Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὴ
παραζήλου ἐν πονηρευομένοις μηδὲ ζήλου
τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν·
|
ὴ
ζηλεύῃς καὶ μὴ ποθῇς τὴν
φαινομενικὴν εὐτυχίαν ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι σκέπτονται τὸ πονηρόν.
Μὴ ζηλεύῃς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι πράττουν τὴν ἀνομίαν,
|
ὴ
ἐρεθίζεσαι ἐκ φθόνου καὶ μὴ
παρακινῆσαι πρὸς μίμησιν τῶν πονηρευομένων,
μηδὲ ζήλευε βλέπων τὴν εὐτυχίαν ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέσα εἰς τὴν
παρανομίαν. |
2
ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσοντοι
καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ
ἀποπεσοῦνται. |
2
διότι αὐτοὶ γρήγορα σὰν τὸ
χορτάρι θὰ ξηρανθοῦν. Καὶ σὰν
τὴν πρασίνην χλόην θὰ μαρανθοῦν
καὶ θὰ πέσουν εἰς τὸ ἔδαφος.
|
2
Ἡ εὐτυχία των εἶναι προσωρινή. Διότι γρήγορα
σὰν χορτάρι θὰ ἀποξηρανθοῦν καὶ
σὰν τὴν πρασίνην χλόην ταχέως θὰ μαρανθοῦν.
|
3
Ἔλπισον ἐπὶ Κύριον καὶ ποιεῖ
χρηστότητα καὶ κατασκήνου τὴν γῆν,
καὶ ποιμανθήσῃ ἐπὶ τῷ
πλοῦτῳ αὐτῆς. |
3
Στήριξε τὴν ἐλπίδα σου εἰς τὸν
Κύριον, πρᾶττε τὸ ἀγαθὸν καὶ
ἔτσι ἀσφαλὴς καὶ εἰρηνικὸς
θὰ κατοικήσῃς εἰς τὴν γῆν
τῆς Ἐπαγγελίας, καὶ ἀπὸ
τὸν καλὸν ποιμένα, τὸν Θεόν,
θὰ ποιμανθῇς μὲ στοργὴν καὶ
θὰ ἀπολαύσῃς τὸν πλοῦτον
τῆς χώρας, ὅπου κατοικεῖς.
|
3
Στήριξε τὴν ἐλπίδα σου εἰς τὸν Κύριον
καὶ ἐργάζου τὸ ἀγαθὸν εἰς
ὅλους, καὶ τότε ἀφόβως καὶ ἀσφαλῶς
θὰ κατοικήσῃς εἰς τὴν εὐλογημένην
γῆν τῆς ἐπαγγελίας, καὶ ὁ Κύριος
ὡς καλὸς ποιμὴν θὰ σὲ ποιμάνῃ
καὶ θὰ σὲ διαθρέψῃ μὲ τὸν
πλοῦτον της. |
4
Κατατρύφησον τοῦ Κυρίου, καὶ δώσει
σοι τὰ αἰτήματα τῆς καρδίας
σου. |
4
Ἐντρύφημά σου καὶ χαρά σου ἂς
εἶναι ὁ Κύριος καὶ αὐτὸς
θὰ σοῦ δώσῃ κάθε ἀγαθὸν
ὑλικὸν καὶ πνευματικόν, ποὺ
ποθεῖ ἡ καρδία σου.
|
4
Ἀπόλαυσε τὸν Κύριον διὰ τῆς
πρὸς αὐτὸν ἀγάπης καὶ ἀφωσιωμένης
λατρείας, καὶ θὰ σοῦ δώσῃ Ἐκεῖνος
ὅ,τι ποθεῖ καὶ ζητεῖ ἡ καρδία
σου. |
5
Ἀποκάλυψον πρὸς Κύριον τὴν ὁδόν
σου καὶ ἔλπισον ἐπ' αὐτόν, καὶ
αὐτὸς ποιήσει |
5
Φανερὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ
πλήρη ἐμπιστοσύνην νὰ ἔχῃς
πάντοτε τὸν δρόμον τῆς ζωῆς
σου. Ἔχε εἰς αὐτὸν τὰς ἐλπίδας
σου καὶ αὐτὸς θὰ πράξῃ
εἰς σὲ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον
σὲ συμφέρει καὶ σὲ χαροποιεῖ.
