Θεός,
ἐν τοῖς ὠσὶν ἡμῶν ἠκούσαμεν,
καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν ἀνήγγειλαν
ἡμῖν ἔργον, ὃ εἰργάσω
ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν,
ἐν ἡμέραις ἀρχαίαις.
|
ὲ
τὰ αὐτιά μας, ὦ Θεέ, ἠκούσαμεν,
ὅταν ἀκόμη εἴμεθα παιδιά, καὶ
οἱ πατέρες μας σύμφωνα μὲ τὴν
ἐντολήν σου μᾶς διηγήθησαν τὸ
θαυμαστὸν ἔργον, τὸ ὁποῖον σὺ
εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας
των ἔκαμες. |
ὲ
τὰ αὐτιά μας, ὦ Θεέ, ἠκούσαμεν,
ὅταν ἤμεθα ἀκόμη μικρὰ παιδιὰ
καὶ οἱ πατέρες μας σύμφωνα μὲ τὴν
ἐντολήν, ποὺ τοὺς ἔδωκες, μᾶς
ἀφηγήθησαν τὸ θαυμαστὸν ἔργον, τὸ
ὁποῖον εἰργάσθης κατὰ τὰς ἡμέρας
αὐτῶν ὑπὸ τὰ ὄμματά
των, κατὰ τὰς παλαιὰς καὶ ἀλησμονήτους
ἐκείνας ἡμέρας. |
3
Ἡ χείρ σου ἔθνη ἐξωλόθρευσε,
καὶ κατεφύτευσας αὐτούς, ἐκάκωσας
λαοὺς καὶ ἐξέβαλες αὐτούς.
|
3
Ἡ παντοδύναμος δεξιά σου ἐξωλόθρευσε
τὰ κατοικοῦντα τὴν Χαναὰν ἁμαρτωλὰ
εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ κατεφύτευσας
εἰς τὴν Χαναὰν ὡς μονίμους κατοίκους
της αὐτούς. Ἐτιμώρησες ἐν τῇ
δικαιοσύνῃ σου λαοὺς ἀσεβεῖς
καὶ τοὺς ἐξεδίωξες ἀπὸ
τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας.
|
3
Ἡ ἀκαταγώνιστος δύναμις τῆς χειρός σου ἐξωλόθρευσε
τὰ κατοικοῦντα ἐν τῇ γῇ Χαναὰν
εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ ἐγκατέστησας
τοὺς πατέρας μας ἐκεῖ ὡς ἄλλο
ριζοβολημένον δένδρον, ἐκακοποίησας λαοὺς
ἀσεβεῖς καὶ τοὺς ἐξεδίωξας
ἀπὸ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
|
4
Οὐ γὰρ ἐν τῇ ρομφαίᾳ αὐτῶν
ἐκληρονόμησαν γῆν, καὶ ὁ βραχίων
αὐτῶν οὐκ ἔσωσεν αὐτούς,
ἀλλ' ἡ δεξιά σου καὶ ὁ βραχίων
σου καὶ φωτισμὸς τοῦ προσώπου σου,
ὅτι εὐδόκησος ἐν αὐτοῖς.
|
4
Οἱ πρόγονοί μας δὲν κατέκτησαν
μὲ τὴν ρομφαῖαν των ὡς κληρονομίαν
των παντοτεινὴν τὴν γῆν Χαναάν. Δὲν
τοὺς ἔσωσε κατὰ τὰς μάχας ἐναντίον
τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν ἡ
δύναμις τοῦ βραχίονός των, ἀλλὰ
ἡ παντοδύναμος δεξιά σου, Κύριε, καὶ
ὁ ἰδικός σου βραχίων, ἡ προσωπική
σου ἐμφάνισις καὶ εὔνοια, αὐτὰ
τοὺς ἔσωσαν. Διότι σὺ ἀπὸ
τὸν ἑαυτόν σου εὐδόκησες νὰ
τοὺς προσφέρῃς τὴν γῆν Χαναάν.
