Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πὶ
σοί, Κύριε, ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην
εἰς τὸν αἰῶνα· ἐν τῇ
δικαιοσύνῃ σου ρῦσαὶ με καὶ
ἐξελοῦ με. |
ἰς
σέ, Κύριε, ἔχω στηρίξει καὶ
στηρίζω τὰς ἐλπίδας μου. Μὴ
ἐπιτρέψῃς ποτὲ καὶ ντροπιασθῶ
μὲ τὴν διάψευσιν αὐτῶν. Ἐν
ὀνόματι τῆς δικαιοσύνης σου γλύτωσέ
με καὶ βγάλε με ἀπὸ τοὺς κινδύνους
καὶ κατατρεγμούς.
|
ἰς
σέ, Κύριε, ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου·
εἴθε νὰ μὴ ἐντροπιασθῶ ποτὲ
διαψευδόμενος εἰς αὐτάς. Ἐν ὀνόματι
τῆς δικαιοσύνης σου γλύτωσέ με καὶ ἐλευθέρωσέ
με ἀπὸ τοὺς ἀδίκους πειρασμοὺς
καὶ κατατρεγμούς μου. |
3
Κλῖνον πρὸς με τὸ οὖς σου, τάχυνον
τοῦ ἐξελέσθαι με· γενοῦ μοι εἰς
Θεὸν ὑπερασπιστὴν καὶ εἰς οἶκον
καταφυγῆς τοῦ σώσαί με. |
3
Σκῦψε πρὸς ἐμὲ μὲ καλωσύνην,
Κύριε, πλησίασε τὸ αὐτί σου
κοντά μου καὶ ἄκουσε μὲ εὐμένειαν
τὴν προσευχήν μου. Σπεῦσε γρήγορα
νὰ μὲ βγάλῃς ἀπὸ τὴν
δυσκολίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκομαι.
Γίνε δι' ἐμὲ Θεός ὑπερασπιστής,
οἰκία ἀσφαλής, ὅπου δύναμαι
νὰ καταφύγω, διὰ νὰ σωθῶ.
|
3
Πλησίασε πρὸς ἐμὲ τὸ οὖς σου
καὶ ἀκροάσθητί με εὐμενῶς·
σπεῦσον γρήγορα νὰ μὲ ἐλευθερώσῃς·
γενοῦ δι’ ἐμὲ Θεὸς ὑπερασπιστὴς
καὶ οἶκος καταφυγῆς καὶ φρούριον ἀσφαλείας
διὰ νὰ μὲ σώσῃς.
|
4
Ὅτι κραταίωμά μου καὶ καταφυγή
μου εἶ σὺ καὶ ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός
σου ὁδηγήσεις με καὶ διαθρέψεις με·
|
4
Διότι ὀχύρωμά μου κραταιὸν καὶ
καταφύγιόν μου ἀπόρθητον εἶσαι
σύ. Καὶ χάρις εἰς τὸ φιλεύσπλαγχνον
Ὄνομά σου, θὰ μὲ ὁδηγήσῃς
ὡς στοργικὸς προστάτης εἰς τόπους
ἀσφαλεῖς καὶ θὰ μὲ διαθρέψῃς.
|
4
Διότι ὀχύρωμά μου κραταιὸν καὶ ἀπρόσβλητον
καταφύγιόν μου εἶσαι σύ, καὶ διὰ τὸ
εὐσπλαγχνικώτατον καὶ ἀποπνέον ἀγαθότητα
ὄνομά σου θὰ μὲ ὁδηγήσῃς
ὡς καλὸς ποιμὴν εἰς ἀσφαλεῖς
τόπους ζωῆς καὶ θὰ μὲ διαθρέψῃς·
|
5
ἐξάξεις με ἐκ παγίδας ταύτης,
ἧς ἔκρυψάν μοι, ὅτι σὺ εἶ
ὁ ὑπερασπιστής μου, Κύριε.