|
5
Φανέρωσε πρὸς τὸν Κύριον μετὰ πάσης ἐμπιστοσύνης
τὸν δρόμον καὶ τὰς ἐπιδιώξεις καὶ
ἀνάγκας τῆς ζωῆς σου καὶ ἔλπισον
εἰς αὐτὸν καὶ αὐτὸς θὰ
κάμῃ ἐκεῖνα ποὺ ζητεῖς καὶ
χρειάζεσαι. |
6
καὶ ἐξοίσει ὡς φῶς τὴν
δικαιοσύνην σου καὶ τὸ κρίμα σου ὡς
μεσημβρίαν. |
6
Θὰ φανερώσῃ καὶ θὰ προβάλῃ
αὐτὸς τὸ δίκαιόν σου λαμπρὸν
ὡσὰν τὸ φῶς, καὶ θὰ κάμῃ
ὁλόφωτον τὴν δικαίαν του κρίσιν
ὑπὲρ σοῦ, ὡσὰν τὸν μεσημβρινὸν
ἥλιον. |
6
Καὶ θὰ φανερώσῃ αὐτὸς
τὸ δίκαιόν σου περίλαμπρον σὰν τὸ
φῶς, καὶ θὰ παρουσιάσῃ τὴν περὶ
σοῦ δικαίαν ψῆφον καὶ κρίσιν του φαεινὴν
καὶ ἀπαστράπτουσαν, ὅπως εἶναι ὁ
ἥλιος τὸ μεσημέρι. |
7
Ὑποτάγηθι τῷ Κυρίῳ καὶ
ἱκέτευσον αὐτόν· μὴ παραζήλου
ἐν τῷ κατευοδουμένῳ ἐν τῇ
ὁδῷ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώπῳ
ποιοῦντι παρανομίαν. |
7
Νὰ ὑποταχθῇς εἰς τὸν Κύριον
καὶ αὐτὸν νὰ παρακαλῇς θερμῶς
διὰ τῆς προσευχῆς σου. Μὴ ἀφήσῃς
νὰ καταλάβῃ ποτὲ τὴν καρδίαν
σου ἡ ζήλεια καὶ ὁ φθόνος διὰ
τὸν ἄνθρωπον, ποὺ εὐδοκιμεῖ
εἰς τὴν ζωήν του, ὁ ὁποῖος
ὅμως πράττει παρανομίας. |
7
Δείκνυε ὑποταγὴν πρὸς τὸν Κύριον καὶ
μετ’ ἐλπίδος καὶ ἐμπιστοσύνης παρακάλει
αὐτόν· μὴ παροξύνεσαι καὶ μὴ
ζηλεύῃς διὰ τὸν εὐδοκιμοῦντα
καὶ προοδεύοντα εἰς τὸν δρόμον τῆς
ζωῆς τοῦ ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ ἐργάζεται
τὴν παρανομίαν. |
8
Παῦσαι ἀπὸ ὀργῆς καὶ ἐγκατάλιπε
θυμόν, μὴ παραζήλου ὥστε πονηρεύσθαι·
|
8
Παῦσε νὰ ἀγανακτῇς δι' αὐτόν.
Ἄφησε κατὰ μέρος κάθε θυμόν.
Πρόσεξε, μὴ τὸν ζηλεύῃς, ὥστε
καὶ σὺ νὰ σκέπτεσαι πονηρά,
ὅπως ἐκεῖνος.
|
8
Παῦσον νὰ ὀργίζεσαι ἀγανακτῶν
ἐπὶ τῇ εὐτυχίᾳ τῶν ἁμαρτωλῶν,
καὶ ἄφησε κάθε θυμόν, ἀκόμη καὶ
ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶναι
δυνατὸν νὰ διεγείρεται μέσα σου, ὅταν βλέπῃς
τοὺς ἀσεβεῖς ἐκ τῆς εὐτυχίας
τῶν ἀποθρασυνομένους. Πρόσεξε μήπως παρασυρθῇς
ἀπὸ ζήλειαν, ὥστε καὶ σὺ νὰ
πονηρεύεσαι, καθὼς ἐκεῖνοι.
|
9
ὅτι οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται,
οἱ δὲ ὑπομένοντες
τὸν Κύριον αὐτοὶ κληρονομήσουσι
γῆν. |
9
Διότι ὅλοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
σκέπτονται τὸ πονηρὸν καὶ πράττουν
τὸ κακόν, θὰ ἐξολοθρευθοῦν.
Ὅσοι ὅμως μὲ πίστιν εἰς τὸν
Κύριον ὑπομένουν τὰς θλίψεις
καὶ ἀναμένουν ἀπὸ τὸν
Κύριον τὴν λύτρωσιν, αὐτοὶ θὰ
ἔχουν ὡς παντοτεινὴν καὶ ἀσφαλῆ
κληρονομίαν των τὴν γῆν καὶ τὰ
ἀγαθά της. |
9
Διότι αὐτοί, ποὺ πράττουν τὸ κακόν, θὰ
ἐξολοθρευθοῦν, αὐτοὶ δὲ ποὺ
μὲ ὑπομονητικὴν ἐλπίδα προσμένουν
τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου, θὰ κληρονομήσουν
τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. |
10
Καὶ ἔτι ὀλίγον καὶ οὐ
μὴ ὑπάρξῃ ὁ ἁμαρτωλός,
καὶ ζητήσεις τὸν τόπον αὐτοῦ
καὶ οὐ μὴ εὕρῃς·
|
10
Κάμε ὑπομονήν· ὀλίγος καιρὸς
ἀκόμη θὰ περάσῃ καὶ ὁ
ἁμαρτωλός, τοῦ ὁποίου σὺ
σήμερον τὴν εὐτυχίαν ἠμπορεῖ
νὰ ζηλεύῃς, δὲν θὰ ὑπάρχῃ
πλέον. Θὰ ἀναζητήσῃς τὸν
τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον αὐτὸς
εἶχε ζήσει εὐτυχής, καὶ δὲν
θὰ τὸν εὕρῃς. |
10
Μὴ ζηλεύσῃς τὴν εὐτυχίαν τοῦ
ἁμαρτωλοῦ. Περίμενε, καὶ ὀλίγος καιρὸς
θὰ παρέλθῃ ἀκόμη, καὶ ὁ
ἁμαρτωλὸς αὐτός, ποὺ τώρα εὐτυχεῖ,
δὲν θὰ ὑπάρχῃ καὶ θὰ ζητήσῃς
τὸν τόπον ποὺ κατεῖχε περίβλεπτος καὶ
δὲν θὰ τὸν εὕρης.
