Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ρῖνόν
με, Κύριε, ὅτι ἐγὼ ἐν ἀκακίᾳ
μου ἐπορεύθην καὶ
ἐπὶ τῷ Κυρίῳ ἐλπίζων
οὐ μὴ ἀσθενήσω. |
ύριε,
σὺ ὁ δίκαιος δικαστής, κρῖνε
με καὶ ἀπόδωσέ
μου τὸ δίκαιον, διότι ἐγὼ
ἐφρόντισα νὰ ζῶ χωρὶς κακίαν.
Εἰς σὲ ἔχω στηρίξει τὰς ἐλπίδας
μου καὶ διὰ τοῦτο αἱ ψυχικαὶ
καὶ σωματικαὶ δυνάμεις μου δὲν θὰ
ἐξασθενήσουν. |
ενοῦ
κριτῆς μου, Κύριε, καὶ ἀπόδος δικαιοσύνην
εἰς ἐμέ. Ζητῶ τοῦτο ἀπὸ
Σέ, διότι προσεπάθησα νὰ πολιτεύωμαι μὲ ἁπλότητα
καὶ ἀγαθότητα ψυχῆς καὶ δι' αὐτὸ
αἱ ἐλπίδες, ποὺ ἐστήριξα εἰς
τὸν Κύριον, δὲν θὰ διαψευσθοῦν καὶ
δὲν θὰ καταντήσω εἰς ἀδυναμίαν ἔναντι
τῶν ἐχθρῶν μου. |
2
Δόκιμασόν με, Κύριε, καὶ πείρασόν
με, πύρωσον τοὺς νεφρούς μου καὶ τὴν
καρδίαν μου. |
2
Ὑπόβαλέ με εἰς δοκιμασίαν θλίψεων,
Κύριε, στεῖλε μου πειρασμοὺς μεγάλους,
ἄναψε μέσα μου φωτιά, ἐρεύνησε
καὶ δοκίμασε τὸν ἐσωτερικόν
μου κόσμον, τοὺς νεφροὺς καὶ τὴν
καρδίαν μου. |
2
Ὑπόβαλέ με, Κύριε, εἰς τὴν δοκιμασίαν τῶν
θλίψεων, καὶ πείρασόν με μὲ τοὺς βαρυτέρους
πειρασμούς, διὰ τῶν ὁποίων ἐπειράσθησαν
οἱ ἐκλεκτοί σου καὶ δόκιμοι ἄνδρες,
ἐξέτασε τὸ ἐσωτερικόν μου καὶ
τὴν καρδίαν μου σὰν μέσα εἰς κάμινον καὶ
φωτιὰν δοκιμάζων αὐτά. |
3
Ὅτι τὸ ἔλεός σου κατέναντι τῶν
ὀφθαλμῶν μού ἐστι, καὶ εὐηρέστησα
ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου. |
3
Ἐπειδὴ πάντοτε ἔχω ἐμπρὸς
εἰς τὰ μάτια μου τὴν ἄπειρον
καλωσύνην σου, ἐφρόντισα νὰ σοῦ
εἶμαι πάντοτε εὐάρεστος καὶ
νὰ συμμορφώνωμαι πρὸς τὴν ἀλήθειαν,
ποὺ διδάσκουν αἱ ἐντολαί σου.
|
3
Ζητῶ μετὰ παρρησίας τὴν δοκιμασίαν καὶ
ἐξέτασίν σου αὐτήν, διότι ἔχω διαρκῶς
πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου τὸ ἔλεός
σου, τὸ ὁποῖον ἐκχύνεις πλούσιον
εἰς τοὺς ἐλπίζοντας εἰς σέ, καὶ
δι' αὐτὸ εὐηρέστησα εἰς σὲ
συμμορφωθεῖς πρὸς τὴν ἀλήθειάν σου.
|
4
Οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος
καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ
εἰσέλθω· |
4
Δὲν παρεκάθησα καὶ δὲν ἔλαβα
μέρος εἰς συνέδρια ἀνθρώπων,
οἱ ὁποῖοι εὐχαριστοῦνται καὶ
ἐπιζητοῦν τὰς ματαιότητας καὶ
ἁμαρτωλότητας, μαζῆ μὲ παρανομοῦντας
ἀνθρώπους δὲν εἰσῆλθα οὔτε
θὰ εἰσέλθω ποτέ, διὰ νὰ
σκεφθῶ μαζῆ των κάτι τὸ κακόν.
