Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἶπεν
ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ·
οὐκ ἐστὶ Θεός. Διεφθάρησαν καὶ
ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις,
οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν.
|
κοτισμένος
μέχρις ἀφροσύνης ἀπὸ τὰς
πολλάς του ἁμαρτίας ὁ ἀσεβὴς
λέγει ἀπὸ μέσα του: Δὲν ὑπάρχει
Θεός. Αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί
του διεφθάρησαν ἀπὸ τὴν κακίαν
των. Ἔγιναν ἀηδιαστικοὶ καὶ συχαμεροὶ
μὲ τὰς παρανομίας των. Κανεὶς ἀπὸ
αὐτοὺς δὲν σκέπτεται καὶ δὲν
πράττει τὸ ἀγαθόν.
|
ἶπεν
εἰς τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ
του ὁ σκοτισθεὶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν
μέχρις ἀφροσύνης ἀνθρωπος· δὲν ὑπάρχει
Θεός. Αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί
του διεφθάρησαν καὶ μὲ τὴν παράνομον καὶ
ἀδιορθώτως ἁμαρτωλὴν ζωήν των
ἔγιναν βδελυκτοὶ καὶ σιχαμένοι τόσον ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, ὅσον καὶ ἐνώπιον τῶν
ἐναρέτων ἀνθρώπων. |
3
Ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς
τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν
εἰ ἔστι συνιῶν ἢ ἐκζητῶν
τὸν Θεόν. |
3
Ὁ Θεὸς ἔσκυψεν ἀπὸ τὸν
οὐρανόν, διὰ νὰ ἴδῃ τοὺς
υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἐὰν
ὑπάρχῃ κανεὶς μεταξὺ αὐτῶν,
ποὺ νὰ ἔχῃ σύνεσιν καὶ
γνῶσιν Θεοῦ ἢ νὰ ἀναζητῇ
καὶ νὰ προσεύχεται πρὸς τὸν
Θεόν. |
3
Ὁ Θεὸς ἔσκυψεν ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν πρὸς τὰ κάτω καὶ ἔρριψε
τοὺς ὀφθαλμούς του ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων,
διὰ νὰ ἴδῃ ἐὰν ὑπάρχῃ
κανεὶς μὲ σύνεσιν ποὺ νὰ ἔχῃ
γνῶσιν τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ ποθῇ
καὶ ἐπικαλῆται αὐτὸν προσπαθῶν
μὲ τὰς ἐναρέτους πράξεις του νὰ πλησιάσῃ
πρὸς τὸν Θεὸν καὶ νὰ εὐαρεστήσῃ
εἰς αὐτόν. |
4
Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν,
οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ
ἔστιν ἕως ἑνός. |
4
Εἶδεν ὅτι ὅλοι ἔχουν παρεκκλίνει
ἀπὸ τὴν ὀρθὴν ὁδόν.
Ἔγιναν διεφθαρμένοι καὶ ἀχρεῖοι.
Δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ
ζητῇ τὸ ἀγαθόν, δὲν ὑπάρχει
οὔτε ἕνας.
|
4
Ἀλλ’ εἶδεν ὅτι ὅλοι ἐξετράπησαν
ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν
καὶ ὅλοι κατήντησαν εἰς ἐξαχρείωσιν
καὶ διαφθοράν. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς
ποὺ νὰ πράττῃ τὸ ἀγαθόν· δὲν
ὑπάρχει οὔτε ἕνας. |
5
Οὐχὶ γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι
τὴν ἀνομίαν; Οἱ κατεσθίοντες
τὸν λαόν μου ἐν βρώσει ἄρτου
τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο.
|
5
Δὲν θὰ βάλουν ἐπὶ τέλους
ποτὲ γνῶσιν καὶ δὲν θὰ συνετισθοῦν
ὅλοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
διαπράττουν τὰς παρανομίας; Αὐτοί,
οἱ ὁποῖοι κατατρώγουν τὸν λαόν
μου μὲ τόσην εὐκολίαν καὶ χαράν,
μὲ ὅσην τρώγουν τὸ ψωμί των,
οὐδέποτε ἐστράφησαν πρὸς τὸν
Θεόν, οὐδέποτε ἐπεκαλέσθησαν
τὸν Κύριον.
