ἱ
οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ,
ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει
τὸ στερέωμα. |
ἱ
οὐρανοὶ μὲ τὴν ἁρμονίαν
καὶ τὸ κάλλος των διηγοῦνται εἰς
κάθε ἄνθρωπον τὴν δόξαν καὶ
τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ. Ὁ οὐρανός,
ποὺ σὰν στερεὸς θόλος περιβάλλει
τὴν γῆν, διακηρύττει, ὅτι εἶναι
ἔργον τοῦ παντοδυνάμου καὶ πανσόφου
δημιουργοῦ. |
ἱ
οὐρανοὶ διὰ τῆς μεγαλοπρεποῦς
ἁρμονίας καὶ τοῦ κάλλους των διηγοῦνται
εἰς πάντα νοήμονα ἄνθρωπον τὴν ἔνδοξον
σοφίαν καὶ δύναμιν τοῦ δημιουργήσαντος αὐτοὺς
Θεοῦ. Τὴν ὑπερθαύμαστον δὲ κτίσιν,
τὴν ὁποίαν ἐποίησαν αἱ χεῖρες
του, ἐξαγγέλλει ὁ οὐρανός, ποὺ ὡς
ἀπέραντος στερεωμένος θόλος ἐκτείνεται ὑπεράνω
ἠμῶν. |
3
Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται
ρῆμα καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλει
γνῶσιν. |
3
Κάθε ἡμέρα βροντοφωνεῖ εἰς τὴν
ἑπομένην ἡμέραν καὶ κάθε
νὺξ ἀναγγέλλει εἰς τὴν ἄλλην
νύκτα τὴν γνῶσιν διὰ τὴν ὕπαρξιν
τοῦ ἀπειροτελείου Δημιουργοῦ.
|
3
Καὶ ἡ σιωπηλὴ αὐτὴ τοῦ
ἐνάστρου οὐρανοῦ μαρτυρία περὶ τοῦ
δημιουργοῦ του εἶναι ἄπαυστος καὶ
συνεχής. Ἑκάστη ἡμέρα ἀντηχεῖ καὶ
διακηρύττει πολυσήμαντον λόγον εἰς τὴν ἐπακολουθοῦσαν
ἡμέραν, καὶ ἑκάστη νὺξ μεταδίδει εἰς
τὴν ἐπερχομένην νύκτα τὴν περὶ Θεοῦ
Δημιουργοῦ γνῶσιν. |
4
Οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ οὐδὲ λόγοι,
ὧν οὐχὶ ἀκούονται αἱ φωναὶ
αὐτῶν· |
4
Οἱ λόγοι, τοὺς ὁποίους διαλαλοῦν
οἱ οὐρανοί, δὲν εἶναι σιωπηλοὶ
λόγοι ἀπὸ ἐκείνους, τῶν
ὁποίων αἱ φωναὶ δὲν ἀκούονται
παντοῦ. |
4
Αἱ λαλιαὶ δὲ καὶ οἱ λόγοι, οἵτινες
ἐκβάλλονται ἀπὸ τὴν σιγηλὴν
τοῦ οὐρανοῦ τάξιν καὶ ἁρμονίαν,
δὲν εἶναι λαλιαὶ καὶ λόγοι, τῶν
ὁποίων δὲν ἀκούονται αἱ φωναί.
|
5
εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν
ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς
τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ
ρήματα αὐτῶν. |
5
Τουναντίον, εἰς ὁλόκληρον τὴν
γῆν ἐξῆλθε καὶ ἀκούεται
ἡ φωνή των. Ἔφθασαν καὶ εἰς
τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης οἱ
λόγοι των.
|
5
Ἀλλ’ ὡς ἄλλος μουσικὸς καὶ ἁρμονικὸς
φθόγγος ἀντηχοῦν καθ’ ὅλην τὴν γῆν
καὶ τὰ λόγια των φθάνουν εἰς τὰς ἐσχατιὰς
καὶ τὰ πλέον μεμακρυσμένα ὅρια τῆς
οἰκουμένης. Εἰς τρόπον ὥστε δὲν ὑπάρχει
ἔθνος καὶ γλῶσσα, ποὺ νὰ μὴ
κατανοοῦν τί σημαίνουν καὶ τί ἐννοοῦν
αἱ λαλιαὶ καὶ οἱ λόγοι αὐτοί.
