Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἶπα·
φυλάξω τὰς ὁδούς μου τοῦ μὴ
ἁμαρτάνειν με ἐν γλώσσῃ μου·
ἐθέμην τῷ στόματί μου φυλακὴν
ἐν τῷ συστῆναι τὸν ἁμαρτωλὸν
ἐναντίον μου. |
ἶπα
καὶ ἀπεφάσισα· νὰ προσέχω
ὅλην τὴν συμπεριφορὰν καὶ διαγωγήν
μου, ὥστε νὰ μὴ ἁμαρτάνω μὲ
τὴν γλῶσσαν μου, παραπονούμενος διὰ
τὸ πλῆθος τῶν δοκιμασιῶν μου καὶ
ἐπικρίνων τὰς μυστηριώδεις, ἀλλὰ
τόσον ἀγαθάς, βουλὰς τοῦ Κυρίου.
Ἀπεφάσισα νὰ θέσω φραγμὸν εἰς
τὰ χείλη μου καὶ νὰ μὴ ἐκφράσω
κανένα παράπονον, καμμίαν κατάκρισιν,
ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς σταθῇ ἀπειλητικὸς
ἐνώπιόν μου.
|
ἶπα
κατ' ἐμαυτὸν καὶ ἀπεφάσισα νὰ
προοέχω εἰς τὴν ὅλην συμπεριφορὰν
καὶ διαγωγήν μου, διὰ νὰ μὴ ἁμαρτάνω
διὰ τῆς γλώσσης μου, ἐπικρίνων τὰς
μυστηριώδεις καὶ οὐχὶ σπανίως δυσεξιχνιάστους
ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ παραπονούμενος
διὰ τὸ πλῆθος τῶν δοκιμασιῶν
μου. Ἔθεσα λοιπὸν φραγμὸν καὶ χαλινὸν
εἰς τὸ στόμα μου, ὅταν συνηντώμην μετὰ
ἁμαρτωλοῦ, διὰ νὰ μὴ δώσω εἰς
αὐτὸν λαβήν, ὅπως μεμφθῇ τὸν
Θεὸν καὶ βλασφημήσῃ αὐτὸν ὡς
ἀνίκανον νὰ προστατεύσω τοὺς ἰδικούς
του. |
3
Ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ
ἐσίγησα ἐξ ἀγαθῶν, καὶ
τὸ ἄλγημά μου ἀνεκαινίσθη.
|
3
Θεληματικῶς ἔγινα κωφὸς καὶ ἄλαλος
ἐνώπιον τοῦ πονηροῦ ἀνθρώπου.
Ἐτήρησα ταπεινωμένος ἀπόλυτον
σιωπήν, ἀκόμη καὶ περὶ διαθέσεων
καὶ λόγων καὶ πράξεών μου ἀγαθῶν.
Ἡ κατάθλιψις καὶ ὁ πόνος ὅμως
τῆς ψυχῆς μου ἔτσι ἀνεζωογονήθη
καὶ ηὐξήθη.
|
3
Κωφάλαλος κατήντησα, καὶ μὲ ταπείνωσιν πολλὴν
ἐτήρησα σιγὴν ἀκόμη περὶ λόγων καὶ
πραγμάτων ἀγαθῶν, διὰ νὰ μὴ
δώσω οἰανδήποτε ἀφορμὴν εἰς τὸν
ἀσεβῆ νὰ βλασφημήσῃ. Καὶ ἐκ
τῆς τοιαύτης στάσεως καὶ συμπεριφορᾶς μου
τὸ ἄλγος καὶ ἡ πίεσις τῆς ψυχῆς
μου ηὔξησε καὶ ἀνενεώθη.