|
11
οἱ δὲ πρᾳεῖς κληρονομήσουσι
γῆν καὶ κατατρυφήσουσιν ἐπὶ
πλήθει εἰρήνης. |
11
Ἐξ ἀντιθέτου αὐτοὶ οἱ
ὁποῖοι εἶναι πρᾶοι καὶ ἔγιναν
πρᾶοι διὰ μέσου τῶν θλίψεων,
θὰ εἶναι οἱ παντοτεινοὶ κληρονόμοι
τῆς γῆς τῆς Ἐπαγγελίας. Θὰ
ἐντρυφοῦν εἰς τὰ πλούσια ἀγαθά
της καὶ θὰ ζοῦν μὲ πολλὴν εἰρήνην.
|
11
Αὐτοὶ ὅμως ποὺ διὰ τῆς
δοκιμασίας τῶν θλίψεων ἐταπεινώθησαν καὶ
ἔγιναν πρᾶοι, θὰ κληρονομήσουν τὴν
γῆν μὴ ἐξαφανιζόμενοι ἀδόξως
ἐξ αὐτῆς ὡς οἱ ἀσεβεῖς,
καὶ θὰ ἀπολαύσουν ἐν τρυφῇ τὰ
ἀγαθά της γεμᾶτοι εἰρήνην.
|
12
Παρατηρήσεται ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν
δίκαιον καὶ βρύξει ἐπ' αὐτὸν
τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ·
|
12
Μὲ μῖσος εἰς τὴν καρδίαν θὰ
παρατηρήσῃ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν
δίκαιον καὶ θὰ τρίξῃ μὲ
μανίαν τοὺς ὀδόντας του ἐναντίον
αὐτοῦ. |
12
Μὲ ἀπέχθειαν θὰ παρατηρήσῃ τὸν
δίκαιον ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ θὰ τρίξῃ
μὲ μανίαν τοὺς ὀδόντάς του, ζητῶν
εἰ δυνατὸν νὰ μασήσῃ τὰς σάρκας
του. |
13
ὁ δὲ Κύριος ἐκγελάσεται αὐτὸν
ὅτι προβλέπει ὅτι ἥξει ἡ ἡμέρα
αὐτοῦ. |
13
Ὁ Κύριος ὅμως θὰ γελάσῃ
εἰς βάρος τοῦ ἁμαρτωλοῦ, διότι
προβλέπει, ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ
ἡμέρα τῆς τιμωρίας του καὶ τοῦ
ἀφανισμοῦ του. |
13
Ὁ Κύριος ὅμως θὰ γελάσῃ εἰς
βάρος τοῦ ἁμαρτωλοῦ· διότι προβλέπει ὅτι
ἀσφαλῶς θὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα
τῆς καταδίκης του καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ
του. |
14
Ρομφαίαν ἐσπάσαντο οἱ ἁμαρτωλοί,
ἐνέτειναν τόξον αὐτῶν τοῦ
καταβαλεῖν πτωχὸν καὶ πένητα, τοῦ
σφάξαι τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ·
|
14
Ἐγύμνωσαν τὴν σπάθην των οἱ
ἁμαρτωλοί. Ἐτέντωσαν τὸ τόξον
των, διὰ νὰ κτυπήσουν μὲ αὐτὸ
καὶ ρίψουν κατὰ γῆς νεκρὸν τὸν
ταλαιπωρημένον καὶ τὸν πτωχόν, καὶ
μὲ τὴν μάχαιράν των νὰ σφάξουν
ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν εὐθεῖαν καὶ εἰλικρινῆ
τὴν καρδίαν. |
14
Ἐγύμνωσαν τὸ ξίφος των οἱ ἁμαρτωλοί,
ἕτοιμοι νὰ πλήξουν ἐκ τοῦ πλησίον
τὸν δίκαιον, καὶ ἐτέντωσαν τὸ
τόξον των, ἵνα ἀπὸ μακρὰν κτυπήσουν
καὶ ρίψουν κάτω τὸν πτωχὸν καὶ ἀπροστάτευτον,
ποὺ μόνην ἐλπίδα του ἔχει τὸν Θεόν,
καὶ ἶνα μὲ τὴν μάχαιράν των
σφάξουν τοὺς μὴ ἔχοντας δόλον καὶ
πονηρίαν εἰς τὴν καρδίαν των.
|
15
ἡ ρομφαία αὐτῶν εἰσέλθοι
εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν καὶ
τὰ τόξα αὐτῶν συντριβείη.
|
15
Ἡ ρομφαία των θὰ εἰσέλθῃ
καὶ θὰ διαπεράσῃ τὴν ἰδικήν
των καρδίαν, τὰ δὲ τόξα των θὰ
συντριβοῦν. |
15
Ἡ μάχαιρά των εἴθε νὰ εἰσέλθῃ
εἰς τὰς καρδίας των, καὶ εἴθε νὰ
συντριβοῦν τὰ τόξα των. Ἂς ματαιωθοῦν
αἱ ἐπιβουλαί των, καὶ ἂς πέσουν
αὐτοὶ εἰς τὸν λάκκον, ποὺ ἔσκαψαν
πρὸς ὄλεθρον τοῦ δικαίου.
|
16
Κρεῖσσον ὀλίγον τῷ δικαίῳ
ὑπὲρ πλοῦτον ἁμαρτωλῶν πολύν·
|
16
Τὸ ὀλίγον, ἀλλὰ τίμιον,
τοῦ δικαίου ἀνθρώπου εἶναι πολυτιμότερον
ἀπὸ τὰ πολλὰ πλούτη τῶν
ἁμαρτωλῶν.