|
5
Θὰ μὲ προφυλάξῃς καὶ θὰ
μὲ βγάλῃς σῶον ἀπὸ τὴν
κρυφὴ παγίδα, ποὺ μοῦ ἔχουν
στήσει δολίως οἱ ἐχθροί μου,
διὰ νὰ μὲ συλλάβουν. Διότι σὺ
εἶσαι, Κύριε, ὁ ὑπερασπιστής
μου. |
5
θὰ μὲ ἐξαγάγῃς σῶον καὶ
χωρὶς νὰ πάθω τίποτε ἀπὸ αὐτὴν
τὴν ἀφανῆ παγίδα, ποὺ μοῦ ἔστησαν
κρυφίως οἱ ἐχθροί μου διὰ νὰ μὲ
συλλάβουν εἰς αὐτὴν διότι σὺ εἶσαι
ὁ ὑπερασπιστής μου, Κύριε. |
6
Εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τὸ
πνεῦμά μου· ἐλυτρώσω με, Κύριε
ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας.
|
6
Εἰς τὴν ἀκαταγώνιστον δεξιάν
σου θὰ ἐμπιστευθῶ τὴν ψυχήν
μου, διότι ἕως τώρα πολλὲς φορές,
Κύριε, μὲ ἐγλύτωσες, σὺ ὁ
Θεός τῆς ἀληθείας, ποὺ τηρεῖς
τὰς ὑποσχέσεις σου. |
6
Εἰς τὴν ἀκαταγώνιστον δύναμιν τῶν
χειρῶν σου θὰ ἐμπιστευθῶ τὴν
ψυχήν μου· ἡ πεῖρα
μου μὲ βεβαιώνει ὅτι δὲν θὰ διαψευσθῶ
ἀπὸ τὴν στοργικὴν μέριμνάν σου. Πλειστάκις
εἰς τὸ παρελθὸν μὲ ἐλύτρωσες,
Κύριε, σὺ ποὺ εἶσαι Θεὸς τῆς
ἀληθείας καὶ οὐδέποτε διεψεύσθησαν αἱ
ὑποσχέσεις σου, οὐδὲ ἠγάπησας
ποτὲ τοὺς λαλοῦντας καὶ λατρεύοντας
τὸ ψεῦδος. |
7
Ἐμίσησας τοὺς διαφυλάσσοντας ματαιότητας
διακενῆς· ἐγὼ δὲ ἐπὶ
τῷ Κυρίῳ ἤλπισα. |
7
Ἐμίσησες ὅλους ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι προσέχουν καὶ λατρεύουν
τὰς ματαιότητας τῶν εἰδώλων,
χωρὶς καὶ νὰ βλέπουν κανένα
κέρδος ἀπὸ αὐτά. Ἐγὼ
ὅμως ἀντιθέτως πρὸς αὐτοὺς
ἐστήριξα καὶ στηρίζω τὰς ἐλπίδας
μου εἰς τὸν Κύριον.
|
7
Ἐμίσησας τοὺς μετ’ ἐπιμελείας προσέχοντας
καὶ λατρεύοντας τὰς ματαιότητας τῶν εἰδώλων,
χωρὶς καμμίαν πραγματικὴν ὠφέλειαν νὰ
ἀποκομίζουν ἐξ αὐτῶν. Ἐγὼ
ὅμως ἀντιθέτως πρὸς τούτους ἐστήριξα
τὰς ἐλπίδας μου εἰς τὸν Κύριον.
|
8
Ἀγαλλιάσομαι καὶ εὐφρανθήσομαι
ἐπὶ τῷ ἐλέει σου, ὅτι
ἐπεῖδες τὴν ταπείνωσίν μου,
ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τὴν
ψυχήν μου |
8
Θὰ γεμίσω ἀπὸ ἀγαλλίασιν,
θὰ πλημμυρίσω ἀπὸ χαρὰν καὶ
εὐφροσύνην, ὅταν ἀπολαύσω τὸ
ἔλεός σου. Εἶμαι δὲ βέβαιος
ὅτι θὰ μοῦ στείλῃς τὸ
ἔλεός σου, διότι καὶ εἰς τὸ
παρελθὸν πολλὲς φορὲς ἐπέβλεψες
μὲ καλωσύνην καὶ συμπάθειαν εἰς
τὴν ταπείνωσίν μου καὶ ἔσωσες
ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὰς
ἀνάγκας τὴν ψυχήν μου.