|
4
Διότι οὐχὶ μὲ τὴν ρομφαίαν, διὰ
τῆς ὁποίας ἐμάχοντο, κατέκτησαν οἱ
προπάτορές μας ὡς μόνιμον κληρονομίαν των τὴν
γῆν τῆς ἐπαγγελίας, καὶ δὲν
ἔσωσεν αὐτοὺς εἰς τὰς μάχας
των κατὰ τῶν ἐθνῶν ἡ δύναμις
τοῦ βραχίονός των, ἀλλ' ἡ δεξιά
σου χεὶρ καὶ ὁ ἰδικός σου βραχίων
καὶ ὁ ἀπὸ τοῦ ἱλαροῦ
καὶ προστατευτικοῦ προσώπου σου προερχόμενος φωτισμὸς
καὶ ἡ χαροποιοῦσα εὔνοιά σου, αὐτὰ
τοὺς ἔσωσαν, διότι τοὺς ἠγάπησες
καὶ εὐηρεστήθης νὰ προστατεύσῃς
καὶ εὐεργετήσῃς αὐτούς.
|
5
Σὺ εἶ αὐτὸς ὁ βασιλεύς
μου καὶ ὁ Θεός μου ὁ ἐντελλόμενος
τὰς σωτηρίας Ἰακώβ·
|
5
Σὺ ὁ ἴδιος εἶσαι καὶ σήμερον
ὁ ἰδικός μου βασιλεὺς καὶ Θεός,
ὁ ὁποῖος διέταξες καὶ ἐπραγματοποιήθησαν
νικηφόροι πόλεμοι τοῦ Ἰσραὴλ
κατὰ τὸ παρελθόν.
|
5
Σὺ ὁ ἴδιος, ὅστις ἦσο βασιλεὺς
καὶ Θεὸς ἐκείνων, εἶσαι καὶ
ἰδικός μου βασιλεὺς καὶ Θεός, ὁ ὁποῖος
διὰ τῆς ἐντολῆς καὶ προσταγῆς
σου ἐχάρισας τὰς νίκας καὶ τὰς
σωτηρίας εἰς τὸν ἀπὸ τοῦ Ἰακὼβ
καταγόμενον λαόν σου. |
6
ἐν σοὶ τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν
κερατιοῦμεν καὶ ἐν τῷ ὀνόματί
σου ἐξουδενώσομεν τοὺς ἐπανισταμένους
ἡμῖν. |
6
Διὰ σοῦ καὶ τώρα θὰ συντρίψωμεν
καὶ θὰ καταβάλωμεν τοὺς ἐχθρούς
μας καὶ ἐν τῷ ὀνόματί
σου θὰ ἐκμηδενίσωμεν ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ἐπέρχονται ἐναντίον
μας. |
6
Διὰ τῆς ἰσχύος καὶ βοηθείας
σου θὰ διαπεράσωμεν ὡσὰν μὲ δυνατὰ
κέρατα καὶ θὰ καταβάλωμεν τοὺς ἐχθρούς
μας, καὶ ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά σου
καὶ μὲ τὴν πεποίθησίν μας ἀκλόνητον
εἰς αὐτὸ θὰ ἐκμηδενίσωμεν
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐξεγείρονται
ἐναντίον μας. |
7
Οὐ γὰρ ἐπὶ τῷ τόξῳ
μου ἐλπιῶ, καὶ ἡ ρομφαία μου
οὐ σώσει με· |
7
Δὲν στηρίζω ἐγὼ σήμερον τὰς
ἐλπίδας μου εἰς τὸ τόξον μου,
οὔτε πιστεύω ὅτι ἡ ρομφαία μου
θὰ μὲ σώσῃ, ἀλλὰ Σὺ
θὰ μὲ σώσῃς.