|
4
Δὲν ἔλαβα μέρος εἰς συνέδρια καὶ συσκέψεις
ἀνθρώπων ἀρεσκομένων εἰς τὴν ματαιότητα
καὶ τὸ ψεῦδος, καὶ δὲν θὰ
εἰσέλθω μαζὶ μὲ παρανομοῦντας διὰ
νὰ συσκεφθῶ καὶ συνεργασθῶ μὲ
αὐτούς. |
5
ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων
καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ
καθίσω. |
5
Ἐγὼ ἐμίσησα καὶ ἀπεστράφην
κάθε συγκέντρωσιν πονηρῶν ἀνθρώπων
καὶ μὲ τοὺς ἀσεβεῖς δὲν
θὰ καθήσω εἰς τὸν ἴδιον τόπον
συντροφιὰ μὲ αὐτούς.
|
5
Ἐμίσησα ἀπὸ καρδίας πᾶσαν σύναξιν
ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι σχεδιάζουν καὶ
μηχανεύονται ἔργα πονηρά, καὶ δὲν θὰ
καθίσω ποτὲ μὲ ἀσεβεῖς ἀνθρώπους
συναποτελῶν μέλος τῆς συντροφίας των.
|
6
Νίψομαι ἐν ἀθῴοις τὰς χεῖράς
μου καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριόν
σου, Κύριε, |
6
Ἀθῶος καθὼς εἶμαι, θὰ νίπτω
μὲ νερὸ τὰ χέρια μου σύμφωνα
μὲ τὸν Νόμον σου μαζῆ μὲ τοὺς
ἄλλους ἀθώους ἀνθρώπους καὶ
θὰ περιφέρωμαι γύρω ἀπὸ τὸ
θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων σου,
Κύριε, εἰς εὐλαβῆ λιτανείαν,
|
6
Θὰ νίψω μαζὶ μὲ τοὺς ἀθῴους
τὰς χεῖρας μου εἰς δήλωσιν τῆς ἁγνότητος
καὶ καθαρότητος αὐτῶν ἀπὸ πάσης
ἀδικίας, καὶ θὰ ἀκολουθήσω, Κύριε,
εὐλαβῶς τὴν λιτανευτικὴν πομπὴν
τῶν ἱερέων γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριόν
σου, |
7
τοῦ ἀκοῦσαί
με φωνῆς αἰνέσεως
κοὶ διηγήσασθαι πάντα τὰ θαυμάσιά
σου. |
7
διὰ νὰ ἀκούω τὰς φωνὰς
τῶν Λευϊτῶν, ποὺ σὲ δοξολογοῦν,
καὶ νὰ διηγοῦμαι μὲ εὐγνωμοσύνην
καὶ θαυμασμὸν ὅλα τὰ θαυμαστὰ
ἔργα σου. |
7
διὰ νὰ ἀκούσω τὴν φωνὴν τῶν
ὑμνούντων σε καὶ δοξολογούντων λευϊτῶν,
ἀλλὰ καὶ νὰ διηγηθῶ καὶ
ἐγὼ ὅλα τὰ θαυμαστά σου ἔργα
καὶ νὰ συνενώσω καὶ τὴν ἰδικήν
μου φωνὴν πρὸς αἶνον τῆς δόξης σου.
|
8
Κύριε, ἠγάπησα εὐπρέπειαν οἴκου
σου καὶ τόπον σκηνώματος δόξης σου.
|
8
Κύριε, ἠγάπησα καὶ ἐπόθησε
τὴν ὡραιότητα καὶ ἁρμονίαν
τοῦ οἴκου σου καὶ ἀκόμη περισσότερον
τὸν ἰδιαίτερον τόπον, τὴν Σκηνὴν
μὲ τὴν Κιβωτόν, ὅπου κατασκηνώνει
ἰδιαιτέρως ἡ δόξα σου.
