Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λέησόν
με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός
σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν
σου ἐξάλειψαν τὸ ἀνόμημά
μου· |
λέησέ
με, ὦ Θεέ μου, σύμφωνα πρὸς τὸ
ἄπειρον ἔλεός σου· καὶ σύμφωνα
μὲ τὸ ἀπέραντον
πλῆθος τῶν
οἰκτιρμῶν σου σβῆσε ἐντελῶς
τὴν παρανομίαν μου. |
λέησόν
με, ὦ Θεέ μου, σύμφωνα πρὸς τὸ μέγα καὶ
ἄμετρον ἔλεός σου, καὶ σύμφωνα πρὸς
τὸ πλῆθος τὸ ἀπέραντον τῶν οἰκτιρμῶν
σου σβῆσε ὁλοτελῶς τοῦ ἀνομήματός
μου τὸ βαρὺ χρέος. |
4
ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ
τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ
τῆς ἁμαρτίας καθάρισόν με.
|
4
Πλῦνε με καὶ ξαναπλῦνε με ἀπὸ
τὴν παρανομίαν μου, καὶ ἀπὸ
τὸν ρύπον τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισέ
με. |
4
Πάλιν καὶ πάλιν πλῦνε με ἀπὸ τὸν
ρύπον τῆς διπλῆς παραβάσεως τοῦ νόμου σου,
εἰς τὴν ὁποίαν παρεσύρθην, καὶ ἀπὸ
τὴν ἁμαρτίαν μου, ἡ ὁποία μὲ
κατέστησε μολυσμένον καὶ ἀκάθαρτον, καθάρισέ με.
|
5
Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ
γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν
μού ἐστι διαπαντός. |
5
Τὸ ἔλεός σου ζητῶ, διότι καὶ
ἐγὼ ἀναγνωρίζω καὶ ὁμολογῶ
τὴν παρανομίαν μου. Αὐτὴ δὲ
ἡ ἁμαρτία μου εἶναι πάντοτε
ἐνώπιόν μου, εἰς τὴν καρδίαν
μου καὶ εἰς τὴν σκέψιν, διὰ
νὰ μὲ ἐλέγχῃ καὶ νὰ
μὲ τυραννῇ.
|
5
Ἐλέησόν με καὶ οἰκτείρησόν με,
διότι τὴν ἀνομίαν μου, τὴν ὁποίαν
πρότερον τυφλωμένος δὲν ἀντελαμβανόμην, ἐγὼ
τώρα τὴν γνωρίζω καὶ τὴν συναισθάνομαι,
μέχρι σημείου ὥστε ἡ ἁμαρτία μου αὐτὴ
νὰ μὴ φεύγῃ ποτὲ ἀπὸ τὸν
νοῦν μου, ἀλλὰ νὰ τὴν ἔχω
πάντοτε ἐμπρός μου καὶ νὰ συντρίβωμαι διηνεκῶς
δι’ αὐτήν. |
6
Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ
πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα,
ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις
σου, καὶ νίκησῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί
σε. |
6
Ζητῶ ἀπὸ σὲ τὴν συγχώρησιν,
διότι αἱ ἁμαρτίαι, τὰς ὁποίας
διέπραξα, εἶναι παράβασις τοῦ ἰδικοῦ
σου Νόμου. Ἐνώπιόν σου ἐγὼ
διέπραξα τὸ πονηρόν. Ὁμολογῶ
ὅτι εἶμαι ἄξιος τιμωρίας διὰ
τὰς ἁμαρτίας μου, διὰ νὰ φανῇ
ἔτσι πόσον δίκαιον εἶχες εἰς
τὰς ἐναντίον μου καταδικαστικὰς ἀποφάσεις
καὶ νὰ ἐξέλθῃς ἔτσι νικητής,
ὅταν ἀσεβεῖς καὶ μωροὶ θελήσουν
νὰ σὲ ἐπικρίνουν.