|
7
Διότι δὲν θὰ στηρίξω τὴν ἐλπίδα μου
εἰς τὸ τόξον, μὲ τὸ ὁποῖον
πολεμῶ, καὶ δὲν θὰ μὲ σώσῃ
ἡ σπάθη, τὴν ὁποίαν φέρω ἐπὶ
τῶν χειρῶν μου. |
8
ἔσωσας γὰρ ἡμᾶς ἐκ τῶν
θλιβόντων ἡμᾶς καὶ τοὺς μισοῦντας
ἡμᾶς κατήσχυνας. |
8
Διότι καὶ εἰς τὸ παρελθὸν σὺ
μᾶς διέσωσες ἀπὸ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι μᾶς κατέθλιβαν, καὶ
κατεξηυτέλισες ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
μᾶς ἐμισοῦσαν.
|
8
Διότι ἐκ τοῦ παρελθόντος γνωρίζω, ὅτι σὺ
μᾶς ἔσωσας ἀπὸ τοὺς ξένους ποὺ
μᾶς ἔθλιβον καὶ μᾶς κατεπίεζον, καὶ
σὺ παρέδιδες εἰς ἐπαίσχυντον ἧτταν
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐμίσουν.
|
9
Ἐν τῷ Θεῷ ἐπαινεθησόμεθα ὅλην
τὴν ἡμέραν καὶ ἐν τῷ ὀνόματί
σου ἐξομολογησόμεθα εἰς τὸν αἰῶνα.
(διάψαλμα). |
9
Εἰς σέ, λοιπόν, τὸν παντοδύναμον
καὶ πανάγαθον Θεὸν θὰ καυχώμεθα
ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
μας καὶ θὰ δοξολογοῦμεν τὴν παντοδυναμίαν
σου ἀκαταπαύστως.
|
9
Θὰ καυχηθῶμεν καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς μας διότι τοιοῦτον ἔχομεν
Θεὸν καὶ θὰ δοξάζωμεν τὸ ὄνομά
σου ἀκαταπαύστως εἰς τὸν αἰῶνα.
|
10
Νυνὶ δὲ ἀπώσω καὶ κατῄσχυνας
ἡμᾶς καὶ οὐκ ἐξελεύσῃ,
ὁ Θεός, ἐν ταῖς δυνάμεσιν ἡμῶν.
|
10
Τώρα ὅμως μᾶς ἔσπρωξες μακρυά
σου καὶ μᾶς ἐντρόπιασες εἰς
τὰ μάτια τῶν ἄλλων λαῶν. Δὲν
ἐκστρατεύεις πλέον, ὦ Θεέ μου,
μαζῆ μὲ τὰς στρατιωτικὰς δυνάμεις
μας. |
10
Τώρα ὅμως μᾶς ἔσπρωξες μακράν σου
καὶ μᾶς κατεντρόπιασες καὶ δὲν
θὰ ἐξέλθῃς πλέον, ὦ Θεέ, μετὰ
τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων μας, σύμμαχος καὶ
προστάτης καὶ ἀρχηγός μας.
|
11
Ἀπέστρεψας ἡμᾶς εἰς τὰ
ὀπίσω πάρα τοὺς ἐχθροὺς
ἡμῶν, καὶ οἱ μισοῦντες ἡμᾶς
διήρπαζον ἑαυτοῖς. |
11
Παρεχώρησες νὰ γυρίσωμεν νικημένοι
τὶς πλάτες πρὸ τῶν ἐχθρῶν
μας καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ μᾶς ἐμισοῦσαν,
μᾶς ἐλαφυραγωγοῦσαν, διὰ νὰ
θησαυρίζουν εἰς βάρος μας.
|
11
Παρεχώρησας νὰ στρέψωμεν νικημένοι τὰ νῶτα
πρὸ τῶν ἐχθρῶν μας καὶ ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐμίσουν μᾶς
ἐλαφυραγώγουν πρὸς θησαυρισμόν των.