|
16
Τί σημαίνει, ἐὰν οἱ ἁμαρτωλοὶ
πρὸς καιρὸν πλουτοῦν; Τὸ ὀλίγον,
ποὺ ἔχει ὁ δίκαιος, εἶναι πολὺ
προτιμότερον καὶ πολὺ καλύτερον δι’ αὐτόν,
παρὰ ὁ πολὺς πλοῦτος τῶν ἁμαρτωλῶν.
|
17
Ὅτι βραχίονες ἁμαρτωλῶν συντριβήσονται,
ὑποστηρίζει δὲ τοὺς δικαίους
ὁ Κύριος. |
17
Διότι οἱ βραχίονες τῶν ἁμαρτωλῶν,
ποὺ φαίνονται σήμερον τόσον ἰσχυροί,
θὰ συντριβοῦν μετ' ὀλίγον. Ὁ
δὲ Θεὸς ὑποστηρίζει καὶ ὑπερασπίζει
τοὺς δικαίους. |
17
Διότι οἱ βραχίονες τῶν ἁμαρτωλῶν,
ποὺ φαίνονται τώρα ἰσχυροί, θὰ συντριβοῦν,
καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ ἡ δύναμις
καὶ ἡ ἐπιρροή των, τοὺς δικαίους
ὅμως ὑποστηρίζει ὁ Θεός, καὶ
αὐτὸς εἶναι ἡ ἄθραυστος καὶ
ἀκαταγώνιστος δύναμίς των.
|
18
Γινώσκει Κύριος τὰς ὁδοὺς τῶν
ἀμώμων, καὶ ἡ κληρονομία αὐτῶν
εἰς τὸν αἰῶνα ἔσται·
|
18
Ὁ Κύριος γνωρίζει πολὺ καλὰ
καὶ ἐκτιμᾷ τοὺς δρόμους τῆς
ζωῆς τῶν δικαίων καὶ εἰλικρινῶν
ἀνθρώπων. Καὶ μὲ τὴν προστασίαν
Του ἡ κληρονομία των εἰς τὴν γῆν
τῶν πατέρων των θὰ εἶναι παντοτεινὴ
ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν.
|
18
Παρακολουθεῖ στοργικῶς καὶ γνωρίζει ὁ
Κύριος τὴν ὅλην
ζωὴν τῶν εὐσεβῶν καὶ ἀμέμπτων
μεθ’ ὅλων τῶν λεπτομερειῶν καὶ περισπασμῶν
της, καὶ ἡ κληρονομία των εἰς τὴν
γῆν τῆς ἐπαγγελίας θὰ εἶναι
παντοτεινὴ διαβιβαζομένη εἰς τοὺς ἀπογόνους
των ἐπὶ αἰῶνας μακρούς.
|
19
οὐ καταισχυνθήσονται ἐν καιρῷ πονηρῷ
καὶ ἐν ἡμέραις λιμοῦ χορτασθήσονται.
|
19
Δὲν θὰ ἐντροπιασθοῦν αὐτοὶ
εἰς περιστάσεις δυσκόλους, ἀλλὰ
τουναντίον καὶ εἰς ἐποχὴν λιμοῦ
θὰ χορτάσουν.
|
19
Δὲν θὰ ἐντροπιασθοῦν διαψευδομένων
τῶν ἐλπίδων των εἰς καιροὺς δυσκολίας
καὶ κινδύνων, καὶ εἰς ἡμέρας πείνης
καὶ στερήσεων θὰ χορτασθοῦν.
|
20
Ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπολοῦνται,
οἱ δὲ ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου
ἅμα τῷ δοξασθῆναι αὐτοὺς καὶ
ὑψωθῆναι ἐκλείποντες ὡσεὶ
καπνὸς ἐξέλιπον. |
20
Ἐνῷ ἐξ ἀντιθέτου οἱ ἁμαρτωλοὶ
θὰ ἐξολοθρευθοῦν. Οἱ ἐχθροὶ
αὐτοὶ τοῦ Κυρίου ἀμέσως
μόλις δοξασθοῦν ἀνερχόμενοι εἰς
μεγάλα ἀξιώματα καὶ πλούτη,
θὰ ἐξαφανισθοῦν, ὅπως διαλύεται
καὶ ἐξαφανίζεται ὁ καπνός.
|
20
Διότι οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦν,
καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου εὐθὺς
ὡς δοξασθοῦν καὶ ὑψωθοῦν, ἀμέσως
μετὰ βραχεῖαν καὶ προσωρινὴν λάμψιν
θὰ ἐκλείψουν σὰν ἀποπνικτικός,
ἀλλὰ καὶ συντόμως διαλυόμενος καπνός.
|
21
Δανείζεται ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ οὐκ
ἀποτίσει, ὁ δὲ δίκαιος οἰκτείρει
καὶ δίδωσιν· |
21
Θὰ πτωχύνῃ ὁ ἁμαρτωλὸς
πλούσιος. Θὰ εὑρεθῇ εἰς τὴν
ἀνάγκην νὰ ζητήσῃ δάνειον
δὲν θὰ ἠμπορέσῃ ὅμως λόγῳ
τῆς πτωχείας του νὰ τὸ ἀποδώσῃ.