|
6
Παρὰ σοῦ ζητῶ τὴν ἄφεσιν τῆς
ἁμαρτίας μου, διότι ὁποιονδήποτε καὶ
ἐὰν ἠδίκησα δι’ αὐτῆς, τὸν
ἰδικόν σου νόμον παρέβην καὶ ἡ κατὰ
τοῦ πλησίον παρεκτροπὴ καὶ προσβολή μου
ἐπὶ σὲ διαβαίνει. Εἰς σὲ καὶ
μόνον ἡμάρτησα καὶ διέπραξα ἐκεῖνο,
τὸ ὁποῖον εἰς τοὺς ὀφθαλμούς
σου εἶναι πονηρόν. Ὁμολογῶ καὶ κηρύττω
δημοσίᾳ τὴν πρὸς σὲ ἁμαρτίαν
μου, ἵνα ὅσοι βλέπουν τὰς τιμωρίας ποὺ
μοῦ ἐπέβαλες δι’ αὐτήν, μὴ σὲ
ἐκλάβουν ἄδικον, ἀλλὰ ἀναγνωρισθῇς
δίκαιος εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς περὶ
ἐμοῦ κρίσεις σου καὶ ἐξέλθῃς
νικητής, ὅταν οἱ ἀγνοοῦντες τὰ
πράγματα σὲ ἐπικρίνουν.
|
7
Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην,
καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ
με ἡ μήτηρ μου. |
7
Ἐλέησέ με, διότι ἀπὸ γονεῖς
ἁμαρτωλοὺς συνελήφθην καὶ ἐν
μέσῳ ἁμαρτιῶν μὲ ἐκυοφόρησεν
ἡ μητέρα μου.
|
7
Ἐλέησόν με καὶ οἰκτείρησόν με,
διότι ἰδού, φέρω κληρονομικὴν τὴν κλίσιν
καὶ ροπὴν πρὸς τὴν ἁμαρτίαν.
Διότι ἐν μέσῳ ἀνομιῶν καὶ παραβάσεων
τοῦ νόμου σου συνελήφθην ἐν τῇ κοιλίᾳ
τῆς μητρός μου καὶ ἐν μέσῳ ἁμαρτιῶν
μὲ ἐκυοφόρησε καὶ μὲ ἐγέννησεν
ἡ μήτηρ μου. Οἱ γονεῖς μου, ὅταν ἐγὼ
συνελαμβανόμην καὶ ἐγεννώμην, διετέλουν ὅπως
καὶ ὅλον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων
ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματος καὶ παρεσύροντο ὑπ’ αὐτοῦ
εἰς καθημερινὰς παραβάσεις τοῦ νόμου.
|
8
Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας,
τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς
σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.
|
8
Θεὸς τῆς ἀληθείας σὺ ἠγάπησες
καὶ ἀγαπᾷς πάντοτε τὴν ἀλήθειαν
καὶ τὴν εὐθύτητα. Ἐφανέρωσες
εἰς ἐμὲ τὰ ἄδηλα καὶ τὰ
κρύφια τῆς σοφίας σου, διὰ νὰ
ἔχω ἔτσι τὴν δυνατάτητα νὰ προφυλαχθῶ
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
|
8
Ἀλλὰ σὺ δὲν ἀρέσκεσαι
εἰς τὴν ἁμαρτωλὸν αὐτὴν
κατάστασιν, διότι ἠγάπησας τὴν εὐθύτητα
καὶ τὴν εἰλικρίνειαν τοῦ νοῦ
καὶ τῆς καρδίας, δι' αὐτὸ δὲ
καὶ μοῦ ἀπεκάλυψας καὶ μου ἐφανέρωσας
τὰ ἄδηλα καὶ ἀπόκρυφα τῆς σοφίας
σου, ἵνα διὰ τούτων ἀπαλλαγῶ ἀπὸ
τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ ἐμφωλεύει
μέσα μου ἀπ’ αὐτῆς τῆς συλλήψεώς μου
εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου. Τοῦτο
ὅμως θὰ ἐπιτευχθῇ μόνον διὰ
τῆς βοηθείας σου. |
9
Ραντιεῖς με ὑσσώπω, καὶ καθαρισθήσομαι,
πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι.
|
9
Σὰν μὲ συμβολικὰ κλωνάρια ὑσσώπου
θὰ μὲ ραντίσῃς μὲ τὸ ἔλεός
σου, καὶ ἔτσι ἐγὼ θὰ καθαρισθῶ
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν μου. Θὰ
μὲ πλύνῃς μὲ τὴν χάριν
σου καὶ θὰ γίνω τόσον καθαρός,
ὥστε νὰ εἶμαι λευκώτερος ἀπὸ
τὸ χιόνι.