|
12
Ἔδωκας ἡμᾶς ὡς πρόβατα βρώσεως
καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσι διέσπειρας
ἡμᾶς· |
12
Μᾶς παρέδωκες εἰς τοὺς ἐχθρούς
μας σὰν πρόβατα προωρισμένα εἰς σφαγὴν
καὶ εἰς βρῶσιν. Μᾶς διεσκόρπισες
μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν
αἰχμαλώτους. |
12
Μᾶς παρέδωκας εἰς τοὺς ἐχθρούς
μας σὰν πρόβατα προωρισμένα νὰ σφαγοῦν καὶ
καταφαγωθοῦν, καὶ μᾶς διεσκόρπισας αἰχμαλώτους
μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῦν ἐθνῶν.
|
13
ἀπέδου τὸν λαόν σου ἄνευ τιμῆς,
καὶ οὐκ ἦν πλῆθος ἐν τοῖς
ἀλαλάγμασιν αὐτῶν.
|
13
Ἐπέτρεψες νὰ πωληθῇ ὁ λαός
σου διὰ τὸ τίποτε, σὰν ἄχρηστοι
καὶ χωρὶς καμμίαν ἀξίαν δοῦλοι.
Καὶ ὅλα αὐτά, καθ' ὃν χρόνον
δὲν ἦτο πολὺ τὸ πλῆθος ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι μὲ ἀλαλαγμοὺς
ἐπετέθησαν ἐναντίον μας καὶ
μᾶς κατενίκησαν.
|
13
Ἐπέτρεψας νὰ πωληθῇ ὁ λαός σου ἀντὶ
μηδαμινοῦ τιμήματος, σὰν ἄχρηστοι καὶ
χωρὶς καμμίαν ἀξίαν δοῦλοι καὶ ἐπάθαμεν
ὅλα αὐτὰ εἰς καιρὸν ποὺ
δὲν ἦτο πολὺ τὸ πλῆθος ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι μὲ ἀλαλαγμοὺς
ἐπέπεσαν καθ’ ἡμῶν καὶ μᾶς κατενίκησαν.
|
14
Ἔθου ἡμᾶς ὄνειδος τοῖς γείτοσιν
ἡμῶν, μυκτηρισμὸν καὶ χλευασμὸν
τοῖς κύκλῳ ἡμῶν·
|
14
Παρεχώρησες νὰ γίνωμεν ἐμπαιγμὸς
εἰς τοὺς γειτονικούς μας λαούς. Χλευασμὸς
καὶ περίγελως εἰς τὰ τριγύρω
ἀπὸ ἡμᾶς ἔθνη.
|
14
Παρεχώρησας νὰ γίνωμεν ὄνειδος εἰς τοὺς
γειτονικούς μας λαούς, χλεύη καὶ περιγέλως καὶ
ἐμπαιγμὸς εἰς τὰ τριγύρω μας ἔθνη,
τοὺς Ἐδωμίτας, Ἀμμωνίτας καὶ
Μωαβίτας. |
15
ἔθου ἡμᾶς εἰς παραβολὴν ἐν
τοῖς ἔθνεσι, κίνησιν κεφαλῆς ἐν
τοῖς λαοῖς. |
15
Παροιμιώδης κατήντησεν ἡ τρομερὰ κατάπτωσίς
μας μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν,
τῶν ὁποίων οἱ λαοὶ κινοῦν
ἐμπαικτικῶς τὰς κεφαλάς των διὰ
τὴν καταστροφήν μας.
