Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἰ
ἀληθῶς ἄρα δικαιοσύνην λαλεῖτε;
Εὐθείας κρίνετε οἱ υἱοὶ
τῶν ἀνθρώπων; |
αλεῖτε
πράγματι καὶ ἀληθείᾳ, ὦ
κριταὶ τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἐφαρμόζετε
δικαιοσύνην; Ἐκδίδετε σεῖς, υἱοὶ
τῶν ἀνθρώπων, δικαίας ἀποφάσεις;
|
ἶναι
πραγματικῶς ἀληθὲς ὅτι λαλεῖτε
τὸ δίκαιον, ὦ σεῖς παράνομοι κριταί; Ἐκφέρετε
λοιπόν, ὦ ἄνθρωποι, δικαίας καὶ εὐθείας
κρίσεις καὶ ἀποφάσεις; |
3
Καὶ γὰρ ἐν καρδίᾳ ἀνομίαν
ἐργάζεσθε ἐν τῇ, ἀδικίαν
αἱ χεῖρες ὑμῶν συμπλέκουσιν.
|
3
Ὄχι. Διότι μὲ τὴν καρδίαν καὶ
τὸν νοῦν σας ἐπεξεργάζεσθε τὴν
ἀδικίαν εἰς τὴν ἱερὰν
χώραν τῆς Παλαιστίνης. Τὰ δὲ
χέρια σας ἐξυφαίνουν δολίας ἀδικίας
εἰς βάρος τῶν ἄλλων.
|
3
Ὄχι, δὲν λαλεῖτε δικαιοσύνην καὶ δὲν
κρίνετε εὐθέως. Διότι ἐν τῇ καρδίᾳ
σας σκέπτεσθε καὶ συλλογίζεσθε, πῶς θὰ ἐργασθῆτε
ἐν τῇ γῇ τὴν ἀνομίαν, καὶ
αἱ χεῖρες σας μὲ εὐφυεῖς καὶ
περιτέχνους στρεψοδικίας, τὰς ὁποίας ἐπινοεῖτε,
διαπράττουν ἀδικίας. |
4
Ἀπηλλοτριώθησαν οἱ ἁμαρτωλοὶ
ἀπὸ μήτρας, ἐπλανήθησαν ἀπὸ
γαστρός, ἐλάλησαν ψευδῆ.
|
4
Οἱ ἁμαρτωλοὶ αὐτοὶ δικασταὶ
ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὸν Θεόν,
ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ἀκόμη
κατὰ τὴν ὁποίαν συνελήφθησαν
ἔμβρυα εἰς τὴν μήτραν. Ἐπλανήθησαν
ἐκ κοιλίας μητρός, ἐλάλησαν
καὶ λαλοῦν συνεχῶς ψέματα.
|
4
Ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν οἱ
ἁμαρτωλοὶ καὶ ἄδικοι αὐτοὶ
κριταὶ ἀπ’ αὐτῆς τῆς στιγμῆς,
κατὰ τὴν ὁποίαν συνελήφθησαν ἐν τῇ
μήτρᾳ, ἐπλανήθησαν εἰς τὴν ὁδὸν
τῆς ἀδικίας, ἀφ’ ὅτου ἦσαν ἐν
τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός των, αὐτοὶ
οἱ ὁποῖοι ἀνέκαθεν λέγουν ψεύματα.
|
5
Θυμὸς αὐτοῖς κατὰ τὴν ὁμοίωσιν
του ὄφεως, ὡσεὶ ἀσπίδος κωφῆς
καὶ βυούσης τὰ ὦτα αὐτῆς,
|
5
Ἀγρία μανία τοὺς κατέχει διὰ
τὸ κακόν, ὥστε νὰ ὁμοιάζουν
μὲ φίδια, μὲ ἀσπίδα κωφήν,
|
5
Ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς ἐπιμονὴ
καὶ μανία, ὅπως χύσουν τὸ θανατηφόρον των
δηλητήριον, ὅμοία πρὸς τὴν μανίαν
τοῦ ὄφεως, ἐπίμονος κακία, ὡσὰν
τῆς ἀσπίδος τῆς κωφῆς ἡ ὁποία
κλείει τὰ ὦτα της |
6
ἥτις οὐκ εἰσακούσεται φωνῆς
ἀπᾳδόντων, φαρμακοῦται φαρμακευομένη
παρὰ σοφοῦ. (Ἄλλαι γρ. Φαρμάκου τε
φαρμακευομένου ἢ φαρμακοῦ φαρμακευομένου).