|
9
Θὰ μὲ ραντίσῃς σὺ μὲ τὸ
ἔλεος καὶ τὴν χάριν σου ὡσὰν
διὰ ραντιστηριοῦ ἐκ κλώνων ὑσσώπου
καὶ θὰ καθαρισθῶ· θὰ μὲ
πλύνῃς καὶ θὰ λευκανθῶ γινόμενος λευκότερος
καὶ ἀπὸ τὴν χιόνα.
|
10
Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ
εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα
τεταπεινωμένα. |
10
Τότε θὰ μὲ κάμῃς νὰ αἰσθανθῶ
ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ὥστε
καὶ αὐτὰ τὰ συντετριμμένα καὶ
παράλυτα ὀστᾶ μου νὰ σκιρτήσουν
ἀπὸ χαράν.
|
10
Ὅταν δὲ οὕτω μὲ συγχωρήσῃς καὶ
μὲ λευκάνῃς, θὰ μὲ κάμῃς νὰ
ἀκούσω καὶ νὰ αἰσθανθῶ ἀγαλλίασιν
καὶ εὐφροσύνην, καὶ τὰ ἐκ τῆς
ὀδύνης καὶ βαθείας συναισθήσεως συντετριμμένα
ἥδῃ ὀστᾶ μου θὰ ἀνασκιρτήσουν
ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει.
|
11
Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ
τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς
ἀνομίας μου ἐξάλειψον.
|
11
Γύρισε τὸ πρόσωπόν σου μακρυὰ
ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας μου, ὥστε
νὰ μὴ τὰς βλέπῃς, καὶ
σβῆσε ὀλες τὶς παρανομίες μου.
|
11
Στρέψε μακρὰν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας
μου τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε νὰ μὴ βλέπης,
ἀλλὰ νὰ λησμονήσῃς αὐτάς, καὶ
σβῆσε τελείως, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται
πλέον, πάσας τὰς ἀνομίας μου.
|
12
Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί,
ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς
ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις
μου. |
12
Πλάσε μέσα μου καὶ κτίσε νέαν
καρδίαν καθαράν, Θεέ μου, διὰ νὰ
ἐνθρονίσῃς καὶ ἐγκαινιάσῃς
εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου πνεῦμα
ἀληθείας, πνεῦμα ὀρθοφροσύνης.
|
12
Κτίσε μέσα μου καρδίαν καθαράν, ἀνακαινίζων αὐτήν,
ἡ ὁποία τώρα εἶναι ἀκάθαρτος καὶ
ρέπει πρὸς τὸ κακόν, καὶ καθάρισον τὸν
νοῦν μου, ὥστε νὰ ἐγκαινιάσῃς
εἰς τὸ ἐσωτερικόν μου πνεῦμα καὶ
κινήσεις τοῦ νοὸς εὐθείας καὶ ὀρθάς.
Γέμισε τὸ ἐσωτερικόν μου μὲ ἁγνοὺς
λογισμοὺς καὶ ἀγαθὴν προαίρεσιν.
|
13
Μὴ ἀπορρίψῃς με ἀπὸ τοῦ
προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου
τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς
ἀπ' ἐμοῦ. |
13
Μὴ μὲ ἀπομακρύνῃς καὶ
μὴ μὲ ἀπορρίψῃς ἀπὸ
τὸ γεμᾶτον καλωσύνην πρόσωπόν
σου καὶ τὸ Ἅγιόν σου Πνεῦμα
μὴ τὸ ἀφαιρέσῃς ἀπὸ
ἐμέ. |
13
Μὴ μὲ ἀπορρίψης καὶ μὴ μὲ
ἀποδιώξῃς ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου,
ὥστε νὰ στερηθῶ τῆς ἐπιβλέψεώς
σου καὶ τῆς συμπαθείας σου, καὶ μὴ
μοῦ ἀφαιρέσῃς τὸ Πνεῦμα
σου τὸ Ἅγιον, ὥστε νὰ στερηθῶ
τῆς βοηθείας καὶ ἐνισχύσεώς σου.
