Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ησὶν
ὁ παράνομος τοῦ
ἁμαρτάνειν ἐν ἑαυτῷ,
οὐκ ἐστὶ φόβος Θεοῦ ἀπέναντι
τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ·
|
έγει
ἀπὸ μέσα του ὁ παράνομος, ποὺ
ἔχει πάρει πλέον τὴν ἀπόφασιν
νὰ ἁμαρτάνῃ· Δὲν ὑπάρχει
φόβος Θεοῦ ἐνώπιόν του. Δὲν
φοβεῖται τὴν δικαίαν κρίσιν τοῦ
Θεοῦ. |
έγει
καθ’ ἑαυτὸν καὶ μὲ τὰ βάθη τῆς
ψυχῆς του ἔχει λάβει ἀπόφασιν ὁ παράνομος
ὥστε νὰ ἁμαρτάνῃ· δὲν ὑπάρχει
φόβος Θεοῦ ἐμπρός του, καὶ δὲν ἔχει
πρὸ ὀφθαλμῶν τὸ κριτήριον, εἰς
τὸ ὁποῖον θὰ κληθῇ νὰ
δώσῃ λόγον διὰ τὰς πράξεις του. |
3
ὅτι ἐδόλωσεν ἐνώπιον αὐτοῦ
τοῦ εὑρεῖν τὴν ἀνομίαν
αὐτοῦ καὶ μισῆσαι. |
3
Διέστρεψε δολίως καὶ ἐθόλωσε
τὰ πάντα ἐνώπιόν του, ὥστε
δὲν εἶναι δυνατὸν πλέον νὰ διακρίνῃ
αὐτὸς τὴν ἁμαρτίαν καὶ
νὰ τὴν ἀποστραφῇ μὲ ἀποτροπιασμόν.
|
3
Διότι ἐνόθευσε καὶ διέστρεψε τὰ πάντα
ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ὥστε δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ διακρίνῃ καὶ νὰ εὕρῃ
τὴν ἀνομίαν του καὶ νὰ μισήσῃ
αὐτήν. |
4
Τὰ ρήματα τοῦ στόματος αὐτοῦ
ἀνομία καὶ δόλος, οὐκ ἠβουλήθη
συνιέναι τοῦ ἀγαθῦναι·
|
4
Οἱ λόγοι, οἱ ὁποῖοι βγαίνουν
ἀπὸ τὸ στόμα του, εἶναι παρανομία
καὶ δολιότης. Δὲν ἠθέλησε νὰ
συνέλθῃ, νὰ συνετισθῇ καὶ νὰ
πράξῃ κάτι τὸ ἀγαθόν.
|
4
Οἱ λόγοι, οἱ ὁποῖοι ἐξέρχονται
ἀπὸ τὸ στόμα του, εἶναι γεμᾶτοι
ἀνομίαν καὶ δόλον, δὲν ἠθέλησεν οὔτε
ἐσκέφθη νὰ συνέλθῃ εἰς ἑαυτὸν
καὶ νὰ ἀποκτήσῃ σύνεσιν καὶ
φρόνησιν, ὥστε νὰ ἐπιτελέσῃ τὸ
ἀγαθόν. |
5
ἀνομίαν διελογίσατο ἐπὶ τῆς
κοίτης αὐτοῦ, παρέστη πάσῃ
ὁδῷ οὐκ ἀγαθῇ, κακίᾳ
δὲ οὐ προσώχθισε. |
5
Καὶ κατὰ τὴν νύκτα ἀκόμη,
ποὺ εὑρίσκεται ἐπάνω εἰς
τὴν κλίνην του, ἐσκέπτετο παρανομίας.
Εἰς κάθε κακὸν δρόμον ἦτο παρών.
Οὐδέποτε ἀπετροπιάσθη καὶ ἐμίσησε
τὸ κακόν. |
5
Καὶ ὄχι μόνον κατὰ τὴν ἡμέραν
ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν νύκτα, ὅταν
εὑρίσκεται εἰς τὴν κοίτην του, ἀντὶ
νὰ σκέπτεται τὸν Θεὸν καὶ νὰ
ζητῇ τὸ ἔλεός του διὰ τὰς παραβάσεις
τῆς ἡμέρας, διαλογίζεται καὶ σχεδιάζει ἀδικίαν
καὶ ἀνομίαν κατὰ τοῦ πλησίον·
εὑρέθη ἐμπρὸς παρὼν πάντοτε
καὶ πρωτοστατῶν εἰς κάθε δρόμον πονηρόν·
καὶ ἡ πώρωσίς του ἔφθασεν εἰς σημεῖον,
ὥστε νὰ μὴ ἀποτροπιάζεται τὴν
κακίαν καὶ νὰ μὴ τὴν χορταίνῃ
ποτέ. |
6
Κύριε, ἐν τῷ οὐρανῷ τὸ
ἔλεός σου, καὶ ἡ ἀλήθειά
σου ἕως τῶν νεφελῶν·
|
6
Κύριε, μέχρι τοῦ οὐρανοῦ ἀπλώνεται
τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ ἡ
ἀλήθεια τῶν λόγων σου καὶ ἡ
ἀξιοπιστία τῶν ὑποσχέσεών
σου φθάνει ἕως τὰ νέφη τοῦ οὐρανοῦ.
