Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἰσάκουσον,
Κύριε, τῆς δικαιοσύνης μου, πρόσχες
τῇ δεήσει μου, ἐνώτισαι τὴν
προσευχήν μου οὐκ ἐν χείλεσι δολίοις.
|
άμε
δεκτήν, Κύριε, τὴν δικαίαν αἴτησιν
τῆς προσευχῆς μου· δῶσε προσοχὴν
εἰς τὴν δέησίν μου, μὲ ὦτα
εὐμενῆ ἄκουσε τὴν προσευχήν
μου, τὴν ὁποίαν ἐγὼ τώρα
ἀπευθύνω πρὸς σὲ μὲ χείλη
ἄδολα καὶ εἰλικρινῆ.
|
ἰσάκουσον,
Κύριε, τὸ δίκαιον αἴτημά μου. Εὐδόκησον
να προσέξῃς τὴν παράκλησιν καὶ ἱκεσίαν
μου. Ἄκουσον μὲ ὦτα εὐμενῆ τὴν
προσευχήν, τὴν ὁποίαν σοῦ ἀπευθύνω
μὲ χείλη εἰλικρινῆ καὶ ἐλεύθερα
ἀπὸ δόλον. |
2
Ἐκ προσώπου σου τὸ κρῖμα μου ἐξέλθοι,
οἱ ὀφθαλμοί μου ἰδέτωσαν εὐθύτητας.
|
2
Ἀπὸ σὲ προσωπικῶς ποθῶ καὶ
παρακαλῶ νὰ ἐκδοθῇ ἡ δικαία
ἀπόφασις ὑπὲρ ἐμοῦ καὶ
ἔτσι τὰ μάτια μου νὰ ἰδοῦν
τὴν ἐπικράτησιν τῶν δικαίων
ἀποφάσεών σου. |
2
Ἡ περὶ ἑμοῦ κρίσις καὶ ἀπόφασις
ἂς ἐξέλθῃ καὶ ἂς ἐκδοθῇ
αὐτοπροσώπως ἀπὸ σέ, ποὺ κρίνεις δικαίως
καὶ εὐθέως. Οἱ ὄψθαλμοί μου, οἱ
ὁποῖοι ματαίως ἀναζητοῦν τὸ
δίκαιον καὶ ὀρθὸν ἐπὶ τῆς
γῆς, ἂς ἴδουν τὴν ἐπικράτησιν
τῶν ἀπροσωπολήπτων καὶ δικαίων ἀποφάσεών
σου. |
3
Ἐδοκίμασας τὴν καρδίαν μου, ἐπεσκέψω
νυκτός· ἐπύρωσάς με, καὶ
οὐχ εὑρέθη ἐν ἐμοὶ ἀδικία.
|
3
Ἐξήτασας τὰ βάθη τῆς καρδίας
μου, ὅταν μὲ ἐπεσκέφθης κατὰ
τὰς νυκτερινὰς ὥρας τῆς αὐτοεξετάσεώς
μου. Ὡσὰν χρυσὸν εἰς τὸ χωνευτήριον
μὲ ὑπέβαλες εἰς τὸ πῦρ
τῶν δοκιμασιῶν καὶ εἰς ὅλα αὐτὰ
δὲν εὑρέθη μέσα μου καμμία ἀδικία
ἐναντίον οὐδενός.
|
3
Ἐρεύνησες καὶ ἐξήτασες τὰ βάθη
τῆς καρδίας μου. Μὲ ἐπεσκέφθης κατὰ
τὴν νύκτα, ὅτε καταμόνος καὶ ἐν ἡσυχίᾳ
συνεκέντρωνα τὸν νοῦν εἰς τὰς ἀδικίας
καὶ τὰς ἐπιβουλὰς τῶν ἐχθρῶν
μου καὶ εἰς τὸν σάλον τῶν περιπετειῶν
καὶ κινδύνων μου. Μὲ ἀφῆκες εἰς
τὸ πῦρ τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν
βασανιστικῶν τούτων σκέψεων ὡς εἰς ἄλλο
χωνευτήριον νὰ δοκιμασθῶ, καὶ δὲν
εὑρέθη μέσα μου σκέψις ἄδικος καὶ
ἐμπαθής. |
4
Ὅπως ἂν μὴ λαλήσῃ τὸ στόμα
μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, διὰ
τοὺς λόγους τῶν χειλέων σου ἐγὼ
ἐφύλαξα ὁδοὺς σκληράς.