Ὁ δίκαιος ὅμως, πλούσιος μὲ
τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, θὰ συμπαθῇ
πάντοτε τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς
ἔχοντας ἀνάγκην, καὶ θὰ δίδῃ
πρὸς αὐτοὺς βοήθειαν. |
21
Εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ
δανεισθῇ ὁ χθὲς βαθύπλουτος ἁμαρτωλός,
καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσῃ λόγῳ
τῆς ἐσχάτης ἀνεχείας του νὰ
ἐξοφλήσῃ τὸ χρέος του, ὁ δίκαιος
ὅμως θὰ συμπαθῇ καὶ θὰ ἐλεῇ
τοὺς στερουμένους καὶ πτωχούς, ἀλλὰ
καὶ θὰ ἔχῃ πάντοτε, ὥστε νὰ
εἶναι εἰς θέσιν νὰ δίδῃ καὶ
νὰ συντρέχῃ αὐτούς. |
22
ὅτι οἱ εὐλογοῦντες αὐτὸν
κληρονομήσουσι γῆν, οἱ δὲ καταρώμενοι
αὐτὸν ἐξολοθρευθήσονται.
|
22
Διότι ὅσοι μὲ τὰ λόγια καὶ
μὲ τὰ ἔργα των δοξάζουν τὸν
Κύριον, θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆν
μὲ τὰ ἀγαθά της. Ἐκεῖνοι
ὅμως, οἱ ὁποῖοι τὸν βλασφημοῦν,
θὰ ἐξολοθρευθοῦν.
|
22
Διότι οἰ εὐλογοῦντες καὶ δοξάζοντες
τὸν Θεὸν θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆν
καὶ τὰ ἀγαθά της, αὐτοὶ
δὲ ποὺ καταρῶνται αὐτὸν καὶ
τὸν βλασφημοῦν, θὰ ἐξολοθρευθοῦν.
|
23
Παρὰ Κυρίου τὰ διαβήματα ἀνθρώπου
κατευθύνεται, καὶ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ
θελήσει σφόδρα· |
23
Ἀπὸ τὸν Κύριον σταθερῶς καὶ
ἀσφαλῶς κατευθύνονται τὰ βήματα
τῆς ζωῆς τοῦ ἀγαθοῦ ἀνθρώπου
πρὸς ἐπιτυχίαν καὶ εὐτυχίαν,
διότι τὸν τρόπον τῆς ζωῆς του
ἐγκρίνει καὶ ἀποδέχεται πλήρως
ὁ Κύριος. |
23
Ἀπὸ τὸν Κύριον διευθύνονται πρὸς ἐπιτυχίαν
αἱ λεπτομέρειαι καὶ τύχαι τῆς ζωῆς
τοῦ ἀγαθοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὴν
ὅλην πορείαν τοῦ βίου τοῦ θὰ εὐλογῇ
καὶ θὰ ἀποδέχεται ὁ Θεὸς κατευοδώνων
αὐτήν, ὥστε πάντοτε νὰ εἶναι ἀρεστὴ
ἐνώπιόν του. |
24
ὅταν πέσῃ, οὐ καταρραχθήσεται,
ὅτι Κύριος ἀντιστηρίζει χεῖρα
αὐτοῦ. |
24
Καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ ἀγαθὸς
ἄνθρωπος πέσῃ, δὲν θὰ ραγίσῃ,
δὲν θὰ συντριβῇ, διότι ὁ Κύριος
θὰ τὸν ὑποβαστάσῃ, θὰ
τὸν συγκρατήσῃ ἀπὸ τὸ
χέρι. |
24
Ὅταν ὁ δίκαιος προσκρούσῃ κάπου καὶ
πέσῃ, δὲν θὰ ραγίσῃ καὶ δὲν
θὰ συντριβῇ, διότι ὁ Κύριος θέτει ὑποκάτω
τὴν χεῖρα του καὶ τὸν ὑποβαστάζει.
|
25
Νεώτερος ἐγενόμην καὶ γὰρ ἐγήρασα
καὶ οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον,
οὐδὲ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ζητοῦν
ἄρτους· |
25
Ὑπῆρξα νέος καὶ τώρα ἐγήρασα.
Καθ' ὅλον δὲ αὐτὸ τὸ διάστημα
τῆς ζωῆς μου δὲν εἶδον δίκαιον
ἄνθρωπον νὰ ἐγκαταλείπεται ἀπὸ
τὸν Θεόν, οὔτε τοὺς ἀπογόνους
των νὰ ζητιανεύουν ψωμί.
|
25
Ὑπῆρξα νεώτερος ἄλλοτε καὶ ἐγήρασα
βεβαίως τώρα, ἀλλὰ δὲν εἶδα ὁ
δίκαιος νὰ δυστυχῆ καὶ νὰ εἶναι
ἔρημος καὶ ἐγκαταλελειμμένος, οὔτε
εἶδα τοὺς ἀπογόνους του νὰ ψωμοζητοῦν.
|
26
ὅλην τὴν ἡμέραν ἐλεεῖ
καὶ δανείζει ὁ δίκαιος, καὶ
τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς εὐλογίαν
ἔσται. |
26
Ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
του συμπαθεῖ ὁ δίκαιος τοὺς ἔχοντας
ἀνάγκην καὶ τοὺς ἐλεεῖ.