|
14
Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ
σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ
στήριξόν με. |
14
Ξαναδός μου τὴν χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν
τῆς σωτηρίας μου, ποὺ προέρχεται ἀπὸ
σέ, καὶ στήριξέ με μὲ σταθερὰν
καὶ ἄκαμπτον θέλησιν εἰς τὸ
ἀγαθόν, εἰς τὸν ἅγιον Νόμον
σου. |
14
Δός μου πάλιν τὴν ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας
φυγαδευθεῖσαν χαρὰν παρέχων μοι τὴν ἀγαλλίασιν,
τὴν ὁποίαν δημιουργεῖ ἡ ἐκ τοῦ
ἐλέους σου σωτηρία. Καὶ στήριξόν με ἐν τῇ
νέᾳ ταύτῃ καταστάσει διὰ σκέψεων σταθερῶν
καὶ βουλήσεως ἰσχυρᾶς, ἡ ὁποία
νὰ κυριαρχῇ μέσα μου καὶ να μὲ κατευθύνῃ
εἰς τὸ ἀγαθόν. |
15
Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς
σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ
ἐπιστρέψουσι. |
15
Ἔτσι δὲ ἐξηγνισμένος καὶ φωτισμένος
ἐγὼ θὰ διδάξω εἰς πολλοὺς
παρανομοῦντας τοὺς ἰδικούς σου δρόμους,
τὸν Νόμον σου. Μὲ τὸ παράδειγμά
μου δὲ καὶ μὲ τὰ λόγια μου θὰ
συντελέσω, ὥστε πολλοὶ ἀσεβεῖς
νὰ ἐπιστρέψουν ἐν μετάνοιᾳ
πρὸς σέ, ὅπως ἐπέστρεψα καὶ
ἐγώ. |
15
Οὕτω δὲν θὰ παρέχω διὰ τοῦ παραδείγματός
μου σκάνδαλον εἰς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ
θὰ ἀφοσιωθῶ εἰς τὸ ἑξῆς
εἰς τὴν οἰκοδομὴν αὐτῶν.
Θὰ διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, εἰς
τὰς ὁποίας θέλεις νὰ βαδίζωμεν, καὶ
πολλοὶ ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
ἀσεβῶς ἀθετοὺῦν τὰς ἐντολάς
σου, θὰ ἐπιστραφοῦν ἐν μετανοίᾳ
εἰς σέ. |
16
Ρῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ
Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου·
ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν
δικαιοσύνην σου. |
16
Ἀπάλλαξέ με, Κύριε, ἀπὸ
τὴν ἐνοχὴν τῶν ἀθώων αἱμάτων,
ποὺ ἐχύθησαν ἐξ αἰτίας
μου, Θεὲ καὶ Κύριε τῆς σωτηρίας
μου. Ἡ γλῶσσα γεμάτη χαρὰν θὰ
διαλαλῇ τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν
ἀγαθότητά σου.
|
16
Ἐλευθέρωσέ με, ὦ Θεέ μου, ἐκ τῆς
ἐνοχῆς τῶν αἱμάτων καὶ τοῦ
φόνου· ὦ Θεέ μου, ὅστις εἶσαι ὁ
Σωτήρ μου. Ἡ γλῶσσα μου μὲ χαρὰν καὶ
ἀγαλλίασιν θὰ ὑμνῇ τὴν δικαιοσύνην
σου, διὰ τῆς ὁποίας τιμωρῶν ἐν
ἐλέει τὸ κακόν, ὁδηγεῖς καὶ
πάλιν τοὺς διαπράττοντας αὐτὸ εἰς
τὴν σωτηρίαν. |
17
Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις,
καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν
αἴνεσίν σου. |
17
Ναί, Κύριε, θὰ ἀνοίξῃς
σὺ τὰ χείλη μου καὶ τὸ στόμα
μου μὲ παρρησίαν καὶ θάρρος καὶ
θὰ ἀναπέμπῃ αἴνους καὶ
δοξολογίας πρὸς σέ.
|
17
Κύριε, διὰ τῆς ἀφέσεως, τὴν ὁποίαν
θὰ μοῦ παράσχῃς, θὰ ἀνοίξῃς
τὰ κλεισμένα ἀπὸ τὴν ἐντροπὴν
τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν ἔλεγχον
τῆς συνειδήσεως χείλη μου, καὶ τὸ στόμα
μου θὰ ἐξαγγείλῃ τὸν ὕμνον καὶ
τὸν ἔπαινόν σου. |
18
Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα
ἂν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις.