|
4
Διὰ νὰ μὴ λαλῇ τὸ στόμα
μου τίποτε σχετικὸν μὲ τὰ πονηρὰ
ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ διὰ
νὰ τηρῶ τοὺς λόγους καὶ τὰ
παραγγέλματα τοῦ στόματός σου, Κύριε,
ἐγὼ ἐβάδισα τὰς δυσκόλους
καὶ πλήρεις ταλαιπωρίας ὁδοὺς
τοῦ θείου σου θελήματος.
|
4
Ἐπὶ τῷ σκοπῷ δὲ τοῦ να
μὴ δοκιμάσω διὰ τοῦ στόματός μου τὰ
πονηρὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ
διὰ νὰ συμμορφοῦμαι πρὸς τοὺς
λόγους καὶ τὰ παραγγέλματα τῶν χειλέων σου,
Κύριε, ἐγὼ ἐφύλαξα τὰς δυσκόλους καὶ
τραχείας ὁδοὺς τοῦ καθήκοντος.
|
5
Κατάρτισαι τὰ διαβήματά μου ἐν
ταῖς τρίβοις σου, ἵνα μὴ σαλευθῶσι
τὰ διαβήματά μου. |
5
Καθοδήγησε καὶ προσάρμοσε πλήρως τὰ
βήματα τῆς ζωῆς μου εἰς τοὺς
δρόμους τῶν ἐντολῶν σου, διὰ
νὰ μὴ κλονισθοῦν ποτὲ αἱ πορεῖαι
μου. |
5
Συμμόρφωσε πλήρως τὸν βίον μου καὶ τὴν διαγωγήν
μου, ὥστε νὰ βαδίζω πάντοτε εἰς τὰς
ὁδοὺς τῶν ἐντολῶν σου, διὰ
νὰ μὴ κλονισθοῦν ποτὲ οἱ πόδες
μου καὶ ὀλισθήσω μακρὰν τοῦ θελήματός
σου. |
6
Ἐγὼ ἐκέκραξα, ὅτι ἑπήκουσάς
μου, ὁ Θεός· κλῖνον τὸ οὖς
σου ἐμοὶ καὶ εἰσάκουσαν τῶν
ρημάτων μου. |
6
Ἐγὼ φωνάζω τώρα πρὸς σέ,
Κύριε, διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι
μὲ ἔχεις ἀκούσει καὶ μὲ
ἀκούεις. Κλῖνε, λοιπόν, τὸ αὐτί
σου εὐμενὲς εἰς τὴν φωνήν μου
καὶ ἄκουσε τὰ λόγια τῶν προσευχῶν
μου. |
6
Ἐγὼ μὲ πόθον πολὺν καὶ πίστιν
ἀκλόνητον ἐφώναζα καὶ σὲ ἐπεκαλέσθην,
διότι πάντοτε εἰς τὸ παρελθὸν ἑπήκουσας,
ὦ Θεέ, τὴν προσευχήν μου. Σκύψε ἀπὸ
τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ τὸ
οὖς σου πρὸς ἐμὲ καὶ ἄκουσε
τοὺς λόγους τῆς δεήσεώς μου, τὴν ὁποίαν
ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς σου ἀναπέμπω.
|
7
Θαυμάστωσον τὸ ἐλέη σου, ὁ σῴζων
τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ σὲ
ἐκ τῶν ἀνθεστηκότων τῇ δεξιᾷ
σου. |
7
Φανέρωσέ μου κατὰ ἕνα τρόπον
θαυμαστὸν τὸ ἔλεός σου πρὸς
ἐμέ, σὺ ὁ ὁποῖος τοὺς
ἐλπίζοντας εἰς σὲ τοὺς σώζεις
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς σου, ἀπὸ
ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀντιτάσσονται
εἰς τὴν παντοδύναμον δεξιάν σου.
