μὲ ἐπιμονὴν εἰς ἐνέδραν
καὶ καρτέρι, κρυμμένος μὲ ἄλλους πλουσίους
ἐξ ἐκείνων ποὺ παχύνονται μὲ τὸ
αἷμα τοῦ πτωχοῦ παραμονεύει διὰ νὰ
φονεύσῃ ἄνθρωπον ἀθῶον, ποὺ
δὲν τοῦ ἔπταισεν εἰς τίποτε. Τὰ
μάτια του, σὰν μάτια τίγρεως καρφωμένα είς τὸ
θήραμά της, παρακολουθοῦν ἐξ ἀποστάσεως
τὸν πτωχὸν καὶ περιμένει πότε θὰ πλησιάσῃ
οὗτος ἀνύποπτος διὰ νὰ τοῦ ἐπιτεθῇ.
|
30
ἐνεδρεύει ἐν ἀποκρύφῳ
ὡς λέων ἐν τῇ μάνδρᾳ αὐτοῦ,
ἐνεδρεύει τοῦ ἁρπάσαι πτωχόν,
ἁρπάσαι πτωχὸν ἐν τῷ ἑλκύσαι
αὐτόν· |
30
Παραμονεύει εἰς ἀποκρύφους τόπους,
ὅπως τὸ ληοντάρι παραφυλάττει κρυμμένο
μέσα εἰς τὴν φωλεάν του, ἐνεδρεύει,
διὰ νὰ ἁρπάσῃ τὸν πτωχόν,
νὰ ἁρπάσῃ τὸν πτωχὸν παρασύρων
αὐτὸν μὲ ἀπατηλοὺς τρόπους.
|
30
Κρυμμένος παραμονεύει, ὅπως ὁ λέων παραφυλάττει
σκυμμένος μέσα εἰς τὴν φωλεάν του ἐνεδρεύει
διὰ νὰ ἁρπάσῃ τὸν πτωχόν, ναὶ
νὰ ἁρπάσῃ τὸν πτωχόν, ἀφοῦ
μὲ τρόπον ἀπατηλὸν τὸν προσελκύσῃ
πλησίον του. |
31
ἐν τῇ παγίδι αὐτοῦ ταπεινώσει
αὐτόν, κύψει καὶ πεσεῖται ἐν
τῷ αὐτὸν κατακυριεῦσαι τῶν πενήτων.
|
31
Εἰς τὴν ἐνέδραν, ποὺ στήνει
συμμαζεύεται, σκύβει, ἐξαπλώνεται
κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, διὰ νὰ
μπορέσῃ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν
νὰ ὁρμήσῃ αἰφνιδίως καὶ
κατακυριεύσῃ τοὺς ταλαιπωρημένους
πτωχούς. |
31
Εἰς τὴν παγίδα ποὺ ἔχει στήσει, θὰ
τὸν ταπεινώσῃ, θὰ σκύψῃ, θὰ
συμμαζευθῇ καὶ θὰ πέσῃ ἐπὶ
τοῦ ἐδάφους, μεταχειριζόμενος πᾶν ὕπουλον
μέσον διὰ νὰ κυριαρχήσῃ ἐπὶ
τῶν πτωχῶν καὶ νὰ καταδουλώσῃ
αὐτούς. |
32
Εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ·
ἐπιλέλησται ὁ Θεός, ἀπέστρεψε
τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ μὴ
βλέπειν εἰς τέλος. |
32
Εἶπε ἀπὸ μέσα του σύμφωνα μὲ
τὴν ἐπιθυμίαν τῆς πονηρᾶς καρδίας
του· <ὁ Θεὸς μᾶς ἐλησμόνησε,
ἐγύρισε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν
του καὶ δὲν μᾶς βλέπει καθόλου>.
|
32
Θὰ μετέλθῃ πᾶσαν ἀσυνειδησίαν,
διότι εἶπεν εἰς τὴν καρδίαν του· Ἔχει
ξεχάσει, ἐλησμόνησε τελείως ὁ Θεός. Δὲν
ἐνδιαφέρεται, ἔστρεψεν ἀλλοῦ
τὸ πρόσωπόν του, διὰ νὰ μὴ βλέπῃ
πλέον τίποτε. |
33
Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός, ὑψωθήτω
ἡ χείρ σου, μὴ ἐπιλάθῃ
τῶν πενήτων. |
33
Σήκω, Κύριε καὶ Θεέ μου, ἐν
τῇ δικαιοσύνῃ σου. Ἂς ὑψωθῇ
ἡ παντοδύναμος δεξιά σου καὶ ἂς
πέσῃ τιμωρὸς ἐναντίον ἐκείνων.