|
6
ποὺ κλείει τὰ αὐτιά της καὶ
δὲν θέλει νὰ ἀκούσῃ τὰς
γοητευτικὰς ᾠδὰς τῶν μάγων,
μὲ τὰς ὁποίας ὁ πεπειραμένος
γόης προσπαθεῖ νὰ τὴν καταπραΰνῃ.
|
6
καὶ ἀσυγκράτητος ὁρμᾷ νὰ
χύσῃ τὸ δηλητήριόν της καὶ ἡ
ὁποία δὲν θὰ ἀκούσῃ τὴν
φωνὴν αὐτῶν, ποὺ μὲ γοητείας
καὶ ἐπῳδὰς μαγικὰς προσπαθοῦν
νὰ τὴν γοητεύσουν καὶ νὰ τὴν
ἀποκοιμίσουν, ἀλλὰ ματαίως παρέχεται εἰς
αὐτὴν ἡ ἐπῳδὸς ὡς
φάρμακον πραϋντικόν, διὰ τοῦ ὁποίου σοφὸς
καὶ πεπειραμένος γόης καὶ φαρμακεὺς ζητεῖ
νὰ τὴν πραΰνῃ. Οὕτω καὶ αὐτοὶ
πεισμόνως χύνουν τὸ δηλητήριον τῆς ἀδικίας
καὶ κακοποιΐας των, μὴ ἀκούοντες καμμίαν
συμβουλὴν καὶ δι' οὐδενὸς μέσου ἀναχαιτιζόμενοι
ἢ καὶ πρὸς καιρὸν ἠσυχάζοντες.
|
7
Ὁ Θεὸς συνέτριψε τοὺς ὀδόντας
αὐτῶν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν,
τὰς μύλας τῶν λεόντων συνέθλασεν
ὁ Κύριος· |
7
Ὁ Θεὸς θὰ συντρίψῃ τὰ
δόντια τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν
δικαστῶν μέσα εἰς τὸ στόμα των.
Θὰ καταθρυμματίσῃ τοὺς ὀδόντας
αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ὡσὰν
ἄγριοι λέοντες ἐπιζητοῦν νὰ
κατασπαράξουν καὶ νὰ ἀλέσουν
τὰ θύματά των.
|
7
Εἶναι πλέον γεγονὸς τετελεσμένον, ὅτι ὁ
Θεὸς θὰ συντρίψῃ τοὺς ὀδόντας
των μέσα εἰς τὸ στόμα των, θὰ συνθλάσῃ
καὶ θὰ καταθραύσῃ ὁ Κύριος τοὺς
τραπεζίτας τῶν ἀνόμων αὐτῶν κριτῶν,
οἱ ὁποῖοι μὲ δύναμιν καὶ σκληρότητα
λεόντων ζητοῦν νὰ καταξεσχίσουν καὶ ἀλέσουν
εἰς τὸ στόμα των ὅλους.
|
8
ἐξουδενωθήσονται ὡσεὶ ὕδωρ διαπορευόμενον·
ἐκτενεῖ τὸ τόξον αὐτοῦ
ἕως οὗ ἀσθενήσουσιν.
|
8
Θὰ σβήσουν, θὰ περάσουν, θὰ
ἐξαφανισθοῦν σὰν τὸ νερό, τὸ
ὁποῖον τρέχει ταχέως καὶ δὲν
ἐπιστρέφει. Ὁ Κύριος θὰ τεντώσῃ
τὸ τόξον του, καὶ θὰ ρίψῃ
ἐναντίον αὐτῶν τὰ βέλη
του, μέχρις ὅτου ἐξασθενήσουν τελείως.
|
8
Θὰ παρέλθουν καὶ δὲν θὰ μείνῃ
τίποτε ἀπὸ αὐτούς, ὅπως γρήγορα φεύγει
τὸ νερὸν εἰς χειμωνιάτικον ποτάμι, τοῦ
ὁποίου ἡ κοίτη ξηραίνεται μέχρι σταγόνος, ὅταν
σταματήσουν αἱ βροχαί. Θὰ τεντώσῃ ὁ
Κύριος τὸ τόξον του καὶ θὰ ἐξαποστείλῃ
κατ’ αὐτῶν τὴν τιμωρητικὴν δύναμίν
του μέχρις ὅτου παραλύσουν καὶ καταστοῦν
ἀνίσχυροι. |
9
Ὡσεὶ κηρὸς τακεὶς ἀνταναιρεθήσονται·
ἔπεσε πῦρ ἐπ' αὐτούς, καὶ
οὐκ εἶδον τὸν ἥλιον. |
9
Ὅπως λυώνει τὸ κερί, ἔτσι καὶ
αὐτοὶ θὰ λυώσουν, θὰ διαλυθοῦν
καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν. Φωτιὰ τῆς
ὀργῆς τοῦ Κυρίου θὰ πέσῃ
ἐπάνω τους, θὰ κατακαοῦν καὶ
ἔτσι δὲν θὰ ἰδοῦν ποτὲ
τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, θὰ παύσουν
νὰ ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν ζώντων
ἀνθρώπων. |
9
Σὰν κηρὸς ποὺ ἔλειωσεν, οὕτω
θὰ ἐξοντωθοῦν. Ἔπεσεν ἐπ’ αὐτῶν
τὸ πῦρ τῆς θείας ὀργῆς καὶ
τοὺς κατέκαυσε καὶ δὲν εἶδον πλέον
τὸ φῶς τοῦ ἡλίου.