|
15
Κατήντησε παροιμιώδης καὶ μῦθος ἡ κατάπτωσις
καὶ ταπείνωσίς μας εἰς τὰ στόματα
τῶν ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι
ἐπὶ περιπτώσεων μεγάλου ἐξευτελισμοῦ
καὶ δυστυχίας λέγουν: Ἔπαθον ὁποῖα
καὶ οἱ Ἰσραηλῖται. Καὶ οἱ
πλέον μεμακρυσμένοι λαοὶ κινοῦν τὰς κεφαλάς
των οἰκτείροντες καὶ ἐλεεινολογοῦντες
ἠμᾶς. |
16
Ὅλην τὴν ἡμέραν ἡ ἐντροπή
μου κατεναντίον μού ἐστι, καὶ ἡ
αἰσχύνη τοῦ προσώπου μου ἐκάλυψέ
με |
16
Καθ' ὅλην αὐτὴν τὴν περίοδον,
ὁ ἐξευτελισμὸς τοῦ ταπεινωμένου
λαοῦ εὑρίσκεται πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν
μου καὶ ἡ ἐντροπή μου ἔχει ἀπλωθῆ
καὶ ἔχει σκεπάσει τὸ πρόσωπόν
μου |
16
Ἡμέρα δὲν παρέρχεται, κατὰ τὴν
ὁποίαν νὰ μὴ εἶναι ἐμπρός μου
ἡ ἐντροπή, ποὺ αἰσθάνομαι δι’ ἐμὲ
καὶ τὸ ἔθνος μου, καὶ ἡ καταισχύνῃ,
ποὺ μὲ ἀναγκάζει νὰ ρίπτω κάτω κατακόκκινον
τὸ πρόσωπόν μου, μὲ κατεπλάκωσε καὶ μὲ
ἐσκέπασεν ὁλόκληρον, |
17
ἀπὸ φωνῆς ὀνειδίζοντος καὶ
καταλαλοῦντος, ἀπὸ προσώπου ἐχθροῦ
καὶ ἐκδιώκοντος. |
17
Καὶ τοῦτο ἐξ αἰτίας τῶν
ἐμπαιγμῶν ἀπὸ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑβρίζουν
καὶ μᾶς περιφρονοῦν, ἐξ αἰτίας
τῆς καταφρονήσεως, ἡ ὁποία διαγράφεται
ἔντονα εἰς τὸ πρόσωπον καὶ τὸ
βλέμμα τῶν ἐχθρῶν μας καὶ τῶν
καταδιωκόντων ἡμᾶς. |
17
λόγῳ τῆς ὀνειδιστικῆς καὶ περιφρονητικῆς
φωνῆς τοῦ καθενὸς ποὺ μᾶς ὑβρίζει
καὶ μᾶς κατηγορεῖ, λόγῳ τοῦ
ἀγριωποῦ καὶ γεμάτου περιφρόνησιν προσώπου
καὶ τῶν λοξῶν βλεμμάτων τοῦ ἐχθροῦ
καὶ του καταδιώκοντος ἡμᾶς.
|
18
Ταῦτα πάντα ἦλθεν ἐφ' ἡμᾶς
καὶ οὐκ ἐπελαθόμεθά σου καὶ
οὐκ ἠδικήσαμεν ἐν τῇ διαθήκῃ
σου, |
18
Ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ ἐξέσπασαν
ἐναντίον μας, καὶ ὅμως ἡμεῖς
δὲν σὲ ἐλησμονήσαμεν. Δὲν κατεπατήσαμεν
τὸν νόμον σου καὶ τὴν διαθήκην
σου. |
18
Ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ ἐπῆλθον
καθ’ ἡμῶν, καὶ ὅμως δὲν σὲ
ἐλησμονήσαμεν, καὶ δὲν παρεβιάσαμεν
τὴν διαθήκην, ποὺ συνῆψας μετὰ τοῦ
Ἀβραάμ. |
19
καὶ οὐκ ἀπέστη εἰς τὰ
ὀπίσω ἡ καρδία ἡμῶν·
καὶ ἐξέκλινας τὰς τρίβους ἡμῶν
ἀπὸ τῆς ὁδοῦ σου.
|
19
Ἡ καρδία μας δὲν ἀπεμακρύνθη
ἀπὸ σέ. Σὺ ὅμως, Κύριε,
ἐπέτρεψες μὲ τὰς θλίψεις αὐτὰς
νὰ χάσωμεν τὸν δρόμον μας καὶ
νὰ παρεκκλίνωμεν ἀπὸ τὸν ἰδικόν
σου δρόμον.