|
6
Ἐν τῷ ἡλίῳ ἔθετο τὸ
σκήνωμα αὐτοῦ· καὶ αὐτὸς
ὡς νυμφίος ἐκπορευόμενος ἐκ
παστοῦ αὐτοῦ, ἀγαλλιάσεται ὡς
γίγας δραμεῖν ὁδὸν αὐτοῦ.
|
6
Ὁ Θεὸς τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον,
τὸν ἥλιον, ἔκαμεν ἰδιαίτερον
ἐνδιαίτημά του. Τὸν διατάσσει
νὰ ἀνατέλλῃ λαμπρὸς ὡσὰν
νυμφίος, ποὺ ἐξέρχεται λαμπροστολισμένος
ἀπὸ τὸν νυμφικόν του θάλαμον.
Ὡσὰν γίγας καὶ ἀκούραστος
δρομεύς, μὲ ἀγαλλίασιν καὶ χωρίς
ποτὲ νὰ ἀποκάμῃ διὰ μέσου
τῶν αἰώνων, διατρέχει κάθε ἡμέραν
τὸν ἀπὸ ἀνατολῶν ἕως δυσμῶν
δρόμον του. |
6
Εἰς τὸν ἥλιον ὁ οἰκῶν
τὸ ἀπρόσιτον φῶς Θεὸς ἐγκατέστησε
τὴν σκηνήν του (Κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν:
Εἰς τὸν οὐρανὸν ἔθετο τὸ
σκήνωμα τοῦ ἡλίου ὁ Κύριος). Καὶ ἀνατέλλει
τὸ λαμπρὸν τοῦτο ἄστρον ὡς νυμφίος,
ὁ ὁποῖος ἐξέρχεται ἀπὸ
τὴν νυμφικήν του παστάδα στολισμένος μὲ ἐκθαμβωτικὰ
καὶ ἀπαστράπτοντα ἐνδύματα. Καὶ ὅμοιος
πρὸς γίγαντα καὶ δρομέα ἀκούραστον μετ’
ἀγαλλιάσεως καὶ χωρὶς διὰ μέσου τῶν
αἰώνων νὰ ἀποκάμῃ ποτέ, προχωρεῖ
να διατρέξῃ καθ’ ἑκάστην τὸν ἀπὸ
ἀνατολῶν μέχρι δυσμῶν δρόμον του.
|
7
Ἀπ' ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἡ
ἔξοδος αὐτοῦ, καὶ τὸ κατάντημα
αὐτοῦ ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ,
καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀποκρυβήσεται
τῆς θέρμης αὐτοῦ.
|
7
Ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ
γίνεται ἡ ἔξοδός του καὶ εἰς
τὸ ἄλλο ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ
τελειώνει ἡ πορεία του. Καὶ δὲν
ὑπάρχει κανείς, ὁ ὁποῖος
θὰ ἠμπορέσῃ, νὰ διαφύγῃ
τὴν θερμότητά του.
|
7
Ἀπὸ τὸ ἐν ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ
ἐξέρχεται κατὰ τὴν πρωΐαν καὶ ἕως
τὸ ἄλλο ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ
ἐκτείνεται ὁ δρόμος, τὸν ὁποῖον
θὰ διατρέξῃ καὶ ἐκεῖ εὑρίσκεται
τὸ τέρμα, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ
καταλήξῃ. Καὶ δὲν δύναται κανεὶς νὰ
ἀποκρυβῇ ἀπὸ τὴν θερμότητά του.