Μὴ λησμονῇς τοὺς ταλαιπωρημένους,
τοὺς πτωχούς.
|
33
Σήκω ἐπάνω καὶ κινήσου εἰς ἐκδίκησιν,
Κύριε ὁ Θεός μου· ἂς σηκωθῇ ὑψηλὰ
ἡ χείρ σου, διὰ νὰ καταπέσῃ βαρεῖα
κατὰ τῶν ἀσεβῶν· μὴ λησμονήσῃς
παντοτεινὰ καὶ μέχρι τέλους τοὺς πτωχούς,
οἱ ὁποῖοι μόνον πλοῦτον καὶ
ἐλπίδα ἔχουν τὴν προστασίαν σου.
|
34
Ἕνεκεν τίνος παρώξυνεν ὁ ἀσεβὴς
τὸν Θεόν; Εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ
αὐτοῦ· οὐκ ἐκζητήσει.
|
34
Διατὶ ἐπροκάλεσε ὀξεῖαν τὴν
ὀργὴν ὁ ἀσεβής; Διότι
εἶπεν ἀπὸ μέσα του, σύμφωνα
μὲ τοὺς πόθους τῆς πονηρὰς καρδίας
του· <ὁ Θεὸς δὲν ζητεῖ λογαριασμὸν
καὶ δὲν μᾶς καταλογίζει εὐθύνας
διὰ τὰς πράξεις μας>!
|
34
Διὰ ποῖον λόγον παρώργισεν ὁ ἀσεβὴς
τὸν Θεόν; Τὸν παρώργισε διότι ἐσχημάτισε
τὸ φρόνημα καὶ εἶπε καθ’ ἑαυτόν·
ὁ Θεὸς δὲν θὰ ζητήσῃ πλέον λόγον
δι' ὅσα ἀδικῶ. |
35
Βλέπεις, ὅτι σὺ πόνον καὶ θυμὸν
κατανοεῖς τοῦ παραδοῦναι αὐτοὺς
εἰς χεῖράς σου· σοὶ ἐγκαταλέλειπται
ὁ πτωχός, ὀρφανῷ σὺ ἦσθα
βοηθός. |
35
Ἀλλὰ σύ, Κύριε, τὰ βλέπεις
ὅλα· ὄχι μόνον τὰς ἐξωτερικὰς
πράξεις τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ
καὶ αὐτὰς τὰς σκέψεις καὶ
ἐπιθυμίας τῶν καρδιῶν. Γνωρίζεις
τόσον τοὺς πόνους καὶ τὰς θλίψεις
τοῦ πτωχοῦ ὅσον καὶ τὸν θηριώδη
θυμὸν τοῦ ἀσεβοῦς. Τὰ βλέπεις
ὅλα, διὰ νὰ παραδώσῃς ἐν
τῇ δικαιοσύνῃ σου τοὺς ἀσεβεῖς
εἰς τὴν τιμωρὸν δεξιάν σου. Εἰς
τὴν ἰδικήν σου ὅμως προστασίαν
ἔχει ἐλπίσει καὶ ἔχει ἐγκαταλειφθῆ
ὁ πτωχός. Τοῦ ὀρφανοῦ σὺ
εἶσαι βοηθός.
|
35
Τὰ βλέπεις ὅλα σὺ καὶ δὲν σοῦ
διαφεύγει τίποτε. Δὲν παρακολουθεῖς μόνον τὰς
ἐξωτερικὰς πράξεις, ἀλλὰ παρακολουθεῖς
καὶ αὐτὰ τὰ μυστικὰ ἐλατήρια
καὶ τὰς ἀποκρύφους τῶν καρδιῶν
μας σκέψεις. Καὶ δι’ αὐτὸ γνωρίζεις ἐπακριβῶς
τόσον τοὺς πόνους καὶ τὰς θλίψεις τοῦ
πτωχοῦ, ὅσον καὶ τὸν ἄσπλαγχνον
θυμὸν τοῦ ἀσεβοῦς. Βλέπεις καὶ
παρακολουθεῖς ὅλα προσεκτικῶς διὰ
νὰ παραδώσῃς ἐν τῇ δικαιοσύνῃ
σου τοὺς ἀσεβεῖς εἰς τὰς ἀδυσωπήτους
τιμωρίας τῶν χειρῶν σου. Εἰς τὴν προστασίαν
σου καὶ μόνον ἔχει ἐγκαταλειφθῇ ὁ
πτωχός, εἰς τὸν ὀρφανὸν σὺ εἶσαι
βοηθός. |
36
Σύντριψον τὸν βραχίονα τοῦ ἁμαρτωλοῦ
καὶ πονηροῦ, ζητηθήσεται ἡ ἁμαρτία
αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ.