|
8
Θὰ σκιρτήσω ἀπὸ ἀγαλλίασιν καὶ
θὰ πληρωθῶ ἀπὸ εὐφροσύνην, ὅταν
τύχω τοῦ ἐλέους σου. Εἶμαι δὲ βέβαιος,
ὅτι θὰ ἐκχύσῃς τοῦτο εἰς
ἐμέ. Διότι καὶ εἰς τὸ παρελθὸν
πολλάκις ἐπέβλεψες πλήρης οἰκτιρμῶν καὶ
συμπαθείας εἰς τὴν ταπείνωσίν μου καὶ ἔσωσας
ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὰς ἀνάγκας
αὐτῆς τὴν ψυχήν μου. |
9
καὶ οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας
ἐχθρῶν, ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ
τοὺς πόδας μου. |
9
Δὲν ἐπέτρεψες νὰ περικυκλωθῶ
καὶ ἐγκλεισθῶ αἰχμάλωτος εἰς
τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μου. Εἰς
ἀνοικτόν, εὐρύχωρον τόπον ἐστήριξες
ἀκλόνητα τὰ πόδια μου. |
9
Καὶ δὲν ἐπέτρεψες νὰ περικυκλωθῶ
καὶ να συλληφθῶ αἰχμάλωτος εἰς χεῖρας
τῶν ἐχθρῶν μου. Εἰς τόπον ἀνοικτὸν
καὶ εὐρύχωρον, ὥστε νὰ κινοῦμαι
ἐν αὐτῷ ἐλευθέρως καὶ
ἀσφαλῶς, ἔστησας ἀκλονήτους τοὺς
πόδας μου. |
10
Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι θλίβομαι·
ἐταράχθη ἐν θυμῷ ὁ ὀφθαλμός
μου, ἡ ψυχή μου καὶ ἡ γαστήρ
μου. |
10
Ἐλέησέ με, Κύριε, διότι θλίβομαι.
Ἐταράχθη ἡ λειτουργία τοῦ ὀφθαλμοῦ
μου καὶ ἐθόλωσε ἀπὸ τὴν
δικαίαν σου ὀργήν. Ἡ ψυχή μου
καὶ τὰ σωθικά μου ἀνεστατώθησαν
ἐντός μου.
|
10
Ἐλεησόν με, Κύριε, διότι θλίβομαι. Κλαίω συνεχῶς
διὰ τὸν κατ’ ἐμοῦ θυμόν σου καὶ
ἀπὸ τὰ πολλὰ δάκρυά μου μὲ ἐπόνεσαν
καὶ ἐθόλωσαν τὰ μάτια μου. Ἀλλὰ
καὶ ἡ ψυχή μου καὶ τὸ σῶμα μου
μετὰ τῆς ἀποστρεφομένης τὴν τροφὴν
γαστρός μου ἐταράχθησαν καὶ ταῦτα.
|
11
Ὅτι ἐξέλιπεν ἐν ὀδύνῃ
ἡ ζωή μου καὶ τὰ ἔτη μου ἐν
στεναγμοῖς· ἠσθένησεν ἐν πτωχείᾳ
ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὰ ὀστᾶ
μου ἐταράχθησαν. |
11
Διότι ἐπέρασε καὶ ἔφθασεν ἕως
τέλους ὁλόκληρος ἡ ζωή μου μὲ
θλίψεις καὶ πόνους, καὶ τὰ ἔτη
μου ἐπέρασαν μὲ στεναγμούς. Λόγῳ
τῶν πολλῶν ταλαιπωριῶν μου ἐκλονίσθη
καὶ ἀδυνάτισεν ἡ σωματική μου
δύναμις. Τὰ ὀστᾶ μου ἐταράχθησαν
καὶ κινδυνεύουν νὰ ἐξαρθρωθοῦν.