|
4
Ἐθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός
μου, καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται
πῦρ. Ἐλάλησα ἐν γλώσσῃ
μου· |
4
Φωτιὰ ἄναψε μέσα εἰς τὴν καρδία
μου. Ἐρευνῶν τὸ πρόβλημα τῆς
εὐτυχίας τῶν ἀσεβῶν καὶ
τῆς φαινομενικῆς ἐγκαταλείψεως τῶν
δικαίων ἠσθάνθην νὰ καίῃ
πυρκαϊὰ μέσα μου. Τότε πλέον ὡμίλησεν
ἡ γλῶσσα μου καὶ εἶπα πρὸς τὸν
Κύριον· |
4
Ἠρεθίσθη ἡ καρδία μου εἰς τὸ
ἐσωτερικόν μου· ἢναψε φωτιὰ μέσα μου ἀπὸ
τὴν μελέτην, ποὺ ἔκαμα ἐπὶ τῆς
φαινομενικῆς ἐγκαταλείψεως τῶν δικαίων καὶ
τῆς εὐδοκιμήσεως τῶν ἀσεβῶν,
αἱ φλόγες τοῦ πυρὸς αὐτοῦ ηὐξήθησαν
καὶ αἱ βασανίζουσαι τὴν καρδίαν μου ἀπορίαι
ἐπολλαπλασιάσθησαν. Καὶ ἔλυσα τότε τὴν
γλῶσσαν μου καὶ ἀπευθυνόμενος ὄχι
εἰς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἰς τὸν
μόνον δυνάμενον νὰ σοφίζῃ τὰς διανοίας Κύριον,
εἶπα: |
5
γνώρισόν μοι, Κύριε, τὸ πέρας
μου καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν
μου τίς ἐστιν, ἵνο γνῶ τί ὑστερῶ
ἐγώ. |
5
Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, κατάστησε εἰς
ἐμὲ γνωστόν, πότε θὰ ἔλθῃ
τὸ τέρμα τῆς ζωῆς μου καὶ ποῖος
εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν
μου, διὰ νὰ ἐννοήσω κατὰ τὸ
διάστημα αὐτὸ καὶ νὰ ἀναπληρώσω
τὸ ὑστέρημά μου.
|
5
Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, κατάστησον εἰς ἐμὲ
γνωστὸν πότε θὰ ἐπέλθῃ τὸ τέλος
τῆς ζωῆς μου καὶ ποῖος εἶναι
ὁ ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν μου,
διὰ νὰ μάθω πόσος χρόνος ζωῆς βασανισμένης
μου ὑπολείπεται ἀκόμη καὶ πόσας δοκιμασίας
πρόκειται ἀκόμη νὰ ὑποστῶ, μήπως
παρηγορηθῶ ἀπὸ τὸ πλησιάζον τέλος
μου. |
6
Ἰδοὺ παλαιστὰς ἔθου τὰς ἡμέρας
μου, καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ
οὐθὲν ἐνώπιόν σου· πλὴν
τὸ σύμπαντα ματαιότης, πᾶς ἄνθρωπος
ζῶν. (διάψαλμα). |
6
Μετρημέναι καὶ πολὺ ὀλίγαι εἶναι
αἱ ἡμέραι μου καὶ ἡ ζωή
μου, ὡς ἕνα τίποτε εἶναι ἐμπρὸς
εἰς τὴν αἰωνιότητά σου. Τὰ
πάντα εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι μάταια. Καὶ αὐτὸς ὁ
ἄνθρωπος εἶναι ματαιότης.