|
6
Κύριε, τὸ ἔλεός σου εἶναι ἀπεριόριστον,
καὶ ἁπλοῦται εἰς τὸν οὐρανὸν
ἀκαταμέτρητον καὶ μόνος ὁ οὐρανὸς
δύναται νὰ τὸ περιλάβῃ· καὶ ἡ
ἀλήθειά σου καὶ ἡ πιστὴ τήρησις
τῶν ἐπαγγελιῶν σου, ἀλλὰ καὶ
τὸ ἀδιάψευστον τῶν κρίσεών σου καὶ
τῶν λόγων σου φθάνουν μέχρι τῶν νεφελῶν.
|
7
ἡ δικαιοσύνη σου ὡς ὅρη Θεοῦ,
τὰ κρίματά σου ὡσεὶ ἄβυσσος
πολλή· ἀνθρώπους καὶ κτήνη
σώσεις, Κύριε. |
7
Ἡ δικαιοσύνη σου εἶναι ἀσάλευτος
καὶ αἰωνία, ὅπως τὰ ὅρη
τοῦ Θεοῦ. Αἱ κρίσεις σου καὶ
αἱ δίκαιαι ἀποφάσεις σου εἶναι
ἀνεξερεύνητοι, ὅπως τὰ βάθη
τῶν ὠκεανῶν. Σύ, Κύριε, σώζεις
ἀνθρώπους καὶ ζῶα.
|
7
Ἡ δικαιοσύνη σου ὑψοῦται ἄσειστος
καὶ ἀσάλευτος καὶ αἰώνια σὰν
τὰ θεόκτιστα καὶ πανύψηλα ὄρη·
τὰ σχέδιά σου καὶ αἱ σοφαὶ κρίσεις
σου, διὰ τῶν ὁποίων κυβερνᾶται ἡ
ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν λαῶν,
εἶναι ἀνεξερεύνητοι, καθὼς τῶν ὠκεανῶν
αἱ βαθεῖαι ἄβυσσοι·
διὰ τῆς πανσόφου καὶ ἀγαθῆς
προνοίας σου σώζεις ὄχι μόνον τοὺς ἀνθρώπους,
ἀλλὰ καὶ τὰ κτήνη καὶ τὴν
κατωτέραν ταύτην δημιουργίαν σου. |
8
Ὡς ἐπλήθυνας τὸ ἔλεός
σου, ὁ Θεός· οἱ δὲ υἱοὶ
τῶν ἀνθρώπων ἐν σκέπῃ
τῶν πτερύγων σου ἐλπιοῦσι.
|
8
Πόσον μέγα, συνεχὲς καὶ ἀκατάληπτον
ἔδειξες τὰ ἔλεός σου, Θεέ μου!
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὰς ἐλπίδας
των εἰς τὴν σκέπην τῶν πτερύγων
σου. |
8
Θεέ μου, πόσον μέγα καὶ ἀνυπολόγιστον εἰς
πλῆθος εἶναι τὸ ἔλεός σου. Ἐξαιρέτως
ὅμως οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀνθρώπων
θὰ στηρίζουν τὴν ἐλπίδα των εἰς τὴν
προστασίαν τῆς βοηθείας σου, ὑπὸ τὴν
ὁποίαν θὰ σκεπασθῶσιν ἐν ἀσφαλείᾳ,
ὅπως ὑπὸ τὰς στοργικὰς πτέρυγας
τῆς ὄρνιθος τὰ μικρὰ πουλιά
της. |
9
Μεθυσθήσονται ἀπὸ πιότητος οἴκου
σου, καὶ τὸν χειμάρρουν τῆς τρυφῆς
σου ποτιεῖς αὐτούς· |
9
Θὰ χορτάσουν αὐτοὶ καὶ θὰ
μεθύσουν ἀπὸ τὴν πλουσιωτάτην
τράπεζαν τῶν ἀγαθῶν τοῦ οἴκου
σου. Θὰ τοὺς ποτίσῃς μὲ τὴν
ἀπερίγραπτον τρυφὴν τῶν πνευματικῶν
σου ἀπολαύσεων, αἱ ὁποῖαι ρέουν
πλούσιοι ὡς ἄλλος χείμαρρος.