|
11
Διότι κατηναλώθη ἡ ζωή μου ὁλόκληρος μὲ
θλίψεις καὶ πόνους, καὶ τὰ ἔτη μου
παρῆλθον μὲ στεναγμούς. Λόγῳ τῶν πολλῶν
στερήσεων καὶ κακοπαθειῶν μου, ἐκλονίσθη
καὶ ἀδυνάτισεν ἡ ρώμη καὶ ἡ
δύναμις τοῦ σώματός μου, καὶ τὰ ὀστᾶ
μου ἐκλονίσθησαν καὶ κινδυνεύουν νὰ
ἐξαρθρωθοῦν. Δὲν ἔχω δύναμιν νὰ
περιπατήσω καὶ κινδυνεύω νὰ σωριασθῶ κατὰ
γῆς. |
12
Παρὰ πάντας τοὺς ἐχθρούς μου
ἐγενήθην ὄνειδος καὶ τοῖς γείτοσί
μου σφόδρα καὶ φόβος τοῖς γνωστοῖς
μου· οἱ θεωροῦντές με ἔξω ἔφυγον
ἀπ' ἐμοῦ. |
12
Ἔγινα περίγελως καὶ ἐξουθένωμα
εἰς ὅλους τοὺς ἐχθρούς μου.
Οἱ γείτονές μου μὲ ἐχλεύασαν
ἀνυπόφορα καὶ ἔχω φθάσει μέχρι
τοῦ σημείου, ὥστε νὰ προκαλῶ
φόβον εἰς τοὺς γνωστούς μου, οἱ
ὁποῖοι καὶ μὲ ἀποφεύγουν.
|
12
Διότι εἰς ὅλους τοὺς ἐχθρούς μου ἔγινα
περιγέλως καὶ ἐξουθένημα. Καὶ οἱ
γείτονές μου μὲ περιεφρόνησαν καὶ μὲ ὠνείδισαν
ὑπερβολικά. Καὶ κατήντησα νὰ προκαλῶ
φόβον εἰς τοὺς γνωστούς μου, οἱ ὁποῖοι
μὲ ἀποφεύγουν διὰ νὰ μὴ καταδιωχθοῦν
καὶ αὐτοί· οἱ ξένοι δέ, ποὺ μὲ
βλέπουν ἔξω καὶ μὲ συναντοῦν εἰς
τοὺς δρόμους, φεύγουν μακρυὰ ἀπὸ ἐμὲ
διὰ νὰ μὴ τοὺς ὑποψιασθοῦν
ὡς φίλους μου. |
13
Ἐπελήσθην ὡσεὶ νεκρὸς ἀπὸ
καρδίας, ἐγενήθην ὡσεὶ σκεῦος
ἀπολωλός. |
13
Ἐλησμονήθην ἀπὸ τὴν καρδίαν
τῶν φίλων μου, σὰν νὰ εἶμαι
πλέον νεκρός. ῎Εγινα σὰν σπασμένο
ἀγγεῖον, τὸ ὁποῖον ἀπορρίπτεται
ἄχρηστον εἰς τοὺς δρόμους.
|
13
Ἐλησμονήθην ἀπὸ τὰς καρδίας
τῶν φίλων μου, ὡσὰν νὰ ἤμην
πεθαμένος, ἔγινα σὰν ἀγγεῖον τεθραυόμενον
καὶ ἄχρηστον, τὸ ὁποῖον ἀπορρίπτεται
εἰς τοὺς δρόμους. |
14
Ὅτι ἤκουσα ψόγον πολλῶν παροικούντων
κυκλόθεν· ἐν τῷ ἐπισυναχθῆναι
αὐτοὺς ἅμα ἐπ' ἐμὲ του
λαβεῖν τὴν ψυχήν μου ἐβουλεύσαντο.
|
14
Καὶ ἐπὶ πλέον ἤκουσα συκοφαντίας
ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι, κατοικοῦν
γύρω μου. Ὅλοι αὐτοὶ συνεκεντρώθησαν
ἐναντίον μου καὶ ἀπεφάσισαν
νὰ μου πάρουν τὴν ζωήν. |
14
Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν κατάστασίν
μου αὐτὴν δὲν μὲ ἀφήνουν
ἥσυχον. Διότι ἤκουσα κατηγορίας καὶ διαβολὰς
πολλῶν, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν
τριγύρω μου. Ὅταν αὐτοὶ συνήχθησαν εἰς
συμβούλιον καὶ σύσκεψιν κατ' ἐμοῦ,
ἀπεφάσισαν καὶ ἐμηχανεύθησαν νὰ
μοῦ ἀφαιρέσουν τὴν ζωήν.