|
6
Ἰδοὺ μὲ πολὺ μικρὸν μέτρον,
ποὺ μόλις φθάνει τὸ ἐν τρίτον τῆς
σπιθαμῆς, μετροῦνται αἱ ἡμέραι, ποὺ
μοῦ ὤρισες νὰ ζήσω. Πολὺ ὀλίγαι
λοιπὸν μου ὑπολείπονται ἀκόμη καὶ
ἡ ὅλη ὕπαρξις καὶ ζωή μου εἶναι
σὰν τὸ μηδὲν ἔμπροσθεν σοῦ τοῦ
ἀνάρχου καὶ αἰωνίου. Ὁμολογουμένως
δὲ κατὰ πάσας τὰς ἐπόψεις του καὶ
κατὰ σύμπαντα τὸν βίον αὐτοῦ καὶ
τὴν δρᾶσιν του ἐξεταζόμενος κάθε ἄνθρωπος
καὶ πᾶσα ἡ ζωὴ αὐτοῦ εἶναι
ματαιότης. |
7
Μέντοιγε ἐν εἰκόνι διαπορεύεται
ἄνθρωπος, πλὴν μάτην ταράσσεται·
θησαυρίζει καὶ οὐ γινώσκει τίνι
συνάξει αὐτά. |
7
Πράγματι σὰν μιὰ σκιώδης εἰκών,
ποὺ ἐντὸς ὀλίγου σβήνει,
πορεύεται ὁ ἄνθρωπος διὰ μέσου
τοῦ ὁρατοῦ αὐτοῦ κόσμου.
Δὲν θέλει ὅμως νὰ παραδεχθῇ
αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν, διὰ
τοῦτο ταράσσεται καὶ κοπιάζει καὶ
μοχθεῖ. Θησαυρίζει καὶ δὲν γνωρίζει
εἰς ποῖον θὰ ἀφήσῃ τοὺς
θησαυρούς του, ὅταν θὰ ἀποθάνῃ.
|
7
Ναί, ἀληθῶς· ὡσὰν σκιώδης εἰκών,
ποὺ μετ’ ὀλίγον σβήνει, πορεύεται διὰ μέσου
τοῦ ὁρατοῦ τούτου κόσμου καὶ διαβαίνει
δι’ αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλ’ ὄμως
μὴ συνετιζόμενος ὑπὸ τῆς ματαιότητος
καὶ βραχύτητος τῆς ζωῆς, ταράττεται καὶ
καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀνωφελεῖς καὶ
βασανιστικὰς φροντίδας, μάτην μοχθῶν καὶ
κοπιάζων. Θησαυρίζει καὶ δὲν γνωρίζει διὰ
ποῖον συνάζει τὰ ἀγαθὰ ταῦτα
καὶ ποῖος θὰ κληρονομήσῃ αὐτά.
|
8
Καὶ νῦν τίς ἡ ὑπομονή
μου; Οὐχὶ ὁ Κύριος; Καὶ ἡ
ὑπόστασίς μου παρὰ σοί ἐστιν.
|
8
Καὶ τώρα, λοιπόν, ἀφοῦ τόσον
βραχὺς εἶναι ὁ βίος καὶ μάταιαι
αἱ προσπάθειαι τῶν ἀνθρώπων,
τί περιμένω ἐδῶ ἐγώ; Ποιὰ
εἶναι καὶ ποία πρέπει νὰ εἶναι
ἡ ἐλπίς μου; Ἐλπίς μου δὲν
εἶναι ὁ Κύριος; Βεβαίως. Εἰς
σέ, Κύριε, ἐναποθέτω μὲ ἐμπιστοσύνην
ὅλην μου τὴν ὕπαρξιν.
|
8
Καὶ τώρα λοιπόν, ἀφοῦ ὁ βίος εἶναι
τόσον βραχὺς καὶ εἰς μάτην ἀποβαίνουν
αἱ προσπάθειαι τῶν ἀνθρώπων, τὶ περιμένω
ἐγὼ ἐδῶ καὶ ποία πρέπει νὰ
εἶναι ἡ ἐλπίς μου; Δὲν πρέπει νὰ
εἶναι ὁ Κύριος ἡ μόνη προσδοκία μου καὶ
πρὸς αὐτὸν νὰ στηριχθῇ ὁλόκληρος
ἡ ἐλπίς μου; Ναί, διότι καὶ ἂν ὑπάρχω,
σύ μου ἔδωκες τὴν ὕπαρξιν, καὶ ὁλόκληρον
τὸ εἶναι μου ἀπὸ σὲ ἐξαρτᾶται
καὶ σὺ εἶσαι τὸ στήριγμά μου.