|
7
Φανέρωσε κατὰ τρόπον θαυμαστὸν τὰ ἐλέη
σου καὶ πάλιν, σὺ ποὺ πάντοτε σώζεις
τοὺς ἐλπίζοντας εἰς σὲ ἀπὸ
τὰς ἐπιβουλὰς καὶ τὰς καταδιώξεις
τῶν ἀνθισταμένων εἰς τὴν πανίσχυρον
δεξιάν σου. |
8
Φυλάξόν με ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ·
ἐν σκέπῃ τῶν πτερύγων σου σκεπάσεις
με |
8
Φύλαξέ με ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ,
σκέπασέ με κάτω ἀπὸ τὴν
ἀκατανίκητον προστασίαν τῶν πτερύγων
σου, ὅπως ἡ ὄρνις σκεπάζει τοὺς
νεοσσούς της. |
8
Προφύλαξέ με σὰν κόρην ὀφθαλμοῦ· περιφρούρησέ
με, ὅπως οἱ ἄνθρωποι φυλάττουν τὰ
μάτια των ἢ ὅ,τι προσφιλὲς καὶ πολύτιμον
ἔχουν. Σκέπασέ με ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς
κραταιᾶς σου δυνάμεως καὶ προστασίας, ὅπως
σκεπάζει ἡ ὄρνιθα τὰ μικρὰ πουλιά
της, κρύπτουσα αὐτὰ ἀπὸ τὸν
προσεγγίζοντα ἐπίβουλον τῆς ζωῆς των.
|
9
ἀπὸ προσώπου ἀσεβῶν τῶν
ταλαιπωρησάντων με. Οἱ ἐχθροί μου
τὴν ψυχήν μου περιέσχον·
|
9
Διαφύλαξέ με ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς
ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἕως
τώρα μὲ ἔχουν ταλαιπωρήσει. Αὐτοὶ
οἱ ἐχθροί μου, Κύριε, μὲ περιεκύκλωσαν
ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα καὶ
ἀπειλοῦν τὴν ζωήν μου.
|
9
Οὕτω καὶ σύ, Κύριε, προστάτευσέ με ἀπὸ
τὰ πρόσωπα τῶν ἀσεβῶν, ποὺ μὲ
ἐταλαιπώρησαν καὶ μὲ ἐβασάνισαν. Ἰδοὺ
οἱ ἐχθροί μου μὲ ἐκύκλωσαν
δι' ἐπιβουλῶν καὶ ἐνεδρῶν, τὰς
ὁποίας μοῦ ἔχουν στήσει παντοῦ ὅπου
καὶ ἂν στραφῶ. |
10
τὸ στέαρ αὐτῶν συνέκλεισαν,
τὸ στόμα αὐτῶν ἐλάλησεν
ὑπερηφανίαν. |
10
Ἔκλεισαν τελείως τὰ σπλάγχνα των καὶ
ἔγινε σκληρὰ ἡ καρδία τῶν ἀνθρώπων
αὐτῶν ἀπέναντί μου. Τὸ
στόμα αὐτῶν ἐλάλησε λόγους
ἀλαζονικοὺς καὶ θρασεῖς ἐναντίον
μου. |
10
Ἐκλείσθη ἀπὸ πάχος ἀναισθησίας ὁλόκληρος
ἡ καρδία των καὶ ἐγένετο σκληρά. Τὸ
στόμα των ἐλάλησε λόγους θρασεῖς καὶ ὑπερηφάνους.
|
11
Ἐκβαλόντες με νυνὶ περιεκύκλωσάν
με, τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἔθεντο
ἐκκλῖναι ἐν τῇ γῇ.
|
11
Ἀφοῦ μὲ ἔβγαλαν ἔξω καὶ
μὲ ἐδίωξαν ἀπὸ τὴν πατρίδα
μου, μὲ περιεκύκλωσαν μὲ μοχθηρίαν
καὶ ἔστρεψαν ὁλόγυρά των τὰ
βλέμματά των μὲ φονικὴν διάθεσιν
ἐναντίον μου πῶς θὰ μὲ ξαπλώσουν
νεκρὸν κάτω εἰς τὴν γῆν.
|
11
Ἀφοῦ μὲ ἔβγαλαν ἔξω καὶ
μὲ ἀπεδίωξαν ἀπὸ τὴν πατρίδα
καὶ τὸν οἶκον μου, μὲ περιεκύκλωσαν.
