Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ύριε,
τίς παροικήσει ἐν τῷ σκηνώματί
σου; Ἢ τίς κατασκηνώσει ἐν ὅρει
ἁγίῳ σου; |
ύριε,
ποιὸς εἶναι ἄξιος νὰ φιλοξενηθῇ,
ἔστω καὶ ἐπ' ὀλίγον, εἰς
τὸ ἐν τῇ Ἱερουσαλὴμ κατοικητήριόν
σου; Ἢ ποιὸς εἶναι ἄξιος νὰ
στήσῃ τὴν σκηνήν του εἰς τὸ
ἅγιον σου ὄρος, ὅπου ὑπάρχει
ὁ ναός σου;
|
ύριε,
ποῖος εἶναι ἄξιος ἔστω καὶ ὡς
φιλοξενούμενος νὰ παραμείνῃ εἰς τὸ
ἐπὶ γῆς κατοικητήριόν σου; Ἢ ποῖος
θὰ θεωρηθῇ ἱκανὸς νὰ στήσῃ
τὴν σκηνήν του εἰς τὸ ἅγιον
σου ὄρος καὶ εἰσερχόμενος εἰς τὸν
ναόν σου νὰ λατρεύσῃ πρεπόντως τὴν μεγαλειότητά
σου; |
2
Πορευόμενος ἄμωμος καὶ ἐργαζόμενος
δικαιοσύνην, λαλῶν ἀλήθειαν ἐν
καρδίᾳ αὐτοῦ, |
2
Μόνον ὁ ἄμεμπτος καὶ ἀκατηγόρητος.
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐργάζεται
καὶ ἐφαρμόζει δικαιοσύνην, ὁ
ὁποῖος ἀγαπᾷ τὴν ἀλήθειαν
μὲ ὅλην του τὴν καρδίαν καὶ
αὐτὴν μόνον λέγει.
|
2
Ἐκεῖνος ὅστις συμπεριφέρεται καὶ πολιτεύεται
μὲ ἄμεμπτον διαγωγὴν καὶ ἐργάζεται
τὴν τελείαν ἁρετήν, τοῦ ὁποίου τὸ
ἐσωτερικὸν κυριαρχεῖται ἀπὸ
τὴν ἀλήθειαν, ὥστε αὐτὴν εἰλικρινῶς
νὰ ἀγαπᾷ καὶ αὐτὴν πάντοτε
ὡς περίσσευμα τῆς καρδίας του νὰ λαλῇ.
|
3
ὃς οὐκ ἐδόλωσεν ἐν γλώσσῃ
αὐτοῦ, οὐδὲ ἐποίησε τῷ
πλησίον αὐτοῦ κακὸν καὶ ὀνειδισμὸν
οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ τοῖς ἔγγιστα
αὐτοῦ. |
3
Ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἔπλεξε δόλιον
σχέδια μὲ τὴν γλῶσσαν του καὶ
δὲν ἔκαμε ποτὲ κάτι κακὸν πρὸς
τὸν πλησίον του, οὔτε ἐνέπαιξε
ποτὲ ἢ ἐδυσφήμησε τοὺς γύρω
του ἀνθρώπους. |
3
Ἐκεῖνος εἶναι ἄξιος νὰ εἰσέλθῃ
εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος
δὲν ἔπλεξε δόλους μὲ τὴν γλῶσσαν
του, οὔτε ἔκαμε ποτὲ κακὸν εἰς
τὸν πλησίον του καὶ δὲν ἐπεριγέλασε
τοὺς ὁπωσδήποτε ἀτυχοῦντας ἀδελφούς
του, οὐδὲ διέδωκε δυσφημήσεις καὶ ἀτιμωτικὰς
κατηγορίας καὶ διαβολὰς κατ’ αὐτῶν.
|
4
Ἐξουδένωται ἐνώπιον αὐτοῦ
πονηρευόμενος, τοὺς δὲ φοβουμένους
τὸν Κύριον δοξάζει· ὁ ὀμνύων
τῷ πλησίον αὐτοῦ καὶ οὐκ
ἀθετῶν· |
4
Αὐτός, εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς
τοῦ ὁποίου θεωρεῖται ἀνάξιος
καὶ ἐξουδενωμένος ἐκεῖνος, ποὺ
βαδίζει τὸν δρόμον τῆς πονηρίας,
ἐνῷ ἐξ ἀντιθέτου τιμῶνται
καὶ δοξάζονται ἀπὸ αὐτὸν
ἐκεῖνοι, ποὺ φοβοῦνται τὸν Κύριον.
Αὐτὸς ἔχει τὸ δικαίωμα παρὰ
τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσέλθῃ εἰς
τὸν ναὸν Κυρίου· αὐτὸς
ποὺ δίδει τιμίας καὶ ἐνόρκους
ὑποσχέσεις εἰς τὸν πλησίον του
καὶ ποτὲ δὲν τὰς παραβαίνει,
ἀλλὰ τὰς τηρεῖ μὲ ἀκρίβειαν.
|
4
Θεωρεῖται ὑπ' αὐτοῦ ἀνάξιος
προσοχῆς καὶ συναναστροφῆς καὶ ἐστερημένος
τιμῆς καθένας ποὺ πονηρεύεται καὶ
πράττει τὸ κακόν, Ἔστω καὶ ἂν εἶναι
πλούσιος καὶ κατὰ κόσμον ἔνδοξος καὶ
ἐπιφανής, σέβεται δὲ καὶ τιμᾷ μόνον
τοὺς φοβουμένους τὸν Κύριον, Ἔστω καὶ
ἂν εἶναι οὖτοι πτωχοὶ καὶ κατὰ
κόσμον ἄσημοι. Ἐκεῖνος θὰ γίνῃ
δεκτὸς εἰς τὸ κατοικητήριον τοῦ Κυρίου,
ὁ ὁποῖος δίδει ἐνόρκους ὑποσχέσεις
εἰς τὸν πλησίον του καὶ δὲν τὰς
ἀθετεῖ, ἀλλὰ μὲ φόβον Θεοῦ
παραμένει πιστὸς εἰς τοὺς ὅρκους του.
|
5
τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ
ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ καὶ δῶρα
ἐπ' ἀθῴοις οὐκ ἔλαβεν. Ὁ
ποιῶν ταῦτα, οὐ σαλευθήσετοι εἰς
τὸν αἰῶνα. |
5
Αὐτός, ὁ ὁποῖος δὲν δανείζει
τὰ χρήματά του μὲ τόκον καὶ
δὲν δέχεται δῶρα, διὰ νὰ ἐκδώσῃ
καταδικαστικὰς ἀποφάσεις εἰς βάρος
ἀθώων ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος,
ποὺ πράττει αὐτά, δὲν θὰ
σαλευθῇ ποτὲ οὔτε ἐνώπιον καὶ
τὸν μεγαλυτέρων κινδύνων. |
5
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἐξεμεταλλεύθη
ποτὲ τὸν πτωχὸν εἰς τὴν ἀνάγκην
αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐδάνεισεν ἀτόκως
τὰ χρήματά του καὶ δὲν ἔλαβε ποτὲ
δῶρα διὰ νὰ βλάψῃ καὶ ἀδικήσῃ
τοὺς ἀθώους. Ἐκεῖνος ποὺ
πράττει αὐτά, θὰ παραμείνῃ αἰωνίως
ἀσάλευτος καὶ ἀκλόνητος ἐν μέσῳ
οἰωνδήποτε προσβολῶν καὶ κινδύνων.
|