|
15
Ἐγὼ δὲ ἐπὶ σοὶ ἤλπισα,
Κύριε, εἶπα· σὺ εἶ ὁ Θεός
μου. |
15
᾿Εγὼ ὅμως ἤλπισα εἰς σέ,
Κύριε. Ἐγὼ εἶπα μετὰ πίστεως
καὶ θάρρους· σὺ εἶσαι ὁ
Θεός μου. |
15
Ἀλλ’ ἐνῷ ἐκεῖνοι συνελάμβανον
σχέδιον φονικόν, ἐγὼ εἰς σέ, Κύριε, ἐστήριξα
τὴν ἐλπίδα μου· εἶπα μετὰ πεποιθήσεως
καὶ θάρρους: Σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου.
|
16
Ἐν ταῖς χερσί σου οἱ κλῆροί
μου ρῦσαί με ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν
μου καὶ ἐκ τῶν καταδιωκόντων με.
|
16
Εἰς τὰ χέρια σου ὑπάρχουν αἱ
τύχαι μου. Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ
τὰ χέρια αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν
μου, ποὺ μὲ καταδιώκουν.
|
16
Εἰς τὰς χεῖρας σου εὑρίσκονται αἱ
τύχαι μου καὶ σὺ κανονίζεις τί θὰ
μοῦ συμβῇ. Σὺ διευθύνεις τὰς ἐν
τῷ βίῳ ἑκάστου μεταβολάς. Γλύτωσέ
με ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν
μου καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ
μὲ καταδιώκουν. |
17
Ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου ἐπὶ
τὸν δοῦλόν σου, σῶσόν με ἐν
τῷ ἐλέει σου. |
17
Ἂς λάμψῃ τὸ πρόσωπόν σου
μὲ τὸ φῶς τῆς καλωσύνης καὶ
τοῦ ἐλέους σου εἰς ἐμὲ
τὸν δοῦλον σου, καὶ σῶσε με ὄχι
διὰ τὴν ἀξίαν μου, ἀλλὰ
διὰ τὸ ἔλεός σου. |
17
Ἐπίλαμψον εὐμενὲς καὶ χαριτόβρυτον
τὸ πρόσωπόν σου ἐπ’ ἐμὲ τὸν
δοῦλον σου, σῶσον με ἐκχύνων πρὸς
ἐμὲ τὸ ἔλεός σου.
|
18
Κύριε, μὴ καταισχυνθείην, ὅτι ἐπεκαλεσάμην
σε· αἰσχυνθείησαν οἱ ἀσεβεῖς
καὶ καταχθείησαν εἰς ᾅδου.
|
18
Κύριε, μὴ παραχωρήσῃς ποτέ,
νὰ ἐντροπιασθῶ, διότι σὲ καὶ
μόνον ἐγὼ διὰ τῆς προσευχῆς
ἔχω ἐπικαλεσθῆ καὶ εἰς σὲ
ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου. Ἂς
ἐντροπιασθοῦν ὅμως οἱ ἀσεβεῖς
καὶ ἂς κρημνισθοῦν εἰς τὰ βάθη
τοῦ ᾅδου. |
18
Κύριε, μὴ ἐπιτρέψῃς ποτὲ νὰ
ἐντροπιασθῶ, διότι σὲ καὶ μόνον ἐπεκαλέσθην
καὶ εἰς σὲ ἐστήριξα τὰς
ἐλπίδας μου. Ἂς ἐντροπιασθοῦν οἱ
ἀσεβεῖς καὶ ἂς κατακρημνισθοῦν
εἰς τὰ βάθη τοῦ Ἅδου.