|
36
Σύντριψε σὺ τὴν καταπιεστικὴν δύναμιν
τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ τοῦ πονηροῦ
ἀνθρώπου. Ἐξάλειψε αὐτὸν
καὶ τὰς κακάς του πράξεις, ὥστε,
ἐὰν ἀναζητηθῇ τὸ κακόν
ποὺ ἔκαμε, νὰ μὴ εὑρεθῇ
οὔτε αὐτὸς οὔτε ἐκεῖνο.
|
36
Σύντριψε σὺ τὴν καταπιεστικὴν δύναμιν
τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ πονηροῦ·
θὰ ζητηθῇ τὸ κακὸν καὶ ἡ
ἁμαρτία ποὺ ἔκαμε καὶ δὲν
θὰ εὑρεθῇ, διότι θὰ ἔχῃ
ἑξαφανισθῆ μαζὶ μὲ ἐκεῖνον.
|
37
Βασιλεύσει Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα
καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος, ἀπολεῖσθε ἔθνη ἐκ
τῆς γῆς αὐτοῦ. |
37
Μόνον ὁ αἰώνιος Κύριος θὰ
βασιλεύσῃ εἰς τοὺς αἰῶνας
τῶν αἰώνων. Σεῖς οἱ εἰδωλολάτραι
θὰ ἐξολοθρευθῆτε ἀπὸ τὴν
γῆν τοῦ Κυρίου.
|
37
Θὰ βασιλεύση ὁ Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα
καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος. Σεῖς δὲ οἱ ἐθνικοί,
ποὺ λατρεύετε τὰ εἴδωλα, θὰ χαθῆτε
ἀπὸ τὴν γῆν, ἡ ὁποία εἶναι
ἰδική του. |
38
Τὴν ἐπιθυμίαν τῶν πενήτων εἱσήκουσε
Κύριος, τὴν ἐτοιμασίαν τῆς καρδίας
αὐτῶν προσέσχε τὸ οὖς σου
|
38
Ὁ Κύριος ἤκουσε τὴν δικαίαν
ἐπιθυμίαν τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων.
Καὶ τὸ αὐτί του τὸ ἔτεινε
προσεκτικὸν εἰς τοὺς δικαίους πόθους
τῆς καρδίας των. |
38
Τὴν ἐπιθυμίαν τῶν πτωχῶν εἱσήκουσεν
ὁ Κύριος. Εἰς τοὺς πόθους τῆς καρδίας
των ἐπρόσεξε, Κύριε, τὸ οὖς σου,
|
39
κρῖναι ὀρφανῷ καὶ ταπεινῷ, ἵνα
μὴ προσθῇ ἔτι μεγαλαυχεῖν ἄνθρωπος
ἐπὶ τῆς γῆς. |
39
Ἀνέλαβεν αὐτός, νὰ κρίνῃ
μὲ δικαιοσύνην ἐπὶ τῆς ὑποθέσεως
τοῦ ὀρφανοῦ καὶ τοῦ πτωχοῦ
ἀνθρώπου, νὰ τοὺς ὑπερασπίσῃ
ἐν τῇ παντοδυναμίᾳ του, ὥστε
νὰ μὴ τολμήσῃ πλέον κανεὶς
ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς νὰ
ἀλαζονευθῇ εἰς βάρος αὐτῶν
καὶ τοῦ Θεοῦ. |
39
διὰ νὰ κάμῃς δικαίαν κρίσιν ὑπέρ του
ὀρφανοῦ καὶ ταπεινοῦ, ὥστε νὰ
μὴ τολμήσῃ πλέον νὰ μεγαλαυχῇ καὶ
νὰ ἐπιδεικνύῃ ἀλαζονικῶς τὸ
ἀνάστημά του οἰοσδήποτε ἄνθρωπος ἐπὶ
τῆς γῆς. |