|
9
Ἀπὸ πασῶν τῶν
ἀνομιῶν μου ρῦσαὶ
με, ὄνειδος ἄφρονι
ἔδωκάς με.
|
9
Συγχώρησε ὅλας τὰς ἁμαρτίας
μου, διότι ἐξ αἰτίας αὐτῶν
ἐπέτρεψες, νὰ γίνω περίγελως
τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων.
|
9
Καὶ διὰ νὰ γίνω λοιπὸν ἀρεστὸς
ἐνώπιόν σου, ὥστε νὰ μὴ τιμωροῦμαι
ἀπὸ σέ, ἀλλὰ νὰ ἀπολαμβάνω
τὴν προστασίαν σου, ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ
ὅλας τὰς ἀνομίας μου, διότι ἐξ αἰτίας
τούτων παρεχώρησας νὰ καταντήσω περίγελως καὶ
ἐμπαιγμὸς παντὸς ἀσεβοῦς καὶ
ἀνοήτου. |
10
Ἐκωφώθην καὶ οὐκ ἤνοιξα τὸ
στόμα μου, ὅτι σὺ ἐποίησας.
|
10
Ἔγινα κωφὸς καὶ ἀμίλητος, δὲν
ἤνοιξα τὸ στόμα μου, διὰ νὰ
παραπονεθῶ, διότι σὺ ἐπέτρεψες
νὰ ἔλθουν εἰς βάρος μου αἱ δοκιμασίαι
καὶ αἱ θλίψεις αὐταί.
|
10
Ἔγινα θεληματικῶς κωφάλαλος καὶ δὲν
ἤνοιξα τὸ στόμα μου διὰ νὰ παραπονεθῶ
ἢ νὰ εἴπω λόγον ἐπικρίσεως δι’ ὅσα
μοῦ συμβαίνουν διότι σὺ ἐπέτρεψας ταῦτα
καὶ εἶμαι πεπεισμένος, ὅτι εἰς τὸ
τέλος θὰ μοῦ ἀποβοῦν εἰς καλόν.
|
11
Ἀπόστησον ἀπ' ἐμοῦ τὰς
μάστιγός σου· ἀπὸ γὰρ τῆς
ἰσχύος τῆς χειρός σου ἐγὼ
ἐξέλιπον. |
11
Ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐμὲ τὰς
δικαίας μαστιγώσεις σου, παῦσε πλέον
νὰ μὲ τιμωρῇς, διότι εἶναι πολὺ
ἰσχυρὰ τὰ παιδαγωγικὰ κτυπήματα,
ποὺ καταφέρει τὸ παντοδύναμόν
σου χέρι, ὥστε κινδυνεύω νὰ σβήσω.
|
11
Ἀπομάκρυνε τὰς μαστιγώσεις σου ἀπ’ ἐμοῦ
καὶ παῦσε πλέον νὰ μὲ τιμωρῇς,
διότι εἶναι τόσον ἰσχυρὰ τὰ κτυπήματα,
ποὺ μοῦ δίδει ἡ χείρ σου, καὶ τόσον
βαρεῖαι αἱ θλίψεις καὶ αἱ δοκιμασίαι
μὲ τὰς ὁποίας μὲ παιδαγωγεῖς,
ὥστε ἐγὼ κινδυνεύω νὰ ἀφανισθῶ.
|
12
Ἐν ἐλεγμοῖς ὑπὲρ ἀνομίας
ἐπαίδευσας ἄνθρωπον καὶ ἐξέτηξας
ὡς ἀράχνην τὴν ψυχὴν αὐτοῦ·
πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος.