|
19
Ἄλαλα γενηθήτω τὰ χείλη τὰ δόλια
τὰ λαλοῦντα κατὰ τοῦ δικαίου
ἀνομίαν ἐν ὑπερηφανίᾳ
καὶ ἐξουδενώσει. |
19
Βουβὰ καὶ ἀμίλητα ἂς γίνουν
τὰ χείλη των, ἀπὸ τὰ ὁποῖα
βγαίνει δόλος καὶ πονηρία καὶ
τὰ ὁποῖα λαλοῦν ἐναντίον
τοῦ δικαίου παρανομίας μὲ ἀλαζονείαν
καὶ θράσος, ποὺ ἐξουδενώνει
τὰ πάντα. |
19
Ἂς γίνουν βωβὰ καὶ ἄλαλα τὰ
χείλη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα βγαίνει
δόλος καὶ πονηρία, καὶ τὰ ὁποῖα
λαλοῦν κατὰ τοῦ δικαίου ἀδικίαν καὶ
παρανομίαν μεθ’ ὑπερηφανείας καὶ θρασύτητος, ποὺ
περιφρονεῖ καὶ ἐξουδενώνει τὰ
πάντα. |
20
Ὡς πολὺ τὸ πλῆθος τῆς χρηστότητάς
σου, Κύριε, ἧς ἔκρυψας τοῖς φοβουμένοις
σε, ἐξειργάσω τοῖς ἐλπίζουσιν
ἐπὶ σὲ ἐναντίον τῶν υἱῶν
τῶν ἀνθρώπων. |
20
Πόσον μέγα εἶναι τὸ πλῆθος τῆς
ἀγαθότητος καὶ καλωσύνης σου, Κύριε,
τὸ ὁποῖον ἐπιφυλάσσεις δι' ἐκείνους,
ποὺ σὲ φοβοῦνται, καὶ ἔχεις
ἑτοιμάσει νὰ τὸ δώσῃς
εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
μὲ θάρρος ἐνώπιον ὅλων τῶν
ἀνθρώπων ἐλπίζουν εἰς σέ!
|
20
Πάρα πολὺ εἶναι τὸ πλῆθος τῆς
καλωσύνης σου καὶ τῆς εὐεργετικότητός
σου, Κύριε, τὸ ὁποῖον ἔχεις ἀποθησαυρίσει
ὡς εἰς ἀπόκρυφον ταμεῖον, ἵνα
ἐξ αὐτοῦ ἐν καιρῷ χορηγεῖς
εἰς τοὺς φοβουμένους σε. Ὁποῖον πλῆθος
ἀγαθῶν ἐπ’ εὐεργεσίᾳ τῶν
ἐλπιζόντων εἰς σὲ συνετέλεσας καὶ
ἐπραγματοποίησας δημοσίᾳ καὶ ἐνώπιον
τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου, διδάσκων
καὶ τούτους ποὺ πρέπει νὰ στηρίζουν τὰς
ἐλπίδας των. |
21
Κατακρύψεις αὐτοὺς ἐν ἀποκρύφῳ
του προσώπου σου ἀπὸ ταραχῆς ἀνθρώπων,
σκεπάσεις αὐτοὺς ἐν σκηνῇ ἀπὸ
ἀντιλογίας γλωσσῶν. |
21
Θὰ κρύψῃς αὐτοὺς ἀσφαλῶς
εἰς ἀπόκρυφον καταφύγιον τῆς
θείας σου προστασίας, ὅπου καὶ θὰ
προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὴν ἄδικον
ὀργὴν καὶ ἐπίθεσιν τῶν
πονηρῶν ἀνθρώπων. Θὰ τοὺς σκεπάσῃς
μέσα εἰς τὴν Σκηνήν σου, ὥστε
νὰ μὴ θίγωνται καθόλου ἀπὸ
ἐλεεινὰς συκοφαντίας φαρμακερῶν γλωσσῶν.
|
21
Θὰ κρύψῃς ἀσφαλῶς τοὺς ἐλπίζοντας
εἰς σὲ εἰς ἀπόκρυφον καταφύγιον τῆς
θεϊκῆς σου παρουσίας καὶ προστασίας, ὅπου
θὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὴν ταραχὴν
τῶν ἀνθρωπίνων προσβολῶν καὶ ἐπιθέσεων·
θὰ τοὺς σκεπάσῃς μέσα εἰς τὴν
σκηνὴν τῆς θείας ἐπισκέψεως καὶ προνοίας
σου, ὥστε νὰ μὴ θίγωνται ἀπὸ
τὰς ἀντιλογίας καὶ συκοφαντίας φαρμακερῶν
γλωσσῶν. |
22
Εὐλογητὸς Κύριος, ὅτι ἐθαυμάστωσε
τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐν πόλει
περιοχῆς. |
22
Ἂς εἶναι δοξοσμένος ὁ Κύριος,
διότι κατὰ τρόπον θαυμαστὸν ἔδειξεν
εἰς ἐμὲ τὸ ἔλεός του,
καὶ μὲ ἔσωσε, ὡς ἐὰν εὑρισκόμην
μέσα εἰς ὀχυρὰν καὶ ἀπόρθητον
πόλιν. |
22
Ἂς εἶναι εὐλογημένος ὁ Κύριος,
ὁ ὁποῖος κατὰ τρόπον θαυμαστὸν
ἐπέδειξε εἰς ἐμὲ τὸ ἔλεος
του, καὶ μὲ ἐπεριφρούρησε σὰν εἰς
πόλιν τειχογυρισμένην καὶ ἀπόρθητον.