Καὶ ὅμως παρ' ὅλα ὅσα δίδει,
οἱ ἀπόγονοί του δὲν θὰ
στερηθοῦν, ἀλλὰ θὰ ζοῦν μέσα
εἰς τὰς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ.
|
26
Ὅλην τὴν ἡμέραν ὁ δίκαιος ἐξακολουθεῖ
νὰ δίδῃ ἐλεημοσύνην καὶ νὰ δανείζῃ
τοὺς εἰς στενόχωρον ἀνάγκην εὑρισκομένους,
καὶ ὅμως οἱ ἀπόγονοί του δὲν
θὰ εὐρεθοῦν εἰς ἔνδειαν καὶ
χρηματικὴν στενοχώριαν, ἀλλὰ θὰ ἀπολαμβάνουν
τὰς θείας εὐλογίας. |
27
Ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον
ἀγαθὸν καὶ κατασκήνου εἰς αἰῶνα
αἰῶνος· |
27
Τραβήξου μακρυὰ ἀπὸ τὸ κακὸν
καὶ πρᾶττε πάντοτε τὸ καλόν.
Τότε θὰ κατοικήσῃς μονίμως καὶ
ἀσφαλῶς εἰς τὴν ἱερὰν
γῆν τῶν πατέρων σου,
|
27
Ἀπομακρύνθητι ἀπὸ τὸ κακὸν καὶ
κάμε τὸ ἀγαθὸν γινόμενος εὐεργετικὸς
πρὸς ὅλους, καὶ ὡς ἀνταμοιβὴν
θὰ ἔχῃς ὅτι θὰ κατασκήνωσῃς
παντοτεινὰ καὶ αἰωνίως εἰς τὰς
οὐρανίους σκηνάς. |
28
ὅτι Κύριος ἀγαπᾷ κρίσιν καὶ
οὐκ ἐγκαταλείψει τοὺς ὁσίους
αὐτοῦ, εἰς τὸν αἰῶνα φυλαχθήσονται·
ἄνομοι δὲ ἐκδιωχθήσονται, καὶ
σπέρμα ἀσεβῶν ἐξολοθρευθήσεται.
|
28
διότι ὁ Κύριος ἀγαπᾷ τὴν
δικαίαν κρίσιν. Καὶ διὰ τοῦτο
δὲν θὰ ἐγκαταλείψῃ ποτὲ
τοὺς ἀφωσιωμένους εἰς αὐτόν,
ἀλλὰ θὰ τοὺς προστατεύῃ.
Καὶ ἔτσι αὐτοὶ κάτω ἀπὸ
τὴν θείαν προστασίαν θὰ διαφυλάσσωνται
πάντοτε ἀσφαλεῖς. Ἐξ ἀντιθέτου
οἱ παράνομοι θὰ ἐξολοθρευθοῦν
καὶ θὰ ἐκδιωχθοῦν ἀπὸ
τὸν τόπον των. Καὶ οἱ ἀπόγονοι
ἀκόμη τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων
θὰ ἐξολοθρευθοῦν.
|
28
Θὰ ἔχῃς δὲ τὴν ἀνταπόδοσιν
ταύτην, διότι ὁ Κύριος εἶναι φιλοδίκαιος καὶ
ἀγαπᾷ νὰ κρίνῃ δικαίως, καὶ
δὲν θὰ ἐγκαταλείψῃ ἀπροστατεύτους
τοὺς ἀφωσιωμένους εἰς αὐτόν·
θὰ διαφυλαχθοῦν οὗτοι ὑπὸ τῆς
προνοίας τοῦ αἰωνίως· οἱ ἄνομοι
ὅμως καὶ οἱ φαῦλοι θὰ ἐκδιωχθοῦν
καὶ οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀσεβῶν
θὰ ἐξολοθρευθοῦν. |
29
Δίκαιοι δὲ κληρονομήσουσι γῆν καὶ
κατασκηνώσουσιν εἰς αἰῶνα αἰῶνος
ἐπ' αὐτῆς. |
29
Οἱ δὲ δίκαιοι θὰ εἶναι οἱ
παντοτεινοὶ κληρονόμοι τῆς γῆς τῆς
Ἐπαγγελίας καὶ εἰς αὐτὴν
θὰ ἐγκατασταθοῦν μονίμως εἰς
αἰῶνας αἰώνων.
|
29
Ἀντιθέτως οἱ δίκαιοι θὰ λάβουν ὡς
κληρονομίαν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας
καὶ τὰ ἀγαθά της, καὶ διὰ
τῶν ὁλονὲν διαδεχομένων ἀλλήλους ἀπογόνων
των θὰ κατοικήσουν ἐπ' αὐτῆς εἰς
μακροὺς αἰῶνας. |
30
Στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν, καὶ
ἡ γλῶσσα αὐτοῦ λαλήσει κρίσιν.
|
30
Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ δικαίου
ἀνθρώπου θὰ ἐξέρχωνται αἱ
σοφαὶ σκέψεις καὶ κρίσεις τῆς
διανοίας του, καὶ ἡ γλῶσσα του θὰ
λαλῇ πάντοτε τὸ δίκαιον καὶ
τὸ ὀρθόν.
|
30
Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ δικαίου θὰ
ἀκούεται σοφία, διότι θὰ βγαίνουν πάντοτε ἀπὸ
αὐτὸ τὰ ὅσα οὗτος ἐκ τῆς
μελέτης τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ διδάσκεται, καθὼς
καὶ ἡ γλῶσσα του θὰ λαλῇ πάντοτε
τὰ ὀρθὰ καὶ τὰ ὑπὸ
τῆς ἀληθείας καὶ εὐθείας κρίσεως ἐμπνεόμενα.
|
31
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ
ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, καὶ οὐκ
ὑποσκελισθήσεται τὰ διαβήματα αὐτοῦ.