(διάψαλμα). |
12
Μὲ τιμωρίας παιδαγωγεῖς τὸν ἄνθρωπον
ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν
του. Ὡσὰν ἱστὸν ἀράχνης
εὔθραυστον κάνεις τὴν ζωήν του. Χωρὶς
τὴν βοήθειάν σου, κάθε ἄνθρωπος
ματαίως ταράσσεται καὶ κοπιάζει καὶ
θησαυρίζει. |
12
Μὲ ἐπιτιμήσεις καὶ τιμωρίας παιδαγωγεῖς
πρὸς διόρθωσίν του τὸν ἄνθρωπον διὰ
τὴν ἀνομίαν καὶ παραβάσῃ τοῦ
νόμου σου, εἰς τὴν ὁποίαν παρεσύρθη, ἀλλὰ
καὶ μόνοι οἱ ἔλεγχοί σου μεταβάλλουν
αὐτὸν εἰς ράκος, καὶ σὰν ἀράχνην
διαλύεις τὴν ζωήν του καὶ ὅλην,τὴν
δύναμιν αὐτοῦ. Εἶναι τόσον ἀσθενὴς
καὶ ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος, ὥστε
μακρὰν ἀπὸ σὲ ὅσα καὶ
ἂν κάνῃ, ματαίως καὶ χωρὶς μόνιμόν
τι ὄφελος καὶ ἀποτέλεσμα ἀνησυχεῖ
καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ προσπαθειῶν
ταράττεται. |
13
Εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, Κύριε,
καὶ τῆς δεήσεώς μου, ἐνώτισαι
τῶν δακρύων μου· μὴ παρασιωπήσῃς,
ὅτι πάροικος ἐγὼ εἰμι πάρα
σοὶ καὶ παρεπίδημος καθὼς πάντες
οἱ πατέρες μου. |
13
Ἄκουσε, λοιπόν, Κύριε, τὴν προσευχήν
μου. Δέξαι τὴν δέησίν μου, ἴδε
τὰ δάκρυά μου, ἄκουσε τοὺς λυγμοὺς
τῶν θρήνων μου. Μὴ κωφεύσῃς,
διότι προσωρινὸς καὶ ξένος εἶμαι
εἰς τὴν γῆν αὐτήν, ὅπως
καὶ οἱ
πρόγονοί μου.
|
13
Εὐδόκησον, Κύριε, νὰ ἀκούσῃς
τὴν προσευχήν μου καὶ τὴν παράκλησιν καὶ
ἱκεσίαν μου. Ἂς ἔμβουν εἰς τὰ
ὦτα σου καὶ ἂς ἀκουσθοῦν ἀπὸ
αὐτὰ οἱ λυγμοὶ καὶ οἱ
ἐκσπῶντες εἰς γοερὰς κραυγὰς
κλαυθμοί μου. Μὴ σιωπήσῃς παραβλέπων τὰ
δάκρυά μου καὶ παρατρέχων τοὺς θρήνους μου. Διότι,
ὅπως ὅλοι οἱ πατέρες μου, οὕτω καὶ
ἐγὼ εἶμαι ξένος, προσωρινῶς διαμένων
ἐν τῇ γῇ, φιλοξενούμενος ἀπὸ
σὲ καὶ μὴ ἔχων μόνιμον πατρίδα πουθενὰ
ἐν τῷ κόσμῳ. |
14
Ἄνες μοι, ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ
με ἀπελθεῖν καὶ οὐκέτι μὴ
ὑπάρξω. |
14
Ἄφησέ με, ἔστω καὶ ἐπ' ὀλίγον·
πάψε νὰ μὲ τιμωρῇς, διὰ νὰ
ἀνακουφισθῶ καὶ νὰ εὕρω κάποιαν
ἀναψυχήν, πρὶν ἢ φύγω ἀπὸ
τὴν ζωὴν αὐτήν, ὁπότε
καὶ δὲν θὰ ὑπάρχω πλέον
ἐπὶ τῆς γῆς. |
14
Παῦσε νὰ μὲ τιμωρῇς καὶ ἄφες
με ἐπ' ὀλίγον, διὰ νὰ ἀνακουφισθῶ
καὶ λάβω κάποιαν ἀναψυχὴν προτοῦ
νὰ ἀπέλθω ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης,
ὁπότε πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω ἐπὶ
τῆς γῆς. |