Πρὸς ἓν καὶ μόνον σημεῖον ἔστρεψαν
τοὺς ὀφθαλμούς των καὶ ὅλην
τῶν τὴν προσοχήν, πῶς να μὲ ἑξαπλώσουν
κατὰ γῆς καὶ ἐντὸς αὐτῆς
να μὲ θάψουν. |
12
Ὑπέλαβόν με ὡσεὶ λέων
ἕτοιμος εἰς θήραν καὶ ὡσεὶ
σκύμνος οἰκῶν ἐν ἀποκρύφοις.
|
12
Μὲ ἐθεώρησαν καὶ μὲ ἀντίκρυσαν,
ὅπως ὁ λέων ἀντικρύζει τὸ
θῦμα του καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ
ἐπιτεθῇ ἐναντίον τοῦ θηράματός
του· σὰν νεαρὸ ὀρμητικὸ ληοντάρι,
ποὺ ἐνεδρεύει εἰς ἀποκρύφους
τόπους, διὰ νὰ συλλάβῃ τὴν
λείαν του. |
12
Μὲ ἐξέλαβον ὡς λείαν καὶ ὡς
θήραμα· μὲ ἀντίκρυσαν σὰν λέων ἐτοιμασμένος
διὰ νὰ ἐφορμήσῃ πρὸς σύλληψιν
τοῦ θηράματός του καὶ σὰν μικρὸν
λεοντάριον ποὺ δὲν ἠσκήθη εἰς τὸ
κυνήγιον καὶ δὲν ἐθάρρευσεν ἀκόμη,
δι' αὐτὸ δὲ κρύπτεται καὶ παραμονεύει,
προκειμένου νὰ ἁρπάσῃ ἀσφαλῶς
τὴν λείαν του. |
13
Ἀνάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αὐτοὺς
καὶ ὑποσκέλισον αὐτούς, ρῦσαι
τὴν ψυχήν μου ἀπὸ ἀσεβοῦς,
ρομφαίαν σου ἀπὸ ἐχθρῶν τῆς
χειρός σου. |
13
Σήκω ἐπάνω, Κύριε, καὶ πρόφθασέ
τους, πρὶν μὲ θανατώσουν. Βάλε τους
τρικλοποδιά, ρίξε τους κάτω εἰς τὸ
χῶμα καὶ γλύτωσε τὴν ζωήν μου
ἀπὸ τὸν ἀσεβῆ ἀρχηγόν
των, τὸν Σαούλ. Πάρε εἰς τὸ
χέρι σου τὴν ρομφαίαν ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν, ποὺ ἀνθίστανται
εἰς σέ. |
13
Ἀρκετὰ ἐμακροθύμησας, Κύριε σήκω ἐπάνω
καὶ κατάφθασέ τους προτοῦ μὲ
θανατώσουν· πεδίκλωσε τους καὶ ἀνάτρεψέ
τους. Γλύτωσε ἀπὸ τὸν ἀσεβῆ
τὴν ψυχήν μου. Γλύτωσέ την ἀπὸ τοὺς
ἐχθρούς, διότι αὐτὴ εἶναι ρομφαῖα
καὶ ὅπλον τῆς χειρός σου, ἀντιτασσομένη
διὰ τῆς βοηθείας σου κατὰ παντὸς ἀσεβοῦς
καὶ μισοῦντος τὸν νόμον σου.