|
8
Ὁ νόμος τοῦ Κυρίου ἄμωμος, ἐπιστρέφων
ψυχάς· ἡ μαρτυρία Κυρίου πιστή,
σοφίζουσα νήπια. |
8
Παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὰ μεγαλεῖα,
ποὺ διηγοῦνται οἱ οὐρανοί, ὑπάρχει
ὁ νόμος τοῦ Κυρίου, ὁ ἄμεμπτος,
ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει πλανωμένας
ψυχὰς εἰς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας,
εἰς τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ. Αἱ
ἐντολαὶ τοῦ Κυρίου, ποὺ ὑπάρχουν
εἰς αὐτόν, εἶναι ἀληθιναὶ
καὶ πισταί, γεμᾶται σοφίαν, ἱκαναὶ
νὰ ἀναδείξουν σοφὰ καὶ αὐτὰ
ἀκόμη τὰ νήπια.
|
8
Ἀλλ’ ὑπὲρ τὴν γνῶσιν καὶ
ἀποκάλυψιν τὴν ὁποίαν περὶ Θεοῦ
μᾶς μεταδίδουν οἱ οὐρανοί, ὑψοῦται
φωτεινοτέρα ἡ ἐν τῷ θείῳ νόμῳ
ἀποκάλυψις. Ὁ ὑπὸ τοῦ Κυρίου
δοθεὶς εἰς τὸν Ἰσραὴλ νόμος
εἶναι ἄμεμπτος καὶ πάσης ἐλλείψεως
καὶ πλάνης ἐλεύθερος, δι’ αὐτὸ δὲ
ἔχει καὶ τὴν δύναμιν νὰ ἐπιστρέφῃ
τὰς πεπλανημένας ψυχάς, φωτίζων καὶ καθοδηγὼν
αὐτάς. Αἱ ἐν αὐτῷ μαρτυρούμεναι
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὑποσχέσεις καὶ
ἀπειλαί, αἱ ἀμοιβαὶ καὶ αἱ
τιμωρίαι εἶναι κατὰ πάντα ἀξιόπιστοι καὶ
θὰ πραγματοποιηθοῦν ἐπακριβῶς. Αἱ
ἀπονήρευτοι δι’ αὐτὸ καὶ ἁπλαῖ
ψυχαί, ποὺ στηρίζονται εἰς αὐτὰς μετὰ
πάσης ἐμπιστοσύνης, σοφίζονται καὶ συνετίζονται
ὑπ’ αὐτῶν. |
9
Τὰ δικαιώματα Κυρίου εὐθέα,
εὐφραίνοντα καρδίαν· ἡ ἐντολὴ
Κυρίου τηλαυγής, φωτίζουσα ὀφθαλμούς·
|
9
Αἱ ἐντολαὶ τοῦ
Κυρίου εἶναι ἀληθιναὶ
καὶ τέλειαι. Εὐφραίνουν τὴν
καρδίαν ἐκείνου, ποὺ
τὰς τηρεῖ. Σκορπίζουν μέχρι
τῶν πλέον μακρυνῶν
περάτων ἄπλετον τὸ φῶς καὶ φωτίζουν
τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων.
|
9
Τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου, τῶν ὁποίων
τὴν τήρησιν δικαιοῦται νὰ ἀξιοῖ
παρ’ ἡμῶν, δὲν εἶναι σκληρὰ
καὶ καταθλιπτικά, ἀλλὰ δίκαια καὶ
εὐθέα, χαροποιοῦν δὲ καὶ εὐφραίνουν
τὴν καρδίαν τοῦ τηροῦντος αὐτά. Ἡ
ἐντολὴ Κυρίου σκορπίζει ἄπλετον φῶς
καὶ μακρόθεν ἀκόμη φωτίζει τοὺς ὀφθαλμοὺς
παντὸς καλοπροαιρέτου ἀνθρώπου, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς
ἁμαρτίας. |
10
ὁ φόβος Κυρίου ἁγνός, διαμένων
εἰς αἰῶνα αἰῶνος· τὰ
κρίματα Κυρίου ἀληθινά, δεδικαιωμένα
ἐπὶ τὸ αὐτό, |
10
Τὸ ἱερὸν δέος,
ποὺ διεγείρει εἰς τὰς καρδίας
τῶν ἀνθρώπων ὁ νάμος τοῦ
Κυρίου καὶ ὁ εὐλαβὴς φόβος
εἶναι ἁγνός,
ἀνόθευτος ἀπὸ πλάνην. Ἔχει
αἰωνίαν ἰσχὺν καὶ κῦρος.