|
18
Δοξολογίας ὁλοθέρμους θὰ σοῦ
ἀναπέμπω, Κύριε, διότι ἐὰν
ἤθελες καὶ κάποιαν θυσίαν διὰ
τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν μου,
θὰ σοῦ τὴν προσέφερα. Σὺ ὅμως
δὲν εὐαρεστεῖσαι τόσον εἰς τὰ
ὁλοκαυτώματα τῶν θυσιῶν.
|
18
Θὰ περιορισθῶ νὰ σὲ ὑμνήσω μὲ
ὅλην τὴν καρδίαν μου, διότι ἐὰν θὰ
ἤθελες θυσίαν ὑλικήν, εὐχαρίστως θὰ
ἔδιδα ταύτην. Ἀλλὰ σύ, καὶ ἂν
σοῦ προσφέρωμεν ὡς θυσίαν ζῶα, διὰ
νὰ κατακαοῦν ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου
σου ὁλόκληρα, δὲν θὰ εὐαρεστηθῇς.
|
19
Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον,
καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην
ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει.
|
19
Ἡ εὐάρεστος θυσία διὰ σὲ
τὸν Θεὸν εἶναι ψυχὴ συντετριμμένη
ἀπὸ τὸν πόνον καὶ τὴν
συναίσθησιν τῆς ἁμαρτίας. Καρδίαν
δὲ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἔχει
συντριβῇ ἀπὸ τὴν μετάνοιαν καὶ
ἔχει ταπεινωθῆ, σὺ ὁ πανάγαθος
καὶ πολυέλεος Θεὸς οὐδέποτε
θὰ τὴν ἐξουθενώσῃς.
|
19
Θυσία εὐπρόσδεκτος καὶ ἀρεστὴ εἰς
τὸν Θεὸν εἶναι τὸ πνεῦμα, ποὺ
ἔχει συντριβῆ ἀπὸ εἰλικρινῆ
μετάνοιαν· καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην
δὲν θὰ ἀπορρίψη ποτὲ ὁ Θεός.
|
20
Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ
σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω
τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ·
|
20
Εὐδόκησον, λοιπόν, Κύριε, νὰ
φανῇς ἀγαθὸς καὶ εὐεργετικὸς
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Δεῖξε τὴν
καλωσύνην σου, ὥστε νὰ ἀνοικοδομηθοῦν
καὶ πάλιν τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
20
Εὐδόκησον, Κύριε, νὰ φανῇς ἀγαθὸς
καὶ πρὸς τὴν Σιὼν καὶ διὰ
τῆς εὐδοκίας σου καὶ τῆς καλωσύνης
σου ταύτης ἂς οἰκοδομηθοῦν τὰ τείχη
τῆς Ἱερουσαλήμ. |
21
τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης,
ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα·
τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ
θυσιαστήριόν σου μόσχους. |
21
Τότε θὰ εὐδοκήσῃς νὰ δεχθῇς
κάθε θυσίαν, ἡ ὁποία θὰ
σοῦ προσφέρεται σύμφωνα μὲ ὅσα
ἔχεις διατάξει εἰς τὸν Νόμον
σου, θυσίας ἀναφερομένας εἰς σέ,
θυσίας ὁλοκαυτωμάτων. Τότε θὰ
ἀνεβάσουν εἰς τὸ θυσιαστήριον
τῶν ὁλοκαυτωμάτων σου μόσχους πρὸς
θυσίαν εἰς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης
καὶ δοξολογίας πρὸς σέ. |
21
Τότε θὰ εὐαρεστηθῇς νὰ δεχθῇς
πάντων τῶν εἰδῶν τὰς θυσίας·
θὰ δεχθῇς θυσίαν προσφερομένην σύμφωνα πρὸς
τὰς διατάξεις τοῦ Νόμου καὶ πρὸς τὸ
δίκαιον. Θὰ δεχθῇς καὶ θυσίαν ἀναφοράς,
καθὼς καὶ θύματα ἀκόμη καιόμενα ὁλόκληρα
ἐπί του θυσιαστηρίου· τότε θὰ ἀνεβάσουν
ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου σου μόσχους, διὰ
νὰ τοὺς προσφέρουν θυσίαν εἰς σέ.
|