|
9
Θὰ χορτασθοῦν καὶ θὰ μεθύσουν ἀπὸ
τὴν ἀφθονίαν καὶ τὸν πλοῦτον
τῆς τραπέζης τοῦ οἴκου σου καὶ θὰ
τοὺς ποτίσῃς μὲ τὴν τρυφὴν τῶν
ἀρρήτων σου πνευματικῶν ἀπολαύσεων, ποὺ
ἡ ἀφθονία της ὁμοιάζει πρὸς
ἀσυγκράτητον ρεῦμα χειμωνιάτικου ποταμοῦ.
|
10
ὅτι παρὰ σοι πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ
φωτί σου ὀψόμεθα φῶς. |
10
Διότι σὺ εἶσαι ἡ πηγὴ τῆς
ζωῆς καὶ μὲ τὸ ἰδικόν
σου φῶς θὰ ἴδωμεν τὸ ἀληθινὸν
φῶς. |
10
Ναὶ θὰ χορτασθοῦν καὶ θὰ μεθύσουν,
διότι εἰς τὰ βάθη τῶν κόλπων σου ὑπάρχει
ἡ ἀνεξάντλητος πηγὴ πάσης ζωῆς καὶ
σὺ εἶσαι ὁ μόνος ζωοδότης. Διὰ τοῦ
φωτός σου, ὅταν τοῦτο ἐπιλάμψῃ εἰς
τὴν διάνοιάν μας, θὰ ἴδωμεν τὸ
φῶς ποὺ θὰ μᾶς παρηγορῇ καὶ
θὰ μᾶς καθοδηγῇ καὶ θὰ μᾶς
γεμίζῃ θάρρος καὶ ἐλπίδα.
|
11
Παράτεινον τὸ ἔλεός σου τοῖς
γινώσκουσί σε καὶ τὴν δικαιοσύνην
σου τοῖς εὐθέσι τῇ καρδίᾳ.
|
11
Ἄπλωσε καὶ ἐξακολούθει νὰ παρέχῃς
πάντοτε πλούσιον τὸ ἔλεός σου
εἰς ὅλους, ὅσοι σὲ γνωρίζουν.
Δῶσε τὴν δικαιοσύνην σου εἰς τοὺς
ἀνθρώπους, τοὺς εὐθεῖς καὶ
εἰλικρινεῖς κατὰ τὴν καρδίαν.
|
11
Ἑξακολούθησε νὰ ἐκχύνῃς καὶ
νὰ παρέχῃς ἀδιάκοπα τὸ ἔλεός
σου εἰς ὅσους ἔχουν τὴν ἀληθῆ
γνῶσιν περὶ σοῦ, καὶ προστάτευε μὲ
τὴν δικαιοσύνην σου τοὺς εὐθεῖς κατὰ
τὴν καρδίαν καὶ μὴ τρέφοντας δόλους εἰς
αὐτήν. |
12
Μὴ ἐλθέτω μοι ποὺς ὑπερηφανίας,
καὶ χεὶρ ἁμαρτωλοῦ μὴ σαλεύσαι
με. |
12
Εἰς ἐμὲ δὲ ἂς μὴ πέσῃ
ἐπάνω μου τὸ πόδι τοῦ ὑπερηφάνου,
διὰ νὰ μὴ μὲ καταπατήσῃ,
καὶ τὸ χέρι τοῦ ἁμαρτωλοῦ
ἂς μὴ μὲ συγκλονίσῃ καὶ
μὲ διώξῃ. |
12
Ἂς μὴ ἐπέλθῃ κατ’ ἐμοῦ
ποὺς ἁμαρτωλοῦ καὶ ὑπερηφάνου
διὰ νὰ μὲ καταπατήσῃ, καὶ χεὶρ
ἁμαρτωλοῦ ἂς μὴ ἐξεγερθῇ
κατ’ ἐμοῦ διὰ νὰ μὲ μετακινήσῃ
ἀπὸ τὸν οἶκον μου ἐξόριστον
καὶ φυγάδα. |
13
Ἐκεῖ ἔπεσαν πάντες οἱ ἐργαζόμενοι
τὴν ἀνομίαν, ἐξώσθησαν καὶ
οὐ μὴ δύνωνται στῆναι. |
13
Ἰδού, ἐκεῖ κατεκρημνίσθησαν
ὅλοι ὅσοι ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν.
Ἀπωθήθησαν καὶ ἐξεδιώχθησαν,
ὥστε νὰ μὴ μποροῦν πλέον νὰ
σταθοῦν ὄρθιοι εἰς τὰ πόδια
των. |
13
Ἰδοὺ ἐκεῖ! Κατεκρημνίσθησαν ἐπὶ
τοῦ ἐδάφους οἰκτρῶς ὅλοι, ὅσοι
ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν. Ἐξώσθησαν
ἀπὸ τὰς θέσεις των καὶ δὲν δύνανται
κατ’ οὐδένα λόγον νὰ σταθοῦν ὄρθιοι.
|