Αἱ κρίσεις καὶ αἱ ἀποφάσεις
τοῦ Κυρίου, ποὺ περιέχονται εἰς
αὐτόν, εἶναι ἀληθιναὶ καὶ
ἐπιμαρτυροῦνται ὡς
δίκαιαι διὰ
μέσου τῶν αἰώνων.
|
10
Ὁ διεγείρων εἰς τὰς ψυχὰς σωτήριον
καὶ εἰρηνικὸν φόβον νόμος τοῦ Κυρίου
εἶναι ἁγνός, ἀνόθευτος ἀπὸ πλάνην,
δι’ αὐτὸ δὲ καὶ δὲν καταλύεται
ποτέ, ἀλλ’ ἔχει αἰωνίαν τὴν ἰσχὺν
καὶ τὸ κῦρος αὐτοῦ. Αἱ
ἐν αὐτῷ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις
τοῦ Κυρίου ἐνσωματώνουν τὴν ἀλήθειαν
καὶ τὴν δικαιοσύνην καὶ ὡς τοιαῦται
ἐδικαιώθησαν ὑπὸ τῆς συμφώνου πείρας
τῶν αἰώνων, ἥτις ἀπέδειξε πόσον εἶναι
ἀληθεῖς. |
11
ἐπιθυμητὰ ὑπὲρ χρυσίον καὶ
λίθον τίμιον πολὺν καὶ γλυκύτερα
ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον.
|
11
Τὰ λόγια τοῦ
Κυρίου διὰ τοὺς καλοπροαίρετους ἀνθρώπους
εἶναι ἐπιθυμητὰ περισσότερον ἀπὸ
τὸν χρυσὸν καὶ ἀπὸ πλῆθος
πολυτίμων λίθων. Εἶναι γλυκύτερα ἀπὸ
τὸ μέλι καὶ ἀπὸ τὴν κηρήθραν.
|
11
Δι’ αὐτὸ εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἐδοκίμασαν τὰ πνευματικά των θέλγητρα καὶ
τὰς ὠφελείας των, εἶναι καὶ ἐπιθυμηταὶ
περισσότερον ἀπὸ τὸ χρυσίον καὶ ἀπὸ
πλῆθος πολυτίμων λίθων καὶ πολὺ γλυκύτεραι
ἀπὸ τὸ μέλι καὶ τὴν κηρήθραν.
|
12
Καὶ γὰρ ὁ δοῦλός σου φυλάσσει
αὐτά· ἐν τῷ φυλάσσειν αὐτὰ
ἀνταπόδοσις πολλή. |
12
Ἐγὼ ἐδοκίμασα τὴν γλυκύτητά
των, διότι ὁ δοῦλος σου, Κύριε, φυλάσσει
αὐτὰ τὰ κρίματά
σου. Ὅποιος τὰ φυλάσσει, θὰ ἔχῃ
μεγάλην ἀνταπόδοσιν καὶ ἀμοιβήν.
|
12
Ἐδοκίμασα τοῦτο καὶ ἐγώ. Διότι ὁ
δοῦλος σου, Κύριε, φυλάσσει τὰ κρίματά σου αὐτά,
ὅποιος δὲ φυλάσσει ταῦτα θὰ ἔχῃ
ἀνταπόδοσιν καὶ ἀμοιβὴν πολλήν.
|
13
Παραπτώματα τίς συνήσεις; Ἐκ τῶν
κρυφίων μου καθάρισόν με.