|
8
Κύριε, ἐπόθησα μὲ ὅλην τὴν ψυχήν μου
νὰ εὐπρεπίζω καὶ νὰ κατακοσμῶ
τὸν οἶκόν σου καὶ τὸν τόπον τὸν
ἱερόν, εἰς τὸν ὁποῖον κατασκηνώνει
ἐν σχήματι φωτεινῆς καὶ ἐκθαμβωτικῆς
νεφέλης ἡ δόξα σου ἡ πληροῦσα αὐτὸν
λαμπρότητος. |
9
Μὴ συναπολέσῃς μετὰ ἀσεβῶν
τὴν ψυχήν μου καὶ μετὰ ἀνδρῶν
αἱμάτων τὴν ζωήν μου, |
9
Ἀφοῦ αὐτὸς ὁ πόθος καταπλημμυρίζει
τὴν καρδίαν μου, μὴ συγκαταστρέψῃς
μαζῆ μὲ τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους
τὴν ζωήν μου, καὶ τὴν ὕπαρξίν
μου μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους,
ποὺ ζητοῦν νὰ χύνουν αἵματα
ἀθώων ἀνθρώπων.
|
9
Ἀφοῦ λοιπὸν αὐτὸς ὁ ἱερὸς
πόθος καταφλέγει τὴν καρδίαν μου, μὴ συγκαταστρέψῃς
μετ’ ἀνθρώπων, ποὺ δὲν σὲ σέβονται,
τὴν εὐλαβουμένην καὶ σεβομένην σε
ψυχήν μου, καὶ μὴ ἑξαφανίσῃς
τὴν ζωήν μου μετ' ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι
ἀρέσκονται εἰς τοὺς φόνους καὶ ἔχουν
αἱμοβόρα αἰσθήματα. |
10
ὧν ἐν χερσὶν ἀνομίαι,
ἡ δεξιὰ αὐτῶν ἐπλήσθη
δώρων. |
10
Τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν
εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ παρανομίαν.
Καὶ τὸ δεξί των χέρι ἔχει γεμίσει
ἀπὸ δῶρα ἀδικίας, ἀπὸ
δωροδοκίας. |
10
Εἰς τὰς χεῖρας των αὐτοὶ ἔχουν
ἀνομίας καὶ ἐγκλήματα πολλά, καὶ ἡ
δεξιά των χεὶρ εἶναι γεμάτη ἀπὸ
δῶρα, τὰ ὁποῖα χωρὶς καμμίαν
τύψιν ἐλάμβανον ἑκάστοτε, διὰ νὰ στραγγαλίσουν
τὸ δίκαιον καὶ καταδικάσουν τὸν ἀθῷον.
|
11
Ἐγὼ δὲ ἐν ἀκακίᾳ
μου ἐπορεύθην· λύτρωσαί με καὶ
ἐλέησόν με. |
11
Ἐγὼ ἐξ ἀντιθέτου ἔζησα
καὶ ἐφέρθην μὲ ἀθωότητα.
Γλύτωσέ με, Κύριε, ἀπὸ τοὺς
κινδύνους αὐτοὺς καὶ ἐλέησέ
με. |
11
Ἀντιθέτως ἐγὼ ἐπολιτεύθην καὶ
συμπεριεφέρθην χωρὶς πονηρίαν καὶ μὲ τὴν
συνήθη μου εὐθύτητα καὶ καλοσύνην. Γλύτωσέ με,
Κύριε, ἀπὸ τὰς πονηρίας καὶ τοὺς
δόλους των, καὶ δεῖξε πρὸς ἐμὲ
τὸ ἔλεός σου. |
12
Ὁ πούς μου ἔστη ἐν εὐθύτητι·
ἐν ἐκκλησίαις εὐλογήσω σε, Κύριε.
|
12
Τὰ πόδια μου ἐστάθησαν καὶ ἐβάδισαν
εἰς τοὺς εὐθεῖς δρόμους. Δὲν
παρεξέκλιναν εἰς τὸ πονηρόν. Θὰ
σὲ εὐλογῶ καὶ θὰ σὲ δοξολογῶ,
Κύριε, μέσα εἰς πολυπληθεῖς συγκεντρώσεις.
|
12
Οἱ πόδες μου δὲν ἐβγῆκαν οὔτε
σπιθαμὴν ἔξω ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν
ὁδόν, ἀλλ' ἐστάθησαν μακρὰν ἀπὸ
κάθε σκολιότητα καὶ πονηρίαν εἰς τὸν εὐθὺν
δρόμον τοῦ θελήματός σου. Δι’ αὐτὸ ἐλεούμενος
ἀπὸ σὲ θὰ σὲ εὐλοῶ
καὶ θὰ σὲ δοξολογῶ, Κύριε, ἐν
μέσῳ συνάξεων πολυπληθῶν. |