|
14
Κύριε, ἀπὸ ὀλίγων ἀπὸ
γῆς διαμέρισον αὐτοὺς ἐν τῇ
ζωῇ αὐτῶν, καὶ τῶν κεκρυμμένων
σου ἐπλήσθη ἡ γαστὴρ αὐτῶν,
ἐχορτάσθησαν ὑείων,* καὶ ἀφῆκαν
τὰ κατάλοιπα τοῖς νηπίοις αὐτῶν.
|
14
Ὦ, Κύριε, ἀπὸ τοὺς ὀλίγους
εὐσεβεῖς ξεχώρισε καὶ ἀπομάκρυνε
τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβῶν. Διασκόρπισέ
τοὺς εἰς τὴν γῆν, ἐνῷ
εὑρίσκονται ἀκόμη εἰς τὴν
παροῦσαν ζωήν. Ὑλόφρονες καὶ
λαίμαργοι, καθὼς εἶναι, ἐγέμισαν
τὴν κοιλίαν των δὲ ὅσα ἀγαθά,
σὺ ἔχεις ἀποκρύψει εἰς τὰ
βάθη τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης.
Ἐχόρτασαν ἀπὸ χριρινὰ ἀπαγορευμένα
κρέατα καὶ ἀφοῦ οἱ ἴδιοι
ἔφαγαν καὶ ἔπιαν καὶ ἐχρρτάσθησαν,
ἀφῆκαν τὰ ὑπολείμματα τοῦ
συμποσίου των εἰς τὰ νήπιά των.
|
14
Ὦ Κύριε, χώρισε τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβῶν
ἀπὸ τοὺς ὀλίγους ἐκλεκτούς σου.
Ἀποχώρισε αὐτοὺς ἀπὸ τὴν
γῆν, ἤδη ἀπὸ τῆς παρούσης τῶν
ζωῆς. Δὲν ἀπήλαυσαν μόνον τὰ κοινὰ
ἀγαθά, μὲ τὰ ὁποῖα τρέφονται
ὅλοι.
Ἀλλ’
ἐγέμισεν ἡ κοιλία των καὶ μὲ ὅσα
ἔχεις ἀποκρύψει εἰς τὰ βάθη τῆς
γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, τῶν ὁποίων
τοὺς θησαυροὺς ἐξέχωσαν καὶ
ἀνείλκυσαν. Ἀπέκτησαν ἀπογόνους πολλοὺς
καὶ ἐχόρτασαν τὰ μάτια των ἀπὸ
τὸ νὰ βλέπουν πλῆθος υἱῶν (Ὑπάρχει
καὶ ἡ διάφορος γραφή: <ὑείων>
= <χοιρινῶν κρεάτων>, ἅτινα κατὰ τὸν
νόμον ἀπηγορεύοντο ὡς ἀκάθαρτα καὶ
δὲν ἔπρεπε νὰ τρώγωνται). Καὶ ἀφοῦ
οἱ ἴδιοι ἔφαγον καὶ ἔπιον καὶ
ἐθησαύρισαν, ἀφῆκαν τὰ ὑπολείμματα
τοῦ πλούτου των εἰς τὰ νήπιά των.
|
15
Ἐγὼ δὲ ἐν δικαιοσύνῃ ὀφθήσομαι
τῷ προσώπῳ σου, χορτασθήσομαι ἐν
τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν
σου. |
15
Ἐγὼ ὅμως θὰ ἐργασθῶ τὴν
ἀρετὴν καὶ μὲ αὐτὴν θὰ
ἀξιωθῶ τῆς χαρᾶς νὰ ἴδω
τὸ πρόσωπόν σου, θὰ χορτάσῃ
ἡ ψυχή μου, ὅταν θὰ βλέπω, Κύριε,
τὴν δόξαν σου. |
15
Ἰδικός μου ὅμως πλοῦτος εἶναι ἡ
ἀρετή. Καὶ μὲ αὐτὴν θὰ
παρουσιασθῶ καὶ θὰ ἐμψανισθῶ
ἐμπρός σου, θὰ χορτασθῶ δὲ τότε, ὅταν
ἀπαύστως θὰ βλέπω καὶ ἀκορέστως
θὰ ἀπολαμβάνω τὴν δόξαν τοῦ θείου
προσώπου σου. |