|
5
Δὲν θὰ συνετισθοῦν λοιπὸν καὶ
δὲν θὰ βάλουν ποτὲ γνῶσιν ὅλοι
ἐκεῖνοι ποὺ ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν;
Δὲν θὰ συνέλθουν ἐπὶ τέλους καὶ
δὲν θὰ σωφρονισθοῦν; Αὐτοὶ ποὺ
κατατρώγουν τὸν λαόν μου μὲ τόσην εὐκολίαν
καὶ εὐχαρίστησιν σὰν νὰ ἔτρωγον
ἄρτον, δὲν ἐπεκαλέσθησαν ποτὲ τὸν
Κύριον. |
6
Ἐκεῖ ἐφοβήθησαν φόβον, οὗ
οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς
διεσκόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων·
κατῃσχύνθησαν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐξουδένωσεν
αὐτούς. |
6
Αὐτοὶ ἐφοβήθησαν καὶ ἐπανικοβλήθησαν
ἐκεῖ, ὅπου δὲν ὑπῆρχε
φόβος. Συνετρίβησαν, διότι, ὁ Θεὸς
συνέτριψε καὶ διεσκόρπισε τὰ ὀστᾶ
τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ
θέλουν νὰ ἀρέσουν εἰς τοὺς
ἄλλους καὶ ὄχι εἰς τὸν Θεόν.
Αὐτοὶ κατεξηυτελίσθησαν, διότι ὁ
Θεὸς τοὺς ἐξουθένωσε.
|
6
Ἀλλα δι’ αὐτὸ κυριευθέντες ἀπὸ
δεισιδαιμονίας κατεπτοήθησαν ἀπὸ ἀνύπαρκτα
φαντάσματα καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβον ἐκεῖ,
ὅπου δὲν ὑπῆρχε κανεὶς λόγος
να φοβηθοῦν. Καὶ συνετρίβησαν, διότι ὁ Θεὸς
διεσκόρπισε τὰ ὀστᾶ ἐκείνων, οἱ
ὁποῖοι ζητοῦν νὰ ἀρέσουν
εἰς ἀνθρώπους καὶ ὄχι εἰς αὐτόν.
Κατεντροπιάσθησαν καὶ καταισχύνῃ κατεκάλυψεν αὐτούς,
διότι ὁ Θεὸς τοὺς ἐξεμηδένισε.
|
7
Τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον
τοῦ Ἰσραήλ; Ἐν τῷ ἀποστρέψαι
Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ
αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται Ἰακὼβ
καὶ εὐφρανθήσεται Ἰσραήλ.
|
7
Ποῖος ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ
τὸν Κύριον ξεκινῶν ἀπὸ τὴν
Ἱερουσαλὴμ θὰ προσφέρῃ σωτηρίαν
καὶ ἀσφάλειαν εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν; Κανεὶς ἄλλος, παρὰ ὁ Θεός.
Ὅταν ὁ Κύριος ἐπαναφέρῃ
τοὺς ἐξορίστους τοῦ λαοῦ του
ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, θὰ
πλημμυρίσουν ἀπὸ ἀγαλλίασιν
οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ,
θὰ εὐφρανθοῦν αἱ καρδίαι τῶν
Ἰσραηλιτῶν. |
7
Ποῖος θὰ ἔλθῃ ἐκ τῆς Σιών,
ἐκ τοῦ ἐν τῇ ἁγίᾳ
πόλει τῆς Ἱερουσαλὴμ ναοῦ τοῦ
Θεοῦ, διὰ νὰ δώσῃ τὴν σωτηρίαν
εἰς τὸν Ἰσραήλ; Οὐδεὶς ἄλλος
παρὰ μόνος ὁ Θεός. Ὅταν δὲ ὁ
Κύριος θὰ ἐπαναφέρῃ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας
τοὺς ἐξορίστους τοῦ λαοῦ του, θὰ
σκιρτήσουν ἀπὸ ἀγαλλίασιν οἱ ἀπόγονοι
τοῦ Ἰακὼβ καὶ θὰ εὐφρανθοῦν
αἱ καρδίαι τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ.
|