|
10
Πρὸ τοῦ συνιέναι τὰς ἀκάνθας
αὐτῶν τὴν ράμνον, ὡσεὶ
ζῶντας, ὡσεὶ ἐν ὀργῇ καταπίεται
αὐτούς. |
10
Προτοῦ αὐξηθοῦν αἱ ἄκανθαι,
ὥστε νὰ γίνουν ἀκανθώδεις θάμνοι,
πρὶν ἐξανθίσῃ καὶ καρποφορήσῃ
εἰς κακὰ ἔργα ἡ πονηρία αὐτῶν,
σὰν μὲ ἀσυγκράτητον κῦμα ὀργῆς
θὰ τοὺς καταπίῃ ἡ θεία
δικαιοσύνη. |
10
Προτοῦ νὰ αὐξηθοῦν αἱ ἄκανθαί
των καὶ νὰ γίνουν παλίουρον, προτοῦ
ἡ πονηρία των ἐξανθίσῃ καὶ καρποφορήσῃ,
ὡς δι’ ἀσυγκρατήτου κύματος ὀργῆς
θὰ τοὺς καταπίῃ, πρὶν ἢ ἀποθάνουν,
ὅταν ἀκόμη θὰ εἶναι ζωντανοί
- τόσον πολὺ θὰ αἰσθανθοῦν τὴν
σκληρότητα τῆς τιμωρίας. |
11
Εὐφρανθήσεται δίκαιος, ὅταν ἴδῃ
ἐκδίκησιν· τὰς χεῖρας αὐτοῦ
νίψεται ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
|
11
Θὰ εὐφρανθῇ ὁ δίκαιος ὅταν
ἴδῃ τὴν θείαν αὐτὴν ἐκδίκησιν.
Τόσον ἄφθονον θὰ χυθῇ τὸ αἷμα
τῶν ἀδίκων κριτῶν, ὥστε εἰς
αὐτὸ θὰ νίψῃ τὰ χέρια
του ὁ δίκαιος, ἰκανοποιημένος ἀπὸ
τὴν θείαν δικαιοσύνην.
|
11
Θὰ εὐφρανθῇ ὁ δίκαιος, ὅταν
ἴδῃ τὴν θείαν αὐτὴν ἐκδίκησιν.
Καὶ θὰ ρεύσῃ τόσον ἀφθόνως ἐκ
τῆς ἐκδικήσεως ταύτης τὸ αἷμα τοῦ
ἁμαρτωλοῦ, ὥστε ὁ δίκαιος θὰ
νίψῃ τὰς χεῖρας του μέσα εἰς αὐτό.
Θὰ λάβῃ δηλαδὴ ὁ δίκαιος πλήρη ἱκανοποίησιν
παρὰ τοῦ Κυρίου διὰ τὰς γενομένας
πρὸς αὐτὸν ἀδικίας.
|
12
Καὶ ἐρεῖ ἄνθρωπος· εἰ ἄρα
ἐστὶ καρπὸς τῷ δικαίῳ,
ἄρα ἐστὶν ὁ Θεὸς κρίνων
αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ. |
12
Καὶ τότε κάθε ἄνθρωπος θὰ πῇ:
Πράγματι ὑπάρχει εἰς τὸν δίκαιον
ἡ ἀμοιβὴ διὰ τὰ καλά του
ἔργα. Πράγματι ὑπάρχει ὁ Θεός,
ὁ ὁποῖος κρίνει καὶ κατακρίνει
τοὺς ἀδίκους κριτὰς ἐπάνω
εἰς τὴν γῆν. |
12
Καὶ θὰ εἴπῃ τότε κάθε ἀνθρωπος·
τῷ ὄντι ὑπάρχει καρπὸς καὶ ἀμοιβὴ
εἰς τὸν δίκαιον διὰ τὴν ἀρετήν
του. Ὑπάρχει ὄντως Θεός, ὁ ὁποῖος
κρίνει τοὺς ἀδίκους κριτὰς ἐν τῇ
γῇ. |