Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ύριος,
ποιμαίνει με καὶ οὐδέν μὲ ὑστερήσει.
|
Κύριός
μου ὡς στοργικὸς ποιμὴν μὲ περιφρουρεῖ,
μὲ συντηρεῖ, μὲ τρέφει. Τίποτε
δὲν θὰ μοῦ λείψῃ.
|
Κύριος
ὡς ὁ καλὸς ποιμήν μου καὶ βοσκός μου
λαμβάνει πρόνοιαν διὰ τὴν συντήρησιν καὶ
διατροφήν μου καὶ τίποτε δὲν θὰ μοῦ
λείψῃ. |
2
Εἰς τόπον χλόης ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν,
ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ
με, |
2
Εἰς πλουσίους χλοεροὺς βοσκοτόπους,
εἰς τόπους εὐφορίας καὶ ἀναψυχῆς,
ἐκεῖ μὲ ἐγκατέστησε. Μὲ
τὰ ὁλοκάθαρα δροσερὰ νερὰ ἔσβησε
τὴν δίψαν μου καὶ μὲ
ἀνεζωογόνησε. |
2
Εἰς τόπους χλοερούς, ἐκεῖ μὲ ὡδήγησε
διὰ νὰ κατασκηνώσω. Ἐφρόντισε αὐτὸς
μετὰ στοργῆς νὰ ἔχω πάντοτε ἄφθονα
καὶ ἐκλεκτὰ ἀγαθά, ποὺ τρέφουν
τὸ σῶμά μου καὶ τὴν ψυχήν μου. Εἰς
ὕδατα δροσερὰ καὶ εἰς τόπους σκιερούς,
ἐκεῖ μὲ τρέφει καὶ μὲ ἀναπαύει.
|
3
τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν. Ὡδήγησέ
με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης ἕνεκεν
τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ.
|
3
Καὶ ἔτσι εἰς τὴν λιποψυχήσασαν
ψυχήν μου ἐπανέδωσε σφρῖγος καὶ
ζωτικότητα. Μὲ ὠδήγησε στοργικῶς
εἰς τοὺς εὐθεῖς καὶ χαρούμενους
δρόμους τῆς δικαιοσύνης, ὄχι διὰ
τὴν ἀξίαν μου ἀλλὰ διὰ
τὸ πανάγαθον Ὄνομά του.
|
3
Τὴν ἐξηντλημένην ἀπὸ τὸν
κόπον, τὸν καύσωνα καὶ τὰς στερήσεις ψυχήν
μου τὴν συνέφερε καὶ τὴν ἀνεζωογόνησε
μὲ ὠδήγησε στοργικῶς εἰς
τοὺς ὁμαλοὺς καὶ ἐυθεῖς
τῆς ἀρετῆς δρόμους. Καὶ μὲ κατηύθυνεν
εἰς αὐτοὺς ὄχι διότι ἐγὼ
τὸ ἀξίζω, ἀλλὰ διότι εἶναι μέγα
καὶ ἔνδοξον τὸ ὄνομά του ὡς
εὐσπλάγχνου καὶ παναγάθου Προνοητοῦ καὶ
Καθοδηγητοῦ. |
4
Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν
μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι
κακά, ὅτι σὺ μετ' ἐμοῦ εἶ·
ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία
σου, αὗταί με παρεκάλεσαν. |
4
Ἀκριβῶς, διότι σύ, Κύριε, εἶσαι
ὁ στοργικὸς προστάτης μου καὶ ποιμήν,
ἐὰν βαδίσω καὶ περάσω διὰ
μέσου σκοτεινῶν καὶ ἀποκρήμνων
περιοχῶν καὶ
ἐὰν ἀντικρύσω τὸν θάνατον,
δὲν θὰ φοβηθῶ μήπως πάθω κάτι
κακόν, διότι σὺ θὰ εἶσαι μαζῆ
μου. Διότι ἡ ποιμαντική σου ράβδος,
ἡ βακτηρία σου, αὐτὴ θὰ μὲ
στηρίζῃ, θὰ μὲ ἐμψυχώνῃ,
θὰ μὲ παρηγορῇ.