|
19
Καὶ δὲν ἐστράφη πρὸς τὰ ὀπίσω
καὶ μακρὰν ἀπὸ σὲ ἡ καρδία
μας· καὶ ἐξ αἰτίας τῶν ἀλγεινῶν,
ποὺ ἐπέτρεψας νὰ μᾶς συμβοῦν,
μᾶς ἀφῆκες νὰ χάσωμεν τὸν δρόμον
μας καὶ νὰ ἐκτραπῶμεν ἀπὸ
τὴν ἰδικήν σου εὐθεῖαν ὁδόν.
|
20
Ὅτι ἐταπείνωσας ἡμᾶς ἐν
τόπῳ κακώσεως, καὶ ἐπεκάλυψεν
ἡμᾶς σκιὰ θανάτου.
|
20
Διότι μᾶς ἐταπείνωσες εἰς τὸν
τόπον αὐτὸν τῆς ταλαιπωρίας
καὶ ὑποδουλώσεως. Ἐκεῖ μᾶς
ἐκάλυψεν ἡ ζοφερὰ σκιὰ τοῦ
θανάτου. |
20
Διότι μᾶς ἐταπείνωσας εἰς τόπον κακοπαθείας
καὶ ὑποδουλώσεως καὶ ὡς ἄλλο
σάβανον μᾶς ἐκάλυψαν τὰ σκότη καὶ
οἱ κίνδυνοι τοῦ θανάτου. |
21
Εἰ ἐπελαθόμεθα τοῦ ὀνόματος
τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ εἰ διεπετάσαμεν
χεῖρας ἡμῶν πρὸς Θεὸν ἀλλότριον,
|
21
Ἐὰν εἴχαμεν λησμονήσει τὸ ὄνομα
τοῦ Θεοῦ μας, ἐὰν εἴχαμεν ὑψώσει
ἰκετευτικὰς τὰς χεῖρας πρὸς
ἄλλον θεὸν ψευδῆ εἰδωλολατρικόν,
|
21
Ἐὰν εἴχαμεν λησμονήσει τὸ ὄνομα
τοῦ Θεοῦ μας καὶ ἐὰν ἐσηκώσαμεν
ἱκετευτικὰς τὰς χεῖρας μας πρὸς
Θεὸν ξένον καὶ ψευδῆ,
|
22
οὐχὶ ὁ Θεὸς ἐκζητήσει
ταῦτα; Αὐτὸς γὰρ γινώσκει τὰ
κρύφια τῆς καρδίας. |
22
ὁ Θεός μας δὲν θὰ εἶχε ἀντιληφθῆ
τοῦτο καὶ δὲν θὰ μᾶς ἐζητοῦσε
τὸν λόγον; Αὐτὸς γνωρίζει καὶ
τὰ πλέον ἀπόκρυφα αἰσθήματα
καὶ βουλεύματα τῶν καρδιῶν μας
|
22
δὲν θὰ ἀντελαμβάνετο τοῦτο ὁ
Θεός, διὰ νὰ μᾶς ζητήσῃ ἀκριβῆ
λόγον διὰ τὴν εἰδωλολατρίαν μας ταύτην;
Ἀσφαλῶς ναί. Διότι αὐτὸς γνωρίζει
καὶ τὰς ἀποκρύφους σκέψεις καὶ διαθέσεις
πάσης καρδίας. |
23
Ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην
τὴν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς
πρόβατα σφαγῆς. |
23
Ἀλλ' ἡμεῖς, Κύριε, πρὸς χάριν
σου ὑφιστάμεθα θανάσιμα μαρτύρια ὅλην
τὴν ἡμέραν. Ἐθεωρήθημεν ὡς
πρόβατα συρόμενα εἰς τὴν σφαγήν.