|
31
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι χαραγμένος
μονίμως εἰς τὴν καρδίαν του. Διὰ
τοῦτο δὲν θὰ ὑποσκελισθῇ ἀπὸ
κανένα ὁρατὸν ἢ ἀόρατον
ἐχθρὸν καὶ δὲν θὰ σκοντάψῃ
εἰς τὰ βήματα τῆς ζωῆς του.
|
31
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ του εἶναι χαραγμένος
μέσα εἰς τὴν καρδίαν του καὶ δὲν θὰ
σκοντάψῃ οὔτε εἰς τοὺς λόγους καὶ
τὰς σκέψεις του, οὔτε εἰς τὴν ἐξωτερικὴν
συμπεριφοράν του. |
32
Κατανοεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν δίκαιον
καὶ ζητεῖ τοῦ θανατῶσαι αὐτόν,
|
32
Ὁ ἁμαρτωλὸς παραμονεύει τὸν
δίκαιον καὶ ζητεῖ εὐκαιρίαν
νὰ τὸν θανατώσῃ.
|
32
Παρακολουθεῖ καὶ παραμονεύει ὁ ἁμαρτωλὸς
τὸν δίκαιον, λαμβάνων πλήρη γνῶσιν τῶν κινήσεων
καὶ τῶν ἐνεργειῶν αὐτοῦ,
καὶ ζητεῖ νὰ εὕρῃ εὐκαιρίαν
διὰ νὰ τὸν θανατώσῃ. |
33
ὁ δὲ Κύριος οὐ μὴ ἐγκαταλίπῃ
αὐτὸν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ,
οὐδὲ μὴ καταδικάσηται αὐτόν,
ὅταν κρίνηται αὐτῷ. |
33
Ὁ Κύριος ὅμως δὲν θὰ ἐγκαταλείψῃ
καὶ δὲν θὰ ἀφήσῃ ἀβοήθητον
τὸν δίκαιον εἰς τὰ χέρια τοῦ
ἁμαρτωλοῦ. Οὔτε θὰ τὸν ἀφήσῃ
νὰ καταδικασθῇ, ὅταν θὰ κρίνεται
ἐν ἀντιδικία μὲ τὸν ἐπιβουλευθέντα
αὐτὸν ἁμαρτωλόν.
|
33
Ὁ Κύριος ὅμως κατ' οὐδένα λόγον δὲν
θὰ τὸν ἐγκαταλίπῃ νὰ περιέλθῃ
εἰς τὰς χεῖρας καὶ τὴν ἐξουσίαν
ἐκείνου, οὔτε θὰ καταδικάσῃ ὁ
Κύριος τὸν δίκαιον, ὅταν θὰ κρίνεται μετὰ
τοῦ ἐπιβουλευθέντος αὐτὸν ἁμαρτωλοῦ.
|
34
Ὑπόμεινον τὸν Κύριον καὶ φύλαξον
τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ ὑψώσει
τοῦ κατακληρονομῆσαι γῆν· ἐν
τῷ ἐξολοθρεύεσθαι ἁμαρτωλοὺς
ὄψει. |
34
Δεῖξε ὑπομονήν, περίμενε μὲ
ἐλπίδα τὴν ἐπέμβασιν καὶ
προστασίαν τοῦ Κυρίου. Φύλαξε καὶ
ζῆσε σύμφωνα μὲ τὰς ἐντολάς
του. Καὶ αὐτὸς θὰ σὲ δοξάσῃ,
θὰ σὲ ἀναδείξῃ μέγαν,
ὥστε νὰ κληρονομήσῃς τὴν γῆν
τῆς Ἐπαγγελίας καὶ τὰ ἀγαθά
της. Θὰ ἴδῃς δὲ μὲ τὰ
ἴδια σου τὰ μάτια τοὺς ἁμαρτωλούς,
ὅταν θὰ ἐξολοθρεύονται, ἀπὸ
τὸν Κύριον.
|
34
Ἀνάμεινον μετὰ καρτερικῆς ἐλπίδος
τὴν ἐπέμβασιν καὶ προστασίαν τοῦ Κυρίου,
καὶ φύλαξον τὰ προστάγματα, κατὰ τὰ
ὁποῖα μᾶς παρήγγειλε νὰ συμπεριφερώμεθα
καὶ νὰ βαδίζωμεν· καὶ πολὺ σύντομα
θὰ σὲ ὑψώσῃ καὶ θὰ
σὲ ἀναδείξῃ μέγαν, διὰ νὰ κληρονομήσῃς
τὴν γῆν καὶ τὰ ἀγαθά της
ἀπολαμβάνων πᾶσαν εὐτυχίαν ἐν αὐτῇ·
θὰ ἴδῃς δὲ μὲ τοὺς ἰδίους
σου ὀφθαλμοὺς τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅταν
θὰ ἐξολοθρεύωνται. |
35
Εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον
καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους
τοῦ Λιβάνου· |
35
Εἶδα τὸν ἀσεβῆ νὰ ἀκμάζῃ,
νὰ ὑπερυψώνεται πανίσχυρος, νὰ
ψηλώνῃ ὡσὰν τὰ αἰωνόβια
κέδρα τοῦ Λιβάνου.