|
4
Ὦ Κύριε, πλησίον σου εἶμαι ἀσφαλής. Διότι
καὶ ἂν ἀκόμη διαβῶ χαράδρας σκοτεινὰς
καὶ εὑρεθῶ ἀντιμέτωπος πρὸς
αὐτὸν τὸν θάνατον, οἰουσδήποτε
κινδύνους καὶ ἂν διατρέξω, δὲν θὰ
φοβηθῶ νὰ πάθω κακόν τι. Διότι σὺ εἶσαι
μαζί μου. Καὶ ἡ ποιμαντική σου ράβδος, ἄλλοτε
ὡς μάστιξ παιδαγωγικὴ μὲ συγκρατεῖ
εἰς τὴν ἀσφαλῆ τῆς ἀρετῆς
ὁδὸν καὶ ἀπομακρύνει κάθε λῃστὴν
καὶ λύκον ἀπ' ἐμοῦ, καὶ ἄλλοτε
ὡς βακτηρία ὑποστηρίζουσα τὰ κατακοπιασμένα
μέλη μου μὲ ἐνισχύει, καὶ καθίσταται
οὕτω μέσον ἀνακουφίσεως καὶ παρηγορίας δι’
ἐμέ. |
5
Ἠτοίμασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν
ἐξεναντίας τῶν θλιβόντων με·
ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν
κεφαλήν μου, καὶ τὸ ποτήριόν
σου μεθύσκων με ὡσεὶ κράτιστον.
|
5
Σύ, Κύριε, ἐν τῇ ἀγαθότητί
σου ἠτοίμασες ἐνώπιόν μου τράπεζαν
πλουσίων φαγητῶν ἀπέναντι καὶ
εἰς πεῖσμα τῶν ἐχθρῶν μου. Ἤλειψας
τὴν κεφαλήν μου μὲ εὐῶδες ἄρωμα,
πρὶν κατακλιθῶ εἰς τὸ δεῖπνον
σου, καὶ τὸ ποτήριόν σου, μὲ
τὸ ὁποῖον μὲ ἐκέρασες,
ἦτο γεμᾶτο ἀπὸ ἄριστον εὐφραντικόν,
μεθυστικὸν ποτόν.
|
5
Ἀλλ’ ἡ οἰκειότης ποὺ μοῦ δείχνεις
μὲ ἐνθαρρύνει νὰ σὲ παρομοιώσω
καὶ πρὸς οἰκοδεσπότην καταδεκτικόν, ποὺ
παρέχει εἰς ἐμὲ τὸν πτωχὸν καὶ
εὐτελῆ πᾶσαν φιλοξενίαν. Μὲ κάμνεις
ὁμοτράπεζον καὶ συνδαιτυμόνα σου. Ἡτοίμασας
καὶ παρέθεσες ἐνώπιόν μου τράπεζαν πνευματικῶν
κατὰ πρόσωπον ἐκείνων, ποὺ μὲ θλίβουν,
οἱ ὁποῖοι, βλέποντες ποίας τιμῆς μὲ
καταξιώνεις καὶ ποίας ἀσφαλείας ἀπολαύω
πλησίον σου, θὰ καταντροπιασθοῦν. Μὲ μύρον
ἤλειψες τὴν κεφαλήν μου προτοῦ ἀνακλιθῶ
εἰς τὸ πλούσιον δεῖπνον σου καὶ ὅταν
κατ’ αὐτὸ θὰ ἔλθῃ ἢ στιγμὴ
νὰ πίω τὸ ποτήριον, ποὺ μοῦ παρέχεις,
ὑπερεκχειλίζεται τοῦτο διὰ κρατίστου οἴνου.
Πόσον δαψιλεῖς καὶ πανευφρόσυνοι εἶναι αἱ
χάριτες καὶ ἀπολαύσεις, τὰς ὁποίας
πλησίον σου ἀπολαμβάνει ἡ ψυχή μου!
|
6
Καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξει
μὲ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς
ζωῆς μου, καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν
οἴκῳ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν.
|
6
Τὸ ἔλεος τῆς στοργῆς σου θὰ
μὲ ἀκολουθῇ καὶ θὰ μὲ
καταδιώκῃ μὲ ἐπιμονὴν ὅλας
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου καὶ
ἔτσι ἐγὼ χαρούμενος καὶ εὐτυχὴς
θὰ κατοικῶ εἰς
τὸν ναὸν σοῦ τοῦ Κυρίου μου,
εἰς ἀτελεύτητον μακρότητα ἡμερῶν.
|
6
Καὶ τὸ ἔλεός σου θὰ μὲ καταδιώκῃ
ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου
καὶ ἡ χάρις σου θὰ ἐπιμένῃ νὰ
ἐξευρίσκῃ ποικίλα μέσα, ὥστε καὶ φεύγοντα
ακόμη νὰ μὲ συλλάβῃ εἰς τὸ δίκτυον
τῆς σωτηρίας καὶ καταξιωθῶ οὕτω νὰ
κατοικῶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου
ἐπὶ χρόνον μακρὸν καὶ ἀτελεύτητον.
|