|
23
Ἀλλ’ ἠμεῖς ὄχι μόνον τοιοῦτον
τι δὲν ἐπράξαμεν, ἀλλὰ μαρτυροῦμεν
διὰ τὸ ὄνομά σου. Διότι ἕνεκα τῆς
πρὸς σὲ πίστεώς μας ὑφιστάμεθα κατὰ
πρόθεσιν θάνατον καθημερινῶς, ἕτοιμοι πάντοτε
νὰ ἀποθάνωμεν διὰ σέ. Ἐθεωρήθημεν
σὰν πρόβατα συρόμενα πρὸς σφαγήν.
|
24
Ἐξεγέρθητι· ἱνατί ὑπνοῖς,
Κύριε; Ἀνάστηθι καὶ μὴ ἀπώσῃ
εἰς τέλος. |
24
Σήκω ἐπάνω. Διατὶ φαίνεται ὅτι
κοιμᾶσαι, Κύριε; Σήκω καὶ μὴ
μᾶς σπρώχνῃς μακρυὰ ἀπὸ
κοντά σου, διὰ νὰ μὴ καταστραφῶμεν
ἐξ ὁλοκλήρου.
|
24
Σήκω ἐπάνω διὰ νὰ κάμῃς
ἐκδίκησιν καὶ νὰ μᾶς βοηθήσῃς,
Κύριε. Διατὶ φαίνεσαι σὰν νὰ κοιμᾶσαι,
ἀδιαφόρων διὰ τὸ κατάντημά μας; Σήκω
καὶ μὴ μᾶς σπρώχνῃς ἀπὸ
κοντά σου ὡς ἀνεπιθυμήτους καὶ ἀπεχθεῖς
εἰς τὸ διηνεκές. |
25
Ἱνατί τὸ πρόσωπόν σου ἀποστρέφεις;
Ἐπιλανθάνῃ τῆς πτωχείας ἡμῶν
καὶ τῆς θλίψεως ἡμῶν;
|
25
Διατὶ γυρίζεις ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν
σου; Λησμονεῖς τὴν δυστυχίαν καὶ τὴν
θλῖψιν μας;
|
25
Διατὶ στρέφεις μὲ ἀδιαφορίαν ἀλλοῦ
τὸ πρόσωπόν σου διὰ νὰ μὴ μᾶς
βλέπῃς; Διατὶ λησμονεῖς τὴν ἀθλιότητά
μας καὶ τὴν θλῖψιν μας;
|
26
Ὅτι ἐταπεινώθη εἰς χοῦν ἡ
ψυχὴ ἡμῶν, ἐκολλήθη εἰς
γῆν ἡ γαστὴρ ἡμῶν.
|
26
Σπλαγχνίσου μας, Κύριε, διότι ἡ ζωή
μας κατέπεσεν εἰς τὸ χῶμα τοῦ
τάφου. Ἡ κοιλία μας ἐκολλήθη
εἰς τὸ ἔδαφος καὶ ἐποδοπατήθημεν
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας.
|
26
Θλιβόμεθα πολύ. Διότι κατέπεσεν εἰς τὸ χῶμα
ἐξηντλημένη ἡ ψυχή μας καὶ ἐκόλλησαν
εἰς τὴν γῆν τὰ σπλάγχνα μας λόγῳ
τῆς καταπιέσεως καὶ καταπατήσεως, ποὺ ὑφιστάμεθα
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας.
|
27
Ἀνάστα, Κύριε, βοήθησον ἡμῖν
καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἕνεκεν τοῦ
ὀνόματός σου. |
27
Σήκω, Κύριε, βοήθησέ μας, καὶ
γλύτωσέ μας εἰς δόξαν τοῦ ἁγίου
σου Ὀνόματος. |
27
Σήκω, Κύριε· βοήθησέ μας καὶ ἐλευθέρωσέ
μας, διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ τὴν
εὐσπλαγχνίαν σου. |