|
35
Εἶδον τὸν ἀσεβῆ νὰ ἀκμάζῃ,
νὰ ὑπερυψοῦται πανίσχυρος καὶ νὰ
ἐξαπλώνῃ τὴν ἐπιρροήν του σὰν
τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου. |
36
καὶ παρῆλθον, καὶ ἰδοὺ οὐκ
ἦν, καὶ ἐζήτησα αὐτόν,
καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος
αὐτοῦ. |
36
Μόλις ὅμως ἐπέρασα πάλιν ἀπὸ
ἐκεῖ καὶ ἰδού, αὐτὸς
δὲν ὑπῆρχε πλέον. Ἐγύρισα
πίσῳ, ἀνεζήτησα νὰ τὸν
εὔρῳ, ἀλλὰ δὲν ἠμπόρεσα
νὰ εὔρω οὔτε τὸν τόπον, εἰς
τὸν ὁποῖον προηγουμένως κατοικοῦσε.
|
36
Καὶ μόλις ἐπρόφθασα νὰ περάσω ἀπ'
ἐκεῖ, καὶ ἰδοὺ οὗτος ἐν
τῷ μεταξὺ εἶχεν ἐκλείψει. Καὶ
ἐπέρασα ἐκ νέου καὶ ἐζήτησα αὐτὸν
καὶ δὲν εὑρέθη ὄχι μόνον αὐτός,
ἀλλ’ οὔτε ὁ τόπος, ποὺ εὑρίσκετο
προτήτερα ὑψωμένος καὶ ἀγέρωχος. Κάθε
ἴχνος του ἐχάθη. |
37
Φύλασσε ἀκακίαν καὶ ἴδε εὐθύτητα,
ὅτι ἐστὶν ἐγκατάλειμμα ἀνθρώπῳ
εἰρηνικῷ· |
37
Προσπάθει σὺ νὰ εἶσαι ἄκακος.
Βλέπε πάντοτε μπροστά σου τὸν εὐθὺν
δρόμον τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ εἰρηνικὸς
ἄνθρωπος θὰ ἀφήσῃ ὀπίσω
του μνήμην ἀγαθὴν καὶ εὐτυχισμένους
ἀπογόνους.
|
37
Προσπάθει νὰ εἶσαι ἄκακος καὶ ἀπονήρευτος
καὶ βλέπε πάντοτε τὸν εὐθὺν δρόμον
τῆς ἀρετῆς μὴ ἀπομακρυνόμενος
ποτὲ ἀπὸ αὐτόν· διότι ὁ
εἰρηνικὸς ἄνθρωπος θὰ ἀφήσῃ
πάντοτε ὀπίσω του καὶ φήμην καλὴν καὶ
ἀπογόνους εὐτυχισμενους καὶ τιμῶντας
τὴν μνήμην του. |
38
οἱ δὲ παράνομοι ἐξολοθρευθήσονται
ἐπὶ τὸ αὐτό, τὰ ἐγκαταλείμματα
τῶν ἀσεβῶν ἐξολοθρευθήσονται·
|
38
Οἱ παράνομοι ὅμως θὰ ἐξολοθρευθοῦν
ὅλοι μαζῆ. Θὰ διαλυθοῦν καὶ
θὰ ἐξαφανισθοῦν τὰ ὑπολείμματα
ἀπὸ τὰ πλούτη των, τὸ ὄνομά
των καὶ οἱ ἀπόγονοί των.
|
38
Οἱ παράνομοι ὅμως θὰ ἐξολοθρευθοῦν
ὅλοι μαζί, καὶ μετ' αὐτῶν θὰ
ἐξολοθρευθοῦν ὅ,τι θὰ ἀφήσουν
ὀπίσω τους οἱ ἀσεβεῖς, καὶ τὰ
πλούτη καὶ ἡ φήμη των καὶ οἱ
ἀπόγονοί των. |
39
σωτηρία δὲ τῶν δικαίων παρὰ
Κυρίου, καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν
ἐστιν ἐν καιρῷ θλίψεως, |
39
Βεβαία ὅμως καὶ ἀσφαλὴς θὰ
ἔλθῃ ἀπὸ τὸν Κύριον ἡ
σωτηρία τῶν δικαίων διότι αὐτὸς
εἶναι ὁ ὑπερασπιστής των εἰς
τὸν καιρὸν τῶν θλίψεων καὶ τῶν
δοκιμασιῶν των. |
39
Ἀντιθέτως ἡ σωτηρία τῶν δικαίων εἶναι
ἀσφαλὴς καὶ βεβαία, διότι συντελεῖται
αὕτη ἀπὸ τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος
εἶναι καὶ ὑπερασπιστής των ἐν
καιρῷ θλίψεως. |
40
καὶ βοηθήσει αὐτοῖς Κύριος καὶ
ρύσεται αὐτοὺς καὶ ἐξελεῖται
αὐτοὺς ἐξ ἁμαρτωλῶν καὶ
σώσει αὐτούς, ὅτι ἤλπισαν ἐπ'
αὐτόν. |
40
Ὁ Κύριος θὰ βοηθήσῃ τοὺς
δικαίους. Θὰ τοὺς ἀπαλλάξῃ
ἀπὸ τὰς θλίψεις καὶ τὰς
συμφορὰς καὶ θὰ τοὺς γλυτώσῃ
ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἁμαρτωλῶν.
Θὰ τοὺς σώσῃ, διότι αὐτοὶ
εἰς ἐκεῖνον ἐστήριξαν τὰς
ἐλπίδας των. |
40
Καὶ θὰ τοὺς βοηθήσῃ ὁ Κύριος
καὶ θὰ τοὺς ἀπαλλάξῃ ἐκ
κακῶν συμφορῶν καὶ θὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ
ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς· καὶ θὰ
τοὺς σώσῃ, διότι ἐστήριξαν τὴν
ἐλπίδα των εἰς αὐτόν. |