|
23
Ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσεί
μου· ἀπέρριμμαι ἀπὸ προσώπου
τῶν ὀφθαλμῶν σου. Διὰ τοῦτο
εἱσήκουσας τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς
μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρός σε.
|
23
Καὶ ὅμως ἐγὼ εἰς στιγμὰς
παραζάλης καὶ ὀλιγοπιστίας εἶχα
πεῖ· ἔχω, λοιπόν, ἀπορριφθῆ
μακρὰν ἀπὸ τὰ μάτια σου. Σὺ
ὅμως ἤκουσες τὴν πονεμένην φωνὴν
τῆς παρακλήσεώς μου, ὅταν ἐκραύγασα
πρὸς σέ.
|
23
Καὶ ὅμως ἐγὼ εἶχον εἴπει
ἐν τῇ παραζάλῃ καὶ μικροψυχία μου:
Ἔχω ἀπορριφθῆ μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν
σου, ἀπαξιοῖς δὲ καὶ νὰ μὲ
βλέπῃς. Σὺ δέ, διὰ νὰ μὲ ἐπαναφέρῃς
εἰς ὀρθὰς σκέψεις καὶ διὰ νὰ
μὲ διδάξῃς νὰ μὴ δειλιῶ καὶ
μικροψυχῶ, εἰσήκουσας τὴν φωνὴν τῆς
προσευχῆς μου, ὅταν μὲ κραυγὰς ὀδύνης
ἐφώναζον πρὸς σέ. |
24
Ἀγαπήσατε τὸν Κύριον πάντες
οἱ ὅσιοι αὐτοῦ, ὅτι ἀληθείας
ἐκζητεῖ Κύριος καὶ ἀνταποδίδωσι
τοῖς περισσῶς ποιοῦσιν ὑπερηφανίαν.
|
24
Ὅλοι σεῖς οἱ εὐσεβεῖς ἀγαπήσατε
τὸν Κύριον, διότι ὁ Κύριος εὐαρεστεῖται
εἰς τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀνταποδίδει
τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι φέρονται καὶ ἐνεργοῦν
μὲ πλεονάζουσαν ἀλαζονείαν καὶ
θράσος. |
24
Ἀγαπήσατε μὲ ὅλην τὴν καρδίαν σας
τὸν Κύριον ὅλοι οἱ ἀφωσιωμένοι
εἰς αὐτόν, διότι ὁ Κύριος ἀρέσκεται
εἰς τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἀναδεικνύων
αὐτὴν ἐν μέσῳ τῶν συκοφαντιῶν
καὶ τῶν ψευδολογιῶν τῶν ἀνθρώπων
ἀνταποδίδει τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν κατ’ ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι μετ’ ἀσυγκρατήτου
ὑπερηφανείας καὶ μετὰ θρασείας ἀλαζονείας
περιφρονοῦν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ
πτωχοὺς καὶ καταπατοῦν τὸ δίκαιόν
των. |
25
Ἀνδρίζεσθε, καὶ κραταιούσθω ἡ
καρδία ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες
ἐπὶ Κύριον. |
25
Νὰ ἔχετε γενναῖον καὶ ἀνδρεῖον
φρόνημα καὶ ἡ καρδία ὅλων ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι ἐλπίζουν εἰς
τὸν Κύριον, ἂς γίνεται κραταιὰ
καὶ ἀτρόμητος. |
25
Ἔχετε πάντοτε ἀνδρεῖον καὶ ἀκατάβλητον
φρόνημα καὶ ἂς γίνεται κραταιὰ καὶ
ἄφοβος ἡ καρδία σας, ὅλοι ὅσοι ἐλπίζετε
εἰς τὸν Κύριον. |