|
13
Ἀδύνατον ὅμως νὰ τηρήσῃ
κανεὶς ἐξ ὁλοκλήρου τὸν Νόμον
σου. Ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ γνωρίσῃ
τὰ παραπτώματα, εἰς τὰ ὁποῖα
καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλωμεν
ὑποπίπτομεν; Ἀπὸ
τὰ ἀπόκρυφα
αὐτὰ παραπτώματα,
ποὺ ἐγὼ ἴσως
δὲν τὰ γνωρίζω καὶ οὔτε θέλω
ποτὲ νὰ ἔλθουν εἰς δημοσιότητα,
καθάρισόν με, Κύριε.
|
13
Πόσον ὅμως παρουσιαζόμεθα ἐλλιπεῖς ἐν
τῇ τηρήσει τοῦ νόμου σου! Ἀληθῶς,
ποῖος δύναται νὰ γνωρίσῃ τὰ παραπτώματα,
εἰς τὰ ὁποῖα ἀκουσίως καὶ
χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῇ ὑποπίπτει;
Ἐκ τῶν κρυφίων τούτων παραπτωμάτων μου, τὰ
ὁποῖα δὲν ὑπέπεσαν εἰς τὴν
ἀντίληψίν μου, καθάρισόν με, Κύριε.
|
14
Καὶ ἀπὸ ἀλλοτρίων φεῖσαι
τοῦ δοῦλου σου· ἐὰν μή
μου κατακυριεύσωσι, τότε ἄμωμος ἔσομαι
καὶ καθαρησθήσομαι ἀπὸ ἁμαρτία
μεγάλης. |
14
Καὶ ἀπὸ ξένα πρὸς τὸν
Νόμον σου αἰσθήματα καὶ ἔργα
προφύλαξε ἐμέ, τὸν δοῦλον σου.
Ἐὰν αὐτὰ δὲν μὲ κυριεύσουν,
τότε ἐγὼ θὰ εἶμαι ἄμεμπτος
καὶ ἔτσι θὰ διατηρηθῶ καθαρὸς
ἀπὸ μεγάλας πτώσεις.
|
14
Καὶ ἀπὸ αἰσθημάτων καὶ κλίσεων
ξένων καὶ ἄλλο τριῶν πρὸς τὸν
νόμον σου προφύλαξε καὶ λυπήσου τὸν δοῦλον
σου. Ἐὰν δὲν μὲ αἰχμαλωτίσουν
ταῦτα καὶ δὲν μὲ κυριεύσουν, τότε
θὰ εἶμαι ἄμεμπτος καὶ θὰ διατηρηθῶ
καθαρὸς ἀπὸ μεγάλας ἁμαρτίας καὶ
παρεκτροπάς. |
15
Καὶ ἔσονται εἰς εὐδοκίαν τὰ
λόγια τοῦ στόματός μου καὶ ἡ
μελέτη τῆς καρδίας μου ἐνώπιόν
σου διαπαντός, Κύριε, βοηθέ μου καὶ
λυτρωτά μου. |
15
Τότε θὰ εἶναι εὐχάριστοι εἰς
σὲ καὶ εὐπρόσδεκτοι οἱ λόγοι
τῆς προσευχῆς μου καὶ αἱ εὐλαβεῖς
σκέψεις καὶ οἱ ἱεροὶ πόθοι
τῆς καρδίας μου θὰ εἶναι ὡς
θυσία εὐπρόσδεκτος καὶ παντοτεινὴ
ἐνώπιόν σου, Κύριε, βοήθέ
μου καὶ λυτρωτά μου. |
15
Καὶ εἴθε νὰ εἶναι εὐάρεστοι
ἐνώπιόν σου οἱ ἱκετευτικοὶ λόγοι τοῦ
στόματός μου καὶ νὰ εὐδοκήσῃς νὰ
εἰσακούσῃς αὐτούς. Εἴθε καὶ
ἡ εὐσεβὴς μελέτη τῆς καρδίας μου,
αἱ εὐλαβεῖς σκέψεις καὶ πόθοι αὐτῆς,
νὰ εἶναι ὡς θυσία εὐπρόσδεκτος καὶ
παντοτεινὴ ἐνώπιόν σου, Κύριε, βοηθέ μου καὶ
λυτρωτά μου. |